ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΤΜΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ & ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΜΕΑΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ & ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ & ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΛΑΓΟΘΑΝΑΣΗ ΓΕΩΡΓΙΑ Κύρια µεταπτυχιακή εργασία: ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΟΙ ΚΑΙ ΕΙΚΟΝΟΛΑΤΡΕΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ 726-843 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘ. ΘΕΟ ΩΡΟΣ ΚΟΡΡΕΣ Θεσσαλονίκη 2010
ΠΙΝΑΚΑΣ Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν ΩΝ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ.....3 ΠΡΟΛΟΓΟΣ..... 12 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 14 ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΟΣ... 15 ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΕΡΙ ΑΣ 22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗ ΙΑΜΑΧΗ. 26 1. Α Περίοδος Εικονοµαχίας (726-787)... 28 2. Β Περίοδος Εικονοµαχίας (815-843).. 30 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΥΤΕΡΟ Α ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟ ΟΥ 1. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΛΕΟΝΤΑ Γ ΙΣΑΥΡΟΥ (717-741) ΓΕΡΜΑΝΟΣ Α (715-730) Εικονολάτρης. 33 ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Β (730-754) Εικονοµάχος.. 42 2. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ Ε (741-775) ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΣ Β (730-754) Εικονοµάχος..44 ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Β (754-766) Εικονοµάχος..48 ΝΙΚΗΤΑΣ Α (766-780) Εικονοµάχος.....57 3. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΛΕΟΝΤΑ (775-780) ΝΙΚΗΤΑΣ Α (766-780) Εικονοµάχος.....61 4. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΕΙΡΗΝΗΣ - ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΣΤ (780-790) ΠΑΥΛΟΣ (780-784) Εικονολάτρης...63 ΤΑΡΑΣΙΟΣ (784-806) Εικονολάτρης...68 1
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ Β ΠΕΡΙΟ ΟΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΠΕΡΙΟ ΟΥ 1. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΝΙΚΗΦΟΡΟΥ (802-811) ΣΤΑΥΡΑΚΙΟΥ (811) ΜΙΧΑΗΛ Α ΡΑΓΚΑΒΕ (811-813) ΤΑΡΑΣΙΟΣ (784-806) Εικονολάτρης...84 ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Α (806-815) Εικονολάτρης....87 2. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΛΕΟΝΤΑ Ε ΑΡΜΕΝΙΟΥ (811-820) ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ Α (806-815) Εικονολάτρης..98 ΘΕΟ ΟΤΟΣ (815-821) Εικονοµάχος..109 3. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ Β (820-829) - ΘΕΟΦΙΛΟΥ (829-842) ΘΕΟ ΟΤΟΣ (815-821) Εικονολάτρης...114 ΑΝΤΩΝΙΟΣ Α (821-832) Εικονοµάχος..115 ΙΩΑΝΝΗΣ Ζ (832-843) Εικονοµάχος..121 4. ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΣ ΕΠΙ ΒΑΣΙΛΕΙΑΣ ΜΙΧΑΗΛ Γ - ΘΕΟ ΩΡΑΣ (842-867) ΙΩΑΝΝΗΣ Ζ (832-843) Εικονοµάχος...127 ΜΕΘΟ ΙΟΣ (843-846) Εικονολάτρης.131 ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΕΠΙΛΟΓΟΣ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ.....148 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α.....150 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β...151 2
Β Ρ Α Χ Υ Γ Ρ Α Φ Ι Ε Σ Β Ι Β Λ Ι Ο Γ Ρ Φ Ι Α Θ. Αναγνώστης, Ιστορία Θεόδωρος Αναγνώστης, Εκκλησιαστική Ιστορία Theodoros Anagnostes, Kirchengeschichte, Berlin 1971.. Αγορίτσας, Οργάνωση. Αγορίτσας, Η Εκκλησιαστική Οργάνωση της Περιοχής του Στρυµώνα ( 7 ος -12 ος αι.), Βυζαντιακά 24 (2004)31-53. Ε. Αρβελέρ, Ιδεολογία Ελένη Γλύκατζη-Αρβελέρ, Η Πολιτική Ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, β έκδοση, (µτφρ. Τούλας ρακοπούλου), Αθήνα 2007. P. Alexander, Nicephorus P. J. Alexander, The Patriarch Nicephorus of Constantinople, Oxford 1958. Γ. Μπαµπινιώτης, Λεξικό Γ. Μπαµπινιώτης, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Β έκδοση, Αθήνα 2002. H.G. Beck, Λογοτεχνία H.G. Beck, Χιλιετία H.G. Beck, Kirche H.G. Beck, Orthodoxe Kirche H.G. Beck, Ορθόδοξη Εκκλησία H.-G. Beck, Ιστορία της Βυζαντινής ηµώδους Λογοτεχνίας, Μόναχο 1971. H.-G. Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, (µτφρ. ηµοσθένης Κούρτοβικ) Αθήνα 2005. H.-G. Beck, Kirche und Theologische Literatur in Byzantinischen Reich, München 1977. H.-G.Beck, Geschichte der Orthodoxen Kirche im Byzantinischen Reich, Göttingen und Zürich, 1980. H.-G. Beck, Ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τοµ. Πρώτος- εύτερος, Αθήνα 2004. BHG F. Halkin, Bibliotheca hagiographica Craeca, 3 ed. Brüssel 1957; ders., Novum auctarium bibliothecae hagiographicae Graecae, Brüssel 1984. Βυζαντιακά Βυζαντιακά, Επιστηµονικόν όργανον Ελληνικής Ιστορικής Εταιρείας: Περίοδος Μεσαιωνικού Ελληνισµού, Θεσσαλονίκη 1981 κ. ε. 3
Βυζαντινά Βυζαντινά, Θεσσαλονίκη 1969 κ. ε. BZ Byzantinische Zeitschrift, Leipzig 1892 κ.ε. - München 1950 κ.ε. G. Cedrenus, Historae Georgios Cedrenus, Scriprorum Historiae Byzantinae, Βόννη 1838. Αι. Χριστοφιλοπούλου Αντιβασιλεία Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Η Αντιβασιλεία εις το Βυζάντιο, Σύµµεικτα, τοµ. εύτερος, Εθνικό Ίδρυµα Ερευνών, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Εν Αθήναις 1970. Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου, Βυζαντινή Ιστορία, τ. Α (324-610), τ. Β 1 (610-867), τ. Β 2 (867-1081), Θεσσαλονίκη 1996, 1998, 1997. C. Diehl, Βυζαντινές Μορφές C. Diehl, Βυζαντινές Μορφές, µτφ. Στέλλα Βουρδούµπα, Αθήνα 1969. E. von Dobschütz, Methodios E. von Dobschütz, Methodios und die Studiten. Störungen und Gegenströmumgen in der Hagiographie des 9. Jahrhunderts, BZ 18 (1909) 41-105. F. Dölger, Regesten F. Dölger, Regesten der Kaiserurkunden des Oströmischen Reiches von 565-1453, I: Regesten von 546-1453, München Berlin 1924 ( Corpus der griechischen Urkunden des Mitelalters und der neueren Zeit A/1) S. Efthymiadis, Tarasios S. Efthymiadis, The Life of the Patriarch Tarasios by Ignatios the Deacon, (BHG 1698), Aldershot 1998 Β. Φειδάς, Ιστορία Β. Ιω. Φειδάς, Εκκλησιαστική Ιστορία Α, Αθήναι3 2002. H. Gauer, Bilderstreit H. Gauer, Texte zum byzantinischen Bilderstreit, Frankfurt 1994. Γεννάδιος, Ιστορία Γεννάδιος, Ιστορία του Οικουµενικού Πατριαρχείου, τόµος πρώτος, Αθήναι 1953. Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες Μ. Ι. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, Ειδήσεις Ιστορικαί Βιογραφικαί περί των Πατριαρχών Κωνσταντινούπολης, από Ανδρέου του Πρωτοκλήτου µέχρις Ιωακείµ Γ του από Θεσσαλονίκης, 3-1884, εν Κωνσταντινουπόλει, 1886. 4
