ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 28-5-2012 (ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ) ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Α1 : Γιατί η ηθική αρετή σχετίζεται με την ευχαρίστηση και τη δυσαρέσκεια γιατί εξαιτίας της ευχαρίστησης κάνουμε τιποτένια πράγματα, ενώ εξαιτίας της δυσαρέσκειας μένουμε μακριά από τα ωραία πράγματα. Γι αυτό πρέπει να έχουμε διαπαιδαγωγηθεί από την πιο μικρή ηλικία με τέτοιο τρόπο, όπως λέει ο Πλάτωνας, ώστε να ευχαριστιόμαστε και να δυσαρεστούμαστε με αυτά που πρέπει γιατί αυτή είναι η σωστή παιδεία. Δεν πρέπει όμως να το πούμε μόνο έτσι, ότι δηλαδή (η αρετή) είναι συνήθεια, αλλά και τι είδους συνήθεια (είναι). Πρέπει λοιπόν να πούμε ότι κάθε αρετή, όποιου πράγματος είναι αρετή, και το ίδιο το πράγμα το κάνει να φτάσει στην τέλεια κατάστασή του και το βοηθάει να εκτελέσει με τον πιο σωστό τρόπο το έργο που είναι προορισμένο γι αυτό, όπως για παράδειγμα η αρετή του ματιού κάνει αξιόλογο και το μάτι και το έργο του γιατί με την αρετή του ματιού βλέπουμε καλά. Με τον ίδιο τρόπο η αρετή του αλόγου κάνει και το άλογο αξιόλογο και ικανό να τρέξει και να κρατήσει τον αναβάτη και να μείνει να αντιμετωπίσει τους εχθρούς. Αν λοιπόν έτσι συμβαίνει με όλα τα πράγματα, (τότε) και η αρετή του ανθρώπου θα μπορούσε να είναι η συνήθεια, από την οποία ο άνθρωπος γίνεται καλός και από την οποία θα βοηθηθεί να εκτελέσει σωστά το έργο του. Ενδεικτικές συνοπτικές απαντήσεις Β1. -Ο Αριστοτέλης αναφέρεται στο κριτήριο («σημεῖον») με το οποίο μπορεί να διαπιστωθεί το είδος των «ἕξεων», των μόνιμων στοιχείων του χαρακτήρα ενός ανθρώπου. Το κριτήριο αυτό είναι το αίσθημα της χαράς («ἡδονὴν») ή της λύπης («λύπην») που νιώθει κανείς κατά την τέλεση μιας πράξης. - Στην απόδειξη της θέσης του παρατηρούμε ότι χρησιμοποιεί 2 παραδείγματα και αντιθέσεις (χαρακτηριστικά του λόγου του): αναφέρει ότι κάποιος που απέχει από τις σωματικές ηδονές και αισθάνεται χαρά γι αυτό είναι εγκρατής («ὁ μὲν γὰρ ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν καὶ αὐτῷ τούτῳ χαίρων σώφρων») (βλ. Ερμηνευτικά σχόλια σχολικού βιβλίου σελ. 164), ενώ αυτός που λυπάται και δυσφορεί με τη συγκεκριμένη κατάσταση είναι ακόλαστος, ακόμα κι αν την υπομένει («ὁ δ ἀχθόμενος ἀκόλαστος»). Κατά τον ίδιο τρόπο, κάποιος που αντιμετωπίζει με χαρά ή, έστω, χωρίς λύπη τις δυσχέρειες ή τους κινδύνους που συναντά στη ζωή του, είναι ανδρείος («ὁ μὲν ὑπομένων τὰ δεινὰ καὶ χαίρων ἢ μὴ λυπούμενος γε ἀνδρεῖος»), ενώ αυτός που στενοχωριέται και φοβάται όταν καλείται να αντιμετωπίσει τέτοιες καταστάσεις, είναι δειλός, ακόμη κι αν τις αντιμετωπίζει («ὁ δὲ λυπούμενος δειλός»). Τούτο σημαίνει ότι στον άνθρωπο που έχει κατακτήσει τις ηθικές αρετές και τις έχει καταστήσει σταθερό και μόνιμο γνώρισμα του χαρακτήρα του, υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ ενεργειών και ψυχικών διαθέσεων.
