Άσ το... κι ας αποθάνει



Σχετικά έγγραφα
Εικόνες: Eύα Καραντινού

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Copyright Φεβρουάριος 2016

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Τα παραμύθια της τάξης μας!

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

ΜΑΜΑ, ΘΑ ΜΕ ΘΗΛΑΣΕΙΣ;

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

ISBN:

Θα σε γαργαλήσω! Μάικ ο Φασολάκης. Μαρί Κυριακού. Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση. Μαρί Κυριακού, 2010

Κυριάκος Δ. Παπαδόπουλος ΑΠΟ ΦΤΕΡΟ ΚΙ ΑΠΟ ΦΩΣ

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

VAKXIKON.gr MEDIA GROUP Εκδόσεις Βακχικόν Ασκληπιού 17, Αθήνα τηλέφωνο: web site: ekdoseis.vakxikon.

Μαμά, τι χρώμα έχει το μυαλό μου;

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο


Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΩΝ ΞΩΤΙΚΩΝ. Ιστορίες από τη Σκωτία και την Ιρλανδία

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Δύο ιστορίες που ρωτάνε

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Bίντεο 1: Η Αµµόχωστος του σήµερα (2 λεπτά) ήχος θάλασσας

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α


Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Η Λίμνη. Κείμενο: Μαρίνα Μιχαηλίδου - Καδή Εικονογράφηση: Ελίζα Βαβούρη

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα

«Η ΣΕΛΗΝΟΜΟΡΦΗ» Πράσινη κλωστή κλωσμένη. στην ανέμη τυλιγμένη. δωσ της κλώτσο να γυρίσει. παραμύθι ν αρχίσει

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ανδρέας Αρματάς Γιώργος Σγουρός

ΑΣΤΙΚΟ ΟΡΑΤΟΡΙΟ ΕΛΕΝΗ ΣΑΝΙΚΟΥ. εκδόσεις CaptainBook.gr. μυθιστόρημα

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

ΑΛΕΞ Τ. ΣΜΙΘ. Ο στην πόλη. Η σειρά προβάλλεται στο

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΜΕΤΑΞΑ. Μαύρα, σαν τον έβενο, μαλλιά

Ελάτε να ζήσουμε τα Χριστούγεννα όπως πραγματικά έγιναν όπως τα γιορτάζει η εκκλησία μας όπως τα νιώθουν τα μικρά παιδιά

ÅéêïíïãñÜöçóç: Λήδα Βαρβαρούση

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Κάθε βράδυ στο σπίτι του Γιαννάκη γινόταν χαμός! Η μαμά του έτρεχε από πίσω του και τον παρακαλούσε:

Πάνος Τσίρος Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Μαρτυρία Αργυρού Χαραλάμπους

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΓΚΟΥΝΤΙΝΑΚΗΣ. Ένατος ΚΕΔΡΟΣ

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

2 ο ΒΡΑΒΕΙΟ ΛΥΚΕΙΟΥ ΕΛΕΝΗ ΚΟΤΣΙΡΑ ΠΕΙΡΑΜΑΤΙΚΟ ΓΕΝΙΚΟ ΛΥΚΕΙΟ ΖΑΝΝΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ ΠΕΙΡΑΙΑ Β ΤΑΞΗ ΤΙΤΛΟΣ: «ΕΠΙΔΙΟΡΘΩΣΕΙΣ-ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΕΙΣ ΜΑΙΡΗ»

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Κωνσταντινίδου Αγγελίνα του Χρήστου, 8 ετών

7η ΥΠΕ Κρήτης Σταύρος Παρασύρης 2016

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΠΡΩΤΟΓΗΡΟΥ Πρωτοδίκου Διοικητικών Δικαστηρίων ΟΜΙΛΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΚΔΗΛΩΣΗ ΤΗΣ ΧΟΡΩΔΙΑΣ ΟΡΧΗΣΤΡΑΣ ΤΩΝ ΝΕΩΝ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ ΧΑΛΚΙΔΟΣ

