ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α ἤ 01ο (01-52) 01-05 Ὁ Λόγος εἶναι Θεὸς καὶ ημιουργὸς τῶν πάντων Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα καὶ ἦταν Θεὸς ὁ Λόγος. Αὐτὸς ἦταν στὴν ἀρχὴ μαζὶ μὲ τὸ Θεὸ Πατέρα. Ὅλα δημιουργήθηκαν ἀπὸ Αὐτὸν καὶ χωρὶς Αὐτὸν δὲν ἔγινε τίποτε, ἀπὸ ὅσα ἔχουν γίνει. Σ Αὐτὸν ὑπῆρχε ἡ ζωὴ καὶ ἡ ζωὴ ἦταν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων. Τὸ φῶς φωτίζει πάντοτε μέσα στὸ σκοτάδι, ἀλλὰ τὸ σκοτάδι ποτὲ δὲν νίκησε τὸ φῶς. 06-13 Ὁ Λόγος σαρκώθηκε, ἔγινε ἄνθρωπος Παρουσιάσθηκε ἕνας ἄνθρωπος, ἀπεσταλμένος ἀπὸ τὸ Θεό, ποὺ λεγόταν Ἰωάννης. Αὐτὸς ἦρθε μὲ σκοπὸ νὰ δώσει μαρτυρία γιὰ τὸ φῶς, ὥστε μὲ τὰ λόγια του νὰ πιστεύσουν ὅλοι στὸ φῶς. ὲν ἦταν ἐκεῖνος τὸ φῶς, ἀλλὰ ἦρθε νὰ δώσει μαρτυρία γιὰ τὸ φῶς. Αὐτὸ εἶναι τὸ φῶς τὸ ἀληθινό, ποὺ φωτίζει κάθε ἄνθρωπο, ὅταν ἔρχεται στὸν κόσμο. Ὁ Λόγος ἦταν στὸν κόσμο καὶ ὁ κόσμος ἔγινε ἀπὸ Αὐτόν. Ὅμως οἱ ἁμαρτωλοὶ ἄνθρωποι, ποὺ προσκολλήθηκαν στὰ γήϊνα, δὲν τὸν ἀναγνώρισαν γιὰ ημιουργό τους. Ἦρθε στὸν ἐκλεκτὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, τοὺς Ἰσραηλίτες, ἀλλὰ αὐτοὶ ἄν καὶ ἦταν δικοί του, δὲν τὸν παραδέχθηκαν.
Ὅσοι ὅμως τὸν παραδέχθηκαν γιὰ Λυτρωτή, τοὺς ἔδωσε τὸ δικαίωμα νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ. Ὅλοι αὐτοὶ δὲν γεννήθηκαν ἀπὸ αἵματα, οὔτε ἀπὸ σαρκικὴ ἐπιθυμία, οὔτε ἀπὸ θέλημα ἀνθρώπου, ἀλλὰ γεννήθηκαν ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸ Θεό. 14-17 Ἡ Χάρη μᾶς δόθηκε ἀπὸ τὸν Ἰησοῦ Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος, κατοίκησε ἀνάμεσά μας καὶ ἐμεῖς ἀπολαύσαμε τὴ δόξα του. Αὐτὴ τὴ δόξα, ποὺ ἔχει σὰν μονογενὴς Υἱός, γεμάτος χάρη καὶ ἀλήθεια ἀπὸ τὸν Πατέρα. Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ γι Αὐτὸν καὶ φωνάζει δυνατὰ λέγοντας «Αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος γιὰ τὸν ὁποῖο ἔχω διακηρύξει "Ἐνῶ ἔρχεται σὰν ἄνθρωπος μετὰ ἀπὸ μένα, ὅμως εἶναι ἀνώτερός μου, γιατὶ σὰν Θεὸς ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ μένα"». Ὅλοι ἐμεῖς οἱ ἄλλοι, λάβαμε ἀπὸ τὸν πλοῦτο του, τὴ μιὰ χάρη μετὰ τὴν ἄλλη. Ὁ Νόμος τοῦ Θεοῦ δόθηκε στοὺς ἀνθρώπους μὲ τὸ Μωυσῆ. Ἡ χάρη ὅμως καὶ ἡ ἀλήθεια ἦρθαν σ ἐμᾶς, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἔγινε ἄνθρωπος. Κανένας ἄνθρωπος ποτὲ δὲν εἶδε τὸ Θεό. Μόνο ὁ Μονογενὴς Υἱὸς, ποὺ εἶναι στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ Πατέρα, ἐκεῖνος μᾶς τὸν ἀποκάλυψε. 19-28 Ὁ Πρόδρομος δίνει πάλι μαρτυρία γιὰ τὸ Χριστὸ Αὐτὴ εἶναι πάλι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννη, ὅταν ἔστειλαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ Λευΐτες, γιὰ νὰ τὸν ρωτήσουν «Ἐσὺ, ποιός εἶσαι»; Αὐτὸς ὁμολόγησε καὶ δὲν ἀρνήθηκε. Ὁμολόγησε, ὅτι δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός. Τὸν ρώτησαν πάλι Ποιός λοιπόν, εἶσαι ἐσύ; Εἶσαι ὁ Ἠλίας»; Καὶ λέγει «ὲν εἶμαι». «Ὁ προφήτης εἶσαι ἐσύ»; Καὶ ἀποκρίθηκε «Ὄχι».
