Όπου η Μαριόν μεγαλώνει αλλά όχι πολύ σε μια βόρεια πόλη Τούτη εδώ είναι μια ιστορία για ένα κοριτσάκι, τη Μαριόν, που ζούσε σ ένα βόρειο νησί, σε μια πόλη που την έλεγαν Νεμπγιαβίκ. Ήταν ένα μέρος με μακρύ χειμώνα και σύντομο καλοκαίρι, μέρες λίγο σκοτεινές και νύχτες λίγο φωτεινές. Μία μέρα του Ιουνίου ήταν η μακρύτερη του χρόνου και μία μέρα του Δεκεμβρίου δεν διαρκούσε παρά λίγες ώρες: τότε γινόταν μια γιορτή, ένα πάρτι, για τη Βασίλισσα του Φωτός οι κάτοικοι της Νεμπγιαβίκ την περίμεναν να έρθει ντυμένη μ ένα άσπρο φόρεμα κι ένα στέμμα από αναμμένα κεριά. Δεν ήταν αληθινή βασίλισσα: ήταν σύμβολο του Ήλιου που ήθελαν να επιστρέψει στον ουρανό της Νεμπγιαβίκ. Αλλά ακόμα κι όταν ο Ήλιος επέστρεφε στον ουρανό της Νεμπγιαβίκ, δεν έκαιγε σχεδόν ποτέ, μονάχα έστελνε λεπτές, άσπρες αχτίδες από μακριά, από το κέντρο του γαλαξία ήταν σαν να τον κοιτάς μέσ από ένα θαμπό κρύσταλλο, οι λάμψεις του ήταν 9
απαλές σαν του λυκόφωτος. Κι όσες μέρες του χρόνου είχε λιακάδα, στη Νεμπγιαβίκ γινόταν πανηγύρι: οι μεγάλοι σταματούσαν τις δουλειές τους, τα παιδιά άφηναν το σχολείο τους, και ξεχύνονταν όλοι στους δρόμους και πετούσαν χαρταετούς και μπαλόνια που τα έπαιρνε ο άνεμος κι έμοιαζαν με σύννεφα. Στις πλατείες, οι φιλαρμονικές έπαιζαν μελωδίες που τις ονόμαζαν βόρεια τραγούδια, τραγούδια της Βόρειας Γης. Και στις αμμουδιές, κάτω από τα νεκρά ηφαίστεια και τους πράσινους λόφους, πετούσαν κοπάδια οι γλάροι: τα παιδιά τούς τάιζαν κι έτρεχαν πίσω τους χτυπώντας τα χέρια τους σαν φτερούγες. Και στα δάση που ήταν σκουροπράσινα κι ασημένια έβγαιναν περίπατο οι άλκες, τα μεγαλόσωμα, αργοκίνητα ελάφια με τα κλαδωτά κέρατα. Ο ουρανός στη Νεμπγιαβίκ ήταν απέραντος, γεμάτος αστέρια μικρά, μεγάλα και μεσαία αστέρια που τρεμόσβηναν μέρα νύχτα. Τ αστέρια δεν έδυαν ποτέ μονάχα κρύβονταν λίγο. Το πιο φωτεινό ήταν το Πολικό Αστέρι, που βρισκόταν πάντα εκεί και κοιτούσε κάτω άγρυπνο, με μεγάλη περιέργεια. Όλα τ άλλα ήταν χλωμά, φαίνονταν σαν να κοιμούνται και, καμιά φορά, σαν ν ανοίγουν το ένα τους μάτι κι έπειτα να το ξανακλείνουν. Κι οι άνθρωποι πήγαιναν για ύπνο πολύ αργά τη νύχτα και ξυπνούσαν πολύ αργά την άλλη μέρα: το σχολείο άρχιζε το απόγευμα και το μάθημα της φυσαρμό- 10
