ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. EΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ www.freeinquiry.gr Διαδικτυακό Περιοδικό



Σχετικά έγγραφα
α κα ρι ι ο ος α α νηρ ος ου ουκ ε πο ρε ε ευ θη εν βου λη η η α α σε ε ε βων και εν ο δω ω α α µαρ τω λω ων ουουκ ε ε ε

Π α σα πνο η αι νε σα τω τον Κυ ρι. Π α σα πνο η αι νε σα α τω τον. Ἕτερον. Τάξις Ἑωθινοῦ Εὐαγγελίου, Ὀ Ν Ψαλµός. Μέλος Ἰωάννου Ἀ. Νέγρη.

ΣΤΟ ΧΟΣ- Ε ΠΙ ΔΙΩ ΞΗ ΠΛΑΙ ΣΙΟ ΧΡΗ ΜΑ ΤΟ ΔΟ ΤΗ ΣΗΣ

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Ό λοι οι κα νό νες πε ρί με λέ της συ νο ψί ζο νται στον ε ξής έ να: Μά θε, μό νο προκει μέ νου. Friedrich Schelling. σελ. 13. σελ. 17. σελ.

1.2.3 ιαρ θρω τι κές πο λι τι κές Σύ στη μα έ λεγ χου της κοι νής α λιευ τι κής πο λι τι κής...37

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΒΑΜΒΑΚΙ - ΚΛΩΣΤΙΚΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΒΑΜΒΑΚΙ Ε ΞΑ ΠΛΩ ΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΚΟ ΝΟ ΜΙ ΚΗ ΣΗ ΜΑ ΣΙΑ Γε νι κά

Κυ ρι ον ευ λο γη τος ει Κυ ρι ε ευ. λο γει η ψυ χη µου τον Κυ ρι ον και πα αν. τα τα εν τος µου το ο νο µα το α γι ον αυ

ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ

ο Θε ος η η µων κα τα φυ γη η και δυ υ υ να α α α µις βο η θο ος ε εν θλι ψε ε ε σι ταις ευ ρου ου ου ου ου σαις η η µα α α ας σφο ο ο ο

ΑΣΚΗΣΗ, ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

Οι τα α α α α α α α Κ. ε ε ε ε ε ε ε ε ε Χε ε ε. ε ε ε ε ε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι. ιµ µυ στι κω ω ω ω ω ως ει κο ο

Βασικά Χαρακτηριστικά Αριθμητικών εδομένων

Αρ χές Ηγε σί ας κα τά Πλά τω να

ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Πρό λο γος...13 ΜΕ ΡΟΣ Ι: Υ ΠΑΙ ΘΡΙΑ Α ΝΑ ΨΥ ΧΗ

ΑΠΟΛΥΤΙΚΙΑ & ΘΕΟΤΟΚΙΑ ΕΣΠΕΡΑΣ 1-15 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. Παρασκευή 1/08/2014 Ἑσπέρας Ψάλλοµεν τὸ Ἀπολυτίκιο τῆς 2/8/2014. Ἦχος.

Αποτελεσματικός Προπονητής

Ό λοι οι κα νό νες πε ρί με λέ της συ νο ψί ζο νται στον ε ξής έ να: Μά θε, μό νο προκει μέ νου. Friedrich Schelling. σελ. 13. σελ. 17. σελ.

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Ἔκτασις. οι τα α α Δ. α α α α Δ. ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου ου. υ υ υ υ υ υ υ υ υ υ µυ υ στι ι ι Μ. ι ι ει ει κο ο νι ι ι ι ι ι ι

Θρησκεία καί Ἐκκλησία στήν κοινωνία

0a1qqW+1a1`qÁlw n εν σοί Κύ ρι ε τρο πού μαι τού τον.

των ερ γα το τε χνι τών εργοστασίων Τσιµεντολίθων, ό λης της χώρας O41R09

των Κοι νω νι κών Λει τουρ γών που α πα σχο λού νται στους ι δι ω τι κούς παι δι κούς σταθ µούς όλης της χώρας O21R09

Κυ ρι ε ε κε κρα α ξα προ ο ος σε ε ει σα

των Καθηγητών Φροντιστηρίων Ξένων γλωσσών όλης της χώρας O18R11

ΧΑΙ ΡΕ ΤΙ ΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΡΟ Ε ΔΡΟΥ ΤΗΣ Ο ΤΟ Ε

ΠΕΤΡΟΥ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ Η ΑΓΙΑ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΣ

Πρός τούς ἀδελφούς μου

των Κοι νω νι κών λει τουρ γών που α πα σχο λού νται στις Νευ ρο ψυ χι α τρι κές κλι νι κές Α θη νών & περιχώρων Ot02R03

των Ξε να γών Ρόδου Ot04R14

Ευγενία Κατσιγιάννη* & Σπύρος Κρίβας**

ε πι λο γές & σχέ σεις στην οι κο γέ νεια

Θ Ρ Η Σ Κ Ε Ι Α- Π Ο Λ Ι Τ Ι Σ Μ Ο Σ & Α Ξ Ι Ε Σ

ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι χε ε ρου ου βι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ιµ µυ υ υ υ υ υ υ Π ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ι ζο ο ο ει ει κο ο

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤ ΕΒ ΟΜΑ ΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ. ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

EΛΕΥΘΕΡΗ ΕΡΕΥΝΑ Διαδικτυακό Περιοδικό

Η ΤΑ ΚΤΙ ΚΗ ΤΕ ΧΝΗ ΤΩΝ ΑΡ ΧΑΙΩΝ ΕΛ ΛΗ ΝΩΝ

Αρχές Μάνατζμεντ και Μάρκετινγκ Οργανισμών και Επιχειρήσεων Αθλητισμού και Αναψυχής

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

ε ε λε η σον Κυ ρι ε ε ε

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

των ερ γα ζο µέ νων σε ε πι χει ρή σεις Έ ρευ νας - Ε ξό ρυ ξης, Με λε τών και Δ ιΰ λι σης Αρ γού Πε τρε λαί ου ό λης της χώ ρας K65R10

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΕΒ ΟΜΑ ΟΣ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἐν τῷ Ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης. Ἦχος

H ΕΝ ΝΟΙΑ ΤΗΣ ΘΡΗ ΣΚΕΙΑΣ ΚΑ ΤΑ ΤΟΥΣ ΑΡ ΧΑΙΟΥΣ ΕΛ ΛΗ ΝΕΣ

των Oι κο δό µων συ νερ γεί ων O32R09

ΕΙΣ ΤΟΝ ΕΣΠΕΡΙΝΟΝ ΑΠΟΔΟΣΕΩΣ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΥ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ, ΜΕΤΑ Β ΣΤΑΣΕΩΣ ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΩΝ ΚΕΚΡΑΓΑΡΙΑ

των Δ εν δρο αν θοκηπουρών Ξενοδοχειακών επιχειρήσεων O08R12

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Κε φά λαιο. Έννοιες, Ο ρι σμοί και Βα σι κές Προ ϋ πο θέ σεις. Αναπηρία και ειδική φυσική αγωγή

ΤΜΗΜΑ ΦΩΚΑ/ΤΕΤΑΡΤΗ

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης. Ἦχος Πα. υ ρι ι ε ε κε ε κρα α α ξα α προ ος. σε ει σα κου ου σο ο ον μου ει σα κου σο ο ον

Η ΤΡΥ ΠΑ ΤΟΥ Ο ΖΟ ΝΤΟΣ

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Την ε ται ρεί α BodyTalk

ΠΕΡΙEΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή... 11

Πρώϊος Μιλτιάδης. Αθαναηλίδης Γιάννης. Ηθική στα Σπορ. Θεωρία και οδηγίες για ηθική συμπεριφορά

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Μάνατζμεντ και Μάνατζερς

14 Ἰουνίου. Προφήτου Ἐλισσαίου. Τῇ ΙΔ τοῦ µηνὸς Ἰουνίου. Μνήµη τοῦ Ἁγίου Προφήτου Ἐλισσαίου Ἐν τῷ Ἑσπερινῷ. Δόξα. Ἦχος Πα

Π Ε Ρ Ι E Χ Ο Μ Ε Ν Α

Μακέτα εξωφύλλου - Σελιδοποίηση: Ευθύµης Δηµουλάς Διορθώσεις: Νέστορας Χούνος

Κωνσταντίνος Θ. Ευαγγελάτος. για αμιγή χορωδία (SSA, SAA, TTB, TBB)

ΤΕΤΑΡΤΗ ΕΒ ΟΜΑ ΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Η Ο ΜΑ ΔΙ ΚΗ. της ζω ής

Στους κήπους της Θεολογικής Σχολής της Χάλκης

Λο γι στών & Βοη θών Λο γι στών βι ο µη χα νι κών και λοι πών ε πι χει ρή σε ων όλης της χώρας O23R09

Ε ΓΚΛΗ ΜΑ ΤΑ ΚΑΙ ΔΗ Ω ΣΕΙΣ ΚΑΤΟ ΧΙ ΚΗΣ ΠΕ ΡΙΟ ΔΟΥ ΣΤΗ ΔΙΑΡ ΚΕΙΑ ΤΗΣ ΣΤΟ ΝΟ ΜΟ Α ΧΑ Ϊ ΑΣ ΜΕ ΒΑ ΣΗ ΤΟ ΑΡ ΧΕΙΟ ΤΗΣ ΔΙΣ

Μ ε τ έ ω ρ α τό πος συ νά ντη σης θε ού

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Κυ ρι ε ε κε ε ε κρα α α ξα προς σε ει σα κου ου

Εικονογραφημένο Λεξικό Το Πρώτο μου Λεξικό

Ο ΠΛΑ ΤΩ ΝΙ ΚΟΣ Η ΓΕ ΤΗΣ

του προσωπικού Κινηµατογράφων όλης της χώρας K22R11

των Κα θη γη τών Φρο ντι στη ρί ων Μέ σης Εκ παί δευ σης Ν. Ατ τι κής Ot01R12

ÅÐÁËÇÈÅÕÓÇ ÔÇÓ ÁÑ ÁÉÁÓ ÔÅ ÍÏËÏÃÉÁÓ ÕÐÏËÏÃÉÓÔÙÍ

Επί του πιεστηρίου. Τη στιγμή που η ύλη του 2ου τεύχους έκλεινε και το ΜΟΛΟΤ όδευε προς το τυπογραφείο, συνέβησαν δύο μείζονος σημασίας γεγονότα.

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

K υ ρι ε ε λε η σον Κ υ ρι ε ε λε ε η σον Κ υ ρι ε ε λε η σον Κ υ υ ρι ε ε λε ε η σον

Μ ε τ έ ω ρ α. τό πος συ νά ντη σης θε ού & αν θρώ πων

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

ΘΑ ΛΗΣ Ο ΜΙ ΛΗ ΣΙΟΣ. του, εί ναι ση μα ντι κό να ει πω θούν εν συ ντομί α με ρι κά στοι χεί α για το πο λι τι σμι κό πε ριβάλ

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Καταβασίαι ἀντί τοῦ Ἄξιόν ἐστιν...

ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΑΤΑΡΙΟΝ ΠΕΤΡΟΥ ΛΑΜΠΑΔΑΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΟΥ

Ε υ _ λο _ γη _ τος _ ει _ Κυ _ ρι _ ε _ δι _ δα _ ξον _ με _ τ α_ δι _. Τ ων _ α _ γι _. ων _ ο _ χο _ ρος _ ευ _ ρε _ π η_ γη _ ην _ τ ης_

Νικολέττα Ισπυρλίδου* & Δημήτρης Χασάπης**

ΠΥ ΡΟ ΒΟ ΛΙΚΟΥ Τ Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Υ Μ Η Ε Ν Ε Ρ Γ Α Π Υ Ρ Ο Β Ο Λ Α H Ι Δ Ρ Υ Σ Η Τ Ο Υ Ε Λ Λ Η Ν Ι Κ Ο Υ Π Υ - Ρ Ο Β Ο Λ Ι Κ Ο Υ

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΣΣΑ: Ο ΜΕΓΑΣ ΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ÔÁ ÅÂÑÁÚÊÁ (ÊÁÉ ÁÑÁÂÉÊÁ) ÅÉÍÁÉ ÅËËÇÍÉÊÁ. Τὸ ἀ πα γο ρευ μέ νο βι βλί ο τοῦ Ἑ βραί ου Ἰ.

Η ΠΑΙ ΔΕΙΑ ΤΟΥ ΜΕ ΓΑ ΛΟΥ Α ΛΕ ΞΑΝ ΔΡΟΥ

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Μεταφράσεις, μυστήρια καί ἄσκηση

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ Ε ΕΒ ΟΜΑ ΟΣ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Τῇ Τρίτῃ τῆς Διακαινησίμου. Μνήμην ἐπιτελοῦμεν. τῶν Ἁγίων ἐνδόξων νεοφανῶν καί Θαυματουργῶν. Ὁσιομαρτύρων Ραφαήλ και Νικολάου,

Κα λόν ύπ νο και όνειρ α γλυκά

Γιάννης Θεοδωράκης & Μαίρη Χασάνδρα ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΩΝ ΑΓΩΓΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

Ἐν τῷ ἑσπερινῷ τῆς Προηγιασμένης

ΜΕ ΣΩΝ ΜΑ ΖΙ ΚΗΣ Ε ΝΗ ΜΕ ΡΩ ΣΗΣ (Μ.Μ.Ε.) ΣΤΗΝ ΟΥ ΣΙΟ Ε ΞΑΡ ΤΗ ΣΗ ΤΩΝ Α ΝΗ ΛΙ ΚΩΝ όπως προ κύ πτει α πό τις έ ρευ νες

Transcript:

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΕΚ ΟΤΗ............................................... 7 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ............................................ 9 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ....................................................... 11 2. ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΚΑΙ Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ........................ 13 3. ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΑ ΦΥΤΑ - ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟ Ο..... 17 Σιτηρά.......................................................... 16 Ψυχανθῆ καὶ ἄλλα ἐδώδιμα ἢ βιομηχανικά............................. 19 Ἄμπελος καὶ ἄλλα ὀπωροφόρα δένδρα............................... 20 Ἀγρωστώδη, καλλωπιστικά, διάφορα ποώδη............................ 20 ασικὰ δένδρα καὶ θάμνοι.......................................... 20 4. ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟ ΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ-ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΕΞΕΙ ΙΚΕΥΣΗ.... 22 Καλλιέργεια δημητριακῶν.......................................... 22 Καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου........................................... 25 Καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς............................................. 27 Καλλιέργεια ἄλλων φυτῶν.......................................... 27 Ἄρδευση τῶν καλλιεργειῶν......................................... 29 5. ΣΥΝ ΘΗ ΚΕΣ Α ΝΑ ΠΤΥ ΞΗΣ ΤΩΝ ΚΑΛ ΛΙ ΕΡ ΓΕΙΩΝ......................... 30 6. ΦΥΣΙΟΛΟΓΙΑ, ΕΧΘΡΟΙ, ΑΣΘΕΝΕΙΕΣ ΚΑΙ ΠΑΘΗΣΕΙΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΩΝ ΦΥΤΩΝ...................................... 33 7. ΖΩΟΤΕΧΝΙΑ..................................................... 35 8. ΑΓΡΟΤΙΚΑ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ................................... 42 9. ΙΑΤΡΟΦΙΚΕΣ ΣΥΝΗΘΕΙΕΣ: ΠΡΟ ΡΟΜΟΙ ΜΕΣΟΓΕΙΑΚΗΣ ΙΑΤΡΟΦΗΣ.... 44 10. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ................................................... 47