Τοῦ εἶπαν τότε «Ποιός εἶσαι; Ἐμεῖς πρέπει νὰ δώσουμε ἀπάντηση σ αὐτούς, ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί φρονεῖς γιὰ τὸν ἑαυτό σου»; Τότε ἐκεῖνος εἶπε «Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ ἐκείνου, ποὺ φωνάζει δυνατὰ στὴν ἔρημο. Κάνετε ἴσιο τὸ δρόμο νὰ περάσει ὁ Κύριος, ὅπως εἶπε ὁ προφήτης Ἡσαΐας». Ἦταν ἐκεῖ καὶ κάποιοι ἀπεσταλμένοι ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους, ποὺ τὸν ρώτησαν λέγοντας «Γιατί λοιπὸν ἐσὺ βαπτίζεις, ἀφοῦ δὲν εἶσαι ὁ Μεσσίας Χριστός, οὔτε ὁ Ἠλίας, οὔτε ὁ προφήτης»; Ὁ Ἰωάννης τότε τοὺς ἀποκρίθηκε λέγοντας «Ἐγὼ βαπτίζω μὲ νερό, ἀλλὰ ἀνάμεσά σας βρίσκεται κάποιος, τὸν ὁποῖο ἐσεῖς δὲν τὸν γνωρίζετε. Αὐτὸς, ἐνῶ φαίνεται ὅτι ἔρχεται μετὰ ἀπὸ ἐμένα, στὴν πραγματικότητα ὅμως, ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμένα. Ἐγὼ μπροστά του δὲν εἶμαι ἄξιος, οὔτε τὸ λουρὶ ἀπὸ τὸ σανδάλι του νὰ λύσω». Ὅλα αὐτὰ ἔγιναν στὴ Βηθανία, πέρα ἀπὸ τὸν Ἰορδάνη, ὅπου βάπτιζε ὁ Ἰωάννης. 29-34 35-40 Ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Ἰωάννης ἀκολουθοῦν τὸ Χριστὸ Τὴν ἄλλη ἡμέρα δίπλα στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ στεκόταν πάλι ὁ Ἰωάννης μὲ δυὸ ἀπὸ τοὺς μαθητές του. Βλέποντας τὸν Ἰησοῦ νὰ πλησιάζει κοντά τους, λέει σ αὐτούς «Νά, ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ!». Ὅταν οἱ δυὸ μαθητὲς ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννη, ἀμέσως ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ.