νικας λίγο πριν από τα μεσάνυχτα. Έτσι, για να διαβάσει, η Μαριόν ξυπνούσε το μεσημέρι, όταν το ρολόι του τοίχου χτυπούσε δώδεκα στις δώδεκα ακριβώς, ο νάνος που έμενε μέσα στο ρολόι έβγαινε και χόρευε πάνω στους δείκτες, τραγουδώντας. Ήταν πολύ ευτυχισμένος επειδή άρχιζε μια καινούργια μέρα, και φρέσκος επειδή τις νύχτες κοιμόταν βαθιά κι έβλεπε φαντασμαγορικά όνειρα με άλλους νάνους και, κάπου κάπου, με μερικούς γίγαντες. Καμιά φορά, όταν η Μαριόν είχε ξενυχτήσει πολύ, άνοιγε για μια στιγμή τα μάτια και τα ξανάκλεινε, αγκάλιαζε σφιχτά το μαξιλάρι της, γύριζε απ την άλλη μεριά και ξανακοιμόταν. Τότε, ο νάνος ήξερε πως έπρεπε να σταματήσει το ρολόι για να μην αργήσει η Μαριόν στα μαθήματά της και για να προλάβει να πιει το γάλα της με την κανέλα προτού πάει στο σχολείο. Κρεμιόταν λοιπόν από τον δείκτη του ρολογιού κι έκανε κούνια πέρα δώθε για όσην ώρα κοιμόταν η Μαριόν. Ο χρόνος έμενε ακίνητος, και μερικές φορές ο ταχυδρόμος στεκόταν στην πόρτα με το χέρι απλωμένο, έτοιμος να χτυπήσει το κουδούνι αλλά δεν το χτυπούσε γιατί ο χρόνος δεν μπορούσε να προχωρήσει. Κι η μαμά της Μαριόν καθόταν στην κουζίνα κρατώντας το φλιτζάνι της με το τσάι ακίνητο στον αέρα, και μόνον όταν οι δείκτες του ρολογιού ξανάπαιρναν τον δρόμο τους μπορούσε να φέρει το φλιτζάνι στα χείλη της και 11
να πιει επιτέλους το τσάι, αν και στο μεταξύ είχε κρυώσει λιγάκι. Άλλες φορές, ο χρόνος σταματούσε τη στιγμή που η μαμά της Μαριόν άκουγε μουσική καθισμένη στην πολυθρόνα της με τα μάτια κλειστά κι ενώ ο μπαμπάς της έφτιαχνε ψητά μύδια με μαρμελάδα βατόμουρο τότε τα μύδια έμεναν μέσα στον φούρνο αλλά δεν ψήνονταν καθόλου κι ο μπαμπάς στεκόταν ασάλευτος, και στο χέρι του φορούσε ένα μεγάλο χρωματιστό γάντι για να πιάνει τον φούρνο χωρίς να καίγεται. 12
13 Soti_Marion_25-11 films.indd 13 27/11/2013 12:01:13 μμ
Όπου ο νάνος Φλουπ μένει μέσα στο παλιό ρολόι του τοίχου Ο νάνος Φλουπ τον έλεγαν ήταν ο καλύτερος φίλος της Μαριόν. Όχι επειδή ήταν νάνος πράγμα βολικό αφού μπορούσε να τον χώνει στην τσέπη της και να τον παίρνει παντού μαζί ούτε επειδή ήταν κοκκινοτρίχης, πράγμα πέρα για πέρα χαριτωμένο. Ήταν ο καλύτερος φίλος της επειδή ήταν έξυπνος και δεν χρειαζόταν να του εξηγείς τίποτα. Προερχόταν από σπάνια οικογένεια νάνων, που διέφερε στους τρόπους και στις συνήθειες από τα άλλα ξωτικά. Κι άλλωστε, για τα περισσότερα, ο Φλουπ δεν είχε και τόσο καλή γνώμη. Να, λόγου χάρη, έλεγε πως τα Ντομοβόι νάνοι που έμεναν στα ανατολικά είναι δειλά, πως τους λείπει η ανεξαρτησία: δεν απομακρύνονταν ποτέ απ τα σπίτια των ανθρώπων, ζούσαν δίπλα στους φούρνους τους, στο κατώφλι τους και μέσα στο τζάκι τους. Και, μάλιστα, ήταν κολλητσίδες, γιατί, όταν οι άνθρωποι μετακόμιζαν, τους ακολουθούσαν στο και νούργιο 14