Εὐχαριστίες Θεωρῶ ὑποχρέωσή μου νὰ εὐχαριστήσω ὅσους βοήθησαν μὲ ὁποιοδήποτε τρόπο στὴ σύνταξη αὐτοῦ τοῦ μικροῦ πονήματος, καὶ ἰδιαιτέρως τὴν φιλόλογο κυρία Μαρία Θανασουλοπούλου γιὰ τὴν ἐπιμέλεια τοῦ κειμένου καὶ τὶς πολύτιμες διορθώσεις της._κ.κ.θ.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ Στὶς σημερινὲς κοινωνικὲς δομές, ὅπου κάθε πνευματικὴ ἀνάπτυξη τείνει νὰ ἰσοπεδωθῇ κάτω ἀπὸ μία τεχνογνωσία ποὺ ἀναπτύσσεται μὲ ἰλιγγιώδεις ρυθμούς, ἡ πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη, αὐτὴ ποὺ κρατάει δεμένους τοὺς ἱστοὺς μιᾶς κοινωνίας, τείνει νὰ ἀποκτήσῃ χαρακτηριστικὰ σὲ πλανητικὸ ἐπίπεδο. Εἶναι ἐπιβεβλημένο λοιπὸν σὲ κάθε λαὸ νὰ προσπαθήσῃ νὰ βρῇ κάποιο τρόπο, γιὰ νὰ προσεγγίσῃ τὶς ρίζες του, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν ἐχέγγυο προόδου καὶ συνοχῆς τῶν μελῶν τῆς κοινωνίας του. Γιατὶ βαθιὰ μέσα στὴν κληρονομικὴ ἁλυσίδα τοῦ καθενὸς ὑπάρχει γραμμένο τὸ παρελθὸν τῆς γενιᾶς του, ποὺ δύσκολα μπορεῖ νὰ τὸ ἀπαρνηθῇ. Ἰδιαίτερα ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες, ποὺ θεωρούμεθα διεθνῶς ὡς φορεῖς μιᾶς βαρειᾶς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς, ἀσχέτως ἂν πολλὲς φορὲς γιὰ ἄλλους λόγους αὐτὸ ἀποκρύπτεται, ἡ ὑποχρέωση νὰ γνωρίζουμε τὸ παρελθόν μας εἶναι πιὸ ἐπιτακτικὴ ἴσως ἀπὸ ὅ,τι σὲ ἄλλους λαούς. Εἶναι λοιπὸν ὑποχρέωσή μας νὰ μελετᾶμε τὴν ἱστορικὴ πραγματικότητα, πού, ὅσο περνοῦν τὰ χρόνια, φθάνει καὶ σὲ ἀρχαιότερα χρονικὰ σημεῖα καὶ δὲν ἀφήνει πλέον ἀμφιβολίες γιὰ τὸν καθοριστικὸ γονιμοποιὸ ρόλο τοῦ Ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ στὴν ἀνάπτυξη τῆς σύγχρονης κοινωνίας, στὸ υτικὸ τοὐλάχιστον κόσμο. Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι, ἴσως λόγῳ τῆς σημερινῆς ἐλλειμματικῆς μας παιδείας, δὲν τὸ συνειδητοποιοῦμε τόσο ὅσο ἀρκετοὶ μορφωμένοι ἄλλων χωρῶν. Ἑπομένως φαίνεται ὅτι ἔφτασε τὸ πλήρωμα τοῦ χρόνου, ὥστε καὶ ἐμεῖς νὰ ἀρχίσουμε νὰ ψάχνουμε τὸ παρελθόν μας καὶ νὰ ἀντλοῦμε ἀπὸ αὐτὸ τὴ σοφία τῶν ἀνθρώπων ἐκείνων, ποὺ πρωτοπόροι στὸ πνεῦμα καὶ τὶς ἐπιστῆμες μᾶς ἄφησαν πνευματικὲς ὑποθῆκες διαχρονικῶς ὑψηλῆς ποιότητας. Οἱ πηγὲς τῶν ἀρχαίων συγγραφέων ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ ἔπειτα ἀποτέλεσαν καὶ ἀποτελοῦν τοὺς ὁδηγοὺς κάθε ἐρευνητικῆς προσπάθειας τοὐλάχιστον στοὺς τομεῖς τῶν φιλοσοφικῶν, λογοτεχνικῶν καὶ κοινωνικῶν σπουδῶν. Ἀντιθέτως στὸ πνεῦμα τοῦ σύγχρονου καταιγισμοῦ τῆς πληροφορίας καὶ τῶν τεχνικῶν μέσων ἡ ἀναζήτηση γνώσης ἀπὸ τὶς ἀρχαῖες πηγὲς γιὰ τὰ τεχνικὰ ζητήματα εἶναι ἀπὸ ἐλάχιστη ὡς ἀνύπαρκτη. Στὴ γεωργικὴ ἐπιστήμη γίνονται ἀναφορὲς μόνο στὴν ἀρχαία γνώση, χωρὶς νὰ δίδεται ἰδιαίτερη ἔμφαση σὲ γνώσεις, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα θὰ μποροῦσαν νὰ ἀξιοποιηθοῦν, ἰδιαιτέρως τώρα μὲ τὴν ἔμφαση ποὺ δίνεται στὴν παραγωγὴ καὶ διακίνηση τῶν γεωργικῶν προϊόντων ποὺ ἀναφέρονται ὡς οἰκολογικά. Οἱ ἀρχαῖοι συγγραφεῖς, ποὺ ἔχουν χρησιμοποιηθῆ γιὰ ὁποιαδήποτε ἀναφορά, εἶναι συνήθως ὁ Ἡσίοδος, ὁ Θεόφραστος, ὁ Ἀριστοτέλης καὶ ὁ Ξενοφῶν. Ἀντιθέτως οἱ Ὁμηρικὲς πηγὲς δὲν ἔχουν χρησιμοποιηθῆ. Ἡ ἀναδίφηση αὐτῶν τῶν ἀποσπασμάτων ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, ἰδιαίτερα στοὺς τεχνικοὺς πάσης φύσεως, μερικὲς φορὲς εἶναι συγκλονιστική, γιατί ἀνακαλύπτονται γνώσεις ἐντυπωσιακὲς γιὰ τὴν ἐποχή τους καὶ πρακτικές, ποὺ ἀκόμη καὶ σήμερα εἶναι σὲ πλήρη ἐφαρμογή. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία ἔδωσε τὸ ἔναυσμα, γιὰ νὰ γίνῃ μία προσπάθεια νὰ συλλεγοῦν ὅλα ὅσα ἀναφέρονται στὴ γεωργία ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ νὰ ταξινομηθοῦν σύμφωνα μὲ τὶς σύγχρονες ἀντιλήψεις στὸν γεωργικὸ τομέα. Ἡ προσπάθεια δὲν ἦταν τόσο ἁπλῆ οὔτε εὔκολη, γιατί οἱ ἀναφορὲς εἶναι πολλές, οἱ περισσότερες μὲ τὴ μορφὴ παρομοιώσεων, καὶ ἐνίοτε ἀρκετὰ συγκαλυμμένες ἀπὸ ἄλλα γεγονότα, ὥστε νὰ γίνεται πολὺ δύσκολη ἡ ἀνίχνευσή τους. Παρ ὅλα αὐτὰ ἔγινε κατορθωτὸ νὰ συλλεγῇ ἕνα σημαντικὸ μέρος πληροφοριῶν, ποὺ παρουσιάζονται στὸ παρὸν κείμενο καὶ σχολιάζονται σὲ σύγκριση κυρίως μὲ τὸ σήμερα ἀλλὰ ἐνίοτε καὶ μὲ χρόνους παλαιότερους τοῦ χρόνου τῶν Ὁμηρικῶν. Κώστας Θανασουλόπουλος

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Εἶναι πλέον διεθνῶς παραδεκτό, πλὴν ἴσως ἐλαχίστων ἐξαιρέσεων, ὅτι ἡ ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ σὲ μία κοινωνία εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα ἀλλαγῶν σὲ ὑποσυστήματα τῆς δομῆς τῆς κοινωνίας, τῶν ὁποίων ἡ ἐπίδραση σὲ ἄλλα ὑποσυστήματα ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴ δημιουργία νέων ὑποσυστημάτων, ποὺ ὁδηγοῦν σὲ νέες πιὸ δυναμικὲς μορφὲς ἀνάπτυξης. Μιὰ τέτοια σημαντικὴ καὶ πρωτοποριακὴ ἀλλαγὴ ἦταν ἡ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν κυνηγετικὴ καὶ τροφοσυλλεκτικὴ περίοδο στὴ μόνιμη ἐγκατάσταση σὲ μικροὺς οἰκισμοὺς καὶ τὴν ἀνάπτυξη μιᾶς πρωτόγονης γεωργίας βασισμένης στὰ σιτηρά, μὲ συμπλήρωμα γιὰ τὴ διατροφὴ προϊόντα καλλιέργειας ψυχανθῶν καὶ τὴν ἐξημέρωση καὶ διατροφὴ ἀγροτικῶν ζῴων. Σύμφωνα μὲ τὸν Ἄγγλο ἀρχαιολόγο Renfrew (1972) αὐτὸ συνέβη σὲ κάποια περίοδο περὶ τὸ 6000 π.χ., καὶ ἀπὸ τότε ἄρχισε ἡ μεγαλειώδης πορεία στὸν ἑλλαδικὸ χῶρο, ποὺ ὡδήγησε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ Μινωικοῦ-Μυκηναϊκοῦ πολιτισμοῦ, ποὺ μὲ τὴ σειρά του συνετέλεσε στὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῆς Κλασικῆς Ἑλλάδας. Ἀνεξαρτήτως τῶν διαφωνιῶν ποὺ ὑπάρχουν μεταξὺ τῶν ἀρχαιολόγων καὶ τῶν γλωσσολόγων τῆς διεθνοῦς καὶ τῆς ἑλληνικῆς ἐπιστημονικῆς κοινότητας γιὰ τὴν προέλευση τῶν Ἑλλήνων, γιὰ τὴ γλῶσσα τὴν ἑλληνικὴ καὶ διάφορα ἄλλα, ποὺ πολλὲς φορὲς προκύπτουν ἀπὸ τὴν ἐθνολογικὴ προέλευση τοῦ κάθε ἐρευνητοῦ καὶ τὰ πιστεύω του, μερικὲς φορὲς κατευθυνόμενα καὶ χρηματοδοτούμενα ἀπὸ συμφέροντα πολιτικῆς καὶ πολιτιστικῆς κυριαρχίας, εἶναι γεγονὸς ἀναμφισβήτητο ὅτι ὁ πολιτισμὸς αὐτὸς θεωρεῖται ὡς ἕνας μεγάλος πρώιμος πολιτισμὸς τοῦ κόσμου, ὅπως ἀναφέρεται καὶ ἀπὸ τὸν Renfrew: «Ὁ τόπος γέννησης τοῦ Μινωικοῦ πολιτισμοῦ ἦταν ἡ Αἰγαιακὴ νῆσος τῆς Κρήτης. Στὴν Κρήτη ἀκόμη κατὰ τὴ διάρκεια τῆς τρίτης χιλιετίας π.χ., καὶ ἑπομένως πρὶν ἀπὸ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ πολιτισμοῦ τῶν παλατιῶν, τὰ εὑρήματα εἶναι ἀμέσως ἀναγνωρίσιμα ὡς Μινωικά. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι ἀναμφίβολα ἀνῆκαν σὲ ἕνα μοναδικὸ ἀρχαιολογικὸ πολιτισμό, μολονότι ὑπάρχουν τοπικὲς παραλλαγὲς σὲ διάφορους τύπους.» Ἡ ἀνάπτυξη τῆς οἰκονομίας, ποὺ ἐκπορευόταν ἀπὸ μία κεντρικὴ διοίκηση, πρῶτα στὴν Κρήτη καὶ στὴ συνέχεια στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα, μὲ τὴν ταυτόχρονη ἀνάπτυξη τῆς γραφῆς, ὅπως αὐτὴ ἔχει μέχρι σήμερα βρεθῆ στὶς πήλινες πινακίδες τῶν κρητικῶν ἀνακτόρων καὶ τῆς Πύλου, τῆς Τίρυνθας καὶ τῶν Θηβῶν στὴν ἠπειρωτικὴ χώρα, ποὺ κατὰ τὸν Chadwick (1992) εἶναι ἡ Ἑλληνικὴ Γλῶσσα, ποὺ γεννήθηκε στὴν Ἑλλάδα, δείχνουν τὴν μεγαλειώδη πορεία ἑνὸς πολιτισμοῦ στὸ πέρασμα τῶν αἰώνων καὶ τὴν ἐκρηκτικὴ ἀνάπτυξή του, πού, κατὰ τὴν ταπεινὴ γνώμη ἑνὸς γεωπόνου, ὀφείλει τὴ γένεσή του στὴν ἀνάπτυξη τῆς γεωργίας καὶ στὴν ὕπαρξη τῆς ἀγροτικῆς κοινωνίας. Ἡ ἀφθονία τῆς τροφῆς καὶ ἡ δυνατότητα ἀποθήκευσής της ἔδωσαν στὸν ἄνθρωπο τὸν ἐλεύθερο χρόνο ποὺ ἦταν ἀναγκαῖος γιὰ νὰ σκεφθῇ, νὰ ἀναπτύξῃ τὸ πνεῦμα του καὶ κατὰ συνέπεια τὸν πολιτισμό του. Σὲ αὐτὸ τὸ Μινωικό-Μυκηναϊκὸ πολιτιστικὸ πλαίσιο τοποθετοῦνται καὶ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφει ὁ Ὅμηρος. Ἔχουν περάσει περισσότεροι ἀπὸ τριάντα δύο αἰῶνες, καὶ σύμφωνα μὲ κάποιους συγγραφεῖς πολλοὶ περισσότεροι, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ συνέβησαν τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, καὶ παρ ὅλο τὸ τόσο μακρὺ χρονικὸ διάστημα δὲν ἔχουν χάσει τὴ γοητεία τους καὶ τὸ ἐνδιαφέρον τους. Σήμερα, περισσότερο ἴσως ἀπό ποτε, ἀσχολοῦνται μὲ τὰ τότε συμβάντα πολλοὶ ἐρευνητὲς καὶ προσπαθοῦν νὰ ἐκμαιεύσουν ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τὴν ὅσο τὸ δυνατὸν καλύτερη εἰκόνα γιὰ τὴν ἐποχὴ ἐκείνη. Ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς φιλολόγους, ἀρχαιολόγους, γλωσσολόγους καὶ ἄλλους συναφεῖς ἐπιστήμονες ἔχουν ἀσχοληθῆ καὶ ἐπιστήμονες διαφόρων κλάδων, ὁ καθένας ἀπὸ τοὺς ὁποίους ἐπιχειρεῖ νὰ παρουσιάσῃ τοὺς ρυθμοὺς καὶ τὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς 11