I. Γενέσιος Ιωσήφ Γενεσίου, Βασιλείαι, εκδ. A. Lesmüller Werner et I. Thurn, Iosephi Genesii Regum Libri Quattuor (CFHB 14), Berlin- New York 1978. St. Gero, Leo III. St. Gero, Constantine V. Stephen Gero, Byzantine Iconoclasm during the reign of Leo III, with particular attention to the Oriental sources, Louvain 1973. Stephen Gero, Byzantine Iconoclasm during the reign of Constantine V, with particular attention to the Oriental sources, Louvain 1977. A. Guillou, Byzance Andre Guillou, Byzance et les images, Paris 1994. Iconoclasm Ιγνάτιος, Βίος ΙΕΕ Papers given at the Ninth Spring Symposium of Byzantine Studies, Birningham 1975. Βίος πατριάρχου Ιγνατίου, έκδ. PG 105,στ.488-573 Ιστορία Ελληνικού Έθνους, Α - ΙΣΤ, Αθήνα Α - ΙΕ (1980), ΙΣΤ (2000). Α. Κόλια- ερµιτζάκη, Αθηνά Κόλια ερµιτζάκη, Ο Βυζαντινός «ιερός Ιερός πόλεµος πόλεµος», Η έννοια και η προβολή του θρησκευτικού πολέµου στο Βυζάντιο, Αθήνα 1991. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Βυζαντινού Κράτους, Α (1993) -Γ (1999), Θεσσαλονίκη. Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος, Βυζαντινό Κράτος, τέταρτη έκδοση, Θεσσαλονίκη 2001. Ι. Καραγιαννόπουλος, Πηγές Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος, Η Βυζαντινή Ιστορία από τις Πηγές, Θεσσαλονίκη 1996. Ι. Καραγιαννόπουλος, Ι.Ε. Καραγιαννόπουλος, Η Πολιτική Θεωρία Θεωρία των Βυζαντινών, (α ανατύπωση), Θεσσαλονίκη 1992. Απ. Καρπόζηλος, Απ. Καρπόζηλος, Βυζαντινοί Ιστορικοί Ιστορικοί και Χρονογράφοι, τοµ. Β (8 ος 10 ος αι.), Αθήνα 2002. Γ. Κεδρηνός, Ιστορία Γ. Κεδρηνός, Georgius Cedrenus, Scriptorum Histoiae Byzantinae, Βόννη 1838. 5
Ελ. Κουντούρα- Γαλάκη, Κλήρος Ελεωνόρα Κουντούρα Γαλάκη, Ο Βυζαντινός Κλήρος και η Κοινωνία των Σκοτεινών Αιώνων, Αθήνα 1996. Θ. Κορρές, ιώξεις Παυλικιανών Θ. Κορρές ιώξεις Παυλικιανών επί Μιχαήλ Α, Βυζαντινά 10 (1980) 203-215. Θ. Κορρές, Κίνηµα Θ. Κορρές, Το κίνηµα των «Ελλαδικών», Βυζαντιακά 1 (1981) 39-41. Θ. Κορρές, Λέων Ε Θ. Κορρές, Λέων Ε ο Αρµένιος και η εποχή του, µια κρίσιµη δεκαετία για το Βυζάντιο (811-820), Θεσσαλονίκη 1996. Θ. Κορρές, εύτερος γάµος Θ. Κορρές, Το ζήτηµα του δευτέρου γάµου του Κωνσταντίνου ΣΤ, Θεσσαλονίκη 1975. P. Kotter, Johannes von Damaskos P.B. Kotter, Die Schriften des Johannes von Damaskos, Berlin-New York 1981. K. Krumbacher, Ιστορία K. Krumbacher, Geschichte der Μόναχο 1897 (ελλην. µεταφρ. Γ. Σωτηριάδου 1897), Αθήνα 1947. L. Lamza, Germanos I. L. Lamza, Paatriarch Germanos I. von Konstantinopel (717-730), Versuch einer endgüldigen chronologischen Fixierung des Lebens und Wirkens des Patriarchen, Mit dem griechisch-deutschen Text der Vita Germani am Schluss der Arbeit, Würzburg 1975. P. Lemerle, Ουµανισµός P. Lemerle, Ο Πρώτος Βυζαντινός Ουµανισµός, (µτφ. M. Νυσταζοπούλου-Πελεκίδου) γ ανατύπωση, Αθήνα 2007. Λέων Γραµµατικός Λέοντος Γραµµατικού, Χρονογραφία, έκδ. I. Bekker, Leonis Grammatici Chronographia, CB. Bonnae 1832, σελ. 1-331. Lidell & Scott, Μέγα Λεξικό R.-J. Lilie, Konstantin VI. Lidell & Scott, Μέγα Λεξικό της Ελληνικής Γλώσσης, 1-4, Αθήναι 1907. R.-J. Lilie, Byzanz unter Eirene und Konstantin VI. (780-802), Mit einem Kapitel uber Leon IV. (775-780) von Ilse Rochow, Frankfurt am Main-Berlin-Bern-New York- Paris-Wien, 1996. 6
R.-J. Lilie, Patriarchen R.-J. Lilie, Die Patriarchen der ikonoklastischen Zeit, Germanos I. Methodios I. (715-847), Frankfurt 1999. K. Lingenthal, Recht K. von Lingenthal, Geschichte- Römischen Rechts, Berlin 1892, 14-21. C. Mango, Βυζάντιο C. Mango, Βυζάντιο η Aυτοκρατορία της Νέας Ρώµης, µτφ. Τσουγκαράκης, Β έκδοση, Αθήνα 1990. Γ. Μοναχός, Χρονικόν Γεώργιος Μοναχός, Χρονικόν Σύντοµον, Georgii Monachi Chronicon, ed. C. de Boor, Corr. Cur. P. Wirth, I-II, Stuttgart 1978. K. Μπουρδάρα, ίκαιο Καλλιόπη (Κέλλυ) Α. Μπουρδάρα, Eικονοµαχία και ίκαιο Νοµική Θεώρηση των Αγιολογικών Κειµένων, Αθήνα - Κοµοτηνή 2004. Νικηφόρος Νικηφόρου Πατριάρχου, Ιστορίαι σύντοµος, έκδ. C. de Boor, Nicephori archiepiscopi Constantinopoliti opuscula historica, Lipsiae 1880. Νικηφόρος, Βίος Νικηφόρος, Χρον. Συντ. Vita Niceph. Patriarch. (BHG 1335) Βίος του εν αγίοις πατρός ηµων Νικηφόρου αρχιεπισκόππου Κωνσταντινουπόλεως και νέας Ρώµης συγγραφείς υπό Ιγνατίου διακόνου και σκευοφύλακος της αγιωτάτης µεγάλης εκκλησίας της αγίας Σοφίας, ed. C. de Boor, στο Nicephori archiepiscopi Constantinopolitani opuscula historica, Leipzig 1880, 139-217. Nicephoros, Chron synt. Νικηφόρου πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως χρονογραφικόν σύντο- µον, ed. C. de Boor, Nicephori arciepiscopi Constantinopolitani opuscula historica, Leipzig 1880, 79-135. ODB The Oxford Dictionary of Byzantium, τόµ. 1-3, e.d. A.P.Kazhdan, New York-Oxford 1991. G. Ostrogorsky, Ιστορία G. Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, I-III, (µτφρ. Ι. Παναγόπουλος), Αθήνα 1979. G. Ostrogorsky, Geschichte G. Ostrogorsky, Geschichte des Byzantinischen Staates, Verlag C.H.Beck, München 1963. 7
G. Ostrogorsky, Bilderstreit G. Ostrogorsky, Studien zur Geschichte des byzantinischen Bildersteites, Breslau 1929. Α. Γ. Παναγοπούλου, Γάµοι Αγγελική Γ. Παναγοπούλου, Οι ιπλωµατικοί Γάµοι στο Βυζάντιο (6 ος -12 ος αιώνας), Αθήνα 2006. Ι.Α. Παναγιωτόπουλος, Αθίγγανοι Ι.Α. Παναγιωτόππουλος, Περί Αθίγγανων Πολιτική και θρησκεία στη βυζαντινή αυτοκρατορία, Αθήνα 2008. Ν.. Πάσσας, Βυζαντινή ιαµάχη Papadopoulos-Kerameus, Vita Ν.. Πάσσα, Βυζαντινή ιαµάχη Εικονοφόβων και Εικονοφίλων (711-843) Ιστορία- Θεολογία- Τέχνη, (Έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Ηλείας) Αθήνα 1983. Papadopoulos-Kerameus, Vita Germani, Konstantinopel, 1884. Κ. Παπαρρηγόπουλος, Κ. Παπαρρηγόπουλος, Το Έπος της Εικο- Εικονοµαχία νοµαχίας, (έκτη έκδοση), Αθήνα 2005. PG PmbZ (= Patrologia Graeca) J. P. Minge, Patrologiae cursus completus, series graeca, 1-167, Paris 1857-1866. Prosopographie der mittelbyzantinischen Zeit. Erste abteilung (641-867). Nach Vorarbeiten F. Winkelmanns erstellt von R.-J. Lilie, C. Ludwig, T. Pratsch, I. Rochow u. a., Berlin New York 1991. Th. Pratsch, Theodoros Th. Pratsch, Theodoros Studites (759-826) Zwischen Dogma und Pragma, (BBS4) Frankfurt a. M. u. a. 1998. Ψευδοσυµεών Συµεών Μαγίστρου και Λογοθέτου (Ψευδoσυ- µεών), Χρονογραφία έν Theophanes Continuatus, Joannes Cameniata, Symeon Magister, Ceorgius Monachus, CB. Bonnae 1838, σ. 603-760. I. Rochow, Konstantin V. Ilse Rochow, Kaiser Konstantin V. (741-775) Materialien zu seinem Leben und Nachleben. Frankfurt 1994. I. Rochow, Theophanes Ilse Rochow, Byzanz im 8. Jahrhundert in der Sicht des Theophanes, Berlin 1991. 8
Κ. Σάθας Κ.Ν. Σάθας, Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη, τόµ. Ι- VIII, Βενετία 1872-1894. Θεοφάνης ΘΗΕ Θεοφάνης Οµολογητής, Χρονογραφία, έκδ. C. de Boor, Theophanis Chronographia 1-2, Leipzig 1883-1885, Hildesheim 1963. Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαίδεια, τ.1-12 Αθήνα 1962-1968. K. Roth, Ιστορία K. Roth, Ιστορία Βυζαντινού Πολιτισµού, (µτφρ. Ν. Γ. Σβορώνος) Αθήναι 1949. Scriptor Incertus Σύµµεικτα Κ.Σ. Σταυριανός, Γερµανός Α Scriptor Incertus, Συγγραφή χρονογραφίου τα κατά Λέοντα υιού Βάρδα του Αρµενίου περιέχουσα, εκδ. Scriptor Incertus de Leone Armenio εν CB. µετά τον Λέοντα Γραµµατικόν, σ. 335-362. Σύµµεικτα Κέντρου Βυζαντινών Ερευνών Εθνικού Ιδρύµατος Ερευνών, Αθήναι 1966 κ.ε. Κ. Σ. Σταυριανός, Ο Άγιος Γερµανός Α ο Οµολογητής, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, Συµβολή στην Περίοδο της Εικονοµαχίας, Αθήνα 2003. Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ι. Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, ed. I. Thurn, Ioannis Scylitzae Synopsis Historiarum, [CFHB, Series Berolinensis -5], Βερολίνο/Νέα Υόρκη 1973. P. Speck, Konstantin VI. P. Speck, Kaiser Konstantin VI. Die Legitimation einer fremden umd der Versuch einer eigenen Herrschat. Band I, Band II, München 1978. P. Speck, Leon III P. Speck, Kaiser Leon III., Die Geschichtswerke des Nikephoros und des Theophanes und Der Liber Pontificalis, Teil 1, Βonn 2002. D. Stein, Bilderstreit D. Stein, Der Beginn des byzantinischen Bilderstreites und seine Entwicklung bis in die 40er Jahre des 8. Jahrhunderts, München 1980. Σωζοµενός, Εκκλησιαστική Ιστορία Σωζοµενός Εκκλησιαστική Ιστορία, Sozomenus, Kirchengeschichte, ed. J. Bidez G.C. Hansen, [GCS 50], Berlin 1960. 9