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ασκάλες: Ριάνα Θεοδούλου Αγάθη Θεοδούλου

«Η τύχη του άτυχου παλικαριού»

Έπαιξαν χιονoπόλεμο, έφτιαξαν και μια χιονοχελώνα, κι όταν πια μεσημέριασε, γύρισαν στη φωλιά τους κι έφαγαν με όρεξη τις λιχουδιές που είχε

Πόλεμος για το νερό. Συγγραφική ομάδα. Καραγκούνης Τριαντάφυλλος Κρουσταλάκη Μαρία Λαμπριανίδης Χάρης Μυστακίδου Βασιλική

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Πρώτες μου απορίες. ΚΟΙΤΑΖΑ τ αγόρια και σκέπτουμουν. [7]

Transcript:

Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται από τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (Ν 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και από τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως, χωρίς γραπτή άδεια του εκδότη, η κατά οποιονδήποτε τρόπο ή οποιοδήποτε μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση, και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό, σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ή γεγονότα είναι εντελώς συμπτωματική Αντωνία Μποτονάκη e-mail: mesogaia@hotmail.com επιμέλεια κειμένου: Πλάτων Μαλλιάγκας διορθώσεις κειμένου: Παναγιώτης Αποστολάτος ΑΝΤΩΝΙΑ ΜΠΟΤΟΝΑΚΗ Άσ το... κι ας αποθάνει ή «Το νεραγδαλλαγμένο» μυθιστόρημα σχεδιασμός εξωφύλλου: Κατερίνα Αντωνάκη φωτογραφία εξωφύλλου: Βούλα Παπαϊωάννου, Μύκονος 1935-1955 Φωτογραφικό Αρχείο Μουσείου Μπενάκη 2011 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ Ηροδότου 31, 15122 Μαρούσι τηλ: 210 8021333 - φαξ: 211 0135560 http://www.iviskospublications.gr e-mail: info@iviskospublications.gr ISBN 978-960-99929-1-6 εκδόσεις ΙΒΙΣΚΟΣ

Ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ψυχαναλυτές μου, Σταμάτη Ντώνια και Άγγελο Βουτσά. Στον Ορφέα μου.

Τραγούδησε μικρή Αντιγόνη, τραγούδησε, τραγούδησε δε σου μιλώ για περασμένα, μιλώ για την αγάπη Γιώργος Σεφέρης ΠΡΟΛΟΓΟΣ Θέλω να πω μια ιστορία σ έναν άγγελο. Σ έναν άγγελο χωρίς άσπρα φτερά. Φοράει ρούχα απλά και καθημερινά, ξυρίζεται κάθε πρωί, πίνει ζεστό μυρωδάτο καφέ, του αρέσουν οι πέτρες από τις ακρογιαλιές και τα τριαντάφυλλα, τα καρνάγια όπου έπαιζε όταν ήταν παιδί, και η βροχή. Το περπάτημά του είναι ταπεινό και προσεκτικό, σαν μόλις τώρα να ναι που το μαθαίνει. Για χρόνια, ήξερα μόνο τον άλλο άγγελο. Αυτόν, που αν γυρίσεις ξαφνικά πίσω σου, εκεί που κάθεσαι ή περπατάς αμέριμνος και κοιτάξεις πάνω από τον ώμο σου, θα τον δεις να σε ακολουθεί. Aυτόν, που παραφυλάει τη ζωή σου από την 9

