Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ Παιδική υγεία και επιβίωση, εμβολιασμοί Η UNICEF Ελλάδος, εκτός των πρωτοβουλιών για τον εμβολιασμό των παιδιών που υποστηρίζει στη χώρα μας, υποστηρίζει επίσης την παγκόσμια εκστρατεία της UNICEF ώστε να επιταχυνθούν τα προγράμματα εμβολιασμών για τα παιδιά, ιδιαίτερα στις φτωχότερες χώρες, με στόχο να μη χάνεται καμία παιδική ζωή από ασθένειες που μπορούν να προληφθούν. Το ένα στα πέντε παιδιά δεν λαμβάνει ζωτικής σημασίας εμβόλια λόγω κοινωνικής ή γεωγραφικής θέσης, έλλειψης πόρων, ανεπαρκών υποδομών υγείας ή συρράξεων, όπως αυτές που μαίνονται σήμερα στη Συρία και περιοχές της Δυτικής Αφρικής. Εκτιμάται ότι 22,6 εκατομμύρια παιδιά δεν λαμβάνουν κρίσιμα για την υγεία και επιβίωσή τους εμβόλια, το 72% από αυτά ζουν σε μόνο 10 χώρες. Τα εμβόλια ήδη σώζουν τις ζωές 2 έως 3 εκατομμυρίων παιδιών κάθε χρόνο - γεγονός που αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα στον τομέα της δημόσιας υγείας. Οι εμβολιασμοί είναι επίσης εξαιρετικά αποδοτικοί. Για παράδειγμα, κοστίζει λιγότερο από 1 δολάριο για να προστατευθεί ένα παιδί από την ιλαρά για όλη του τη ζωή. Η πλήρης προστασία ενός παιδιού με εμβολιασμό κοστίζει περίπου 20 ευρώ. Οι συντονισμένες προσπάθειες για τον εμβολιασμό των παιδιών έχουν μειώσει ή εξαλείψει τις επιπτώσεις θανατηφόρων ασθενειών: Η ευλογιά εξαλείφθηκε το 1980. Η πολιομυελίτιδα πρόσφατα εξαλείφθηκε στην Ινδία και τώρα είναι ενδημική σε τρεις μόνο χώρες: το Πακιστάν, τη Νιγηρία και το Αφγανιστάν. Μεταξύ 2000 και 2011, οι θάνατοι από ιλαρά μειώθηκαν κατά 71% παγκοσμίως. 29 χώρες εξάλειψαν το νεογνικό τέτανο μεταξύ 2000 και 2013. Τα μικρά παιδιά είναι πιο πιθανό να χάσουν τη ζωή τους από την ελονοσία: Το 2010, περίπου 219 εκατομμύρια περιπτώσεις ελονοσίας παγκοσμίως οδήγησαν σε περίπου 660.000 θανάτους και πάνω από το 80% από αυτούς ήταν μεταξύ παιδιών κάτω των πέντε ετών. Μέχρι το 2011, πάνω από το ένα τρίτο των παιδιών κάτω των πέντε ετών κοιμόταν κάτω από επεξεργασμένες με εντομοκτόνο κουνουπιέρες, σε σχέση με λιγότερο από 5% το 2000. Η UNICEF και οι συνεργάτες της υποστήριξαν προγράμματα ανοσοποίησης σε πάνω από 100 χώρες την προηγούμενη χρονιά. Το 2012, η UNICEF παρείχε σχεδόν 1,9 δισεκατομμύρια δόσεις εμβολίων και πάνω από 500 εκατομμύρια σύριγγες. Επίσης εργάζεται για να κρατήσει τις τιμές των εμβολίων σε επίπεδα που μπορούν να αντέξουν οικονομικά χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος. Σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, τα παιδιά είναι πιο ευάλωτα και οι εκστρατείες εμβολιασμού καθίστανται πολύ σημαντικές. Στη Συρία, η UNICEF και οι συνεργάτες της εμβολίασαν 1,3 εκατομμύρια παιδιά κατά της ιλαράς και 1,5 εκατομμύρια κατά της πολιομυελίτιδας κάτω από εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες. Η UNICEF προωθεί την ευρεία χρήση των εμβολιασμών και της παροχής συμπληρωμάτων βιταμίνης Α ως ένα αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη του διεθνούς στόχου για τη μείωση της βρεφικής και της κάτω των 5 ετών θνησιμότητας κατά δύο τρίτα μέχρι το 2015. Η ΠΡΟΟΔΟΣ στη μείωση της παιδικής θνησιμότητας σε παγκόσμιο επίπεδο 1970-2012 Αριστερά: παιδική θνησιμότητα κάτω των 5 ετών ανά 1.000 γεννήσεις και η ΠΡΟΟΔΟΣ στη μείωση των παιδικών θανάτων σε παγκόσμιο επίπεδο 1970-2012 Δεξιά: Αριθμός παιδιών κάτω των 5 ετών που πεθαίνουν κάθε χρόνο (σε εκατομμύρια)