σπίτι μαζί μ όλα τους τα συμπράγκαλα. Και για τα Κοβόλδια, άλλα νανάκια της Βόρειας Γης, ο Φλουπ έλεγε πως έχουν δύσκολο χαρακτήρα: αν δεν τους δώσεις να φάνε κάνουν φασαρίες και ζημιές. Σπάνε πιάτα και γυαλικά, γελάνε δυνατά μέσα στη νύχτα, όταν οι άνθρωποι κοιμούνται, και γαργαλάνε τα παιδιά που άλλοτε ξεκαρδίζονται στα γέλια κι άλλοτε φοβούνται. Μα νόμιζα ότι τα Κοβόλδια λένε τραγούδια στα παιδιά, ότι τα νανουρίζουν, είπε η Μαριόν. Ε, καμιά φορά, είπε ο Φλουπ. Όταν έχουν κέφια. Σπάνια όμως έχουν κέφια. Ο Φλουπ ντρεπόταν για τη συμπεριφορά των άλλων νάνων στα παραμύθια και στους μύθους: έλεγε πως παλιότερα τα νανάκια και τα ξωτικά βοηθούσαν τους ανθρώπους στις αγροτικές εργα σίες, έβρισκαν ζώα που είχαν χαθεί στα χωράφια και έδιναν καυσόξυλα και τρόφιμα στους ζητιάνους. Είχαν αποκτήσει μεγάλη φήμη γιατί τα κατάφερναν στις μεταλλουργικές εργασίες και στη χρυσοχοΐα, έφτιαχναν μαγικά δαχτυλίδια και σπαθιά. Αλλά τώρα έχουν βγάλει κακό όνομα γιατί είναι αναξιό πιστα, ανεύθυνα και θορυβώδη: στην καλύτερη περίπτωση, κλέβουν καλαμπόκια απ τα χωράφια, θάβουν στο χώμα θησαυρούς και κάνουν δύσκολα λογοπαίγνια που οι άνθρωποι πασχίζουν να καταλάβουν. Αλλά, πρόσθετε ο Φλουπ, οι γίγαντες είναι χειρότεροι και συχνά έχουν μονάχα ένα 15
μάτι, περισκοπικό, τοποθετημένο στο κέντρο του μετώπου. Όσα δεν καταλάβαινε ο νάνος τα φανταζόταν, είχε πλούσια φαντασία. Ήξερε πως η Μαριόν βιαζόταν να μεγαλώσει και να γνωρίσει τον κόσμο κι επίσης, πως τις Δευτέρες ήταν στενοχωρημένη γιατί οι Δευτέρες δεν είναι τόσο ωραίες όσο τα Σάββατα και οι Κυριακές. Και πως τις νύχτες έβλεπε ένα σωρό φανταστικά όντα, και τόπους και ζώα και λουλούδια που ανέπνεαν στα όνειρα ανοιγοκλείνοντας τα πέταλά τους. Έτσι, δεν του ξέφευγε τίποτα και είχε πάντα κάτι να πει αλλά μερικές φορές η Μαριόν δεν τον άφηνε: όταν φλυαρούσε, τον ζούλαγε λιγάκι μέσα στην παλάμη της κι εκείνος πονούσε, έβγαζε ένα μικρό αχ και σταματούσε. Τον έλεγαν Φλουπ από τον ήχο που έκανε όταν έπεφτε απ το ρολόι πάνω στο χαλί. Αυτό ήταν τ όνομά του εδώ και χρόνια, γιατί όταν ο μπαμπάς της Μαριόν βρήκε στη σοφίτα το παλιό ρολόι, ο νάνος έμενε κιόλας εκεί μέσα. Το ρολόι ήταν ξεκούρδιστο αλλά ο Φλουπ μετρούσε τον χρόνο με τους χτύπους της καρδιάς του. Κι ήταν ευχαριστημένος που τον είχαν βρει γιατί είχε βαρεθεί μοναχός του κι είχε σκονιστεί πολύ ανάμεσα στα παλιά πράγματα της σοφίτας, τα έπιπλα και τα χαλασμένα παιχνίδια. Το πώς είχε έρθει ο Φλουπ στη Νεμπγιαβίκ είναι ολόκληρη ιστορία: παλιά ζούσε σ ένα σπίτι στα ανατολικά μαζί με άλλα ξωτικά τα δεύτερα 16