- Στη συνέχεια, σύμφωνα με την πάγια συνήθειά του, διατυπώνει το γενικό συμπέρασμα («περὶ ἡδονὰς γὰρ καὶ λύπας ἐστὶν ἡ ἠθικὴ ἀρετή»):οι ηθικές αρετές συνδέονται άρρηκτα με τα συναισθήματα της ηδονής και της λύπης, με τις ευάρεστες ή τις δυσάρεστες συναισθηματικές διαθέσεις (βλ. Ερμηνευτικά σχόλια σχολικού βιβλίου σελ. 164-165) - Καλό θα ήταν να διευκρινιστούν τα εξής: «ἡδονή»: είναι το ευχάριστο συναίσθημα που δεν προκαλείται από σωματικό ερέθισμα. Για το ευχάριστο συναίσθημα που προκαλείται από σωματικό ερέθισμα, ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί τον όρο «σωματικαὶ ἡδοναί», όταν ο Αριστοτέλης μιλά για αποχή από τις σωματικές ηδονές («ἀπεχόμενος τῶν σωματικῶν ἡδονῶν»), δεν εννοεί την πλήρη αποχή από αυτές αλλά την έμμετρη απόλαυσή τους. Η πλήρης αποχή είναι κατά το φιλόσοφο κακία. «λύπη»: είναι το δυσάρεστο συναίσθημα «σώφρων»: είναι ο εγκρατής, αυτός που τηρεί το μέτρο. Η αποχή από τις σωματικές ηδονές του προκαλεί ευχάριστα συναισθήματα «ἀκόλαστος»: είναι αυτός που απέχει από τις σωματικές ηδονές αλλά η αποχή αυτή του δημιουργεί δυσάρεστα συναισθήματα. παράδειγμα «ἀνδρεῖος»: αισθάνεται ικανοποίηση, χαρά, όταν αντιμετωπίζει τα δεινά. Αυτό δε σημαίνει ότι δε νιώθει το συναίσθημα του φόβου, αλλά μπορεί και επιβάλλεται πάνω σ αυτό και το ξεπερνά κι αυτό είναι στοιχείο της αρετής. «δειλός»: λυπάται, όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τις δυσκολίες, και νιώθει υπερβολικό φόβο στην αντιμετώπιση των κινδύνων. Ο φόβος του υπερβαίνει τα όρια του μέτρου. Β2. α) ἕξις: Η λέξη «ἕξις» παράγεται από το θέμα σεχ- του ρ. ἔχω και την παραγωγική κατάληξη -σις, που δηλώνει ενέργεια του υποκειμένου (σέχ-σις, ἕχ-σις, ἕξις). Αρχικά σήμαινε κατοχή. Στον Αριστοτέλη αποκτά ηθικό περιεχόμενο και σημαίνει το μόνιμο στοιχείο του χαρακτήρα ενός ανθρώπου που απέκτησε μέσω της συστηματικής και μακροχρόνιας άσκησης συγκεκριμένων ενεργειών. Στη νέα ελληνική γλώσσα η λέξη «έξη» δηλώνει τη συνήθεια που αποκτά κανείς μέσα από την επαναληπτική τέλεση συγκεκριμένων πράξεων ή από τη συνεχή επίδραση ενός συγκεκριμένου παράγοντα ή παραγόντων. ἀρετή: Η λέξη «ἀρετὴ» είχε στην αρχαία ελληνική γλώσσα ευρύτερο από ό,τι σήμερα σημασιολογικό περιεχόμενο. Συγκεκριμένα, δήλωνε γενικά την υπεροχή ή την ιδιαίτερη ικανότητα ενός οποιουδήποτε έμψυχου ή άψυχου όντος, φυσικού ή τεχνητού δημιουργήματος στην επιτέλεση μιας συγκεκριμένης δραστηριότητας, ασχολίας ή λειτουργίας. Υπ αυτή την έννοια, οι αρχαίοι Έλληνες έκαναν λόγο για την «ἀρετὴν» του πολεμιστή (ανδρεία), του δρομέα (ταχύτητα), του πολίτη, για την «ἀρετὴν» ενός ζώου, όπως και για την «ἀρετὴν» ενός οργάνου ή μέλους του ανθρώπινου σώματος: του ματιού (όραση) κ.λπ. ἔργον: (βλ. Ερμηνευτικά σχόλια σχολικού βιβλίου σελ. 167) β). - Προκειμένου να προσδιοριστεί το περιεχόμενο του όρου «ἀρετή», πρέπει να καθοριστεί: το προσεχές γένος της και η ειδοποιός διαφορά της από τις άλλες παρόμοιες έννοιες.