Υποσιτισμός και παιδική θνησιμότητα: Ο υποσιτισμός θέτει τα παιδιά σε ακόμη μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου και σοβαρής ασθένειας εξαιτίας συνηθισμένων παιδικών λοιμώξεων, όπως η πνευμονία, η διάρροια, η ελονοσία, ο ιός HIV/AIDS και η ιλαρά. Τα παιδιά με υποσιτισμό οξείας μορφής διατρέχουν εννιά φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να πεθάνουν, από τα παιδιά που τρέφονται καλά. Τα τρία τέταρτα των παιδιών που λαμβάνουν θεραπεία μπορούν να αναρρώσουν. Παρά τις προόδους, ακόμη και σήμερα περίπου 18.000 παιδιά κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε μέρα, κατά κύριο λόγο από αιτίες που θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί. Το ένα τρίτο των θανάτων των παιδιών κάτω των 5 ετών μπορούν να αποδοθούν στον υποσιτισμό. Το ένα στα τέσσερα όλων των παιδιών κάτω των 5 ετών είναι καχεκτικό, εξαιτίας χρόνιου υποσιτισμού σε κρίσιμες περιόδους της ανάπτυξής του. Εκτιμάται ότι το 80% των καχεκτικών παιδιών του κόσμου ζουν σε μόνο 14 χώρες. Η ζημιά που γίνεται στο σώμα και τον εγκέφαλο ενός παιδιού από την καχεξία είναι μη αναστρέψιμη. Καθηλώνει τις σχολικές επιδόσεις και το μελλοντικό εισόδημα. Πρόκειται για μια αδικία που συχνά περνά από γενιά σε γενιά που καθηλώνει επίσης την ανάπτυξη της χώρας. Τα καχεκτικά παιδιά επίσης διατρέχουν υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από λοιμώδη νοσήματα σε σχέση με τα άλλα παιδιά. Η καχεξία και άλλες μορφές υποσιτισμού μειώνονται χάρη σε μια σειρά από απλά και δοκιμασμένα βήματα, όπως η βελτίωση της διατροφής των γυναικών, ό έγκαιρος και αποκλειστικός μητρικός θηλασμός, η παροχή συμπληρωμάτων βιταμινών και ιχνοστοιχείων καθώς και κατάλληλων τροφίμων - ειδικά κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και των δύο πρώτων χρόνων της ζωής ενός παιδιού. Οι μορφές του υποσιτισμού Ο υποσιτισμός των παιδιών μπορεί να εμφανίζεται με διάφορους τρόπους και συνήθως υπολογίζεται με τη μέτρηση του βάρους και του ύψους. Ένα παιδί μπορεί να είναι πολύ κοντό για την ηλικία του (καχεκτικό), να έχει χαμηλό βάρος σε σχέση με το ύψος του (δυστροφικό) ή να έχει χαμηλό βάρος σε σχέση με την ηλικία του (λιπόβαρο). Η διατροφική ανεπάρκεια σε ιχνοστοιχεία προκαλείται από ανεπάρκειες σε βιταμίνες και μέταλλα και μπορεί να εμφανίζεται ως κόπωση, ωχρότητα εξαιτίας αναιμίας (σιδηροπενία), μειωμένη ικανότητα μάθησης (κυρίως από σιδηροπενία και ιωδιοπενία), βρογχοκήλη (ιωδιοπενία), ελαττωμένη ανοσία και νυκτερινή τύφλωση (σοβαρή ανεπάρκεια βιταμίνης Α). Η ανεπαρκής διατροφή μπορεί επίσης να εμφανισθεί ως πλεονάζον βάρος και παχυσαρκία. Με τη βοήθεια των υποστηρικτών της, η UNICEF: Προμηθεύει ειδικά ενισχυμένες τροφές και θεραπευτικό γάλα για τη φροντίδα και την θεραπεία των υποσιτισμένων παιδιών. Δημιουργεί Κέντρα Θεραπευτικής Διατροφής για υποσιτισμένα παιδιά και εκπαιδεύει το ανάλογο προσωπικό τόσο σε νέες όσο και σε υπάρχουσες μονάδες υγείας. Ενισχύει τα τοπικά Κέντρα Υγείας με τον απαραίτητο εξοπλισμό και προωθεί προγράμματα εμβολιασμού, παρέχει συμπληρώματα βιταμίνης Α και προωθεί την ιωδίωση του αλατιού. Η ΠΡΟΟΔΟΣ στη μείωση της παιδικής καχεξίας σε παγκόσμιο επίπεδο 1990-2012 Ποσοστό (%) παιδιών κάτω των 5 ετών που είναι καχεκτικά εξαιτίας υποσιτισμού Πηγή: UNICEF-WHO-World Bank Joint Child Malnutrition Estimates, 2013.