ξαδέρφια των Ντομοβόι και τους θείους των Κοβόλδιων Τοντού τα έλεγαν, αλλά τσακώθηκε μαζί τους κι έφυγε. Ο Φλουπ ήταν σοφός και παιχνιδιάρης, ενώ αυτά τα Τοντού, όπως διηγιόταν αργότερα στη Μαριόν, γίνονταν κάθε μέρα και πιο ανυπόφορα γίνονταν γεροπαράξενα, κι ήταν όλο Μη και Δεν Πρέπει, κι όλο Πρέπει το ένα και Πρέπει το άλλο. Έμπαιναν στα σπίτια των ανθρώπων και στρογγυλοκάθονταν και τους έλεγαν ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος. Οι ξερόλες! Και τους απαγόρευαν να πίνουν ποτά, να ξεστομίζουν βρισιές, να βάζουν τις φωνές, να χορεύουν τρελά και να φιλιούνται με πάθος. Έτσι, ο Φλουπ έφυγε για να γλιτώσει απ την γκρίνια κι απ την κακοριζικιά τους. Στην αρχή, περιπλανήθηκε πολύ, πήγε να ζητήσει δουλειά στα σπίτια όπου έμεναν τα Ντομοβόι αλλά τα Ντομοβόι φοβούνταν μήπως τους πάρει τη θέση, και τον έδιωχναν: τις νύχτες που τον φιλοξενούσαν έκαναν παράξενους θορύβους για να τον τρομάξουν κι έκρυβαν το γάλα για να πεινάσει και να φύγει. Μετά, ο Φλουπ πέρασε απ τα σπίτια των Κοβόλδιων, αλλά δεν του άρεσαν καθόλου: τα Κοβόλδια έμεναν μέσα σε υγρές σπηλιές κι εγκαταλειμμένα ορυχεία. Κι εξάλλου, αυτά τα πλάσματα είχαν θυελλώδη προσωπικότητα όταν θύμωναν χτυπούσαν τα κεφάλια τους στα τοιχώματα των σπηλαίων και χοροπηδούσαν με μανία σηκώνοντας σύννεφα από σκόνη. Τέλος, ο Φλουπ 17
έψαξε για θέση ζογκλέρ ή γελωτοποιού ήξερε πολλά κόλπα, όπως το να οδηγεί ποδήλατο με μία ρόδα, να πετάει τρία πορτοκάλια στον αέρα και μετά να τα πιάνει, να τραγουδάει άριες με το στόμα κλειστό και να χορεύει τσάρλεστον με το ένα πόδι. Όμως, δουλειά δεν βρήκε. Οι νάνοι, συμπέρανε, δεν έχουν πια και τόση πέραση. Εκτός αν θέλεις να δουλέψεις σε τσίρκο μαζί με αιχμαλωτισμένα ζώα της ζούγκλας και να φοράς κωμικά καπέλα και κουδουνάκια. Έτσι, ο Φλουπ κατέληξε στη Νεμπγιαβίκ, όπου δεν υπήρχαν Τοντού ούτε άλλα βαρετά πλάσματα με μακριές γενειάδες, γκρίζα νυχτικά και κόκκινες κάλτσες στο κεφάλι γελοία, μικρόψυχα όντα, είχε πει ο Φλουπ. Κι εγκαταστάθηκε στο σπίτι της Μαριόν και βρήκε την ησυχία του. 18
Η Όπου ο καιρός περνάει γρήγορα και μερικές φορές αργά Μαριόν ήταν λοιπόν ένα κοριτσάκι, όχι πολύ μεγάλο ούτε πολύ μικρό, που ψήλωνε γρήγορα. Είχε κοντά μαλλιά, τόσο κοντά που μερικές φορές όσοι δεν την ήξεραν την περνούσαν για αγόρι. Όχι ότι όλα τα αγόρια είχαν κοντά μαλλιά κι όλα τα κορίτσια μακριά, αλλά η Μαριόν φορούσε πάντα, σχεδόν πάντοτε δηλαδή, ένα παντελονάκι με τιράντες και πολλές τσέπες (ώστε ν αλλάζει θέση ο Φλουπ και να μην πιάνεται) γι αυτό, δεν φαινόταν και τόσο πως ήταν κορίτσι. Όταν μάκραιναν