Σωκράτης, Εκκλησιαστική Σωκράτης Εκκλησιαστική Ιστορία, Sokrates, Ιστορία Kirchengeschichte, ed. Hansen, Ιστορία [GCS, Neue Folge, 1], Berlin, 1995. Συνέχεια Γ. Μοναχού Συνεχ. Θεοφ. Συνέχεια Γεωργίου Μοναχού, ed. D. Bekker, Georgii Monachi Vitae Recentiorum Imperatorum, [CSHB], Bonn 1838. Συνεχισταί Θεοφάνους, εκδ. I. Bekker, Theophanes Continuatus, CB. Bonn 1838, σ. 3-486. Θ. Στουδίτης Επιστολαί Θεοδώρου Στουδίτου Επιστολαί, PG 99, στ. 904-1680 J. Cozza-Luzi, Nova patrum bibliotheca 9, Roma 1888, 1, σ. 1-318 Synodicon Vetus Β.Θ. Σταυρίδης, Ζ Σύνοδος Β.Θ. Σταυρίδης, Πατριάρχαι The Synodicon Vetus, Text, Transalation, And Notes by Duffy and Parker, Washington, 1979 σελ. 122-134, 186-196. Β. Θ. Σταυρίδης Η Ζ Οικουµενική Σύνοδος, Νίκαια (β ), 787,( Η Περί των Ιερών Εικόνων Ερις-Εικονοµαχία), Θεσσαλονίκη 1987. Β.Θ. Σταυρίδης, Άγιοι Αρχιεπίσκοποι και Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Το Προσκύνηµα των Οφφικιαλών, Αθήνα 2000. Torsten Krannich/Chrioph Schubrt/ Torsten Krannich/Christoph Schubert/Claudia Claudia Sode, Hiereia Sode, Die Ikonoklastische Synode von Hiereia 754. Tübingen, Mohr 2002.VIII, 133 S. BZ 97/1, 216-218. H.G. Thümmel, Bilderlehre Translatio Niceph. Σ.Ν. Τρωιάνος, Ζ Σύνοδος H.G. Thümmel, Bilderlehre und Bilderstreit. Arbeiten zur Auseinandersetzung über die Ikone und ihre Begründung vornehmlich im 8. und 9. Jahrhundert, Würzburg 1991. Transalatio Niceph. Patriarch. (BHG 1756t) Εις ανακοµιδήν του εν αγίοις πατρός ηµών Νικηφόρου αρχιεπισκόπου Κωνσταντινουπόλεως, in: Men. (Latysev) I 230-233. Σ.Ν. Τρωιάνος, Η Ζ Οικουµενική Σύνοδος και το Νοµοθετικόν Αυτής Έργον, Αθήνα 1989. 10
Παντ. Τσορµπατζόγλου, Εικονοµαχία Παντελής Τσορµπαντζόγλου, Εικονοµαχία και Κοινωνία στα χρόνια του Λέοντος Γ Ίσαυρου, Κατερίνη 2002.. Τσουγκαράκης, Γενέσιος. Τσουγκαράκης, Ιωσήφ Γενέσιος, Περί Βασιλείων, σελ.114-174, Αθήνα 1994. A. Vasiliev, Ιστορία A. Vasiliev, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (324-1453), µτφ.. Σαβράµη, τοµ. Α, Αθήνα 1954. A.J. Visser, Nikephoros A.J. Visser, Nikephoros und der Bilderstreit. Eine Untersuchung uber die Stellung des Konstantinopoler Patriarchen Nikephoros Innerhalb der ikonoklastischen Wirren, Haag, 1952.. Α. Ζακυθηνός, Ιστορία. Α. Ζακυθηνός, Βυζαντινή Ιστορία 324-1071 Αθήνα Γιάννενα, 1989. Ζωναράς Ιωάννου Ζωναρά, Επιτοµή ιστοριών, έκδ. Ludovicus Dindorfius vol. III. Lipsiae 1868. 11
ΠΡΟΛΟΓΟΣ Η εικονοκλαστική διαµάχη αποτελεί ένα από τα µεγάλα ζητήµατα που απασχόλησαν τους ιστορικούς της βυζαντινής περιόδου. Αν και είναι περισσότερο θεολογικό, επηρέασε καταλυτικά την εξέλιξη των πολιτικών ζητηµάτων του 8 ου και 9 ου αιώνα. Για το ζήτηµα έχει αναπτυχθεί πλούσια διεθνής βιβλιογραφία η οποία κατέληξε σε διαφορετικά συµπεράσµατα. Για την περίοδο 726-843 αντλούνται πληροφορίες κυρίως από χρονογραφίες, ιστοριογραφίες και από τα αγιολογικά κείµενα. Παρέχουν πληροφορίες για πρόσωπα κυρίως δηµόσια, όπως µέλη της αυτοκρατορίας ή για πρόσωπα που αναµείχθηκαν απλώς στην πολιτική. Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν στην παρούσα εργασία άτοµα του ανώτατου κλήρου, οι πατριάρχες. Το πρόβληµα µε τις πηγές των αγιολογικών κειµένων είναι ότι διαθέτουν έντονα το προπαγανδιστικό χαρακτήρα. Η Εκκλησία από την πλευρά της προσπάθησε µε συνόδους να αντιµετωπίσει τις αιρέσεις κλείνοντας το ζήτηµα της διαµάχης περί των εικόνων το 843, µε την οριστική αναστήλωσή τους. Στην εργασία εξετάζονται σηµαντικές προσωπικότητες, τα γεγονότα που διαδραµατίστηκαν αυτή την εποχή στον πολιτικό χώρο, αλλά κυρίως γεγονότα σχετικά µε την Εκκλησία. Η έρευνα επικεντρώνεται περισσότερο στους πρωταγωνιστές της Εκκλησίας αυτής της περιόδου, στους πατριάρχες. Υπήρξαν αξιόλογοι άνδρες, δυναµικές προσωπικότητες και µορφωµένοι. Εκ των οποίων ορισµένοι τάχθηκαν µε το µέρος των αυτοκρατόρων και τα συµφέροντα αυτών, ενώ άλλοι στο όνοµα της πίστης θυσίασαν όχι µόνο το ανώτατο αξίωµα του πατριάρχη, αλλά και την ίδια τους τη ζωή. Η δύσκολη αυτή περίοδος της Εκκλησίας ξεκινά µε τον πατριάρχη Γερµανό Α (717-730) και τελειώνει µε το Μεθόδιο (843-847). Μεσολάβησαν αρκετοί, άλλοι υπερασπιστές των εικόνων και άλλοι στρεφόµενοι εναντίον τους. Σκοπός της εργασίας είναι να παρουσιάσει συνοπτικά και σε αδρές γραµµές τις εξέχουσες προσωπικότητες των πατριαρχών, για να γίνει αντιληπτή και να φωτιστεί η αλήθεια σχετικά µε τις εξελίξεις των γεγονότων. Η πορεία που ακολουθήθηκε στην έρευνα ήταν κυρίως η µελέτη των πηγών και η καταγραφή των γεγονότων, για να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα πρόσωπα των πατριαρχών µε βάση την καταγωγή τους, τη µόρφωση τους, αλλά και το κοινωνικό τους υπόβαθρο. Η εργασία αυτή ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε υπό την καθοδήγηση του καθηγητή κ. Θεόδωρου Κορρέ, ο οποίος µου υπέδειξε και το θέµα. Του εκφράζω τις θερµές µου 12
ευχαριστίες και την ειλικρινή ευγνωµοσύνη µου, για τη συνεχή βοήθεια και υποστήριξη του. Ευχαριστώ επίσης τα µέλη της επιτροπής που έκριναν την εργασία µου. Αλλά και τους συµφοιτητές µου για την προθυµία τους να µε βοηθήσουν σε ό,τι χρειαζόµουν. Επίσης, ένα µεγάλο ευχαριστώ οφείλω στην οικογένεια µου, για την κατανόηση που έδειξε και την συµπαράστασή της σε αυτόν τον αγώνα µου. Θεσσαλονίκη 2010 Λαγοθανάση Γεωργία 13
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Η εικονοµαχική έριδα σηµάδεψε τον 8 ο και 9 ο αι. µ.χ. Η απαρχή της χρονολογείται το 726 επί Λέοντος Γ (717-741) και έκλεισε το 843 επί αυγούστας Θεοδώρας µε την οριστική αναστήλωση των εικόνων. «Το εικονοµαχικό κίνηµα, που πάνω από εκατό χρόνια είχε συνταράξει το Βυζάντιο, έληξε έτσι µε πλήρη επικράτηση των Εικονολατρών. Ανάµνηση του γεγονότος γιορτάζει, σήµερα ακόµη, η Ορθόδοξη Εκκλησία (Κυριακή της Ορθοδοξίας)» 1. Το θέµα της έρευνας είναι οι εικονολάτρες και εικονοµάχοι πατριάρχες αυτής της περιόδου. Γύρω από αυτό µια πλούσια βιβλιογραφία προσπαθεί να ερµηνεύσει τα αίτια της διαµάχης, χωρίς να υπάρχουν ικανοποιητικά αποτελέσµατα. Είναι πολλά τα κενά και πρέπει να εξεταστούν µε προσοχή για να υπάρξουν ασφαλή συµπεράσµατα 2. Οι πηγές στις οποίες στηρίζεται η έρευνα είναι κυρίως χρονογραφίες και αγιολογικά κείµενα, τα οποία αν και παρέχουν πολλές πληροφορίες «δεν είναι απαραίτητα και ιστορικά» 3. Το µεγαλύτερο πρόβληµα αποτελεί η έλλειψη ιστορικών πηγών, γιατί οι περισσότερες έχουν καταστραφεί από την παράταξη που επικρατούσε (εικονοµάχοι ή εικονολάτρες) κάθε φορά 4. Συνεπώς η πληροφόρηση είναι µονοµερής µε έντονο το συναίσθηµα του φανατισµού. Ο κύριος στόχος της εργασίας είναι να παρουσιάσει τις µορφές των πατριαρχών που έπαιξαν έναν από τους πιο σηµαντικούς ρόλους στο εσωτερικό της αυτοκρατορίας την περίοδο που εξετάζεται. Έγινε προσπάθεια να µελετηθούν αυτές οι προσωπικότητες µε χρονολογική σειρά και τη θέση τους στο ζήτηµα των εικόνων. Αρχίζοντας µε τον πατριάρχη Γερµανό Α (715-730) και ολοκληρώνοντάς την έρευνα µε τον πατριάρχη Μεθόδιο (843-847) και τη λήξη του εικονοµαχικού ζητήµατος το 843. Η µεγάλη αντιπαράθεση Κράτους και Εκκλησίας τερµατίστηκε µε τη νίκη της Εκκλησίας. 