ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ 2461/2002

Σχετικά έγγραφα
Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΣτΕ 3353/2004. του..., κατοίκου..., οδός..., ο οποίος παρέστη με το δικηγόρο Δημ. Μητρόπουλο (Α.Μ ) που τον διόρισε με πληρεξούσιο

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Νομολογία 1202/2003 ΣτΕ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Αριθμός 178/2013 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Στ

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΝΟΤΗΤΑ Β : TO ΔΙΚΑΙΟ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Administrative eviction act and right to a prior hearing: observations on Naxos Court 27/2012 judgment. Αθανάσιος Παπαθανασόπουλος

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ (Οι αριθμοί παραπέμπουν στις παραγράφους και στις σελίδες, όπου ενδείκνυται)

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΣτΕ 4439/2012. του..., κατοίκου Πειραιά (...), ο οποίος παρέστη με τη δικηγόρο Ελ. Καναβάκη (Α.Μ ), που την διόρισε με πληρεξούσιο,

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

συνδυασμό των συνταγματικών αυτών διατάξεων συνάγεται, ότι σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει

ΠΡΟΣ ΚΑΘΕ ΑΡΜΟΔΙΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΑΙ ΚΑΘΕ ΑΡΧΗ. ΕΞΩΔΙΚΗ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ ΠΡΟΣΚΛΗΣΗ ΔΗΛΩΣΗ.

Αρχή της ισότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου. Ενότητα 8 η : ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Φορολογικό Δίκαιο. Συνταγματικά ατομικά δικαιώματα. Α. Τσουρουφλής

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΣτΕ 150/2018 [Παράνομη απόρριψη αίτησης για έγκριση κατά παρέκκλιση χρήσης τουριστικού καταλύματος στο παραδοσιακό τμήμα του Ναυπλίου]

ΣτΕ 2586/2011. Με την αίτηση αυτή ο αναιρεσείων επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 350/2010 απόφαση του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου.

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Απόφαση 3216/2003 Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας Υπόθεση άδειας μητρότητας σε δικαστικούς λειτουργούς

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου.

Δικαστική συμπαράσταση. Ποιοι υποβάλλονται σε δικαστική συμπαράσταση:

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα,

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 31/2011

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ ΤΑ ΘΕΜΕΛΙΩΔΗ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΤΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΩΝ ΧΡΥΣΑΝΘΗΣ Δ. ΥΦΑΝΤΗ & ΣΥΝ Τρίτη, 06 Νοέμβριος :00

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Στρατιωτικό προσωπικό και Ανθρώπινα Δικαιώματα. Πρόσφατες Εξελίξεις στην Ελλάδα

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 97/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η Ο ΣΥΝΤΟΝΙΣΤΗΣ ΑΠΟΚΕΝΤΡΩΜΕΝΗΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΑΙΓΑΙΟΥ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Νομολογία 261/2003 Μονομελές Πρωτοδικείο

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 101 /2010

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 2456/2012. των: α)... και β)..., κατοίκων..., οι οποίοι παρέστησαν με το δικηγόρο Σ. Σδούκο (Α.Μ. 9900), που τον διόρισαν με πληρεξούσιο,

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΓΕΩΤΕΧΝΙΚΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ (ΠΟΓΕΔΥ) ΓΕΩΠΟΝΟΙ ΔΑΣΟΛΟΓΟΙ ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΙ ΙΧΘΥΟΛΟΓΟΙ - ΓΕΩΛΟΓΟΙ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

Η κατοχύρωση της αρχής της ισότητας στην ελληνική έννομη τάξη. i) Το γενικό συνταγματικό πλαίσιο της αρχής της ισότητας

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 25 /2011

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 30/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 121/2004. του... ο οποίος παρέστη αυτοπροσώπως ως δικηγόρος (Α.Μ. 85 Δ.Σ. Ρεθύμνης),

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΝΟΜΟΥ «ΣΥΜΦΩΝΟ ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ» Α' - ΓΕΝΙΚΟ ΜΕΡΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Α Π Ο Φ Α Σ Η 12 /2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ειδικό άρθρο: «Συνυπηρέτηση Συζύγων Στρατιωτικών»

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Α Π Ο Φ Α Σ Η 98/2011

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣτΕ 819/2015 Αναγκαστική εκτέλεση σε βάρος Δημοσίου - Μη συμμόρ

Αριθμός 239/2014 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ'

Φορολογικό Δίκαιο. Η αρχή της φορολογιής ισότητας. Α. Τσουρουφλής

Transcript:

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ 2461/2002 ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η κρίση του Δικαστηρίου για την ύπαρξη ατομικού δικαιώματος προς διδασκαλία των πανεπιστημιακών δασκάλων. Με την υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως ζητήθηκε η ακύρωση της Γενικής Συνελεύσεως του Τμήματος Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου με την οποία καταρτίσθηκε το Πρόγραμμα Σπουδών του οικείου Τμήματος και η ακύρωση της σχετικής αποφάσεως του Προέδρου του Τμήματος που διαλαμβάνει το εν λόγω πρόγραμμα. Η αίτηση ασκήθηκε από καθηγητή του Τομέα Φιλοσοφίας Κοινωνιολογίας του Δικαίου του Γενικού Τμήματος Δικαίου του Παντείου Πανεπιστημίου. Ο αιτών προέβαλε τον ισχυρισμό ότι με την έγκριση του συγκεκριμένου προγράμματος σπουδών αποστερείται των διδακτικών του καθηκόντων, αφού καταργούνται μαθήματα που δίδασκε σε προηγούμενα ακαδημαϊκά έτη. Το Δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι η συνταγματικώς κατοχυρωμένη στο άρθρο 16παρ.1 αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας εγγυάται την αδέσμευτη επιστημονική σκέψη, έρευνα και διδασκαλία και αποτελεί ατομικό δικαίωμα του πανεπιστημιακού ερευνητή ή διδασκάλου, αναπτυσσόμενο ως οργανωμένη δραστηριότητα, στα πλαίσια λειτουργίας των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων. Για την πραγματοποίηση της επιστημονικής έρευνας και διδασκαλίας ο συνταγματικός νομοθέτης προέβλεψε την ύπαρξη διδακτικού και ερευνητικού προσωπικού, τα μέλη του οποίου αναγνωρίζονται ως δημόσιοι λειτουργοί, τελούντες υπό ιδιαίτερο προστατευτικό καθεστώς. Επομένως, κατά την οργάνωση των καθηκόντων των εκπαιδευτικών λειτουργών πρέπει να εξασφαλίζεται η άσκηση του ερευνητικού και διδακτικού τους έργου και, κατόπιν τούτου, η κατάρτιση των προγραμμάτων της πανεπιστημιακής διδασκαλίας πρέπει να παρέχει συγκεκριμένες δυνατότητες ασκήσεως του ατομικού αυτού δικαιώματος προς έρευνα και διδασκαλία. Έτσι, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο ακύρωσε τις προσβαλλόμενες πράξεις, θεωρώντας ότι η μη περίληψη κανενός από τα μαθήματα που εμπίπτουν στο γνωστικό αντικέμενο του αιτούντος στο πρόγραμμα μαθημάτων, θίγει τον πυρήαν

της ακαδημαϊκής ελευθερίας του και, ειδικότερα, το ατομικό του δικαίωμα προς διδασκαλία. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Επιτροπή Αναστολών 198/2000 ΑΠΕΛΑΣΗ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΔΗΜΟΣΙΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΑΛΛΟΔΑΠΩΝ Με απόφαση του Προϊσταμένου του κλάδου αστυνομίας, ασφάλειας και τάξης της Ελληνικής Αστυνομίας διατάχθηκε η απέλαση του αιτούντος, ο οποίος είναι υπήκοος Μαρόκου και απαγορεύθηκε η είσοδός του στη χώρα μέχρι την 23.3.2005. Κατά της πράξεως αυτής, ο αιτών ασκεί προσφυγή που απορρίπτεται κατόπιν αποφάσεως του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Δημοσίας Τάξεως. Η Διεύθυνση Κρατικής Ασφάλειας στέλνει, μετά την απόρριψη της προσφυγής του αιτούντος, σήμα στο τμήμα αλλοδαπών Πειραιά να συνεχίσει την απέλαση του εν λόγω αλλοδαπού. Με την αίτηση αναστολής ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας ζητείται η αναστολή εκτελέσεως του σήματος αυτού και ήδη έχει ασκηθεί αίτηση ακυρώσεως, η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την 10.10.2000. Πραγματικά περιστατικά Ο αιτών εισήλθε στη χώρα το έτος 1985 και την ίδια χρονική περίοδο τέλεσε γάμο με Ελληνίδα και απέκτησε μία κόρη το έτος 1987. Κατόπιν τούτου, έλαβε άδεια παραμονής έως τον Σεπτέμβριο του έτους1997, αλλά τον Μάιο του 1997 συλλαμβάνεται από όργανα του αστυνομικού τμήματος Σουφλίου και στη συνέχεια καταδικάζεται με τελεσίδικη απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης σε φυλάκιση 4 ετών και 4 μηνών για διευκόλυνση μεταφοράς και προωθήσεως αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας κατά συρροή και με σκοπό το παράνομο κέρδος.

