1 πηγός, ή, όν (πήγνυμι) = δυνατός, στέρεος, συμπαγής. Επί κύματος, πελώριο, ολοφούσκωτο πλάζετο (πλάζομαι =περιπλανιέμαι) =παρατατ. ἡ κραδίη =καρδία Ἠώς =αττ. ἕως, η αυγή σχεδόν =κοντά ὀξύ =καθαρά, επίρρημα επί αισθήσεων προτιόσσετο (προτιόσσομαι =βλέπω) =παρατατ. ἔπλετο (πέλομαι =είμαι) =αορ. εἴσιδε =εἰσεῖδε ἀρθείς (αἴρομαι) ἡ νηνεμία = ἐλλειψις ανέμου, γαλήνη ἀσπάσιος, ον και -α, -ον = ευπρόσδεκτος, επιθυμητός φανήῃ (φαίνομαι) =φανῇ, υποτ. παθ. αορ. ἔχραε (χράω +δοτ.=προσβάλλω, επιτίθεμαι) = παρατατ. (μόνο) ἐείσατο (εἴδομαι =φαίνομαι) =εἴσατο, αορ. ἡ ὕλη =δάσος νῆχε (νήχω =κολυμπώ) = παρατατ. ἐπειγόμενος (ἐπείγομαι +απαρ. =βιάζομαι να ) ἡ ἤπειρος =στεριά γέγωνα =επικ. παρακ. με σημ. ενεστ. =φωνάζω ώστε να ακουστώ ὅσσον γέγωνε βοήσας = τόσο μακριά όσο ακούγεται κάποιος αν φωνάξει ἡ σπῐλάς, δος = σκόπελος, δοτ. πληθ. ῥόχθει (ῥοχθέω = κτυπώ, παταγώ, ανακινούμαι με βοή) =παρατατ. ποτὶ =προς ἠπείροιο = ἠπείρου, γεν. ἐρευγόμενον (ἐρεύγομαι, μτφ. επί θαλάσσης =που εκβράζεται, ρίχνεται αφρισμένη στην ξηρά) εἴλυτο (εἰλύομαι =τυλίγομαι, σκεπάζομαι, περιβάλλομαι) =υπερσυντ. ἡ ἄχνη = ο αφρός της θάλασσας ὁ ὄχος (ἔχω) = το φέρον τι, όχημα νηῶν ὄχοι =λιμάνια αἱ ἐπιωγαί =καταφύγια για πλοία ὁ, ἡ προβλής, -ῆτος =που προεξέχει ὁ πάγος (πήγνυμι) = βράχος ὀχθήσας (ὀχθέω =δεινοπαθώ, υπερλυπούμαι, στενάζω) =μτχ. αορ. (ὤχθησα) ἀελπής, ές =απροσδόκητος
2 τὸ λαῖτμα = βυθός θάλασσας διατμήξας (διατμήγω =τέμνω, διασχίζω) =μτχ. αορ. (διέτμηξα) ἐτέλεσσα (τελέω =τελειώνω, περνάω) πολιός, ά, όν =υπόλευκος, γκρίζος θύραζε =έξω από ἔκτοσθεν =έξω βέβρυχεν (βρυχάομαι) = παρακ. ῥόθιος, α, ον = που ορμά με θόρυβο σαν ουσιαστικό, το κύμα που έρχεται στην παραλία με θόρυβο λισσός, ή, όν =λείος ἀναδέδρομε (ἀνατρέχω =μτφ. υψώνομαι) =παρακ. ἀγχιβαθής, ές =βαθύς κοντά στην ξηρά (για τη θάλασα) ὁ, ἡ λίθαξ, ᾰκος =πέτρινος ἡ πέτρα =σταθερός βράχος παρανήξομαι (παρανήχομαι =κολυμπώ πλησίον ή