Σχετικά έγγραφα
Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Modern Greek Beginners

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Αν δούµε κάπου τα παρακάτω σήµατα πώς θα τα ερµηνεύσουµε; 2. Πού µπορείτε να συναντήσετε αυτό το σήµα; (Κάθε σωστή απάντηση 1 βαθµός)

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Τα παραμύθια της τάξης μας!

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Modern Greek Beginners

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

ΔΕΝ ΜιΛΗΣΑ ΠΟΤΕ, ΣΕ ΚΑΝΕΝΑΝ, ΓιΑ ΕΚΕιΝΟ ΤΟ ΚΑΛΟΚΑιΡι ΠΑΡΑ ΜΟΝΟ ΣΤΗ ΜΗΤΕΡΑ ΣΟΥ. ΗΜΑΣΤΑΝ ΠΑΝΤΡΕΜΕΝΟι ΚΟΝΤΑ 16 ΧΡΟΝιΑ.

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Φωνή: Θανούλη! Φανούλη! Μαριάννα! Φανούλης: Μας φωνάζει η μαμά! Ερχόμαστε!

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Down. Πηγή: kosmos/item/ down- syndrome- pos- eipa- ston- gio- mou- pos- exei- syndromo- down

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών


Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

Α ΜΕΡΟΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ ΑΡΗΣ ΤΙΤΑ

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

LET S DO IT BETTER improving quality of education for adults among various social groups

Η μαμά μου είναι υπέροχη και με κάνει να γελάω! Μερικές φορές όμως θυμώνει. επειδή μπερδεύω το φ και το θ. Όμως έχω την καλύτερη μαμά σε ολόκληρο

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Απόψε (ξανα)ονειρεύτηκα

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Τρία κορίτσια. Ένα καλοκαίρι. Μια φιλία που θα αλλάξει τη ζωή τους. Το σχέδιο της Ρέιμι. Μετάφραση: Αργυρώ Πιπίνη. Kέιτ ΝτιΚαμίλο

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Το παραμύθι της αγάπης

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Γεννηθήκαμε και υπήρξαμε μωρά. Κλαίγαμε, τρώγαμε, γελάγαμε, κοιμόμασταν, ξυπνάγαμε, λερωνόμασταν.

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Ο Θάνατος του Johnny Stompanato

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

ΜΕΡΟΣ Ι. Τυμπανιστής:

Μου αρέσει να παίζω ποδόσφαιρο. Τα σαββατοκύριακα παίζω με την ομάδα του σχολείου μου.

Λίνα Μουσιώνη H ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ. Εικόνες: Σάντρα Ελευθερίου

Transcript:

ΕΝΑ Ο Νταν Σουόνσι ξύπνησε μες στο σκοτάδι, χωρίς να ξέρει προς στιγμήν ούτε ποιος ήταν ούτε πού ήταν. Έφερε το χέρι στο κεφάλι του και μούγκρισε όταν το ένιωσε να κολλάει απ τα αίματα. Αργά-αργά (ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν) ορισμένα πράγματα επέστρεφαν. Το όνομά του. Το ότι βρισκόταν σε μια αλάνα πάρκιγκ, ανάσκελα στο χαλίκι, κι ότι ξεπάγιαζε. Επίσης, ότι εκτός απ τα παπούτσια και τις κάλτσες του, ήταν ολόγυμνος. Ανακάθισε, με το στομάχι του να ανακατεύεται καθώς ένα κύμα πόνου τον σάρωσε, και σκούπισε το μέτωπό του πάλι, πιτσιλίζοντας με στάλες αίμα το χαλίκι. Είχε ακολουθήσει μια κοπέλα ως εδώ. Μια κοπέλα το όνομά της το είχε στην άκρη της γλώσσας του, κι ωστόσο δεν μπορούσε να το θυμηθεί. Μαθήτρια του λυκείου, παλιά συμμαθήτρια, με αστραφτερά λευκά δόντια και κόκκινες σόλες στα γοβάκια της. Έλα στο αμάξι μου, του είχε ψιθυρίσει. Είναι ζεστά. Είχαν φιληθεί για λίγο, η κοπέλα κολλημένη με την πλάτη στην πόρτα του οδηγού, με το στόμα της φλογισμένο κάτω απ το δικό του, τις [ 11 ]

Jennifer Weiner ανάσες τους να βγαίνουν σαν ατμός μες στο σκοτάδι της νύχτας, ώσπου εκείνη τον έσπρωξε πέρα. Βγάλ τα ρούχα σου, είχε πει. Θέλω να σε δω. Μα κάνει ψόφο! είχε διαμαρτυρηθεί εκείνος, όμως τα χέρια του ήδη πάλευαν με τα κουμπιά του πουκάμισού του και την αγκράφα της ζώνης του, επειδή ήταν κρύα, αλλά η γκόμενα κάθε άλλο παρά κρύα ήταν, και δεν υπήρχε περίπτωση να χάσει τέτοια φάση. Με τίποτα. Είχε βγάλει τα ρούχα του στριφογυρνώντας, κλοτσώντας το παντελόνι πάνω απ τα παπούτσια του, ρίχνοντας κάθε ρούχο σε μια στοίβα στο χαλίκι, κι όταν σήκωσε το βλέμμα, γυμνός και τρέμοντας απ το κρύο και με το ένα του χέρι να κρύβει το καυλί του, εκείνη τον σημάδευε με κάτι. Η καρδιά του πήγε να σταματήσει όπλο; Όμως, σχεδόν πριν προλάβει να σκεφτεί τη λέξη, είδε πως δεν ήταν όπλο αλλά κινητό τηλέφωνο. Η λάμψη του φλας ήταν εκτυφλωτική και τον βύθισε στο σκοτάδι καθώς εκείνη τον φωτογράφιζε. Έι! της φώναξε. Τι σκατά; Να δούμε, θα σ αρέσει; είχε γρυλίσει εκείνη. Θα σ αρέσει όταν θα γελάνε με τα χάλια σου; Είχε ορμήσει καταπάνω της, προσπαθώντας να της αρπάξει το τηλέφωνο. Τι ζόρι τραβάς; Τι ζόρι τραβάω; αποκρίθηκε εκείνη, πισωπατώντας σαν σε χορό, με τα γοβάκια της με τις κόκκινες σόλες. Το δικό σου ζόρι! Μου κατέστρεψες τη ζωή! Χώθηκε στο αμάξι της, κοπανώντας την πόρτα πριν προλάβει να αρπάξει το χερούλι. Η μηχανή ζωντάνεψε μ ένα βρυχηθμό. Είχε σαλτάρει μπροστά της, πιστεύοντας ότι θα σταματούσε, μα κρίνοντας απ τις αμυχές στα πλευρά του και τον φριχτό πόνο που έσφυζε σαν ίλιγγος μες στο κεφάλι του, παίζει και να μην είχε καν φρενάρει. [ 12 ]