Με βάση την καταδίκη του, εκδίδεται εκδίδεται πράξη από τον Προϊστάμενο κλάδου αστυνομίας, ασφάλειας και τάξης της Ελληνικής Αστυνομίας με την οποία διατάσσεται η απέλασή του και η απαγόρευση εισόδου αυτού στη χώρα έως την 1.7.2002. Ο αιτών ασκεί προσφυγή η οποία και απορρίπτεται και κατόπιν τούτου, αναγκάζεται να αναχωρήσει για το Μαρόκο την 23.10.1997. Εντούτοις, επανέρχεται παράνομα στην Ελλάδα, συλλαμβάνεται εκ νέου και καταδικάζεται τελεσιδίκως με απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Πειραιώς σε φυλάκιση επτά μηνών για παράνομη είσοδο στη χώρα, ψευδή ανώμοτη κατάθεση κατ εξακολούθηση και χρήση πλαστού εγγράφου. Εν όψει των ανωτέρω καταδικαστικών δικαστικών αποφάσεων, ο αιτών κρίθηκε από την Διοίκηση ως επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια και σε βάρος του εκδόθηκε πράξη απελάσεως κατά της οποίας άσκησε προσφυγή που απορρίφθηκε. Η υπόθεση άρχεται ενώπιον της Επιτροπής Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας και ο αιτών ισχυρίζεται ότι η εκτέλεση της αποφάσεως απέλασης θα του προκαλέσει βλάβη η οποία, ακόμα κι αν ευδοκιμήσει η αίτηση ακυρώσεως που έχει ασκήσει, δε μπορεί να επανορθωθεί γιατί η σύζυγος και η κόρη του είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα και επιπροσθέτως γιατί στο Μαρόκο θεωρείται ανεπιθύμητος για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Η Επιτροπή Αναστολών έκρινε εν προκειμένω ότι ο ισχυρισμός του αιτούντος ότι είναι ανεπιθύμητος στη χώρα προβάλλεται κατά τρόπο αόριστο και κατόπιν προέβη σε στάθμιση της επικαλούμενης βλάβης του αιτούντος λόγω απομάκρυνσης από την οικογένεια του και των λόγων δημοσίου συμφέροντος που επιβάλλουν την άμεση απομάκρυνσή του και οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι, βάσει της φύσεως των αδικημάτων για τα οποία έχει καταδικαστεί ο αιτών (διευκόλυνση μεταφοράς και προωθήσεως αλλοδαπών στο εσωτερικό της χώρας κατά συρροή και με σκοπό το παράνομο κέρδος ) οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος κρίνονται υπέρτεροι και δια τούτο δεν πρέπει να χορηγηθεί η αιτούμενη αναστολή. Δεν προκύπτει παραβίαση της διατάξεως του άρθρου 9 παρ. 1 του Συντάγματος ή του άρθρου 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ με τις οποίες κατοχυρώνεται το απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής αλλά ούτε και του άρθρου 28 παρ. 2 του ν.1975/91 που απαγορεύει την απέλαση αλλοδαπού που έχει την γονική μέριμνα

ημεδαπού ανηλίκου, γιατί στην περίπτωση που ο αλλοδαπός κρίνεται επικίνδυνος για την δημόσια ασφάλεια η απαγόρευση αίρεται. Επομένως, η Επιτροπή Αναστολών του Συμβουλίου της Επικρατείας σταθμίζοντας το απαραβίαστο της οικογενειακής ζωής και την δημόσια ασφάλεια, έκρινε ότι λόγοι δημόσιου συμφέροντος μπορούν να θέτουν θεμιτούς περιορισμούς στο δικαίωμα οικογενειακής ζωής, εφόσον η επικινδυνότητα αποδεικνύεται προσηκόντως και εν προκειμένω στηρίζεται σε δύο καταδικαστικές αποφάσεις σε βάρος του αλλοδαπού αιτούντος, για εγκλήματα μάλιστα που σχετίζονται άμεσα με τη δημόσια ασφάλεια. Η οικογενειακή ζωή προστατεύεται τόσο από το Σύνταγμα όσο και από την ΕΣΔΑ, δε μπορεί, ωστόσο, να λειτουργεί ως άλλοθι για την ανάπτυξη παράνομης δραστηριότητας και την τέλεση εγκλημάτων που θέτουν σε κίνδυνο τη δημόσια ασφάλεια. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ 624/2001 ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ Εν ενεργεία τακτικοί εφημέριοι ενοριακών ναών της Αρχιεπισκοπής Αθηνών άσκησαν αίτηση ακυρώσεως κατά κοινής υπουργικής απόφασης και κατά το μέρος που με αυτήν δεν προβλέφθηκε η επέκταση της χορήγησης του κινήτρου απόδοσης το οποίο χορηγείται σύμφωνα με το άρθρο 13 του ν. 2470/97 στους υπαλλήλους του δημοσίου τομέα και στους εν ενεργεία τακτικούς εφημερίους. Οι αιτούντες προέβαλαν τον ισχυρισμό ότι η μη χορήγηση του κινήτρου απόδοσης και στους εν ενεργεία εφημέριους, όπως είναι οι ίδιοι, αντίκειται στο άρθρο 4παρ.1 του Συντάγματος και στην συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας. Το Δικαστήριο, αρχικά, επικαλέσθηκε το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος και την αρχή τη ισότητας η οποία αποτελεί νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση προσώπων που τελούν κάτω από τις ίδιες ή παρόμοιες

