ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «Ο λόγος αναιρέσεως του άρθρου 559 αριθμός 1 του ΚΠολΔ» ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΦΟΙΤΗΤΡΙΑ ΜΑΡΙΑ ΑΓΓΕΛΟΥΔΗ ΤΟΥ ΜΙΧΑΗΛ (Α.Μ. 100535) 1 ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ: ΛΗΔΑ ΠΙΨΟΥ,
ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΝΟΜΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΜΑΡΤΙΟΣ 2016 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ: Α. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ: Η φύση του παραβιαζόμενου κανόνα δικαίου..4 B. Μορφές παραβίασης του κανόνα ουσιαστικού δικαίου..8 1. Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως ειδικότερη έκφανση παραβίασης του κανόνα ουσιαστικού δικαίου 9 -Οι αόριστες νομικές έννοιες ειδικότερα 2
2. Ψευδής ερμηνείa του ουσιαστικού κανόνα δικαίου... 14 -Η νομικά αόριστη αγωγή. -Παράλειψη αναλογικής εφαρμογής κανόνα ουσιαστικού δικαίου -Ελλιπής μείζων πρόταση. -Παραβίαση ερμηνευτικού νόμου -Παραβίαση κανόνα ερμηνευτικού των δικαιοπραξιών. -Παραβίαση των διδαγμάτων της κοινής πείρας. -Παραβίαση του εθίμου, των συναλλακτικών ηθών και των χρηστών ηθών Γ. Πηγές των κανόνων ουσιαστικού δικαίου 34 Δ. Προϋποθέσεις για να προβληθεί «ορισμένως» ο υπό κρίση λόγος 39 Ε. Συμπέρασμα.42 ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η ύψιστη λειτουργία της δικαιοσύνης βρίσκει το δρόμο προς την ευόδωσή της μέσω του εκτάκτου ενδίκου μέσου της αναιρέσεως. Δεδομένου ότι συχνά ελλοχεύει ο κίνδυνος μια δικαστική απόφαση ουσίας να εμπεριέχει σφάλματα, η δυνατότητα άσκησης της αιτήσεως αναιρέσεως στην πλειονότητα των δικαστικών αποφάσεων δημιουργεί την κατευναστική πεποίθηση στους κοινωνούς της δικαιοσύνης ότι η προσφυγή ενώπιον των δικαστικών αρχών δεν θα αποφέρει μία τελειωτικά μη υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο δικαστική κρίση. Πέραν αυτού, όμως, και μόνη η πιθανότητα εξέτασης μιας υπόθεσης από το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της χώρας κρατά τον πρωτοβάθμιο και τον δευτεροβάθμιο δικαστή σε εγρήγορση, καθώς του υπενθυμίζει κάθε φορά ότι 3
πρέπει να επιλαμβάνεται με περισσή επιμέλεια κάθε υπόθεση, ακόμη και αυτή που στην κρίση του μοιάζει ήσσονος βαρύτητας. Σκοπός του παρόντος πονήματος είναι η συστηματική εμβάθυνση σε έναν εξαιρετικά διευρυμένο αναιρετικό λόγο των πολιτικών δικαστικών αποφάσεων, συγκεκριμένα σ' αυτόν που θέτει η διάταξη του αριθμού 1 του άρθρου 559 του ΚΠολΔ. Καθώς -κατά την άποψη της θεωρίας 1 - η προμνησθείσα διάταξη εισάγει τον σπουδαιότερο λόγο αναιρέσεως, δεδομένου ότι είναι ο συχνότερος που συναντάται στην δικαστηριακή πρακτική, στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης θα εκτεθεί η έκταση εφαρμογής του ως άνω λόγου και το μέτρο στο οποίο νομιμοποιείται ο αντίστοιχος αναιρετικός έλεγχος. Δέον να αναφερθεί ότι παρά τις πολύ ανατρεπτικές τροποποιήσεις του ΚπολΔ δυνάμει του Ν. 4335/2015, ο οποίος εφάρμοσε τις επιταγές του Ν.4334/2015 σχετικά με τις Επείγουσες ρυθμίσεις για τη διαπραγμάτευση και σύναψη συμφωνίας με τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης (Ε.Μ.Σ.), ο κρισιολογούμενος λόγος αναίρεσης παρέμεινε ως έχει λόγω της αποφασιστικής του σημασίας στην πολιτική δίκη. Αρχικά, θα πρέπει να γίνει μια σαφής εννοιολογική διάκριση μεταξύ ουσιαστικού και δικονομικού κανόνα δικαίου και στη συνέχεια μια περιγραφή της έννοιας του ουσιαστικού κανόνα δικαίου, των μορφών και του περιεχομένου της παραβίασης. Α. 559 αρ. 1 ΚΠολΔ: Η φύση του παραβιαζόμενου κανόνα δικαίου Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 559 αρ. 1 ΚπολΔ στο εδάφιο α ορίζεται ότι: «[Αναίρεση επιτρέπεται μόνο] 1. Αν παραβιάστηκε κανόνας του ουσιαστικού δικαίου, στον οποίο περιλαμβάνονται και οι ερμηνευτικοί κανόνες των δικαιοπραξιών, αδιάφορο αν πρόκειται για νόμο ή έθιμο, ελληνικό ή ξένο, εσωτερικού ή διεθνούς δικαίου.». Από την απλή ανάγνωση αυτής της διάταξης ευχερώς συνάγεται ότι αυτή εντάσσει στο ρυθμιστικό της πεδίο ρητά και 1 Παπαλάμπρου Απ., Η παράβασις κανόνος δικαίου και η έλλειψις νομίμου βάσεως ως λόγοι αναιρέσεως κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1975, σ. 6 Κεραμεύς Κ., Ένδικα μέσα 4, 2007, σ. 117 Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, 2007, σ. 429 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ΚπολΔ, Ερμηνεία κατ άρθρο 3, 2013, σ. 1143 4
αποκλειστικά τους ουσιαστικούς 2 κανόνες δικαίου, καμιά μνεία δε δεν γίνεται σε δικονομικής φύσεως διατάξεις. Ως ουσιαστικοί κανόνες δικαίου ορίζονται όσοι ρυθμίζουν τις βιοτικές σχέσεις των προσώπων μεταξύ τους, προσνέμουν δικαιώματα και υποχρεώσεις στους φορείς τους, ενώ ταυτόχρονα επιβάλλουν κυρώσεις σε ενδεχόμενη παραβίασή τους 3. Οι ουσιαστικοί κανόνες δικαίου είναι αυτοί που συγκροτούν τη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης με αναίρεση απόφασης 4. Από τα ανωτέρω, λοιπόν, συνάγεται εξ αντιδιαστολής ότι από το πεδίο εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 559 αρ.1 ΚπολΔ αποκλείται ο έλεγχος των παραβιάσεων των δικονομικών κανόνων δικαίου 5. Μια βασική διαφοροποίηση του υπ αριθμ. 1 αναιρετικού λόγου του άρθρου 559 ΚπολΔ σε σχέση με τους λοιπούς του ίδιου άρθρου είναι ότι επί παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου δεν γίνεται ιδιαίτερη κατηγοριοποίηση ή διάκριση σε συγκεκριμένες διατάξεις. Αυτό σημαίνει ότι κάθε μορφή παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου εντάσσεται στον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ. Αντιθέτως, στους υπ' αριθμούς 2-20 αναιρετικούς λόγους του άρθρου 559 ΚπολΔ ελέγχονται παραβάσεις των περιοριστικά αναφερόμενων σ' αυτές δικονομικών κανόνων 6. Γι' αυτό κρίνεται ιδιαιτέρως σκόπιμη η διάκριση 2 Σούρλας Κ., Η αναίρεσις εν τη πολιτική δίκη, 1959, σ. 93 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 18, υποσημ. 5 Κανέλλος Χ., Η αναίρεση κατά τον ΚπολΔ, 1990, σ. 62, 63 Ζόμπολας Τ., Η αναίρεση στην πράξη κατά τον ΚπολΔ (θεωρία νομολογία παραδείγματα), 1998, σ. 116 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), Ερμηνεία του ΚπολΔ, 2000, σ. 1147 Κεραμεύς Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 117 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 433 Μάζης Π., Η αναίρεση στην πολιτική δίκη (κατά τα βασικά της σημεία), ΕλλΔνη 2008, σ. 27 Καλαβρός Κ., Η αναίρεση κατά τον ΚπολΔ: Ερμηνεία κατ άρθρο, 2009, σ. 70 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1143, 1145 3 ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ Βλ. Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1003 Σινανιώτης Λ., Η αναίρεση κατά τον ΚπολΔ 2, 2006, σ. 63, Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 433 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 70 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 4 Βλ. Ράμμος Γ., Εισηγήσεις Αστικού Δικονομικού Δικαίου, 1969, σ. 258 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 22, 26 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 63 Βαθρακοκοίλης Β., ΚπολΔ, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο), Τόμος Γ, 1995, σ. 501 Μπέης Κ., Έννοια κανόνων ουσιαστικού δικαίου, Δ 1995, σ. 491 Μπακόπουλος Αγ., Προβλήματα από τους αναιρετικούς λόγους 1, 14 και 19 άρθρ. 559 ΚπολΔ, Δ 1995, σ. 734 Ζόμπολας Τ., ο.