«Η κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης» ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σχετικά έγγραφα
Η ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ ΕΙΣ ΧΕΙΡΑΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΩΣ ΤΡΙΤΗΣ

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ


ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Άρθρο 1 Τροποποίηση διατάξεων για τη διεξαγωγή αναγκαστικών πλειστηριασµών κινητών και ακινήτων

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΔΑΝΕΙΟΛΗΠΤΩΝ ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

«Η κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τράπεζας ως τρίτης»

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ: ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΚΑΤΑΘΕΣΕΩΝ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

απορροφώσας και της απορροφώµενης τράπεζας και τη µε αριθµό 38385/ πράξη του συµβολαιογράφου Αθηνών Γεωργίου

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακής κατάστασης για µέλη δ.σ., στελέχη, µετόχους, εταίρους κ.λπ. εργοληπτικών επιχειρήσεων.

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΣΥΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΠΙΣΚΟΠΗΣΗ ΘΕΣΜΟΥ ΤΩΝ ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΩΝ5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

του. λόγω κατάσχεσης εις χείρας τρίτου δυνάμει της ως άνω δικαστικής αποφάσεως. Επ αυτού εκθέτω τα ακόλουθα:

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

«Η καταχρηστική άσκηση δικαιώματος στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου»

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Αριθμός απόφασης. ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. Χρόνος αναθεώρησης εργασιών που έχουν εκτελεσθεί προ της έγκρισης Α.Π.Ε. Ανώνυµη εταιρεία µέλος του ΣΑΤΕ υπέβαλε το ακόλουθο ερώτηµα:

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΓΝΩΜΟ ΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Α. ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Με το παρόν σας υποβάλουµε τις παρατηρήσεις της ΑΠ ΠΧ επί του σχεδίου κανονισµού της Α ΑΕ σχετικά µε τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών.

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ


ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Θέµα εργασίας: «Θεσµική εφαρµογή των θεµελιωδών δικαιωµάτων».υπόθεση Κλόντια Σίφερ.

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

LEGAL INSIGHTS ΤΟ ΑΚΑΤΑΣΧΕΤΟ ΤΩΝ ΕΦΑΠΑΞ ΠΑΡΟΧΩΝ ΤΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ. Χρήστος Παρασκευόπουλος-Κόλιας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ. Δίκαιο είναι το σύνολο των ετερόνομων κανόνων που ρυθμίζουν με τρόπο υποχρεωτικό την κοινωνική συμβίωση των ανθρώπων.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 168/2012

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ ΧΡΗΜΑΤΙΚΩΝ ΑΠΑΙΤΗΣΕΩΝ (ΚΠολΔ )

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ, ΙΑΦΑΝΕΙΑΣ ΚΑΙ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Συγκροτήθηκε από την Ειρηνοδίκη όρισε η Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Ειρηνοδικείου Αθηνών, με την παρουσία της Γραμματέως

Α Π Ο Φ Α Σ Η 76/2011

ΕΛΕΝΗ Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΥ ρ.ν Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ο Σ ΤΟ ΑΠΟΡΡΗΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΚΑΙ Η ΤΑΧΥ ΡΟΜΙΚΗ ΕΠΙΤΑΓΗ

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

Σελίδα 1 από 5. Τ

Α. Υποχρέωση προσκόμισης εγγυητικής επιστολής

«Οι ανακοπές των μερών στην κατάσχεση στα χέρια τρίτου.»

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 59/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ

Διαφάνεια των όρων της σύµβασης µεταξύ καταναλωτή (επιλέγοντα πελάτη) και παρόχου υπηρεσιών στον τοµέα της ενέργειας.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1381/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 25/2014

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

και κάθε άλλη συναφή πράξη, η παραγραφή διακόπτεται µε την έκδοσή τους". Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται ότι για τις χρήσεις που το δικαίωµα του η

ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ-ΑΝΑΚΟΠΕΣ. Αριθμός απόφασης 443/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (ειδική διαδικασία-ανακοπές)

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ. Προς τη Βουλή των Ελλήνων

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ 2009 2010 ΤΟΜΕΑΣ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Στο πλαίσιο του µαθήµατος Αστικό ικονοµικό ίκαιο µε θέµα: «Η κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης» Επιβλέπουσα καθηγήτρια: Αναπλ. Καθηγήτρια Λήδα Μαρία Πίψου Χατζηδηµητρίου Χαρίλαος Ιωάννης Α.Ε.Μ. : 462 Θεσσαλονίκη, Οκτώβριος 2009

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΚ AΠ Αρµ. ΑρχΝ ΑχΝοµ Βλ. ΕΕ ΕΚ Αστικός Κώδικας Άρειος Πάγος Αρµενόπουλος Αρχείον Νοµολογίας Αχαϊκή Νοµολογία Βλέπε ίκη ίκαιο Εταιριών και Επιχειρήσεων ικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΝ ΕΕΤ ελτίο Εργατικής Νοµοθεσίας ελτίο Ενώσεως Ελληνικών Τραπεζών ικ ιοικ Πρ ΦορΝ EΕΝ ΕισΝΑΚ ικογραφία ιοικητική ίκη ιοικητικό Πρωτοδικείο ελτίο Φορολογικής Νοµοθεσίας Εφηµερίς Ελλήνων Νοµικών Εισαγωγικός Νόµος Αστικού Κώδικα ΕισΝΚΠολ Εισαγωγικός Νόµος Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας ΕΕµπ ΕπΕµπ Ειρ Ελλ νη Επιθεώρηση Εµπορικού ικαίου Eπισκόπηση Εµπορικού ικαίου Ειρηνοδικείο Ελληνική ικαιοσύνη [2]

ΕπΕπΑρµ Επιστηµονική Επετηρίδα Αρµενόπουλου ΕΠολ Επιθεώρηση Πολιτικής ικονοµίας ΕρµΚΠολ Ερµηνεία Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας ΕΤρΑξΧρ Επιθεώρηση Τραπεζικού, Αξιογραφικού και Χρηµατιστηριακού ικαίου ΕΣ Α Ευρωπαϊκή σύµβαση των δικαιωµάτων του ανθρώπου Εφ ΚΕ Ε Εφετείο Κώδικας Είσπραξης ηµοσίων Εσόδων ΚΠολ ΚριτΕπιθ ΜΠρ Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας Κριτική Επιθεώρηση Μονοµελές Πρωτοδικείο Ν. Νόµος Ν.δ. ΝοΒ ΟλΑΠ ό.π. ΠειρΝ ΠΚ ΠΠρ Συντ. ΧρΙ Νοµοθετικό διάταγµα Νοµικό Βήµα Ολοµέλεια Αρείου Πάγου όπως παραπάνω Πειραϊκή Νοµολογία Ποινικός Κώδικας Πολυµελές Πρωτοδικείο Σύνταγµα Χρονικά Ιδιωτικού ικαίου [3]

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Πρόλογος...σελ. 6 Εισαγωγικές παρατηρήσεις..σελ. 7 1. Η σύµβαση της τραπεζικής καταθέσεως...σελ. 7 2. Γενικό και ειδικό τραπεζικό απόρρητο...σελ. 8 Α. Το κατασχετό των τραπεζικών καταθέσεων.σελ. 11 1. Η τάση της νοµολογίας πριν από τη ρύθµιση του άρθρου 24 του ν. 2915/2001..σελ. 11 2. Η ρύθµιση του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 και η απόφαση της Ολοµελείας του Αρείου Πάγου 19/2001... σελ. 15 Β. Η κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ειδικότερα.σελ. 18 1. Το αναγκαίο περιεχόµενο του κατασχετηρίου.σελ. 18 2. Η ρύθµιση του άρθρου 90 ν.δ. 17.7/13.8.1923: το πρόβληµα της επιδόσεως του κατασχετηρίου στο συγκεκριµένο υποκατάστηµα της Τραπέζης, όπου υφίσταται η κατάθεση του καθού οφειλέτη, αναφορικά και µε το ορισµένο του κατασχετηρίου... σελ. 20 3. Το ρυθµιστικό βεληνεκές του άρθρου 24 του ν. 2915/2001..σελ. 24 3.α Τα υπαγόµενα είδη καταθέσεων. σελ. 24 3.β Η κατάσχεση µελλοντικών απαιτήσεων εις χείρας Τραπέζης - Η περίπτωση της εγγυητικής επιστολής..σελ. 28 3.γ Η κατάσχεση καταθέσεως που συνδέεται µε κοινό λογαριασµό...σελ. 32 3.δ. Η κατάσχεση καταθέσεως σε αλληλόχρεο λογαριασµό....σελ. 35 3.ε Το κατασχετό της καταθέσεως στο λογαριασµό της οποίας εισήχθησαν ακατάσχετες απαιτήσεις (µισθοί, συντάξεις)...σελ. 41 3.στ Η στάση της Τραπέζης σε περίπτωση τηρήσεως περισσότερων λογαριασµών στο όνοµα του καθού η εκτέλεση οφειλέτη-καταθέτη... σελ. 45 3.ζ Η έκταση άρσεως του απορρήτου και η δυνατότητα πληροφορήσεως του δανειστή...σελ. 48 4. ηµόσια παρακατάθεση του ποσού της καταθέσεως που κατασχέθηκε εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης...σελ. 51 [4]

5. Συνέπειες επιβολής κατασχέσεως καταθέσεως εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης σελ. 56 6. Η υποχρέωση της Τραπέζης προς υποβολή δηλώσεως σελ. 58 7. Η άµυνα κατά της αρνητικής ή αρνητικής δηλώσεως της Τραπέζης.σελ. 62 8. Η αγωγή αποζηµιώσεως του άρθρου 985 3 εδ. β ΚΠολ...σελ. 65 Γ. Η συντηρητική κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης...σελ. 68. Η κατάσχεση καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης σύµφωνα µε τις διατάξεις του ν.δ. 356/1974 (ΚΕ Ε)...σελ. 73 Ε. Ευρωπαϊκή Ένωση και τραπεζικό απόρρητο σελ. 79 Επίλογος σελ. 82 Ευρετήριο νοµολογίας...σελ. 84 Βιβλιογραφία σελ. 87 [5]