συνθήκες. Ο κανόνας αυτός δεσμεύει τα συντεταγμένα της Πολιτείας, και ειδικότερα, τόσο τον κοινό νομοθέτη όσο και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση. Η δε παράβαση της ανωτέρω αρχής ελέγχεται από τα δικαστήρια εντός του κύκλου της δικαιοδοσίας τους. Κατά τον έλεγχο αυτό, ωστόσο, που είναι έλεγχος ορίων και όχι των επιλογών ή του ουσιαστικού περιεχομένου των νομικών κανόνων, ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση δύναται να ρυθμίσει κατά ενιαίο ή διαφορετικό τρόπο τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις ή σχέσεις και να προβαίνει στη σχετική ρύθμιση μέσα στα όρια της αρχής της ισότητας, που αποκλείουν τόσο την έκδηλη άνιση μεταχείριση όσο και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων ή την ενιαία μεταχείριση καταστάσεων που τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή, αντιθέτως, την διαφορετική μεταχείριση των αυτών ή παρόμοιων καταστάσεων. Εν προκειμένω, το κίνητρο απόδοσης δόθηκε στους δημοσίους υπαλλήλους ως κίνητρο για την αύξηση της αποδοτικότητάς τους και την ανακάλυψη από μέρους τους πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας. Με τα δεδομένα αυτά, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η μη επέκταση της χορηγήσεως του κινήτρου απόδοσης στους τακτικούς εν ενεργεία εφημέριους δεν προσκρούει στην συνταγματική αρχή της ισότητας. Κι αυτό γιατί οι τακτικοί εν ενεργεία εφημέριοι αποτελούν μία εντελώς διακριτή κατηγορία δημοσίων λειτουργών, τα καθήκοντα των οποίων είναι προεχόντως θρησκευτικά και λατρευτικά και δια τούτο δεν τελούν υπό ταυτότητα συνθηκών με τους δημόσιους πολιτικούς υπαλλήλους αλλά ούτε και με τους εφημέριους που ασκούν παράλληλα και δημοσιοϋπαλληλικά καθήκοντα. Κατόπιν τούτου, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας απέρριψε τον ισχυρισμό των εν ενεργεία εφημέριων περί παραβιάσεως της αρχής της ισότητας και συνακόλουθα και την αίτηση ακυρώσεως. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ 2944/2000 ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ, ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ Στην προκειμένη περίπτωση ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως κατά αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Θεσσαλονίκης, με την οποία έγινε δεκτή αγωγή του αναιρεσιβλήτου δικαστικού υπαλλήλου για την καταβολή σε αυτόν οικογενειακού επιδόματος. Το προβλεπόμενο από τις διατάξεις του ν.1505/84 επίδομα οικογενειακών βαρών αποτελεί προσαύξηση των αποδοχών των υπαλλήλων που εμπίπτουν στις διατάξεις του νόμου αυτού, και καταβάλλεται για την αντιμετώπιση των οικογενειακών βαρών. Η ευμενέστερη αυτή μισθολογική μεταχείριση είναι επιτρεπτή συνταγματικά, λόγω της προβλεπόμενης από το άρθρο 21 του Συντάγματος προστασίας του γάμου και της οικογένειας, στο πλαίσιο της οποίας ο κοινός νομοθέτης εξουσιοδοτείται να θεσπίσει πρόσφορες οικονομικές ενισχύσεις για τους εργαζόμενους που συνάπτουν γάμο και δημιουργούν οικογένεια. Εν τούτοις, η καθιέρωση διακρίσεων μεταξύ υπαλλήλων που βρίσκονται στην ίδια οικογενειακή κατάσταση, βάσει ειδικών προϋποθέσεων που συνδέονται με την παροχή ή όχι εργασίας και το καθεστώς εργασίας του συζύγου του υπαλλήλου στο δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα, είναι αντίθετη προς την συνταγματική αρχή της ισότητας. Περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι διακρίσεις αυτές αντιστρατεύονται και τους στόχους του άρθρου 21 του Συντάγματος, το οποίο αντιλαμβάνεται ως ισότιμη την συμμετοχή των εργαζομένων συζύγων στη δημιουργία της οικογένειας. Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο θεώρησε την ανωτέρω διάταξη, η οποία απαγορεύει τη διπλή καταβολή οικογενειακού επιδόματος σε περίπτωση που και οι δύο σύζυγοι είναι υπάλληλοι του δημοσίου ή ΝΠΔΔ ή ΟΤΑ ή όταν ο ένας από αυτούς είναι υπάλληλος των υπηρεσιών αυτών και ο άλλος του ευρύτερου δημόσιου τομέα ή μέρους του ιδιωτικού, αντικείμενη στις πιο πάνω συνταγματικές διατάξεις και δια τούτο μη εφαρμοστέα. Κατόπιν αυτού, ισχύει εν προκειμένω ο γενικός κανόνας, κατά τον οποίο οι έγγαμοι υπάλληλοι λαμβάνουν αδιακρίτως οικογενειακό επίδομα, προσαυξανόμενο ανάλογα με τον αριθμό των τέκνων, χωρίς τις διακρίσεις

στις οποίες προβαίνει η κρινόμενη ως αντισυνταγματική παράγραφος του σχετικού νόμου. Η μειοψηφία στην απόφαση αυτή, υποστήριξε ότι η εν λόγω διάταξη δεν δημιουργεί αδικαιολόγητη διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων που λαμβάνουν το ένδικο επίδομα οικογενειακών βαρών, διότι ρυθμίζει δύο διαφορετικές καταστάσεις, δεδομένου ότι υπάρχει σαφής διαφοροποίηση των υπαλλήλων δημόσιου και ιδιωτικού τομέα και η μη ομοιόμορφη μεταχείριση τους από το νομοθέτη δεν αντίκειται ούτε στο άρθρο 4 ούτε στο άρθρο 21 του Συντάγματος. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 71/2003 Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑ ΚΑΝΟΝΙΣΤΙΚΏΝ ΠΡΑΞΕΩΝ, ΕΛΕΓΧΟΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ Το Δικαστήριο έκρινε επί αιτήσεως αναιρέσεως αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, η οποία απέρριψε έφεση του αναιρεσίοντος που αφορούσε την καταβολή ποσού ως διαφοράς επιδόματος αλλοδαπής και εκτός έδρας αποζημιώσεως από την υπηρεσία του στην Ελληνική Δύναμη Κύπρου. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επικαλούμενο τις διατάξεις των άρθρων 1,66,79,86 και 93 του ισχύοντος Συντάγματος θεώρησε επιβεβλημένη την πλήρη δημοσίευση των κανονιστικού περιεχομένου πράξεων της Διοίκησης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ο κοινός νομοθέτης δε μπορεί να αποκλείσει ή εξαιρέσει από τη δημοσίευση κατηγορία κανονιστικών διοικητικών πράξεων, αλλά δικαιούται μόνο να προβλέψει με ειδική διάταξη τη δημοσίευση ορισμένων κανονιστικού περιεχομένου διοικητικών πράξεων όχι στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως αλλά με άλλο πρόσφορο τρόπο που προσιδιάζει στο αντικείμενο και στον χαρακτήρα της επιχειρουμένης ρυθμίσεως. Δεν προσκρούει, ωστόσο, στο Σύνταγμα η κατά νομοθετικό ορισμό μη δημοσίευση εν όλω ή εν μέρει κανονιστικών πράξεων από τη δημοσίευση των οποίων θα μπορούσε να προκύψει βλάβη στην εθνική άμυνα της χώρας, όπως είναι οι αναφερόμενες στη σύνθεση και τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεων.

Κοινή υπουργική απόφαση εκδοθείσα το έτος 1973 και σχετική με τον καθορισμό αποζημίωσης των υπηρετούντων στην Κύπρο στρατιωτικών δεν περιελάμβανε ρήτρα περί δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ούτε προέβλεπε άλλο τρόπο δημοσίευσης των κατ εφαρμογή της εκδιδόμενων κοινών υπουργικών αποφάσεων, αντίθετα περιελάμβανε στο κείμενο της ρήτρα περί μη δημοσιεύσεώς της στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως και ως εκ τούτου δεν δημοσιεύθηκε. Εφόσον εν προκειμένω κατά το χρόνο έκδοσης της πράξεως δεν υφίστατο διάταξη που να δικαιολογεί την παράλειψη δημοσιεύσεως, η απόφαση ήταν δημοσιευτέα και άρα είναι ανίσχυρη. Για τους λόγους αυτούς, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκανε δεκτή την αναίρεση της αποφάσεως του Εφετείου που θεωρούσε ισχυρή την εν λόγω υπουργική απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο εκδόν την αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση Εφετείο για νέα κατ ουσίαν κρίση. Όσες κανονιστικές πράξεις του Υπουργείου Εθνικής αμύνης χαρακτηρίζονται ως απόρρητες, σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ.2 του ν.301/76, δεν δημοσιεύονται αλλά γνωστοποιούνται στις αρμόδιες υπηρεσίες και στους αποδέκτες. Εν τούτοις, κανονιστική διοικητική πράξη, η οποία μπορεί να χαρακτηριστεί ως απόρρητη είναι ανίσχυρη, όταν δεν προβλέπεται με ειδική διάταξη νόμου η εξαίρεσή της από τον κανόνα της δημοσιότητας. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 3519/2004 ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗΝ ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ Στην προκειμένη περίπτωση ζητήθηκε η αναίρεση αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Ιωαννίνων, με την οποία απορρίφθηκε προσφυγή της αναιρεσίουσας κοινοπραξίας κατά της τεκμαιρόμενης από τον Υπουργό Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων απόρριψης αιτήσεως θεραπείας της.