φιλεσ για παντα Μούγκρισε πάλι, ανασηκώθηκε και κοίταξε την αθλητική λέσχη, έρημη και κλειδωμένη. Μέσα απ το σκοτάδι, διέκρινε τα γήπεδα του τένις στη μια πλευρά, το γήπεδο του γκολφ πίσω απ το κτίριο, τις αποθήκες και τα υποστατικά κάτω από μια συστάδα πεύκων και σε διακριτική απόσταση απ το κυρίως συγκρότημα της λέσχης. Πρώτα τα ρούχα, αποφάσισε, και σκουντούφλησε με πόνο προς το κοντινότερο κτίριο. Πρώτα τα ρούχα... κι έπειτα εκδίκηση. [ 13 ]

ΔΥΟ Τώρα που τα σκέφτομαι εκ των υστέρων, το χτύπημα στην πόρτα θα έπρεπε να μ έχει τρομάξει. Θα έπρεπε τουλάχιστον να μ έχει ξαφνιάσει. Το σπίτι μου το ίδιο στο οποίο μεγάλωσα βρίσκεται στην πιο απομακρυσμένη στροφή ενός αδιέξοδου δρόμου στο Πλέζαντ Ριτζ του Ίλινοϊ, ενός προαστίου του Σικάγου όπου δεκατέσσερις χιλιάδες ψυχές μοιράζονται ήσυχους δρόμους, σπίτια με φροντισμένο γκαζόν και αξιόλογα δημόσια σχολεία. Σπανίως βλέπεις πεζούς ή διαβάτες στην Κρέσεντ Ντράιβ. Τις περισσότερες εβδομάδες, το μόνο σημείο ζωής μετά τις δέκα το βράδυ είναι η λάμψη των προβολέων των αυτοκινήτων στον τοίχο της κρεβατοκάμαράς μου τα βράδια, που η διπλανή μου γειτόνισσα, η κυρία Μπας, έχει τις συναντήσεις της σαιξπηρικής της λέσχης. Ζω μόνη, και κατά κανόνα στις δέκα και μισή έχω ήδη πέσει για ύπνο. Μα ακόμα κι έτσι, όταν άκουσα το χτύπημα, η καρδιά μου δεν άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα οι παλάμες μου δεν ίδρωσαν. Σε κάποιο επίπεδο κάτω απ τη συνειδητή σκέψη, σ ένα μέρος βαθιά μες στα κύτταρά μου όπου, σύμφωνα με τους επιστήμονες, [ 14 ]

φιλεσ για παντα κατοικούν οι αναμνήσεις, περίμενα για χρόνια εκείνο το χτύπημα, περίμενα το αίσθημα των ποδιών μου να διασχίζουν το πάτωμα και του χεριού μου στο κρύο μπρούντζινο πόμολο. Άνοιξα την πόρτα κι ένιωσα τα μάτια μου να γουρλώνουν και την ανάσα μου να μαγκώνει στο στήθος. Μπροστά μου στεκόταν η κολλητή μου απ τα παλιά, η Βάλερι Άντλερ, με την οποία δεν είχα μιλήσει απ τα δεκαεφτά μου χρόνια και την οποία είχα να δω απ την αποφοίτησή μας απ το λύκειο και τώρα στεκόταν στο φως της βεράντας η Βάλερι με το πρόσωπο σε σχήμα καρδιάς και τα χείλη σαν δυο βέλη του Έρωτα και βλεφαρίδες πυκνές και σκούρες σαν φτερά μαύρης πεταλούδας. Στεκόταν με τα χέρια της σφιγμένα μπροστά της, σαν σε προσευχή. Κάτι σκούρο λέκιαζε το μανίκι της δεμένης με ζώνη καμπαρντίνας της. Για μια στιγμή απομείναμε να στέκουμε στο κρύο, μες στον κώνο του φωτός, κοιτώντας η μια την άλλη με γουρλωμένα μάτια, και η σκέψη που αναδύθηκε απ τα βάθη του μυαλού μου ήταν η ζεστασιά της λιακάδας και η γλυκιά πυκνότητα του μελιού. Η φίλη μου, σκεφτόμουν καθώς κοιτούσα τη Βαλ. Η φίλη μου γύρισε σε μένα. Άνοιξα το στόμα μου αν και δεν ήμουν σίγουρη τι σκόπευα να πω μα η Βαλ ήταν εκείνη που μίλησε πρώτη. «Άντι», είπε. Τα δόντια της ήταν γυαλιστερά, συμμετρικά, άψογα η φωνή της ίδια όπως τη θυμόμουν από χρόνια πριν, βραχνή, εμπιστευτική, μια φωνή εκμυστήρευσης που στις μέρες μας χρησιμοποιούσε με μεγάλη επιτυχία, λέγοντας τον καιρό στα νυχτερινά δελτία του τρίτου σε δημοτικότητα τηλεοπτικού σταθμού του Σικάγου. Είχε προσληφθεί πριν από έξι μήνες, μετά φανών και λαμπάδων και με κάμποσες γιγαντοαφίσες στην [ 15 ]