ἐ κεί νης, ὅ πως ἐ πί σης καὶ τὰ ἐ πι τεύγ μα τά τους στὴν τέ χνη καὶ τὴν τε χνο λο γί α, με ρι κὲς φο ρὲς ὡς πραγ μα τι κὰ ἐκ πλη κτι κά. Τὰ δύ ο ἔ πη, ἂν καὶ κα τὰ βά ση τὸ ἕ να ἀ σχο λῆ ται μὲ τὶς πο λε μι κὲς ἐ πι χει ρή σεις, καὶ μάλι στα τοῦ τε λευ ταί ου πε ρί που μῆ να αὐ τῶν, καὶ τὸ ἄλ λο μὲ τὶς τα ξι δι ω τι κὲς πε ρι πέ τει ες τοῦ Ὀ δυσ σέ α, ἐν τού τοις δί νουν δε δο μέ να ἀ πὸ ἕ να πλῆ θος πλη ρο φο ρι ῶν, ποὺ ἀ να φέρον ται σὲ πολ λὲς πτυ χὲς τῆς ἀν θρώ πι νης δρα στη ρι ό τη τας. Ἀ νά με σα σὲ αὐ τὲς εἶ ναι καὶ ἐ κεῖ νες τῆς γε ωρ γι κῆς φύ σε ως, ποὺ εἴ τε ὡς πλη ρο φο ρί ες εἴ τε ὡς πα ρο μοι ώ σεις ἀ πο δί δουν με ρι κὲς φο ρὲς τὴν εἰ κό να γιὰ τὴ γε ωρ γί α τῆς ἐ πο χῆς ἐ κεί νης. Σὲ ἀρ κε τὲς πε ρι πτώ σεις ἕ νας εἰ δι κὸς τῆς γε ω πο νι κῆς ἐ πι στή μης τοῦ σή με ρα μέ νει ἔκ πλη κτος ἀ πὸ τὶς γνώ σεις καὶ τὶς ἐ φαρ μο γὲς τῶν τό τε ἀ γρο τῶν. Ἐ πει δὴ λοι πόν, ἀ πὸ ὅ σο εἶ ναι γνω στό, μὲ τὸ θέ μα τῆς γε ωρ γί ας δὲν φαί νε ται νὰ ἔ χουν ἀ σχο λη θῆ πολ λοί, γί νε ται μί α προ σπά θεια ἐ δῶ νὰ ἀ να λυ θῇ, ὅ σο γί νε ται κα λύ τε ρα, τὸ θέ μα αὐ τό. ὲν θὰ μπο ροῦ σε κα νεὶς νὰ ἰ σχυ ρι στῇ ὅ τι τὰ Ὁ μη ρι κὰ ἔ πη μπο ροῦν νὰ δώ σουν πλή ρη εἰ κό να τῶν γε ωρ γι κῶν δρα στη ρι ο τή των τῆς ἐ πο χῆς ἐ κεί νης, ἀ φοῦ τὸ γε ωρ γι κὸ δὲν ἀ πο τε λεῖ τὸ κυ ρί ως θέ μα, ἀλ λὰ ἀ να φέ ρε ται πα ρεμ πι πτόν τως. Ὅ μως ἔ στω καὶ ἔ τσι εἶ ναι δυ να τὸν νὰ ἀ πο κτη θῇ μί α πο λὺ κα λὴ εἰ κό να γιὰ τὴν ἀ νά πτυ ξη τῆς γε ωρ γί ας τὴν ἐ πο χὴ ἐ κεί νη, ἀ φοῦ εἶ ναι γνω στὸν ὅ τι μὲ τὴ δρα στηρι ό τη τα αὐ τὴ ἀ σχο λοῦν ταν καὶ οἱ ἄρ χον τες τῆς ἐ πο χῆς, ὅ ταν δὲν ἦ ταν ἀ πα σχο λη μέ νοι μὲ πο λε μι κὲς ἐ πι χει ρή σεις. Αὐ τὴ ἡ γε ωρ γι κὴ ἀ νά πτυ ξη αὐ τῆς τῆς τό σο μα κρι νῆς ἀ πὸ τὸ σή με ρα ἐ πο χῆς θὰ γί νῃ μί α προ σπά θεια νὰ πα ρου σια στῇ, ὅ σο γί νε ται ἐ ναρ γέ στε ρα καὶ λε πτο με ρεια κά, στὶς ἑ πό με νες σε λί δες αὐ τοῦ τοῦ πο νή μα τος. 12

2. ΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΚΑΙ Η ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ Ἡ Ὁμηρικὴ ἐποχὴ σύμφωνα μὲ τὴν κρατοῦσα ἄποψη περιλαμβάνει μία πολὺ μικρὴ περίοδο τοῦ τέλους τῆς Μυκηναϊκῆς περιόδου, καὶ ἀκόμη δὲν εἶναι γνωστὸ μὲ βεβαιότητα πῶς ἔφτασαν αὐτὰ τὰ ἔπη διὰ μέσου τῶν «σκοτεινῶν αἰώνων» στὴν ἐποχὴ ποὺ σύμφωνα μὲ τοὺς ὁμηριστὲς γράφτηκαν γιὰ πρώτη φορὰ ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, ἂν ὑπῆρξε ποτὲ αὐτὸ τὸ πρόσωπο. Ἀντίθετα ὑπάρχουν ἄλλοι μελετητὲς ( ούκας 1993, 1996), ποὺ ὑποστηρίζουν ὅτι τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη γράφτηκαν κατὰ τὴ διάρκεια τῶν γεγονότων καὶ δὲν βασίζονται στὴν προφορικὴ παράδοση πεντακοσίων περίπου χρόνων, μέχρι νὰ γραφτοῦν γιὰ πρώτη φορά. Εἶναι γεγονὸς ὅτι αὐτὴ ἡ δεύτερη ἐκδοχὴ παραθέτει σημαντικὰ ἐπιχειρήματα, καὶ ἰδιαιτέρως τὸ γεγονὸς ὅτι μερικὲς περιγραφὲς εἶναι τόσο ζωντανές, ὥστε μόνον ἕνας αὐτόπτης μάρτυς θὰ μποροῦσε νὰ τὶς κάνῃ. Ἡ ἔλλειψη ἐπίσης ἄλλων μαρτυριῶν πλὴν τῆς ἐπικῆς αὐτῆς ποίησης σὲ πολλὲς περιπτώσεις καθιστᾷ ἐπισφαλῆ τὴν ἀναγνώριση τῶν γεγονότων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Ἂς μὴ λησμονῆται ὅτι πρὶν ἀπὸ τὶς ἀνακαλύψεις τοῦ Σλήμαν ἡ Ὁμηρικὴ ποίηση θεωρεῖτο καθαρὰ μυθολογικὴ καὶ δίχως κάποια πραγματικὴ ἀπεικόνιση. Ἀσφαλῶς σήμερα οἱ ἀντιλήψεις μας ἔχουν ἀλλάξει πλήρως, καὶ ὅσα περιγράφονται στὰ ἔπη ἀντιμετωπίζονται πάντοτε μὲ σκεπτικισμὸ καὶ ἰδιαίτερη προσοχή, γιατί μπορεῖ νὰ κρύβουν ἀλήθειες καὶ γεγονότα, ποὺ δὲν μποροῦμε νὰ ὑποπτευθοῦμε. Η Emily Vermeule (1972) γράφει στὸ βιβλίο της ὅτι: «Ἡ προφορικὴ παράδοση, ποὺ ἔφτασε σὲ μᾶς μέσῳ τοῦ Ὁμήρου, μερικὰ παραλλαγμένη διατηρεῖ τὴ Μυκηναϊκὴ διάλεκτο, τὸ λεξιλόγιο, ὀνόματα προσώπων, γεωγραφικὰ ὀνόματα, γενεαλογίες, λίγες στρατιωτικὲς ὄψεις, λίγη λατρεία. Αὐτὸ εἶναι ἐντελῶς φυσιολογικό. ὲν ὑπῆρξε διακοπὴ ἀνάμεσα στὸ Μυκηναϊκὸ καὶ τὸν Ὁμηρικὸ κόσμο, μόνο μεταβολή.» Παράλληλα τὸν Ἰούλιο τοῦ 1952 σὲ μιὰ συνέντευξη στὸ BBC ὁ Μichael Ventris, αὐτὸς ποὺ πράγματι τάραξε τὰ λιμνάζοντα νερὰ τῶν γλωσσολόγων μὲ τὴν ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς Β, δήλωνε: «Στὴ διάρκεια τῶν τελευταίων ἑβδομάδων κατέληξα στὸ συμπέρασμα ὅτι οἱ πινακίδες τῆς Κνωσοῦ καὶ τῆς Πύλου εἶναι ἀναμφίβολα γραμμένες στὰ Ἑλληνικά, Ἑλληνικὰ δύσκολα καὶ ἀρχαΐζοντα, κατὰ πεντακόσια χρόνια παλαιότερα ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ γραμμένα μὲ τρόπο ἀρκετὰ συντομογραφημένο, ἐν πάσῃ ὅμως περιπτώσει Ἑλληνικά.» ηλαδὴ πεντακόσια χρόνια πρὶν ἀπὸ τὸν Ὅμηρο καὶ ὁπωσδήποτε ἑκατὸ μὲ διακόσα χρόνια πρὶν ἀπὸ τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὰ ἔπη οἱ ἄνθρωποι ἐπικοινωνοῦσαν μὲ γραφή. Ἄλλωστε αὐτὸ ἀναφέρεται καὶ στὴν Ἰλιάδα, (Ζ 167): «...πέμπε δέ μιν Λυκίηνδε, πόρεν δ ὅ γε σήματα λυγρά, γράψας ἐν πίνακι πτυκτῷ θυμοφθόρα πολλά...» [...τὸν ἔστειλε ὅμως στὴ Λυκία καὶ τοῦ ἔδωσε ἄσκημα σημάδια, ποὺ τὰ ἔγραψε σὲ πινακίδα ποὺ δίπλωνε...] Ἑπομένως εἶναι εὔλογο τὸ ἐρώτημα, γιατί νὰ ἐπιμένουμε στὴν προφορικὴ παράδοση τῶν ἐπῶν καὶ ὄχι στὴν ὑπόθεση ὅτι γράφτηκαν ἀπὸ τότε σὲ ὑλικὸ ποὺ δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ διατηρηθῇ, καὶ γι αὐτὸ χάθηκαν. Ὁπότε ἡ θέση τῶν Treuil et al. (1996), ὅτι τὰ δύο ἔπη παρουσιάζουν μία «ψευδοϊστορία» τῆς Μυκηναϊκῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ ὡστόσο ἔχουν οὐσιαστικὲς μαρτυρίες σχετικὰ μὲ τὴν ἱστορία τῶν ἀντιλήψεων στὴν Ἑλλάδα κατὰ τὴν πρώτη χιλιετία, εἶναι ἐνδεχόμενο νὰ εἶναι ἀληθινὴ μόνο κατὰ τὸ δεύτερο σκέλος της. Μὲ τὶς σκέψεις αὐτές λοιπόν προβάλλει τὸ ἐρώτημα, ἂν τὰ ὅσα ἀναφέρονται στὸν Ὅμηρο γιὰ τὰ θέματα τῆς γεωργικῆς ἀνάπτυξης τῆς ἐποχῆς τῶν ἐπῶν ἀπηχοῦν τὴν ἐποχὴ 13

ἐκείνη, ἢ μήπως εἶναι ἀπόλυτα ἐπηρεασμένα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὑποτίθεται ὅτι ἔζησε ὁ Ὅμηρος. Ἡ Ὁμηρικὴ ἐποχὴ ὅμως δὲν εἶναι ἀποκομμένη ἀπὸ τὸν Μυκηναϊκὸ περίγυρό της, ὅπως ἤδη ἀναφέρθηκε. Σύμφωνα μὲ τὰ μέχρι σήμερα δεδομένα, ὅπως προκύπτουν ἀπὸ τὶς διάφορες πηγές, ἀρχαιολογικές, λογοτεχνικές, ἱστορικὲς κ.τ.λ., ἡ περίοδος ποὺ συνέβησαν τὰ γεγονότα ποὺ περιγράφονται στὸν Ὅμηρο, τοποθετεῖται κάπου μεταξὺ τοῦ 1150 καὶ 1300 π.χ., δηλαδὴ κατὰ τὴν Ὕστερη Χαλκοκρατία, κατ ἄλλους πολὺ παλαιότερα (Κουτρουβέλης 1999), ἑπομένως θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθοῦν στὸ πλαίσιο τοῦ περίγυρου τῆς ἐποχῆς τους, γιὰ νὰ σχηματισθῇ μία, ὅσο τὸ δυνατὸν πιὸ ἀντικειμενικὴ καὶ πραγματικὴ εἰκόνα τῶν δεδομένων, ποὺ θὰ ἤθελε κάποιος νὰ ἐξετάσῃ. Μὲ αὐτὴ τὴ συλλογιστική λοιπόν θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθῇ ἡ ὅλη γεωργικὴ εἰκόνα ποὺ μᾶς παραδίδεται ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, διάσπαρτη στὶς διάφορες ραψῳδίες, κάτω ἀπὸ τὸ πρῖσμα τῶν δεδομένων, ποὺ μποροῦμε νὰ ἀνιχνεύσωμε ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ καὶ ὄχι μόνον, γιατί θὰ πρέπει νὰ ἔχῃ κανεὶς ὑπόψη του ὅτι τὸ πιὸ συντηρητικὸ τμῆμα τοῦ πληθυσμοῦ κάθε τόπου εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἐκπροσωπεῖ τὸ γεωργικὸ πληθυσμὸ ἀκόμη καὶ σήμερα, στὴν ἐποχὴ τῶν ταχύτατων καὶ δυναμικῶν ἀλλαγῶν τῶν κοινωνιῶν. Αὐτὸς λοιπὸν εἶναι ἕνας λόγος, ποὺ σὲ πολλὲς περιπτώσεις ἡ γεωργικὴ πρακτικὴ ποὺ ἀνιχνεύεται, ἀκόμη καὶ στὴν Μέση Νεολιθικὴ περίοδο, περίπου 6.000-8.000 χρόνια ἀπὸ σήμερα, δὲν διαφέρει ἀπὸ τὴ γεωργικὴ πρακτικὴ ποὺ ἀκόμη σήμερα ἐφαρμόζεται σὲ μερικὰ ἀπομονωμένα ὀρεινὰ χωριὰ τῆς χώρας μας. Ἡ Ἑλληνικὴ χερσόνησος γιὰ πολλὲς χιλιάδες χρόνια κατοικεῖτο ἀπὸ ἀνθρώπους, τῶν ὁποίων ἡ οἰκονομία ἦταν παρασιτική, βασισμένη στὸ κυνήγι, στὸ ψάρεμα καὶ στὴ συλλογὴ ἀγρίων καρπῶν. Τὰ κατάλοιπα αὐτῆς τῆς διαβίωσης εἶναι διάσπαρτα σὲ διάφορες περιοχὲς ὅπως στὴ Χαλκιδική, τὴν Ἤπειρο, τὴν Ἀργολίδα καὶ ἰδίως στὴ Θεσσαλία ἀπὸ τὴν Κατώτερη Παλαιολιθικὴ περίοδο μὲ σημαντικώτερη παρουσία κατὰ τὴ Μέση Παλαιολιθική, δηλαδὴ περίπου μεταξὺ 100.000 μὲ 50.000 χρόνια πρὶν (J. Renfrew, 1973). Σύμφωνα μὲ τὴν ἴδια συγγραφέα ἡ γεωργικὴ πρακτικὴ φαίνεται ὅτι ἄρχισε στὴν Ἑλλάδα ὀκτὼ μὲ ἐννιὰ χιλιάδες χρόνια πρὶν ἀπὸ σήμερα. Φαίνεται ὅτι κατ ἀρχὴν ὑπῆρξαν μερικοὶ πρωτοπόροι, ποὺ ἄρχισαν νὰ καλλιεργοῦν τὴ γῆ καὶ νὰ παράγουν τὰ ἀπαραίτητα γιὰ τὴ διαβίωσή τους. Οἱ πρωτοπόροι αὐτοὶ ἔγιναν οἱ δάσκαλοι γιὰ τὴν ἀρχὴ τῆς γεωργικῆς καλλιέργειας στὴν Ἑλλάδα, χωρὶς στὴν πραγματικότητα νὰ γίνῃ κάποια «πράσινη ἐπανάσταση». Βαθμιαῖα καὶ μὲ τοὺς ἀργοὺς ρυθμοὺς τῆς ἐποχῆς ἡ γεωργικὴ πρακτικὴ ἀναπτύχθηκε τόσο, ὥστε τρεῖς περίπου χιλιετίες ἀργότερα νὰ ἀποτελῇ τὴ βασικὴ παραγωγικὴ διεργασία τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς. Εἶναι πλέον ἀποδεδειγμένο ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα ποὺ καλύπτουν τὴ Νεολιθικὴ περίοδο, ἕκτη μὲ τρίτη χιλιετία πρίν, ὅτι ἡ βάση τῆς καλλιέργειας ἦταν τὸ σιτάρι καὶ μάλιστα ὄχι μόνο μία ποικιλία του, τὸ κριθάρι, τὸ σόργο καὶ τὰ ὄσπρια ὅπως οἱ φακές, τὰ ρεβίθια καὶ πιθανὸν καὶ ἄλλα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν εἴμαστε ἀπολύτως βέβαιοι σήμερα. Ἡ συνεχὴς ἐνασχόληση μὲ τὴν καλλιέργεια καὶ ἡ μᾶλλον ἔμφυτη νοημοσύνη καὶ παρατηρητικότητα τῶν ἀνθρώπων τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, ἀποτέλεσμα τῶν ταξιδιῶν τους καὶ τῆς αὐξημένης ἀνάγκης ἐξεύρεσης τροφῆς λόγῳ τοῦ σχετικὰ δυσμενοῦς περιβάλλοντος ποὺ ζοῦσαν, εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα τὴν ἐξειδίκευσή τους σὲ καλλιέργειες προσαρμοσμένες στὸ περιβάλλον καὶ ἀποδοτικές, ἀπὸ τὶς ὁποῖες πιθανώτατα ἔκαναν καὶ ἐξαγωγές, ὅπως π.χ. λάδι καὶ κρασὶ (Renfrew C. 1973, Renfrew J. 1973, Halstead 1990, Sarpaki 1990). Σύμφωνα μὲ τὸν C. Renfrew αὐτὴ ἡ εἰσαγωγὴ τῆς πολυκαλλιέργειας, βασισμένης στὴν ἐλιὰ καὶ στὴν ἄμπελο ὅπως καὶ στὰ προϊόντα τῶν σιτηρῶν, ἦταν θεμελιώδης γιὰ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ Αἰγαιακοῦ πολιτισμοῦ. Ἔχει ἀπόλυτο δίκιο ὁ Θεοχάρης (1967), ποὺ τονίζει ὅτι: 14 «Ἡ Ἑλλάδα εἶναι ὁ τόπος ποὺ δρᾷ ἐξακολουθητικὰ ἡ ἀρχαιότερη πολιτιστικὴ παράδοση... ἕνας μακροχρόνιος δεσμὸς λειτουργεῖ ἀκόμη ἀπὸ τὰ χρόνια τῆς προϊ-