Από τον συνδυασμό των εφαρμοστέων διατάξεων, συνάγεται ότι πρόκειται για διαφορά υποκείμενη στην ενδικοφανή διαδικασία του άρθρου 12 του ν.1418/84.το Δικαστήριο έκρινε ότι η ανωτέρω ρύθμιση δεν αντιβαίνει στις διατάξεις του άρθρου 20 παρ.1 του Συντάγματος που προβλέπει το ατομικό δικαίωμα παροχής εννόμου προστασίας αλλά ούτε και στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου που κατοχυρώνουν επίσης το δικαίωμα παροχής έννομης προστασίας υπό τη διατύπωση αντίστοιχα της «δίκαιης δίκης» και της «πραγματικής προσφυγής», διότι από τις διατάξεις αυτές δεν αποκλείεται ο κοινός νομοθέτης να απαιτήσει, πριν από την υποβολή των διαφορών που γεννώνται από διοικητική σύμβαση στο αρμόδιο διοικητικό εφετείο την τήρηση ορισμένης διαδικασίας ενώπιον των οργάνων της διοικήσεως, η οποία κατατείνει στην διοικητική επίλυση της διαφοράς και σε περίπτωση αποτυχίας του τρόπου αυτού επιλύσεως να προβλέψει την προσβολή της πράξεως που τελειώνει την διαδικασία με προσφυγή, εφόσον το ένδικο αυτό μέσο συνεπάγεται, όπως εν προκειμένω, την εξέταση της υπόθεσης κατά τον νόμο και την ουσία και άγει σε ακύρωση ή τροποποίηση της πράξης που προσβλήθηκε. Κατόπιν τούτου, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της κοινοπραξίας, θεωρώντας τους ισχυρισμούς αυτής περί παραβιάσεως του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου αβάσιμους. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 4853/1997 ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΔΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ Με την κρινόμενη αίτηση ζητήθηκε η αναίρεση αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Αθηνών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσίοντος Δήμου κατά αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου που έκανε δεκτή προσφυγή της αναιρεσιβλήτου εταιρείας κατά της εγγραφής της στον χρηματικό κατάλογο του Δήμου Αθηναίων για τέλη διαφημίσεων και της αποφάσεως του Δημάρχου Αθηναίων για την επιβολή ισόποσου προστίμου.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε εν προκειμένων ότι από το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται το δικαίωμα προς παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια, δεν προκύπτει υποχρέωση του νομοθέτη προς θέσπιση δύο βαθμών δικαιοδοσίας και ενδίκου μέσου εφέσεως κατά όλων των αποφάσεων των πρωτοβάθμιων δικαστηρίων. Το ένδικο αυτό μέσο, κατά τη σκέψη του Δικαστηρίου, μπορεί να προβλέπεται ή όχι ή και να καταργείται ή να περιορίζεται από τον νομοθέτη. Η θεσπιζόμενη από το άρθρο 4 παρ.1 του Συντάγματος αρχή της ισότητας δεσμεύει μεν και τον νομοθέτη, υποχρεούμενο να ρυθμίζει κατά τον ίδιο τρόπο όμοιες καταστάσεις ή σχέσεις, δεν τον εμποδίζει, όμως, να εισάγει εξαιρέσεις, γενικές και απρόσωπες, από τις γενικές ρυθμίσεις που θεσπίζονται από αυτόν βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, δικαιολογούμενες από λόγους δημοσίου συμφέροντος ή από τις συντρέχουσες ως προς τις εξαιρέσεις αυτές ειδικές συνθήκες. Κρίθηκε ακόμη ότι η θέσπιση διατάξεων νόμων με αναδρομική ισχύ, μη απαγορευόμενη με γενική και ρητή διάταξη του Συντάγματος, παρά μόνο σε ειδικές περιπτώσεις άρθρα 7παρ.1,78 παρ.2 κ.λ.π.- πρέπει να θεωρηθεί καταρχήν επιτρεπόμενη εφόσον η αναδρομή δε θίγει δικαιώματα προστατευόμενα από τις διατάξεις του Συντάγματος. Από τις ανωτέρω εκτιθέμενες σκέψεις, το Συμβούλιο της Επικρατείας συνήγαγε ότι δεν αποκλείεται ο περιορισμός με νόμο του εκκλητού των δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται σε πρώτο βαθμό και ότι ο περιορισμός αυτός μπορεί να θεσπισθεί και με νόμο αναδρομικής ισχύος, η επιλογή του χρόνου εναπόκειται, καταρχήν, στον νομοθέτη. Με την θεσπιζόμενη κατ αυτό τον τρόπο αναδρομική ισχύ του κριθέντος νόμου δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του νόμου εφόσον η αναδρομή του νόμου στηρίζεται σε αντικειμενικό κριτήριο και είναι γενική. Ούτε το δικαίωμα του ασκήσαντος την έφεση διαδίκου προς παροχή έννομης προστασίας θίγεται, διότι το δικαίωμα αυτό δεν περιλαμβάνει, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, και τη δυνατότητα ασκήσεως πάντοτε εφέσεως ενώπιον δευτεροβαθμίου δικαστηρίου. Επομένως, η διάταξη του άρθρου 60 παρ. 2 του νόμου 2065/1992 με την οποία ορίστηκε ότι οι διατάξεις της πρώτης παραγράφου του άρθρου αυτού περί απαραδέκτου εφέσεως με τον καθορισμό ελαχίστου χρηματικού ποσού της φορολογικής διαφοράς, εφαρμόζονται αναδρομικά και επί των ασκηθεισών και μη συζητηθεισών μέχρι του χρόνου δημοσιεύσεως του νόμου τούτου εφέσεως δεν

παραβιάζει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των διαδίκων ενώπιον του νόμου και δεν θίγει το δικαίωμα του ασκήσαντος την έφεση διαδίκου προς παροχή έννομης προστασίας και, συνεπώς, δεν αντίκειται στις διατάξεις των άρθρων 4 και 20 παρ. 1 του Συντάγματος καθώς και του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως του Δήμου Αθηναίων επί της αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου κρίνοντας τους λόγους αναιρέσεως απορριπτέους ως αβάσιμους. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ 526/2001 Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ Η υπόθεση αφορά αίτηση ακυρώσεως ασκηθείσα κατά αποφάσεως του Υπουργού Άμυνας, με την οποία απορρίφθηκε αίτημα υπαγωγής του αιτούντος στις διατάξεις του ν.2510/97 περί εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας των αντιρρησιών συνείδησης. Το άρθρο 4 του Συντάγματος ορίζει στην παρ. 1 ότι όλοι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου και στην παρ.6 ότι κάθε Έλληνας που μπορεί να φέρει όπλα είναι υποχρεωμένος να συντελεί στην άμυνα της πατρίδας σύμφωνα με τους ορισμούς των νόμων. Το άρθρο 4 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την προστασία των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών ορίζει ότι κάθε υπηρεσία στρατιωτικής φύσεως ή, στην περίπτωση των αντιρρησιών συνειδήσεως σε χώρες όπου τούτο αναγνωρίζεται ως νόμιμο, κάθε άλλη υπηρεσία εις αντικατάσταση της υποχρεωτικής στρατιωτικής υπηρεσίας δεν θεωρείται ως «αναγκαστική ή υποχρεωτική» εργασία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι με την παρ. 6 του άρθρου 4 του Συντάγματος επιβάλλεται ευθέως σε όλους τους Έλληνες που είναι ικανοί να φέρουν όπλα η υποχρέωση να συμβάλλουν στην άμυνα της πατρίδας με την αυτοπρόσωπη υπηρεσία τους στο στράτευμα. Παρεκκλίσεις από την θεσπιζόμενη με τη διάταξη

αυτή καθολικότητα της προς στράτευση υποχρέωσης των ικανών να φέρουν όπλα επιτρέπονται, ενόψει και της αρχής της ισότητας των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, μόνο για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος που καθορίζονται από το νόμο επί τη βάσει γενικών και αντικειμενικών κριτηρίων και εφόσον, ενόψει και των εκάστοτε αμυντικών αναγκών της χώρας, δεν διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία του στρατεύματος. Υπό τις προϋποθέσεις αυτές είναι συνταγματικώς επιτρεπτές διαφοροποιήσεις ως προς την διάρκεια και τον χρόνο εκπλήρωσης της στρατιωτικής θητείας ή ακόμη και η αναγνώριση περιπτώσεων απαλλαγής από την υποχρέωση προς στράτευση. Έτι περαιτέρω, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι δεν κατοχυρώνεται ούτε από το Σύνταγμα αλλά ούτε και από την ΕΣΔΑ ατομικό δικαίωμα απαλλαγής των ικανών να φέρουν όπλα Ελλήνων από την υποχρέωση προς στράτευση για λόγους αντίρρησης συνείδησης είναι, όμως, συνταγματικώς ανεκτή η θέσπιση άοπλης στρατιωτικής θητείας ή και άλλου είδους υποχρέωσης π.χ. κοινωνικής υπηρεσίας για τους αρνούμενους να εκπληρώσουν τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις λόγω θρησκευτικών ή ιδεολογικών πεποιθήσεων εφόσον συντρέχουν σοβαροί λόγοι δημοσίου συμφέροντος και δεν θίγεται η εύρυθμη λειτουργία του στρατεύματος. Σύμφωνα με το ισχύον δίκαιο οι αντιρρησίες συνείδησης καλούνται να προσφέρουν είτε άοπλη στρατιωτική θητεία είτε εναλλακτική πολιτική κοινωνική υπηρεσία με προσαύξηση του χρόνου της θητείας και κατόπιν ειδικής διοικητικής διαδικασίας για την εξέταση των αιτημάτων υπαγωγής στις διατάξεις της ειδικής νομοθεσίας, προς αποφυγή καταστρατηγήσεων των διατάξεων του θεσμού. Η νομοθετική κατοχύρωση της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας των αντιρρησιών συνείδησης κρίθηκε επιβεβλημένη για σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι συνίστανται στην, κατά την εκτίμηση του νομοθέτη, υποχρέωση λήψης μέτρων που αποσκοπούν στην πληρέστερη προστασία της ελευθερίας της συνείδησης, στην ανάγκη αντιμετώπισης του κοινωνικού προβλήματος που δημιουργήθηκε από την άρνηση των αντιρρησιών συνείδησης να υπαχθούν στο καθεστώς της προϊσχύσασας νομοθεσίας, στην επιθυμία εναρμόνισης της ελληνικής νομοθεσίας με τα διεθνώς κρατούντα και τέλος στην εκτίμηση ότι η στράτευση των αντιρρησιών συνείδησης μπορεί να αποβεί σε βάρος της εύρυθμης λειτουργίας του στρατεύματος. Αφού κρίθηκε η συνταγματικότητα της υπαγωγής των αντιρρησιών συνείδησης σε ιδιαίτερο νομοθετικό καθεστώς πλέον με την αναθεώρηση του