Jennifer Weiner Εθνική να ανακοινώνουν το νέο της πόστο. («Δείτε ποια μας έφερε ένας καλός άνεμος!» έγραφαν οι αφίσες, κάτω από μια φωτογραφία της Βαλ με τα μαλλιά ανεμοπαρμένα και τα χείλη άλικα και χαμογελαστά.) «Άκου. Κάτι... κάτι στ αλήθεια φριχτό συνέβη», είπε. «Μπορείς να με βοηθήσεις; Σε παρακαλώ». Κράτησα το στόμα μου κλειστό. Η Βαλ ταλαντευόταν σε γοβάκια που έμοιαζαν λιγνά σαν καρφίτσες, ξεροκαταπίνοντας καθώς περνούσε νευρικά και τα δυο της χέρια μέσα απ τα μαλλιά της έπειτα τα έφερε στο ύψος της μέσης κι άρχισε να λύνει τη ζώνη της καμπαρντίνας της. Ήξερα άραγε ότι είχε έτσι τα μαλλιά της, ξανθά σαν τον κρόκο, μακριά ως τον ώμο και ντεγκραντέ στρώσεις γεμάτες μπούκλες απ τη βροχή, όταν είχα δώσει το οκέι στον κομμωτή μου; Φρόντιζα να αποφεύγω το κανάλι της, αλλά μπορεί να την είχα πετύχει φευγαλέα πάνω στο ζάπιγκ ή μπορεί η αφίσα να είχε εντυπωθεί στο μυαλό μου, γιατί, να με τώρα, με τη φανελένια μου πιτζάμα και τις χοντρές μάλλινες κάλτσες, και τα μαλλιά μου ολόιδια με της πρώην κολλητής μου. «Κοίτα να δεις!» είπε, με τη φωνή της μπάσα και γεμάτη θαυμασμό. «Κοίτα να δεις!» ξανάπε η Βάλερι. «Αδυνάτισες». «Έλα μέσα, Βαλ», είπα. Αν ο χρόνος ήταν διάσταση, κι όχι μια ευθεία γραμμή, αν μπορούσες να κοιτάξεις μέσα του όπως κοιτάς μέσα στο νερό και μπορούσε να κυματίσει και να αλλάξει, είχα ήδη ανοίξει την πόρτα. Όλα αυτά είχαν ήδη συμβεί, έτσι όπως συνέβαινε πάντα έτσι όπως θα συνέβαινε πάντα. [ 16 ]

ΤΡΙΑ Ο δήγησα τη Βάλερι στην κουζίνα, ακούγοντας το κροτάλισμα των τακουνιών της στο ξύλινο πάτωμα ξοπίσω μου. Έβγαλε το πανωφόρι της και το κρέμασε με τα ακροδάχτυλα στη ράχη μιας καρέκλας, κι έπειτα με κοίταξε απ την κορφή ως τα νύχια. «Δεν ήρθες στη γιορτή των αποφοίτων», είπε. «Είχα ραντεβού», αποκρίθηκα. Η Βαλ ύψωσε τα φρύδια. Γύρισα απ την άλλη το κεφάλι, γεμίζοντας την τσαγιέρα στο νεροχύτη, κι έπειτα την τοποθέτησα στο μάτι της κουζίνας κι άναψα το γκάζι, μη θέλοντας να πω τίποτα περισσότερο. Η βραδιά μου δεν είχε ξεκινήσει καλά. Σύμφωνα με τις συμβουλές του ιστότοπου γνωριμιών, είχα συναντήσει τον τύπο, το έκτο μου τυφλό ραντεβού σε ισάριθμες βδομάδες, στο εστιατόριο. («Μην καλείτε ΠΟΤΕ έναν άγνωστο στο σπίτι σας!» έγραφε σε τόνο επίπληξης η ιστοσελίδα. «Πάντα να συναντιέστε σε κοινή θέα, πάντα να έχετε μαζί σας κινητό, κλειδιά αμαξιού, ή/ και αρκετά χρήματα για μεταφορικό μέσο, και πάντα να ενημερώνετε από πριν μια φίλη σας για το πού θα [ 17 ]

Jennifer Weiner είστε».) Τα περισσότερα τα είχα πετύχει, φτάνοντας με δικό μου αμάξι, με το κινητό μου φορτισμένο κι αρκετά λεφτά για το λογαριασμό στο πορτοφόλι μου, αλλά δεν είχα ακολουθήσει την τελευταία οδηγία, καθότι, στη φάση αυτή, δεν είχα φίλους (άφιλη λέγεται αυτό;) κι έτσι, αντί γι αυτό, είχα εκτυπώσει ένα μήνυμα με έντονα δεκαοχτάρια και το είχα κολλήσει στο ψυγείο μου: ΒΓΗΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΘΙΟΥ ΣΑΡΠ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣ- ΚΕΥΗΣ, 23 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ. ΑΝ ΜΟΥ ΣΥΝΕΒΗ ΚΑΤΙ, ΜΑΛΛΟΝ ΑΥΤΟΣ ΦΤΑΙΕΙ. Είχα προσθέσει τον αριθμό κινητού του Μάθιου, το όνομα και τη διεύθυνση του εστιατορίου, και μια φωτοτυπία της κάρτας ασφάλισής μου. Το είχα σκεφτεί για λίγο, κι έπειτα είχα προσθέσει: ΥΓ. ΘΑ ΗΘΕ- ΛΑ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΚΗΔΕΙΑ... Διότι, για να είμαστε ειλικρινείς, και ποιος δεν θα ήθελε; Τιμητικό άγημα να παίζει χάλκινα πνευστά ισοδυναμεί με εγγυημένα δάκρυα. «Η Άντι;» είπε ο τύπος που στεκόταν πλάι στην κοπέλα στην είσοδο. «Είμαι ο Μάθιου Σαρπ». Ήταν στην ώρα του, και ήταν ψηλός, όπως υποσχόταν. Ήταν ευχάριστη αλλαγή: οι πέντε τύποι που είχαν προηγηθεί δεν ήταν, σε γενικές γραμμές, αυτό που υπόσχονταν. Ο Μάθιου Σαρπ ήταν ντυμένος κομψά με σπορ σακάκι από τουίντ, σκούρο μπλε πουκάμισο, καλοσιδερωμένο παντελόνι και δερμάτινα παπούτσια. Η ανάσα του, καθώς πλησίασε για να μου δώσει το χέρι, μύριζε κανέλα, και είχε μουστάκι. Μάλιστα, συλλογίστηκα. Κάτι μπορούμε να κάνουμε με την περίπτωσή σου. Σίγουρα, το μουστάκι ήταν δυσάρεστη έκπληξη, και τα μαλλιά του είχαν αραιώσει κι άλλο απ την τελευταία φορά που πόζαρε για τη φωτογραφία του προφίλ του, μα δεν μ έπαιρνε να διαμαρτυρηθώ. «Χαίρω πολύ», είπα, κι έβγαλα το μαύρο μάλλινο παλτό που είχα κρεμάσει στους ώμους μου. [ 18 ]