Πρόλογος Το δικαίωµα δικαστικής προστασίας είναι περιβεβληµένο µε το συνταγµατικό µανδύα του άρθρου 20 1 Συντ., σύµφωνα µε το οποίο «καθένας έχει δικαίωµα στην παροχή έννοµης προστασίας από τα δικαστήρια και µπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώµατα ή τα συµφέροντά του, όπως νόµος ορίζει». Ειδικότερα, η διάταξη του άρθρου 20 1 Συντ. κατοχυρώνει τρεις όψεις του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας: την έκδοση οριστικής αποφάσεως επί της ουσίας της ένδικης διαφοράς, τη λήψη ασφαλιστικών µέτρων για την αντιµετώπιση επικείµενου κινδύνου ή επείγουσας περιπτώσεως και το δικαίωµα αναγκαστικής εκτελέσεως 1. Αναφορικά µε αυτό το τελευταίο, ενσαρκώνει τη δηµοσίου δικαίου αξίωση του δανειστή, ο οποίος όντας εφοδιασµένος µε εκτελεστό τίτλο από τους ρητά προβλεπόµενους στο νόµο, όπως η Πολιτεία θέσει στη διάθεσή του τον αναγκαίο κρατικό µηχανισµό προκειµένου να επιληφθεί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη του για την ικανοποίηση της αξιώσεώς του 2. Για την ικανοποίηση ειδικά των χρηµατικών αξιώσεων, ως µέσο αναγκαστικής εκτελέσεως προβλέπεται και η κατάσχεση 3. Η πρώτη παράγραφος του άρθρου 951 ΚΠολ κάνοντας λόγο για εκτέλεση «µε κατάσχεση περιουσίας εκείνου κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση», αφορά τα τέσσερα ρυθµιζόµενα από τον Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας είδη κατασχέσεως, ήτοι στην κατάσχεση της κινητής περιουσίας του οφειλέτη (άρθρα 953-981 και 1017-1021), στην κατάσχεση των ακινήτων του (άρθρα 992-1016 και 1017-1021), στην κατάσχεση εις χείρας τρίτου (άρθρα 982-991) και στην κατάσχεση των ειδικών περιουσιακών του στοιχείων (άρθρα 1022-1033). Με τη διαδικασία της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου 4 είναι δυνατή και η κατάσχεση των χρηµατικών απαιτήσεων του καθού οφειλέτη κατά τρίτου, οι οποίες δεν εξαρτώνται από αντιπαροχή (άρθρο 982 1περ α ΚΠολ ). Η πρακτική σπουδαιότητα της κατασχέσεως χρηµατικών απαιτήσεων εις χείρας τρίτου για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος δανειστή έχει αναδειχθεί κυρίως τα τελευταία έτη ενόψει της διεκπεραιώσεως των τρεχουσών συναλλαγών µέσω λογιστικών τραπεζικών εγγραφών ή πλαστικού χρήµατος 5. Η δηµιουργία χρηµατικών απαιτήσεων, ως απότοκος της σύγχρονης συναλλακτικής ζωής, σε συνδυασµό µε την τήρηση από τους οφειλέτες τραπεζικών καταθέσεων στα 1 Για την κατοχύρωση του δικαιώµατος αναγκαστικής εκτελέσεως από το άρθρο 20 1 Συντ. βλ. Γέσιου-Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση-Γενικό Μέρος (1998), σελ. 61-62 Κλαµαρής, Ζητήµατα εννόµου συµφέροντος, αοριστίας της αγωγής και επιδείξεως εγγράφων υπό το πρίσµα του συνταγµατικού δικαιώµατος δικαστικής προστασίας, Ελλ νη 2003, σελ. 600 Μανιτάκης, Το συνταγµατικό δικαίωµα απόδειξης και το αίτηµα επίδειξης εγγράφου, Ελλ νη 2003, σελ. 368. 2 Βλ. Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Γενικό Μέρος, σελ. 41-42. 3 Το άρθρο 951 1 ΚΠολ, πέρα από την κατάσχεση, επιτρέπει στον επισπεύδοντα δανειστή και τη χρήση των µέσων της αναγκαστικής διαχειρίσεως και της προσωπικής κρατήσεως. 4 «Είναι το είδος εκείνο της κατασχέσεως που επιβάλλεται από το δανειστή κατά του οφειλέτη, αλλά στρέφεται κατά τρίτου προσώπου, το οποίο είτε χαρακτηρίζεται ως ο οφειλέτης χρηµατικής απαιτήσεως του οφειλέτη, είτε κατέχει κινητά πράγµατα που εµφανίζονται ότι ανήκουν κατά κυριότητα στον οφειλέτη, είτε εµφανίζεται ως υπόχρεο να µεταβιβάσει τα κινητά αυτά κατά κυριότητα στον οφειλέτη», Γέσιου - Φαλτσή, Αναγκαστική Εκτέλεση Ειδικό Μέρος (2001), σελ. 315-316. 5 Γέσιου Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 316. [6]

πιστωτικά ιδρύµατα αναδεικνύει την προαναφερόµενη (κατ είδος και αντικείµενο) κατάσχεση ως το πλέον πρόσφορο µέσο για την ικανοποίηση του επισπεύδοντος. Στην κατηγορία των µη εξαρτηµένων από αντιπαροχή χρηµατικών απαιτήσεων εντάσσονται και οι απαιτήσεις από τραπεζικές καταθέσεις και δη η αξίωση του καταθέτη (καθού οφειλέτης και δανειστής του τρίτου) κατά της Τραπέζης (τρίτη και οφειλέτης του καθού) για ανάληψη - απόδοση των χρηµάτων που έχει καταθέσει πλέον των εκάστοτε καθορισµένων τόκων. Το όλο ζήτηµα του κατασχετού των τραπεζικών καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης συµπλέκεται και µε το προβλεπόµενο από το ν.δ. 1059/1971 απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο για πολλά έτη και πριν τη νοµοθετική παρέµβαση µε το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 είχε αποτελέσει το οχυρό του ακατάσχετου των τραπεζικών καταθέσεων. Εισαγωγικές παρατηρήσεις 1. Η σύµβαση της τραπεζικής καταθέσεως Η λειτουργία των Τραπεζών, ως κατεξοχήν εµπορικών επιχειρήσεων, συνίσταται αφενός στην αποδοχή καταθέσεων χρηµάτων ή άλλων αξιών και αφετέρου στη χορήγηση πιστώσεων σε τρίτους πελάτες τους, και ως εκ τούτου µε βάση το αντικείµενό τους οι τραπεζικές εργασίες διακρίνονται σε πιστωτικές και εργασίες διεκπεραιώσεως υποθέσεων των πελατών τους 6. Οι πιστωτικές εργασίες, έχουν ως περιεχόµενό τους την πίστωση, η οποία προέρχεται είτε από την Τράπεζα προς τον πελάτη είτε από τον πελάτη προς την Τράπεζα, και διακρίνονται αντίστοιχα σε ενεργητικές και παθητικές 7. Με τη σειρά τους οι καταθέσεις εντάσσονται στις παθητικές πιστωτικές εργασίες από τη στιγµή που εν προκειµένω η Τράπεζα είναι εκείνη που είναι ο δέκτης της αγοραστικής δύναµης των πελατών της κατά τρόπο που η ίδια να είναι οφειλέτης και οι πελάτες της δανειστές. Πιο συγκεκριµένα, µε την αποδοχή καταθέσεων η Τράπεζα αναλαµβάνει χρήµατα ή άλλες αξίες πελατών της, έχοντας εξουσία χρησιµοποιήσεως αυτών, µε αποτέλεσµα ο πελάτης να έχει αξίωση αποδόσεως άλλων χρηµάτων ή αξιών της αυτής ποσότητας και ποιότητας 8. Από την πλευρά της νοµολογίας, η κατάθεση χρηµάτων σε Τράπεζα φέρει το χαρακτήρα ανώµαλης παρακαταθήκης κατά την έννοια του άρθρου 830 1 ΑΚ 9. Απόρροια του χαρακτήρα της καταθέσεως χρηµάτων ως ανώµαλης παρακαταθήκης είναι η εφαρµογή, «αφενός της περί δανείου διάταξης του άρθρου 806 ΑΚ, κατά την οποία η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των κατατιθεµένων χρηµάτων, αφετέρου της 6 Κουζιώρτη, Κατάσχεση στα χέρια τράπεζας ως τρίτης, ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 228-229. 7 Για τη διάκριση των πιστωτικών εργασιών βλ. Μπρίνια, Αναγκαστική Εκτέλεσις, Τόµος ΙΙΙ, Κατασχέσεις εις χείρας τρίτου (1985), σελ. 1260 επ. και 1280 επ. Κουζιώρτη ό.π. σελ. 229 επ. και 238 επ. 8 Ψυχοµάνης, Τραπεζικό ίκαιο ίκαιο Τραπεζικών Συµβάσεων, Τεύχος Ι Γενικό Μέρος (2008), σελ. 335-336. 9 ΑΠ 830/2003, Ελλ νη 2004, σελ. 176 ΕφΑθ 455/2001, ΑρχΝ 2002, σελ. 348 ΕφΘεσ 1868/1999, Αρµ 2001, σελ. 809. Το άρθρο 830 1 ΑΚ προβλέπει ότι: «Η κατάθεση χρηµάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγµάτων, σε περίπτωση αµφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεµατοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιµοποιεί. Σχετικά όµως µε το χρόνο και τον τόπο της απόδοσης ισχύουν, σε περίπτωση αµφιβολίας, οι διατάξεις για την παρακαταθήκη». [7]