Συντάγματος το 2001 η εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 4 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακύρωσε την προσβαλλομένη πράξη επειδή εκδόθηκε χωρίς προηγούμενη πρόσκληση του αιτούντος ενώπιον των αρμόδιων οργάνων, προκειμένου να εκθέσει και αυτοπροσώπως τους λόγους υπαγωγής του στις εν λόγω διατάξεις. Παρατηρούμε λοιπόν, ότι το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας, πριν από την αναθεώρηση του συνταγματικού μας χάρτη και την ρητή πρόβλεψη της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας σε αυτό, θεώρησε συνταγματική την ειδική σχετική νομοθετική ρύθμιση. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ Τμήμα Δ 865/1997 ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Αίτηση ακυρώσεως κατά Πράξεως του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα για ίδρυση ευκτήριου οίκου του αιτούντος, ως θρησκευτικού λειτουργού της Αποστολικής Εκκλησίας Ροδοσταυρών Ρωμαιορθοδόξων. Ο Υπουργός απέρριψε την αίτηση με την αιτιολογία ότι κατόπιν γνωμοδοτήσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, η εκκλησία αυτή είναι άγνωστη στην διεθνή μη απόκρυφος βιβλιογραφία και επομένως δε πρόκειται για γνωστή θρησκεία. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας επί της αιτήσεως, αποφάσισε ότι το άρθρο 13 του Συντάγματος κατοχυρώνει μεν το ατομικό δικαίωμα των οπαδών των διαφόρων θρησκευτικών δοξασιών να ασκούν ελεύθερα και ανεμπόδιστα την λατρεία, υπό προϋποθέσεις όμως που συνίστανται στο γνωστό χαρακτήρα της δοξασίας, στη μη προσβολή της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών και στην μη άσκηση προσηλυτισμού. Εντούτοις, οι συνταγματικές αυτές διατάξεις δεν αποκλείουν από τον κοινό νομοθέτη να καθιερώσει δέσμια διοικητική διαδικασία προκειμένου να διαπιστώσει τη συνδρομή των προϋποθέσεων και άρα την αντίστοιχη υποχρέωση για χορήγηση ή μη της αιτούμενης άδειας ιδρύσεως ή λειτουργίας ναού.

Ο ν. 1672/39 απαιτεί την άδεια της οικείας αναγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής και του Υπουργείου Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας για την ανέγερση ή την λειτουργία ναού οποιουδήποτε δόγματος. Οι διατάξεις αυτές, σύμφωνα με την κρίση του Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, έχουν την έννοια ότι η προβλεπόμενη διαδικασία θεσπίζεται για την εξακρίβωση της θρησκευτικής δοξασίας ως γνωστής, τη μη προσβολή της δημόσιας τάξης και των χρηστών ηθών και την μη άσκηση προσηλυτισμού, δηλαδή αυτών ακριβώς των προϋποθέσεων τις οποίες το ίδιο το Σύνταγμα θέτει στο άρθρο 13 παρ.2 για την κατοχύρωση του ατομικού δικαιώματος των οπαδών των διαφόρων θρησκειών να ασκούν ελεύθερα την λατρεία. Επομένως, οι διατάξεις του ν.1672/39 εναρμονίζονται προς το άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος. Η δε άδεια της οικείας αναγνωρισμένης εκκλησιαστικής αρχής έχει τον χαρακτήρα απλώς προπαρασκευαστικής μη δεσμευτικής για τον Υπουργό πράξεως από το όργανο της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησία και δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Ο Υπουργός είναι το όργανο εκείνο που έχει την αποφασιστική αρμοδιότητα για την ίδρυση του ναού ή ευκτηρίου οίκου. Ο Υπουργός, επομένως, οφείλει να εξετάσει εάν η συγκεκριμένη θρησκευτική κοινότητα πληροί τις προϋποθέσεις της γνωστής θρησκείας και συγκεκριμένα εάν έχει δοξασίες φανερές και φανερή λατρεία και εφόσον διαπιστώσει το αντίθετο, να προβεί σε απόρριψη του αιτήματος του αιτούντος, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη των αρμόδιων εκκλησιαστικών αρχών της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, διαπιστώνοντας ότι ο Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων αρκέσθηκε στη γνώμη της Ιεράς Συνόδου, χωρίς να εξειδικεύσει τις προϋποθέσεις που έκρινε ότι δεν πληροί η αιτούσα θρησκευτική κοινότητα αποφαίνεται ότι πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλομένη πράξη του και να αναπεμφθεί η υπόθεση στην Διοίκηση για νέα κρίση. Επομένως, το ατομικό δικαίωμα άσκησης της θρησκευτικής λατρείας προστατεύεται και θεμελιώνεται ρητώς στις διατάξεις του άρθρου 13 του Συντάγματος και έχει ως φορέα κάθε πρόσωπο, όχι μόνο ορθόδοξο ή χριστιανό. Ωστόσο, τίθενται προϋποθέσεις ασκήσεώς του οι οποίες δεν συρρικνώνουν το πεδίο προστασίας του ατόμου και της θρησκευτικής του ελευθερίας, ενώ η απαιτούμενη άδεια από την αναγνωρισμένη θρησκευτική αρχή δε συνιστά παραβίαση της θρησκευτικής ελευθερίας ή της ισότητας, αφού έχει μόνο γνωμοδοτικό χαρακτήρα, τα δε κριτήρια βάσει των οποίων δίδεται η άδεια ανέγερσης ναού από το αρμόδιο

όργανο, δηλαδή τον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, είναι αυτά ακριβώς που το ίδιο το Σύνταγμα ορίζει ως προϋποθέσεις θεμιτής ασκήσεως του δικαιώματος θρησκευτικής ελευθερίας και ιδίως ασκήσεως της λατρείας, ως ειδικότερης εκφάνσεως του δικαιώματος του άρθρου 13. ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Δ 2523/2004 Επιμέλεια: Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΙΔΡΥΣΗ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΣΧΟΛΕΙΟΥ ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ Εν προκειμένω, ζητήθηκε η ακύρωση πράξεως του Δ Δευτεροβάθμιου Υπηρεσιακού Συμβουλίου Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης η οποία απέρριψε αίτημα σωματείου να του χορηγηθεί άδεια ιδρύσεως ειδικού ιδιωτικού δημοτικού σχολείου και νηπιαγωγείου για παιδιά που πάσχουν από εγκεφαλική παράλυση. Η πράξη αυτή αποτελεί αρνητική σύμφωνη γνωμοδότηση και συνεπώς εκτελεστή διοικητική πράξη. Το Συμβούλιο της Επικρατείας επικαλέσθηκε την αρχή του κοινωνικού κράτους και αποφάνθηκε ότι επιβάλλεται στο Κράτος η υποχρέωση διασφάλισης της παροχής επαρκούς και υψηλής ποιότητας ειδικής εκπαιδεύσεως στα άτομα με ειδικές ανάγκες. Ο ισχύον νόμος δεν προβλέπει την παροχή ειδικής αγωγής και ειδικής επαγγελματικής εκπαιδεύσεως από ιδιωτικούς φορείς. Από το σύνολο, ωστόσο, των σχετικών διατάξεων, που δεν περιέχουν απαγορευτική διάταξη, προκύπτει ότι δεν αποκλείσθηκε η, κατόπιν υποβολής αιτήσεως, ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικού σχολείου, δοθέντος, άλλωστε, ότι, ενόψει της υποχρέωσης του Κράτους απέναντι στα άτομα με ειδικές ανάγκες προς διασφάλιση παροχής επαρκούς και υψηλής ποιότητας εκπαίδευσης, η δια νόμου απαγόρευση χρήσεως άδειας σε ιδιωτικούς φορείς για την ίδρυση και λειτουργία «ειδικών» σχολείων, μη αντιβαίνουσα, καταρχήν στο άρθρο 16παρ.8 του Συντάγματος που δεν κατοχυρώνει σχετικό ατομικό δικαίωμα, θα ήταν συνταγματικώς ανεκτή μόνο στην περίπτωση που το Κράτος εξασφάλιζε πασιφανώς την παροχή επαρκούς και υψηλής ποιότητας ειδικής εκπαιδεύσεως σε δημόσιες σχολικές μονάδες.