στορίας ἀνάμεσα στὸ λαό, φορέα καὶ δημιουργὸ τῆς παράδοσης καὶ στὸν τόπο τὸ προαιώνιο καὶ ἀναλλοίωτο πλαίσιο τῆς παράδοσης αὐτῆς, καὶ οἱ ρίζες του εἶναι πολὺ βαθύτερες ἀπὸ ὅσο ὑποπτευόμαστε.» Αὐτὴ ἡ πολιτιστικὴ παράδοση, ποὺ ἄρχισε κάποια περίοδο στὸ ἀπώτατο παρελθὸν τῆς Παλαιολιθικῆς ἐποχῆς καὶ συνεχίστηκε ἀδιάλειπτα μέχρι τὸ τέλος σχεδὸν τῆς Νεολιθικῆς περιόδου, εἶναι ἐκείνη ποὺ δημιούργησε τοὺς πολιτισμοὺς τοῦ Σέσκλου, τοῦ Ραχμανίου, τοῦ ιμηνιοῦ, τῆς Πελοποννήσου, τῶν Κυκλάδων, τῆς Κρήτης καὶ ἄλλων περιοχῶν τοῦ ἑλληνικοῦ χώρου (Θεοχάρης 1967, Χουρμουζιάδης 1993, Dickinson 1999). Εἶναι ἡ ἴδια παράδοση, ποὺ δημιούργησε στὴ Χαλκολιθικὴ ἐποχὴ τοὺς θαυμαστοὺς πολιτισμοὺς τῆς Κνωσοῦ, τῶν Μυκηνῶν, τῆς Θήβας, τῆς Πύλου καὶ ὅπου ἀλλοῦ ἀναφέρονται ἢ πρόκειται νὰ ἀνακαλυφθοῦν στὸ μέλλον. Εἶναι πολὺ δύσκολο νὰ πιστέψῃ κανείς, ἰδίως ὅποιος ἀσχολῆται μὲ τὴ γεωργικὴ ἀνάπτυξη, ὅτι στὸ τέλος τῆς δεύτερης χιλιετίας μὲ ἀρχὲς τῆς πρώτης ἔφτασαν οἱ Ἰνδοευρωπαῖοι Ἕλληνες καὶ κυριάρχησαν σὲ ἀνθρώπους μὲ πολιτιστικὴ παράδοση τόσων χιλιετιῶν καὶ σὲ διάστημα δύο ὥς τρι- ῶν αἰώνων οἱ πληθυσμοὶ αὐτοί, χωρὶς καμμιὰ ἀπόδειξη προηγούμενου πολιτισμοῦ ἀπὸ ἀρχαιολογικὰ ἢ τέλος πάντων ὁποιαδήποτε ἄλλα εὑρήματα, δημιούργησαν ἕναν ἀξεπέραστο πολιτισμὸ στὸ σύνολό του μέσα σὲ τόσο μικρὸ χρονικὸ διάστημα. Ἡ ἰδέα τῆς Ἰνδοευρωπαϊκῆς σὰν μιᾶς ὁριστικῆς κατηγορίας ἴσως πρέπει νὰ ἀναθεωρηθῇ, λέει ὁ George Thompson στὸ βιβλίο του (Thompson, 1949). Χρειάστηκαν τόσες χιλιετίες γιὰ τὴ βαθμιαία πολιτιστικὴ ἀνάπτυξη τοῦ τότε κόσμου, καὶ ξαφνικὰ σὲ λίγους αἰῶνες ἔγινε τὸ πολιτισμικὸ θαῦμα ἀπὸ ἐπήλυδες, νομάδες προφανῶς, γιατί, ἂν εἶχαν πολιτιστικὴ παράδοση στὸν τόπο τῆς καταγωγῆς τους, δὲν θὰ εἶχαν λόγο μετακίνησης, ἐκτὸς ἂν λόγοι ἀνωτέρας βίας τοὺς ὑποχρέωναν σὲ τέτοιες μετακινήσεις; Κάτι τέτοιο ὅμως δὲν ἀναφέρεται οὔτε στοὺς μύθους τοῦ λαοῦ μας οὔτε σὲ ἀρχαιολογικὰ ἢ ἄλλα εὑρήματα. Φαίνεται ὅτι καὶ πάλι δικαιώνεται ὁ Θεοχάρης (1967), ποὺ ἀναφέρει ὅτι: «Ἀπὸ ὅ,τι δείχνουν τὰ πράγματα, ὁ βασικὸς αὐτὸς πληθυσμὸς δὲν φαίνεται νὰ ἄλλαξε στὴν Ἑλλάδα οὐσιαστικὰ ἀπὸ τὴν Τελικὴ Παλαιολιθικὴ καὶ πέρα, ἀπὸ τότε δηλαδὴ ποὺ εἶναι ὁπωσδήποτε δυνατὴ σήμερα ἡ ἀρχαιολογικὴ τεκμηρίωση κάποιας συνέχειας στὴν πολιτισμικὴ πορεία.» Ἡ πορεία αὐτοῦ τοῦ λαοῦ ὑπῆρξε μακρὰ καὶ ὁμοιογενὴς, ἀφομοιώνοντας τοὺς ἑκάστοτε ἐπιδρομεῖς ποὺ μοιραῖα ἐμφανίζονταν κατὰ καιρούς, δημιουργῶντας πολιτισμὸ καὶ γλῶσσα. Ἡ ἀποκρυπτογράφηση τῆς Γραμμικῆς Β δὲν ἀφήνει καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴν ἀδιάκοπη ζωὴ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας γιὰ τριάντα τρεῖς τοὐλάχιστον αἰῶνες, μέχρι νὰ ἀποκρυπτογραφηθοῦν καὶ ἡ Γραμμικὴ Α καὶ ἡ Ἱερογλυφικὴ τῆς Κρήτης καὶ νὰ ἀνεβάσουν τὴν ἀρχή της σὲ πολλοὺς αἰῶνες πίσω. Ἀπὸ τὶς πινακίδες τῶν ἀνακτόρων τῆς Κνωσοῦ, τῶν Χανίων, τῆς Πύλου καὶ τῶν Θηβῶν μποροῦμε σήμερα νὰ ἀνακαλύψουμε τὴν ἐνάσκηση τῆς γεωργίας στὴ Χαλκολιθικὴ περίοδο καὶ νὰ καταλάβουμε πῶς ἐνασκεῖτο ἡ γεωργία, μὲ ποιό σύστημα λογιστικὸ γινόταν ἡ παρακολούθηση ἀπὸ τὴν ἀνακτορικὴ διοίκηση καὶ ποιά φυτὰ καλλιεργοῦνταν, ὅπως φαίνονται καὶ στὸν Πίνακα 1, ποὺ σχολιάζεται στὸ ἑπόμενο κεφάλαιο (Vermeule 1972, Ruiperez καὶ Melena 1996, Treuil et al. 1996). Σὲ αὐτὸ λοιπὸν τὸ πλαίσιο τοποθετεῖται καὶ ἡ Ὁμηρικὴ περίοδος, καί, ἂν πρὶν ἀπὸ μισὸ αἰῶνα θὰ μποροῦσε νὰ ὑποτεθῇ πὼς ὅ,τι γεωργικὸ ἀναφέρεται στὰ ἔπη μποροῦσε νὰ ἦταν ἀποκύημα τῆς φαντασίας τῶν ποιητῶν, σήμερα δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ἀμφιβάλλουμε γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῶν λεγομένων. Ἡ ἀνάγνωση τῶν πινακίδων τῆς Γραμμικῆς Β καὶ ἡ σύγκριση τῶν ἀναφερομένων σ αὐτὲς μὲ ὅσα ἀναφέρονται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο δίνουν μία ταυτότητα τῆς περιόδου καταστροφῆς τῶν ἀνακτόρων καὶ ἐκείνης τῆς περιόδου τοῦ Τρωικοῦ πολέμου, ὅσον ἀφορᾷ τοὐλάχιστον στὴ γεωργικὴ πρακτικὴ καὶ στὴν ἐνάσκησή της. 15

3. ΚΑΛΛΙΕΡΓΟΥΜΕΝΑ ΦΥΤΑ - ΣΥΓΚΡΙΣΗ ΜΕ ΤΗ ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Πρὶν ὅμως προσπαθήσῃ κανεὶς νὰ κάνῃ μία ἔστω στοιχειώδη ἀναπαράσταση τῆς γεωργικῆς ἀνάπτυξης μέσα ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κείμενα, εἶναι ἀναγκαῖο νὰ δοθῇ μία εἰκόνα τῆς χλωρίδας ποὺ ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη καὶ ἰδίως αὐτῆς ποὺ χρησίμευε γιὰ τὴν περαιτέρω ἐξέλιξη τῆς γεωργίας. Ἡ χλωρίδα αὐτὴ φαίνεται στὸν Πίνακα 1, τοῦ ὁποίου οἱ τρεῖς πρῶτες στῆλες εἶναι ἀκριβὲς ἀντίγραφο ἀπὸ τὸ βιβλίο τῆς Vermeule (1972, σελ. 343, Πίν. 1) μὲ μικρὲς προσθῆκες ἀπὸ ἄλλους ἐρευνητές, ποὺ σημειώνονται στὸν Πίνακα καὶ ἡ τέταρτη στήλη εἶναι αὐτὴ ποὺ προέκυψε ἀπὸ τὴν ἐνδελεχῆ κατὰ τὸ δυνατὸν ἐξέταση τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν ἀπὸ τὸ γράφοντα. Στὴν πρώτη στήλη ἀναφέρονται τὰ φυτά, ἡ ὕπαρξη τῶν ὁποίων προέκυψε ἀπὸ τὶς ἀρχαιολογικὲς παρατηρήσεις εἴτε ἀπὸ ἀπ εὐθείας ἀνίχνευση σπόρων στὶς ἀνασκαφὲς ἢ ἀπὸ τὶς ζωγραφικὲς εἰκόνες σὲ ἀγγεῖα, σὲ τοίχους κ.τ.λ. (στῆλες 1 καὶ 2 στὸ βιβλίο τῆς Vermeule), στὴ δεύτερη στήλη ἀναφέρονται τὰ φυτὰ ποὺ βρέθηκαν στὶς πινακίδες τῆς Γραμμικῆς Β καὶ στὴν τρίτη τὰ φυτὰ τῶν Ὁμηρικῶν ἐπῶν, ὅπως τὰ καταγράφει ἡ Vermeule. Τέλος ἡ πατρότητα τῆς σύνταξης τῆς τέταρτης στήλης ἀναφέρθηκε πιὸ πάνω. Ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὸν Πίνακα στὴν πρώτη στήλη ἀναφέρονται 39 γένη φυτῶν, σὲ μερικὰ ἀπὸ τὰ ὁποῖα ὑπάρχουν περισσότερα εἴδη ἢ ποικιλίες, στὴ δεύτερη 28 γένη, στὴν τρίτη 43 καὶ στὴν τέταρτη 52. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὴ σύγκριση τῶν στηλῶν 2 καὶ 3, ἄλλα ἦταν τὰ ἐνδιαφέροντα φυτὰ στὴν ἐποχὴ τῶν Ἀνακτόρων καὶ ἄλλα στὴν Ὁμηρικὴ ἐποχή, καὶ αὐτὸ φαίνεται νὰ εἶναι συνέπεια τοῦ ὅτι στὴν Ἀνακτορικὴ περίοδο ἔγραφαν ὅ,τι ἦταν δυνατὸν νὰ ἀποθηκευθῇ (Sharpaki, 1990), καὶ κατὰ συνέπεια αὐτὸ βρέθηκε στὶς πινακίδες. Τέλος στὸ Ὁμηρικὸ λεξικὸ τοῦ Κοφινιώτη (1986) ἀναφέρονται 56 γένη, μεταξὺ τῶν ὁποίων μερικὰ εἴτε σημειώνονται μὲ διπλὸ ὄνομα εἴτε δὲν ἀποτελοῦν κανονικὰ φυτὰ τοῦ φυτικοῦ βασιλείου ὅπως τὸ φῦκος. Ἀπὸ τὸν ἔλεγχο τῶν διαφόρων ἀναφερόμενων φυτῶν προκύπτουν ὡρισμένα συμπεράσματα στὶς διάφορες ὁμάδες τῶν φυτῶν ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ κείμενα: Σιτηρά: Ἀναφέρονται τέσσερα γένη σιτηρῶν: σῖτος, κριθή, ζεία καὶ ὄλυρα, ἐνῷ στὴν περίοδο τοῦ Χαλκοῦ ἔχουν ἀναφερθῆ ἡ σίκαλη καὶ τὸ κεχρί. Ὁ σῖτος δὲν ἀναφέρεται κατὰ εἴδη ἢ ποικιλίες, ὅμως τὸ γεγονὸς ὅτι ἀπὸ τὴν ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα ἔχουν διαπιστωθῆ τέσσερα διαφορετικὰ εἴδη σίτου δὲν ἀφήνει ἀμφιβολία ὅτι καὶ στὴν Ὁμηρικὴ περίοδο θὰ ὑπῆρχαν τοὐλάχιστον τὰ ἴδια τέσσερα εἴδη, ἂν ὄχι καὶ περισσότερα. Ὁ σῖτος ἀναφέρεται 5 φορὲς στὴν Ὀδύσσεια καὶ 2 φορὲς στὴν Ἰλιάδα, σύμφωνα μὲ τὶς παραπομπὲς ποὺ ὑπάρχουν δίπλα σὲ κάθε ἀναφερόμενο φυτὸ στὴ στήλη 4. Στὴν Ὀδύσσεια, στὸ η 104 π.χ. ἀναφέρεται ὅτι: «...κατὰ δῶμα γυναῖκες, αἳ μὲν ἀλετρεύουσι μύλῃσ ἔπι μήλοπα καρπόν...» καὶ στὸ Κ 569 τῆς Ἰλιάδας ἀναφέρονται οἱ ἵπποι τοῦ ιομήδη «...μελιηδέα πυρὸν ἔδοντες...» [...τρώγοντας γλυκὸ στάρι]. Στὴν ἀπάντηση τοῦ Τηλέμαχου πρὸς τὸν Μενέλαο (δ 602-604) ἀναφέρεται ὅτι: «...σὺ γὰρ πεδίοιο ἀνάσσεις εὐρέος, ᾧ ἔνι μὲν λωτὸς πολύς, ἐν δὲ κύπειρον πυροί τε καὶ ζεῖαι τε ἠδ εὐρυφυὲς κρὶ λευκόν...» [...σὺ βασιλεύεις σὲ πλατειὲς πεδιάδες, ὅπου φυτρώνει ἄφθονο τριφύλλι καὶ κύπερη καὶ τὸ στάρι καὶ οἱ ζεῖες καὶ τὸ ψηλὸ λευκὸ κριθάρι...»]. Ἡ κριθὴ μὲ τὰ ὀνόματα κρὶ καὶ οὐλὰς ἀναφέρεται πέντε φορές, τέσσερις στὴν Ὀδύσσεια καὶ μία στὴν Ἰλιάδα. Καὶ χρησίμευε γιὰ τροφὴ κυρίως τῶν ἀλόγων, ὅπως στὸ Ε 196: 16