ώρα που γεννιέσαι, με ζήλια και χαιρεκακία και περιμένει τη στιγμή που κουρασμένος θα γείρεις το κεφάλι, θα λυγίσεις το γόνατο, θα διστάσει το βήμα σου και τότε με δυο δρασκελιές θα βρεθεί κοντά σου, θα σου κρατήσει το ιδρωμένο χέρι κι εσύ θα αφεθείς στο αγκάλιασμά του Θέλω να πω μια ιστορία σ έναν άγγελο. «Εγώ, εγώ θα σας κρατήσω το μέτωπο», μου είπε. Ξαπλώνω στο ντιβάνι. Από το παράθυρο που βρίσκεται απέναντί μου, διακρίνω δυο μεγάλα πλατάνια που ανασαλεύουν πίσω από τις γαλάζιες κουρτίνες. Ακούω την αναπνοή του, ήσυχη και υπομονετική πίσω μου. Ακούω τη δική μου, κοφτή και αγωνιώδη. Η φωνή μου βραχνή, το χέρι μου διστακτικό, αμάθητο, δειλά ξαναμαθαίνει την αλφαβήτα. Ζωγραφίζω ένα ένα τα γράμματα, σχήματα αρχέγονα, μυστηριακές έλικες, κύκλους, ευθείες που ζωντανεύουν μία μία, τις μέρες, τους καταφρονεμένους ήρωες, τα χρόνια της ντροπής, εμένα. Την «Κοτρωνιά», την «κόρη του ψεύτη», την «και δε βαφτίζω καλλιά έναν σκύλο», το «άσ το κι ας αποθάνει», το «νεραγδαλλαγμένο», το «καημένο το φτωχάκι», το «πουτανάκι, μάς ξεφτίλισε». Ακουμπώ το μέτωπό μου στην παλάμη του, ακουμπά την παλάμη του στο μέτωπό μου κι αρχίζω. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ 10

1 Ο ήλιος που δεν είχε φωτίσει τον τόπο εδώ και μέρες, φανερωνόταν για λίγα λεπτά εκεί, στο βάθος του ουρανού απ τη μεριά της ανατολής, πίσω απ τα κατάμαυρα σύννεφα που ήταν απλωμένα κατά μήκος του ορίζοντα, κι ύστερα ξαναχανόταν πίσω τους σαν κάποιος που σε παραφυλάει και το νιώθεις, αλλά δεν προλαβαίνεις να τον δεις και πας, σπρωγμένος από τη μοίρα που τη λένε ανυπομονησία, να τον συναντήσεις. Αν και Μάρτης, τίποτα δεν θύμιζε άνοιξη. Τα δέντρα κρατούσαν ακόμα τα φύλλα τους τυλιγμένα σφιχτά κοντά στους ρόζους μην τολμώντας να τα ξεδιπλώσουν. 13