τα μαλλιά της, ο νάνος έπαιρνε το ψαλίδι και της τα έκοβε. Το έκανε με κόπο, γιατί το ψαλίδι ήταν υπερβολικά μεγάλο για τα χέρια του, αλλά το έκανε καλά: ιδιαίτερα μπροστά, στις φράντζες. Η Μαριόν ζούσε με τη μαμά της, τον μπαμπά της κι ένα αδερφάκι που ήταν ακόμα μωρό και δεν μπορούσες να του μιλήσεις δεν ήξερε ούτε ν ακούει ούτε να μιλάει. Μαζί τους, εκτός απ τον 19
20 Soti_Marion_25-11 films.indd 20 27/11/2013 12:01:15 μμ
21 Soti_Marion_25-11 films.indd 21 27/11/2013 12:01:15 μμ
νάνο τον Φλουπ, έμενε κι ένας σκύλος που τον έλεγαν Ζέφυρο: το αληθινό σπίτι του Ζέφυρου ήταν το ξύλινο υπόστεγο του κήπου του είχαν δώσει αυτό το όνομα γιατί έβγαινε στον κόσμο μονάχα όταν φυσούσε ο δυτικός άνεμος. Αλλιώς, καθόταν με το σαγόνι ακουμπισμένο στο πάτωμα και τα αυτιά του απλωμένα, ένα στα δεξιά του κι ένα στ αριστερά του και σκεφτόταν. Τι σκεφτόταν, κανείς δεν ήξερε. Το σπίτι της Μαριόν βρισκόταν κοντά στον ωκεανό που όλο άφριζε κι έβγαζε κραυγές: όταν ξεσπούσε η θύελλα, τα κύματα χτυπούσαν πάνω στα μεγάλα τζάμια του σπιτιού αλλά τα τζάμια δεν έσπαγαν, μονάχα γέμιζαν νερά σαν μεγάλα δάκρυα. Μπορούσες να κάθεσαι από μέσα και να μετράς τα κύματα. Ή, να κάθεσαι μονάχα και να μη μετράς τίποτα. Το σπίτι είχε τέσσερα δωμάτια. Στο ένα έμενε ο μπαμπάς και μαγείρευε ωραία φαγητά του άρεσε να τρώει και να βλέπει τους άλλους να τρώνε έλεγε: Φάτε από τούτο, δοκιμάστε από κείνο. Πώς είναι; Είναι νόστιμο; Μήπως θέλει κι άλλη γαριφαλόσκονη; Και τα λοιπά. Το άλλο δωμάτιο ήταν της μαμάς και του ενυδρείου. Η μαμά αγαπούσε τα χταπόδια, τις φάλαινες, τις σαλαμάνδρες, τα δελφίνια: είχε ένα μεγάλο διάφανο κουτί γεμάτο πράσινο νερό, φύκια, κοχύλια και όστρακα κι εκεί μέσα κολυμπούσε το ψάρι της που ήταν σαν μια λεπτή ριγέ φέτα, το ηλεκτρικό χέλι της και 22
το χελωνάκι της, που μεγάλωνε γρήγορα, πιο γρήγορα κι απ τη Μαριόν. Στο τρίτο δωμάτιο κοιμόταν το μωρό στην κούνια του: όλο κοιμόταν, και όταν δεν κοιμόταν έκλαιγε. Ο μπαμπάς της Μαριόν πήγαινε και στεκόταν πάνω απ την κούνια κι έλεγε: Μπε, μπε, που, πα, ντρι, ντρι, λο, λο, επειδή το μωρό δεν ήξερε τις αληθινές λέξεις. Αντί για τις αληθινές, ήξερε αυτές. Και μερικές δυσκολότερες, ζουζού, ντρίλι, βίγλι. Τέλος, το τέταρτο δωμάτιο ήταν το δωμάτιο της Μαριόν και του νάνου αλλά, όταν έκανε πολύ κρύο, έμενε μαζί τους κι ο Ζέφυρος γιατί ήθελε ζέστη και χαδάκια περνούσε μέρες ολόκληρες εκεί μέσα, κι έβγαινε όταν ο άνεμος φυσούσε απ τα δυτικά, απ τον ωκεανό. Στη Νεμπγιαβίκ όλοι ζούσαν κοντά στα ζώα της θάλασσας. Όταν ο μπαμπάς