5 1 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 140-141. 2 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 135. 3 Σύµφωνα µε την Κ. Μπουρδάρα, ίκαιο 4-5, τα αγιολογικά κείµενα αν και δίνουν πληροφορίες για τη λαϊκή ζωή, τις κοινωνικές σχέσεις, τον πολιτισµό, την πολιτική οργάνωση, το δίκαιο κλ.π. δεν είναι απαραίτητα και ιστορικά. εν έχουν ως άµεσο στόχο την καταγραφεί της ιστορικής αλήθειας, αλλά να καταγράψουν γεγονότα, να παρουσιάσουν τους ήρωες τους ή ακόµη και να γίνει προπαγάνδα υπέρ ή εναντίον κάποιων. Ο ερευνητής οφείλει να συνδυάσει τις πληροφορίες των αγιολογικών κειµένων µε άλλες από αφηγηµατικές πηγές, επιγραφές, νοµοθεσία κ.λ.π. 4 Για παράδειγµα επί Κωνσταντίνου Ε, ο Μιχαήλ Λαχανοδράκων, «ὅσα δέ εὗρε µοναχικά καί πατερικά βιβλία πυρί κατέκαυσεν». Θεοφάνης 446.3-4. - Θ. Κορρές, εύτερος Γάµος, 31. 5 Ν. Πάσσας, Βυζαντινή ιαµάχη 10. 14
ΣΥΝΤΟΜΗ ΑΝΑ ΡΟΜΗ ΣΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΙΚΟΥ ΑΞΙΩΜΑΤΟΣ Ετυµολογικά ο όρος «Πατριάρχης» δηλώνει εκείνον που είναι η αρχή ή ο αρχηγός 6 µιας πατριάς 7 ή γένους. Στην Εκκλησία είναι επωνυµία των αρχιεπισκόπων Ιεροσολύµων, Αντοχείας, Αλεξανδρείας και Κωνσταντινουπόλεως 8. Η Εκκλησία δανείστηκε αυτό το όνοµα από τους Πατριάρχες που αναφέρονται στην Παλαιά ιαθήκη, όπου και σήµαινε αρχικά τον αρχηγό φυλής 9. Οι βιβλικοί Πατριάρχες είναι οι απόγονοι του Αδάµ έως του Νώε (προκατακλυσµιαίοι) του Σήµ και του Θάρα (µετακατακλυσµιαίοι). Επίσης, πατριάρχες λέγονται ο Αβραάµ, ο Ισαάκ, και ο Ιακώβ. 10 Κατά τους πρώτους αιώνες του χριστιανισµού ο όρος δε δηλώνει κάποιο µέλος της εκκλησιαστικής ιεραρχίας, ενώ κατά τον Ε αιώνα, δεν έχει καµία επίσηµη σηµασία ούτε και κατείχε κάποια έδρα όποιος αποκαλούνταν «πατριάρχης» 11. Η επωνυµία αυτή αποδίδονταν σε ορισµένους από τους πιο επιφανέστατους ιεράρχες των πρώτων αιώνων 12. Σε πολλούς χρονογράφους συναντάται ο όρος «πατριάρχης» που αποδίδεται στους επισκόπους κάθε µεγάλης διοικητικής περιφέρειας. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος αυτοαποκαλείται πατέρας Γρηγόριος, «νέον Άβραάµ και πατριάρχην ηµέτερον» 13. Ο Γρηγόριος ο Νύσσης αποκαλεί όλους τους πατέρες της Β Οικουµενικής Συνόδου (381) πατριάρχες. Επίσης, ο Σχολαστικός Σωκράτης στην Εκκλησιαστική Ιστορία του αναφερόµενος στη Β οικουµενική σύνοδο αποδίδει την ονοµασία πατριάρχης σε αυτόν που διέπρεπε στην εκκλησιαστική διοίκηση 14. Ενώ ο Μαλαλάς αποδίδει το 6 ΘΗΕ τ.10, στ. 138. 7 «Πατρία είναι η υποδιαίρεση µιας φυλής, τα µέλη της οποίας έχουν κοινές θρησκευτικές, πολιτικές, κοινωνικές αρχές, συνδέονται µεταξύ τους µε δεσµούς συγγενείας εξ αίµατος και αναγνωρίζουν ένα πρόσωπο ως κοινό τους πρόγονο». Γ. Μπαµπινιώτης, Λεξικό 1358. 8 Lidell & Scott, Μέγα Λεξικό 3 500. 9 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 7-78, 255-278. 10 ΘΗΕ τ.10 στ. 135-136. 11 ΘΗΕ τ.10 στ.139. 12 Μ.Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 9-10. 13 Ο Νικήτας σχολιάζει λέγοντας, «Πατριάρχην αὐτόν καλεῖ ὡς πατέρα καί ἄρχοντα τῆς πόλεως ὅσον ἐπί τοῖς ἐκκλησιαστικοῖς πράγµασιν». Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 11. 14 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, 12-13, Σωκρ. Ε, 8κ. εξ. «τούτους ἀριθµεῖ καί Θεοδώρητος ἐν ἐκκλ. ἱστορ. βιβλ. Ε κεφ. η». 15
όνοµα «πατριάρχης» σε όλους τους ιεράρχες από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισµού. 15 Αλλά και ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος Β (408-450) αποκάλεσε πατριάρχες τον Χρυσόστοµο και τον πάπα Λέοντα της Ρώµης. Επίσης κατά την Σύνοδο της Χαλκηδόνας, ο πάπας της Ρώµης ονοµάζεται πατριάρχης 16. Αλλά και αργότερα την περίοδο του βουλγαρικό κράτους επί Συµεών (893-927) οι αρχηγοί της Εκκλησίας είχαν λάβει τον τίτλο του πατριάρχη. Αυτή η πράξη δεν αναγνωρίστηκε την εποχή του Πέτρου (927-969) από το βυζαντινό κράτος. Μετά όµως την καταστροφή του πρώτου βουλγαρικού κράτους (1018) οι ανώτατοι ιεράρχες έφεραν µόνο τον τίτλο του αρχιεπισκόπου. 17 Ο ρόλος του πατριάρχη ήταν πολύ σηµαντικός στα εσωτερικά ζητήµατα του Βυζαντίου. Από πολύ νωρίς στην ιστορία του χριστιανισµού παρατηρείται µια τάση να προσαρµόζεται η εκκλησιαστική περιφέρεια σε πολιτικά πρότυπα 18. Το επιτελείο του πατριάρχη ήταν όµοιο µε αυτό του παλατιού 19. Σε πολλές πηγές αναφέρεται η παρουσία των πατριαρχών κατά τη στέψη του αυτοκράτορα. Η σύγκλητος, ο πατριάρχης και στελέχη της στρατιωτικής ηγεσίας συσκέπτονταν προκειµένου να πληρωθεί ο αυτοκρατορικός θρόνος που είχε χηρέψει 20. «Η πιο σηµαντική σύµπραξη του πατριάρχη ήταν κατά τη στιγµή της επιθέσεως του διαδήµατος επί του αναγορευοµένου» 21. Επίσης, η Εκκλησία επιθυµούσε να επεµβαίνει και σε αυτοκρατορικές αρµοδιότητες 22. Ο 6 ος κανόνας της συνόδου της Νίκαιας (325) αναγνώριζε το δικαίωµα των επισκόπων Ρώµης, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας να ασκούν εξουσία ελέγχου στις 15 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες, 12, «οσιθέου Ἱεροσολύµων περί τῶν ἐν Ἱεροσολύµους πατριαρχευσάντων, σελ. 935» 16 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 11, «Μήλια συνόδων ἱερών δαψιλεστάτη συλλογή», τοµ. Β, σελ. 118, 119, 121, 122. 17 ΘΗΕ τ.10, 140-141. Το µεσαίωνα ο τίτλος του πατριάρχη ήταν ίσως µε αυτόν του αρχηγού αυτοκέφαλων Αρχιεπισκοπών. 18 Η εκκλησιαστική οργάνωση ήταν παρόµοια µε την κρατική. Το πατριαρχείο ήταν χωρισµένο σε µητροπόλεις, επισκοπές και αυτοκέφαλες αρχιεπισκοπές µε τον ίδιο τρόπο που το κράτος ήταν χωρισµένο σε επαρχότητες και επαρχίες ή θέµατα. Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος, 393. 19 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος, 394. 20 Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 265. Βλ.τα εις την Βασίλειον Τάξιν πρωτόκολλα αναγορεύσεως Λέοντος Α (Ι 91), Αναστασίου Α, (Ι 92), Ιουστίνου Α, (Ι93). 21 Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 335. υπ. 1. «Η άλλοτε απλή παρουσία του πατριάρχη µετεβλήθη είς ενεργόν σύµπραξην από το 491 κατ εµέ, από το 457 κατ άλλη άποψιν». 22 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος, 312. «Η Εκκλησία φιλοδοξεί να επεµβαίνει και σε καθαρά αυτοκρατορικές αρµοδιότητες: υποδεικνύει καθαρά στον αυτοκράτορα ότι οφείλει να υπερασπίζεται και να τηρεί τους νόµους της ρωµαϊκής πολιτείας. Με άλλα λόγια τονίζει ότι τον θεωρεί και στον κοσµικό τοµέα υποκείµενο στους νόµους του, που εποµένως µόλις εκδοθούν αποκτούν ισχύ και επί του δηµιουργού τους». 16