Οι πιο φτωχοί του κόσμου εξακολουθούν να μην έχουν πρόσβαση σε καθαρό νερό Σύμφωνα με τη UNICEF, η διάρροια παραμένει η δεύτερη κυριότερη αιτία θνησιμότητας παιδιών κάτω των πέντε ετών σε παγκόσμιο επίπεδο. Με πάνω από 1,7 δισεκατομμύρια περιστατικά, οι διαρροϊκές ασθένειες, που συνδέονται επίσης με αυξημένο κίνδυνο νανισμού (χαμηλό βάρος σε σχέση με την ηλικία και καθυστέρηση της ανάπτυξης) κοστίζουν πολύ ακριβά στην κοινωνία. Η UNICEF υπολογίζει ότι 1.400 παιδιά κάτω των 5 ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από διαρροϊκές ασθένειες που συνδέονται με την έλλειψη ασφαλούς πόσιμου νερού και επαρκούς αποχέτευσης και υγιεινής. Ο αριθμός των ανθρώπων που δεν έχουν πρόσβαση σε ασφαλές πόσιμο νερό ανέρχεται στα 768 εκατομμύρια, με αποτέλεσμα εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά να αρρωσταίνουν και να πεθαίνουν κάθε χρόνο. Οι περισσότεροι είναι φτωχοί και ζουν σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές ή αστικές παραγκουπόλεις. 10 χώρες φιλοξενούν σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού χωρίς επαρκή πρόσβαση σε καθαρό πόσιμο νερό: Κίνα (108 εκατομμύρια), Ινδία (99), Νιγηρία (63), Αιθιοπία (43), Ινδονησία (39), Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (37), Μπανγκλαντές (26), Ενωμένη Δημοκρατία της Τανζανίας (22), Κένυα (16) και Πακιστάν (16). Περίπου 2,5 δισεκατομμύρια άνθρωποι δεν έχουν πρόσβαση σε βελτιωμένες εγκαταστάσεις υγιεινής. Από αυτούς, 761 εκατομμύρια χρησιμοποιούν δημόσιες ή κοινόχρηστες εγκαταστάσεις υγιεινής και 693 εκατομμύρια χρησιμοποιούν εγκαταστάσεις που δεν πληρούν τις ελάχιστες προδιαγραφές υγιεινής. Εκτιμάται ότι 1 δισεκατομμύριο άνθρωποι εξακολουθούν να αφοδεύουν υπαίθρια. Οι γυναίκες και τα κορίτσια πλήττονται δυσανάλογα από την έλλειψη πρόσβασης σε ασφαλές νερό. Εκτιμάται ότι το 71% του βάρους της ευθύνης για τη συλλογή πόσιμου νερού το επωμίζονται οι γυναίκες και τα κορίτσια. Με την προθεσμία για την επίτευξη του Αναπτυξιακού Στόχου για την υγιεινή να πλησιάζει, η UNICEF απευθύνει έκκληση για μια τελική ώθηση για την επίτευξη αυτού του κρίσιμου στόχου. «Κάθε μέρα πεθαίνουν εκατοντάδες παιδιά. Κάθε μέρα χιλιάδες γονείς θρηνούν τους γιους και τις κόρες τους. Μπορούμε και πρέπει να δράσουμε ενάντια σε αυτή την κολοσσιαία καθημερινή ανθρώπινη τραγωδία.» δηλώνει ο Επικεφαλής των Προγραμμάτων για το Νερό και την Υγιεινή της UNICEF, Sanjay Wijesekera και συγκρίνει την ανεπαρκή πρόσβαση σε ασφαλές νερό και υγιεινή με μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Τα προγράμματα της UNICEF για το νερό και την υγιεινή υλοποιούνται σε πάνω από 100 χώρες και νέες πρωτοβουλίες όπως οικονομικά αποδοτικές γεωτρήσεις και κοινοτικής βάσης σχεδιασμός για την ασφάλεια του νερού, φέρνουν πόσιμο νερό σε οικογένειες που ζουν σε μερικές από τις πιο απομονωμένες περιοχές. Η UNICEF έκανε για παράδειγμα γεωτρήσεις στο Πακιστάν για την παροχή ασφαλούς νερού σε περίπου 100.000 ανθρώπους από το 2012. Προγράμματα που υποστηρίζει η UNICEF για νερό και υγιεινή στα σχολεία έχουν προσφέρει ασφαλές νερό και εγκαταστάσεις υγιεινής και αποχέτευσης σε εκατομμύρια παιδιά σχολικής ηλικίας σε όλο τον κόσμο. Η ΠΡΟΟΔΟΣ στην πρόσβαση σε ασφαλές καθαρό νερό στους αστικούς πληθυσμούς παγκοσμίως μεταξύ 1990-2011 Πάνω από 1,3 δισεκατομμύρια κάτοικοι αστικών περιοχών απέκτησαν πρόσβαση σε βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού μεταξύ 1990 και 2011 (σε εκατομμύρια) Χάρη στην παγκόσμια κινητοποίηση πάνω από 240.000 άτομα την ημέρα, απέκτησαν πρόσβαση σε βελτιωμένες εγκαταστάσεις υγιεινής από το 1990 έως το 2011. Παρά την εντυπωσιακή αυτή πρόοδο, αυτό δεν είναι αρκετό. Χρειάζονται επιπλέον δράσεις και θέσπιση των κατάλληλων πολιτικών, για την συνέχιση και επιτάχυνση της προόδου στον τομέα της υγιεινής. Η UNICEF εργάζεται για ένα κόσμο όπου: - Ο καθένας θα πρέπει να έχει ασφαλές πόσιμο νερό, αποχέτευση και υγιεινή στο σπίτι. - Όλα τα σχολεία και τα κέντρα υγείας θα πρέπει να έχουν νερό, αποχέτευση και υγιεινή. - Το νερό, η αποχέτευση και υγιεινή θα είναι βιώσιμα και χωρίς ανισότητες στην πρόσβαση.