Η μειοψηφία που διατυπώθηκε στην απόφαση αυτή του ΣτΕ οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης ανέθεσε την παροχή της ανωτέρω ειδικής εκπαιδεύσεως σε δημόσιους φορείς και η επιβαλλόμενη από τον σχετικό νόμο απαγόρευση ιδρύσεως και λειτουργίας νέων ιδιωτικών σχολείων είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα, το άρθρο 16 παρ.8 του οποίου δεν κατοχυρώνει σχετικό ατομικό δικαίωμα. Το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας έκρινε εν προκειμένω ότι η αιτιολογία απορρίψεως του αιτήματος του σωματείου δεν είναι νόμιμη και δια τούτο ακύρωσε την πράξη και παράπεμψε την υπόθεση στην Διοίκηση προς νέα νόμιμη κρίση. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ 117/2004 ΚΩΛΥΜΑ ΕΚΛΟΓΙΜΟΤΗΤΑΣ ΜΕΤΑΚΛΗΤΩΝ ΥΠΑΛΛΗΛΩΝ Εν προκειμένω, ζητήθηκε η αναίρεση αποφάσεως του Τριμελούς Εφετείου Θεσσαλονίκης, κατά το μέρος που απέρριψε ένσταση δημοτικής συμβούλου κατά των εκλογών. Με την ένσταση ζητούσε την ακύρωση της εκλογής του αναιρεσιβλήτου, ο οποίος εξελέγη στις συγκεκριμένες εκλογές, προβάλλοντας τον λόγο ότι ως υπάλληλος και συγκεκριμένα γενικός γραμματέας του δήμου είχε κώλυμα εκλογής σε θέση δημοτικού άρχοντα, κατ άρθρο 47 παρ.1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα. Ο αναιρεσίβλητος είχε διορισθεί γενικός γραμματέας του δήμου και άσκησε τα καθήκοντα της θέσης αυτής μέχρι και την ημέρα των εκλογών. Η αναιρεσίουσα, δημότης και υποψήφια δημοτική σύμβουλος ζήτησε να ακυρωθεί η εκλογή του διότι εμπίπτει στο κώλυμα εκλογιμότητας του αρ.47 του ΔΚΚ. Η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση έκρινε ότι το κώλυμα ισχύει μόνον όσον αφορά τους μόνιμους υπαλλήλους και δεν καταλαμβάνει τους μετακλητούς και, επομένως, οι γενικοί γραμματείς των δήμων ως μετακλητοί υπάλληλοι δεν υπάγονται στο ανωτέρω κώλυμα εκλογιμότητας.

Το Συμβούλιο της Επικρατείας, κρίνοντας επί της αίτησης αναιρέσεως αποφάνθηκε ότι οι γενικοί γραμματείς των δήμων, ανεξαρτήτως της ιδιότητας αυτών ως μετακλητών υπαλλήλων, εμπίπτουν στο κώλυμα εκλογιμότητας του άρθρου 47 του ΔΚΚ. Δε συνιστά δε παράβαση της προστατευομένης εμπιστοσύνης του αναιρεσίοντος η αποδοχή γνωμοδοτήσεως του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους από τον Υφυπουργό Εσωτερικών, Δημόσιας Διοίκησης και Αποκέντρωσης πριν την διενέργεια των εκλογών εφόσον το Δικαστήριο δεν κωλύεται να αποφανθεί κατά τρόπο αποκλίνοντα από την σχετική γνωμοδότηση. Έτι περαιτέρω, το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο απέρριψε τους ισχυρισμούς του αναιρεσίοντος ότι το κώλυμα εκλογιμότητας του άρθρου 47 παρ.1 αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος καθώς και στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Και τούτο, γιατί το άρθρο 47 παρ.1 του ΔΚΚ αποβλέπει στην προστασία του δημόσιου συμφέροντος δηλαδή στην προστασία του εκλογικού σώματος από τον ψυχολογικό επηρεασμό που δύνανται να ασκήσουν πρόσωπα τα οποία κατέχουν δημόσια θέση στο δήμο όπου υποβάλλουν υποψηφιότητα και με τον τρόπο αυτό εισάγεται αντικειμενικός, γενικός και θεμιτός περιορισμός του δικαιώματος της ελεύθερης συμμετοχής στην πολιτική ζωή της χώρας και ανεκτή διάκριση σε βάρος των ανωτέρω προσώπων. Εν κατακλείδι, το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι το άρθρο 47 απρ.1 του Δημοτικού και Κοινοτικού Κώδικα δεν παραβιάζει την κατοχυρωμένη από το άρθρο 5 παρ.1 αρχή της ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας ούτε το άσχετο με τον ανωτέρω περιορισμό άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με το οποίο προστατεύεται η ιδιωτική και οικογενειακή ζωή και το δικαίωμα αλληλογραφίας. Κατόπιν τούτων, η αίτηση αναιρέσεως έγινε δεκτή και η υπόθεση αναπέμφθηκε κατά το αντίστοιχο μέρος της στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο Θεσσαλονίκης για νέα κρίση. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ

ΑΝΩΤΑΤΟ ΕΙΔΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ 12/2005 ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΜΗ ΥΠΟΛΟΓΙΣΜΟΥ ΛΕΥΚΩΝ ΨΗΦΟΔΕΛΤΙΩΝ Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί επί της συνταγματικότητας των διατάξεων των άρθρων 98 παρ.4 και 99 παρ.3 και 4 του π.δ. 351/2003, βάσει των οποίων δεν υπολογίζονται και τα λευκά ψηφοδέλτια στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου. Η εκλογική νομοθεσία διακρίνει τρεις κατηγορίες ψήφων, τα έγκυρα ψηφοδέλτια που εκφράζουν προτίμηση υπέρ συγκεκριμένου συνδυασμού ή υποψηφίου, τα έγκυρα λευκά που αποδοκιμάζουν όλους τους πολιτικούς σχηματισμούς της εκλογικής αναμέτρησης και τα άκυρα. Ο εκλογικός νόμος δεν εξομοιώνει τα λευκά με τα άκυρα και επιβάλλει την χωριστή καταγραφή αυτών. Για την εξεύρεση, όμως, του εκλογικού μέτρου προκειμένου να γίνει η κατανομή των εδρών υπολογίζει μόνον τα έγκυρα ψηφοδέλτια που εκφράζουν προτίμηση υπέρ ορισμένου συνδυασμού ή υποψηφίου. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε εν προκειμένω ότι οι διατάξεις του π.δ. βάσει των οποίων δεν υπολογίζονται και τα λευκά ψηφοδέλτια στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου παρά το γεγονός ότι αυτά γίνονται με άλλες διατάξεις ίδιου νόμου δεκτά ως έγκυρες ψήφοι θίγουν τον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας και την ισότητα της ψήφου και δια τούτο είναι αντίθετες προς το Σύνταγμα. Ετέθη, περαιτέρω το ζήτημα του απορρήτου της ψηφοφορίας, όπου το ΑΕΔ έκρινε ότι δεν παραβιάζεται όταν σύμφωνα με τα διδάγματα της λογικής και της εμπειρίας το διακριτικό γνώρισμα στο ψηφοδέλτιο μπορεί να προσδιορίσει αμέσως ή εμμέσως τον εκλογέα που ψήφισε με το συγκεκριμένο ψηφοδέλτιο. Η θέση, όμως, του σταυρού προτίμησης, ο τρόπος γραφής του σταυρού που μπορεί να οφείλεται στη σπουδή, την ηλικία ή το μέσο που χρησιμοποίησε ο ψηφοφόρος δεν συνεπάγονται, καταρχήν, ακυρότητα της ψήφου, εκτός εάν τέθηκαν σκοπίμως ως διακριτικό γνώρισμα για να παραβιαστεί το απόρρητο της ψηφοφορίας. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έκρινε αντισυνταγματικές τις διατάξεις βάσει των οποίων δεν υπολογίζονται και τα λευκά ψηφοδέλτια στην εξαγωγή του εκλογικού μέτρου. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου, Υπότροφος ΙΚΥ