π. σημ. 2, σ. 115 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 63, ο οποίος επισημαίνει ότι είναι χαρακτηριστικό των κανόνων ουσιαστικού δικαίου το ότι αυτοί συγκροτούν τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν μπορεί να θεωρηθεί και κριτήριο διαχωρισμού τους από τους δικονομικούς κανόνες, διότι είναι πιθανό στη μείζονα πρόταση να συμπεριλαμβάνονται και δικονομικοί κανόνες, ενώ γενικά ο νομικός συλλογισμός αναπτύσσεται σε κάθε περίπτωση εφαρμογής ενός κανόνα δικαίου ανεξαρτήτως της ένταξης του στους ουσιαστικούς ή στους δικονομικούς και συνιστά λογικό τρόπο για την ορθή εφαρμογή τους. 5 ΑΠ 1739/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 976/2002, ΝΟΜΟΣ Βλ. και Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος γ, 1951, σ. 283 284, όπου αναπτύσσονται όλες οι απόψεις της Επιτροπής με κρατούσα τη θέση ότι η χρήση του όρου «ουσιαστικός νόμος» έγινε με σκοπό να τονιστεί η αντιδιαστολή της από την έννοια του δικονομικού κανόνα Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 93 Βαθρακοκοίλης Β., βλ. ο.π. σημ. 4, σ. 503 Κονδύλης Δ., Τα απαιτούμενα στοιχεία για την πληρότητα των λόγων αναιρέσεως, Δ 1995, σ. 995, υποσημ. 5 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 735 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1006 Ψωμάς Ι., Η παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου ως λόγος αναιρέσεως (559 αρ. 1 ΚπολΔ), Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας ΙΙΙ, 2007, σ. 2 3 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 Βλ. Καλαβρό Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 70 6 Βλ. Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, ο.π. σημ. 5, σ. 283 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 43 Ράμμος Γ., ο.π. σημ. 4, σ. 266 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 62 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 735 Μπέης Κ., ο.π. σημ. 4, σ. 481 5
των εννοιών του ουσιαστικού και του δικονομικού κανόνα δικαίου. Από πρακτική σκοπιά κρίνοντας το ζήτημα, αν πρόκειται περί παραβίασης ουσιαστικού κανόνα δικαίου, ο έλεγχος θα χωρήσει με βάση τον αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ χωρίς περαιτέρω διακρίσεις, ενώ επί δικονομικού κανόνα δικαίου παραβιάσεις ο αναιρετικός έλεγχος δεν μπορεί να χωρήσει αδιακρίτως αλλά η παραβίαση του θα πρέπει να ενταχθεί στους υπόλοιπους λόγους. Η διάκριση των κανόνων σε ουσιαστικού και δικονομικού δικαίου παρουσιάζει συχνά δυσχέρειες. Δέον να αναφερθεί ότι στην εννοιολογική αυτή διάκριση είναι μάλλον περιττό έως και αδιάφορο το τυπικό κριτήριο ένταξης της διάταξης στον Αστικό Κώδικα ή στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας 7, το οποίο μόνο ως κατευθυντήρια γραμμή μπορεί να αξιοποιηθεί. Και αυτό διότι δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις όπου με βάση την νομολογία, διατάξεις του ΑΚ θεωρούνται δικονομικές, ενώ διατάξεις του ΚπολΔ θεωρούνται ουσιαστικές. Μερικά παραδείγματα δικονομικών διατάξεων που συγκροτούν τελικά ουσιαστικούς κανόνες δικαίου είναι λ.χ. η διάταξη που ρυθμίζει τις ουσιαστικές συνέπειες της άσκησης της αγωγής (221 ΚπολΔ), ή η διάταξη του άρθρου 501 ΚπολΔ για το επιτρεπτό άσκησης ανακοπής ερημοδικίας κατά το μέρος που αναφέρεται στην έννοια της «ανωτέρας βίας» 8. Αντιθέτως, παραδείγματα διατάξεων διασκορπισμένα στο ουσιαστικό δίκαιο αλλά με δικονομική φύση είναι π.χ. οι διατάξεις που αφορούν την αίτηση για την εγγραφή του σωματείου στα ειδικά δημόσια βιβλία, την έκδοση απόφασης από τον ειρηνοδίκη και την άσκηση έφεσης κατά της ενδεχόμενης απορριπτικής (επί της αίτησης) διάταξης του ειρηνοδίκη (79, 81, 82 ΑΚ) ή η πρόταση συμψηφισμού που είναι δυνατή σε κάθε στάση της δίκης (442 ΑΚ) ή η διάταξη που ρυθμίζει την παύση της πληρεξουσιότητας (228 ΑΚ) 9. Όσες διατάξεις, επομένως, ρυθμίζουν διαδικαστικές πράξεις αλλά συνδέονται με έννομες συνέπειες στο ουσιαστικό πεδίο και άπτονται του αντικειμένου της δίκης, πρέπει να ελέγχονται ως παραβάσεις του ουσιαστικού δικαίου σύμφωνα με τον υπό κρίση αναιρετικό λόγο. 1011 Ζόμπολας Τ., ο.π. σημ. 2, σ. 114 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 61 Κεραμεύς Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 117 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 433 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 70 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1143 7 Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 157 Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, ο.π. σημ. 5, σ. 284 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 502 Μπέης Κ., ο.π. σημ. 4, σ. 481 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1006 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 63 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 28 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 70, 74 8 ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ 9 Βλ. Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 736 737 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 433 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 74 10 Βλ. Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 157 11 Βλ. Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 155 156 και ιδίως υποσημ. 6, όπου ενδεικτικά γίνεται αναφορά στις διατάξεις για τις συνέπειες που επέρχονται απο την επίδοση της αγωγής (παλιό 159 ΠολΔ, νυν 221 ΚπολΔ) τη διακοπή παραγραφής που επιφέρει η επίδοση της διαταγής πληρωμής κλπ. 6
Ο καθηγητής Μπέης 12 προβαίνει σε μια ειδικότερη διάκριση, διαχωρίζοντας τους δικονομικούς κανόνες σε ουσιαστικούς δικονομικούς κανόνες και σε διαδικαστικούς δικονομικούς κανόνες, υπό την έννοια ότι οι πρώτοι ρυθμίζουν ουσιαστικά τις σχέσεις μεταξύ των διαδίκων και εμπίπτουν στον αναιρετικό έλεγχο του αρ.1 του άρ. 559 ΚπολΔ, ενώ οι δεύτεροι αποτυπώνουν μόνο τύπο και διαδικασία και συνεπώς εκπίπτουν του ως άνω πεδίου εφαρμογής. Σε συνέχεια της ίδιας διάκρισης και θέσης, οι ως άνω διαδικαστικοί δικονομικοί κανόνες αναδεικνύονται σε ουσιαστικού δικαίου κανόνες όταν το δικαστήριο τους εφαρμόζει ως μέτρο αξιολόγησης της συμπεριφοράς των διαδίκων κι έτσι αυτοί οχυρώνουν τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού 13. Βασικό πεδίο προβληματισμού όσον αφορά στον χαρακτηρισμό μιας διάταξης ως δικονομικής ή ουσιαστικής αποτελεί το πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ο έλεγχος μιας παραβίασης κατά τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν χωρεί με βάση τον αριθμό 14 του άρθρου 559 ΚπολΔ, καθώς στο πεδίο αυτής της διάταξης εμπίπτουν ακυρότητες που εμφιλοχώρησαν ενώπιον του δικαστηρίου και όχι σε εξωδιαδικαστικές πράξεις, όπως είναι οι ακυρότητες που λαμβάνουν χώρα στο πεδίο της αναγκαστικής εκτέλεσης 14. Σε τέτοιες περιπτώσεις όπου δεν είναι δικαιοκρατικά ανεκτό να μείνουν ανέλεγκτες τέτοιου είδους παραβιάσεις, το Ανώτατο Ακυρωτικό, βασιζόμενο στην παραδοχή ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης εμπεριέχει ενάσκηση ουσιαστικού δικαιώματος 15, χαρακτηρίζει τις ως άνω παραβιάσεις ως ουσιαστικές (λχ. παραβάσεις των διατάξεων των άρθρ. 1047 1 16,, 997 3 17, 958 2 18, 905 1 19, 905 3 20, 947 1 21 ΚπολΔ κλπ.), και καθιστά δυνατό τον έλεγχο τους 12 Μπέης Κ., ο.