- Οι θετικές συνέπειες της αρετής στο χαρακτήρα και στο έργο όλων των όντων, που τη διαφοροποιούν ποιοτικά από τις άλλες έξεις, υπογραμμίζονται με την επαναλαμβανόμενη χρήση του επιρρήματος «εὖ» και του επιθέτου «ἀγαθός». -Σκόπιμο κρίνεται να αναφερθούμε στην έννοια με την οποία χρησιμοποιείται εδώ ο όρος «ἀρετή». Ο Αριστοτέλης δεν της αποδίδει καθαρά ηθικό περιεχόμενο, αλλά τη θεωρεί ως οποιαδήποτε θετική ικανότητα ή ιδιότητα που υπάρχει σε μεγάλο βαθμό. Συνώνυμά της μπορούν να θεωρηθούν η υπεροχή, η ανωτερότητα, το προτέρημα. -Το προσεχές γένος της αρετής είναι οι έξεις - δηλαδή ο χαρακτήρας που διαμορφώνει ο άνθρωπος με την στάση που επιλέγει απέναντι στα πάθη είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων ενεργειών και η ποιότητά τους εξαρτάται από την ποιότητα των ενεργειών μας. Άρα δεν αρκεί να χαρακτηρίζουμε τις αρετές έξεις, αφού αυτές διακρίνονται σε καλές και κακές, αλλά να βρούμε το ιδιαίτερο εκείνο γνώρισμα, την ειδοποιό διαφορά που τις διαφοροποιεί από τις άλλες έξεις. Ως έξεις λοιπόν θεωρούνται τα μόνιμα στοιχεία του χαρακτήρα που αποκτώνται ύστερα από επανάληψη συγκεκριμένων ενεργειών. Ωστόσο η επανάληψη δεν αφορά μόνο στις καλές και ενάρετες πράξεις αλλά και στις αντίθετές τους. Για τον Αριστοτέλη, λοιπόν, η ειδοποιός διαφορά που κάνει μια έξη αρετή είναι: α) να κάνει κάθε πράγμα που την έχει («αὐτό»), είτε αυτό είναι άνθρωπος είτε ζώο είτε πράγμα, να βρίσκεται στην τέλεια κατάστασή του και β) να το βοηθά να εκτελεί με σωστό τρόπο το έργο για το οποίο είναι προορισμένο από τη φύση. -ο Αριστοτέλης οδηγείται στη διαπίστωση ότι «καὶ ἡ τοῦ ἀνθρώπου ἀρετὴ εἴη ἂν ἡ ἕξις ἀφ ἧς ἀγαθὸς ἄνθρωπος γίνεται καὶ ἀφ ἧς εὖ τὸ ἑαυτοῦ ἔργον ἀποδώσει», δηλαδή ότι η ανθρώπινη αρετή είναι μία «ἕξις» που και τον ίδιο τον άνθρωπο τον καθιστά «ἀγαθόν», ενάρετο, ηθικά ολοκληρωμένο, αλλά και του παρέχει τη δυνατότητα να επιτελέσει με επιτυχία το «ἔργον» που η φύση τού έχει αναθέσει (κατάκτηση της ευδαιμονίας ) Β3 : Σχολικό βιβλίο (σελίδα 141: «Είκοσι χρόνια έμεινε ο Αριστοτέλης στην Ακαδημία αν είναι να σωθεί η αλήθεια ;») Β4 : σχεδόν - ἕξεων, ἀπεχόμενος, ἀπεχόμεθα, ἕξις, ἕχον, ἕχει αχάριστος - χαίρων ασήμαντος - Σημεῖον ενδεής - δεῖ πρόφαση - φησίν διαμονή - ὑπομένων, μεῖναι άρτιος - ἀρετή, τελεσίδικος - ἀποτελεῖ δημαγωγός - ἦχθαί καταδρομικό - δραμεῖν