Πραγματικά περιστατικά ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ 204/2005 ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ Αλλοδαπή, ρωσικής καταγωγής και υπηκοότητας εισήλθε στην Ελλάδα το έτος 1986 με την ιδιότητα του φοιτητή και ενεγράφη στο Τμήμα Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Ακολούθως ενεγράφη στο οικείο βιβλίο του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών. Ενόψει της συμπληρώσεως του προβλεπόμενου χρόνου ασκήσεως, με αίτηση προς τον Δικηγορικό Σύλλογο Αθηνών, ζήτησε να της επιτραπεί να λάβει μέρος στις επικείμενες εξετάσεις υποψηφίων δικηγόρων με τη χορήγηση του πιστοποιητικού ασκήσεως, προκειμένου, σε περίπτωση επιτυχίας της, να διορισθεί ως δικηγόρος στο Πρωτοδικείο Αθηνών. Ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, με το προσβαλλόμενο έγγραφό του, εγνώρισε στην αιτούσα ότι δεν είναι δυνατή η ικανοποίηση του πιο πάνω αιτήματός της δεδομένου ότι δεν έχει την ελληνική ιθαγένεια και, συνεπώς, δεν είναι δυνατός ο διορισμός της κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 3 παρ.1 του Κώδικα Δικηγόρων. Η αιτούσα προβάλλει ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας τον ισχυρισμό ότι η αιτιολογία της απόρριψης του αιτήματός της δεν είναι νόμιμη γιατί η διάταξη του Κώδικα Δικηγόρων που απαγορεύει τον διορισμό ως δικηγόρων των αλλοδαπών αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος, με το οποίο κατοχυρώνεται η επαγγελματική ελευθερία. Η κρίση του ΣτΕ Στην έννοια της κατά το άρθρο 5 απρ.1 του Συντάγματος ελεύθερης ανάπτυξης της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική και κοινωνική ζωή της χώρας περιλαμβάνεται και η επαγγελματική ελευθερία, δηλαδή η ελευθερία επιλογής και άσκησης επαγγέλματος. Στην ελευθερία αυτή, όμως, ο κοινός νομοθέτης μπορεί, καταρχήν, να επιβάλλει περιορισμούς είτε με τη μορφή αρνητικών όρων και απαγορεύσεων είτε με τη μορφή θετικών υποχρεώσεων προς ενέργεια πριν από την επιλογή ή και κατά την άσκηση του επαγγέλματος.

Σύμφωνα με την κρίση του Δικαστηρίου, το δικηγορικό επάγγελμα είναι μεν ελευθέριο επάγγελμα, έχει, όμως, παράλληλα και το χαρακτήρα δημόσιου λειτουργήματος συνδεόμενου με το σύστημα απονομής δικαιοσύνης, δηλαδή μιας από τις θεμελιώδεις κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος κρατικές λειτουργίες. Για το λόγο αυτό υπόκειται σε έντονη ρυθμιστική επέμβαση από τον νομοθέτη, όπως άλλωστε συνάγεται και από τις διατάξεις του Κώδικα των Δικηγόρων. Επομένως, ενόψει της ανωτέρω φύσεως του δικηγορικού επαγγέλματος και, ειδικότερα, της σημαντικής θεσμικά αποστολής των δικηγόρων περί την απονομή της δικαιοσύνης και την αποτελεσματική άσκηση του κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος δικαιώματος για παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια μπορεί ο κοινός νομοθέτης, επιτρεπτώς κατά το Σύνταγμα να κρίνει ότι το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος μόνο από Έλληνες πολίτες ή από πολίτες κεκτημένους την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, κατ εξαίρεση, από ομογενείς αλλοδαπούς και συνακόλουθα, να αποκλείσει το διορισμό ως δικηγόρων των λοιπών αλλοδαπών. Έτι περαιτέρω, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το άρθρο 5 παρ.2 του Συντάγματος με το οποίο παρέχεται στους αλλοδαπούς που βρίσκονται στην ελληνική επικράτεια απόλυτη προστασία της ζωής, της τιμής και της ελευθερίας τους, δεν προστατεύει και κάθε οικονομική ή επαγγελματική δραστηριότητα τους, ως απόρροια της κατοχυρούμενης με την προηγούμενη παράγραφο του ίδιου άρθρου γενικής ελευθερίας αναπτύξεως της προσωπικότητας και συμμετοχής στην οικονομική ζωή της χώρας η οποία, όπως προαναφέρθηκε, μπορεί να υποβάλλεται από τον κοινό νομοθέτη σε περιορισμούς ακόμη και για τους Έλληνες πολίτες. Κατόπιν τούτων των σκέψεων, το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της αλλοδαπής αιτούσης θεωρώντας ότι οι διατάξεις του Κώδικα Δικηγόρων που προβλέπουν την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος από Έλληνες πολίτες ή από πολίτες κεκτημένους την ιθαγένεια κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή, κατ εξαίρεση, από ομογενείς αλλοδαπούς και επιβάλλεται στους υπόλοιπους αλλοδαπούς η κτήση της ελληνικής ιθαγένειας, δεν αντίκειται στο άρθρο 5 παρ.1 του Συντάγματος. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος ΙΚΥ

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΣΤ 2611/2004 Η επταμελής σύνθεση του Συμβουλίου της Επικρατείας κατόπιν παραπεμπτικής απόφασης της πενταμελούς συνθέσεως συνήλθε προκειμένου να επιληφθεί επί αναιρέσεως απόφασης του Προέδρου του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, με την οποία μεταρρυθμίστηκε η απόφαση του Προέδρου του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πύργου και διατάχθηκε η προσωπική κράτηση του αναιρεσίοντος επί ένα έτος για χρέη του προς το ελληνικό Δημόσιο, ύψους περίπου 233 εκ. δρχ. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ: Αρ.3παρ.1 ν. 1867/89 ( προσωποκράτηση κατά ΚΕΔΕ ): εκδίκαση της αίτησης για προσωπική κράτηση από τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο, αν ο νόμιμος τίτλος αποδεικνύει απαίτηση δημόσιου χαρακτήρα. Αρ.33παρ.3 ν.2214/94 : η προθεσμία προς άσκηση εφέσεως καθώς και η άσκηση αυτής δεν αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης. Έφεση στο Τριμελές Διοικητικό Πρωτοδικείο. Ν. 2717/99 : Αρμόδιος για την εκδίκαση της έφεσης ο Πρόεδρος Εφετών. Απόφαση από Διοικητικό Εφετείο Πατρών, η αναίρεση παρίσταται αλυσιτελής. Νεότερες διατάξεις που ρυθμίζουν την αρμοδιότητα και την διαδικασία εφαρμόζονται, αν δεν ορίζεται διαφορετικά, και επί εκκρεμών δικών. ΣΧΟΛΙΑΣΜΟΣ : Ο θεσμός της προσωποκράτησης θεσπίστηκε για πρώτη φορά με το β.δ. της 7.2.1835 και διαμορφώθηκε με διαδοχικά νομοθετήματα. Η θεωρία επέκρινε τον θεσμό ως αντισυνταγματικό και, συγκεκριμένα, ως αντίθετο στα άρθρα 2 παρ.1, 6 παρ.1, 5 παρ.1 και 3,20 παρ.1. Ο Άρειος Πάγος, ωστόσο, με την 1753/83 απόφασή του θεμελίωσε την συνταγματικότητα του θεσμού στο αρ.5 παρ.3. Ο ν.1867/89 αναμόρφωσε τον θεσμό, ορίζοντα ότι το μέτρο μπορεί να επιβληθεί μόνο ύστερα από δικαστική απόφαση κατόπιν αιτήσεως του Δημοσίου ή Ν.Π.Δ.Δ. Επακολούθησαν και άλλες τροποποιήσεις του θεσμού της προσωποκράτησης, με πιο πρόσφατη αυτήν που περιλήφθηκε στον Κώδικα