Πίνακας 1. Ἀναφερόμενα φυτὰ ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Χαλκοῦ καὶ τὴν Ὁμηρική* ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΤΕΧΝΗ ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β VERMEULE ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Σῖτος Κριθάρι Σιτηρὰ Σῖτος, (Triticum dicoccum T. monococcum,. T. aestivum, T. durum) 1 Σῖτος Σῖτος, πυρός, η 104, ι 9, 110, Λ 67, μ 8, Κ 569, δ 603, Κριθάρι (Hordeum vulgare, H.distichum, H. tetrastichum) 1 Κριθάρι Κριθή, Κρί, δ 604, Ε 196, δ 41, μ 358, οὐλὰς γ 443 Σίκαλη Κεχρί Μπιζέλια Βῖκος, λάθυρος Φασόλια: Φαρδιὰ (Ervum ervilia) Ζειά, δ 41, δ 602 Ὄλυρα, Ε 195, Θ 564 Ψυχανθῆ καὶ ἄλλα ἐδώδιμα ἢ βιομηχανικὰ Φασόλια μαῦρα Φακὲς (Lens esculentum) 1 Τριφύλλι Τριφύλλι Λωτὸς (Τριφύλλι), Β 775, δ 602, Ρεβίθια 1, 2 Ρεβίθια Ρεβίθια, Ν 589 Γλυκάνισο Κορίανδρος (Κόλιαντρος) Κορίανδρος Παστινάκι Λινὸ ὕφασμα Λινάρι, Λινὸ ὕφασμα Λινὸ ὕφασμα Λινὰ ὑφάσματα, Β 529, 831, Ι 661, ν 73 Κάρδαμο Σπόρος σέλινου Σέλινο Σέλινο, ε 72, Β 776, Κύμινο Μάραθο (Μαραθών) Κύπερη Κύπερη Κύπειρον (Κύπερη), δ 603, Φ 531 Πιπερόριζα υόσμος-μίνθη Φλησκοῦνι Κάρθαμο Κνῖκος 5 Κόκκιν, Λευκὸ (ἀτρακτηλίς, ζαφορά) 6 Σάλβια (σφάκος) 6 Σουσάμι (Σουσάμι) Μώλυζα Μώλυ, κ 287, 304 Λαχανικά Πρασιὲς (λαχανικά), η 127 Κρεμμύδι Κρόμμυον, Λ 630, τ 232 Vicia faba 1, 3 Κύαμος, (κουκιὰ μαῦρα), Ν 589 Ἄμπελος καὶ ἄλλα ὀπωροφόρα δένδρα Σταφύλια Κλήματα, Ἄμπελος, Ἄμπελος, ι 106, ι 131, η 122, ω 235 (Vitis vinifera,) 1 Σταφύλια Σταφύλια, ε 69, Σ 561, σταφίδα, η 122 Ὄμφαξ (ἀγουρίδα), η 122 Οἶνος Οἶνος Οἶνος, ι 111, 358 Ἐλιὰ δένδρο, ἐλιὰ καρπὸς (Olea europea) 1, 4 Ἐλαιόλαδο Ἐλιὰ (δένδρο, καρπός, λάδι) Ἐλιά, ν 372, λ 588, κ 364, ζ 79, ε 234, Ν 611, ι 319, ἀγριελιά, ε 476 Ἀχλάδι (ἄγριο) Ἀχλάδι Ὄχνη (ἀχλαδιά), η 114, ω 340, λ 589, βλωχρή, ω 234, ἄχερδος (ἀγριοαχλαδιά) ξ 10 17

ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ ΤΕΧΝΗ ΓΡΑΜΜΙΚΗ Β VERMEULE ΠΡΟΣΩΠΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Ἀμύγδαλο Σῦκο Σῦκα Συκιά, σῦκο Συκιά, η114,-120, ἐρινεὸς Φ 37, μ103 Φυστίκια, 3 αμάσκηνα Ρόδι Ρόδι Ροιὴ (ροδιά), η 115, λ 589, ω 340 Μῆλο Μηλιὰ (μῆλο), η 114, ω 340, Ι 514 Ἀγρωστώδη, Καλλωπιστικά, ιάφορα ποώδη Ἄγρωστις (ἀγριάδα), ζ 89 Ἄκανθα, ε 329 Αἱμασιὰ (ἀγκάθι), Ω 222, σ 357 Καλάμι Καλάμι όναξ (καλάμι), Ω 448, Σ 576 Θρύον (βοῦρλο), Φ 351, ε 462 Ἀσφόδελος Ἀσφόδελος, λ 538, 572, ω 13 Τριαντάφυλλο Τριαντάφυλλο Τριανταφυλλένιος Ρόδον, Ψ 186, β 1 Ὑάκινθος, Ὑάκινθος, ζ 230, Ξ 347 Ἴον (μανουσάκι;), ε 72 Παπαρούνα Παπαρούνα Μήκων (παπαρούνα), Θ 306, Ξ 499, δ 219 Σαφράνι (κρόκος) Σαφράνι (κρόκος) Κρόκος Κρόκος, 347 Χλόη Χλόη Λιβάδια, ι 134 Ἶρις Ἶρις Κισσὸς Ξύλο κισσοῦ Κισσύβιον (κύπελο ξύλινο), ι 346, ξ 78 Κρίνος Κρινόσχημος ασικὰ δένδρα καὶ θάμνοι Λεύκα (μαύρη, λευκή) Αἴγειρος (λεύκα), ι 140, ε 63, ρ 208, ζ 290, 485, 482, ἡ 103 Βελανίδι ρυοκόπος ρῦς ρῦς, Ψ 117, ι 84, 34, φ 42, ξ 11, Ν 389, Μ 131 Φηγός, Ε 837, Ζ 237, Η 58, Ε 692, Π 765 άφνη άφνη, ι 182-4 Ἔλατο 4 Τάξος (;) Ἔλατο Ἐλάτη, Ξ286, ε 237, β 424, Ω448, Ε 560 Θύον, (Callitris articulata) ε 59 Ἰτιὰ Ἰτιὰ Ἰτιὰ κ 510, (οἰσύα) ε 256 Κέδρος Κέδρος, Ω 191 Κλήθρα Κλήθρη (σκλῆθρο), ε 63 Κρανιὰ Κράνεια (κρανιά), κ 241, Κυπαρίσσι Κυπαρίσσι Κυπάρισσος, ε 63-64, ρ 339 Φλαμουριὰ (;) Φλαμουριὰ Μελίη (φράξινος), Π 143, 719, ρ 339 Ταμάριξ Μυρίκη (ἁλμυρίκι), Ζ 38, Φ18 Πεῦκο 4 Πεῦκο Πιτὺς (πεῦκο), ι 186, Ν 389, Π 482 Πλάτανος Πλατανιστός, Β 305 Φτελιὰ 4 Φτελιὰ Φτελιὰ Πτελεὴ (φτελιά), Ζ 419 Φοίνικας (χουρμάς) Φοίνικας Φοίνικας Φοῖνιξ, ζ 162, 141, ζ 219 Βύβλος, φ 390 Πυξὸς (;) Ξύλο πυξοῦ Πύξινον, Ω 269 Ρὶψ (λυγαριά), ε 257 Σχοῖνος, ε 462, 393 Συκομορέα (;), Ὀξυά, 4 Καστανιὰ 4 * Οἱ τρεῖς πρῶτες στῆλες τοῦ ἀνωτέρω πίνακα εἶναι ἀντίγραφο τοῦ Πίνακα 1, ὅπως ἀναφέρεται στὸ βιβλίο τῆς E. Vermeule, μὲ μικρὲς προσθῆκες στὴν πρώτη στήλη ἀπὸ ἄλλους συγγραφεῖς σύμφωνα μὲ τὶς παραπομπές: 1. Halstead, 2. Sarpaki, 3. Renfrew, C., 4. Renfrew, J. 5. Ruiperez καὶ Melena, Hooker. (Βλ. βιβλιογραφία.) 18 Πίνακας 1 (συνέχεια)

«...ἵπποι ἐστᾶσι κρὶ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας,...» [ἄλογα, ποὺ στέκονταν καὶ ἔτρωγαν λευκὸ κριθάρι καὶ ὀλύρες...], ἀλλὰ καὶ τῶν ἀνθρώπων, ὅπως φαίνεται στὸ μ 358, ὅπου οἱ σύντροφοι τοῦ Ὀδυσσέα περικύκλωσαν τὶς ἀγελάδες καὶ προσεύχονταν στοὺς θεούς, ἀφοῦ ἔκοψαν τρυφερὰ φύλλα ἀπὸ ψηλόκορμη δρῦ, γιατί δὲν ὑπῆρχε ἄσπρο ἀλεύρι ἀπὸ κριθάρι στὸ πλοῖο μὲ τὸ καλὸ κατάστρωμα. Ἀπὸ αὐτὴ τὴν τελευταία παράγραφο γίνεται προφανὲς ὅτι εἶχαν στὸ πλοῖο κριθάρι γιὰ τὴ διατροφή τους, δεδομένου ὅτι δὲν ὑπῆρχαν ἄλογα στὴ διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ. Ἐκτὸς ἀπὸ τὰ δύο αὐτὰ σιτηρὰ ἀναφέρονται ἐπίσης ἄλλα δύο, ἡ ζεία καὶ ἡ ὄλυρα, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ὑπάρχουν σαφεῖς ἐνδείξεις γιὰ τὸ τί ἀκριβῶς ἀντιπροσώπευαν. Στὶς διάφορες μεταφράσεις ἀναφέρονται συνήθως ὡς κριθάρι ἢ εἶδος κριθῆς, σίκαλη ἀκόμη καὶ ὡς βῖκος. Στὸ Ὁμηρικὸ λεξικὸ τοῦ Κοφινιώτη (1986) ἡ ὄλυρα ἀναφέρεται ὡς εἶδος δημητριακοῦ καρποῦ γιὰ τὴ διατροφὴ τῶν ἀλόγων, ἐνῷ ἡ ζεία ὡς σίκαλη, κάτι ποὺ δὲν εἶναι δυνατόν, δεδομένου ὅτι τὸ φυτὸ αὐτὸ ἀναφέρεται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν Ἑλλάδα στὸν πρῶτο μ.χ. αἰῶνα (Γεννάδιος, 1914). Ἐκεῖνο ποὺ πρέπει νὰ θεωρῆται ἀπολύτως βέβαιο εἶναι ὅτι καὶ τὰ δύο αὐτὰ φυτά, ἂν εἶναι πράγματι διαφορετικά, δὲν εἶναι ποικιλίες τοῦ κριθαριοῦ. Τοῦτο προκύπτει ἀπὸ τὰ ἴδια τὰ κείμενα τοῦ Ὁμήρου, ὅπως ἀναφέρονται στὴ συνέχεια (Ὀδύσσεια δ 41): «...ἐφ ἱππείῃσι κάπῃσι πὰρ δ ἔβαλον ζείας, ἀνὰ δὲ κρὶ λευκὸν ἔμιξαν,...» [στὰ παχνιὰ τῶν ἀλόγων καὶ ἔβαλαν μπροστά τους ζειά ἀνακατεμένη μὲ λευκὸ κριθάρι], στοὺς στίχους δ 602-604 καὶ Ε 196, ποὺ ἀναφέρθηκαν πιὸ πάνω, καὶ Θ 564: «...ἵπποι δὲ κρὶ λευκὸν ἐρεπτόμενοι καὶ ὀλύρας...» [...ἄλογα ἔτρωγαν λευκὸ κριθάρι καὶ ὄλυρα...]. Εἶναι προφανὲς ὅτι τὰ δύο αὐτὰ φυτὰ δὲν εἶναι ὅμοια, ἐφόσον ἀναφέρονται ἤ ὡς μείγματα ἢ ὡς δύο τελείως ξεχωριστὰ φυτά. Ὁ Γεννάδιος (1914), μὲ τὸν ὁποῖο συμφωνεῖ καὶ ὁ Καββάδας (1938), μετὰ ἀπὸ ἐνδελεχῆ ἀνάλυση τῶν βιβλιογραφικῶν πηγῶν θεωρεῖ ὅτι ἡ ὄλυρα καὶ ἡ ζεία εἶναι ταυτόσημα, καὶ μᾶλλον πρόκειται γιὰ εἶδος σόργου (σκουπόχορτο, νταρί, ἀσπροκαλάμποκο ἢ καὶ καλαμπόκι), καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι ἡ πιὸ πιθανὴ ἐκδοχή, ἂν ληφθῇ ὑπ ὄψη ὅτι τὸ εἶδος αὐτὸ φύεται παντοῦ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τῶν ἀρχαιοτάτων χρόνων. Ψυχανθῆ καὶ ἄλλα ἐδώδιμα ἢ βιομηχανικά: Στὴν ὁμάδα αὐτὴ παρατηροῦνται σοβαρὲς διαφορὲς μὲ τὰ φυτὰ ποὺ ἀναφέρονται στὶς δύο πρῶτες στῆλες καὶ τὶς δύο ἑπόμενες. Ὅσα φυτὰ ἀναφέρονται στὰ Ὁμηρικὰ ἔπη, μὲ ἐξαίρεση τριῶν φυτῶν (κρεμμύδι, λαχανικὰ καὶ μῶλυ), ἔχουν ἀναφερθῆ στὶς στῆλες 1 καὶ 2, στὶς ὁποῖες ἀναφέρονται πολὺ περισσότερα φυτά, ἰδίως στὶς πινακίδες τῶν ἀνακτόρων μὲ τοὺς καταλόγους τῶν διακινουμένων προϊόντων. Μιὰ παρατήρηση εἶναι, ὅτι αὐτὰ ποὺ ἀναφέρονται ὡς φασόλια δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ εἶναι τὰ γνωστὰ σήμερα φασόλια, ἐπειδὴ ὁ τόπος καταγωγῆς τοῦ γένους αὐτοῦ εἶναι ἡ Ἀμερικανικὴ Ἤπειρος, ἑπομένως δὲν ὑπῆρχε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη στὴν Εὐρώπη. Σύμφωνα μὲ τὸ Γεννάδιο (1914) θὰ πρέπει νὰ ἦταν κάποιο ἄλλο ὄσπριο, πιθανῶς ἕνα εἶδος πίσου ἢ λούπινου, τὰ ὁποῖα χρησιμοποιοῦνταν ἀπὸ τοὺς Λάκωνες. Τὰ ὑπόλοιπα φυτά, ποὺ ἀναφέρονται στὶς στῆλες 1 καὶ 2 καὶ δὲν μνημονεύονται στὰ Ὁμηρικά, προφανῶς ὑπῆρχαν, ἀλλὰ ἡ χρήση τους ἦταν τέτοια ποὺ δὲν κίνησαν τὸ ἐνδιαφέρον τοῦ ἤ τῶν συγγραφέων τῶν Ὁμηρικῶν. Τέλος τὸ φυτὸ μῶλυ, ποὺ ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο ὡς φαρμακευτικὸ φυτὸ (κ 287): «...τόδε φάρμακον ἐσθλὸν ἔχων ἐς δώματα Κίρκης ἔρχευ, ὅ κέν τοι καρτὸς ἀλάλκησιν κακὸν ἧμαρ...» [ἀφοῦ ἔχεις αὐτὸ τὸ σωτήριο φάρμακο, πήγαινε στὸ παλάτι τῆς Κίρκης, τὸ ὁποῖο θὰ ἀπομακρύνῃ ἀπὸ τὸ κεφάλι σου τὴ μέρα τῆς καταστροφῆς...] καὶ περιγράφεται στοὺς στίχους κ 304-306: 19