διάταξης του άρθρου 827 ΑΚ, που ορίζει ότι ο θεµατοφύλακας, αν ο παρακαταθέτης απαιτεί το πράγµα, οφείλει να το αποδώσει, και αν ακόµη δεν έχει περάσει η προθεσµία για τη φύλαξή του» 10. Περαιτέρω, η σύµβαση της καταθέσεως χρηµάτων είναι re καταρτιζόµενη, υπό την έννοια ότι για την τελείωσή της απαιτείται, πέρα από τη συµφωνία των µερών, και πραγµατική κατάθεση των χρηµάτων, οπότε και δηµιουργείται υποχρέωση της Τραπέζης για επιστροφή των χρηµάτων 11. Από την πραγµατική κατάθεση των χρηµάτων σε αυτή, η Τράπεζα γίνεται κυρία αυτών και δικαιούται να τα διαθέσει ως ίδια, αναλαµβάνοντας τη συµβατική υποχρέωση να αποδώσει εν καιρώ στον καταθέτη άλλα χρήµατα της ίδιας ποσότητας µε τους τόκους που ορίζονται µε αποφάσεις της Νοµισµατικής Επιτροπής για τέτοιες καταθέσεις 12. Το γεγονός ότι η Τράπεζα αποκτά κυριότητα επί των κατατιθεµένων σε αυτή χρηµάτων συνεπάγεται τη µη δηµιουργία αδικοπρακτικής ευθύνης έναντι του καταθέτη σε περίπτωση άρνησης αποδόσεως του χρηµατικού ποσού της καταθέσεως, έστω κι αν αυτό έχει αφαιρεθεί από τρίτο µε αξιόποινη πράξη αλλά τη γέννεση αξιώσεως εκ συµβάσεως 13. Πέρα από χρήµατα, οι τραπεζικές καταθέσεις δύνανται να αφορούν και τίτλους, ήτοι χρεόγραφα, αξιόγραφα ή µετοχές. Ιδίως όµως ως προς τις χρηµατικές καταθέσεις η τραπεζική πρακτική έχει διαµορφώσει διάφορα είδη τραπεζικών χρηµατικών καταθέσεων, µεταξύ των οποίων διακρίνουµε 14 : τις καταθέσεις όψεως, σε τρεχούµενο λογαριασµό, απλού ταµιευτηρίου, επί προθεσµία ή προθεσµιακές, προθεσµιακές έναντι εκδιδόµενων τίτλων, υπό προειδοποίηση, υπέρ τρίτων, αναπαλλοτρίωτες, σε κοινό λογαριασµό, σε αδιαίρετο λογαριασµό και δεσµευµένες. 2. Γενικό και ειδικό τραπεζικό απόρρητο Εκκινώντας από την έννοια του τραπεζικού απορρήτου, αυτή θα µπορούσε να προσδιορισθεί ως η υποχρέωση του πιστωτικού ιδρύµατος να µην παρέχει σε τρίτους πληροφορίες για τις οικονοµικές σχέσεις ή άλλα γεγονότα του πελάτη, τα οποία ο πελάτης εµπιστεύτηκε σ αυτό ή των οποίων το πιστωτικό ίδρυµα έλαβε γνώση κατά την άσκηση της επαγγελµατικής του δραστηριότητας, ενώ στην ίδια έννοια υπάγεται και το δικαίωµα του πιστωτικού ιδρύµατος να αρνηθεί σε τρίτους την παροχή πληροφοριών για τις οικονοµικές σχέσεις του πελάτη 15. Το τραπεζικό 10 ΑΠ 830/2003, Ελλ νη 2004, σελ. 176. 11 ΕφΘεσ 1868/1999, Αρµ 2001, σελ. 809. 12 ΕφΘεσ 1868/1999, Αρµ 2001, σελ. 809 Εφ ωδ 287/1996, ΝοΒ 1997, σελ. 805. Παρόµοια η διατύπωση και της ΑΠ 467/1990, ΝοΒ 1991, σελ. 1205. 13 ΑΠ 830/2003, Ελλ νη 2004, σελ. 176 ΕφΘεσ 1868/1999, Αρµ 2001, σελ. 809. Μάλιστα, ο νόµιµος εκπρόσωπος ή ο υπάλληλος του πιστωτικού ιδρύµατος που προβαίνει στη διάθεση των κατατιθεµένων χρηµάτων δεν διαπράττει το ποινικό αδίκηµα της υπεξαιρέσεως καθώς το άρθρο 375 1 ΠΚ για την πλήρωση της αντικειµενικής του υποστάσεως απαιτεί την παράνοµη ιδιοποίηση ξένου κινητού πράγµατος. 14 Για τη σχετική διάκριση βλ. αναλυτικά Ψυχοµάνη, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 336-340. 15 Κουτσούκης, Πρακτικά προβλήµατα από την εφαρµογή του τραπεζικού απορρήτου, ΕΤρΑξΧρ 1996, σελ. 663-664. Ως προς την έννοια του τραπεζικού απορρήτου βλ. ακόµα Ψυχοµάνη, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 42 Βελέντζα, ίκαιο Τραπεζών και Τραπεζικών Συµβάσεων (2004), σελ. 327-328 Τριανταφυλλάκη, Οι πρόσφατες εξελίξεις στη νοµολογία σε σχέση µε το τραπεζικό απόρρητο, [8]

απόρρητο συνιστώντας ιδιωτικό απόρρητο αποσκοπεί κατά πρώτο λόγο στη διαφύλαξη του συµφέροντος του πελάτη της Τραπέζης (υπερού το απόρρητο), αλλά παράλληλα αποτελεί και επαγγελµατικό απόρρητο της τελευταίας, κι αυτό διότι το πιστωτικό ίδρυµα προστατεύει ξένα ιδιωτικά απόρρητα, τα οποία ο πελάτης εµπιστεύτηκε σε αυτό ή περιήλθαν σε αυτό εξαιτίας της συναλλακτικής σχέσης και επιπλέον οι Τράπεζες εµπίπτουν στον κύκλο των προσώπων-επαγγελµατιών που χαρακτηρίζουν από µία ιδιαίτερη σχέση εµπιστοσύνης 16. Η διάκριση ανάµεσα σε γενικό και ειδικό τραπεζικό απόρρητο βρίσκει το έρεισµα της στο αν καταλαµβάνει το σύνολο των τραπεζικών συναλλαγών ή αντίθετα εάν περιορίζεται στην προστασία των τραπεζικών καταθέσεων 17. Έτσι, το γενικό τραπεζικό απόρρητο εκτείνεται σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές και συνίσταται στην αυτοτελή παρεπόµενη υποχρέωση της Τράπεζας έναντι του πελάτη της να τηρεί εχεµύθεια ως προς τις συναλλαγές του, σε αντιδιαστολή προς το ειδικό τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων που καθιερώνει το ν.δ. 1059/1971 18. Γίνεται αντιληπτό ότι ενώ το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων απορρέει από ειδική διάταξη νόµου, απουσιάζει αντίστοιχη νοµοθετική ρύθµιση για το γενικό τραπεζικό απόρρητο. Ωστόσο, εκείνο απορρέει από διατάξεις τόσο του κοινού όσο και του συνταγµατικού δικαίου αλλά και από την ίδια τη συµβατική σχέση της Τραπέζης και του πελάτη. Πιο συγκεκριµένα, η ορθότερη στη θεωρία άποψη 19 δέχεται ότι το τραπεζικό απόρρητο συνιστά εκδήλωση της οικονοµικής ελευθερίας του άρθρου 5 1 Συντ, ενώ µέρος της θεωρίας 20 επιστρατεύει και τις συνταγµατικές διατάξεις των άρθρων 2 1 και 9 1 Συντ. για τη θεµελίωσή του. Επιπροσθέτως, το απόρρητο αποτελώντας στοιχείο της προσωπικότητας 21 προστατεύεται αστικώς από το άρθρο 57 ΑΚ αλλά και ποινικώς, ως πτυχή της υποχρεώσεως τηρήσεως επαγγελµατικής Ελλ νη 1993, σελ. 1145 Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 244 Θεοδώρου, Το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, ΚριτΕπιθ 2000, σελ. 270. 16 Κουτσούκης, ό.π. ΕΤρΑξΧρ 1996, σελ. 663 Βελέντζας, ό.π. ίκαιο Τραπεζών, σελ. 328. Βλ. και Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 244, όπου και επισηµαίνεται ότι το τραπεζικό απόρρητο ως επαγγελµατικό αποβλέπει και στο συµφέρον της ίδιας της Τραπέζας εφόσον το κλίµα εµπιστοσύνης που αναπτύσσεται ευνοεί την προσέλκυση νέων πελατών. 17 Τριανταφυλλάκης, ό.π. Ελλ νη 1993, σελ. 1445-1446. 18 ΜΠρΡοδ 230/2007, ΕΤρΑξΧρ 2008, σελ. 85. Η ίδια απόφαση οριοθετεί το τραπεζικό απόρρητο ως την υποχρέωση της Τραπέζης απέναντι στον πελάτη της «να σιωπά για τις προσωπικές και οικονοµικές υποθέσεις του, που γίνονται γνωστές σ αυτήν από την άσκηση της επιχειρηµατικής δραστηριότητάς της. Αντικείµενο του τραπεζικού απορρήτου, δηλαδή, αποτελούν όλα εκείνα τα πραγµατικά περιστατικά που πληροφορείται η Τράπεζα από τη σχέση της µε τον πελάτη κατά το προσυµβατικό, συµβατικό ακόµη και µετασυµβατικό στάδιο, µέχρι του οποίου εκτείνεται η αντίστοιχη υποχρέωσή της». 19 Ντόστας, Γενικό Τραπεζικό Απόρρητο και Απόρρητο των Καταθέσεων - Κατάσχεση των καταθέσεων (2000), σελ. 5-8 Ψυχοµάνης, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 45-46 Βελέντζας, ό.π. ίκαιο Τραπεζών, σελ. 328. 20 Τριανταφυλλάκης, ό.π. Ελλ νη 1993, σελ. 1446 Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 244 Θεοδώρου, ό.π. ΚριτΕπιθ 2000, σελ. 271. Βλ. και Εισαγγελία ΑΠ 23/1986 σε Κουτσούκη, Τραπεζικό Απόρρητο (Νοµοθεσία Νοµολογία), 1998, σελ. 85, όπου και γίνεται δεκτή η συνταγµατική κατοχύρωση του τραπεζικού απορρήτου µόνο στο άρθρο 2 1 Συντ. 21 Για τη σύνδεση του οικονοµικού απορρήτου (άρα και του τραπεζικού) µε την προστασία της προσωπικότητας του ατόµου βλ. Μοσχούρη Τοκµακίδου, Τραπεζικό Απόρρητο Ένας θεσµός υπό διωγµόν, ΕπΕµπ 2004, σελ. 584-586. [9]