περιοχές που ο καθένας τους διοικούσε. Αργότερα µε τον 2 ο κανόνα της Β Οικουµενικής Σύνοδο (381) διαιρείται η Ανατολή σε πέντε µεγάλες περιφέρειες, όπως και οι πολιτικές διοικήσεις δηλαδή, την Αίγυπτο, την Ανατολή, τον Πόντο και τη Θράκη. Ο 3 ος κανόνας έλεγε πως ο επίσκοπος της Κωνσταντινουπόλεως είχε τις ίδιες δικαιοδοσίες, όπως και ο επίσκοπος της Ρώµης, καθότι αυτή ήταν η νέα Ρώµη. Έτσι ο επίσκοπος της πρωτεύουσας ασκούσε δικαιοδοσιακή εξουσία σε όλες τις άλλες διοικήσεις της ανατολής από τον τέταρτο αιώνα. 23 Ο 28 ος κανόνας αυτής της συνόδου ( 451) αναγνώριζε τη δικαιοδοσία του θρόνου της πρωτεύουσας του κράτους στις µητροπόλεις των τριων διοικήσεων: Ασίας, Πόντου και Θράκης. Για να χαρακτηρίσουν το φορέα αυτής της υπερµητροπολιτικής εξουσίας αναζητήθηκε νέος τίτλος, καθώς ο ήδη υπάρχων «έξαρχος» σήµαινε µόνο τον πρωτόθρονο µητροπολίτη κάθε διοικήσεως. Έτσι, όσοι κατείχαν επισηµότατους θρόνους ονοµάστηκαν «πατριάρχαι» 24. Οι Σύνοδοι που ακολούθησαν αργότερα, όπως η Ενδηµούσα και της Χαλκηδόνας (451), απλώς επικύρωσαν τους κανόνες των προηγούµενων. Απόφαση της συνόδου της Χαλκηδόνας, αναγνώριζε το δικαίωµα στον αρχιεπίσκοπο της Κωνσταντινουπόλεως να χειροτονεί τους µητροπολίτες του Πόντου, της Ασίας και της Θράκης όπως και «τοῦς ἐν τοῖς βαρβαρικοῖς ἐπισκόπους τῶν προειρηµένων διοικήσεων». 25 Επίσης στην Πενθέκτη Σύνοδο (691) στον 36 ο κανόνα µνηµονεύεται η τάξη των πατριαρχικών εδρών. 26 Επικύρωνε την εκλογή άλλων µητροπολιτών (Χαλκηδών, καν. 28 ος ) αλλά και άλλων επισκόπων και µπορούσε να εξαιρεί κάποιες µονές από την επισκοπική δικαιοδοσία 27. Επιπρόσθετα έγινε προσπάθεια να τηρούνται πιστά οι νόµοι της Εκκλησίας, να διατηρείται η καλή τάξη και να είναι αυτός που δίνει την άδεια στους µητροπολίτες να απουσιάζουν από τις επαρχίες τους. Με λίγα λόγια είναι ο άγρυπνος φύλακας για την τήρηση του χριστιανικού δόγµατος 28. Επίσης πολλές φορές, 23 ΘΗΕ τ.10, στ.139.- Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 13. «Τόν πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ἡ Β οικουµενική σύνοδος ἐν τῶ γ αὐτής κανόνι ἔταξε δεύτερον τῆ τάξει µετά τόν πάπαν τῆς πρεσβυτέρας Ρώµης διά τό εἶναι αὐτήν νέαν Ρώµην». 24 ΙΕΕ Ζ 275. 25 ΘΗΕ τ.10, στ.139-140. 26 ΘΗΕ τ.10, στ.140, «Ανανεούµενοι τα παρά των εκατόν πεντήκοντα αγίων Πατέρων, των εν τη Θεοφυλάκτω ταύτη και βασιλίδι πόλει συνελθόντων, και των εξακοσίων τριάκοντα, των εν Χαλκηδόνι συναθροισθέντων νοµοθετηθέντα, ορίζοµεν ώστε τον Κωνσταντινουπόλεως θρόνου των εν τοις εκκλησιαστικής, ως εκείνον µεγαλύνεσθαι πράγµασι, δεύτερον µετ εκείνον υπάρχοντα, µεθ όν ο Αντιοχείας και µετά τούτον ο της Ιεροσολυµιτών πόλεως». 27 Θ.Η.Ε. τ.10 στ.142. 28 Θ.Η.Ε. τ.10 στ.142. 17
σε δύσκολες στιγµές της αυτοκρατορίας λειτουργούσε ως πολύτιµος σύµβουλος του κράτους και των κρατούντων. Πολλοί ήταν οι αυτοκράτορες που ζητούσαν τη συµβολή των πατριαρχών 29 Μια επιπλέον ίσως η σηµαντικότερη αρµοδιότητα ήταν να προεδρεύουν στις Συνόδους στις οποίες κατείχαν την «κυριαρχική εξουσία» και να συνεργάζονται µε όλους τους µητροπολίτες. 30 Με απόφαση Συνόδου γίνονταν οι αφορισµοί και παίρνονταν οι πιο σηµαντικές αποφάσεις της Εκκλησίας. Οι µητροπολίτες ήταν υποχρεωµένοι να µνηµονεύουν το όνοµα του κατά την ιεροτελεστία 31. Ο πατριάρχης ήταν ο συνδετικός κρίκος της κοινωνίας των ιεραρχών και όφειλε να γνωστοποιήσει στους άλλους πατριάρχες και αρχηγούς αυτοκέφαλων Εκκλησιών την εκλογή του µε ενθρονιστικό γράµµα. 32 Ο όρος «Οικουµενικός Πατριάρχης» εµφανίζεται από την εποχή του Ιουστίνου Α (518-527), όπου οι αρχιεπίσκοποι Κωνσταντινουπόλεως αποκαλούνται οικουµενικοί στην επίσηµη αλληλογραφία, αλλά και σε πρακτικά που αφορούσαν τους ίδιους. Ο πρώτος που αποκαλείται Οικουµενικός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Ιωάννης Β (518-520) ογδόντα χρόνια πριν την επίσηµη καθιέρωση του τίτλου. 33 Ο πάπας Γρηγόριος Α (590-604) θεώρησε ότι αυτός ο όρος απέδιδε αξίωση δικαιοδοσίας σε όλη την Εκκλησία. Αυτό όµως δεν ίσχυε. Αρµόδιος για αυτό ήταν ο ορθόδοξος πατριάρχης της πόλεως που τύγχανε να είναι και η πρωτεύουσα της οικουµενικής αυτοκρατορίας. 34 Επίσης, αποκαλείται «παναγιώτατος», ενώ στους υπόλοιπους πατριάρχες και στον αρχιεπίσκοπο της Κύπρου αποδίδονταν µόνο ο τίτλος του «µακαριωτάτου» 35. Η εκλογή του πατριάρχη διέφερε από εποχή σε εποχή και από τόπο σε τόπο. Αρχικά η εκλογή του γίνονταν από τον κλήρο και από το λαό, αλλά πολλές φορές συµµετείχαν και οι αυτοκράτορες 36. 29 Γεννάδιος, 305. 30 Η Αι. Χριστοφιλοοπύλου, αναφερόµενη στην Ενδηµούσα Σύνοδο του πατριαρχείου Kωνσταντινουπόλεως γράφει: «Της συνόδου προήδρευεν ο πατριάρχης και µετείχεν αόριστος αριθµός µητροπολιτών εκ των τυχαίως επιδηµούντων εν Κωνσταντινουπόλει ή επί τούτω µετακαλουµένων». Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Α 341-342. 31 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 53. - ΘΗΕ τ.10, 142. 32 ΘΗΕ τ.10, στ.142. 33 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 45. 34 ΘΗΕ τ.10, στ.139-140. 35 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 43. 36 Γεννάδιος 297-298. 18
Στην Κωνσταντινούπολη εκλέγονταν µε απόφαση που παίρνονταν από τους άρχοντες και τους αρχιερείς 37. «Η σύνοδος Κωνσταντινουπόλεως εξέλεγε είς συνεδρία, επί τούτω συγκροτουµένην ή εις γενικωτέραν και περί άλλα θέµατα ασχολουµένην, τρεις υποψηφίους, προκειµένου περί εκλογής Πατριάρχου εκ των οποίον τον έναν διώριζεν ο αυτοκράτωρ. Προκειµένου περί εκλογής µητροπολίτου η των ενδηµούσα σύνοδος των αρχιερέων συνερχόµενη, άνευ του Πατριάρχου, κατήρτιζε το λεγόµενον τριτοπρόσωπον ψηφοδέλτιον, του πατριάρχου προτιµώντας τον έναν εκ τριών υποψηφίων και διορίζοντας αυτόν» 38. Ο Άγιος Χρυσόστοµος ψηφίστηκε από όλο το λαό και τον κλήρο 39. Αρχικά, η εκλογή αυτή ήταν όµοια µε των άλλων επισκόπων ενώ αργότερα αποτέλεσε έργο των µητροπολιτών. Ο πατριάρχης Γερµανός εξελέγη µε απόφαση, «ψήφω και δοκιµασία των θεοσεβεστάτων πρεσβυτέρων και διακόνων και παντός του ευλαβούς κλήρου και της ιεράς συγκλήτου» 40. Πολλές φορές όµως υπήρξε και κατάχρηση εξουσίας από την πλευρά των αυτοκρατόρων και αυτό συνέβαινε όταν ο πατριαρχικός θρόνος ανήκε σε ιεράρχες Αρειανών. Για να σταµατήσει κάτι τέτοιο θεσπίστηκε στη Ζ Οικουµενική Σύνοδο ο τρίτος κανόνας ο οποίος ακυρώνει την εκλογή που γίνονταν από άρχοντα, επίσκοπο, πρεσβύτερο ή διάκονο και για αυτό στον τέταρτο κανόνα «τήν ὐπό τῶν ἐπισκόπων ἐκλογήν τοῦ µέλλοντος προβιβάζεσθαι εἰς τήν ἐπισκοπήν» 41. Με παράνοµο όµως τρόπο έγινε και η εκλογή του πατριάρχη Κωνσταντίνου Β στην περίοδο του Κωνσταντίνου Ε (741-775). Ο αυτοκράτορας χωρίς να ζητήσει την έγκριση των αρχιερέων ανακήρυξε τον Κωνσταντίνο Οικουµενικό Πατριάρχη, για αυτό και έκτοτε απαιτούνταν η «παρουσία και συναίνεσις» των επισκόπων. 42 Η εκλογή των αρχιερέων άλλαξε από τον 13 ο αι. όπου γίνονταν σύµφωνα µε τους κανόνες της Α Οικουµενικής Συνόδου 43. 37 Γεννάδιος 297-298. Ο Χρυσόστοµος όπως και ο προκάτοχος του Νεκτάριος δεν διορίστηκαν από τον αυτοκράτορα. Υπάρχουν όµως ιστορικοί που αναφέρονται στο συγκεκριµένο θέµα όπως ο Σωκράτης «Ψηφίσµατι κοινῷ ὁµοῦ πάντων, κλήρου τε, καί λαοῦ, ὁ βασιλεύς αὐτόν Ἀρκάδιος µεταπέµπεται». Ο Σωζοµενός «Ψηφισαµένων δέ τοῦτον τοῦ λαοῦ καί τοῦ κλήρου, καί ὁ βασιλεύς συνῇνει». Ο Θεοφάνης γράφει ότι «ἡ ἁγία σύνοδος Γρηγορίῳ τῷ Θεολόγῳ τήν ἐπισκοπήν Κωνσταντινουπόλεως ἐκύρωσεν. Σχετικά µε το Νεκτάριο γράφει «Νεκτάριον ὁ βασιλεύς καί ἡ σύνοδος προχειρίζεται» (εκδ.βόννης Α. σ. 108 ) 38 Γεννάδιος 369-370. 39 Μ.Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 16. 40 Μ.Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 16. υπ. 23, Σκ.. Βυζαντίου Κωνσταντινούπολις, τοµ. Γ, σελ.616. 41 Γεννάδιος 298-299. 42 Μ.Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 16. 43 Γεννάδιος 370, κανόνες Α Οικουµενικής Συνόδου. 19