ΕΚΘΕΣΗ UNICEF: Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ 2014 Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στα παιδιά Δημογραφικά χαρακτηριστικά των παιδιών στην Ελλάδα Συγκριτικά προς την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός των παιδιών έχει μειωθεί περισσότερο (-9%) από τον συνολικό (-1.1%). Σύμφωνα με στοιχεία της απογραφής του 2011, τα παιδιά, ηλικίας έως 18 ετών, είναι 1.889.916, που αντιστοιχούν στο 17,5% του μόνιμου πληθυσμού της χώρας (10.815.197), με τα αγόρια να αποτελούν το 51,2% και τα κορίτσια το 48,8%. Η πληθυσμιακή συμπίεση των παιδιών περιορίζει την κοινωνική τους παρουσία και ουσιαστικά οδηγεί στην αγνόησή τους σε όλες τις εκφάνσεις και διαστάσεις της κοινωνικής ζωής με άμεσο αντίκτυπο τόσο στις αντιλήψεις για αυτά, όσο και στην αναγκαιότητα να αντιμετωπίζονται ως κατηγορία και ζήτημα ιδιαίτερης σημασίας στο πλαίσιο των δημόσιων πολιτικών και ειδικότερα των πολιτικών για την εξασφάλιση των δικαιωμάτων τους. Τα παιδιά ηλικίας έως 18 ετών της ομάδας των αλλοδαπών/ μεταναστών για το 2011 φθάνουν τα 181.000 άτομα, έχουν αυξηθεί από το 2001 κατά 11,8% και αναλογούν στο 9,6% του συνόλου των ανηλίκων της Ελλάδας (από το 7,8% το 2001). Το 52% των παιδιών αυτών είναι αγόρια και το 48% κορίτσια, Γενικότερα, στην Ελλάδα οι ανήλικοι αλλοδαποί/ μετανάστες αποτελούν μια σχεδόν συμπαγή ως προς την υπηκοότητα ομάδα. Κατά 70,5% προέρχονται από την Αλβανία, 81,5% προέρχονται από όμορες χώρες των Βαλκανίων και συνολικά κατά 90,3% από την Ευρώπη. Συμφώνα με την απογραφή του 2011, τα νοικοκυριά στην Ελλάδα χωρίς παιδιά κάτω των δεκαπέντε ετών αναλογούν στο 76,5% και με παιδιά στο 23,5% του συνόλου. Η παιδική φτώχεια Ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονταν σε κίνδυνο φτώχειας στην Ελλάδα για το έτος 2012, ξεπέρασε το μισό εκατομμύριο, συγκεκριμένα ανήλθε σε 521.000 και αναλογεί στο 26,9% του συνόλου των παιδιών έναντι 23,7% που ήταν το 2011. Παράλληλα μεταξύ 2011 και 2012 τα παιδιά που ζουν κάτω από το όριο της εισοδηματικής φτώχειας αυξήθηκαν κατά 12%, έναντι 8% στο συνολικό πληθυσμό των φτωχών. Αριθμητικά, η αύξηση αυτή αντιστοιχεί σε 56.000 παιδιά. Ο φτωχός πληθυσμός εμφανίζεται νεότερος από τον συνολικό, εφόσον τα παιδιά και οι νέοι έως 24 ετών αποτελούν το 30,5% του συνόλου των φτωχών και τα άτομα άνω των 65 ετών το 14,5%. Στα νοικοκυριά με εξαρτώμενα παιδιά κάτω των 14 ετών ο κίνδυνος φτώχειας έφθασε το 28,1% το 2012 από 23,2% το 2011. Δύο στα τρία μονογονεϊκά νοικοκυριά (ποσοστό 66%) απειλείται από τη φτώχεια, σημειώνοντας αύξηση κατά 22,8 μονάδες από το 2011. Τα πιο φτωχά παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά σε κίνδυνο φτώχειας κάτω του ορίου του 40% του μέσου ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος ανέρχονταν το 2012 σε 276.000 ή 14,2% σημειώνοντας αύξηση 47,6% σε σχέση με το 2011, που ως ποσοστό είναι σημαντικά υψηλότερο από το ποσοστό αύξησης του επίσημου ορίου της φτώχειας που προσδιορίζεται με βάση το 60% του μέσου εισοδήματος. Τα παιδιά αυτά ζουν σε νοικοκυριά που το μηνιαίο εισόδημα για μια τετραμελή οικογένεια με δυο παιδιά κάτω των 14 ετών κυμαινόταν (για το 2012) κάτω από τα 670. Στην Ελλάδα τα παιδιά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού ανέρχονταν σε 686.000 ή στο 35,4% το 2012, από 30,4% το 2011, με πιο ευάλωτα τα μονογονεϊκά (74,7%) και τα τρίτεκνα/πολύτεκνα (43,7%) νοικοκυριά. Τα παιδιά σε κίνδυνο φτώχειας που διαβιούν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας ανέρχονταν στο 67,9% το 2012, έχοντας αυξηθεί μεταξύ 2011 και 2012 κατά 5,4 ποσοστιαίες μονάδες. Τα παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά που κανένας ενήλικας δεν εργάζεται, ανέρχονταν σε 292.000 ή 13,2% το 2012, έχοντας αυξηθεί κατά 204.000 από το 2008. Ο κίνδυνος φτώχειας στους αλλοδαπούς φθάνει το 43,7% για το 2012, ενώ στα παιδιά αυτών (υπολογίζεται η υπηκοότητα του γονέα) βρίσκεται σε υψηλότερα επίπεδα, ξεπερνώντας το 53,1% από 49,6% που ήταν το 2011. Συνθήκες διαβίωσης Τα φτωχά παιδιά που ζουν σε νοικοκυριά που επιβαρύνονται από το κόστος στέγασης, δηλαδή οι συγκεκριμένες δαπάνες υπερβαίνουν το 40% του εισοδήματός τους, ανέρχονται στο 92,2% (2012). Το 86,5% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά το 2012, δήλωναν αδυναμία πληρωμής μιας εβδομάδας διακοπών. Το 74,1% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά και το 29,5% των μη φτωχών δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει έκτακτες αλλά καθημερινές δαπάνες ύψους σχεδόν 540. Το 39,3% των μη φτωχών δήλωναν αδυναμία πληρωμής πάγιων λογαριασμών, δόσεων δανείων ή πιστωτικών καρτών, από 27,6% το 2011.
Το 45,9% των φτωχών νοικοκυριών με παιδία δήλωναν το 2012, πριν ακόμα εξισωθούν οι τιμές του πετρελαίου θέρμανσης και κίνησης, οικονομική αδυναμία για ικανοποιητική θέρμανση. Το 52,6% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά το 2012 δήλωναν οικονομική αδυναμία για διατροφή που να περιλαμβάνει κάθε δεύτερη ημέρα κοτόπουλο, κρέας, ψάρι ή λαχανικά ίσης θρεπτικής αξίας από το 44,3% το 2011. Για το 2012 τα μονογονεϊκά νοικοκυριά (67,2%) και τα τρίτεκνα-πολύτεκνα (65,8%), της αντίστοιχης ομάδας πλήττονται περισσότερο, θέτοντας επιτακτικά το ζήτημα του κινδύνου υποσιτισμού για ορισμένα παιδιά στην Ελλάδα. Το 62,3% των φτωχών νοικοκυριών με παιδιά δήλωναν μεγάλη δυσκολία να αντιμετωπίσουν τις συνήθεις ανάγκες του νοικοκυριού. Τα μη φτωχά νοικοκυριά που δήλωναν δυσκολία ή μεγάλη δυσκολία το 2012 ανέρχονταν στο 69,2% από το 58,2% το 2011. Κοινωνικές παροχές - κοινωνική ασφάλιση Οι παροχές κοινωνικής προστασίας για το 2011 ανέρχονταν στο 28,9% του Α.Ε.Π. ή σε 60,1 δις ευρώ και μειώθηκαν κατά 4,9% συγκριτικά προς το 2009, χρονιά που ανέρχονταν σε 63,2 δις ευρώ. Όσον αφορά συγκεκριμένα τις παροχές κοινωνικής προστασίας για τη λειτουργία οικογένεια - παιδιά, παραμένουν σταθερές ως προς το ποσοστό του Α.Ε.Π., στο 1,8% για το 2011, χαμηλότερες από το μέσο όρο της Ε.Ε. (2,2%), και ανέρχονται σε 3,7 δις ευρώ μειωμένες κατά 513 εκατομμύρια ή 12,1% από το 2009 (ανέρχονταν σε 4,2 δις ευρώ). Αυτό έχει οπωσδήποτε επιπτώσεις για τους δικαιούχους, εφόσον οι παροχές ανά κάτοικο μειώθηκαν κατά 60,51 ή 17,9% την αντίστοιχη περίοδο. Η κατανομή των δαπανών κοινωνικής προστασίας έχει ως αποτέλεσμα την περιορισμένη συμβολή τους στην αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας. Ενώ στο σύνολο του πληθυσμού οι κοινωνικές μεταβιβάσεις (δηλαδή τα κοινωνικά επιδόματα και οι συντάξεις) περιορίζουν τον κίνδυνο φτώχειας κατά 26,7 ποσοστιαίες μονάδες στα παιδιά τον περιορίζουν μόνο κατά 5,2 μονάδες, η οποία είναι η μικρότερη επίδραση σε όλη την Ε.