π. σημ. 4, σ. 492 493 13 Πρβλ. όμως την κριτική που άσκησε στην άποψη αυτή ο Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, που αναπτύσσεται η εν λόγω θέση του. 14 Βλ. Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 742 15 Το οποίο (ουσιαστικό δικαίωμα) απορρέει από τη φύση και το σκοπό της αναγκαστικής εκτέλεσης, που είναι η προστασία και η ικανοποίηση των αξιώσεων των δανειστών με τη θέσπιση ενός πλέγματος διατάξεων και ρυθμίσεων δικονομικού καταναγκασμού του οφειλέτη και που εντάσσονται στο δικονομικό δίκαιο, Βλ. ΑΠ 1154/2004, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 558/1995, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 192/1994, ΝΟΜΟΣ Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 738 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 434 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 8 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 75 16 Βλ. ΑΠ 538/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1353/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 272/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 33/2011, ΝΟΜΟΣ Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 746 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 8 17 Βλ. ΑΠ 51/1996, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 7 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 75 18 Βλ. ΑΠ 1587/1998, ΝΟΜΟΣ 19 Βλ. ΑΠ 1066/2007, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 20 Βλ. ΑΠ 1835/2007, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1255/2006, ΝΟΜΟΣ ΟλΑΠ 17/1999, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 74 21 Βλ. ΑΠ 1257/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1664/2008, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 178/2003, ΝΟΜΟΣ Μπέης Κ., ο.π. σημ. 4, σ. 495 Γέσιου Φαλτσή Π., Αναιρετικός έλεγχος δυνάμει του άρθρου 559 αρ. 1 και 19 ΚπολΔ της αποφάσεως, που βεβαιώνει παράβαση υποχρεώσεως παραλείψεως και καταδικαζει σε χρηματική ποινή (άρθρο 947 1 ΚπολΔ), (γνωμοδ.), ΕλλΔνη 2006, σ. 60 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1143 7
επιστρατεύοντας τις διατάξεις των άρθρων 281 και 288 ΑΚ περί καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, επομένως τις συμπεριλαμβάνει σ αυτές που ελέγχονται με βάση το άρθρο 559 αρ.1 ΚπολΔ 22. Αντίστοιχη είναι η θέση του Αρείου Πάγου στο πεδίο της διαιτησίας. Οι πλημμέλειες που εμφιλοχωρούν αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων περί διαιτησίας και συγκεκριμένα των άρθρων 897 και 901 ΚπολΔ ελέγχονται με τον υπ αριθμ. 559 αρ.1 ΚπολΔ αναιρετικό λόγο ως ουσιαστικού δικαίου διατάξεις 23. Αναντίρρητα, το κρίσιμο κριτήριο για την πρόσδοση δικονομικής ή ουσιαστικής φύσης σε μια διάταξη είναι η αναζήτηση του σκοπού και του περιεχομένου της διάταξης, διότι αυτή η λύση μόνο οδηγεί σε ασφαλή αποτελέσματα 24. B. Μορφές παραβίασης του κανόνα ουσιαστικού δικαίου Η συνήθης αιτίαση ενός αναιρετηρίου δικογράφου που στηρίζεται στον υπ αριθμό 1 λόγο αναίρεσης του άρθρου 559 ΚπολΔ είναι πως ενώ το εισαγωγικό δικόγραφο -το οποίο μπορεί να είναι αγωγή ή έφεση ή, τέλος, ανακοπήέπρεπε να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, έγινε δεκτό ως νόμω βάσιμο. Φυσικά, η προμνησθείσα αιτίαση διατυπώνεται συχνά και με αντίστροφο τρόπο, δηλαδή ο αναιρεσείων διατείνεται στο δικόγραφό του ότι κατ εσφαλμένη εφαρμογή ή 22 Βλ. Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., Περί του ενδίκου μέσου της αναιρέσεως 2, 1931 σ. 156 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 738 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 74 75 23 Βλ. ΑΠ 40/2010, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 536/2007, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 2049/2006, ΝΟΜΟΣ ΟλΑΠ 13/1995, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1007 1008 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 7 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 76, 82 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1143 1144 24 Βλ. Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 736 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 432 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 63 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 74 και σ. 77, όπου πάντως επισημαίνει ότι πλέον το ζήτημα της κατάταξης ενός κανόνα δικαίου στους ουσιαστικούς ή δικονομικούς για την εφαρμογή του 559 αρ. 1 ΚπολΔ ή όχι φαίνεται να έχει ξεπεραστεί από τη νομολογία, η οποία τείνει να παραμερίζει την εν λόγω διάκριση, επικεντρώνοντας το ενδιαφέρον της στο ζήτημα των διατάξεων εκείνων που αν και δικονομικές θα πρέπει να ενταχθούν στο πεδίο του αναιρετικού ελέγχου της 559 αρ. 1 ΚπολΔ. 8
ερμηνεία κάποιου ουσιαστικού κανόνα δικαίου απορρίφθηκε η αγωγή/έφεση/ανακοπή ενώ έπρεπε να γίνει δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη 25. Ο επί της ουσίας έλεγχος στον οποίο προβαίνει το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο έχει να κάνει με το αν η απόφαση που αναιρεσιβάλλεται είναι νομικά ορθή 26 ή όχι και εφόσον δεν είναι, αν το σφάλμα που τυχόν εμφιλοχώρισε, αντανακλάται στο διατακτικό της. Επομένως, για να διενεργηθεί ο έλεγχος αυτός, εξετάζεται ο νομικός συλλογισμός στον οποίο εδράζει ο δικαστής της ουσίας το πόρισμά του για να διαπιστωθεί αν εν προκειμένω και με βάση τα πραγματικά περιστατικά που εισφέρθηκαν και αποδείχθηκαν στην επ ακροατηρίου διαδικασία πληρούνται οι προϋποθέσεις εφαρμογής του κανόνα που αποτελεί τη βάση της μείζονας πρότασης και αν αυτός τελικά επιφέρει τις διαταχθείσες με την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έννομες συνέπειες. Αδιαμφισβήτητα, τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν δεκτά από τον δικαστή της ουσίας εκπίπτουν πλήρως του αναιρετικού ελέγχου. Ο έλεγχος έγκειται στον εντοπισμό τυχόν σφάλματος στη μείζονα σκέψη, το οποίο επενεργεί και επηρεάζει άμεσα το διατακτικό της δικαστικής απόφασης, το οποίο διατακτικό με τη σειρά του καθορίζει την πορεία διαμόρφωσης των εννόμων σχέσεων 27. Αν όμως το σφάλμα περιορίζεται μόνο στις αιτιολογίες και όχι στο διατακτικό της απόφασης, τότε η αναίρεση κατά κανόνα απορρίπτεται, όπως ορίζει το άρθρο 578 ΚπολΔ, εκτός αν ο αναιρεσείων προβάλλει έννομο συμφέρον και τότε η απόφαση αναιρείται μόνο ως προς το αιτιολογικό της 28. Οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να θεμελιωθεί ο αναιρετικός λόγος 559 αρ. 1 ΚπολΔ είναι δύο: αφενός, η παραβίαση μπορεί να συνίσταται στην ψευδή ερμηνεία της ουσιαστικής διάταξης και αφετέρου στην εσφαλμένη εφαρμογή αυτής 29. Αμφότερες οι μορφές παραβίασης συνιστούν την ευθεία παράβαση κανόνα δικαίου και αντιδιαστέλλονται προς την εκ πλαγίου παράβαση (ή έλλειψη νόμιμης βάσης), στην οποία το σφάλμα εντοπίζεται στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού και συνιστά τον λόγο αναίρεσης με αριθμό 25 ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 160/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 9/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1001 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 432 26 Φιλίππου Αντ., Λόγος αναιρέσεως δι εσφαλμένην εφαρμογήν, Δ 1976, σ. 379 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 504 27 ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 191 Λίποβατς Αλ., Ο νομικός συλλογισμός της αποφάσεως και ο έλεγχος αυτού υπό του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 1957, σ. 353 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1000 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 28 ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βλ. και Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 193 Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 59, σ. 353 Ράμμος Γ., ο.π. σημ. 4, σ. 266 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1000 29 ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 160/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 9/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 59, σ. 353 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 80 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 9