Από τις άκρες των κεραμιδιών το πρωί μπορούσες να δεις τα κρύσταλλα να κρέμονται, κι οι μέρες ένιωθες σαν να ξημέρωναν παράξενα νωρίς και σ έβρισκε το μολυβί φως ανήμπορο και μουδιασμένο. Ησυχία απλωνόταν εκεί που άλλες χρονιές σε ξετρέλαιναν τα πουλιά, εκεί που άλλες χρονιές βούιζαν τα μελίσσια, εκεί που άλλες χρονιές άκουγες τα παραγγέλματα και τα σφυρίγματα στα ζωντανά. Ησυχία. Μόνο πότε πότε άκουγες την καμπάνα να χτυπά κι άφηνες τη δουλειά στη μέση να αφουγκραστείς τον αέρα, κοιτώντας ανήσυχα γύρω γύρω. Κι οι γέροι, σαν έμπαιναν στο καφενείο, τραβούσαν ίσια στη γωνιά με το ράδιο, χαμηλώνοντας το κεφάλι στο ύψος του, να ακούσουν τα νέα απ το μέτωπο. Η Αντιγόνη εκείνο το πρωί ανασήκωσε το μπαμπακένιο στρώμα απ το πλάι και προσπάθησε να το σύρει προς το μέρος της. Να το βγάλει ήθελε στον λιγοστό ήλιο, να το χτυπήσει, να πάρει αέρα. Ο τσιφτές 1 του αγροφύλακα, που είχε κρύψει ο Αργύρης της κάτω από το στρώμα φεύγοντας βιαστικά για το μέτωπο, ανάμεσα σε σφιχταγκαλιάσματα, σύρθηκε απ το βάρος του στρώματος, σηκώθηκε ο κόκορας, πατήθηκε η σκανδάλη μπλεγμένη στα σύρματα του σομιέ κι εκπυρσοκρότησε με την κάννη να βλέπει ίσια μπροστά, ολόισια, τη φουσκωμένη κοιλιά της. Τη βρήκανε τα σκάγια αριστερά κάτω απ τα πλευρά. «Ωχ, μάνα μου», βόγκηξε και σύρθηκε αργά ως την πόρτα του οντά παραπατώντας, πιάστηκε απ το κοντο- 1 μονόκανο τουφέκι μηρί ένα μεγάλο σίδερο καρφωμένο στον τοίχο που στέριωνε τα πορτόφυλλα όταν κλείνανε, να μην ανοίγουνε απ έξω φωνάζοντας «βοήθεια, μάνα!» Η γρα, η πεθερά της και μάνα του Αργύρη, κάτω στο μαγειρειό, καθισμένη στο πυρομάχι δίπλα απ τα μεγάλα πήλινα πιθάρια με το λάδι και το κρασί, ανακάτευε το τσικάλι που ισορροπούσε πάνω σε δυο μεγάλες πέτρες. Απ τον ανηφορά που μπαινοβγαίνανε οι σπουργίτες και που έχασκε ορθάνοιχτος να ανεβαίνει ο καπνός, άκουσε τον πυροβολισμό, μα θάρρεψε πως ήταν κυνηγοί που κυνηγούσανε τσίχλες. Με τη φωνή πετάχτηκε, γλίστρησε το μαύρο τσεμπέρι 2 κι έτρεξε στη σκάλα. Δυο δυο ανέβηκε τα σκαλιά. Βρήκε την Αντιγόνη πεσμένη στην άκρη της ταράτσας, βαστώντας με τα δυο της χέρια την πληγή, πλημμυρισμένη στο αίμα. «Βοήθεια, γείτονες», έσυρε τη φωνή. Μα λείπανε όλοι στα λιόφυτα 3. Το κοντινότερο νοσοκομείο ήταν στα Χανιά, πενήντα τέσσερα χιλιόμετρα μακριά, δυόμισι ώρες με το λεωφορείο που βρώμαγε πετρέλαιο κι έπρεπε για το καλό σου πριν να μπεις να κρατάς ένα λεμόνι στο να χέρι και μια χαρτοσακούλα απ αυτές που μοίραζε ο εισπράκτορας για τον εμετό στ άλλο, άσε που πέρναγε δυο φορές την εβδομάδα απ το κοντινό κεφαλοχώρι, την Κάντανο, που απείχε δύο χιλιόμετρα απ τα Σκοτιδιανά, εκεί όπου τώρα κειτόταν η Αντιγόνη 2 κεφαλομάντηλο 3 Λιόφυτα /χωράφια με ελαιόδεντρα 14 15