εχεµύθειας από το άρθρο 371 ΠΚ 22. Ακόµη, ως αυτοτελή παρεπόµενη υποχρέωση της Τραπέζης πηγάζουσα από τη συµβατική της σχέση µε τον πελάτη, το γενικό τραπεζικό απόρρητο απορρέει και από την υποχρέωση τηρήσεως καλής πίστης του άρθρου 288 ΑΚ, ενώ δεν θα πρέπει να λησµονηθεί και η συµβολή της παγκόσµιας τραπεζικής πρακτικής στην καθιέρωσή του 23. Ερχόµενοι τώρα στο ειδικό τραπεζικό απόρρητο των καταθέσεων, ο νοµοθέτης επέλεξε ειδική νοµοθετική ρύθµισή του µε διατάξεις αυστηρής προστασίας, οι οποίες ως ειδικές υπερισχύουν των αντίστοιχων γενικών, στο µέτρο που αποκλίνουν από τις τελευταίες. Έτσι, το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων κατοχυρώνεται στο ν.δ 1059/1971, όπως αυτό έχει τροποποιηθεί από τους ν. 1806/1988, 1858/1989 και 1868/1989. Το ρυθµιζόµενο πλαίσιο του ν.δ. 1059/1971 έχει ως εξής: α) Οι κάθε µορφής καταθέσεις σε πιστωτικά ιδρύµατα είναι απόρρητες (άρθρο 1 1 εδ. α ). Κάνοντας ο νόµος λόγο για καταθέσεις κάθε µορφής, γίνεται δεκτό ότι το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων καλύπτει κάθε σύµβαση καταθέσεως υπό τη µορφή της ανώµαλής παρακαταθήκης και δη είτε πρόκειται για χρήµατα είτε για άλλες κινητές αξίες 24. Όσον αφορά ειδικά τις χρηµατικές καταθέσεις, εν προκειµένω εµπίπτουν οι χρηµατικές καταθέσεις σε δραχµές ή συνάλλαγµα, ελεύθερες ή δεσµευµένες, όψεως, προθεσµιακές ή σε τρεχούµενο λογαριασµό, καθώς και οι καταθέσεις υπέρ διαφόρων εξαγωγέων από επιστροφές ή χρηµατικές επιδοτήσεις (πριµ) 25. Επιπλέον, από το συνδυασµό των διατάξεων του ν.δ. 1059/1971 και του άρθρου 12 του ν. 2198/1994, προκύπτει ότι στην έννοια των «κάθε µορφής καταθέσεων» περιλαµβάνονται και καταθέσεις άυλων τίτλων του ηµοσίου, ήτοι έντοκα γραµµάτια, οµόλογα ή τίτλοι οµολογιακών δανείων 26. Από τη στιγµή που ο νόµος δεν προβαίνει σε κάποια διάκριση, το απόρρητο εκτείνεται και στις αλλοδαπές Τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα µε κεντρικά καταστήµατα ή υποκαταστήµατα και διέπονται από τους ελληνικούς νόµους 27. β) Κάθε πρόσωπο, το 22 ΜΠρΡοδ 230/2007, ΕΤρΑξΧρ 2008, σελ. 85. 23 Κουτσούκης, ό.π. ΕΤρΑξΧρ 1996, σελ. 665 Ψυχοµάνης, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 44 Τριανταφυλλάκης, ό.π. Ελλ νη 1993, σελ. 1446 Θεοδώρου, ό.π. ΚριτΕπιθ 2000, σελ. 271. 24 Ντόστας, ό.π. σελ. 69 Βελέντζας, ό.π. ίκαιο Τραπεζών, σελ. 329 και 337 Ψυχοµάνης, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 57-58 Μάζης, Μερικές σκέψεις για την κατάσχεση σε χέρια τρίτου (και ιδιαίτερα σε Τράπεζα ως τρίτη), ΕΕ 1997, σελ. 457 Χριστοδούλου, Η έννοια της καταθέσεως και το ζήτηµα του ακατασχέτου κατά το νόµο περί του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων (γνωµοδότηση), ΕΕ 1998, σελ. 234 Γραµµατίκας, Το Τραπεζικό Απόρρητο (1991), σελ. 149 και 151 Τριανταφυλλάκης, ό.π. Ελλ νη 1993, σελ. 1446-1447 Θεοδώρου, ό.π. ΚριτΕπιθ 2000, σελ. 277-278 Κουζιώρτη, ό.π. ΕπΕπΑρµ 1994, σελ. 246-247. 25 ΕφΑθ 8423/2006, ΕΕ 2007, σελ. 602 ΠΠρΑθ 4001/2002, ΝοΒ 2003, σελ. 1437. Βλ. και ΑΠ 580/1990, ΕΕΝ 1991, σελ. 169, στην οποία γίνεται δεκτό ότι δεν καλύπτονται από το ειδικό απόρρητο του ν.δ. 1059/1971 οι καταθέσεις «πριµ» εξαγωγών. Αντίθετη η ΑΠ 1230/1987, ΕΕΝ 1988, σελ. 661, όπου αναφέρεται ότι «Οι καταθέσεις αυτές δεν είναι ανάγκη να έχουν αποταµιευτικό χαρακτήρα. εν εξετάζεται δηλαδή ο γενεσιουργός λόγος της δηµιουργίας των καταθέσεων, τις οποίες αφορά το ως άνω απόρρητο, αφού ο νόµος δεν κάνει καµία διάκριση. Άρα είναι απόρρητες και οι τραπεζικές εκείνες καταθέσεις που αφορούν «πριµ» οφειλόµενα στους εξαγωγείς από τις εµπορικές τράπεζες και το ηµόσιο». 26 ΕφΘεσ 702/2005, Αρµ 2006, σελ. 1226 ΠΠρΘεσ 24377/2003, Αρµ 2004, σελ. 1283. 27 ΕφΑθ 7060/1976, ΝοΒ 1978, σελ. 947 ΠΠρΠειρ 2025/1989, ΝοΒ 1991, σελ. 255 ΜΠρΑθ 2091/1999, ΝοΒ 1999, σελ. 1598 ΜΠρΑθ 7220/1989, ΕΕµπ 1990, σελ. 227 ΜΠρΑθ 8169/1987, Ελλ νη 1988, σελ. 385. Από θεωρία Ντόστας, ό.π. σελ. 71-72 Γραµµατίκας, ό.π. σελ. 152-153 [10]

οποίο λαµβάνει γνώση των τραπεζικών καταθέσεων στο πλαίσιο ασκήσεως των καθηκόντων του και παρέχει, µε οποιονδήποτε τρόπο, οποιαδήποτε γι αυτές πληροφορία, τιµωρείται µε φυλάκιση τουλάχιστον έξι µηνών 28, ενώ η συναίνεση ή έγκριση του καταθέτη-πελάτη της Τραπέζης δεν αίρει τον αξιόποινο χαρακτήρα της πράξεως (άρθρο 2 1). Μάλιστα, σε περίπτωση καταδίκης το δικαστήριο δεν δύναται να διατάξει αναστολή εκτελέσεως της ποινής ούτε µετατροπή αυτής σε χρηµατική (άρθρο 2 2). γ) Τα πρόσωπα που λαµβάνουν γνώση των τραπεζικών καταθέσεων κατά την άσκηση των καθηκόντων τους δεν εξετάζονται για τα σχετικά µε τις καταθέσεις θέµατα όταν καλούνται ως µάρτυρες σε πολιτική ή ποινική δίκη, έστω κι αν συναινεί ο καταθέτης (άρθρο 2 3) καθίστανται δηλαδή ανεπιτήδειοι µάρτυρες. Αυτές ήταν σε γενικές γραµµές οι βασικές ρυθµίσεις του ν.δ. 1059/1971 σχετικά µε το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων, ενώ αξίζει να σηµειωθεί ότι περιλαµβάνει και ειδικές περιπτώσεις νόµιµης άρσεως του απορρήτου των καταθέσεων (άρθρα 1 2, 2 1 εδ. γ, 3) 29. Α. Το κατασχετό των τραπεζικών καταθέσεων 1. Η τάση της νοµολογίας πριν τη ρύθµιση του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 Πριν τη νοµοθετική επέµβαση µέσω της ρυθµίσεως του άρθρου 24 του ν. 2915/2001, µε το οποίο κατοχυρώθηκε και ρητώς η κάµψη του ειδικού τραπεζικού απορρήτου του ν.δ. 1059/1971 για το δανειστή που έχει δικαίωµα κατασχέσεως, η νοµολογία είχε ταχθεί κατά της δυνατότητας επιβολής κατασχέσεως επί των τραπεζικών καταθέσεων λόγω του ως άνω απορρήτου. Ειδικότερα, δύο Ολοµέλειες του Αρείου Πάγου έκαναν σαφή την πρόθεση του Ανώτατου Ακυρωτικού της χώρας για αδυναµία κατασχέσεως εις χείρας της Τραπέζης των καταθέσεων του οφειλέτη λόγω του απορρήτου αυτών, ενώ η πλειοψηφία της θεωρίας διακήρυττε ότι το απόρρητο δεν συνεπάγεται και το ακατάσχετο αυτών, επιστρατεύοντας σωρεία επιχειρηµάτων. Την αρχή έκανε η ΟλΑΠ 1224/1975 30, η οποία εξ αφορµής της επιβολής συντηρητικής κατασχέσεως τραπεζικής καταθέσεως εις χείρας της Τραπέζης της Βελέντζας, ό.π. ίκαιο Τραπεζών, σελ. 335-337 Μιχαηλίδης, Το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων Όρια και υπερβολές, ΕΕµπ 1983, σελ. 25-26. Υπέρ της απόψεως ότι το απόρρητο των καταθέσεων αφορά µόνο τις ελληνικές Τράπεζες, Καλδέλλης, Το Τραπεζικόν Απόρρητον, Αρµ 1981, σελ. 718-719. Η όλη διαµάχη σχετικά µε το αν υπάγονται στη ρύθµιση του απορρήτου των καταθέσεων και οι αλλοδαπές Τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα είχε ξεσπάσει λόγω της αρχικής διατυπώσεως του άρθρου 1 1 του ν.δ. 1059/1971 «Αι καταθέσεις εις Ελληνικάς Τραπέζας χαρακτηρίζονται ως απόρρητοι». 28 Για την απειλή ποινικών κυρώσεων των υπεύθυνων φυσικών προσώπων της Τραπέζης που παραβιάζουν την υποχρέωσή της για τήρηση του απορρήτου των πάσης φύσεως καταθέσεων των πελατών της έναντι παντός τρίτου βλ. ΑΠ 1275/2003, ΧρΙ 2004, σελ. 216 ΕφΑθ 6778/2007, ΕΕ 2008, σελ. 604. 29 Αναλυτικά για τις περιπτώσεις νόµιµης άρσεως του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων βάσει του ν.δ. 1059/1971 και άλλων ειδικών νόµων βλ. Ψυχοµάνη, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 59-63 Βελέντζα, ό.π. ίκαιο Τραπεζών, σελ. 330-334 Θεοδώρου, ό.π. ΚριτΕπιθ 2000, σελ. 274-277 Κιάντος, Το τραπεζικό απόρρητο και οι εργασίες συναλλάγµατος (1993), σελ. 9-17. 30 ΝοΒ 1976, σελ. 188. [11]