«...ρί ζῃ μὲν μέ λαν ἔ σκε, γά λα κτι δὲ εἴ κε λον ἄν θος, μῶ λυ δέ μιν κα λέ ου σι θε οί, χαλε πὸν δὲ τ ὀ ρύσ σειν ἀν δρά σι γε θνη τοῖ σι...» [...στὴ ρί ζα ἦ ταν μαῦ ρο, τὸ ἄν θος τοῦ ὅ μως ἦ ταν ἴ διο μὲ γά λα, λευ κό, μῶ λυ τὸ ὀ νο μά ζουν οἱ θε οί...] Μέ χρι σή με ρα δὲν φαί νε ται ὅ τι κα τώρ θω σε κά ποι ος νὰ ταυ το ποι ή σῃ τὸ «μῶ λυ» μὲ ἕ να ἀ πὸ τὰ γνω στὰ φυ τὰ (Γεν νά διος, 1914), ἀ να φέ ρε ται δὲ ὡς πι θα νὸ ὅ τι ἦ ταν ὁ μανδρα γό ρας. Ἄμ πε λος καὶ ἄλ λα ὀ πω ρο φό ρα δέν δρα: Στὴν κα τη γο ρί α αὐ τὴ δὲν ὑ πάρχουν σο βα ρὲς δι α φο ρὲς ἀ νά με σα στὶς στῆ λες τοῦ Πί να κα 1, ἐ κτὸς ἀ πὸ τὰ ἀ μύ γδα λα, δα μά σκη να καὶ φυ στί κια, ποὺ ἔ χουν ταυ το ποι η θῆ ἀ πὸ τὰ σπέρ μα τά τους στὶς ἀρ χαιο λο γι κὲς ἀ να σκα φές. Χα ρα κτη ρι στι κὸ εἶ ναι ὅ τι στὸν Ὅ μη ρο (η 122 τῆς Ὀ δύσ σειας) ἀ να φέ ρε ται γιὰ τὰ στα φύ λια: «...τῆς ἕ τε ρον μὲν θει λό πε δον λευ ρῷ ἐ νὶ χώ ρῳ τέρ σε ται ἠ ε λί ῳ,...» [...καὶ ἄλ λα ξε ραίνον ται στὸ λι α κω τὸ κά τω ἀ πὸ τὸν ἥ λιο σὲ στρω μέ νο ἔ δα φος...], ποὺ δεί χνει πο λὺ κα θα ρὰ ὅ τι τὴν ἐ πο χὴ ἐ κεί νη ἦ ταν σὲ χρή ση ἡ στα φι δο ποί η ση τῶν στα φυ λι ῶν. Ἀ γρω στώ δη, καλ λω πι στι κά, δι ά φο ρα πο ώ δη: Στὴν ὁ μά δα αὐ τὴ ἀ να φέ ρονται πε ρισ σό τε ρα φυ τὰ στὸν Ὅ μη ρο ἀ πὸ ὅ,τι στὶς δύ ο πρῶ τες στῆ λες, καὶ εἰ δι κώ τε ρα στὴ Γραμ μι κὴ Β, για τὶ προ φα νῶς τὰ φυ τὰ αὐ τὰ δὲν εἶ χαν πρα κτι κὸ καὶ οἰ κο νο μι κὸ ἐν δι α φέ ρον, γιὰ νὰ τὰ κα τα γρά ψουν στὶς πι να κί δες. Ἀ πὸ τὰ κα τά λοι πα τῆς τέ χνης ἀ να φέ ρον ται τὰ φυ τὰ ἶ ρις καὶ κρί νος, τὰ ὁ ποῖ α δὲν ἀ να φέ ρον ται στὸν Ὅ μη ρο, ὅ που ἀ να φέ ρε ται μό νο τὸ ἐ πί θε το κρι νό σχη μος, ποὺ εἶ ναι ἐν δει κτι κὸ ὅ τι ὁ κρί νος πρέ πει νὰ ἦ ταν γνω στός. Ἀν τι θέ τως ἡ ἴ ρι δα δὲν ἀ να φέ ρε ται ὡς ἄν θος πα ρὰ μό νον ὡς ἡ θε ὰ Ἶ ρις στὴν Ἰ λιά δα (Θ 409, Ε 353, Γ 121, Ο 172 καὶ Ψ 198) καὶ ὡς οὐ ρά νιο τό ξο (Λ 27 καὶ Ρ 547). Ἐν τού τοις καὶ τὰ δύ ο φυ τά, ἀ φοῦ ὑ πῆρ χαν σὲ πα λαι ό τε ρες ἐ πο χὲς καὶ ἦ σαν γνω στὰ τοὐ λά χι στον ἀ πὸ τὴ ζω γρα φι κή, εἶ ναι πε ρισ σό τε ρο ἢ βέ βαι ο ὅ τι θὰ ὑ πῆρ χαν καὶ στὴν Ὁ μη ρι κὴ ἐ πο χὴ καὶ ἁ πλῶς δὲν ἔ χουν ἀ να φερ θῆ. Ὅ σον ἀ φο ρᾷ στὸ ἴ ον, δι α τη ροῦν ται ἐ πιφυ λά ξεις, ἂν πράγ μα τι ἦ ταν τὸ γνω στὸ σή με ρα μὲ τὰ ὀ νό μα τα με νε ξές, παν σές, γι ού λι, βι ό λα, μα νου σά κι ἢ κά ποι ο ἄλ λο ὑ δρο χα ρὲς φυ τὸ σύμ φω να μὲ τὴν Ὁ μη ρι κὴ πε ρι γρα φὴ στὸ ε 70-72, ὅ που ἀ να φέ ρε ται ὅ τι ὑ πῆρ χαν τέσ σε ρις βρύ σες, ποὺ ἀ νά βρυ ζαν κα θα ρὸ νε ρὸ καὶ γύ ρω ὑ πῆρ χαν ἴ α καὶ σέ λι νο. α σι κὰ δέν δρα καὶ θά μνοι: Ὅ πως φαί νε ται ἀ πὸ τὸν Πί να κα 1, ἡ δα σι κὴ χλωρί δα τῶν Ὁ μη ρι κῶν ἐ πῶν εἶ ναι πο λὺ πλου σι ώ τε ρη ἀ πὸ ἐ κεί νη ποὺ ἀ να φέ ρε ται ἀ πὸ τὶς ἀ να σκα φὲς καὶ τὶς πι να κί δες τῆς Γραμ μι κῆς Β, καὶ μό νον τρί α δα σι κὰ δέν δρα, ἡ ὀ ξυ ά, ἡ συ κο μο ρέ α καὶ ἡ κα στα νιά, δὲν ἀ να φέ ρον ται ἀ πὸ τὸν Ὅ μη ρο. Καὶ τοῦ το εἶ ναι φυ σι κό, ἀ φοῦ τὰ δα σι κὰ προ ϊ όν τα δὲν ἀ πο θη κεύ ον ταν. Συμ πε ρα σμα τι κά: ἡ ἀ να δί φη ση τῶν γε ωρ γι κῶν καὶ τῶν δα σι κῶν φυ τῶν ποὺ ἀ να φέρον ται ἀ πὸ τὸν Ὅ μη ρο ἔ δει ξε ὅ τι δὲν ὑ πάρ χει κά ποι α δι α φο ρά, ποὺ νὰ αἰ τι ο λο γῇ ὅ τι αὐ τὰ δὲν εἶ ναι τῆς ἐ πο χῆς στὴν ὁ ποί α ἀ να φέ ρον ται τὰ Ὁ μη ρι κά, ἀλ λὰ πο λὺ με τα γε νέστε ρης ἐ πο χῆς ἀ πὸ ἐ κεί νη ποὺ γρά φτη καν τὰ ἔ πη. 20

4. ΤΡΟΠΟΙ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΑΣ- ΚΑΛΛΙΕΡΓΗΤΙΚΗ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ Ἡ γεωργικὴ πρακτικὴ στὴν Ὁμηρικὴ ἐποχὴ δὲν φαίνεται ὅτι διαφέρει πολὺ ἀπὸ τὴν πρακτικὴ ποὺ ἀσκεῖτο στὶς προηγούμενες ἐποχὲς τῆς προϊστορίας. Ἡ χαρακτηριστικὴ Μεσογειακὴ καλλιέργεια διατηρεῖτο ἀκόμη, καὶ ἡ μόνη διαφοροποίηση, ποὺ φαίνεται ἀπὸ τὰ κείμενα, εἶναι ἡ σημαντικὴ παρουσία δένδρων, ὀπωροφόρων ἢ δασικῶν. Ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ καὶ ἀρχαιοβοτανικὰ εὑρήματα σύμφωνα μὲ τὸν Halstead (1990), ποὺ ἀναφέρονται στὴν πρώιμη Χαλκολιθικὴ ἐποχή, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ συναχθοῦν σαφῆ συμπεράσματα ἂν ἡ καλλιέργεια τῶν ὀπωροφόρων στὴ περίοδο αὐτὴ ἦταν διαδεδομένη καὶ διάσπαρτη σὲ ὁλόκληρο τὸν ἑλλαδικὸ χῶρο ἢ περιωριζόταν σὲ μικρὲς οἰκιακὲς καλλιέργειες. Ἀπὸ τὴν Ὀδύσσεια (η 113-132), στὴν περιγραφὴ τοῦ κτήματος τοῦ Ἀλκίνοου στὸ νησὶ τῶν Φαιάκων, σύμφωνα μὲ τὰ λόγια τοῦ Ὀδυσσέα, ὅταν ἀκόμη δὲν εἶχε φανερωθῆ μετὰ τὴν ἄφιξή του στὴν Ἰθάκη πρὸς τὸν πατέρα του Λαέρτη (ω 222-250) καὶ ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας τοῦ Ἀχιλλέα στὴν Ἰλιάδα (Σ 542-573) συνάγεται ἀβίαστα τὸ συμπέρασμα ὅτι πέρα ἀπὸ τὴν καλλιέργεια τῶν δημητριακῶν, ποὺ προφανῶς γινόταν στὶς μεγάλες ἐκτάσεις ἔξω ἀπὸ τὸν χῶρο τῶν οἰκισμῶν, δίπλα στὰ σπίτια ὑπῆρχαν μεγαλύτερα ἢ μικρότερα περιβόλια μὲ διάφορα δένδρα καὶ ἀμπέλια σὲ ἀρκετὰ σημαντικὴ ἔκταση. Ἀσφαλῶς τὸ μέγεθος τῆς καλλιεργούμενης ἔκτασης θὰ πρέπει νὰ ἦταν καὶ συνάρτηση τῆς κοινωνικῆς θέσης τοῦ ἰδιοκτήτη, ἀνεξάρτητα ἂν αὐτὸς ἦταν ὁ ἡγέτης τῆς περιοχῆς ἢ ὁ πιὸ φτωχὸς πολίτης. Ἡ ἄσκηση τῆς γεωργίας ἦταν ἀπὸ τὰ βασικὰ καθήκοντα ὅλων, ἀσχέτως ἂν εἶχαν καὶ ἄλλο παρεπόμενο ἐπάγγελμα, βιοτέχνη, διοικητικοῦ ὑπαλλήλου, ναυτικοῦ, στρατιώτη κ.τ.λ. Τὰ τρία κείμενα σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση, ποὺ ἀκολουθοῦν, εἶναι χαρακτηριστικά. Τὸ πρῶτο εἶναι αὐτὸ ποὺ περιγράφει τὸ κτῆμα τοῦ Ἀλκίνοου: «Ἔξω ἀπὸ τὴν αὐλὴ καὶ κοντὰ στὶς πόρτες ὑπάρχει μεγάλος δενδρόφυτος κῆπος τεσσάρων γυῶν 1 καὶ γύρω τὸν φράζει ἀπὸ παντοῦ ἕνας φράκτης. Ἐκεῖ ἦταν φυτεμένα ψηλὰ δένδρα γεμάτα γλυκύτατους καρπούς, ἀχλαδιές, ροδιές, μηλιές, γλυκὲς συκιὲς καὶ ἐλιὲς μὲ τὸν ἀνθό τους, τῶν ὁποίων ὁ καρπὸς ποτὲ δὲ λείπει καὶ ὑπάρχει ὅλο τὸ χρόνο, χειμῶνα καὶ καλοκαῖρι. Καὶ πάντα ἡ πνοὴ τοῦ Ζέφυρου ἄλλα γεννᾷ καὶ ἄλλα ὡριμάζει. Τὸ φρέσκο ἀχλάδι διαδέχεται τὸ μαραμένο, τὸ μῆλο ἐπίσης τὸ μῆλο, τὸ σταφύλι ἄλλο σταφύλι, τὸ σῦκο ἄλλο σῦκο. Ἐπὶ πλέον ἦταν φυτεμένο καὶ πολύκαρπο ἀμπέλι. Ἄλλα σταφύλια ξεραίνονται στὸ λιακωτὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο σὲ στρωμένο ἔδαφος κι ἄλλα πάλι τὰ τρυγοῦν καὶ τὰ πατοῦν. Πιὸ πέρα τὰ σταφύλια εἶναι ἀκόμα ἄγουρα, ἐκεῖ μόλις βγάζουν ἀνθὸ καὶ ἄλλων ὁ καρπὸς βρίσκεται στὸ γυάλισμα. Ἐκεῖ, στὸν κῆπο, καλλιεργοῦνταν νεόφυτες καλὰ διευθετημένες πρασιὲς (λαχανικά) πράσινες ὅλο τὸ χρόνο.» Τὸ δεύτερο εἶναι ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ Ὀδυσσέα πρὸς τὸν πατέρα του: «Γέροντα, δὲν εἶσαι ἀμάθητος νὰ περιποιῆσαι τὸν κῆπο σου, ἀλλὰ ἡ φροντίδα σου τὸν κρατάει καλά, καὶ τίποτα οὔτε φυτὸ οὔτε συκιὰ οὔτε κλῆμα ἀλλὰ οὔτε ἐλιὰ οὔτε ἀχλαδιὰ οὔτε πρασιὰ (λαχανικά) δὲν εἶναι ἀπεριποίητη στὸν κῆπο.» Τέλος τὸ τρίτο εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας: «Ἔβαζε ἀπάνω ἀκόμη ἕνα καινούργιο μαλακὸ παχὺ χωράφι τρεῖς φορὲς ὠργωμένο μὲ πολλοὺς ζευγᾶδες μέσα, ποὺ γυρνῶντας τὰ ζευγάρια τους προχωροῦσαν πέρα 1. Μέτρο ἐπιφανείας πιθανὸν ἕνας γύης = ἕνα στρέμμα, ἀλλὰ δὲν ἔχει ταυτοποιηθῆ. 21