αιμόφυρτη. Τα Σκοτιδιανά ήταν ένας απ τους πολλούς οικισμούς που γέμιζαν τα γύρω βουνά, όλοι τους με πέντε έξι σπίτια, συνήθως συγγενικά μεταξύ τους. Μπορεί για την αποφυγή των σκοτωμών. Αψείς 4 άνθρωποι, ξεροκέφαλοι, υποταγμένοι στο νόμο του «αντιπεπονθότος» από την εποχή του Μίνωα. Παράδοση και καμάρι ο γδικιωμός 5. Όσο λιγότεροι κι όσο μακρύτερα λοιπόν, τόσο καλύτερα. Γιατρός υπήρχε μόνο στην Κάντανο. Στα χέρια του Θεού λοιπόν η Αντιγόνη, που συνήθως τα χει ανοιχτά όπως θα χετε δει και στις τοιχογραφίες των εκκλησιών, και πώς να τη βαστήξουν; Η γρα, όπως τη φωνάζανε αργότερα για να θυμίζουνε ο ένας στον άλλο πως γέρασε και κάποιος, την ανασήκωσε απ τις μασχάλες και την έσυρε ως το κρεβάτι. Το αίμα έβαψε ακόμα πιο κόκκινο το κοκκινόχωμα που ήταν τοποθετημένο στο πάτωμα του οντά, ψιλόκοκκο και απαλό σαν ακριβό μετάξι, στιλπνό και καλοπατημένο σαν σπάνιο χαλί. Ξεκρέμασε τη χλαίνη του συγχωρεμένου τού Αργύρη, που κρεμόταν εδώ και δυο μήνες από ένα μεγάλο καρφί στην πίσω μεριά της πόρτας, και τη σκέπασε. Ύστερα, έτρεξε πάλι κάτω, πέταξε το φαΐ που μαγείρευε στις κότες, πήρε νερό απ τη λαήνα 6 και ξέπλυνε το τσικάλι, έριξε δυο κούτσουρα στο πυρομάχι κι έβαλε νερό να βρά- 4 οξύθυμοι 5 εκδίκηση 6 πήλινο δοχείο αποθήκευσης νερού ζει. Γέμισε το μαστραπά κρασί απ το πιθάρι κι ανέβηκε να πλύνει την πληγή. «Σώπα, κόρη μου, σώπα! Σώπα, και δεν έπαθε πράμα 7 το μωρό σου. Δεν το νιώθεις; Σπαρταρά. Θα γίνεις καλά. Θα δεις! Σώπα», της έλεγε και χάιδευε τη ματωμένη κοιλιά της. Τεντωμένη σαν τύμπανο η κοιλιά, έτρεμε, ανατρίχιαζε, συσπόταν και κόμπιαζε, πεταγόταν κατά τόπους σχηματίζοντας μικρά εξογκώματα απ τις αγωνιώδεις προσπάθειες του αγέννητου. «Καταραμένοι είμαστε. Καταραμένοι ούλοι μας! Θα μ αποθάνετε κι εσείς; Εσείς μου απομείνατε. Αργύρη μου, παιδάκι μου, πού είσαι;» έλεγε η γρα. Η Αντιγόνη σφάδαζε απ τους πόνους. Πόνους διπλούς. Της τουφεκιάς και της γέννας, που είχε φτάσει πριν της ώρας της. Σαν ζεστάθηκε το νερό, η γρα άνοιξε την κασέλα που βρισκόταν δίπλα απ το κρεβάτι κι άρπαξε ένα λινό σεντόνι απ τ ασπρόρουχα της προίκας της Αντιγόνης, που χε φέρει νύφη μαζί της απ τα πίσω χωριά και που δεν είχε προλάβει να χαρεί. Το κοψε με τα δόντια της σε φαρδιές λωρίδες κι ύστερα βουτώντας τις στο κρασί, άρχισε να πλένει την πληγή. Δέκα το πρωί ήταν κι οι πόνοι της γέννας πλήθαιναν. Σαν έπλυνε η γρα την πληγή, πρώτα με το ζεστό νερό κι ύστερα με το κρασί, έδωσε στην Αντιγόνη ένα ποτήρι πρωτοράκι 8 να το πιει, ν αντέχει τους πόνους, και βάλ- 7 τίποτα 8 το πρώτο ρακί που βγαίνει από το καζάνι 16 17