παραπλεύρως) μέλεος, α, ον και ος, ον =μάταιος, δυστυχής ἡ ἠιών, όνος =ακτή ὁ, ἡ παραπλήξ, ῆγος = που χτυπιέται στα πλάγια από κύματα ἠιόνες παραπλῆγες =μέρη της ακτής όπου το κύμα χτυπάει πλάγια στενάχω =αναστενάζω, οδύρομαι, θρηνώ ἐπισεύω +δοτ. =στέλνω ενάντια σε κάποιον ὀδώδυσται (ὀδύσσομαι +δοτ. =μισώ, οργίζομαι με κάποιον) =παθ. παρακ. ἧος τόφρα =τόσο..όσο ὅρμαινε (ὁρμαίνω =γυρίζω στο μυαλό μου, συλλογίζομαι) =ὥρμαινε, παρατ. ἡ ῥινός, οῦ =δέρμα δρύφθη (δρύπτω =σχίζω, γδέρνω) =ἐδρύφθη, παθ. αορ. ἀράχθη (ἀράσσω =χτυπώ δυνατά) =ἠράχθη, παθ. αορ. (ἠράχθην) συνηράχθη (συνᾰράσσω =θρυμματίζω) ἐπεσσύμενος (ἐπισεύω =ορμώ) =μτχ. παθ. παρακ. ὑπάλυξε (ὑπαλύσκω =αποφεύγω) =αορ. πᾰλιρρόθιος, η, ον =ο μετά κρότου προς τα πίσω φερόμενος, ο αναρρέων (επί κύματος) κοτυληδονόφιν (ἡ κοτῠληδών, όνος, συν. πληθ.=βεντούζες στα πλοκάμια χταποδιού) =δοτ. πληθ. ἡ λᾶϊγξ, λάϊγγος =χαλίκι, βότσαλο θρασειάων (θρασύς, εῖα, ύ = δυνατός)=θρασειῶν ἀπέδρυφθεν (ἀποδρύπτω =γδέρνω) =ἀπεδρύφθησαν, γ πρ. πληθ. παθ. αορ.
3 ἡ ἐπιφροσύνη =σωφροσύνη ἐξαναδύς (ἐξαναδύομαι) =μτχ. αορ. (ἐξανέδυν) ἐρεύγομαι =ξεσπάω, αφρίζω παρέξ = έξω, ξέμακρα, παραπέρα ἷξε (ἵκω =φτάνω) =αορ. (ἷξον) νέω =κολυμπώ ἐείσατο (εἴδομαι =φαίνομαι) =αορ. τὸ σκέπας, αος = καταφύγιο, κάλυμμα ὅτις =ὅστις ἐσσί =εἶ πολύλλιστος, ον = πολύευκτος, ο πολύ ή πολλές φορές ικετευόμενος, πολυπόθητος ἡ ἐνιπή =τιμωρία αἰδοῖος, α, ον (αἰδέομαι) =σεβαστός ἵκηται (ἱκνοῦμαι =φτάνω) =υποτ. αορ. (ἱκόμην) ῥόον =ῥοῦν μογήσας (μογέω =υποφέρω) =μτχ. αορ. ἡ προχοή (συν. πληθ.) =η εκβολή του ποταμού ἐσάωσεν (σαόω =σώζω) =αορ. ἁλί (ἡ ἅλς, ἁλός =θάλασσα) =δοτ. δέδμητο (δαμάζω) =παρακ. παθ. (δέδμημαι) ᾤδεε (οἰδέω =πρήζομαι) =ᾤδει, παρατ. ὁ χρώς, χροός, χροΐ, χρόα =σώμα κήκιε (κηκίω =αναβλύζω) =παρατ. ἡ ῥίς, ῥινός =μύτη στον πληθ. =ρουθούνια ὀλιγηπελέων (ὀλίγος, πέλω)=αδύναμος, μτχ. χωρίς ενεστώτα ἔμπνυτο (ἐμπνέω)=ἐνέπνευσε, αορ. ἀγέρθη (ἀγείρω =συγκεντρώνω) =ἠγέρθη, αορ. παθ. τὸ κρήδεμνον (κάρα, δέω) =κεφαλομάντηλο ἕο =οὗ ἁλῐμῡρήεις, εσσα, εν = που ρέει μέσα στη θάλασσα αἶψα =γρήγορα ἄψ =πίσω λιασθείς (λιάζομαι =αποτραβιέμαι, απομακρύνομαι, πέφτω κάτω) =μτχ. αορ. (ἐλιάσθην) ὑπεκλίνθη (ὑποκλίνομαι +δοτ. =ξαπλώνω κάτω από ) =μτχ. παθ. αορ. ζείδωρος, ον =που δίνει καρπούς, γόνιμος μήκιστα =τελικά κ =κε =ἄν
4 δυσκηδής, ές =φρικτός φυλάσσω =παραμένω ἄμυδις =ἅμα, συγχρόνως ἡ στίβη =παγωμένη δροσιά, πρωϊνή πάχνη ἡ ἐέρση =ἕρση =δροσιά θῆλυς, εια, υ =φρέσκος (για την δροσιά) κεκαφηότα (κεκαφηώς, επικός παρακ. χωρίς ενεστ. =εξαντλημένος, εξουθενωμένος, που εκπνέει την ζωή του) ἠῶθι πρό =πρὸ ἠοῦς =πριν την αυγή ἡ κλῑτύς, ύος = βουνοπλαγιά δάσκιος, ον =δασωμένος καταδράθω (καταδαρθάνω =κοιμάμαι) =υποτ. αορ. (κατέδραθον) μεθήῃ =μεθῇ (μεθίημι) τὸ ἕλωρ (ονομ. και αιτ.) =λεία τὸ κύρμα, τος = αυτό που κάποιος βρίσκει, λεία, έρμαιο δοάσσατο =ἔδοξε βῆ =ἔβη ἴμεν =ἰέναι περιφαίνομαι =φαίνομαι από όλες τις μεριές, είμαι περίοπτος δοιοί, αί, ά=δύο ὁμόθεν =από το ίδιο μέρος πεφυῶτας =πεφυκότας ἡ φῠλία =αγριελιά διάη (διάημι +αιτ.=διαπερνώ φυσώντας) =παρατ. (διάην) ἀέντων (ἄημι =φυσώ) =μτχ. (ἀείς) φαέθων (φαέθω =λάμπω) =μτχ. ὁ ὄμβρος =η δυνατή βροχή περάασκε (περάω = διαπερνώ) =γ πρ. παρατατ. ἔφυν (φύομαι) =ἔφυσαν ἐπαμοιβαδίς =αμοιβαία, ο ένας πάνω στον άλλον δύσετο (δύομαι βυθίζομαι=)=ἐδύσατο, αορ. ἄφαρ =γρήγορα ἐπαμήσατο (ἐπαμάομαι =μαζεύω, συσσωρεύω) =αορ. ἔην =ἦν ἡ χύσις, εως =σωρός ἤλῐθα =αρκετά ἔρυσθαι =εἴρυσθαι (ἐρύομαι =προφυλάσσω, σώζω) = απαρεμφ. παρακ. χαλεπαίνω = αγριεύω γήθησε (γηθέω =χαίρομαι) =ἐγήθησε, αορ.
5 λέκτο (λέγω = ξαπλώνω, κοιμάμαι) =ἔλεκτο, γ πρ. παθ. αορ. ἐπεχεύατο (ἐπιχέομαι =χύνω, συσσωρεύω από πάνω) =γ πρ. επικ. αορ. (ἐπεχευάμην) ὁ δαλός =ο δαυλός ἡ σποδιά =σωρός από στάχτη πάρα =πάρεισιν αὕω, αττ. αὔω =ανάβω φωτιά χεῦε (χέω) = γ πρ. επικ. παρατ. (ἔχευον), αττ. ἔχει δυσπονής, ές =κουραστικός