19 του άρθρου 559 ΚπολΔ 30, η οποία όμως δεν θα μας απασχολήσει στο πλαίσιο της παρούσας εισήγησης. 1. Εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου ως ειδικότερη έκφανση παραβίασης του κανόνα ουσιαστικού δικαίου Η εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού κανόνα δικαίου είναι η περίπτωση κατά την οποία ο εφαρμοστής του δικαίου ναι μεν έχει αποδώσει την σωστή ερμηνεία του κανόνα δικαίου μέσα στη μείζονα πρόταση του, όμως το σφάλμα έχει εμφιλοχωρήσει κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σε αυτή 31. Εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών μπορεί να λάβει χώρα με δύο τρόπους: αφενός ο δικαστής της ουσίας με βάση τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά δεν εφάρμοσε τον ορθό κανόνα δικαίου παρά το ότι συνέτρεχαν όλες οι πραγματικές προϋποθέσεις 32, αφετέρου παρ ότι δεν υφίσταντο οι προϋποθέσεις του νόμου, εφάρμοσε κάποιον κανόνα δικαίου πάραυτα. Δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση εσφαλμένης ερμηνείας λ.χ. ο δικαστής δέχτηκε ότι πραγματοποιήθηκε έγκυρη σύμβαση πώλησης ακινήτου παρά το ότι δεν προέκυψε κατ άρθρο 1192 ΑΚ μεταγραφή της εμπράγματης δικαιοπραξίας, ενώ στη δεύτερη περίπτωση παρότι συνέτρεχαν όλοι οι κατά το νόμο απαιτούμενοι όροι για το έγκυρο της μεταβίβασης του ακινήτου, ο δικαστής έκρινε πως αυτή δεν έλαβε χώρα νόμιμα. Επομένως, εδώ στην πραγματικότητα ο εφαρμοστής του δικαίου μέσω αυτής της εσφαλμένης εφαρμογής κατέληξε σε μη ορθή έννομη συνέπεια, σε εσφαλμένο συμπέρασμα 33 και εξυπακούεται ότι για να στοιχειοθετηθεί ο υπ αριθμό 1 αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 ΚπολΔ, δεν ενδιαφέρει ουδόλως αν η εσφαλμένη εφαρμογή έλαβε χώρα από πρόθεση ή από άγνοια 34. Πάντως η εσφαλμένη εφαρμογή μπορεί να εμφιλοχωρήσει και αν παρά την ορθή ερμηνεία 30 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 80 Κεραμεύς Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 117 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 31 ΟλΑΠ 135/2013, ΝΟΜΟΣ ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 9/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 59, σ. 355 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 26 27 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 430 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 98 32 ΟλΑΠ 135/2013, ΝΟΜΟΣ ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 160/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 9/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 188 189 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 70 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 504 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1000 Κεραμεύς Κ., ο.π. σημ. 1, σ. 117 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 33 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 98 Βλ. και ΑΠ 9/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ, όπου ορίζουν ότι πρέπει «... οι πραγματικές παραδοχές της αποφάσεως καθιστούν προφανή την παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου...», δηλ. να υπάρχει διάσταση ανάμεσα σ αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο ως αληθή και το διατακτικό της απόφασης. 34 Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 188 189 10
και την ορθή υπαγωγή, ο εφαρμοστής του δικαίου υιοθέτησε λάθος συμπέρασμα εξαιτίας κάποιου λογικού άλματος στον δικανικό συλλογισμό 35. Ο ορθός νομικός χαρακτηρισμός της κρισιολογούμενης σε κάθε αστική διαφορά έννομης σχέσης εμπίπτει στον αναιρετικό έλεγχο του Αρείου Πάγου, ο οποίος εξετάζει βήμα προς βήμα τη συλλογιστική πορεία του δικαστή της ουσίας κατά την αξιολόγηση όλων των πραγματικών περιστατικών στον κανόνα δικαίου που τελικά επιλέγει 36 (λ.χ. η έννομη σχέση χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση έργου, ενώ επρόκειτο για σύμβαση εξαρτημένης εργασίας). Θα πρέπει να ξεκαθαριστεί, αν και υπονοήθηκε και παραπάνω, ότι το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο δεν εξετάζει το πώς προέκυψαν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά από την αποδεικτική διαδικασία, αλλά θεωρεί ως δεδομένο ότι αποδείχθηκαν και δεν υπεισέρχεται σε καμία διαδικασία αξιολόγησης αυτών 37. Αντιθέτως, θεωρώντας τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά ως δεδομένα, ελέγχεται μόνο η ορθή ή όχι υπαγωγή τους. 38. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, στην εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου η λανθασμένη υπαγωγή πρέπει να αποτυπώνεται όχι μόνο στη συλλογιστική του δικαστή αλλά και στο διατακτικό της απόφασης, διότι αν τελικά το συμπέρασμα είναι ουσιαστικά ορθό, τότε ο αναιρετικός λόγος του άρθρου 559 1 ΚπολΔ δεν στοιχειοθετείται 39. Οι αόριστες νομικές έννοιες ειδικότερα Όπως κατέστη ήδη σαφές, η ερμηνεία των αόριστων νομικών εννοιών μέσω της εξειδίκευσής τους μπορεί να στοιχειοθετήσει τον υπ αριθμό 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ αναιρετικό λόγο όταν ο εφαρμοστής του δικαίου υποπίπτει σε πλημμέλειες 40. Είναι νομικές έννοιες διότι εντάσσονται σε κανόνες δικαίου και αποτελούν τις προϋποθέσεις του πραγματικού τους, αλλά και διότι η 35 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 100 36 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 111 Πιτσιρίκος Ι., Τα κριτήρια της ερμηνείας των δικαιοπραξιών και ο αναιρετικός έλεγχος στην εφαρμογή τους, Δ 1996, σ. 1277 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 90 37 ΑΠ 1044/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1388/2010, ΝΟΜΟΣ Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 20 38 Βέβαια και πάλι επισημαίνεται ότι αν τα περιστατικά περιγράφονται ατελώς ή με ασάφεια με αποτέλεσμα να μην είναι δυνατός ο έλεγχος της υπαγωγής τους στην μείζονα και συνεπώς αυτό να αντανακλάται στο αιτιολογικό της απόφασης, στην περίπτωση αυτή δεν θεμελιώνεται ο λόγος αναίρεσης του 559 αρ. 1 ΚπολΔ, αλλά πρόκειται για έλλειψη νομίμου βάσης που θεμελιώνει τον λόγο του 559 αρ. 19 ΚπολΔ. Βλ. Σινανιώτη Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 84 Μάζη Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 39 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 24 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 85 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 100 40 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 97 11