φιλεσ για παντα «Σ ευχαριστώ που ήρθες». Με κοίταξε απ την κορφή ως τα νύχια και τα μάτια του στάθηκαν για λίγο στο σώμα μου προτού επιστρέψουν στο πρόσωπό μου. Δεν έδειξε να φρίττει, ούτε να μετακινείται διακριτικά προς την πόρτα. Καλό αυτό. Είχα ντυθεί με τα ρούχα που είχαν γίνει η στολή του ραντεβού: μαύρη φούστα που σταματούσε ακριβώς στο γόνατο (ούτε τόσο κοντή που να την πεις πουτανίστικη, ούτε πολύ μακριά σαν της γεροντοκόρης), πουκαμίσα από σκούρο κόκκινο μετάξι, μαύρο καλσόν, μαύρες μπότες με χαμηλό τακούνι, για την περίπτωση που θα είχε πει ψέματα για το ύψος του ή, ενδεχόμενο ακόμα πιο απίθανο αλλά όχι και αδύνατον, για την περίπτωση που έπρεπε να το βάλω στα πόδια. «Το τραπέζι μας είναι έτοιμο. Μήπως θα θελες πρώτα να πίναμε κάτι στο μπαρ;» «Όχι, ευχαριστώ». Η ιστοσελίδα σύστηνε μόνο ένα ποτήρι κρασί. Θα κρατούσα καθαρό κεφάλι και δεν θα του έδινα κανένα λόγο να θεωρήσει ότι έχω πρόβλημα με το ποτό. Η κοπέλα πήρε τα πανωφόρια μας κι έδωσε ένα χαρτάκι στον Μάθιου. «Μετά από σένα», είπε εκείνος καθώς παράχωνα τη μαντίλα και το καπέλο μου στην τσάντα μου και τίναζα τα μαλλιά μου. Οι γάμπες μου πλέον είχαν αδυνατίσει αρκετά ώστε να μπορώ να κουμπώνω τις μπότες μου με το φερμουάρ ως απάνω. Είχα πάει κομμωτήριο το ίδιο πρωί, σχεδιάζοντας μόνο ένα ελαφρύ κούρεμα, αλλά εμψυχωμένη απ τον Πολ που έλεγε και ξανάλεγε «Χάρμα!» κι απ τον τρόπο που είχε βουρκώσει όταν με είδε, επέτρεψα στον εαυτό μου να παρασυρθεί σε κόμμωση, βαφή και χημική επεξεργασία διάρκειας έξι ωρών και αξίας πεντακοσίων δολαρίων, κι έφυγα μ έναν ντεγκραντέ κότσο που ο Πολ ορκιζόταν [ 19 ]

Jennifer Weiner πως μ έκανε να μοιάζω δεκαεξάρα απ την κατάλληλη γωνία, με μελιές ανταύγειες, και κοντίσιονερ μ ένα γαλλικό όνομα, που έδινε εγγύηση για μαλλιά χωρίς μπούκλες και με λάμψη τεσσάρων μηνών. Παράγγειλα ένα ποτήρι Σαρντονέ, μια σαλάτα του Καίσαρα και γλώσσα στη σχάρα, με τη σος ξεχωριστά. Ο Μάθιου παράγγειλε Καμπερνέ, καλαμάρι για πρώτο, και μπριζόλα για κυρίως. «Πώς πέρασες τις γιορτές;» ρώτησε. «Πολύ ωραία», του είπα. «Ήσυχα. Πέρασα τη μέρα με συγγενείς». Όντως. Είχα πάει ένα πλήρες γεύμα των Ευχαριστιών σούπα από κολοκυθάκι, ψητή γαλοπούλα, γλυκοπατάτες κάτω από μια στρώση καραμελωμένου μάρσμελοου, και την επιβεβλημένη πίτα από γλυκιά κολοκύθα στον αδελφό μου τον Τζον, που μένει σ ένα κέντρο υποβοηθούμενης επανένταξης στα νότια του Σικάγου. Είχαμε φάει καθιστοί στο πάτωμα του μικρού, υπερβολικά ζεστού δωματίου του, γέρνοντας με την πλάτη στο μονό κρεβάτι του και βλέποντας τους Στρατιώτες του Σύμπαντος, την αγαπημένη του ταινία. Είχα φύγει στις τρεις και ήμουν σπίτι στις τέσσερις. Εκεί, είχα φτιάξει ένα τσάι, προσθέτοντας μια γουλιά ουίσκι, και είχα αφήσει ένα πιάτο με ψιλοκομμένη γαλοπούλα με σάλτσα για το μαύρο γατί που συχνάζει στην πίσω πόρτα του σπιτιού μου. Είχα περάσει το βράδυ αραχτή στο καθιστικό, με το ένα χέρι στην κοιλιά μου, κοιτώντας τα εναλλασσόμενα γκρι και βιολετιά τ ουρανού, ώσπου ανέτειλε η σελήνη. «Εσύ πώς πέρασες;» Ο Μάθιου μου είπε πως είχε δειπνήσει με τους γονείς του και την αδελφή του με τον άντρα της και τα παιδιά τους. Είχε ετοιμάσει ο ίδιος τη γαλοπούλα, τρίβοντας [ 20 ]