Ε. Η θέσπιση το 2012 του ενιαίου επιδόματος στήριξης τέκνων όχι μόνο αντικατέστησε όλα τα προηγούμενης μορφής οικογενειακά επιδόματα, αλλά υποκατάστησε την κατάργηση των αφορολογήτων ορίων για τις οικογένειες με παιδιά. Με αυτόν τον τρόπο πιθανόν η έμμεση επιβάρυνση των οικογενειών από τις απώλειες των αντικατασταθέντων από το ενιαίο επίδομα ευνοϊκών μέτρων να είναι μεγαλύτερη. Εκτιμάται ότι σημαντικός αριθμός παιδιών στην Ελλάδα δεν έχει ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη λόγω απώλειας ασφαλιστικών δικαιωμάτων των γονέων τους, ενώ οι εναλλακτικές μορφές παροχής ιατροφαρμακευτικής και νοσοκομειακής περίθαλψης δεν καλύπτουν το σύνολο του πληθυσμού. Η παιδική εργασία Η παιδική εργασία διαχρονικά παρουσιάζει φθίνουσα πορεία. Για το έτος 2013 το ποσοστό των εργαζομένων παιδιών (15-18 ετών) στον αντίστοιχο συνολικό πληθυσμό των παιδιών στην Ελλάδα είναι πολύ μικρό (1,4% ή 6.430 παιδιά), ενώ ποσοστό των οικονομικά μη ενεργών παιδιών είναι η πλειοψηφία (95,6%) του αντίστοιχου συνολικού πληθυσμού. Τα περισσότερα οικονομικά ενεργά παιδιά βρίσκονται στην Αττική (23,7%), στη Θεσσαλία (13,6%), στην Κεντρική Μακεδονία (12,9%) και στη Στερεά Ελλάδα (9,2%). Αναλογικά με τον πληθυσμό των παιδιών (15-18 ετών) σε κάθε περιφέρεια τα οικονομικά ενεργά παιδιά συναντώνται με μεγαλύτερη συχνότητα στη Θεσσαλία, στη Στερεά Ελλάδα και στην Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και με μικρότερη συχνότητα στην Αττική και Κεντρική Μακεδονία. Εκπαίδευση Τα ποσοστά εγγραφής στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση είναι πολύ υψηλά στην Ελλάδα. Η συμμετοχή των παιδιών στην προσχολική εκπαίδευση παραμένει χαμηλή. Πέρα από παράγοντες που συνδέονται με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας, σε αυτό συμβάλει η ανεπιτυχής εφαρμογή του θεσμικού πλαισίου και οι ελλείψεις σε υποδομές. Από το 2006 είναι υποχρεωτική η εγγραφή στο νηπιαγωγείο παιδιών (νηπίων) ηλικίας πέντε (5) ετών. Το πρόβλημα που παρουσιάζεται είναι ότι, ακόμα και αν οι θέσεις στα νηπιαγωγεία επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών των νηπίων που πρέπει να εγγραφούν υποχρεωτικά, δεν συμβαίνει το ίδιο με τα νήπια δεύτερης ηλικίας (προνήπια) με αποτέλεσμα να παραμένουν σε παιδικούς σταθμούς είτε να αναγκάζονται να στρέφονται σε ιδιωτικά νηπιαγωγεία, το οποίο συνεπάγεται οικονομική επιβάρυνση. Η πρόωρη αποχώρηση από την εκπαίδευση και την κατάρτιση στην Ελλάδα μεταξύ των ετών 2008 και 2013 μειώθηκε κατά 4,6 ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας το 2013 στο 10,2%. Η συσχέτιση της πρόωρης αποχώρησης από την εκπαίδευση, του περιορισμού της παιδικής εργασίας και της αύξησης της ανεργίας, πιθανόν να καθιστά πιο ελκυστική την παραμονή και την επένδυση στην εκπαίδευση απ ότι την πρώιμη ένταξη στην αγορά εργασίας.
Βρεφονηπιακή φροντίδα - Εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής Στην Ελλάδα το ποσοστό συμμετοχής των παιδιών σε υπηρεσίες επίσημης βρεφονηπιακής φροντίδας είναι σταθερά μικρότερο σε σχέση με τις χώρες της Ε.Ε.Oι υφιστάμενες δομές χαμηλότερου κόστους βρεφονηπιακής φροντίδας (κυρίως δημοτικές) δεν επαρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες όλων των παιδιών με αποτέλεσμα πολλές οικογένειες να αναγκάζονται να στραφούν σε ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς (που σημαίνει επιπρόσθετη οικονομική επιβάρυνση) ή να μην εντάσσουν καθόλου τα παιδιά τους σε κάποια τέτοιου είδους υπηρεσία. Η συμμετοχή των παιδιών στην βρεφονηπιακή φροντίδα είναι ένα βασικό εργαλείο για την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Ωστόσο, στην Ελλάδα πρωτίστως το υψηλό κόστος των υπηρεσιών βρεφονηπιακής φροντίδας δεν ευνοεί την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής, καθώς τα 2/3 των ατόμων που δεν εργάζονται ή υποαπασχολούνται αναφέρουν τον