ερμηνεία και το περιεχόμενο της έννοιας που δίνεται από τη νομική επιστήμη σ αυτές μπορεί να διαφοροποιούνται από την χρήση τους στην καθημερινότητα (λχ. η αόριστη νομική έννοια του «σπουδαίου λόγου» ή της «συγγνώμης» κλπ.). Οι πλημμέλειες αυτές πηγάζουν από την μη ορθή νομική αξιολόγηση των εκάστοτε πραγματικών περιστατικών σε συνδυασμό με τον τρόπο κατά τον οποίο εξειδικεύεται η αόριστη νομική έννοια 41, διότι ακριβώς λόγω της ελαστικότητας και του αφηρημένου χαρακτήρα τους 42, επιδέχονται ευρεία ερμηνεία και δημιουργούν αβεβαιότητα εκ των προτέρων για την ερμηνεία που θα λάβουν 43. Η σημασία των αόριστων νομικών εννοιών έγκειται στο γεγονός ότι ο δικαστής με βάση την ερμηνεία τους κατά περίπτωση διατυπώνει τους ενδιάμεσους συλλογισμούς-γέφυρες, μέχρι να καταλήξει στο αν τελικά στην υπό κρίση περίπτωση καταφάσκεται ή όχι η αιτούμενη έννομη συνέπεια ενός κανόνα δικαίου 44. Σύμφωνα και με τα όσα προεκτέθηκαν γίνεται αντιληπτό ότι ο δικαστής της ουσίας οφείλει να επιδεικνύει ιδιαίτερη επιμέλεια κατά την εξέταση κάθε ατομικής περίπτωσης προκειμένου να προχωρήσει σε υπαγωγή αυτής στην έννοια κάθε αόριστης νομικής έννοιας 45. Δεδομένου ότι η αόριστη νομική έννοια που χρήζει εξειδίκευσης εντάσσεται στο πραγματικό του εφαρμοζόμενου κανόνα δικαίου, η ενδεχόμενη εσφαλμένη υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υπόθεσης συνεπάγεται παραβίαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου στον οποίο υφίσταται 46. Ορθά θα πρέπει να γίνει δεκτό πως οι αόριστες νομικές έννοιες έχουν την ίδια φύση με τους κανόνες δικαίου, καθώς ο τρόπος με τον οποίο επιτυγχάνεται η ορθή υπαγωγή της ατομικής περίπτωσης σε μια αόριστη νομική έννοια ως διαδικασία παραπέμπει στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στη μείζονα πρόταση του κανόνα δικαίου που εφαρμόζεται 47. Κατά την νομολογία του Ανώτατου Ακυρωτικού 48, ο αναιρετικός έλεγχος δεν εκτείνεται στον τρόπο με τον οποίο ο δικαστής της ουσίας αξιολόγησε τα αποδεικτικά μέσα και δέχτηκε ως αποδειχθέντα συγκεκριμένα πραγματικά 41 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 Μπέης Κ., Η δικαστική εκτίμηση των δικογράφων, Δ 1991, σ. 718 42 Ψωμάς Ι., Ο έλεγχος των αορίστων εννοιών από τον Άρειο Πάγο, Μελέτες αναιρετικής διαδικασίας ΙΙΙ, 2007, σ. 38 43 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 44 Λίποβατς Αλ., Εφαρμογή αορίστων ορισμών του νόμου και έλεγχος αυτής υπό του Αρείου Πάγου, ΝοΒ 1963, σ. 978 Γιακουμής Δ., Oι αόριστες έννοιες, η διακριτική ευχέρεια του δικαστή ως αόριστη νομική έννοια, η εξειδίκευσή της και η δυνατότητα αναιρετικού ελέγχου υπό το πρίσμα της αρχής της αναλογικότητας, Δ 2005, σ. 1548 45 ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 116, σ. 978 Μπέης Κ., ο.π. σημ. 113, σ. 718 46 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 111 47 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 114, σ. 38 Βλ. και Σούρλα Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 100, ο οποίος λέει ότι κατά τη νομολογία οι αόριστες νομικές έννοιες θεωρούνται κανόνες δικαίου 48 ΑΠ 224/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 128/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1388/2010, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 824/2005, ΝΟΜΟΣ 12
περιστατικά, καθώς αυτό είναι κρίση οντολογική 49 η οποία εκφεύγει του αναιρετικού ελέγχου, αλλά αντιθέτως εξετάζεται αν τα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά δύνανται να υπαχθούν στην υπό κρίση αόριστη νομική έννοια, διότι αυτή η κρίση δεν είναι οντολογική αλλά νομική, δεοντολογική και άρα υποκείμενη στον αναιρετικό έλεγχο από τον Άρειο Πάγο 50. Η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας συνεπικουρείται από τα διδάγματα της κοινής πείρας καθώς και τις κρατούσες γενικές ηθικές αρχές και αντιλήψεις 51. Ακριβώς επειδή θεωρείται ότι η λήψη υπόψη των ως άνω εργαλείων που συντείνουν στην ορθή εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας μπορεί να στηρίξει μια αντικειμενική αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που τίθενται υπόψη του δικαστή, είναι δυνατός και ο αναιρετικός της έλεγχος. Δεν συμβαίνει το ίδιο όταν μια αξιολόγηση του δικαστή για να οδηγηθεί σε κάποια απόφαση-συμπέρασμα απορρέει κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, όπως λ.χ. όταν αποφασίζει για το ύψος του ποσού επιδίκασης της ηθικής βλάβης, διότι σε αυτή την περίπτωση υπεισέρχεται σε προσωπικές, υποκειμενικές σταθμίσεις οι οποίες εκφεύγουν του αναιρετικού ελέγχου. Το ίδιο δε συμβαίνει σχετικά με αιτήματα των διαδίκων τα οποία συνίστανται στην άσκηση εξουσίας από το δικαστήριο, όπως λ.χ. η διαταγή επανάληψης της συζήτησης για συμπλήρωση των αποδείξεων ή παροχή επεξηγήσεων δυνάμει του άρθρου 254 ΚπολΔ 52, η χορήγηση αναβολής του άρθρου 250 ΚπολΔ μέχρι την αμετάκλητη περάτωση της ποινικής διαδικασίας 53. Έχει διατυπωθεί πάντως και αντίθετη άποψη, ότι ακόμα και η εξειδίκευση της αόριστης νομικής έννοιας επειδή ακριβώς στηρίζεται σε μη απολύτως σταθερές βάσεις και ενέχει μια μορφή διακριτικής ευχέρειας, δύναται να ελεγχθεί αναιρετικά για ενδεχόμενη παραβίαση των ακραίων ορίων της με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας 54. 49 ΑΠ 1388/2010, ΝΟΜΟΣ Domitianus, Τα πραγματικά γεγονότα και η αρμοδιότης του Ακυρωτικού, ΝΔ 1951, σ. 293 Μητσόπουλος Γ., ο.π. σημ. 73, σ. 8 9 Ράμμος Γ., ο.π. σημ. 4, σ. 265 Γιακουμής Δ., ο.π. σημ. 116, σ. 1548 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 50 ΑΠ 1388/2010, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 824/2005, ΝΟΜΟΣ Domitianus, ο.π. σημ. 121, σ. 293 Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 116, σ. 978 Μητσόπουλος Γ., ο.π. σημ. 73, σ. 8 9 Ράμμος Γ., ο.π. σημ. 4, σ. 265 Γιακουμής Δ., ο.π. σημ. 116, σ. 1548 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 407 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1150 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 51 ΑΠ 476/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1388/2010, ΝΟΜΟΣ Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 116, σ. 979 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1150 52 ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 58/2011, ΝΟΜΟΣ Γιακουμής Δ., ο.π. σημ. 116, σ. 1551 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 408 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 90, σ. 388 Μπέης Κ., Παρατηρήσεις στην ΑΠ 1823/2008, ιστοσελίδα: http://www.kostasbeys.gr/ Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1150 53 ΑΠ 58/2011, ΝΟΜΟΣ 54 Μπέης Κ., ο.π. σημ. 126 Γιακουμής Δ., ο.π. σημ. 116, σ. 1551 (ιδίως 1558 κ.επ.) Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1150 Πρβλ. Μητσόπουλο Γ., Αναλογικότητα και αναιρετικός έλεγχος για υπέρμετρη επιδίκαση ποσού λόγω ηθικής βλάβης (Παρατηρήσεις στην ΑΠ 132/2006), ΧρΙΔ 2006, σ. 769 κ.επ., ο οποίος θεωρεί ότι θα ήταν αρκετό να ελεγχθεί η εξειδίκευση της αόριστης έννοιας του «ευλόγου» της αποζημίωσης, χωρίς να υπάρχει ανάγκη προσφυγής στην αρχή της αναλογικότητας 13