φιλεσ για παντα βούτυρο και φασκόμηλο κάτω απ την πέτσα και σιγοψήνοντάς τη πάνω σε μια στρώση κρεμμύδια. Είπε ότι λάτρευε τη μαγειρική, και είπα ότι κι εγώ τη λάτρευα. Του είπα για τις περιπέτειές μου με την παρασκευή γκουακαμόλε. Μου είπε για τις εκπομπές που παρακολουθούσε στο Food Network και για ένα μοδάτο νέο εστιατόριο στο Σικάγο που ψοφούσε να δοκιμάσει. Ο σερβιτόρος άφησε αθόρυβα τα πιάτα μας μπροστά μας. Ο Μάθιου έχωσε ένα πλοκάμι στο στόμα του. «Πώς είναι η σαλάτα σου;» ρώτησε. Ένα κομματάκι τηγανητό ψωμί είχε σκαλώσει στο μουστάκι του, και καταπολέμησα την παρόρμηση να απλώσω το χέρι και να το διώξω. «Πολύ ωραία». Είχε υπερβολικά πολύ ντρέσινγκ, το κάθε φύλλο έσταζε απ τη λαδούρα, αλλά αυτό δεν με πείραζε μια άθλια σαλάτα ήταν ένα καθ όλα λογικό αντάλλαγμα για ένα δόξα τω Θεώ, επιτέλους αξιόλογο ραντεβού. Μάσησα μια μπουκιά μαρουλόγευστου χυλού κι ανταλλάξαμε ένα χαμόγελο. «Μίλησέ μου για τη δουλειά σου», είπε ο Μάθιου. «Ζωγραφίζω ευχετήριες κάρτες». Έμοιαζε όντως να ενδιαφέρεται, που ήταν ευχάριστη αλλαγή απ τα προηγούμενα ραντεβού μου. Πώς και είχα βρεθεί σ αυτόν το χώρο; (Μέσω της μητέρας μου, που έγραφε μηνύματα για ευχετήριες κάρτες και είχε υποβάλει για έγκριση μια υδατογραφία μου χρόνια πριν, χωρίς να μου το πει.) Δούλευα απ το σπίτι; (Ναι, είχα στήσει ένα στούντιο στην τραπεζαρία, με το καβαλέτο μου πλάι στο παράθυρο, όπου είχε το περισσότερο φως.) Με ρώτησε για τα ωράρια, για τις σπουδές μου, για το κατά πόσο μου φαινόταν μοναχική η δουλειά μου στο σπίτι αντί σε γραφείο. Θα μπορούσα να του απαντήσω μ ένα μονόλογο ή και με έκθεση ολόκληρη, θα [ 21 ]

Jennifer Weiner μπορούσα να τραγουδήσω ένα πλήρες λιμπρέτο με θέμα τη μοναξιά, μα αντί γι αυτό, περιορίστηκα να πω: «Δεν με πειράζει που δουλεύω μόνη». Μου είπε κι αυτός για τη δουλειά του ως διευθυντή αυτόνομης υπηρεσίας φύλαξης και αποθήκευσης, με αποθήκες σε Ίλινοϊ και Γουισκόνσιν. Ρώτησα πού είχε μεγαλώσει και πού έμενε τώρα, φέρνοντας ένα μουλιασμένο κρουτόν στα χείλη μου κι έπειτα αποθέτοντάς το πάλι στο πιάτο, αδοκίμαστο, περιμένοντας τη στιγμή που είχε έρθει σε όλα τα άλλα ραντεβού μου, όταν θα άρχιζε να θάβει την πρώην σύζυγό του. Απ τους πέντε άντρες με τους οποίους είχα βγει, οι τέσσερις είχαν δηλώσει ότι οι πρώην τους ήταν για δέσιμο (ο ένας μάλιστα είχε προβεί και σε ακριβή διάγνωση: «σχιζοφρενής για ίδρυμα»). Ο πέμπτος ήταν χήρος. Η γυναίκα του ήταν μια αγία, κάτι που ακουγόταν ακόμα χειρότερο από μια τρελή, όταν εσύ ήσουν η εν δυνάμει διάδοχός της. Ήταν συμπαθής, μονολόγησα καθώς ο Μάθιου μιλούσε με ενθουσιασμό για την πεζοπορία που είχε κάνει την περασμένη βδομάδα με τον Όμιλο Σιέρα. «Πηγαίνουμε εκδρομές δυο τρεις φορές το μήνα», πρόσθεσε. «Μήπως θα θελες να ρθεις κι εσύ;» Η πρώτη μου σκέψη ήταν ότι μου έκανε πλάκα πεζοπορία εγώ; Από πού μέχρι πού; Απ το φούρνο στο παγωτατζίδικο; Έπρεπε ακόμα να υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι ήμουν πλέον λίγο πολύ φυσιολογικού βάρους, κι ότι ο Μάθιου ποτέ δεν με είχε δει στην προηγούμενή μου ενσάρκωση. «Βέβαια. Πλάκα θα χει». Πεζοπορία στο δάσος. Άφησα τον εαυτό μου να τη φανταστεί: κόκκινο φούτερ, φλις, σκούφο ασορτί με τα γάντια μου κι ένα θερμός γεμάτο ζεστό καφέ. Θα καθόμασταν πλάι-πλάι σε μια κουβέρτα στρωμένη στα φύλλα και θα [ 22 ]

φιλεσ για παντα παρατηρούσαμε ένα ρυάκι που θα κελάρυζε μπροστά μας. Έπειτα, ήρθαν τα κυρίως πιάτα. Το ψάρι μου ήταν νιανιά στις άκρες, διαφανές στο κέντρο και είχε μια γεύση τόσο ψόφια λες και δεν είχε υπάρξει ποτέ ζωντανό. Κατόρθωσα να φάω δυο μπουκιές ενόσω ο Μάθιου εξιστορούσε πως μια φορά ένας συνάδελφός του, ένας μεσόκοπος διοικητικός υπάλληλος ονόματι Φρεντ, είχε αίφνης αποφασίσει να κάνει πλαστική στα μάτια του. «Ήρθε μια μέρα στη δουλειά κι έμοιαζε βασικά, μια απ τις γραμματείς είπε ότι έμοιαζε με σκίουρο που κάποιος του χε χώσει κάτι στον...» Κοντοστάθηκε. Ένα λακκάκι τρεμόπαιξε στο μάγουλό του. «Σαν σαστισμένος σκίουρος. Λες και τα μάτια του ήταν έτοιμα να χυθούν απ το κεφάλι του, κι απ ό,τι άκουσα, μια εγγονή του όταν τον πρωτοείδε έβαλε τα κλάματα». Χαχάνισε. Χαμογέλασα. Αγάπησέ με, μονολόγησα και ρούφηξα το κρασί μου διατρέχοντας με το νύχι μου, που είχε περάσει μόλις μανικιούρ, το περίγραμμα της πουκαμίσας μου, κάτω απ την οποία τα στήθη μου ορθώνονταν, φωλιάζοντας μέσα σε δαντέλα που μου έφερνε φαγούρα, υποβοηθούμενα από δύο βαρέων βαρών συρμάτινες θήκες. Ο Μάθιου έγειρε προς το μέρος μου, με τη γραβάτα του να κρέμεται σε επικίνδυνη απόσταση απ τη λιμνούλα βοδινού αίματος στο πιάτο του. «Είσαι στ αλήθεια μοναδικό πλάσμα εσύ», είπε. Χαμογέλασα, ωθώντας τις συντακτικές μου αμφιβολίες για το «εσύ» στο τέλος της πρότασης, στο πίσω μέρος του μυαλού μου. «Νιώθω τόσο άνετα μαζί σου. Λες και μπορώ να σου πω τα πάντα», συνέχισε. [ 23 ]