Ελλάδος ως τρίτης και ερµηνεύοντας τις διατάξεις του ν.δ. 1059/1971, σηµείωσε τα ακόλουθα: «Εξαιρουµένων των υπό του νόµου ρητώς µνηµονευοµένων ως ανωτέρω δύο περιπτώσεων απαγορεύεται επί ποινή φυλακίσεως εις τους εκπροσώπους και υπαλλήλους των Ελληνικών Τραπεζών να παρέχουν καθ οιονδήποτε τρόπον είτε εξωδίκως είτε ενώπιον δικαστηρίου οιανδήποτε πληροφορίαν περί των παρ αυταίς καταθέσεων, χαρακτηριζοµένων ως απορρήτων, και συναινούντος έτι του καταθέτου. Απαγορεύεται συνεπώς εις την Ελληνικήν Τράπεζαν όπως προβή και εις την υπό του άρθρου 985 ΚΠολ προβλεποµένην δήλωσιν εν περιπτώσει κατασχέσεως εις χείρας της ως τρίτης τραπεζικής καταθέσεως, εξ ου έπεται ότι ούτε η παράλειψης της δηλώσεως ταύτης εξοµοιούται προς αρνητικήν δήλωσιν κατά την 3 του αυτού άρθρου, ούτε ο κατασχών δικαιούται να ασκήση κατ αυτής ανακοπήν συµφώνως προς το άρθρο 986, µη εφαρµοζοµοµένων ούτω των διατάξεων των άρθρων τούτων επί κατασχέσεως τραπεζικής καταθέσεως εις χείρας Ελληνικής Τραπέζης ως τρίτης, της τοιαύτης κατασχέσεως ούτης πλέον ανεπιτρέπτου και ως εκ τούτου ακύρου». Εποµένως, η πλειοψηφία της Ολοµελείας 1224/1975 έκρινε ως ανεπίτρεπτη και άκυρη την επιβληθείσα κατάσχεση εις χείρας Ελληνικής Τραπέζης ως τρίτης, ένεκα της δεσµεύσεώς της από το ειδικό τραπεζικό απόρρητο του ν.δ. 1059/1971, µε αποτέλεσµα να µην δύναται αυτή να προβεί στην προβλεπόµενη από το άρθρο 985 ΚΠολ δήλωση τρίτου 31 και κατ επέκταση η έλλειψη αυτής να µην εξοµοιώνεται πλασµατικά µε αρνητική δήλωση κατ άρθρο 985 3 ΚΠολ, ενώ και ο κατασχών στερείται της δικονοµικής δυνατότητας ασκήσεως της ανακοπής του άρθρου 986 ΚΠολ. Εντούτοις, η προαναφερθείσα άποψη της πλειοψηφίας της ΟλΑΠ 1224/1975 δεν έµεινε στο απυρόβλητο από τη δυναµική µειοψηφία 32 εννέα µελών, που από την πλευρά της προσπάθησε να περισώσει το κύρος της επιβολής της κατασχέσεως. Μάλιστα, τα επιχειρήµατα που άρθρωσε συνοψίζονται στα εξής: α) Η απαγόρευση παροχής πληροφοριών του άρθρου 2 1 του ν.δ. 1059/1971 δεν περιλαµβάνει και την από το νόµο επιβαλλόµενη υποχρέωση της Τραπέζης, ως υποκείµενο της έννοµης σχέσεως της καταθέσεως, όπως παράσχει πληροφορίες στον κατασχόντα, που εν προκειµένω ασκεί κατά το νόµο τα δικαιώµατα του υπέρ ου το απόρρητο 31 Το άρθρο 2 1 του ν.δ. 1059/1971 προβλέπει ότι «ιοικηταί, µέλη ιοικητικών Συµβουλίων ή άλλων συλλογικών οργάνων ή υπάλληλοι Τραπεζών, οίτινες ως εκ των καθηκόντων των λαµβάνουν γνώσιν των τραπεζικών καταθέσεων, παρέχοντες καθ οιονδήποτε τρόπον, οιανδήποτε πληροφορίαν, τιµωρούνται δια φυλακίσεως τουλάχιστον εξ µηνών. Η συναίνεσις ή έγκρισις του υπέρ ου το απόρρητον καταθέτου, ουδαµώς αναιρεί τον αξιόποινον χαρακτήρα της πράξεως». Η παροχή πληροφοριών κατά την εν λόγω ρύθµιση περιλαµβάνει την µε οποιονδήποτε τρόπο γνωστοποίηση σε τρίτα πρόσωπα των στοιχείων της τραπεζικής καταθέσεως (ύπαρξη, είδος, ποσό) ανεξάρτητα από τον τρόπο που αυτή γίνεται, εξωδίκως ή δικαστικώς, και στην οποία συµπεριλαµβάνεται και η δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολ. Έτσι, η απόφαση της ΟλΑΠ 1224/1975 συνέδεσε το απόρρητο των τραπεζικών κατασχέσεων µε το ακατάσχετο αυτών. Βλ. Γραµµατίκα, ό.π. σελ. 145 32 Αδόκιµη χαρακτήρισε την άποψη της µειοψηφίας ο Καλδέλλης, ό.π. Αρµ 1981, σελ. 714-715, θεωρώντας ότι ο νόµος (ν.δ. 1059/1971) δεν κάνει καµία διάκριση ανάµεσα σε τρίτο που ασκεί τα δικαιώµατα του καταθέτη και σε τρίτο που δεν τα ασκεί και περιέχοντας απαγορευτική επιταγή αναγκαστικού δικαίου, η Τράπεζα δεν υπέχει υποχρέωση παροχής πληροφοριών (υποβολής δηλώσεως του άρθρου 985 ΚΠολ ) προς τον τρίτο. [12]

καταθέτη 33, β) Το ν.δ. 1059/1971 δεν κατήργησε τα άρθρα 707, 712, 982, 984, 985 και 986 ΚΠολ και άρα η Τράπεζα οφείλει να προβεί εντός οκτώ ηµερών από την επίδοση του κατασχετηρίου στην κατά το άρθρο 985 ΚΠολ δήλωση τρίτου και η έλλειψη αυτής εξοµοιώνεται µε αρνητική δήλωση, υποκείµενη σε ανακοπή, γ) Η αντίθετη άποψη οδηγεί στο ακατάσχετο των τραπεζικών καταθέσεων, το οποίο εάν ήταν στους σκοπούς του νοµοθέτη θα οριζόταν ρητώς, ενώ κατ αυτό τον τρόπο παρέχεται η δυνατότητα στους µεν διαπράττοντες εγκλήµατα κατά της περιουσίας να αποκρύπτουν ευχερώς το προϊόν των εγκληµάτων τους σε τραπεζικές καταθέσεις, στους δε κακόπιστους οφειλέτες, µε την ίδια τακτική, να αποφεύγουν την ικανοποίηση των δανειστών τους. εκαεπτά έτη αργότερα, ήρθε εκ νέου η Ολοµέλεια του Αρείου Πάγου για να επιβεβαιώσει την εµµονή της νοµολογίας στην άρνηση της δυνατότητας κατασχέσεως των τραπεζικών καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ένεκα του απόρρητου χαρακτήρα αυτών. Κατόπιν λοιπόν, παραποµπής των υπ αριθµόν 1561/1991 34 και 974/1992 35 αποφάσεων του Α πολιτικού τµήµατος του δικαστηρίου του Αρείου Πάγου εκδόθηκε η απόφαση της Ολοµελείας 3/1993 36, η οποία και κατέβαλε προσπάθεια να εναρµονίσει το τραπεζικό απόρρητο µε το δικαίωµα δικαστικής προστασίας. Η ΟλΑΠ 3/1993 κατέληξε στο ερµηνευτικό συµπέρασµα ότι «η κατάσχεση, αναγκαστική ή συντηρητική, εις χείρας ελληνικής τραπέζης ως τρίτης, από δανειστή οποιουδήποτε καταθέτη της, χρηµατικής απαιτήσεως του καταθέτη για παροχή πιστωτικού, υπέρ αυτού, υπολοίπου του σχετικού προς την κατάθεση λογαριασµού, κατάσχεση που προϋποθέτει, ως όρο της διαδικαστικής, συµφώνως προς τα άρθρα 712, 983, 985, 986, 989, 990 ΚΠολ, λειτουργίας της, νοµική δυνατότητα και υποχρέωση της τραπέζης για δήλωση, ότι υπάρχει, εις βάρος της, η κατασχόµενη υπαρκτή, τυχόν, απαίτηση, έχει έτσι, εµµέσως, καταστεί ανεπίτρεπτη κατά τον νόµο και αν πραγµατωθεί, είναι άκυρη δυνάµει των ανωτέρω διατάξεων του ν.δ. 1059/1971. ιατάξεων, οι οποίες, στην έκταση που είναι απαγορευτικές κατασχέσεως 33 Βλ. Μπρίνια, Το τραπεζικόν απόρρητον εν σχέσει προς την κατάσχεσιν εις χείρας τρίτου, ΝοΒ 1973, σελ. 1054-1055, σύµφωνα µε τον οποίο ο νοµοθέτης του ν.δ. 1059/1971 απευθύνεται στην Τράπεζα ως τρίτη και όχι ως υποκείµενο της έννοµης σχέσεως της καταθέσεως, από την οποία και πηγάζουν ορισµένες υποχρεώσεις, είτε του ουσιαστικού είτε του δικονοµικού δικαίου, και τέτοια υποχρέωση είναι και η υποβολή της δηλώσεως του άρθρου 985 ΚΠολ. Ακόµη, ο κατασχών δανειστής µε την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ επικαλείται και ασκεί το δικαίωµα του καθού η κατάσχεση οφειλέτη, από τη στιγµή που µε την ανακοπή εισάγεται προς εκδίκαση η απαίτηση του καθού προς την Τράπεζα και συνεπώς την ίδια συµπεριφορά που οφείλει να τηρήσει έναντι του καταθέτη και δικαιούχου της καταθέσεως, την ίδια συµπεριφορά οφείλει να επιδείξει και έναντι του κατασχόντος ανακόπτοντος τη δήλωση της Τραπέζης. Στην αντίπερα όχθη κινείται ο Κουσούλης, Απόρρητο και δυνατότητες κατασχέσεως, Ελλ νη 1998, σελ. 769-771, ο οποίος ναι µεν δεν δέχεται ότι ο δανειστής έχει καταστεί φορέας της απαιτήσεως του καταθέτη-οφειλέτη έναντι της τραπέζης (και άρα ορθώς η τράπεζα δεν προβαίνει στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολ ) αλλά επισηµαίνει τη δυνατότητα κατασχέσεως των τραπεζικών καταθέσεων µε τη διαδικασία των άρθρων 1022 επ. ΚΠολ. 34 Ελλ νη 1993, σελ. 315. 35 1993, σελ. 369. 36 1994, σελ. 497. [13]