Με βάση την νομολογία του Αρείου Πάγου, αόριστες νομικές έννοιες που υποπίπτουν στον έλεγχο του Αρείου Πάγου για την ορθή ή μη εφαρμογή τους κατά την υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών σ αυτές είναι η έννοια των χρηστών ηθών 55 (όπως αυτή αποτυπώνεται στα άρθρα 33, 150, 178, 179, 919 ΑΚ κλπ.), του σπουδαίου λόγου 56 (που αποτυπώνεται στα άρθρα 88 1, 111, 672 674, 752 753, 797, 2031 ΑΚ κλπ.), της αμέλειας 57 (που αποτυπώνεται στα άρθρα 330, 332 334, 1907 ΑΚ κλπ.), της συγγνώμης 58 (που αποτυπώνεται στα άρθρα 510, 1844, 1861 ΑΚ), του ισχυρού κλονισμού 59 (1439 ΑΚ), της ανωτέρας βίας 60 (που αποτυπώνεται στα άρθρα 255 εδ. α, 627 1 εδ. α ΑΚ κλπ.). Όλα τα παραπάνω μπορούν εύκολα να γίνουν αντιληπτά με το παρακάτω παράδειγμα, το οποίο σχηματικά μπορεί να αποδοθεί ως εξής: Παράδειγμα: Άσκηση αγωγής διαζυγίου με βάση την διάταξη του άρ. 1439 1 ΑΚ λόγω ισχυρού κλονισμού. - Mείζων πρόταση: H αδυναμία εξακολούθησης της έγγαμης συμβίωσης, η οποία καθίσταται αφόρητη για την ενάγουσα - Ελάσσων πρόταση: Ισχυρός κλονισμός στις σχέσεις των συζύγων (Απιστία του συζύγου με σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης) - Συμπέρασμα: η λύση του γάμου με την έκδοση της δικαστικής απόφασης Πριν όμως οδηγηθούμε στο συμπέρασμα πρέπει να πληρωθεί η έννοια του ισχυρού κλονισμού, η οποία συνδέεται αιτιακά με την αδυναμία εξακολούθησης της έγγαμης σχέσης, η οποία καθίσταται αφόρητη για την ενάγουσα σύζυγο. Έτσι: - Αόριστη νομική έννοια (ενδιάμεση μείζονα πρόταση): ο ισχυρός κλονισμός δημιουργείται όταν διαταράσσεται η αμοιβαία εμπιστοσύνη και πίστη μεταξύ των συζύγων - Πραγματικά περιστατικά που πληρούν ή όχι την αόριστη νομική έννοια (ενδιάμεση ελάσσονα πρόταση): απιστία του συζύγου με τη σύναψη εξωσυζυγικής σχέσης - Η αόριστη έννοια πληρούται ή όχι (ενδιάμεσο συμπέρασμα): κατάφαση της έννοιας του ισχυρού κλονισμού. Συνεπώς, όταν τα κρισιολογούμενα πραγματικά περιστατικά στοιχειοθετούν την έννοια του ισχυρού κλονισμού, η οποία στηρίζει την ενδιάμεση μείζονα πρόταση, τότε η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης είναι 55 Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 116, σ. 980 981 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 56 ΑΠ 824/2005, ΝΟΜΟΣ Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 Γιακουμής Δ., ο.π. σημ. 116, σ. 1552 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 57 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 58 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 406 59 Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 60 ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 101 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 411 14
επιβεβλημένη καθότι η συνέχισή της καθίσταται αφόρητη για την ενάγουσα (μείζονα πρόταση), οπότε η αγωγή θα γίνει δεκτή από το δικαστήριο, το οποίο θα απαγγείλει τη λύση του γάμου δυνάμει της διάταξης του άρθρου 1439 1 ΑΚ. Αν ο δικαστής κατά την εξειδίκευση της αόριστης έννοιας του ισχυρού κλονισμού υποπέσει σε σφάλμα, δηλαδή αν ο δικαστής απορρίψει την αγωγή διότι έκρινε ότι δεν επήλθε ισχυρός κλονισμός από την εξωσυζυγική σχέση του εναγομένου συζύγου και την εγκατάλειψη της οικογενειακής εστίας από αυτόν, τότε η απόφαση του καθίσταται υποκείμενη σε αναιρετικό έλεγχο, διότι η λανθασμένη εξειδίκευση οδήγησε σε μη πλήρωση των προϋποθέσεων που θέτει ο κανόνας δικαίου και συνεπώς παραβιάζεται ο κανόνας ουσιαστικού δικαίου που τίθεται από τη διάταξη του άρθρου 1439 1 ΑΚ και συνακόλουθα οδηγούμαστε σε μια ουσιαστικά εσφαλμένη έννομη συνέπεια (απόρριψη κατ ουσία της αγωγής διαζυγίου). Η προσπάθεια απόδοσης από τον Άρειο Πάγο ενός ενιαίου νοηματικού περιεχομένου στην εκάστοτε αόριστη νομική έννοια είναι μια προσπάθεια προς την ενοποιημένη κατευθυντήρια γραμμή της νομολογίας και της ερμηνείας των νόμων από τους λειτουργούς της δικαιοσύνης 61 και για το λόγο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία. Συμπερασματικά, μπορεί να οδηγηθεί κανείς στην εξής παραδοχή: η διάκριση στις μορφές παραβίασης ενός κανόνα ουσιαστικού δικαίου σε αυτή με τη μορφή της ψευδούς ερμηνείας ή σε αυτή με τη μορφή της εσφαλμένης εφαρμογής μόνο θεωρητική αξία και ενδιαφέρον έλκει, καθώς από τη νομολογία του Αρείου Πάγου δεν διαπιστώνεται τέτοιος διαχωρισμός 62. Το ίδιο συμπέρασμα προκύπτει και από την ανάγνωση του ίδιου του άρθρου 559 αρ. 1 ΚπολΔ, το οποίο αναφέρει μόνο την παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου χωρίς περαιτέρω διάκριση, με κύρωση επί της ως άνω πλημμέλειας τον έλεγχο της απόφασης από το Ανώτατο Ακυρωτικό κατά το υπό κρίση άρθρο. 2. Ψευδής ερμηνείa του ουσιαστικού κανόνα δικαίου Η περίπτωση της ψευδούς ερμηνείας συντρέχει 63 όταν η ίδια η έννοια του κανόνα δικαίου παραβιάζεται με τον εξής τρόπο: ο εφαρμοστής του δικαίου δεν αποδίδει στον εφαρμοζόμενο κανόνα δικαίου την έννοια που πρέπει να 61 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 407 62 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 26 ιδίως υποσημ. 9 63 ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 188 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 81 82 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 15
αποδοθεί 64 ή αποδίδει σ αυτόν έννοια διαφορετική 65. Παράδειγμα ψευδούς ερμηνείας με την μορφή της μη απόδοσης της ορθής έννοιας σε ένα κανόνα δικαίου συναντάται όταν ο δικαστής υιοθετήσει ως ισχυρό έναν καταργημένο ή αντισυνταγματικό νόμο, οπότε σ αυτή την περίπτωση έχουμε ταυτόχρονα και παραβίαση της συνταγματικής διάταξης που παραβιάστηκε. Στην περίπτωση της ψευδούς ερμηνείας στην πραγματικότητα το σφάλμα εμφιλοχωρεί στη μείζονα πρόταση του νομικού συλλογισμού 66, καθώς σ αυτή εντυπώνεται μια εσφαλμένη εφαρμογή μιας διάταξης. Άρα εδώ, παρά το γεγονός ότι τυπικά φαίνεται ορθή η υπαγωγή στον κανόνα δικαίου με βάση τα αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία δέχτηκε ο δικαστής της ουσίας, στην πραγματικότητα έχει λάβει χώρα εσφαλμένη ερμηνεία καθώς η μείζονα είναι ψευδής 67. ->Η νομικά αόριστη αγωγή Επίσης, εσφαλμένη ερμηνεία υπάρχει στην περίπτωση της αοριστίας της αγωγής και ειδικότερα όταν υπάρχει νομική αοριστία 68. Συγκεκριμένα, είναι δυνατόν ο δικαστής της ουσίας, εκτιμώντας το ορισμένο ή όχι της αγωγής εξαιτίας ψευδούς ερμηνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόζει, είτε να απαιτήσει περισσότερα στοιχεία απ αυτά που απαιτεί η διάταξη αν και στο δικόγραφο της αγωγής συμπεριλαμβάνονται όλα τα απαιτούμενα στοιχεία 69, ή 64 ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 106 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 70 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 432 65 ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 104/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 633/2011, ΝΟΜΟΣ Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 106 Ράμμος Γ., ο.π. σημ. 4, σ. 259 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 504 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 429 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 66 Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 188 189 Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 59, σ. 354 Παπαλάμπρου Απ., ο.