παράγοντα αυτό ως τον κυρίαρχο λόγο που σχετίζεται με τη φύλαξη των παιδιών. Την ανεπιτυχή εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής αποδεικνύει και το γεγονός ότι ο κύριος λόγος που σχετίζεται με τη φύλαξη παιδιών, για τον οποίο οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να κάνουν διευθέτηση του χρόνου εργασίας τους, ήταν η έλλειψη εναλλακτικών υπηρεσιών φροντίδας κατά τη διάρκεια της ημέρας. Οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην κατασκευή της παιδικής ηλικίας: Η παράταση της παιδικής ηλικίας Τα υψηλά ποσοστά φτώχειας (32,3%) και ανεργίας (58,6%) για το 2012 των ηλικιακών ομάδων 16-24 και 15-24 ετών αντίστοιχα, σε συνδυασμό με την εκτόξευση του ποσοστού των ατόμων αντίστοιχων ηλικιακών ομάδων που δεν εργάζονται και ταυτόχρονα δεν συμμετέχουν σε κάποιας μορφής εκπαίδευση και κατάρτιση, οδηγούν στην έντονη οικονομική εξάρτηση από τους γονείς τους με αποτέλεσμα να παρατείνουν τη διάρκεια της παιδικής ηλικίας. Ενδεικτικό στοιχείο αποτελεί το υψηλό ποσοστό (73,3%) των νέων ηλικίας 20 έως 29 ετών που διαμένει με τους γονείς του και η μέση ηλικία εγκατάλειψης της γονεϊκής στέγης (29,1 έτη) (στοιχεία 2012). Οι πολιτικές για τα δικαιώματα του παιδιού Αποτελεί θλιβερή διαπίστωση ότι όσα είχαν αναφερθεί στις δύο προηγούμενες εκθέσεις της UNICEF σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης συντονισμένου σχεδιασμού από την πολιτεία για την εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού είναι πάντα επίκαιρα, καθώς δεν έχει παρατηρηθεί πρόοδος. Συγκεκριμένα, κρίνεται επιτακτική η κατάρτιση ενός οργανωμένου Σχεδίου Δράσης για τα Δικαιώματα του Παιδιού και η ύπαρξη ενός κεντρικού φορέα, ο οποίος θα λειτουργεί ως επιστημονικό κέντρο μελέτης, σχεδιασμού και συντονισμού εφαρμογής των πολιτικών για τα δικαιώματα του παιδιού. Σε φορολογικό επίπεδο, από 1η Ιανουαρίου 2013 καταργήθηκαν τα πρόσθετα φορολογικά όρια για τα τέκνα και κυρίως οι φοροαπαλλαγές για δίδακτρα φροντιστηρίων με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται περισσότερο φορολογικά οι οικογένειες με παιδιά. Επιπλέον, προβλέφθηκε ότι παιδιά κάτω των 18 ετών δεν θεωρούνται εξαρτώμενα μέλη, εάν το ετήσιο φορολογητέο εισόδημά τους υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ και συνοικούν με τον φορολογούμενο. Μέτρα και προτάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης των παιδιών Για το δημογραφικό ζήτημα: Λήψη πολυεπίπεδων μέτρων (φορολογικών, επιδοματικών, παροχών σε είδος, υποστηρικτικές δομές) ώστε η απόκτηση περισσότερων παιδιών να καθίσταται ελκυστική. Για τις πολιτικές για τα δικαιώματα του παιδιού: Ύπαρξη ενός κεντρικού φορέα, ο οποίος θα λειτουργεί ως επιστημονικό κέντρο μελέτης, σχεδιασμού και εφαρμογής των πολιτικών για τα δικαιώματα του παιδιού: Θα αναλάβει την ανάπτυξη συνεργασιών και τον συντονισμό όλου του εύρους των φορέων και επιπέδων διοίκησης για την εφαρμογή των πολιτικών με αντικείμενο τα δικαιώματα του παιδιού, Θα σχεδιάζει και θα καταθέτει ετήσιο εθνικό σχέδιο δράσης για τα δικαιώματα του παιδιού, Θα συντάσσει και τα καταθέτει στην Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Παιδιού του Ο.Η.Ε. την περιοδική έκθεση για την εφαρμογή της Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Παιδιού, Θα έχει ρόλο ενός εθνικού κέντρου τεκμηρίωσης για την μελέτη και επεξεργασία στατιστικών, νομοθετικών και λοιπών στοιχείων σχετικά με την εφαρμογή των δικαιωμάτων του παιδιού, Θα αναλάβει συμβουλευτικό ρόλο προς την πολιτεία σχετικά με όλες τις πολιτικές και δράσεις που σχετίζονται με το παιδί και την παιδική ηλικία.