δεν αντίκεινται στο άρθρο 20 1 του Συντάγµατος του 1975, περί του δικαιώµατος καθενός για παροχή, από τα δικαστήρια, έννοµης προστασίας (ώστε να δύνανται να θεωρηθούν καταργηµένες, σύµφωνα µε το άρθρο 111 1 του Συντάγµατος, από την έναρξη της ισχύος του), αφού, από τα αντικείµενα κατασχέσεως, αναγκαστικής ή συντηρητικής, εξαίρεση των απαιτήσεων από χρηµατικές καταθέσεις σε ελληνικές τράπεζες δεν καθιστά, καθεαυτήν, αλυσιτελή ουσιαστικώς τη δικαστική προστασία, την παρεχόµενη µε απόφαση καταψηφιστική για χρηµατική παροχή ή µε διαταγή πληρωµής». Προς επίρρωση µάλιστα της θέσεώς της αυτής, η πλειοψηφία της Ολοµελείας προέβαλλε και το επιχείρηµα της µη αυθεντικής ερµηνείας κατά το άρθρο 77 του Συντάγµατος από το νοµοθέτη των διατάξεων του ν.δ. 1059/1971, παρά το πέρας δεκαεπτά ετών από την ΟλΑΠ 1224/1975 (την οποία και ακολούθησαν έκτοτε τα δικαστήρια της ουσίας) και τη µέγιστη σπουδαιότητα του συγκεκριµένου ζητήµατος. Και από αυτή την απόφαση της Ολοµελείας δεν έλειψε η ισχυρή αντίθεση της µειοψηφίας και δη δεκατριών µελών, τασσόµενη υπέρ της εφαρµογής εν προκειµένω των άρθρων 712 και 982 έως 991 ΚΠολ και επικαλούµενη τα κάτωθι επιχειρήµατα: α) Τα οριζόµενα στο νόµο ακατάσχετα, συνιστούν εξαίρεση από τον κανόνα και πρέπει να ερµηνεύονται στενά, αφού µάλιστα πολλές φορές δυσχεραίνουν ουσιαστικά ή ακόµη και αποκλείουν την παροχή έννοµης προστασίας στο στάδιο της αναγκαστικής εκτελέσεως, κατά παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 20 1 του Συντάγµατος 37. Το ν.δ. 1059/1971 όµως, ενώ προέβλεψε το απόρρητο, καθόλου δεν ασχολήθηκε µε το ακατάσχετο, πράγµα που θα γινόταν αν υπήρχε νοµοθετική βούληση για το ακατάσχετο, β) Η θέσπιση των ακατασχέτων υπαγορεύεται ιδίως από λόγους συντηρήσεως προσώπων που χρήζουν ιδιαίτερης προστασίας ή στηρίξεως βασικών κοινωνικών θεσµών ή εγκείµενους στη φύση του αντικειµένου και τέτοιοι λόγοι δεν συντρέχουν στις απαιτήσεις από τραπεζικές καταθέσεις, γ) Στόχος της καθιερώσεως του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων ήταν η προσέλκυση της ιδιωτικής αποταµιεύσεως για παραπέρα διοχέτευσή της στην παραγωγή προς όφελος της εθνικής οικονοµίας. Αντίθετα, ο νοµοθέτης δεν αποσκοπούσε στην υπόθαλψη της κακοπιστίας του οφειλέτη, που κάνοντας χρήση του απορρήτου και 37 Αναφορικά µε την αντίθεση στο άρθρο 20 1 Συντ. της απόψεως περί αδυναµίας κατασχέσεως των τραπεζικών καταθέσεων λόγω του απόρρητου χαρακτήρα τους βλ. Μπρίνια, ό.π. ΝοΒ 1973, σελ. 1055-1056, όπου και τονίζεται ότι οι διατάξεις του δικονοµικού δικαίου για την κατάσχεση εις χείρας τρίτου αποτελούν πρόσφορο και αποτελεσµατικό τρόπο ικανοποιήσεως της ουσιαστικής απαιτήσεως του δανειστή και ότι η δυνατότητα αυτή δεν δύναται να ανατραπεί µε την επέκταση του τραπεζικού απορρήτου και επί των κατασχέσεων εις χείρας των τραπεζών. Πολλές φορές µάλιστα η κατάσχεση εις χείρας τρίτου συνιστά και το µοναδικό µέσο εκτελέσεως, το οποίο και εξοβελίζεται δια του θεσµού του τραπεζικού απορρήτου. Εξάλλου, τόσο η αγωγή αποζηµιώσεως του άρθρου 985 3 ΚΠολ όσο και η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ περιέχουν αιτήµατα παροχής έννοµης προστασίας υπό τη µορφή εκδόσεως αποφάσεως επί της ουσίας, υπαγόµενα στο άρθρο 20 1 Συντ. Υπέρ της αντισυνταγµατικότητας του ν.δ. 1059/1971 τάσσονται ακόµα Γέσιου-Φαλτσή, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων πριν και µετά το ν. 2915/2001, 2002, σελ. 431-434 Την ίδια, Compatibility of the European Seizure of Bank Accounts with Greek Law, 2003, σελ.1178-1179 Ντόστας, ό.π. σελ. 138-143 Μπέης, Η αναγκαστική και συντηρητική κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων, των άυλων µετοχών και των άυλων οµολόγων του ηµοσίου, 2000, σελ. 36-37 Τριανταφυλλάκης, ό.π. Ελλ νη 1993, σελ. 1448. Αντίθετοι, οι Γραµµατίκας, ό.π. σελ. 161-162 Καλδέλλης, ό.π. Αρµ 1981, σελ. 719-720. [14]

κατ επέκταση ακατασχέτου των τραπεζικών καταθέσεων, αρνείται την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του έναντι του δανειστή. Η τάση αυτή των Ολοµελειών του Αρείου Πάγου ακολουθήθηκε, όπως ήταν άλλωστε αναµενόµενο, και από τα δικαστήρια της ουσίας 38, τα οποία και αρνούνταν κατηγορηµατικά τη δυνατότητα επιβολής κατασχέσεως επί τραπεζικών καταθέσεων εις χείρας τραπέζης ως τρίτης, επαναλαµβάνοντας τις θέσεις των ΟλΑΠ 1224/1975 και 3/1993. Η συγκεκριµένη άποψη της νοµολογίας, µε ορισµένες εξαιρέσεις 39, εξακολούθησε να υιοθετείται µέχρι τη νοµοθετική επέµβαση µε τη ρύθµιση του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 και τη ριζική στροφή της νοµολογίας µε την ΟλΑΠ 19/2001. 2. Η ρύθµιση του άρθρου 24 του ν. 2915/2001 και η απόφαση της Ολοµελείας του Αρείου Πάγου 19/2001 Σύµφωνα µε το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 «Το απόρρητο των κάθε µορφής καταθέσεων σε πιστωτικά ιδρύµατα καθώς και των άυλων µετοχών που καταχωρίζονται στο Σύστηµα Άυλων Τίτλων (Σ.Α.Τ.) του Κεντρικού Αποθετηρίου Αξιών (Κ.Α.Α.) δεν ισχύει έναντι του δανειστή που έχει δικαίωµα κατάσχεσης της περιουσίας του δικαιούχου της κατάθεσης ή της µετοχής. Το απόρρητο αίρεται µόνο για το χρηµατικό ποσό που απαιτείται για την ικανοποίηση του δανειστή». Με αυτή τη νοµοθετική επέµβαση επιλύθηκε η επιστηµονική σύγκρουση ανάµεσα σε νοµολογία και θεωρία αναφορικά µε τη δυνατότητα επιβολής κατασχέσεως επί τραπεζικών καταθέσεων εις χείρας τραπέζης ως τρίτης κατάσχεση που παρεµποδίζονταν από το ειδικό τραπεζικό απόρρητο του ν.δ. 1059/1971. Η ρύθµιση είναι σαφής και δεν αφήνει αµφιβολία για τη θετική στάση του νοµοθέτη υπέρ των απόψεων της θεωρίας και την παραδοχή ότι το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων δεν αποτελεί εµπόδιο στην κατάσχεσή τους. Το γεγονός ότι µε το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 παρέχεται η δυνατότητα κατασχέσεως τραπεζικών λογαριασµών δεν συνεπάγεται και την κατάργηση του τραπεζικού απορρήτου του ν.δ. 1059/1971 αλλά αντίθετα επέρχεται περιορισµός στην έκτασή του κατά τρόπο που να καθίσταται δυνατή η ικανοποίηση του δανειστή που έχει τίτλο για κατάσχεση (αναγκαστική ή συντηρητική) από τις καταθέσεις του 38 ΑΠ 1230/1987, ΕΕΝ 1988, σελ. 661 ΕφΑθ 8078/1993, Ελλ νη 1996, σελ. 438 ΕφΑθ 3455/1985, 1985, σελ. 876 ΠΠρΠειρ 2025/1989, ΝοΒ 1991, σελ. 255 ΜΠρΠειρ 820/1994, 1994, σελ. 863 ΜΠρΑθ 2074/1992, ΕΕµπ 1994, σελ. 51 ΜΠρΠειρ 2074/1992, ΑρχΝ 1993, σελ. 233 ΜΠρΑθ 7220/1989, ΕΕµπ 1990, σελ. 227. 39 ΑΠ 785/1999, 2000, σελ. 33=ΕΕµπ 1999, σελ. 477 ΑΠ 974/1992, 1993, σελ. 369. Και οι δύο αποφάσεις είχαν εστιάσει κυρίως την παραδοχή τους περί της δυνατότητας κατασχέσεως των τραπεζικών καταθέσεων στην ουσιαστική παρεµπόδιση του συνταγµατικά κατοχυρωµένου δικαιώµατος αναγκαστικής εκτελέσεως (άρθρο 20 1 Συντ.) και στη µη έµµεση κατάργηση από το ν.δ. 1059/1971 των διατάξεων του ΚΠολ για την αναγκαστική κατάσχεση. Πριν την ΟλΑΠ 1224/1975, υπέρ της κατασχέσεως των τραπεζικών καταθέσεων είχαν ταχθεί οι ΠΠρΑθ 8765/1975, ΕπΕµπ 1975, σελ. 593 ΠΠρΘεσ 2575/1972, ΕπΕµπ 1973, σελ. 191 ΜΠρΑθ 1583/1973, ΝοΒ 1973, σελ. 815. [15]