Η Εκκλησία, ιδιαίτερα µετά την εικονοµαχία, ήταν υποταγµένη στο κράτος. Οι αυτοκράτορες την προστάτευαν µε σκοπό να την ελέγχουν και το είχαν πετύχει. Ελάχιστες περιπτώσεις υπήρξαν όπου οι πατριάρχες αντιτάχθηκαν στην πολιτική εξουσία, ενώ οι περισσότεροι από αυτούς διετέλεσαν υποχείρια της πολιτικής των αυτοκρατόρων. 44 Σήµερα κάθε πατριαρχείο ακολουθεί τους δικούς του κανονισµούς. Η ρωσική, π.χ. Σύνοδος το 1917, όταν αναστηλώθηκε το µοσχοβίτικο Πατριαρχείο αποφάσισε η εκλογή των πατριαρχών, να γίνεται µε τη συµµετοχή λαϊκών και κληρικών. 45 Ο τίτλος του πατριάρχη απαντάται εκτός από την Ορθόδοξη Εκκλησία, στην Ανατολή στους αρχηγούς των Μονοφυσιτικών Εκκλησιών, στους καθολικούς της Νεστοριανής Εκκλησίας και στους αρχηγούς πολλών ουνιτικών κοινοτήτων. Στη ύση απαντάται ως τίτλος ορισµένων ρωµαιοκαθολικών αρχιερέων και είναι απλώς ένα τιµητικό αξίωµα. 46 Τα προνόµια των πατριαρχών ήταν κυρίως δύο: ο καθαγιασµός του Μύρου 47 και η στέψη των αυτοκρατόρων. Αρχικά το Μύρο καθαγιαζόταν από κάθε επίσκοπο, σύντοµα όµως, στην Ανατολή γίνονταν από τους επισκόπους των µεγάλων εδρών. Αργότερα, στο µεσαίωνα, µόνο οι πατριάρχες είχαν το προνόµιο να ευλογούν το µύρο και να το στέλνουν στους επισκόπους. Σήµερα τα πατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύµων παίρνουν το µύρο από τη Μεγάλη Εκκλησία, όπως και η Εκκλησία της Κύπρου και της Ελλάδος. 48 Από τον Ε αιώνα και µετά η στέψη των αυτοκρατόρων ήταν προνόµιο των πατριαρχών. Για αυτό κατά το µεσαίωνα οι Βούλγαροι και οι Σέρβοι ηγεµόνες επιθυµούσαν να έχουν εθνικούς πατριάρχες. Η ίδια αντίληψη επικρατούσε και στη ύση από την εποχή του Καρλοµάγνου, ενώ αργότερα οι µονάρχες της Γερµανίας στέφονταν από τον πάπα. 49 Κατά τα βυζαντινά χρόνια οι άνθρωποι αισθάνονται την παρουσία της Εκκλησίας µε την παρουσία του Πατριάρχη στη βασιλική στέψη. Πίστευαν πως η Θεία Ευλογία 44 Γεννάδιος 305. υπ. 1. Charles Diehl Histoire de l empire byzantin Paris 1924, 114-115. Αναφέρει την άποψη του S. Vaihle, Dictionnaire de Theologie Catholique. 45 ΘΗΕ τ.10, στ.143. 46 ΘΗΕ τ.10, στ. 143. 47 «Άγιο µύρο, το αρωµατικό έλαιο που παρασκευάζεται αποκλειστικά από το Οικουµενικό Πα τριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά τις πρώτες ηµέρες της Μ. Εβδοµάδας και καθαγιάζεται σε ειδική ακολουθία τη Μ. Πέµπτη, αποστέλλεται σε όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες και χρησιµοποιείται κατά το µυστήριο του χρίσµατος». Γ. Μπαµπινιώτης, Λεξικό 1155. 48 ΘΗΕ τ.10, στ.142. 49 ΘΗΕ τ.10, στ.143. 20
και η Θεία Χάρις µεταβιβάζονται µέσω της Εκκλησίας σ εκείνον που προορίζεται από το Θεό να κυβερνήσει την πολιτεία. Ενώ κατά την προηγούµενη περίοδο (324-610) υπήρξαν θαρραλέοι ιεράρχες που αντιτάχθηκαν στους αυτοκράτορες, για να υπερασπίσουν το δίκαιο, την ηθική και τους πολίτες (Ιωάννης Χρυσόστοµος, Συνέσιος Κυρήνης, Θεοδώρητος Κύρου), την εποχή της εικονοµαχίας η στάση του Οικουµενικού Πατριάρχη, πολλές φορές, ήταν χαλαρή ακόµη και απέναντι σε αυτούς που ανέρχονταν στο θρόνο µετά από δολοφονία. Σε ελάχιστες περιπτώσεις υπήρξε διαφωνία µεταξύ αυτοκράτορα και Εκκλησίας (Γερµανός Α, Νικηφόρος Α ) σε θέµατα πίστεως και όχι πολιτικά. 50 Αλλά ορισµένοι από αυτούς τάχθηκαν µε το µέρος των αυτοκρατόρων παραβλέποντας τα πιστεύω τους. Συνήθως, οι πατριάρχες κατοικούσαν κοντά στον καθεδρικό ναό και η ζωή τους ήταν λιτή, µοναχική, όπως και η ενδυµασία τους. Μόνο στις επίσηµες ηµέρες ντύνονταν µε µεγαλοπρέπεια, ενώ την πολυτέλεια στην ενδυµασία την εισήγαγαν κυρίως οι εικονοµάχοι πατριάρχες. 51 50 Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β1 261-262. 51 Μ. Γεδεών, Πατριαρχικοί Πίνακες 57-58. 21
ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗΣ ΙΑΜΑΧΗΣ Κατά τον 8 ο και 9 ο αιώνα η αυτοκρατορία αντιµετώπιζε διάφορες προκλήσεις στα σύνορά της. Οι Άραβες µε επανειληµµένες πολιορκίες απειλούσαν τη Βασιλεύουσα, ενώ στη ύση οι σλαβικές επιδροµές και οι Βούλγαροι προκαλούσαν συχνές καταστροφές και το κράτος τους, που είχε ιδρυθεί στο ούναβη, δηµιουργούσε διαρκώς προβλήµατα στο Βυζάντιο. Στο εσωτερικό όλη η χώρα µέχρι την Πελοπόννησο ήταν καταφύγιο των Σλάβων µε αποτέλεσµα οι ντόπιοι αναγκάζονταν να µεταναστεύσουν από την ύπαιθρο στις πόλεις που ήταν περικυκλωµένες από τους Σλάβους 52. Η αυτοκρατορία έπρεπε αρχικά να αντιµετωπίσει τον αραβικό κίνδυνο. Για να γίνει κάτι τέτοιο όφειλε να ισχυροποιήσει το στρατό της και τη λύση θα την έδιναν οι επαρχίες της Μικρά Ασίας, γιατί οι πολυάνθρωποι θεµατικοί στρατοί της Μικράς Ασίας δέχονταν τις πρώτες επιθέσεις. Σύµφωνα µε την Ε. Αρβελέρ, «η σωτηρία της Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν αποκλειστικά από τους αγροτικούς πληθυσµούς του εσωτερικού της Μικράς Ασίας». 53 Η αυτοκρατορία κατά την περίοδο 726-843 διοικήθηκε από δύο δυναστείες, τη δυναστεία των «Ισαύρων» και τη δυναστεία του «Αµορίου» 54. Στις αρχές του 8 ου αιώνα ένας ισχυρός εχθρός, οι Άραβες, πολιορκούσαν την πρωτεύουσα. Μόλις ο Λέων Γ ανήλθε στο θρόνο 55 έσπευσε να αντιµετωπίσει τον αραβικό κίνδυνο. Το 717 οι Άραβες µε αρχηγό τον Χαλίφη Μασαλµά έφτασαν έξω από την Κωνσταντινούπολη µε ισχυρές δυνάµεις από στεριά και θάλασσα. Όµως τα ισχυρά τείχη της Πόλης, ο βαρύς χειµώνας, ο λοιµός, η έλλειψη τροφίµων, αλλά και η βοήθεια των Βουλγάρων προς τον αυτοκράτορα αποδεκάτισαν τον αραβικό στρατό, ενώ το υγρό πυρ κατάστρεψε τα πλοία τους. Στις 15 Αυγούστου το 718 ο αραβικός στόλος εγκατέλειψε την πολιορκία της πρωτεύουσας και πήρε το δρόµο της επιστροφής. Έτσι, το πέρασµα των Αράβων στην Ευρώπη µαταιώθηκε και αυτή η νίκη του Λέοντα Γ απέκτησε µεγάλη ιστορική 52 Ε. Αρβελέρ, Ιδεολογία 38-39. 53 Ε. Αρβελέρ, Ιδεολογία 33-34. 54.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 160. 55 «Μετά δέ Θεοδόσιον έβασίλευσε Λέων ὁ Ισαυρος ὁ καί Κόνων ἔτη κε», Γεώργιος Μοναχός 735. «Τούτῳ τῷ ἔτει Λέων ἐβασίλευσεν ἐκ τῆς Γερµανικέων καταγόµενος, τῇ ἀληθείᾳ δέ ἐκ τῆς Ισαυρίας», Θεοφάνης 391.5-6. 22