Ανάπτυξη παιδικοκεντρικής δημοσιονομικής πολιτικής, η οποία θα αποτυπώνεται σε «φιλικούς» για τα παιδιά προϋπολογισμούς και διαμόρφωση ιδιαίτερου κωδικού στον προϋπολογισμό για τη χρηματοδότη του συνόλου των κρατικών πολιτικών που αφορούν το παιδί. Δημιουργία μιας εθνικής κεντρικής βάσης δεδομένων που θα συγκεντρώνονται όλα τα στοιχεία που αφορούν την εφαρμογή του συνόλου των δικαιωμάτων του παιδιού. Διάχυση της διάστασης του παιδιού (child mainstreaming) σε όλους τους τομείς και τα επίπεδα άσκησης πολιτικής. Για την αντιμετώπιση της παιδικής φτώχειας και τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης: Καθιέρωση ενός Γενικού Προγράμματος «Eλαχίστου Eγγυημένου Eισοδήματος», θεσμός ο οποίος αποτελεί από τους πιο αποτελεσματικούς τρόπους αντιμετώπισης της φτώχειας και για τον λόγο αυτό εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες. Λήψη στοχευμένων μέτρων ανακούφισης των μονογονεϊκών νοικοκυριών και των νοικοκυριών με τρία ή περισσότερα παιδιά, τα οποία είναι πιο ευάλωτα στη φτώχεια. Λήψη μέτρων αντιμετώπισης της ανεργίας, κυρίως στα φτωχά νοικοκυριά με παιδιά που κανένας ενήλικας δεν εργάζεται. Στήριξη των φτωχότερων οικογενειών με παιδιά που εμφανίζουν αυξημένη αδυναμία ικανοποίησης βασικών και καθημερινών αναγκών διαβίωσης (κυρίως θέρμανση και διατροφή). Για τις κοινωνικές παροχές - κοινωνική ασφάλιση: Αύξηση του ποσού των παροχών κοινωνικής προστασίας για τη λειτουργία οικογένεια - παιδιά. Καλύτερη στόχευση των κοινωνικών επιδομάτων, καθώς στην Ελλάδα έχουν την μικρότερη επίδραση στη μείωση της παιδικής φτώχειας απ όλες τις χώρες της Ευρώπης. Διεύρυνση των δικαιούχων των οικογενειακών επιδομάτων με πιο έντονα κοινωνικά κριτήρια και όχι μόνο οικονομικά. Ρύθμιση του θεσμικού πλαισίου με τέτοιο τρόπο ώστε όλα τα παιδιά, ανεξαρτήτως προϋποθέσεων, να δικαιούνται δωρεάν ιατροφαρμακευτική και νοσοκομειακή περίθαλψη. Για την παιδική εργασία: Ανάπτυξη ενός μηχανισμού εντοπισμού της παιδικής εργασίας και μιας βάσης για την καταγραφή ποσοτικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της, ώστε βάσει των στοιχείων αυτών να σχεδιαστεί η αντιμετώπισή της. Για την εκπαίδευση: Αύξηση της συμμετοχής στην προχολική εκπαίδευση, η οποία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα, μέσω διάθεσης πόρων και προσωπικού ώστε όλα τα παιδιά άνω των τεσσάρων ετών (4) να έχουν πρόσβαση σε ποιοτική προσχολική εκπαίδευση. Για τη βρεφονηπιακή φροντίδα και την εναρμόνιση οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής: Λήψη άμεσων μέτρων για την αύξηση της συμμετοχής στην βρεφονηπιακή φροντίδα, η οποία βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα στην Ελλάδα. Εξασφάλιση επάρκειας θέσεων για περισσότερα παιδιά σε ποιοτική δωρεάν ή τουλάχιστον χαμηλού κόστους βρεφονηπιακή φροντίδα, μέσω αύξησης της κρατικής δαπάνης για παροχές σχετικά με την παιδική φύλαξη. Καθιέρωση μηχανισμών ελέγχου της ποιότητας των υπηρεσιών παροχής βρεφονηπιακής φροντίδας και καθορισμός περισσότερων κοινωνικών κριτηρίων για την επιλογή παιδιών από τους δημοτικούς βρεφονηπιακούς σταθμούς. Προώθηση των κατάλληλων ρυθμίσεων ώστε οι υπηρεσίες βρεφονηπιακής φροντίδας να εξυπηρετούν την αναγκαιότητα εναρμόνισης οικογενειακής και επαγγελματικής ζωής. Για την έντονη οικονομική εξάρτηση των παιδιών και των νέων: Λήψη στοχευμένων μέτρων για την αντιμετώπιση της υψηλής φτώχειας και ανεργίας των νέων και ανάπτυξη ειδικών προγραμμάτων που θα συμβάλουν στην οικονομική και κοινωνική απεξάρτηση από τους γονείς τους.