π. σημ. 1, σ. 22 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 81 82 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 429 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 27 67 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ Λίποβατς Αλ., ο.π. σημ. 59, σ. 355 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 98 68 ΟλΑΠ 135/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1739/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βερβενιώτης Χ., Η αοριστία της αγωγής και ο αναιρετικός της έλεγχος, Αναιρετικά κείμενα (συμβολή στη διεύρυνση των ορίων του αναιρετικού ελέγχου), 1993, σ. 5 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 505 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 744 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., Πολιτική Δικονομία II, 2005, σ. 149, υποσημ. 115 Ο ίδιος, ο.π. σημ. 1, σ. 413 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1147 69 Λ.χ. βλ. ΟλΑΠ 135/2013, ΝΟΜΟΣ, που αναίρεσε την απόφαση του Εφετείου, διότι έκρινε το αίτημα της αναιρεσείουσας ως αόριστο λέγοντας ότι: «...η μη συμμετοχή της εξαιτίας του τραυματισμού της στο επίδικο ατύχημα στις πανελλήνιες εξετάσεις και η εισαγωγή της στην ιατρική σχολή είναι γεγονότα άδηλα και υποθετικά, εξαρτώμενα από παράγοντες που δεν προσδιορίζονται όμως από την πιθανή και όχι βέβαιη εισαγωγή της στην ιατρική σχολή και στη συνέχεια η επιτυχής αποφοίτησή της καθώς και η απόκτηση ειδικότητος και η στη συνέχεια άσκηση ορισμένου ελεύθερου επαγγέλματος σε μελλοντικές συνθήκες, που σύμφωνα με την κοινή πείρα και λογική, δεν μπορούν να προσδιοριστούν από τώρα...» και έτσι ερμήνευσε ψευδώς την 931 ΑΚ, αφού για το ορισμένο του αιτήματος για χορήγηση αποζημίωσης 16
αντίστροφα ενώ το δικόγραφο δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την εφαρμογή του, το δικαστήριο, προβαίνοντας σε εσφαλμένη ερμηνεία του, να αρκεστεί σε λιγότερα κρίνοντας την αγωγή ως ορισμένη 70. Αμφότερες οι παραπάνω πλημμέλειες του δικαστή της ουσίας θεμελιώνουν τον λόγο αναίρεσης της διάταξης του άρ. 559 αρ. 1 ΚπολΔ για παραβίαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου με τη μορφή της ψευδούς ερμηνείας 71. Βέβαια υποστηρίζεται ότι στην περίπτωση αυτή θεμελιώνεται και ο υπ αριθμ. 14 λόγος του άρ. 559 ΚπολΔ, επειδή, αν το δικαστήριο διαγνώσει ότι συντρέχει νομική αοριστία θα απορρίψει την αγωγή ως απαράδεκτη 72, ή αντίθετα θα δεχτεί ότι αυτή είναι ορισμένη, με αποτέλεσμα να παραλείψει να την απορρίψει ως απαράδεκτη. Κατά την εν λόγω θέση 73 θα έπρεπε να θεμελιώνεται μόνο ο λόγος αναίρεσης του αρ. 14 του 559 ΚπολΔ. Βέβαια κατά την δογματική θεμελίωση της θα λέγαμε ότι εμπεριέχεται μία αντίφαση. Υποστηρίζεται ότι θα έπρεπε να αποφεύγεται η διάκριση μεταξύ των διαφόρων μορφών αοριστίας, επειδή είναι εύκολο να δημιουργηθεί σύγχυση ως προς τα ακριβή εννοιολογικά γνωρίσματα της κάθε μορφής και ειδικότερα ότι η κρίση του δικαστηρίου για το αν λείπει κάποιο από τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία θα έπρεπε να σημαίνει ότι η αγωγή είναι νόμω αβάσιμη και όχι αόριστη 74. Για να είναι συνεπής αυτή η άποψη θα έπρεπε να δέχεται ότι η κρίση περί του νόμιμου ή μη της αγωγής θα σήμαινε ως φυσικό επακόλουθο και την εφαρμογή του αρ. 1 του 559 ΚπολΔ, όμως αντίθετα στη συνέχεια λέει ότι σε κάθε περίπτωση θα έπρεπε να εφαρμόζεται ο λόγος με αρ. 14 περί κήρυξης (ή μη) του απαραδέκτου 75, ο οποίος περικλείει και τον λόγο του αρ. 1 ΚπολΔ, θέση η οποία δεν μας βρίσκει σύμφωνους, διότι όχι μόνο είναι σαφής ο διαχωρισμός κατά την διάρθρωση των λόγων του άρθρου 559 ΚπολΔ, αλλά και διότι υπό αυτή την θεώρηση δημιουργείται μία σύγχυση στην ήδη υπάρχουσα δυσχέρεια ως προς την θέση των ορίων μεταξύ παραδεκτού και βασίμου της αγωγής. για το μέλλον (δυνάμει των 929, 931, 932 ΑΚ), λόγω αδικοπραξίας, απαίτησε περισσότερα στοιχεία απ αυτά που απαιτεί η εν λόγω διάταξη. 70 ΟλΑΠ 135/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1739/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Σούρλας Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 112 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 78 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 4 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 504 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 744 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 149, υποσημ. 115 Ο ίδιος, ο.π. σημ. 1, σ. 432 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1144, 1147 71 ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 4 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 506 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 149, υποσημ. 115 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 72 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 5 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 73 Μητσόπουλος Γ., Σκέψεις ως προς την «αοριστίαν» της βάσεως της αγωγής, ΕλλΔνη 1995, σ. 8 10 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 74 Βλ. Μητσόπουλο Γ., ο.π. σημ. 73, σ. 8 10 Μάζη Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 75 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 30 17
Όμως, όπως ορθά επισημαίνεται 76 το ότι συντρέχει και ο λόγος του αριθμού 14 δεν σημαίνει ότι θα «υπερισχύσει» του λόγου του αριθμού 1, διότι το σφάλμα περί κήρυξης της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω αοριστίας ή όχι γεννάται και οφείλεται στην λανθασμένη ερμηνεία που έδωσε ο δικαστής στον κανόνα δικαίου που καλείται σε εφαρμογή ως προς τα στοιχεία που αυτός απαιτεί 77. Άρα το σφάλμα ανακύπτει στην ίδια την νομική κρίση του δικαστή για την ερμηνεία της διάταξης και τα στοιχεία που αυτή απαιτεί, συνεπώς πρόκειται όπως ειπώθηκε και παραπάνω για ψευδή ερμηνεία του κανόνα δικαίου, ενώ το γεγονός της κήρυξης ή παράλειψης κήρυξης της αοριστίας είναι συνέπεια της λανθασμένης αυτής ερμηνείας που έκανε ο δικαστής. Παρενθετικά πρέπει να διαχωριστεί η περίπτωση αυτή της νομικής αοριστίας από την ποσοτική αοριστία ή την ποιοτική, όπου σφάλμα του δικαστή της ουσίας ως προς αυτές θεμελιώνει τους λόγους αναίρεσης των αριθμών 8 και 14 του άρ. 559 ΚπολΔ. Συγκεκριμένα, ποσοτική αοριστία 78 έχουμε στην περίπτωση που το δικόγραφο δεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για την θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος. Σφάλμα του δικαστή στην περίπτωση αυτή μπορεί να εμφανιστεί όταν κρίνει ότι κάποια απ τα εν λόγω απαιτούμενα στοιχεία του καλούμενου σε εφαρμογή κανονα δεν περιέχονται στο δικόγραφο της αγωγής, με αποτέλεσμα αυτό να κρίνεται ως αόριστο ενώ είναι ορισμένο, ή αντίστροφα ενώ λείπουν κάποια από τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις, το δικαστήριο κρίνει ότι αυτή υπάρχει, με αποτέλεσμα να κρίνει το δικόγραφο ως ορισμένο ενώ αυτό είναι αόριστο 79. Τα παραπάνω σφάλματα του δικαστή θεμελιώνουν τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 ΚπολΔ. Στην ποιοτική αοριστία 80 το πρόβλημα που δημιουργείται είναι πως ενώ δεν λείπουν τα απαιτούμενα στο δικόγραφο στοιχεία για την θεμελίωση του αγωγικού αιτήματος, αυτά περιγράφονται ασαφώς, με ελλείψεις και ατέλειες, με αποτέλεσμα το δικόγραφο να πάσχει από αοριστία. Επίσης μπορεί να αναφέρονται απλά τα στοιχεία που απαιτεί ο νόμος, όμως να μην αναφέρονται 76 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 5 77 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 5 78 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 6 7 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 505 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 744 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 148 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 79 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 6 7 80 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 8 9 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 505 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 744 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 149, υποσημ. 115 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 29 18