δῶθε... Ἔβαζε ἀκόμα ἀπάνω της ἕνα κτῆμα βασιλικό. Ἐκεῖ μέσα ἐργάτες θέριζαν βαστῶντας στὰ χέρια τους κοφτερὰ δρεπάνια... Ἔβαζε ἀπάνω καὶ ἀμπέλι μεγάλο γεμᾶτο σταφύλια, ὄμορφο, μαλαματένιο.» Εἰδικώτερα ἡ ἄσκηση τῆς γεωργίας καὶ οἱ διάφορες ἐργασίες περιγράφονται μὲ ἀρκετὲς λεπτομέρειες σὲ διάφορους στίχους τῶν δύο ἐπῶν. Γιὰ καλύτερη κατανόηση ἔγινε διαχωρισμὸς τῶν γεωργικῶν ἐργασιῶν ἔτσι, ὥστε οἱ ὁμοειδεῖς ἐργασίες νὰ εἶναι μαζί, ἀνεξαρτήτως τῶν στίχων ποὺ περιγράφονται. Οἱ καλλιέργειες χωρίστηκαν κατὰ τὶς μεγάλες ὁμάδες, ποὺ ἀναφέρονται καὶ στὸν Πίνακα 1. Καλλιέργεια δημητριακῶν: Ἡ καλλιέργεια τῶν φυτῶν αὐτῶν ἦταν ἡ βασική, καὶ ἐξακολουθεῖ ἀκόμη καὶ σήμερα νὰ εἶναι, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἄρχισε νὰ εἶναι γεωργός, ἀφοῦ ὁ σῖτος μὲ μορφὴ ἀλεύρου εἶναι ἡ βασικώτερη τροφὴ γιὰ τὴν ἐπιβίωση τοῦ ἀνθρώπου. Συνεπῶς ἡ περιγραφὴ τῶν διαφόρων σταδίων τῆς καλλιέργειας εἴτε ἀπευθείας εἴτε ἐμμέσως, μὲ παρομοιώσεις, δὲν εἶναι καθόλου παράξενο νὰ ὑπάρχῃ στὶς περιγραφές. Οἱ διάφορες ἐργασίες, μὲ τὴ σειρὰ ποὺ γίνονται ἀπὸ τὴν προετοιμασία τοῦ ἀγροῦ μέχρι τὸ τέλος τῆς συγκομιδῆς, δίνονται στὴ συνέχεια κατὰ βάση σὲ νεοελληνικὴ μετάφραση. Ὄργωμα: Ἡ ἐργασία αὐτή, βασικὴ γιὰ τὴν ἐπιτυχία τῆς καλλιέργειας ὁποιουδήποτε δημητριακοῦ φυτοῦ, ἀναφέρεται τέσσερις φορὲς στὰ ἔπη. Στὴν Ἰλιάδα, στὴν περιγραφὴ τῆς ἀσπίδας τοῦ Ἀχιλλέα, δίνονται πληροφορίες γιὰ τὸν τρόπο τοῦ ὀργώματος τρεῖς φορὲς καὶ γιὰ τὸ πλῆθος τῶν ζευγάδων ἀλλὰ καὶ γιὰ τὶς φροντίδες τῶν ἰδιοκτητῶν, γιὰ νὰ διατηροῦν σὲ ἀκμὴ τοὺς ζευγολάτες (Σ 542): «Ἔβαζε ἀπάνω ἀκόμη ἕνα καινούργιο μαλακὸ παχὺ χωράφι τρεῖς φορὲς ὠργωμένο μὲ πολλοὺς ζευγᾶδες μέσα, ποὺ γυρνῶντας τὰ ζευγάρια τους προχωροῦσαν πέρα δῶθε. Κάθε φορὰ δὲ ποὺ γυρνῶντας ἔφταναν στὸ σύνορο τοῦ χωραφιοῦ, ἐρχόταν κάποιος καὶ τοὺς ἔδινε στὰ χέρια μία κούπα κρασὶ γλυκὸ σὰν μέλι, κι ἐκεῖνοι γυρνοῦσαν πάλι στὸ ὄργωμα, ἀνοίγοντας αὐλάκια, σπεύδοντας νὰ φτάσουν πάλι στὴν ἄκρη τοῦ χωραφιοῦ.» Ἡ τριπλῆ ἄροση ἐπισημαίνεται ἐπίσης στὴν μυθολογικὴ περιγραφὴ ὅπου ἡ θεὰ ήμητρα ξαπλώνει μὲ τὸν Ἰασίωνα (ε 127): «νειῷ ἐνὶ τριπόλῳ» [σὲ χωράφι νέο, τρεῖς φορὲς ὠργωμένο]. Στὴν Ὀδύσσεια, ὅταν ὁ Ὀδυσσέας προκαλῇ τὸ μνηστῆρα Εὐρύμαχο νὰ συναγωνιστοῦν, γιὰ νὰ ἰδοῦνε ποιός εἶναι πιὸ ἄξιος (σ 371): «ἂν πάλι καὶ βόδια εἴχαμε, νὰ τὰ ὁδηγοῦμε γιὰ ὄργωμα, ποὺ νὰ εἶναι τὰ καλύτερα, ὁρμητικὰ καὶ μεγαλόσωμα, καὶ τὰ δύο βόδια χορτασμένα ἀπὸ τὸ χορτάρι, συνομήλικα, μὲ τὴν ἴδια δύναμη, ἀκαταμάχητα, καὶ νὰ μποροῦν νὰ ὀργώσουν τέσσερις γύες καὶ ὁ σβῶλος τῆς γῆς νὰ ὑποχωρῇ κάτω ἀπὸ τὸ ἀλέτρι...», φαίνεται καθαρὰ ὅτι τὸ ὄργωμα γινόταν μὲ ζευγάρια βοδιῶν, ἐνῷ στὸ (Κ 351): «Ὅταν ὅμως ξεμάκρυνε τόσο, ὅσο τὸ αὐλάκι ποὺ χαράζουν μὲ μία φορὰ τὰ μουλάρια γιατὶ αὐτὰ εἶναι πιὸ γρήγορα ἀπὸ τὰ βόδια, γιὰ νὰ τραβοῦν σὲ παχὺ χωράφι τὸ στέρεο ἀλέτρι...», φαίνεται ὅτι χρησιμοποιοῦσαν καὶ μουλάρια. Θερισμός: Ἄλλη ἐξ ἴσου σημαντικὴ ἐργασία μὲ τὴν προηγούμενη εἶναι ὁ θερισμὸς γιὰ τὰ σιτηρὰ ἢ ἡ κοπὴ τοῦ χόρτου γιὰ τὰ χορτοδοτικὰ φυτά, ὅπως τὸ τριφύλλι, ποὺ χρησιμοποιοῦνται ὡς νομὴ τῶν ζῴων. Γιὰ τὴν ἐργασία αὐτὴ ὑπάρχει καὶ πάλι ἡ ἐξαιρετικὴ εἰκόνα ποὺ περιγράφεται γιὰ τὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα στὸ Σ 550: «Ἔβαζε ἀκόμα ἀπάνω της ἕνα κτῆμα βασιλικό. Ἐκεῖ μέσα ἐργάτες θέριζαν βαστῶντας στὰ χέρια τους κοφτερὰ δρεπάνια, ἀπὸ τὰ χερόβολα ἄλλα ἔπεφταν στὴ 22

Ὄργωμα: Ἀγγεῖο ἀπὸ τὸ Βάρι. 23

γῆ ἀπανωτὰ στὰ αὐλάκια καὶ ἄλλα τὰ δεμάτιαζαν οἱ δεματοδέτες μὲ ἄχυρα. Τρεῖς ἦταν οἱ δεματοδέτες, καὶ ἀπὸ πίσω ἀγόρια ποὺ τὰ μάζευαν καὶ τὰ κουβαλοῦσαν στὴν ἀγκαλιὰ βιαστικὰ καὶ τὰ ἒδιναν.» Καὶ πάλι ἐδῶ τονίζεται ὅτι τὸ κτῆμα ἦταν βασιλικό, γιὰ νὰ μποροῦν νὰ δικαιολογηθοῦν οἱ πολλοὶ ἐργάτες ποὺ δούλευαν σὲ αὐτό. Σὲ ἄλλο σημεῖο (Λ 68) παρομοιάζει τοὺς μαχητές, Ἕλληνες καὶ Τρῶες, ποὺ μάχονται ἐλαύνοντες οἱ μὲν ἀπέναντι τῶν δὲ μὲ τοὺς πιὸ κάτω καταπληκτικοὺς στίχους: «Κι ἐκεῖνοι, ὅπως οἱ θεριστές, ἀντίκρυ ὁ ἕνας στὸν ἄλλον προχωροῦν στὴ γραμμή τους μέσα στὸ χωράφι τοῦ σταριοῦ ἢ τοῦ κριθαριοῦ κάποιου πλούσιου ἀνθρώπου καὶ τὰ χερόβολα πέφτουν πυκνά...» Εἶναι τόσο ζωντανὴ καὶ χαρακτηριστικὴ ἡ περιγραφή, ὥστε ἀκόμη σήμερα σὲ ὡρισμένες περιοχὲς τοῦ τόπου μας ἡ ὁμαδικὴ αὐτὴ ἐργασία τῶν πολλῶν ἀνθρώπων, ποὺ προχωροῦν κατὰ μέτωπο στὸ θερισμὸ ἢ στὸ κλάδεμα τῆς ἀμπέλου, ἀποκαλεῖται ὡς οὐσιαστικὸ μὲ παραφθαρμένη τὴν ἀρχαία λέξη ὡς «ξέλαση» (ἐξ-ελαύνω - ἐξ-έλασις - ξ-έλαση). Τέλος στὴν Ὀδύσσεια, ἐκεῖ ποὺ ὁ Ὀδυσσέας προκαλεῖ τὸν Εὐρύμαχο καὶ τὸν καλεῖ σὲ ἕνα εἶδος μονομαχίας στὴν κοπὴ τοῦ χόρτου (σ 367), διαβάσουμε: «Εὐρύμαχε, μακάρι νὰ γινόταν συναγωνισμὸς μεταξύ μας στὴ δουλειὰ τὴν ἀνοιξιάτικη, ὅταν οἱ μέρες εἶναι (πέλονται) μεγάλες, σὲ λιβάδι μὲ χορτάρι, καὶ μακάρι ἐγὼ νὰ ἔχω εὐλύγιστο δρεπάνι κι ἐσὺ τὸ ἴδιο, γιὰ νὰ δοκιμάσουμε νηστικοὶ μέχρι τὸ μαῦρο σκοτάδι, καὶ νὰ ὑπάρχῃ κοντά μας χόρτο.» Ὑπάρχει διαφωνία μεταξὺ τῶν μεταφραστῶν γιὰ τὴν ἑρμηνεία τοῦ ρήματος «πέλονται», ἂν δηλ. μεταφράζεται ὡς «εἶναι» ἢ «γίνονται». Θὰ ἦταν σίγουρα σωστὸ τὸ «εἶναι», ἂν ἐπρόκειτο γιὰ θερισμὸ σιταριοῦ ἢ κριθαριοῦ, ποὺ γίνεται τὸν Ἰούνιο, καὶ ἑπομένως οἱ μέρες «εἶναι μεγάλες». Ὅμως οἱ στίχοι ὁμιλοῦν γιὰ κόψιμο χόρτου, ποὺ συνήθως πραγματοποιεῖται τὶς ἀνοιξιάτικες μέρες, ποὺ «γίνονται» μεγάλες. Πέρα ἀπὸ τὸ φιλολογικὸ ἐνδιαφέρον τῆς ἑρμηνείας τοῦ «πέλονται» ἴσως θὰ πρέπει νὰ ἐξετασθῇ καὶ ἡ πραγματικότητα ὅπως εἶναι στὴ γεωργικὴ πρακτική. Ἁλωνισμός: Μόνο σὲ μία περίπτωση ἀναφέρεται ὁ ἁλωνισμός, ὅπου ὁ Ὅμηρος παρομοιάζει τὴν ὁρμὴ τοῦ Ἀχιλλέα στὴ μάχη καὶ τὸν τρόπο ποὺ σκότωνε τοὺς ἐχθροὺς ὅπως γίνεται στὴ διάρκεια τοῦ ἁλωνισμοῦ τῶν σιτηρῶν (Υ 495): «Ὅπως, ὅταν ζέψῃ κανεὶς ἀρσενικὰ βόδια μὲ πλατὺ μέτωπο, γιὰ νὰ τρίψουν ἄσπρο κριθάρι σὲ καλοστρωμένο ἁλώνι, κι εὔκολα ἀποχωρίζονται οἱ σπόροι κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν βοδιῶν ποὺ μουκανίζουν δυνατά...» Λίχνισμα: Ἄλλη σημαντικὴ ἐργασία στὴν καλλιέργεια τῶν σιτηρῶν, τὸ λίχνισμα, ποὺ γίνεται γιὰ τὸν καθαρισμὸ τῶν κόκκων τοῦ σίτου ἢ τῆς κριθῆς ἀλλὰ καὶ τῶν ὀσπρίων ἀπὸ τὰ περιβλήματα, τὴν ἀναφέρει δύο φορὲς ὁ Ὅμηρος σὲ δύο σημεῖα τῆς Ἰλιάδας (Ε 499): «Καθὼς παίρνει ὁ ἄνεμος τὰ ἄχυρα στὰ ἱερὰ ἁλώνια, τὴν ὥρα ποὺ λιχνίζουν, ὅταν ἡ ξανθὴ ήμητρα ξεχωρίζῃ, καθὼς φυσοῦν οἱ δυνατοὶ ἄνεμοι, τὸν καρπὸ καὶ τὸ ἂχερο» μὲ μία παρομοίωση στὴ μάχη τῶν Ἀργείων μὲ τοὺς Τρῶες. Καὶ στὸ Ν 589: «Ὅπως, ὅταν ἀπὸ πλατὺ φτυάρι μέσα σὲ μεγάλο ἁλώνι πηδοῦν τὰ μαῦρα κουκκιὰ ἢ τὰ ρεβίθια ἀπὸ τὸν ἄνεμο ποὺ σφυρίζει καὶ ἀπὸ τὴ φόρα τοῦ λιχνιστῆ, ἔτσι κι ἀπὸ τὸ θώρακα τοῦ ἔνδοξου Μενέλαου τινάχτηκε δυνατὰ καὶ πέταξε μακριὰ τὸ πικρὸ βέλος», ποὺ ἀναφέρεται στὴ μονομαχία τοῦ Μενέλαου μὲ τὸν Ἕλενο. Ἄλεσμα: Τέλος ἡ τελευταία ἐργασία, τὸ ἄλεσμα, ἀναφέρεται μία φορὰ στὸ Υ 106: 24