Jennifer Weiner Εξακολούθησα να χαμογελώ καθώς με κοίταζε. Είχε ωραία μάτια, που ξεχώριζαν παρά τα γυαλιά. Μάτια καλοσυνάτα. Ίσως μπορούσα να τον πείσω να ξυρίσει το μουστάκι. Μας φανταζόμουν μαζί, σε μια πλαγιά καλυμμένη με πεσμένα φύλλα, τα γαντοφορεμένα μου χέρια γύρω από μια κούπα, με τον αρωματικό ατμό του καφέ να πλανιέται στον αέρα. Σταμάτα να μιλάς, σε παρακαλώ, τον ικέτευσα τηλεπαθητικά. Κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου, θέτεις σε κίνδυνο την υπέροχη κοινή μας ζωή. Δυστυχώς, ο Μάθιου δεν έλαβε το μήνυμα. «Πριν από έξι μήνες», άρχισε να λέει, με τα μάτια του καρφωμένα στα δικά μου, «με ξύπνησε μια έντονη λάμψη μέσα απ τα παράθυρα της κρεβατοκάμαράς μου. Ύψωσα το βλέμμα και είδα έναν πελώριο πράσινο δίσκο να ίπταται πάνω απ το σπίτι μου». «Χα!» γέλασα. «Χα χα χα!» γέλασα ώσπου συνειδητοποίησα ότι εκείνος δεν γελούσε... που σήμαινε ότι δεν έκανε πλάκα. «Έχω λόγους να πιστεύω», εξακολούθησε, κι έπειτα έκανε μια παύση, με τα χείλη μισάνοιχτα κάτω απ το μουστάκι του, «ότι εκείνο το βράδυ με απήγαγαν εξωγήινοι». Βρισκόταν τόσο κοντά που ένιωθα τη βοδινή του ανάσα στο πρόσωπό μου. «Που μου έκαναν ανάκριση». «Επιδόρπιο;» ρώτησε ο σερβιτόρος, γλιστρώντας τα μενού μπροστά μας. Κατόρθωσα να γνέψω αρνητικά. Δεν μπορούσα να μιλήσω. Ήμουν μόνη, σαφώς. Ήμουν απελπισμένη, κι αυτό σαφές. Στην ντροπιαστικά προχωρημένη ηλικία των τριάντα τριών ετών, είχα πάει μόνο με έναν άντρα. Ποτέ δεν είχα ακούσει τις λέξεις «Σ αγαπώ» από κάποιον που δεν ήταν γονιός μου. Μα ακόμα κι έτσι, δεν [ 24 ]

φιλεσ για παντα θα γύριζα σπίτι μ έναν τύπο που ισχυριζόταν πως είχε πέσει θύμα κακοποίησης από εξωγήινους. Έχω κι εγώ τα όριά μου. Όταν ήρθε ο λογαριασμός, ο Μάθιου έχωσε μια πιστωτική κάρτα στη δερμάτινη θήκη και με κοίταξε περίλυπος. «Υποθέτω ότι δεν πρέπει να αναφέρομαι στην απαγωγή μου από εξωγήινους στο πρώτο ραντεβού». Έσιαξα το γιακά μου. «Μάλλον όχι. Συνήθως περιμένω μέχρι το τρίτο ραντεβού για να μιλήσω για την ουρά μου». «Έχεις ουρά;» Τώρα αυτός δεν ήξερε κατά πόσο αστειευόμουν. «Μια μικρούλα». «Πλάκα έχεις», είπε. Η φωνή του είχε κάτι απ την απόγνωση του πνιγμένου, μια χροιά που ήξερα καλά. Βοήθησέ με, έλεγε. Ρίξε μου ένα σκοινί να πιαστώ, χάρισέ μου ένα χαμόγελο, πες μου πως όλα είναι εντάξει. Σηκώθηκα ενόσω ο Μάθιου έψαχνε στις τσέπες του να βρει μερικά ψιλά για το φιλοδώρημα της κοπέλας στο βεστιάριο, κι έπειτα τον ακολούθησα διασχίζοντας το εστιατόριο, ενώ αυτός είχε προπορευτεί και με περίμενε στην είσοδο κρατώντας την πόρτα ανοιχτή. «Φαίνεσαι καλός άνθρωπος», είπε ο Μάθιου στο χώρο του πάρκιγκ, απλώνοντας το χέρι του προς το δικό μου. Μετακινήθηκα στο πλάι, ίσα για να μη με φτάνει. Κάνεις λάθος, μονολόγησα. Δεν είμαι καλός άνθρωπος. Έξω, η βραδινή υγρασία είχε πυκνώσει σ ένα παγερό στρώμα ομίχλης. Φανοστάτες γυάλιζαν κάτω από χρυσαφένια φωτοστέφανα. Ο Μάθιου πέρασε το χέρι νευρικά μέσα απ τα μαλλιά του. Ακόμα και στο κρύο, ίδρωνε. Διέκρινα σταγονίδια ιδρώτα να [ 25 ]