οφειλέτη του 40. Η περί του αντιθέτου άποψη έχει ως αποτέλεσµα «οι κακόπιστοι οφειλέτες να ευηµερούν, ενώ οι δανειστές τους αδυνατούν να κάνουν οτιδήποτε για να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους. Τούτο αντίκειται σαφώς στο περί δικαίου αίσθηµα. Επιβάλλεται τελικά για την προστασία και των δικονοµικών θεσµών µας, να προβλεφθεί νοµοθετικά η δυνατότητα, χωρίς φυσικά να θίγεται σε γενικές γραµµές το τραπεζικό απόρρητο, να προβαίνουν οι πιστωτικοί οργανισµοί πχ στη δήλωση που προβλέπει ο ΚΠολ για την ύπαρξη διαθεσίµων του οφειλέτη (αν πράγµατι υπάρχουν) στο ύψος των δικαστικά επιδικασµένων ή αναγνωριζόµενων ως εξασφαλιστέων απαιτήσεων του δανειστή του. Άλλες πληροφορίες φυσικά δεν θα δίνει ο πιστωτικός οργανισµός» 41. Γίνεται, εποµένως, αντιληπτό ότι η Τράπεζα στην οποία και επιβάλλεται κατάσχεση καταθέσεως στα χέρια της ως τρίτης έχει τη δικονοµική υποχρέωση να προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολ, η παράλειψη υποβολής της οποίας εξοµοιώνεται µε αρνητική δήλωση κατ άρθρο 985 3 ΚΠολ και ο κατασχών δανειστής σε περίπτωση αρνητικής (ρητής ή σιωπηρής) δηλώσεως της τραπέζης δύναται να ασκήσει την ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ. Λίγο µετά την έκδοση του ν. 2915/2001, δηµοσιεύθηκε η ΟλΑΠ 19/2001 42, η οποία και επιβεβαίωσε τόσο την επιλογή του νοµοθέτη µε το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 όσο και την απαίτηση της θεωρίας για στροφή της νοµολογίας στο φλέγον ζήτηµα του κατασχετού των τραπεζικών καταθέσεων. Η ΟλΑΠ 19/2001 ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του θεωρητικού κόσµου ότι το απόρρητο δεν συνεπάγεται και το ακατάσχετο και τόνισε σε νοµολογιακό επίπεδο ότι από το ν.δ. 1059/1971 δεν απορρέει και το ακατάσχετο των τραπεζικών καταθέσεων, από τη στιγµή που οι εν λόγω διατάξεις αφορούν αποκλειστικά και µόνο το απόρρητο των καταθέσεων και όχι και τη δυνατότητα κατασχέσεώς τους. Αξιοσηµείωτη είναι η κρίση της Ολοµελείας σχετικά µε την υπερίσχυση του δικαιώµατος του δανειστή για ικανοποίηση της απαιτήσεώς του συγκριτικά µε το δικαίωµα στο απόρρητο. Πιο συγκεκριµένα, «µε την κατάσχεση ενασκείται δικαίωµα, για την ικανοποίηση του οποίου πρέπει να τηρηθεί η προβλεπόµενη στον ΚΠολ διαδικασία, στην οποία περιλαµβάνεται και η δήλωση του τρίτου (της Τράπεζας) σχετικά µε την ύπαρξη της απαίτησης. Η δήλωση αυτή αποτελεί, συνεπώς, δικονοµική υποχρέωση της Τράπεζας, απορρέουσα από την κατάσχεση για την ικανοποίηση του κατασχόντος δανειστή, η οποία διαφορετικά θα µαταιωνόταν. Απόρρητο, άρα, δεν υφίσταται στο µέτρο που, για την ικανοποίηση του δικαιώµατος 40 Βλ. Αιτιολογική Έκθεση ν. 2915/2001 σε Γέσιου-Φαλτσή/Νίκα/Καϊση, Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας και Εισαγωγικός Νόµος (2003), σελ. 836. 41 Αιτιολογική Έκθεση ν. 2915/2001, ό.π. σελ. 836. 42 2002, σελ. 133. Η συγκεκριµένη απόφαση της Ολοµελείας εκδόθηκε κατόπιν παραποµπής της ΑΠ 1540/2000, 2001, σελ. 530. Βλ. και Πατεράκη, Το κατασχετό των τραπεζικών καταθέσεων, 2001, σελ. 535-537, ο οποίος ήταν εισηγητής στην ΑΠ 1540/2000 και είχε ταχθεί υπέρ των απόψεων της µειοψηφίας των ΟλΑΠ 1224/1975 και 3/1993, τονίζοντας ότι το ν.δ. 1059/1971 δεν επέφερε έµµεση κατάργηση των διατάξεων που προβλέπουν την αναγκαστική κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων στα χέρια Τραπέζης ως τρίτης αλλά κι ούτε καθιέρωσε το ακατάσχετο, ενώ η αποδοχή της απόψεως των προγενέστερων Ολοµελειών απλώς ενισχύει την υπόθαλψη της κακοπιστίας των οφειλετών. [16]

του κατασχόντος δανειστή, απαιτείται να αποκαλυφθεί η ύπαρξη της κατάθεσης διότι αυτό το δικαίωµα κατισχύει. Αντίθετη ερµηνεία των διατάξεων που προαναφέρθηκαν θα προσέκρουε άλλωστε στο άρθρο 20 1 του Συντάγµατος, που ορίζει ότι, καθένας έχει δικαίωµα σε παροχή έννοµης προστασίας. ιότι σ αυτήν περιλαµβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, µορφή της οποίας αποτελεί και η κατάσχεση στα χέρια τρίτου για την ικανοποίηση απαίτησης, χωρίς δε τη δήλωση της Τράπεζας, ως τρίτης, και χωρίς τη δυνατότητα να ασκηθεί κατά της (ρητής ή σιωπηρής) αρνητικής δηλώσεώς της η ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ, η µορφή αυτή έννοµης προστασίας θα απέβαινε ανέφικτη και δεν είναι συνταγµατικώς ανεκτό ο νοµοθέτης να αποκλείει την ικανοποίηση της απαίτησης του ανακόπτοντος λόγω του τραπεζικού απορρήτου των καταθέσεων» 43. Ως εκ τούτου, η τυχόν άρνηση της Τραπέζης να προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 Κπολ, οχυρωµένη πίσω από το απόρρητο των τραπεζικών καταθέσεων ή η παράλειψη υποβολής αυτής θα επιφέρει ως έννοµη συνέπεια την εξοµοίωσή της µε αρνητική δήλωση (άρθρο 985 3 ΚΠολ ), υποκείµενη στην ανακοπή του άρθρου 986 ΚΠολ. Είχε πολλάκις τονιστεί από τους κόλπους της θεωρίας ότι η προηγούµενη νοµολογιακή επιλογή των ΟλΑΠ 1224/1975 και 3/1993 (καθώς και των δικαστηρίων της ουσίας που υιοθέτησαν την άποψή τους) ερχόταν σε αντίθεση µε το άρθρο 20 1 Συντ. Το δικαίωµα όµως για δραστική δικαστική προστασία βρίσκει την κατοχύρωσή του και σε υπερεθνικές νοµοθετικές διατάξεις, µε κορυφαία εκείνη του άρθρου 6 1 της ΕΣ Α, µε συνέπεια την ευθεία αντίθεση της προγενέστερης νοµολογιακής επιλογής της Ολοµελείας σε κανόνα µε την υπερέχουσα ισχύ του άρθρου 28 του Συντ και το επιβεβληµένο της νοµολογιακής στροφής που συντελέσθη το 2001 44. Σηµειωτέον, ότι µε την προγενέστερη επιµονή της νοµολογίας στην αδυναµία επιβολής κατασχέσεως επί των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης, υφίστατο και παραβίαση του άρθρου 1 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣ Α, το οποίο και διασφαλίζει το θεµελιακό δικαίωµα του δανειστή στην ειρηνική απόλαυση της περιουσίας του, µέρος της οποίας είναι και η χρηµατική απαίτηση εναντίον εκείνου του οφειλέτη του, του οποίου τις τραπεζικές καταθέσεις εµποδιζόταν να κατάσχει 45. 43 ΟλΑΠ 19/2001, 2002, σελ. 133. 44 Μπέης, Παρατηρήσεις επί της ΟλΑΠ 19/2001, 2002, σελ. 137 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. 2002, σελ. 434-436 και ιδίως σελ. 435 όπου και επισηµαίνεται ότι «Σύµφωνα µε τη νοµολογία του Ευρωπαϊκού ικαστηρίου των ικαιωµάτων του Ανθρώπου (Ε Α), η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως, από οποιαδήποτε δικαιοδοσία και αν προέρχεται η απόφαση αυτή, πρέπει να θεωρείται αναπόσπαστο τµήµα της δίκης κατά την έννοια του άρθρου 6 1 της ΕΣ Α Η αποτελεσµατικότητα της αναγκαστικής εκτελέσεως προϋποθέτει τέλος, σύµφωνα µε τη νοµολογία αυτή, τη δηµιουργία των προϋποθέσεων της περιουσιακής διαφάνειας του οφειλέτη, ώστε να µπορεί να είναι δυνατή η αναγκαία πληροφόρηση του δανειστή, µε σεβασµό βέβαια των δικαιωµάτων του οφειλέτη σε ότι αφορά τα λεγόµενα προσωπικά δεδοµένα». 45 Μπέης, ό.π. 2002, σελ. 137-138 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. 2002, σελ. 436-437. Βλ. ακόµα Την ίδια, ό.π. 2002, σελ. 437, η οποία και τονίζει ότι η νοµολογιακή στροφή που έγινε µε την ΟλΑΠ 19/2001 αλλά και η νοµοθετική επέµβαση µε το άρθρο 24 του ν. 2915/2001 ήταν επιβεβληµένη και υπό το πρίσµα του άρθρου 2 3 του ιεθνούς Συµφώνου για τα Ατοµικά και Πολιτικά ικαιώµατα (ΣΑ Π), το οποίο αποτελεί κανόνα άµεσης εφαρµογής που θεµελιώνει και απευθείας δικαιώµατα, άρα και το δικαίωµα εκτελέσεως. Το άρθρο 2 3 προβλέπει ότι «Τα συµβαλλόµενα κράτη στο παρόν Σύµφωνο [17]