Διοικητικής Δικονομίας και συγκεκριμένα στα άρθρα 231-243, όπου ρητώς ορίστηκε ότι η προσωπική κράτηση διατάσσεται από Δικαστήριο ύστερα από αίτηση του Δημοσίου. Άλλωστε, μετά την κύρωση του Διεθνούς Συμφώνου Ατομικών και Πολιτικών Δικαιωμάτων με τον ν.2462/97 η χώρα μας δεσμεύεται από το αρ.11 του Συμφώνου, ότι δηλαδή «κανείς δεν φυλακίζεται αποκλειστικά λόγω της αδυναμίας του να εκπληρώσει συμβατική υποχρέωση». Επιπροσθέτως, η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας με την 2858/2003 αποφάνθηκε ότι από την έναρξη ισχύος του ΚΔΔ/μίας, είναι δυνατή η προσωπική κράτηση οφειλετών μόνο για χρέη προς το Δημόσιο και όχι προς ΝΠΔΔ. ********************* ΣτΕ 2611/2004 : Η μεγάλη στροφή γίνεται, όμως, με την ΣτΕ 2611/2004 όπου κρίθηκε και μάλιστα ομόφωνα, ότι το αναγκαστικό μέτρο της προσωποκράτησης οφειλετών του Δημοσίου αντίκειται στο Σύνταγμα και δια τούτο η επταμελής σύνθεση παρέπεμψε το ζήτημα στην Ολομέλεια, όπως ορίζει το αρ.100 παρ. 5 Σ. Με την πρόσφατη αυτή απόφαση το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της χώρας αντιμετώπισε το ζήτημα της συνταγματικότητας και της συμβατότητας του θεσμού της προσωποκράτησης με το κράτος δικαίου, επιδείχνοντας μάλιστα διάθεση για νομολογιακή μεταστροφή, αποδεσμευόμενο από την έως τότε πάγια νομολογιακή πρακτική που, είτε απέδιδε συνταγματικό έρεισμα στο θεσμό είτε απέφευγε να κρίνει επί της ουσίας του ζητήματος. Μέχρι και την έκδοση της σχολιαζόμενης απόφασης το ΣτΕ έκρινε το ζήτημα του επιτρεπτού επιβολής της προσωποκράτησης με βάση την αρχή της αναλογικότητας του μέτρου με τον επιδιωκόμενο σκοπό, δηλαδή την είσπραξη δημοσίων εσόδων. Εντούτοις, με την σχολιαζόμενη απόφαση το Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υφίσταται καν θέμα εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας, διότι η εφαρμογή της προϋποθέτει ότι και ο σκοπός και τα

χρησιμοποιούμενα μέσα προς επίτευξή του είναι καταρχήν θεμιτά, οπότε και ερευνάται η μεταξύ τους σχέση σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Το μέτρο, όμως, της προσωπικής κράτησης απαγορεύεται καθ εαυτό σε κάθε περίπτωση ως αντικείμενο στο Σύνταγμα. Κι αυτό γιατί, όπως αποφάνθηκε το ΣτΕ κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που προκάλεσε την σχολιαζόμενη απόφασή του, το μέτρο της προσωπικής κράτησης διαφέρει των γνήσιων μέσων εκτέλεσης όπως είναι η κατάσχεση τα οποία και συνιστούν άμεση επέμβαση του Δημοσίου στην περιουσία του οφειλέτη. Η προσωπική κράτηση, αντίθετα, αποτελεί μέτρο καταναγκασμού όχι επί της περιουσίας αλλά επί του ίδιου του προσώπου του οφειλέτη, προκειμένου αυτός να εξαναγκαστεί στην καταβολή του οφειλόμενου χρέους με οποιοδήποτε μέσο. Κάτι τέτοιο είναι συνταγματικώς ανεπίτρεπτο, αφού ευθέως αντίκειται στα αρ.2 παρ. 1 και 5 παρ.3 του Συντάγματος. Πρωταρχική υποχρέωση της πολιτείας είναι ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου, πυρήνας της οποίας είναι η προσωπική ελευθερία. Το Σύνταγμά μας ανέχεται την στέρηση της προσωπικής ελευθερίας για την προάσπιση δημοσίου συμφέροντος και τέτοιους λόγους δημοσίου συμφέροντος προβλέπει το ποινικό δίκαιο. Το ΣτΕ δέχεται ότι η στέρηση της προσωπικής ελευθερίας συνιστά ποινή και, ως τέτοια, μπορεί να επιβληθεί αποκλειστικά με σκοπό την αποδοκιμασία ορισμένης κοινωνικής συμπεριφοράς. Μάλιστα, η ΣτΕ 2611/2004 φαίνεται ν αποκλείει την εφαρμογή της προσωπικής κράτησης ακόμη και στην περίπτωση απόδειξης δόλιων ενεργειών εκ μέρους του οφειλέτη με σκοπό την αποφυγή καταβολής των χρεών, αποκλίνοντας έτσι από την έως τώρα σχετική νομολογία. Έτι περαιτέρω, το ΣτΕ δεν διακρίνει ανάλογα με το είδος και το ύψος του οφειλόμενου φόρου, παραπέμποντας σε κάθε περίπτωση την κρίση στον ποινικό δικαστή, όπου η συμπεριφορά του οφειλέτη του Δημοσίου είναι ποινικώς κολάσιμη. Η προσωποκράτηση αποτελεί έναν έμμεσο ή και άμεσο ακόμη μηχανισμό εκβιασμού, μετατρέποντας το άτομο από υπέρτατη αξία σε μέσο εγγυοδοσίας για την επίτευξη ταμειακών σκοπών του Δημοσίου.

Η εν λόγω απόφαση του ΣτΕ με σαφή και εύστοχη αιτιολογία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ως προς την αντισυνταγματικότητα της προσωποκράτησης διαχωρίζοντάς την από τα άλλα μέσα εκτέλεσης και τονίζοντας ιδιαίτερα ότι τα τελευταία, εν αντιθέσει με την προσωπική κράτηση του οφειλέτη, στρέφονται κατά της περιουσίας και όχι κατά του προσώπου του οφειλέτη. Η προσωποκράτηση, κατά τις σκέψεις του ΣτΕ στην σχολιαζόμενη απόφαση, έρχεται σε αντίθεση με την ανθρώπινη αξία, την αξιοπρέπεια και την προσωπική ελευθερία, αφού ανάγει τους ταμειακούς σκοπούς του Δημοσίου σε σκοπούς δημοσίου συμφέροντος υπερισχύοντες της ανθρώπινης αξίας και μετατρέπει τον οφειλέτη σε μέσο ικανοποίησης των σκοπών αυτών. Η προσωπική ελευθερία, όμως, περιορίζεται μόνο σύμφωνα με τους ορισμούς και τις εγγυήσεις του ποινικού δικαίου. Επομένως, εφόσον η προσωποκράτηση βρίσκεται εκτός του πεδίου ποινικού δικαίου, ως μέτρο προβλεπόμενο από το διοικητικό και όχι το ποινικό δίκαιο, δεν μπορεί να θεωρηθεί συνταγματικώς ανεκτή και συμβατή με θεμελιώδεις αρχές του εθνικού αλλά και του διεθνούς δικαίου. Το ΣτΕ στην 2611/2004 απόφαση του ΣΤ Τμήματός του, προέβη σε κρίση επί του ζητήματος της συνταγματικότητας του θεσμού της προσωποκράτησης υπό την παραδοχή ότι η συνταγματικώς κατοχυρωμένη υποχρέωση της πολιτείας να σέβεται την αξία του ανθρώπου επιβάλλει την ανατροπή του θεσμού της προσωποκράτησης, ενός θεσμού ασύμβατου με τον νομικό μας πολιτισμό και άνοιξε τον δρόμο για την ορθή, δικαιοπολιτικά, αντιμετώπιση και συνακόλουθη ρύθμιση της προσωποκράτησης από την νομολογία και την νομοθεσία. Επιμέλεια : Αθηνά Αντωνίου Υπότροφος Ι.Κ.Υ.