Jennifer Weiner στραφταλίζουν στο μουστάκι του. «Να σου τηλεφωνήσω;» ρώτησε. «Φυσικά». Εννοείται ότι δεν θα το σήκωνα, αλλά δεν θα ήταν και πολύ σώφρον να το αναφέρω εκείνη τη στιγμή. «Τον έχεις κρατήσει τον αριθμό μου, έτσι;» «Τον έχω, ναι». Χαμογέλασε με αξιοθρήνητη ευγνωμοσύνη κι έγειρε προς το μέρος μου. Μου πήρε ένα δευτερόλεπτο να συνειδητοποιήσω ότι σκόπευε να με φιλήσει, κι άλλο ένα για να συνειδητοποιήσω πως θα τον άφηνα. Το μουστάκι του έξυσε το πάνω χείλος και το μάγουλό μου. Δεν ένιωσα απολύτως τίποτα. Θα μπορούσε να είχε πιέσει ένα πινέλο ή ένα συρμάτινο σφουγγαράκι στο πρόσωπό μου θα μπορούσα να είχα φιλήσει το πέτο του ή το καπό του Χόντα μου. Μέχρι να γυρίσω σπίτι, είχε ήδη αφήσει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή, εκτενές, φλύαρο και απολογητικό. Ζητούσε συγγνώμη αν με είχε φρικάρει. Πίστευε πως ήμουν καταπληκτική. Δεν έβλεπε την ώρα να με ξαναδεί, την Κυριακή ίσως; Είχε βγει στις αίθουσες μια ταινία που είχε πάρει καλές κριτικές στη Σικάγο Τρίμπιουν, αλλά γινόταν κι ένα φεστιβάλ αερόστατων. Μπορούσαμε να πάμε μια αμαξάδα, ή για πικνίκ... Η φωνή του έσβηνε όλο ελπίδα. «Ωραία, λοιπόν», κατέληγε. «Τα λέμε σύντομα». Και ανέφερε πάλι τον αριθμό τηλεφώνου του. Πάτησα με τον αντίχειρα το 3 για «διαγραφή», έβγαλα τις μπότες μου κλοτσώντας, έσφιξα τα λαμπερά καινούρια μου μαλλιά μ ένα λαστιχάκι, κι έπειτα κάθισα στην άκρη του κρεβατιού μου με το πρόσωπο στα χέρια μου κι επέτρεψα στον εαυτό μου έναν σύντομο, στεγνό, γεροντοκορίστικο λυγμό. Μην τρέφεις φρούδες ελπίδες. Αυτό δεν το έγραφε ο ιστότοπος. Ήταν τα λόγια που έλεγα στον εαυτό μου ως εμβολιασμό ενάντια [ 26 ]

φιλεσ για παντα στη φαντασίωση, επίμονη σαν το ζιζάνιο, πως κάποιος απ αυτούς τους τύπους θα ήταν ο ένας και μοναδικός: ότι θα ερωτευόμουν, θα παντρευόμασταν, θα κάναμε παιδιά φυσιολογικά πράγματα. Μην τρέφεις φρούδες ελπίδες. Το επαναλάμβανα ως μάντρα καθ οδόν με το αμάξι προς τα Starbucks ή το Applebee s, είτε, με το Ραντεβού Νούμερο Τέσσερα, στο γήπεδο του μπόουλιγκ, όπου, όπως αποδείχτηκε, ο τύπος είχε την ευφυή ιδέα να συνδυάσει πρώτο ραντεβού με πάρτι για τα πέμπτα γενέθλια του γιου του. (Η πρώην σύζυγός του δεν χάρηκε ιδιαίτερα που με γνώρισε ούτε, για να μαι ειλικρινής, κι ο γιος του χάρηκε πολύ.) Μην τρέφεις φρούδες ελπίδες... Μα κάθε φορά τις έτρεφα, και κάθε φορά η δόλια η καρδιά μου γινόταν χίλια κομμάτια. «Δε βαριέσαι», είπα μεγαλόφωνα. Έχεις πλάκα. Αυτό ήταν ωραίο σαν κομπλιμέντο. Αλλά και τόσο άδικο! Για να βγει ραντεβού απ το ίντερνετ, η γυναίκα έπρεπε να είναι ένα σωρό πράγματα, αρχίζοντας με το αδύνατη και προχωρώντας ανηλεώς στο ελκυστική κι ευχάριστη και καλός ακροατής και καλή παρέα. Και νέα, φυσικά. Ακόμα γόνιμη, ακόμα ομορφούλα, με καλό κορμί και αξιοπρεπή δουλειά και οικογένεια που τη στηρίζει χωρίς να παρεμβαίνει. Οι άντρες δεν χρειαζόταν καν να είναι ψυχικά υγιείς. Κοίταξα το ρολόι, το ροδοπράσινο εμαγιέ ρολόιαντίκα με τα χοντρουλά χρυσά πόδια που είχα δωρίσει στον εαυτό μου για τα γενέθλιά μου. Ήταν λίγο μετά τις δέκα. Στη συνάντηση των αποφοίτων, το κέφι θα είχε ανάψει. Με είχε πάρει το απόγευμα και η Μέρεντιθ Άρμπρουστερ, σε μια τελευταία απέλπιδα έκκληση να παραστώ. «Είσαι μια κούκλα τώρα! Και είμαι σίγουρη πως κανείς δεν θυμάται... [ 27 ]

Jennifer Weiner ξέρεις. Μεγαλώσαμε πια. Έχουμε άλλα πράγματα να πούμε». Ευχαριστώ, αλλά να μου λείπει. Κατάπια τις βιταμίνες μου μ ένα ποτήρι νερό, και στα καπάκια ήπια ένα σφηνάκι σιταρόχορτο (το έπινα δυο χρόνια αυτό το πράγμα, κι εξακολουθούσε να έχει γεύση αλεσμένου χόρτου από μηχανή του γκαζόν). Κρέμασα στην ντουλάπα τη στολή του ραντεβού, αντικατέστησα το δαντελένιο σουτιέν μ ένα άνετο βαμβακερό, φόρεσα τις αγαπημένες φανελένιες μου πιτζάμες κι ένα ζευγάρι κάλτσες, κι έπειτα κάθισα πάλι στην άκρη του κρεβατιού, αίφνης εξουθενωμένη. Τώρα τελευταία, συλλογιζόμουν συχνά το κορίτσι που ήμουν κάποτε, και τι γνώμη θα είχε για τη γυναίκα που ήμουν τώρα. Φανταζόμουν τον μικρό μου εαυτό να στέκεται στην πόρτα της κρεβατοκάμαράς μου, που κάποτε ήταν των γονιών μου, φορώντας ένα κομψό βαμβακερό φούτερ και φούστα με πιέτες, τα σκούρα μαλλιά πιασμένα σε αλογοουρά και δεμένα με μια κορδέλα ασορτί με τα καλτσάκια ως το γόνατο. Αρχικά θα την ικανοποιούσε το βαθύ χρώμα στους τοίχους της κρεβατοκάμαρας, η ελαιογραφία ενός φάρου που είχα ζωγραφίσει η ίδια, με μια δέσμη χρυσαφένιο φως να πέφτει στη θάλασσα, και που κρεμόταν πάνω απ το παράθυρο. Θα της άρεσε το εμαγιέ βάζο στο κομοδίνο, το τριζάτο λινό φινίρισμα του κουβερλί και το σιδερένιο πλέγμα στο κεφαλάρι, μα έπειτα θα συνειδητοποιούσε πως ήταν το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Ακόμα εδώ; θα σκεφτόταν, και θα έπρεπε να εξηγώ πως δεν σκόπευα να μείνω, πως είχα προσπαθήσει να φύγω για σπουδές, πως σχεδίαζα να ζήσω σε μια μεγαλούπολη, να έχω γκόμενους και δουλειά μ ενδιαφέρον, να κάνω φίλους και να ταξιδεύω και να έχω ένα διαμέρισμα διακοσμημένο με ενθύμια κι αγάλματα και φωτογραφίες [ 28 ]