Β. Η κατάσχεση των καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ειδικότερα 1. Το αναγκαίο περιεχόµενο του κατασχετηρίου Από το συνδυασµό των διατάξεων των άρθρων 982 1 και 983 1 ΚΠολ, η κατάσχεση εις χείρας τρίτου επιβάλλεται µε επίδοση προς τον τρίτο εγγράφου, το οποίο περιέχει τα στοιχεία των άρθρων 118 και 983 1 ΚΠολ. Το συγκεκριµένο έγγραφο συνιστά δικόγραφο κατά την έννοια του άρθρου 118 ΚΠολ και καλείται κατασχετήριο. Μάλιστα, «η επιβολή κατάσχεσης στα χέρια τρίτου µε κατασχετήριο αποτελεί το µοναδικό και αποκλειστικό τρόπο επιβολής αυτής. ε νοείται κατάσχεση στα χέρια τρίτου χωρίς κοινοποίηση κατασχετηρίου. Η µε άλλο τρόπο (πχ µε έκθεση δικαστικού επιµελητή) γενοµένη κατάσχεση στα χέρια τρίτου είναι ανυπόστατη καθόσον δεν πρόκειται µόνο περί απλής αναρµοδιότητας του δικαστικού επιµελητή, αλλά περί άλλης µορφής ενεργείας από εκείνη που απαιτεί ο νόµος» 46. Πέρα από τα στοιχεία του άρθρου 118 ΚΠολ, το κατασχετήριο απαιτείται να περιέχει ακριβή περιγραφή του εκτελεστού τίτλου και της απαιτήσεως βάσει των οποίων γίνεται η κατάσχεση καθώς και το ποσό για το οποίο αυτή επιβάλλεται (άρθρο 983 1 στοιχεία α και β ΚΠολ ). Γίνεται πάντως δεκτό 47 ότι το κατασχετήριο πρέπει να περιλαµβάνει και επαρκή στοιχεία αναφορικά µε τον καθορισµό της έννοµης σχέσεως, από την οποία και προκύπτει η οφειλή του τρίτου και δη απαιτείται ο προσδιορισµός τόσο του αντικειµένου της κατασχέσεως όσο και της αιτίας της οφειλής του τρίτου, γεννηµένης ή µέλλουσας, κατά τα ουσιώδη τουλάχιστον στοιχεία της. Η µεταφορά των γενικών αυτών παραδοχών στο πεδίο της κατασχέσεως καταθέσεων εις χείρας Τραπέζης ως τρίτης, συνεπάγεται την ανάγκη εξειδικεύσεως στο κατασχετήριο του αντικειµένου της κατασχέσεως και συγκεκριµένα της χρηµατικής απαιτήσεως και της αιτίας οφειλής της Τραπέζης, ότι πρόκειται δηλαδή για κατάθεση 48. Κατ επέκταση, ο επισπεύδων δανειστής οφείλει να προσδιορίσει ο ίδιος επαρκώς την κατασχόµενη απαίτηση, αναφέροντας το είδος της καταθέσεως αναλαµβάνουν την υποχρέωση β) (να) να εγγυώνται την εκτέλεση από τις αρµόδιες αρχές κάθε αποφάσεως που θα κάνει δεκτή τη σχετική προσφυγή». 46 ΜΠρΡοδ 2616/2006, Α ηµοσίευση ΝΟΜΟΣ η περαιτέρω κοινοποίηση του κατασχετηρίου στον καθού η κατάσχεση οφειλέτη εντός οκτώ ηµερών από την επίδοσή του στον τρίτο (άρθρο 983 2 ΚΠολ ) αποτελεί πρόσθετη διαδικαστική πράξη του κύρους της κατασχέσεως. Ανάλογα και η ΜΠρΑθ 7438/1992, ΑρχΝ 1994, σελ. 318. Πιο λιτή η διατύπωση των ΕφΘεσ 3043/2007, ΕΠολ 2008, σελ. 588, µε σηµείωµα Γιαννόπουλου ΜΠρΑθ 1056/2003, Ελλ νη 2005, σελ. 286. Από θεωρία Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1321 Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής ικονοµίας Ερµηνευτική, Νοµολογιακή Ανάλυση (κατ άρθρο) Τόµος ΣΤ (άρθρα 982-1054), 1997, σελ. 60-61 Μπρακατσούλας, Η αναγκαστική εκτέλεση, Τόµος Ι (1993), σελ. 584-585. Βλ. και Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 343-345 Την ίδια, ό.π. 2002, σελ. 444, σύµφωνα µε την οποία κατά την ορθή ερµηνεία του άρθρου 983 ΚΠολ, το υποστατό της κατασχέσεως εις χείρας τρίτου απαιτεί τη συνύπαρξη όλων των επιµέρους διαδικαστικών πράξεων, ήτοι σύνταξη κατασχετηρίου και επίδοσή του τόσο στον τρίτο όσο και στον καθού οφειλέτη. Ανάλογα και Νικολόπουλος, Αναγκαστική Εκτέλεση (2002), σελ. 234 Ο ίδιος, σε Κεραµέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερµηνεία του Κώδικα Πολιτικής ικονοµίας, Τόµος ΙΙ (άρθρα 495-1054), 2000, σελ. 1914-1915 Μάζης, ό.π. ΕΕ 1997, σελ. 460. 47 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 347 Η ίδια, ό.π. 2002, σελ. 446 Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1329 επ. Καστριώτης, Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου (κατά τον ΚΠολ ), Τόµος ΙΙΙ (2008), σελ. 232 Ο ίδιος, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων-μια νέα διάσταση µετά το ν. 2915/2001 (άρθρο 24), 2007, σελ. 83 Βαθρακοκοίλης, ό.π. ΕρµΚΠολ (1997), σελ. 64. 48 ΜΠρΤρικ 738/2002, ΕΕ 2002, σελ. 1006. [18]

από την οποία αυτή απορρέει, τουλάχιστον µε βάση τη διάκριση των καταθέσεων ως αποδοτέες ενόψει ή υπό προειδοποίηση ή µετά από προθεσµία 49. Η απαίτηση αυτή για το ορισµένο του κατασχετηρίου είναι άµεσα συσχετιζόµενη και µε την υποχρέωση της Τραπέζης να προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολ, η οποία λόγω της δεσµεύσεώς της από το απόρρητο του ν.δ. 1059/1971 θα παράσχει µόνο τις αναγκαίες πληροφορίες στο πλαίσιο της δηλώσεως του άρθρου 985 ΚΠολ 50. Για το ορισµένο του κατασχετηρίου αρκεί η αναφορά του είδους της καταθέσεως, ενώ δεν απαιτείται αναφορά ούτε του αριθµού του τραπεζικού λογαριασµού ούτε του ύψους του πιστωτικού υπολοίπου του, αλλά πάντως ση προϋπόθεση της σαφήνειας και του ορισµένου της απαιτήσεως δεν πληρούται στην περίπτωση της διερευνητικής κατασχέσεως ή όταν η κατάσχεση περιλαµβάνει όλες τις απαιτήσεις του καταθέτη κατά της Τραπέζης από οποιαδήποτε απροσδιόριστη σχέση ή όταν αφορά σε πιστωτικά υπόλοιπα µελλοντικών λογαριασµών 51. Η έλλειψη ως προς τα απαιτούµενα στοιχεία για την πληρότητα και το ορισµένο του κατασχετηρίου δεν οδηγεί αναγκαστικά σε ακυρότητα της επιβληθείσας κατασχέσεως, αλλά σε δικονοµική ακυρότητα του κατασχετηρίου µε την επίκληση και απόδειξη δικονοµικής βλάβης κατά το άρθρο 159 αρ. 3 ΚΠολ, από τη στιγµή που αυτά δεν τάσσονται µε ποινή ακυρότητας από το άρθρο 983 1 ΚΠολ 52. Εποµένως, «η πληρότητα των στοιχείων του κατασχετηρίου κρίνεται αποκλειστικά µε γνώµονα τη δικονοµική βλάβη που µπορεί να προκαλέσει η έλλειψη ή ατέλειά τους Ο λόγος της ανακοπής ότι το κατασχετήριο που επιδόθηκε είναι άκυρο, γιατί δεν περιέχει τα αναγκαία στοιχεία του νόµου (άρθρο 983 1 ΚΠολ ), πρέπει συγχρόνως να συνοδεύεται από τον εξειδικευµένο ισχυρισµό ότι οι ελλείψεις ή ατέλειες του κατασχετηρίου αυτού προκάλεσαν δικονοµική βλάβη που δεν µπορεί διαφορετικά να 49 Ψυχοµάνης, Η κατάσχεση των καταθέσεων, ΕΕ 2002, σελ. 476 Ο ίδιος, Τραπεζικές δραστηριότητες αµφισβητήσιµης νοµιµότητας (2002), σελ. 196 Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 204. 50 Μάζης, Κατάσχεση τραπεζικών καταθέσεων µετά τη θέση σε ισχύ του άρθρου 24 του ν. 2915/2001, ΝοΒ 2002, σελ. 656. 51 Ψυχοµάνης, ό.π. ΕΕ 2002, σελ. 476 Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 197 Ο ίδιος, ό.π. Τραπεζικό ίκαιο, σελ. 203-204 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. 2002, σελ. 446 Η ίδια, Παραδεκτό και βάσιµο των λόγων ανακοπής κατά της εκτελέσεως διαιτητικής αποφάσεως µε κατάσχεση τραπεζικής καταθέσεως (Γνωµοδότηση), ΝοΒ 2003, σελ. 2106 Ταµαµίδης, Η κατάσχεση των τραπεζικών καταθέσεων ιδιωτών υπό το φως της νοµολογίας µετά το άρθρο 24 ν. 2915/2001 (2005), σελ. 32-33 Καστριώτης, ό.π. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, σελ. 233-234 Ο ίδιος, ό.π. 2007, σελ. 84. Βλ. και ΜΠρΤρικ 738/2002, ΕΕ 2002, σελ. 1006, όπου επίσης επισηµαίνεται ότι «δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά της µορφής της κατάθεσης ούτε του αριθµού του λογαριασµού, του οποίου η ανεύρεση είναι ευχερής εφόσον αναφέρονται στο κατασχετήριο τα στοιχεία του οφειλέτη-καταθέτη, οπότε η τράπεζα βάσει αυτών ανευρίσκει ευχερώς τον αριθµό του λογαριασµού, ούτε και του υποκαταστήµατος στο οποίο υπάρχει η κατάθεση, το οποίο, επίσης, ευχερώς ανευρίσκεται µετά τον προσδιορισµό του αριθµού του λογαριασµού». 52 Μπρίνιας, ό.π. Αναγκαστική Εκτέλεσις, σελ. 1333 Γέσιου-Φαλτσή, ό.π. Ειδικό Μέρος, σελ. 346 Η ίδια, ό.π. 2002, σελ. 446-447 Η ίδια, ό.π. ΝοΒ 2003, σελ. 2106 Ταµαµίδης, ό.π. σελ. 33 Καστριώτης, ό.π. Η κατάσχεσις εις χείρας τρίτου, σελ. 234 Ο ίδιος, ό.π. 2007, σελ. 85. Έτσι και οι ΕφΑθ 5986/1993, Ελλ νη 1994, σελ. 459 ΠΠρΑθ 6111/2006, ΝοΒ 2007, σελ. 115. Βλ. ακόµη Ψυχοµάνη, ό.π. ΕΕ 2002, σελ. 476 Τον ίδιο, ό.π. Τραπεζικές δραστηριότητες, σελ. 198, σύµφωνα µε τον οποίο η ακυρότητα του κατασχετηρίου λόγω του µη ορισµένου περιεχοµένου του, υποχρεώνει την τράπεζα µε βάση τη σχέση εµπιστοσύνης προς τον πελάτη της να µη προβεί στη δήλωση του άρθρου 985 ΚΠολ. [19]