της Μαριόν ήταν πολύ νέος, ψάρευε γαλέους και τους πουλούσε αφού πρώτα τους αλάτιζε πολύ. Μετά, όταν δεν ήταν πια πολύ νέος, σταμάτησε το ψάρεμα κι άρχισε να μαγειρεύει. Η μαμά της Μαριόν όμως σταμάτησε το μαγείρεμα κι άρχισε να ψαρεύει. Ψάρευε τις Κυριακές με το καλάμι τις άλλες μέρες, που δεν ήταν Κυριακές, πήγαινε στο Μεγάλο Ενυδρείο της Πόλης όπου ζούσαν παράξενα θαλάσσια ζώα: φτερωτά ψάρια με αγκάθια σαν των σκαντζόχοιρων, φάλαινες που ήξεραν να παίζουν γιουκαλίλι, φώκιες με λεπτή μέση που μάθαιναν άρπα, δελφίνια σε 23
γυαλιστερά γαλάζια και μοβ χρώματα, ροζ μέδουσες που έμοιαζαν με χτένες. Τα ζώα έρχονταν από μακρινά, βόρεια νησιά, έρημα και χιονισμένα ζούσαν εκεί στα παγωμένα νερά, κρυμμένα στην ομίχλη κι όταν τα έβρισκαν και τα έφερναν στη Νεμπγιαβίκ ήταν ευτυχισμένα, γι αυτό έπαιζαν μουσικές κι έκαναν χορευτικές φιγούρες. Κάθε τόσο, η μαμά ταξίδευε σ αυτά τα νησιά κι έφερνε στη Νεμπγιαβίκ μεγάλα, κρυωμένα ζώα που είχαν ένα σωρό κρυφά ταλέντα. Απ το παράθυρό της, η Μαριόν έβλεπε τη θάλασσα που δεν είχε τέλος απ το παράθυρο της μαμάς έβλεπε τους δρόμους της Νεμπγιαβίκ, κι απ το παράθυρο του μωρού έβλεπε την αυλή της Πούπε, της καλύτερής της φίλης, που έμενε στο διπλανό σπίτι. Απ αυτό το παράθυρο φαινόταν ο μισός τοίχος της Πούπε: ήταν γεμάτος απ τις ζωγραφιές της, που ήταν κολλημένες με πολύχρωμες πινέζες. Το δωμάτιο του μπαμπά δεν είχε παράθυρο είχε πόρτα, και δίπλα στην πόρτα ο μπαμπάς καθόταν κι έραβε στη ραπτομηχανή ή έπαιζε παιχνίδια μοναχός του σε μια χρωματιστή οθόνη που αναβόσβηνε. Η πόρτα οδηγούσε στην αυλή όπου υπήρχαν δυο μεγάλα φεγγαρόδεντρα, δυο πανύψηλα, λιγνά φυτά που τρέφονταν με το φως της σελήνης κι από τις φωτεινές αψίδες που σχημάτιζε το Βόρειο Σέλας. Συχνά, ο μπαμπάς στεκόταν στην πόρτα και πα- 24
ρακολουθούσε την κίνηση έξω, το χιόνι που έπεφτε και τον ήλιο που έμοιαζε παγωμένος. Ήταν ένα ωραίο σπίτι, σε μια ωραία γειτονιά, κι ο ωκεανός ήταν ωραίος κι αυτός μονάχα που το χειμώνα έκανε πολύ κρύο και το καλοκαίρι λίγο κρύο. Η θερμάστρα ήταν συνέχεια αναμμένη κι ο μπαμπάς έφτιαχνε τσάι με βανίλια και μέντα, και μερικές φορές με πάπρικα, ενώ ο Φλουπ κλεινόταν στο ρολόι του τοίχου για να μην πάθει γρίπη. Μερικές φορές, πήγαινε και καθόταν πάνω στην πλάτη του Ζέφυρου γιατί ο Ζέφυρος είχε πυκνό και μακρύ τρίχωμα, που ήταν πολύ ζεστό. Δεν του πολυάρεσε να κάθονται στην πλάτη του γαργαλιόταν, κι άλλωστε προτιμούσε να είναι μοναχός του. Όμως τα υπέμενε όλα γιατί ήταν ευγενικός και γιατί φοβόταν μήπως του θυμώσει η Μαριόν: ο Φλουπ ήταν φίλος της κι εκτός από φίλος της, ήταν τόσο μικρός, που μπορούσες, άθελά σου, να τον πατήσεις. Ο Ζέφυρος πρόσεχε λοιπόν να μην τον πατήσει. Έτσι περνούσε ο καιρός, άλλοτε πολύ γρήγορα κι άλλοτε πολύ αργά κι η Μαριόν ήταν ευτυχισμένη, αν και όλες οι μέρες έμοιαζαν μεταξύ τους, και μερικές ήταν όλο ατυχίες. 25