φιλεσ για παντα απ τα ταξίδια μου ανά την υφήλιο, πως τα είχα σχεδιάσει όλα αυτά, μα κάτι, κάπως... Ξάπλωσα στο πλευρό μου. Το αίμα μου βούιζε και οι σκέψεις μου πετούσαν πέρα δώθε σαν τρελές, πηδώντας απ το ραντεβού που φαινόταν τόσο ελπιδοφόρο, στον ιστότοπο όπου τον είχα βρει, στον πρώην μου τον Βίτζεϊ, που ήταν πρώην εδώ και τέσσερις μήνες, και που ποτέ δεν ήταν γκόμενος κανονικός. Δεν θα τον έλεγες γκόμενο, υποθέτω, καθώς είχαμε βγει μόνο μία φορά σε μέρος με κόσμο, αλλά τον είχα αγαπήσει με μια ένταση που νόμιζα ή τουλάχιστον ήλπιζα ότι εισπράττει μόνο ο πρώτος άντρας που θέλησες και που σου έκανε την καρδιά κομμάτια. Έκλεισα τα μάτια μου σφιχτά κι άφησα το χέρι μου να ακουμπήσει φευγαλέα στην κοιλιά μου, κρατώντας την ανάσα μου καθώς πίεζα. Ήταν ακόμα εκεί. Το ογκίδιο στην πραγματικότητα έμοιαζε περισσότερο με κάτι πιασμένο παρά με ογκίδιο ήταν ακόμα εκεί, ανάμεσα στην ακρολοφία του ηβικού μου οστού και τον αφαλό μου. Το ζούπηξα, πιέζοντας με τα ακροδάχτυλα. Δεν πονούσε ακριβώς, αλλά ούτε και φυσιολογικό το έλεγες. Δεν ήξερα πόσο καιρό το είχα για χρόνια ήμουν τόσο χοντρή, που θα μπορούσα να εγκυμονώ δίδυμα χωρίς να το πάρω είδηση αλλά ήμουν βέβαιη πως ήξερα τι ήταν. Δεν είχα δει την ίδια μου τη μητέρα να πεθαίνει απ το ίδιο πράγμα; Πρώτα στο στήθος της, μετά στο συκώτι, έπειτα στους πνεύμονες και στα οστά, και στο τέλος παντού, στα πάντα. Είχα κλείσει ραντεβού με το γιατρό μου για την επόμενη βδομάδα, όσο πιο σύντομα μπορούσε να με δει. Η χαρωπή φωνή της γραμματέως του είχε ψυχράνει αισθητά στο άκουσμα του ονόματός μου, και ήξερα το λόγο. Πέρσι [ 29 ]

Jennifer Weiner είχα πάρει τηλέφωνο πανικόβλητη, όταν τα δάχτυλά μου είχαν εντοπίσει μια περίεργου σχήματος προεξοχή στο πλάι της κάτω κοιλιακής μου χώρας... που είχε αποδειχτεί πως ήταν το ισχίο μου. Και πού να το ξερα; συλλογιζόμουν, εξίσου κατηφής όπως όταν η νοσοκόμα είχε ανακοινώσει την ετυμηγορία, κι έπειτα είχε βγει απ το εξεταστήριο για να ξεκαρδιστεί στα γέλια, η βλαμμένη με τις ανταύγειες. Ας περάσεις δέκα χρόνια ζυγίζοντας εκατόν ογδόντα κιλά και θα δω πόσο εύκολα θα αναγνωρίζεις τα ίδια σου τα κόκαλα όταν τα ξαναβρείς. Επιπλέον, αυτή τη φορά ήταν αλλιώτικο. Μεγάλο εξόγκωμα, αλλόκοτα σκληρό, και μεγάλωνε μέρα με τη μέρα. Ήξερα τι ήταν και, κατά βάθος, ήξερα τι με περίμενε. Η κακοτυχία πάντα μ έβρισκε. Ήμουν αυτό που λέμε άτυχο κορίτσι. Ο καρκίνος είχε καταβροχθίσει τη μητέρα μου και του είχε φανεί γλυκιά, και τώρα είχε επιστρέψει στην Κρέσεντ Ντράιβ, ευελπιστώντας ότι θα είχα κι εγώ την ίδια γεύση. Και μπορεί να μην ήταν και τόσο φριχτό, μονολόγησα, ξαπλωμένη στο φανταχτερό μου κουβερλί και κοιτώντας τα φατνώματα που είχα κολλήσει στο ταβάνι ενόσω το ρολόι των γενεθλίων μου μετρούσε σιγανά την ώρα πλάι μου. Θα μπορούσα απλώς να παραιτηθώ απ όλα, αρχίζοντας με τα ιντερνετικά ραντεβού. Τέρμα τα φρικιά και οι φλώροι και τα απρόσμενα μουστάκια τέρμα οι φυσιολογικοί στην όψη τύποι που αποδεικνύεται πως έχουν βγει απ τη Ζώνη του Λυκόφωτος. Θα μπορούσα απλώς να διαβάζω, να αράζω στο κρεβάτι τρώγοντας μπισκοτάκια βουτύρου και ιταλικό παγωτό, και να περιμένω το τέλος... Κι εκείνη τη στιγμή, άκουσα το χτύπημα στην πόρτα, και κατέβηκα και βρήκα την κολλητή μου να στέκεται στο κατώφλι, όπως παλιά. [ 30 ]