«Λόγο εὐχάριστο ἐκείνη τὴ στιγμὴ πρόφερε γυναῖκα, ποὺ ἄλεθε σιτάρι κοντά, ὅπου εἶχαν τοποθετηθῆ οἱ χερόμυλοι τοῦ ἀρχηγοῦ τῶν ἀνθρώπων, στοὺς ὁποίους συνολικὰ δώδεκα γυναῖκες ἀσχολοῦνταν, ποὺ ἔφτειαχναν ἀλεύρι ἀπὸ σιτάρι καὶ κριθάρι, γιὰ νὰ φᾶνε οἱ ἂντρες.» καὶ δείχνει καθαρὰ τὸν τρόπο μὲ τὸν ὁποῖο γινόταν τὸ ἄλεσμα τῶν δημητριακῶν καρπῶν, ὅπως ἀκριβῶς εἶναι γνωστὸ ἀπὸ τὰ ἀρχαιολογικὰ εὑρήματα πὼς γινόταν σὲ ἀρχαιότερες ἀπὸ τὰ Ὁμηρικὰ ἐποχές. Σὲ πολλές ὅμως περιπτώσεις ἀναφέρονται τὰ «ἄλφιτα», ποὺ εἶναι ἄλευρα κριθῆς, καὶ βεβαίως, γιὰ νὰ ὑπάρξουν, θὰ ἔπρεπε πρῶτα νὰ ἀλεσθοῦν. Βραδυνὴ διακοπή: Τέλος μία ἐνδιαφέρουσα λεπτομέρεια εἶναι αὐτὸ ποὺ ἀναφέρεται στὸ Π 778 τῆς Ἰλιάδας, ὅπου παραλληλίζεται τὸ τέλος τῆς ἡμέρας στὴ μάχη μεταξὺ τῶν δύο ἀντιπάλων μὲ τὸ τέλος τῆς ἐργασίας κατὰ τὴ διάρκεια τοῦ θερισμοῦ ἢ τοῦ ἁλωνισμοῦ, ὅπου χρησιμοποιοῦνταν βόδια: «Μόλις ὅμως ὁ ἥλιος πῆρε νὰ γέρνῃ καὶ σίμωσε ἡ ὥρα ποὺ λύνουν τὰ βόδια...» Καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου: Ἡ ἑπόμενη ἐξαιρετικῶς ἐνδιαφέρουσα καλλιέργεια ἦταν τῆς ἀμπέλου μὲ παρεπόμενο τὸ κρασί, ποὺ ἐτιμᾶτο ὅλως ἰδιαιτέρως ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ ὁ ἄνθρωπος τὸ πρωτοδοκίμασε. Ἡ πλέον χαρακτηριστικὴ περιγραφὴ εἶναι ἐκείνη ποὺ ἀναφέρεται στὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα (Σ 561): «...Ἔβαζε ἀπάνω καὶ ἀμπέλι μεγάλο γεμᾶτο σταφύλια, ὄμορφο, μαλαματένιο. Τὰ τσαμπιὰ ἐπάνω ἦταν μαῦρα, καὶ τὰ κλήματα στηρίζονταν ἀπὸ τὴ μία ἄκρη στὴν ἄλλη μὲ ἀσημένια παλούκια. Γύρω γύρω ἔβαλε αὐλάκι ἀπὸ σμάλτο, καὶ τριγύρω ὕψωσε φράχτη ἀπὸ καλάι. Ἕνα μόνο δρομάκι ἔφερνε σὲ αὐτό, ποὺ τὸ ἔπαιρναν οἱ κουβαλητές, ὅταν γινόταν ὁ τρύγος τοῦ ἀμπελιοῦ. Κορίτσια καὶ νέοι εὔθυμοι κουβαλοῦσαν μέσα σὲ πλεκτὰ κοφίνια τὸ γλυκὸ σὰν μέλι καρπό. Στὴ μέση ἕνα ἀγόρι ἔπαιζε παθητικὰ τὴν ψιλόφωνη κιθάρα, καὶ τραγουδοῦσε ὄμορφα μὲ λεπτὴ φωνὴ τοῦ Λίνου τὸ τραγούδι. Οἱ ἄλλοι, χτυπῶντας τὰ πόδια τους ὅλοι μαζί, ἀκολουθοῦσαν μὲ τραγούδι καὶ φωνὲς χοροπηδῶντας.» Κατ ἀρχὴν ἡ περιγραφὴ τοῦ κτήματος θυμίζει ἰδιοκτησίες, ποὺ καὶ σήμερα εἶναι παρόμοιες ἰδιαιτέρως σὲ διάφορα νησιά. Εἶναι χαρακτηριστικὸ ὅτι τὰ κλήματα ἦταν ὑποστυλωμένα καὶ ὄχι σὲ ἐλεύθερο σχῆμα, κάτι ποὺ μπορεῖ νὰ θεωρηθῇ ἐξαιρετικὰ πρωτοποριακὸ γιὰ τὴν καλλιέργεια τῆς ἐποχῆς. Ἡ περιγραφὴ ἐπίσης τοῦ τρύγου δὲν διαφέρει σὲ τίποτε ἀπὸ τὴ σημερινὴ ἀκόμη ἐποχή, παρὰ μόνο ἴσως στὰ λόγια τοῦ τραγουδιοῦ. Στὴν περιγραφὴ τοῦ κτήματος τοῦ Ἀλκίνοου (η 122-126): «ἔνθα δὲ πολύκαρπος ἀλωὴ ἐρρίζωται, τῆς ἕτερον μὲν θειλόπεδον λευρῷ ἐνὶ χώρῳ τέρσεται ἠελίῳ, ἑτέρας δ ἄρα τε τρυγόωσιν, ἄλλας δὲ τραπέουσι, πάροιθε δὲ τ ὄμφακές εἰσιν ἄνθος ἀφιεῖσαι, ἕτεραι δ ὑποπερκάζουσιν.» 2 [Ἐπὶ πλέον ἦταν φυτεμένο καὶ πολύκαρπο ἀμπέλι. Ἄλλα σταφύλια ξεραίνονται στὸ λιακωτὸ κάτω ἀπὸ τὸν ἥλιο σὲ στρωμένο ἔδαφος, κι ἄλλα πάλι τὰ τρυγοῦν καὶ τὰ πατοῦν. Πιὸ πέρα τὰ σταφύλια εἶναι ἀκόμα ἄγουρα, ἐκεῖ μόλις βγάζουν ἀνθὸ καὶ ἄλλων ὁ καρπὸς βρίσκεται στὸ γυάλισμα (ἀρχίζουν νὰ κοκκινίζουν).] Ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὕπαρξη τῆς ἀμπέλου ἀναφέρεται ἡ ξήρανση στὸν ἥλιο τῶν σταφυλιῶν, ὅπως γίνεται σήμερα στὴ χώρα μας γιὰ τὴν κορινθιακὴ καὶ τὴ σουλτανῖνα σταφίδα. Ἀκόμη μᾶς πληροφορεῖ ὅτι πατοῦν τὰ σταφύλια προφανῶς γιὰ τὴν παραγωγὴ τοῦ κρασιοῦ καί, τὸ σημαντικώτερο, ὅτι ὑπῆρχαν ταυτόχρονα σταφύλια ἕτοιμα γιὰ τρύγο καὶ ἄλλα ποὺ ἦταν στὸ γυάλισμα, δηλαδὴ στὴν περίοδο ποὺ ἀρχίζει ἡ ἀλλαγὴ τοῦ χρώματος στὶς 2. Ὑποπερκάζουσιν: Ἀποδίδεται μὲ τὸν τεχνικὸ ὄρο «γυάλισμα», ποὺ διεθνῶς σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τῆς ὡρίμασης, ὅταν δηλαδὴ ἡ ρᾶγα ἀρχίζῃ νὰ ἀλλάζῃ χρῶμα. 25

«Τὰ κλήματα στηρίζονταν ἀπὸ τὴ μία ἄκρη στὴν ἄλλη μὲ ἀσημένια παλούκια... Κορίτσια κουβαλοῦσαν μέσα σὲ πλεκτὰ κοφίνια τὸν γλυκὸ σὰν μέλι καρπό...» (Ἰλιάδα Σ 561). Τίποτε δὲν ἄλλαξε σήμερα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὁμήρου: Στὴν εἰκόνα σκηνὴ ἀπὸ τὸν τρύγο τῆς 21ης Σεπτεμβρίου 2003 στὸν βιολογικὸ ἀμπελῶνα τοῦ «Μεθυμναίου οἴνου», στὴ Λέσβο: Ἀριστερὰ καὶ δεξιὰ τὰ ὑποστηριζόμενα μὲ πασσάλους κλήματα καὶ στὴ μέση αγόρια καὶ κορίτσια μὲ τὸν γλυκὸ σὰν μέλι καρπὸ στὰ χέρια καὶ στὰ καφάσια. 26

ρᾶγες, καὶ τέλος ἄλλα στὴν ἄνθηση. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι τὴν ἐποχὴ ἐκείνη διέθεταν περισσότερες ἀπὸ μία ποικιλίες ἀμπέλου, μὲ διαφορετικὴ ἐποχὴ ἀνθοφορίας καὶ ὡρίμασης καὶ μὲ διαφορετικὴ χρήση, ἄλλες γιὰ παραγωγὴ κρασιοῦ καὶ ἄλλες γιὰ νωπὴ κατανάλωση. Τέλος τὸ ε 70, περιγράφοντας τὴ σπηλιὰ τῆς Καλυψῶς, μᾶς πληροφορεῖ: «...καὶ ἁπλώνονταν ἐκεῖ γύρω ἀπὸ τὴ μεγάλη σπηλιὰ θαλερὰ νεαρὰ κλήματα γιομᾶτα σταφύλια...». Στὴν ἐπίσκεψη τοῦ Τηλέμαχου στὰ ἀνάκτορα τοῦ Νέστορα (γ 390) καὶ ὅταν ἔφτασαν ἐκεῖ μετὰ τὴν ὑποδοχή, τότε: «...ὁ γέρος τοὺς κέρασε γλυκὸ κρασὶ ἀπὸ νέο κρητῆρα (ἀγγεῖο γιὰ τὸ κρασί), ποὺ βρισκόταν στὸν ἑνδέκατο χρόνο, τὸ ὁποῖο ἡ οἰκονόμος ἂνοιξε, ἀφοῦ ἔλυσε ἀπὸ τὰ δεσμὰ τὸ πῶμα τοῦ πιθαριοῦ ποὺ τὸ περιεῖχε ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασὶ ὁ γέρος κέρασε καὶ στάζοντας ἀπὸ αὐτὸ ἔκανε ἐκτενεῖς δεήσεις στὴν Ἀθηνᾶ, τὴν κόρη τοῦ ἀσπιδοφόρου ία...» Ἀπὸ τὸ ἀπόσπασμα αὐτὸ φαίνεται ἡ σπουδαιότητα ποὺ ἀποδίδανε στὸ κρασὶ, κάτι ποὺ καὶ σήμερα δὲν ἔχει ἀλλάξει, καὶ ἐπίσης μὲ τὸ ἴδιο κρασὶ ἔκαναν σπονδὲς στὸ θεό. Τέλος σημαντικὸ στοιχεῖο εἶναι ἡ πληροφορία, ὅτι γιὰ τὸν ἐκλεκτὸ ξένο ἄνοιξαν παλιὸ κρασί, ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει στὶς μέρες μας. Στοὺς στίχους δ 219-221 πληροφορούμαστε ὅτι: «Τότε ἡ θεογέννητη Ἑλένη σοφίστηκε τοῦτο ἔβαλε ἀμέσως στὸ κρασὶ ποὺ ἔπιναν φάρμακο, 3 ποὺ καταπραΰνει τὴ θλίψη καὶ τὸν πόνο καὶ σβήνει τὰ φαρμάκια», δηλαδὴ ἡ χρήση τοῦ κρασιοῦ ἦταν συνδεδεμένη ἐνίοτε καὶ μὲ τὴ θεραπεία τῆς μελαγχολίας, ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπάρξῃ ἀπὸ διάφορες αἰτίες ὅπως καὶ σήμερα ἀσφαλῶς, χωρὶς τὴ χρήση προσθέτων. Καλλιέργεια τῆς ἐλιᾶς: Γιὰ τὸ δένδρο αὐτὸ δὲν ὑπάρχουν πολλὲς ἀναφορὲς στὸν Ὅμηρο, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἦταν ἕνα ἀπὸ τὰ βασικὰ στοιχεῖα τῆς γεωργίας τῆς ἐποχῆς του. Ὑπάρχουν τρεῖς μικρὲς ἀναφορές: Στὸ η 115 τῆς Ὀδύσσειας, ὅπου ἀναφέρεται ὅτι στὸν κῆπο τοῦ Ἀλκίνοου ὑπῆρχαν «...ἐλιὲς μὲ τὸν ἀνθό τους...», στὸ Ρ 53 τῆς Ἰλιάδας, ὅπου ὑπάρχει μία παρομοίωση γιὰ κάποιο πολεμιστή: «...σὰν τὸ δροσερὸ φυντάνι τῆς ἐλιᾶς, ποὺ τὸ ἀνασταίνει κάποιος, ὄμορφο ὁλόχλωρο...» καὶ πάλι στὴν Ὀδύσσεια (ε 476), ὅπου περιγράφεται ὅτι ὁ Ὀδυσσέας «...τρύπωσε κάτω ἀπὸ δύο χαμηλὰ δένδρα ποὺ φύτρωναν ἀπὸ τὴν ἴδια ρίζα, τὸ ἕνα ἦταν ἀγριελιὰ καὶ τὸ ἄλλο ἐλιά...», ποὺ δὲν ἀφήνει καμμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ ἀγριελιά, τῆς ὁποίας ἕνα κλαδὶ εἶχε ἐμβολιασθῆ μὲ ἥμερο δένδρο ἐλιᾶς. Καλλιέργειες ἄλλων φυτῶν: Στοὺς στίχους τῆς Ὀδύσσειας η 126-128 ἀναφέρεται ὅτι: «...στὸ βάθος τοῦ κήπου φύτρωναν κάθε λογῆς καλὰ καλλιεργημένες πρασιές, καταπράσινες ὅλο τὸ χρόνο...», ποὺ σημαίνει ὅτι εἶχαν καλλιέργειες γιὰ ὅλες τὶς ἐποχὲς τοῦ ἔτους, ὅπως κρεμμυδιῶν, ρεβιθιῶν, κουκκιῶν, σέλινου, ποὺ ἀναφέρονται σὲ διάφορες περιπτώσεις (Πίν. 1), ἀλλὰ καὶ πιθανὸν καὶ ἄλλων φυλλωδῶν λαχανοκομικῶν φυτῶν, ποὺ δὲν ἀναφέρονται καὶ χρησιμοποιοῦνταν γιὰ διατροφὴ τῶν ἀνθρώπων. Ἐνδεχομένως στὶς πρασιὲς νὰ καλλι- 3. Θεωρεῖται ὅτι τὸ φάρμακο ἦταν ὄπιο. 27