καθόλου ή ελλιπώς τα πραγματικά γεγονότα 81. Σφάλμα του δικαστή της ουσίας στην περίπτωση αυτή μπορεί να σημαίνει ότι λόγω κακής εκτίμησης ο δικαστής έκρινε ότι το δικόγραφο είναι επαρκώς ορισμένο ενώ αυτό δεν είναι, ή αντίστροφα ότι το δικόγραφο πάσχει από αοριστία ενώ αυτό δεν συμβαίνει 82. Τα παραπάνω σφάλματα του δικαστή θεμελιώνουν τους λόγους αναίρεσης του άρθρου 559 αρ. 8 και 14 ΚπολΔ 83. -Παράλειψη αναλογικής εφαρμογής κανόνα ουσιαστικού δικαίου Μία μορφή εσφαλμένης ερμηνείας ουσιαστικού κανόνα δικαίου υφίσταται και όταν ο δικαστής δεν εφαρμόζει αναλογικά κάποιον κανόνα δικαίου που κανονικά θα έπρεπε να εφαρμοστεί 84. Η μέθοδος της αναλογίας δικαίου επιστρατεύεται στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εντοπίζεται ένα κενό ρύθμισης το οποίο δημιουργεί την ανάγκη πλήρωσης με ανάλογη εφαρμογή άλλου κανόνα δικαίου, καθώς αυτός ο κανόνας δικαίου που καλείται να εφαρμοστεί αναλογικά, συντρέχει για την ταυτότητα του νομικού λόγου 85, παρότι η εκάστοτε κρινόμενη περίπτωση δεν έχει ενταχθεί στο γράμμα του πεδίου εφαρμογής του κανόνα δικαίου. Είναι μείζονος σημασίας η ως άνω διευκρίνηση δεδομένου ότι και η αναλογία είναι μέθοδος ερμηνείας και εφαρμογής του νόμου 86, η οποία εξυπηρετεί στο σχηματισμό της δικανικής πεποίθησης του δικαστή της ουσίας προκειμένου να οδηγηθεί στην εφαρμογή του ορθού κανόνα δικαίου 87. Η ως άνω ρύθμιση συνιστά μια καινοτομία του ισχύοντος Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, καθώς όπως οριζόταν ρητά στον προγενέστερο και συγκεκριμένα στο άρθρο 810 εδ.1 ΠολΔ, η μη ανάλογη εφαρμογή κανόνα δικαίου δεν ελεγχόταν αναιρετικά 88. 81 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 148 82 Βερβενιώτης Χ., ο.π. σημ. 68, σ. 8 9 83 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1271/2012, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1350/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1103/2011, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 1057/2011, ΝΟΜΟΣ Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 4, σ. 506 Μπακόπουλος Αγ., ο.π. σημ. 4, σ. 744 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1002 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 68, σ. 149, υποσημ. 115 Μάζης Π., ο.π. σημ. 2, σ. 30 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1148 84 ΑΠ 449/2006, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 62/2005, ΝΟΜΟΣ Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 64 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1000 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 82 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 97 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 85 Βασιλείου Β. / Γιδόπουλος Γ., ο.π. σημ. 15, σ. 189 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 64 Σινανιώτης Λ., ο.π. σημ. 3, σ. 82 86 Κανέλλος Χ., ο.π. σημ. 2, σ. 63 87 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 97 88 Σχέδιον Πολιτικής Δικονομίας, ο.π. σημ. 5, σ. 285, με εισήγηση Γ. Ράμμου (αντίθ. ο Σακκέτας) υπέρ της επέκτασης του ελέγχου του ΑΠ και στις περιπτώσεις που δεν εφαρμόστηκε ανάλογα διάταξη που έπρεπε να εφαρμοστεί, διότι δεδομένου ότι η αναλογία είναι μέθοδος ερμηνείας πρέπει η ορθότητά της να περιβληθεί με το κύρος του ελέγχου του ΑΠ Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 97 19
Επομένως, όταν ο δικαστής παραλείπει να διαγνώσει ορθά το κενό και να εφαρμόσει τον ορθό κανόνα δικαίου αναλογικά για την πλήρωσή του, χωρεί επ αυτού αναιρετικός έλεγχος με βάση τον αρ. 1 του άρ. 559 ΚπολΔ 89. ->Ελλιπής μείζων πρόταση Όσον αφορά στις ατέλειες που πιθανότατα μπορεί να εμπεριέχει ένας δικανικός συλλογισμός στη μείζονα πρότασή του έχει κριθεί από την νομολογία του Ανωτάτου Ακυρωτικού πως δεν θεμελιώνεται ο εξεταζόμενος υπ αριθμ. 1 του άρθρου 559 ΚπολΔ λόγος αναίρεσης, ακόμη κι αν η αναίρεση συνίσταται σε παράλειψη αναφοράς των διατάξεων στις οποίες θεμελιώνεται η αγωγή στο αίτημά της 90. Όμοια στάση διατηρεί ο Άρειος Πάγος όταν λ.χ. στην απόφαση δεν αναλύεται το περιεχόμενο των εφαρμοσθέντων διατάξεων 91, κι αυτό διότι κατά βάση εξετάζεται αν ο επικαλούμενος κανόνας δικαίου παράγει όντως τις έννομες συνέπειες που αναγράφονται στο διατακτικό της απόφασης, σε συνδυασμό με τα πραγματικά περιστατικά που δέχτηκε ως αληθή 92. Ως προς τα ως άνω συνηγορούν και οι διατάξεις των άρ 93 3 Σ, 305 αρ.4 και 559 αρ.19 ΚπολΔ, σύμφωνα με τις οποίες προκειμένου να ελεγχθούν οι αιτιολογίες, γίνεται έλεγχος των πραγματικών παραδοχών και όχι των αναγραφόμενων διατάξεων, οι οποίες αν εφαρμόστηκαν ορθά οδηγούν και σε ορθό διατακτικό της απόφασης 93. Προς επίρρωση αυτής της θέσης μπορεί επίσης να διατυπωθεί 94 επιχείρημα με αφορμή τη διάταξη του άρθρου 578 ΚπολΔ, σύμφωνα με το οποίο όταν το σφάλμα εντοπίζεται μόνο στο αιτιολογικό της απόφασης ενώ είναι ορθό το διατακτικό, δεν χωρεί δυνατότητα αναίρεσης της απόφασης, αλλά το Ακυρωτικό προχωρά μόνο στην αντικατάσταση του αιτιολογικού, με τον παραλληλισμό ότι ως αιτιολογικό δεν εννοείται η περιγραφή των πραγματικών περιστατικών στην ελάσσονα πρόταση (διότι σφάλματα σ αυτή θεμελιώνουν το λόγο αναίρεσης του άρ. 559 αρ. 19 ΚπολΔ, βλ. συνάφεια με το προηγούμενο επιχείρημα), αλλά η νομική αιτία 95, δηλ. ο κανόνας που συνιστά τη μείζονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού έστω και αν αυτός δεν αναφέρεται. 89 Απαλαγάκη Χ. ( Γιακουμής Δ.), ο.π. σημ. 1, σ. 1145 90 ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 449/2011, ΝΟΜΟΣ Κετσιτζίδης Φ., Η παράλειψη μνείας του κανόνα δικαίου που εφαρμόστηκε ως αναιρετικός λόγος, Δ 1998, σ. 1338 Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2 σ. 1001 Νίκας Ν., ο.π. σημ. 1, σ. 453 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 22 Καλαβρός Κ., ο.π. σημ. 2, σ. 100 Βαθρακοκοίλης Β., ΚπολΔ, Ερμηνευτική νομολογιακή ανάλυση (κατ άρθρο) Συμπλήρωμα, Τόμος Θ, 2011, σ. 387 91 ΑΠ 449/2011, ΝΟΜΟΣ Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 90, σ. 387 92 ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 449/2011, ΝΟΜΟΣ Κεραμέας Κ. / Κονδύλης Δ. / Νίκας Ν. ( Μαργαρίτης Μ. ), ο.π. σημ. 2, σ. 1001 Βαθρακοκοίλης Β., ο.π. σημ. 90, σ. 387 93 ΟλΑΠ 69/2013, ΝΟΜΟΣ ΑΠ 470/2013, ΝΟΜΟΣ 94 Κετσιτζίδης Φ., ο.π. σημ. 90, σ. 1338 Ψωμάς Ι., ο.π. σημ. 5, σ. 22 95 Κετσιτζίδης Φ., ο.π. σημ. 90, σ. 1338 20