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΑΔΙΔΑΚΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ Γ1. (Μετάφραση Αδίδακτου) Στρατιώτες των Αθηναίων και των άλλων συμμάχων, ο μελλοντικός αγώνας για τη σωτηρία και την πατρίδα θα είναι κοινός για τον καθένα όχι λιγότερο ή περισσότερο απ ό,τι για τους εχθρούς. Γιατί, αν νικήσουμε ή επικρατήσουμε τώρα με τα πλοία, είναι δυνατόν σε κάποιον να δει τη δική του πόλη, η οποία κάπου υπάρχει. Δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε ούτε να παθαίνουμε αυτό ακριβώς, το οποίο παθαίνουν οι πιο άπειροι από τους ανθρώπους, οι οποίοι, αφού απέτυχαν ή νικήθηκαν στους πρώτους αγώνες έπειτα διαρκώς προσδοκούν ή αναμένουν με φόβο παρόμοιες συμφορές. Αλλά όσοι από τους Αθηναίους είστε παρόντες, οι οποίοι είστε έμπειροι ήδη πολλών πολέμων, και όσοι από τους συμμάχους, οι οποίοι πάντοτε εκστρατεύετε μαζί (μας), θυμηθείτε τους παραλογισμούς του πολέμου. (ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΗ: Η χρήση α πληθυντικού προσώπου στη φράση: ἀθυμεῖν δὲ οὐ χρὴ οὐδὲ πάσχειν: Δεν πρέπει να στεναχωριόμαστε ούτε να παθαίνουμε, προτιμήθηκε καθ έλξη στη μετάφρασή μας επειδή προηγείται το ἢν γὰρ κρατήσωμεν (α πληθ.) νῦν ταῖς ναυσίν, αν και μπορεί να αποδοθεί και με β πληθυντικό.) Γ2. ἀγών ἀγῶνας ναυσίν ναῦ ὃπερ αἷσπερ πρώτοις προτέροις σφαλέντες σφαλεῖσι, κρατήσωμεν κράτει ἐπιδεῖν ἐφορᾶν πάσχειν πείσεται ἒχουσιν σχοίην-σχοῖμι μνήσθητε ἐμνήσθησαν Γ3α. στρατιῶται ομοιόπτωτος επιθετικός προσδιορισμός στον όρο ἄνδρες. τῳ δοτική προσωπική στο απρόσωπο ἔστι, από την οποία προκύπτει το υποκείμενο του απαρεμφάτου ἐπιδεῖν ἀθυμεῖν τελικό απαρέμφατο υποκείμενο στο απρόσωπο ρήμα χρή τῶν ἀνθρώπων ετερόπτωτος προσδιορισμός στον όρο ἀπειρότατοι ως γενική διαιρετική ταῖς ξυμφοραῖς δοτική αντικειμενική στο ὁμοίαν τῶν παραλόγων αντικείμενο στο μνήσθητε Γ3β. Νικίας εἶπεν ὅτι, εἰ κρατήσαιεν (-ειαν) τοῖς ναυσίν, εἴη τῳ τήν ὑπάρχουσαν
που οἰκείαν πόλιν ἐπιδεῖν. (με ειδική πρόταση) Νικίας εἶπεν, εἰ κρατήσαιεν (-ειαν) τοῖς ναυσίν, εἶναι τῳ τήν ὑπάρχουσαν που οἰκείαν πόλιν ἐπιδεῖν. (με ειδικό απαρέμφατο) Επιμέλεια απαντήσεων: &