σηµασία για όλη την Ευρώπη 56. Οι χρονογράφοι της εποχής απέδωσαν τη σωτηρία της Πόλης σε παρέµβαση του Θεού 57. Η ηρεµία του κράτους δεν επήλθε, γιατί µέσα σε όλα αυτά το κράτος είχε να αντιµετωπίσει το εικονοµαχικό κίνηµα το οποίο έδωσε την αφορµή στον πάπα να αποστατήσει, αλλά αντιµετωπίστηκε έγκαιρα από τα βυζαντινά στρατεύµατα που έφτασαν στην Ιταλία. 58 Ο Λέων Γ ασχολήθηκε και µε το νοµοθετικό έργο εκδίδοντας την «Εκλογή» 59. Επίσης, και στο διοικητικό τοµέα ο στρατηγός των θεµάτων ανέλαβε προοδευτικά τον έλεγχο της πολιτικής διοίκησης στην περιφέρεια του. 60 Την πολιτική του πατέρα του, Λέοντα Γ συνέχισε ο Κωνσταντίνος Ε (741-775). Οι διαµάχες για το ζήτηµα των εικόνων εντείνονταν και ο Κωνσταντίνος Ε µε τη σύνοδο της Ιέρειας το 754 καταδίκασε τη λατρεία τους και στράφηκε εναντίον των µοναχών. Επίσης, αντιµετώπισε µε επιτυχία τους Βούλγαρους, ενώ στη ύση οι Λοµβαρδοί συνέχιζαν να αποσπούν εδάφη της αυτοκρατορίας (Ραβέννα 751). 61. Ο Λέων (775-780) συνέχισε την ίδια εικονοµαχική πολιτική, αλλά µε πιο ήπιο τρόπο. Απέκρουσε µε επιτυχία τους Άραβες, ενώ η σύζυγος του Ειρήνη και ο γιος της Κωνσταντίνος ΣΤ (780-788, 798-802) επανέφεραν τη λατρεία των εικόνων µε τη σύνοδο του 787. Στην εξωτερική πολιτική δεν υπήρξαν ανάλογες επιτυχίες. Οι Άραβες επωφελήθηκαν από την αδυναµία διοίκησης των Βυζαντινών και συνήψαν µαζί τους ειρήνη (783) µε ευνοϊκές συνθήκες για αυτούς. Επίσης, οι Βούλγαροι κατάφεραν το 792 να νικήσουν τους Βυζαντινούς. Η µόνη επιτυχία της αυτοκρατορίας ήταν οι εκστρατείες του Σταυρακίου το 784 εναντίον των Σλάβων. Στη ύση τα Χριστούγεννα του 800 ο Καρλοµάγνος στέφθηκε αυτοκράτορας. 62 Η όλη κατάσταση ευνόησε το λογοθέτη του Γενικού επί Ειρήνης, Νικηφόρο Α (802-811), που κατέλαβε την εξουσία, για να τελείωσε έτσι η δυναστεία των 56 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β 119. - Αικ. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β 1 100-101. - G. Ostrogorsky, τ. εύτερος, 21. -.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 162. 57.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 164-165, γράφει: «Οἱ παλαιοί, ὡς ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερµανός (717-730) κίι ὁ χρονογράφος, Θεοφάνης, εἷδον ἑν τῷ συµβεβηκότι τήν έπέµβασιν τοῦ θείου» Υπ. 1 Ο πατριάρχης Γερµανός έγραψε «λόγον ἐγκωµιαστικόν ἄµα και εὐχαριστήριον» εἰις θεοτόκον «ὑπέρ τῆς συµµαχίας αὐτῆς καί προστασίας». V. Grummel, Homelie de Saint Germain sur la deliverance de Constantinople, Revue des etudes Byzantines, 16 (1958) 183 κε. 58 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 136. 59 Η Εκλογή εκδόθηκε το 726 και ασχολούνταν κυρίως µε το οικογενειακό κληρονοµικό και ποινικό δίκαιο. Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 136. 60 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 136. 61 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 137-138. 62 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 138. 23
Ισαύρων. 63 Στην προσπάθεια του, ο αυτοκράτορας Νικηφόρος, να βελτιώσει την οικονοµία έλαβε σκληρά µέτρα, τις λεγόµενες «κακώσεις». Στην εξωτερική πολιτική όµως δεν είχε επιτυχίες. Έκλεισε συνθήκη ειρήνης µε τους Άραβες πληρώνοντάς τους ετήσιο φόρο 64 και προσπάθησε να αφοµοιώσει τους Σλάβους της Πελοποννήσου. Ο θάνατος τον βρήκε στον πόλεµο εναντίον των Βουλγάρων στις 26 Ιουλίου του 811. Τον διαδέχθηκε ο γιος του Σταυράκιος(811) ο οποίος µετά από τρεις µήνες πέθανε, 65 εξαιτίας των τραυµάτων που δέχθηκε στη µάχη. Ο επόµενος Βυζαντινός αυτοκράτορας ήταν ο Μιχαήλ Α Ραγκαβές (811-813) ο γαµπρός του Σταυράκιου από αδελφή. Αποδείχθηκε ανίσχυρος και χωρίς εξωτερικές επιτυχίες, στα χρόνια του οι Βούλγαροι µπόρεσαν να φτάσουν µέχρι την πρωτεύουσα. Ο στρατηγός του θέµατος των Ανατολικών, Λέων, αντικατέστησε τον παραιτηθέντα (Μιχαήλ) και στέφθηκε αυτοκράτορας ως Λέων Ε ο Αρµένιος (813-820). 66 Στην εποχή του Λέοντα Ε η αυτοκρατορία σηµείωσε επιτυχίες, καθώς οι Βούλγαροι µετά το θάνατο του Κρούµου υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης για τριάντα χρόνια. Επίσης µπόρεσε να αναχαιτίσει τους Άραβες και µολονότι ήταν εικονοµάχος δεν οδήγησε την αντιπαράθεση σε ακρότητες. Την ηµέρα των Χριστουγέννων του 820 δολοφονήθηκε µέσα στο παρεκκλήσι των ανακτόρων. 67 Ο στρατηγός Μιχαήλ Β ο Τραυλός (820-829) διαδέχθηκε τον Λέων Ε, ιδρυτή της δυναστείας του Αµορίου. Στα χρόνια του η αυτοκρατορία κλωνίστηκε από το κίνηµα του Θωµά του Σλάβου, µε αποτέλεσµα να καταστραφούν καλλιεργήσιµες εκτάσεις και να ερηµωθούν περιοχές της Μ. Ασίας, ακολούθησε η κατάληψη της Κρήτης από τους Άραβες της Ισπανίας και η κατάληψη της Σικελίας από τους Άραβες της Αφρικής 68. Μετά το θάνατο του Μιχαήλ Β αυτοκράτορας στέφθηκε ο γιος του Θεόφιλος (829-842) άτοµο µορφωµένο και µε αγάπη για το στρατό. Στα χρόνια του «ο αραβοβυζαντινός ανταγωνισµός φτάνει στο απόγειό του, οι Άραβες όµως παρά τις νίκες τους φαίνεται ότι αρχίζουν να εξαντλούν την επιθετική τους ορµή» 69. 63.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 161. 64 Ι. Καραγιαννόπουλος, Ιστορία Β 190 κε. - G. Ostrogorsky, Geschichte 166. 65.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 161. - Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 139. 66 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 139. -.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 161. 67 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 139-140. -.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 161. 68 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 140. 69 Ι. Καραγιαννόπούλος, Κράτος 140. 24
Τελευταίος αυτοκράτορας της εικονοµαχικής περιόδου υπήρξε ο Μιχαήλ Γ (842-867) γιος του Θεόφιλου, τον ανήλικο αυτοκράτορα επιτρόπευε η µητέρα του Θεοδώρα, ο αδελφός της Βάρδας, ο λογοθέτης του ρόµου Θεόκτιστος και ο µάγιστρος Σέργιος. Το 843 έχουµε την οριστική αναστήλωση των εικόνων. 70 Η περίοδος, από τη βασιλεία του Λέοντος Γ (717-741) µέχρι την εποχή της Θεοδώρας και την αποκατάσταση των εικόνων (843), αποτέλεσε ένα από τα πιο δύσκολα χρόνια της βυζαντινής ιστορίας σε εξωτερικές υποθέσεις αλλά και σε ζητήµατα πνευµατικά 71. Στο εξωτερικό, όπως και στο εσωτερικό η αυτοκρατορία καλείται να αντιµετωπίσει αρκετές προκλήσεις. Από την πλευρά της Μεσογείου, της Μικράς Ασίας, της Ιταλίας και της Σικελίας είχε να αντιµετωπίσει τους Άραβες που προσπαθούσαν µε κάθε τρόπο να περάσουν στην Ευρώπη. Στην χερσόνησο του Αίµου, οι Βούλγαροι είχαν εγκατασταθεί στα βόρεια σύνορα της αυτοκρατορίας, ενώ οι βυζαντινές κτήσεις της Ιταλίας απειλούνταν από τους Λοµβαρδούς. Παράλληλα µε όλα αυτά στο εσωτερικό έχει ξεσπάσει η διαµάχη για τις εικόνες προκαλώντας µεγάλες κοινωνικές, πολιτικές αλλά και οικονοµικές αναταραχές 72. 70 Ι. Καραγιαννόπουλος, Κράτος 140. 71.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 159. 72.Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 159. 25
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ Η ΕΙΚΟΝΟΜΑΧΙΚΗ ΙΑΜΑΧΗ «Για κάθε µελέτη της Βυζαντινής ιστορίας, η περίοδος της εικονοµαχίας αποτελεί ερµηνευτική πρόκληση. Ιδιαιτέρως, όσοι ασχολούνται µε την κοινωνική ιστορία ή την ιστορία των θεσµών του βυζαντινού κράτους, θεωρούν την εικονοµαχία ως κοµβικό σηµείο της κοινωνικής εξελίξεως της Βυζαντινής κοινωνίας. Η περίοδος της εικονοµαχίας θεωρείται ως η προσφορότερη περίοδος της Βυζαντινής Ιστορίας για την εφαρµογή των ερµηνευτικών προτύπων, µοντέλων, των διάφορων ιστορικών σχολών» 73. Στις εικόνες η Εκκλησία βλέπει την έκφραση της Ορθοδοξίας για αυτήν έχουν την ίδια αξία µε τη γραπτή και προφορική παράδοση. «Ό,τι ο λόγος µεταδίδει διά της ακοής, η ζωγραφική σιωπηρώς µε την παράστασιν». 74 Είναι η κοινή γλώσσα και η αποκάλυψη όλης της Εκκλησίας που προσπαθεί να παρουσιάζει στον πιστό λαό την ορατή της µορφή 75. Εικονοµαχία ονοµάστηκε η θρησκευτική κρίση που συντάραξε για έναν αιώνα και πλέον (726-843) τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Είχε σοβαρές επιπτώσεις σχετικά µε την ενότητα του χριστιανικού µεσαιωνικού κόσµου. Αν και γεννήθηκε και διαδόθηκε στην Ανατολή, επηρέασε κατά κάποιο τρόπο και τη ύση 76, καθότι ήταν πιο εύκολο κάτω από αυτές τις συνθήκες να ξεσπάσει η εχθρότητα µεταξύ τους εξαιτίας του γεγονότος ότι η ύση απέβλεπε στην ισχυροποίηση της Εκκλησίας της 77. Με το πέρασµα των αιώνων η λατρεία των εικόνων διαδόθηκε µέσα στη βυζαντινή αυτοκρατορία και σιγά-σιγά άρχισε να παίρνει τη µορφή της λατρείας της ύλης. Πιστοί, κυρίως κατώτερων κοινωνικών στρωµάτων αλλά και µοναχοί που δεν είχαν παιδεία, απέδιδαν όλο και περισσότερο µεγάλη δύναµη στην ύλη πάνω στην οποία ήταν αποτυπωµένη η µορφή του θείου προσώπου 78 και έτσι προέκυψε η 73 Π. Τσορµατζόγλου, Εικονοµαχία 73. 