Όπου το καλοκαίρι φεύγει χωρίς να έρθει Η μεγαλύτερη ατυχία εκείνη τη χρονιά ήταν που το καλοκαίρι δεν ήρθε καθόλου. Τις άλλες χρονιές ερχόταν, καθόταν λίγες μέρες, ο άνεμος γινόταν γλυκός και τα σύννεφα ταξίδευαν. Όμως εκείνη τη χρονιά το καλοκαίρι ξέχασε τελείως τη Νεμπγιαβίκ. Στις 24 Ιουνίου, που ήταν να γίνει η νυχτερινή γιορτή της Παραμονής του Μεσοκαλόκαιρου, ο μπαμπάς της Μαριόν στάθηκε στην τζαμόπορτα και είδε το καλοκαίρι να προσπερνάει: στην άκρη του ορίζοντα φάνηκε μια χρυσαφένια γραμμή κι έπειτα μια γαλάζια μετά, ο ουρανός έγινε πάλι άσπρος και το χιόνι στον δρόμο πάγωσε τα παιδιά γλιστρούσαν πάνω του με τα παγοπέδιλά τους. Τη νύχτα, κι ενώ έλαμπε χλωμά ο ήλιος του μεσονυχτίου, η Μαριόν πήγε να κοιμηθεί στενοχωρημένη κι όταν την πήρε ο ύπνος, άρχισε να βλέπει ένα όνειρο που δεν ήταν όνειρο αλλά μια μαύρη σκιά που σάλευε. Ξύπνησε τρομαγμένη και χτύπησε το πορτάκι του ρολογιού για να μιλήσει στον Φλουπ. 26
Ποιος είναι; μουρμούρισε νυσταγμένος ο νάνος. Τα κόκκινα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα. Εγώ, είπε η Μαριόν. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, τρομάζω. Ο Φλουπ άνοιξε το πορτάκι τρίβοντας τα μάτια του νυσταγμένος. Έβλεπα όνειρο με Ηλιοτρόπια, είπε. Μου το κοψες στη μέση. Φαινόταν θυμωμένος όχι πολύ, λίγο. Ο Φλουπ και η Μαριόν στάθηκαν και κοιτάζονταν, δεν ήξεραν τι άλλο να πουν. Το καλοκαίρι μάς προσπέρασε, είπε τέλος η Μαριόν. Το είδε ο μπαμπάς πέρα απ τα βουνά. Τότε ο Φλουπ λυπήθηκε βαθιά κι ήθελε να δακρύσει, αλλά δεν δάκρυσε. Δεν μπορούσε να δακρύσει εύκολα γιατί ήταν νάνος και τα δάκρυά του ήταν υπερβολικά μικρά. Ας κοιμηθούμε τώρα κι ας το σκεφτούμε αύριο, είπε. Δεν μπορώ να κοιμηθώ, επέμεινε η Μαριόν. Μήπως μπορείς να μου δανείσεις το όνειρο με τα Ηλιοτρόπια; Εντάξει, είπε ο Φλουπ. Κι αν σ αρέσει, πες μου να σταματήσω το ρολόι για να το ξαναδείς. Όμως μην το δεις πολλές φορές γιατί θα ξεθωριάσει. Η Μαριόν ησύχασε κάπως, αγκάλιασε το όνειρο κι έπεσε να κοιμηθεί. Μόλις ο νάνος έκλεισε το πορτάκι του ρολογιού, η Μαριόν άρχισε να βλέπει τα Ηλιοτρόπια. 27
28 Soti_Marion_25-11 films.indd 28 27/11/2013 12:01:16 μμ
29 Soti_Marion_25-11 films.indd 29 27/11/2013 12:01:17 μμ