Κάποια στιγμή, ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀντιλήφθηκε, στράφηκε πρὸς τὸ μέρος τους καὶ βλέποντάς τους νὰ τὸν ἀκολουθοῦν, τοὺς ρωτάει. «Τί ζητᾶτε»; Αὐτοὶ ἀπάντησαν «Ραββί, ποὺ σημαίνει ιδάσκαλε, ποῦ μένεις»; Κι ἐκεῖνος τοὺς λέει. «Ἐλᾶτε νὰ δεῖτε». Τὴ στιγμὴ ἐκείνη ἡ ὥρα ἦταν τέσσερες τὸ ἀπόγευμα. Αὐτοὶ ἦρθαν μαζί του, εἶδαν ποῦ μένει καὶ ἔμειναν κοντά του ἐκείνη τὴν ἡμέρα. 41-43 Ὁ Ἀνδρέας μιλάει στὸ Σίμωνα γιὰ τὸ Χριστὸ Ὁ ἕνας ἀπὸ τοὺς δυὸ μαθητές, ποὺ ἄκουσαν τὰ λόγια τοῦ Ἰωάννου καὶ ἀκολούθησαν τὸν Ἰησοῦ, ἦταν ὁ Ἀνδρέας, ὁ ἀδελφὸς τοῦ Σίμωνα Πέτρου. Αὐτὸς ὁ μαθητής, βρίσκει πρῶτα τὸν ἀδελφό του τὸ Σίμωνα καὶ τοῦ λέει. «Βρήκαμε τὸ Μεσσία!», ποὺ μεταφράζεται στὰ ἑλληνικὰ Χριστὸς καὶ τὸν ὁδήγησε κοντὰ στὸ Χριστό. Ὁ Ἰησοῦς, ἀφοῦ τὸν κοίταξε καλά, εἶπε «Ἐσὺ εἶσαι ὁ Σίμωνας, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωνᾶ. Τώρα, ἐσὺ θὰ ὀνομασθεῖς Κηφᾶς, ποὺ σημαίνει Πέτρος. 44-47 Ὁ Χριστὸς καλεῖ τὸν Φίλιππο κι αὐτὸς τὸν Ναθαναὴλ Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα, ὁ Ἰησοῦς θέλησε νὰ πάει στὴ Γαλιλαία. Ἐκεῖ βρίσκει τὸ Φίλιππο, ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδά, τὴν πατρίδα τοῦ Ἀνδρέα καὶ τοῦ Πέτρου καὶ τοῦ λέει «Ακολούθησέ με». Ὁ Φίλιππος βρίσκει μετὰ τὸ Ναθαναὴλ καὶ τοῦ λέει «Βρήκαμε Ἐκεῖνον, γιὰ τὸν ὁποῖο κάνει λόγο στὸ Νόμο ὁ Μωυσῆς καὶ τὸν προανήγγειλαν οἱ προφῆτες. Εἶναι ὁ Ἰησοῦς, ὁ γιὸς τοῦ Ἰωσὴφ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ».
Ὁ Ναθαναὴλ τότε τοῦ εἶπε «Εἶναι δυνατὸν νὰ βγεῖ κάτι καλὸ ἀπὸ τὴ Ναζαρέτ;» Καὶ ὁ Φίλιππος τοῦ λέει «Ἔλα νὰ δεῖς καὶ ὁ ἴδιος μὲ τὰ μάτια σου». 48-52 Ὁ Χριστὸς ἀποκαλύπτεται στὸν Ναθαναὴλ Εἶδε ὁ Ἰησοῦς τὸ Ναθαναὴλ νὰ πλησιάζει κοντά του καὶ λέει στοὺς ἄλλους μαθητὲς γι αὐτόν «Νὰ ἕνας πιστὸς Ἰσραηλίτης, ποὺ δὲν ἔχει πονηριὰ μέσα του». Ὁ Ναθαναὴλ μὲ ἀπορία, τοῦ λέει «Ἀπὸ ποῦ μὲ γνωρίζεις»; Ὁ Ἰησοῦς ἀποκρίθηκε «Πρὶν ἀκόμη ὁ Φίλιππος ἔρθει κοντά σου, νὰ σοῦ μιλήσει γιὰ μένα, ἐγὼ σὲ εἶδα νὰ κάθεσαι κάτω ἀπὸ τὴ συκιά». Ὁ Ναθαναὴλ ἀμέσως ὁμολόγησε «ιδάσκαλε, ἐσὺ εἶσαι ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Στ ἀλήθεια εἶσαι ὁ βασιλιὰς τοῦ Ἰσραήλ». Τότε ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀποκρίθηκε «Πιστεύεις τώρα, ἐπειδὴ σοῦ εἶπα, ὅτι σὲ εἶδα κάτω ἀπὸ τὴ συκιά; Νὰ ξέρεις, πὼς σύντομα θὰ δεῖς πολὺ μεγαλύτερα πράγματα ἀπὸ αὐτά». Καὶ στρέφοντας τὸ βλέμμα του στοὺς ἄλλους, συνέχισε «Τώρα σᾶς ἀποκαλύπτω μιὰ ἀλήθεια. Ἀπὸ δῶ καὶ πέρα, θὰ βλέπετε τὸν οὐρανό ἀνοιγμένο καὶ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Θεοῦ νὰ ἀνεβαίνουν καὶ νὰ κατεβαίνουν, ὑπηρετώντας τὸν Υἱὸ τοῦ ἀνθρώπου».