74 ΘΗΕ τ.5 στ. 409, «Λέγει ο Μέγας Βασίλειος».- PG 31 509Α. 75 ΘΗΕ τ.5 στ. 410. 76 «Εγεννήθη, διήρκησε και διεδόθη εις Ανατολήν, άλλ εισέδυσεν, έστω και υπό µετριασµένην µορφήν και κατά τρόπον επεισοδιακόν, και εις την ύσιν». ΘΗΕ τ. 5, στ.395. 77 Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β 1 110, «Ήτο η αναπόφευκτος έκρηξις της από µακρού υποφωσκούσης εχθρότητος µεταξύ της αυτοκρατορίας της Ανατολής και της ανερχόµενης εις δύναµιν Εκκλησίας της ύσης». 78 «Είναι αλήθεια ότι µε την πάροδο του χρόνου δεισιδαίµονες προλήψεις συνδέθηκαν µε την προσκύνηση των εικόνων. Πιστοί λαϊκότερων κυρίως στρωµάτων και µοναχοί αφελείς και απαίδευτοι απέδιδαν ολοένα και µεγαλύτερη σηµασία στην προστατευτική δύναµη όχι πια του εικονιζόµενου προσώπου αλλά 26
διαµάχη για τη λατρεία των εικόνων του Χριστού και των Αγίων. Η Εικονοµαχία παίρνοντας έκταση όχι µόνο θεολογική, διεξήχθηκε µε µέτρα εκκλησιαστικής πειθαρχίας και αυτοκρατορικής βίας. Όλα αυτά βέβαια δεν ανέκυψαν τυχαία. Από τους πρώτους αιώνες της χριστιανοσύνης η Εκκλησία απέρριπτε την εικονολατρία. Από τον 5 ο αιώνα όµως και µετά η στάση της γίνεται όλο και πιο χαλαρή, µε αποτέλεσµα να επικρατήσουν λίγο αργότερα (7ο αιώνα) όλες οι µορφές της λατρείας, ξεκινώντας κυρίως από τα κατώτερα λαϊκά στρώµατα και προς τα επάνω 79. Τον 8 ο αιώνα πάρθηκαν από την πολιτεία µέτρα κατά της εικονολατρίας. Πριν την εποχή του Λέοντα Γ (713) ο βασιλιάς Φιλιππικός (Φιλιππικός Βαρδάνης 711-713) 80 εξέδωσε νόµο για την αποµάκρυνση των εικόνων. Έτσι το 723 αναφέρονται οι πρώτοι διωγµοί των εικονολατρών στη Συρία από τον Οµεϋάδη χαλίφη Yazid Β (Ιζίδ 720-724) 81 όπου σύµφωνα µε το Θεοφάνη είχε εκδώσει διάταγµα κατά των εικόνων 82. Το θέµα πήρε µεγάλη διάσταση την εποχή του Λέοντα Γ (717-741) µέχρι και την εποχή του Μιχαήλ Γ (842-867), όταν µε πρωτοβουλία της µητέρας του Θεοδώρας δόθηκε τέλος στο ζήτηµα της εικονοµαχίας και ακολουθεί η οριστική αποκατάσταση των εικόνων, στις 11 Μαρτίου του 843. Η εικονοµαχία χωρίζεται σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη διήρκεσε από το 726 έως τη Σύνοδο της Νίκαιας (787) και η δεύτερη (815-843) από την εποχή του Λέοντος Ε (813-820) ο οποίος άρχισε και πάλι τους διωγµούς εναντίον των εικονολατρών µέχρι και την οριστική αναστήλωση των εικόνων επί Θεοδώρας (11 Μαρτίου 843) 83. του ίδιου του αντικειµένου, της φορητής εικόνας, τελώντας παράλογες πράξεις, που θύµιζαν ειδωλολατρία. Έτσι κατά τη βάπτιση έφερναν την εικόνα στη θέση του αναδόχου, έπαιρναν από το χρώµα της ξύσµα, το οποίο ανεµίγνυαν στη θεία µετάληψη ή το µεταχειρίζονταν για θεραπευτικούς σκοπούς». ΙΕΕ τ. Η 28. 79 H.-G Beck, Ορθόδοξη Εκκλησία 199. 80 «Ο Βαρδάνης, αρµενικής καταγωγής και οι θρησκευτικές αντιλήψεις του ήταν κυρίως υπέρ του µονοφυσιτισµού, αλλά δηµόσια προσπάθησε να προβάλη τον µονοθελητισµό, ως µόνο επιτρεπτό δόγµα. Το 712 συγκρότησε σύνοδο και καταδίκασε την ΣΤ Οικουµενική Σύνοδο (το 680 στην Κωνσταντινούπολη). Σε εφαρµογή αυτής της απόφασης διέταξε την καταστροφή της εικόνας της ΣΤ Οικουµενικής Συνόδου που βρισκόταν στα ανάκτορα». Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β 1 88-89. 81 Αι. Χριστοφιλοπούλου Ιστορία Β 1 108. 82. Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 186.- Θεοφάνης 408.32-409.1. 83. Α. Ζακυθηνός, Ιστορία 187. 27
1. Α Περίοδος Εικονοµαχίας (726-787) Πρωτεργάτες του εικονοµαχικού κινήµατος υπήρξαν οι αυτοκράτορες Λέων Γ (717-741) 84 και Κωνσταντίνος Ε (741-775). Ο Λέων Γ ο Ίσαυρος 85 καταγόµενος από τη Γερµανίκεια της Βόρειας Συρίας και ο γιος του Κωνσταντίνος Ε 86, είχαν επηρεαστεί από τις ανεικονικές αντιλήψεις της ιουδαϊκής και της ισλαµικής θρησκείας 87 και για αυτό απέρριπταν τη λατρεία των εικόνων ως ειδωλολατρική εκδήλωση. Η πρώτη ουσιαστικά εχθρική στάση του Λέοντα Γ ενάντια της λατρείας των εικόνων εκδηλώθηκε το 726 µετά από παρότρυνση των εικονοµάχων επισκόπων της Μικράς Ασίας, οι οποίοι είχαν µεταβεί πριν από λίγο χρόνο στην Κωνσταντινούπολη. Η αφορµή δόθηκε από έναν ισχυρό σεισµό που είχε γίνει την ίδια χρονιά, µε επίκεντρο το θαλάσσιο χώρο, µεταξύ Θήρας και Θηρασίας. Το γεγονός ερµηνεύτηκε, κατά τον Θεοφάνη ως εκδήλωση θείας οργής εναντίον της λατρείας των εικόνων 88, µε αποτέλεσµα να ακολουθήσει η καταστροφή της εικόνας του Χριστού στη Χαλκή Πύλη. Ο Λέων Γ (726) µετά την επιτυχή απόκρουση των Αράβων, στράφηκε στην επίλυση εσωτερικών ζητηµάτων και ασχολήθηκε κυρίως µε το ζήτηµα των εικόνων. Οι προσπάθειές του κορυφώθηκαν, όταν θέλησε να κατεβάσει την εικόνα του Χριστού από τη Χαλκή Πύλη 89, στα ανάκτορα της Κωνσταντινούπολης και να την 84 Σύµφωνα µε τον St. Gero, Leo III 130-131,o Λέων ήταν αυτός που συνέβαλε στην έκρηξη της εικονοµαχίας. Παντ. Τσορµπατζόγλου, Εικονοµαχία, 89-90.- A. Guillou, Byzance 360. 85 Ο Παντ. Τζορµπατζόγλου, Εικονοµαχία 108, γράφει: «Η καταγωγή του Λέοντος απασχόλησε πολύ τους ιστορικούς, µε την σκέψη ότι πιθανόν να διαφωτισθούν τα αίτια της εικονοµαχικής του πίστεως, µέσω αυτής. Οι γνώµες διχάζονται, έτσι άλλοι δέχονται τον Λέοντα ως Ίσαυρο και άλλοι ως Συρογενή, ερµηνεύοντας αναλόγως τις σχετικές µαρτυρίες, π.χ. ο Καραγιαννόπουλος, ιστορία, β σ. 119 κ.ε. χωρίς συζήτηση δέχεται την παραδοσιακή επωνυµία των Ισαύρων. Οι Schenk, Kaiser Leon, BZ 5 (1896) 296. Ostrogorsky, Ιστορία, Β, σ. 18. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία, Β 1, σ. 99, απορρίπτουν την περί Ισαυρικής καταγωγής άποψη και δέχονται την Συρική. Την άποψη αυτή ερµήνευσε και επιβεβαίωσε η εξαντλητική ανάλυση των πηγών από τον Gero, Iconoclasm of Leo III, σ. 1-31, αλλά δυσκολεύεται να δεχθεί ως λύση την διπλή καταγωγή του Λέοντος, όπως εµφανίζεται στις πηγές, δηµιουργώντας έτσι σοβαρό πρόβληµα. Πιθανή εξήγηση µπορεί να είναι η πρόταση: O Λέων γεννήθηκε στην Γερµανίκεια της Ευφρατησίας, έζησε στην Ισαυρία ως πρόσφυγας και αργότερα µεταφέρθηκε οικογενειακώς ως έποικος στη Θράκη βλ. τις προσθήκες και τις παρατηρήσεις του καθηγ. Χρυσού στην ελλ. µετφρ. Της Βυζαντινής Ιστορίας του G. Ostrogorsky, Β, σ. 252 σηµ. 73». 86 Αι. Χριστοφιλοπούλου, Ιστορία Β 1 99, παρατηρεί πως σωστά πλέον δε γίνεται δεκτή η Παλαιό Λέοντος «του τυράνου και παρανοµωτάτου Σύρου», όπως και οι συγγενείς της µητέρας του Κωνσταντίνου Ε από την Γερµανίκεια, Θεοφάνης 422. Ο Ostrogorsky, Geschichte 129, σηµ.2, υποστηρίζει πως η πληροφορία από τη χρονογραφία του Θεοφάνη 391.6, «τῆ ἀληθείᾳ δε ἐκ τῆς Ἰσαυρίας» προστέθηκε αργότερα. 87 Ν.. Πάσσας, Βυζαντινή ιαµάχη 27. 88 Θεοφάνης 404. 89 Βέβαια σε αυτό το σηµείο ο Απ. Καρπόζηλος, Ιστορικοί 153, αναφέρεται στην Μ.-F. Auzepy, La destruction de l icone du Christ de la Chalce par Leon III: propaganda ou realite?, Byz 60 (1990) 445-492, η οποία αµφισβητεί την ιστορικότητα του γεγονότος, λέγοντας πως στην εποχή του Λέοντα δεν 28