θηκε να την ξεγεννήσει όπως όπως. Στις πέντε τ απόγευμα γεννήθηκε ένα αγόρι γερό και δυνατό. Το πλυνε, το φάσκιωσε με ό,τι είχε περισσέψει απ το σεντόνι, και το βαλε να κοιμηθεί. Το σούρουπο, σαν μαζεύτηκε η γειτονιά, στείλανε ένα δεκαπεντάχρονο μ ένα μουλάρι να πάει στην Κάντανο, να φέρει τον μοναδικό γιατρό. Σαν έφτασε ύστερα από δυο ώρες, διαπίστωσε πώς το τραύμα ήταν βαρύ, μα ευτυχώς δεν είχε πειράξει όργανα απ όσο μπορούσε να καταλάβει, έβγαλε τα σκάγια, έραψε την πληγή, κοίταξε αν είχε βγει το ύστερο, τις καθησύχασε, ήπιε μια ρακή για τα καλορίζικα, πήρε και δυο καρύδια για το δρόμο. «Καλότυχο», ευχήθηκε με προσποιητή ευθυμία κι έφυγε γρήγορα, μην τον προλάβει η νύχτα, ασέληνη και πώς να γυρίσει; Εξαντλημένη η Αντιγόνη, αποκοιμήθηκε. Η γρα έκατσε στην άκρη της σκάλας, ξέσφιξε το μαύρο τσεμπέρι που τύλιγε το κεφάλι της είκοσι εφτά χρόνια, σκούπισε τον ιδρώτα με την ανάποδη της παλάμης της κι αρχίνισε το μοιρολόι, στην αρχή μουγγό και ρυθμικό, που σιγά σιγά θέριεψε σαν ποταμός ορμητικός και την παρέσυρε στα θολά νερά του. «Έθαψα γω κι απ αρρωστιά, έθαψα κι από μπάλα, πέντε σαν κι αποθάνασι, ούλα μιτσά 9 μεγάλα. Σαν τον δικό σου τον καημό, άλλον καημό δεν είχα, 9 μικρά να σε θωρώ να κρέμεσαι, τη μέρα και τη νύχτα. Πνιγμός, γκρεμνός, του τσιφτελή. Του τυχερού ναι η σφαίρα (ώφου Αργύρη μου!) μα σένα σού τανε γραφτό, να λιώσεις στον αέρα». Πρώτος ο Γιώργης, ο άντρας της, που την άφησε χήρα στα είκοσι εφτά της πέφτοντας από τον πλάτανο που φύτρωνε στις όχθες του πέρα ποταμού, στην παραβολή 10 του χωραφιού τους. Εκεί, κουρασμένοι ξαπόσταιναν στον ίσκιο του τις μέρες που ο λίβας φύσαγε ανελέητα, καίγοντας σπαρτά και φουσάτα. Ανέβηκε να καθαρίσει τους κισσούς που είχαν τυλιχτεί γύρω του, ρουφώντας τους χυμούς του και τον στέγνωναν. Σαν ελευθέρωσε και το πιο ψηλό κλαδί, πήρε να κατεβαίνει. Μα είχε αρχίσει να νυχτώνει, δεν υπολόγισε το πάχος του κλαδιού που έσπασε από το βάρος του κορμιού του και βρέθηκε μες στον ποταμό, με το κεφάλι καρφωμένο σε μια μεγάλη πέτρα. Έβαψε το αίμα το νερό ως κάτω, όπως τις μέρες που έβαφαν κόκκινα τα μαλλιά των προβάτων, πλεγμένα σε μεγάλες μπούκλες. Η γρα, που ακόμα τότε ήταν Ελένη, μπορεί και «Ελένη μου» στα χείλη του, και που δεν φόραγε το μαύρο το τσεμπέρι, μα είχε τα μαλλιά της μαύρη σφιχτή κοτσίδα και το κορμί λυγερό, όλη τη νύχτα τον περίμενε και σαν έφεξε η μέρα τράβηξε κατά τ αμπέλι. Δεν τον ήβρε κι έσυρε κατά τον ποταμό. 10 γκρεμνώδης άκρη 18 19