«Ερμηνείες της κρίσης χρέους στην Ελλάδα 2009-2016: Η ετερόδοξη-μαρξιστική οπτική» Σαμαντά Αγγελική Διπλωματική Εργασία που υπεβλήθη για τη μερική ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης Σχολή Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Μεταπτυχιακό Δίπλωμα Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Οικονομική και Ανάλυση Δεδομένων» Δεκέμβριος 2016
Πανεπιστήμιο Πατρών, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών Σαμαντά Αγγελική 2016 - Με την επιφύλαξη παντός δικαιώματος 2
Τριμελής Επιτροπή Επίβλεψης διπλωματικής εργασίας Επιβλέπων/πουσα: Πατρώνης Βασίλειος Αναπληρωτής Καθηγητής Μέλος Επιτροπής: Οικονομάκης Γεώργιος Αναπληρωτής Καθηγητής Μέλος Επιτροπής: Ζερβογιάννη Αθηνά Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Η παρούσα διατριβή με τίτλο «Ερμηνείες της κρίσης χρέους στην Ελλάδα 2009-2016: Η ετερόδοξη-μαρξιστική οπτική» εκπονήθηκε από την Σαμαντά Αγγελική, Α.Μ1021470, για τη μερική ικανοποίηση των απαιτήσεων για την απόκτηση Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην «Εφαρμοσμένη Οικονομική και Ανάλυση Δεδομένων» από το Πανεπιστήμιο Πατρών και εγκρίθηκε από τα μέλη της τριμελούς επιβλέπουσας επιτροπής. 3
Θα ήθελα να αφιερώσω τη διπλωματική μου εργασία στην οικογένειά μου. 4
Ευχαριστίες Με την ολοκλήρωση της παρούσας διπλωματικής εργασίας θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τον επιβλέποντα καθηγητή κ. Βασίλειο Πατρώνη που μου έδωσε τη δυνατότητα να ασχοληθώ με ένα τόσο ενδιαφέρον θέμα καθώς επίσης και τον κ. Γεώργιο Οικονομάκη για τον χρόνο που διέθεσε καθ όλη τη διάρκεια της εκπόνησης της εργασίας. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την οικογένεια μου που με στήριξαν στη προσπάθειά μου κατά τη διάρκεια του Μεταπτυχιακού Προγράμματος όσο και στη συγγραφή της διπλωματικής μου εργασίας. 5
Περίληψη Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008 στις Η.Π.Α συγκλόνισε την παγκόσμια οικονομία και οδήγησε στην κρίση της Ευρωζώνης και στην Ελληνική κρίση χρέους. Πολλοί οικονομολόγοι επιχείρησαν να αναλύσουν την κρίση και να δώσουν τη δική τους ερμηνεία για τα αίτια που οδήγησαν σε αυτή. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι, μέσω της ανασκόπησης της υπάρχουσας βιβλιογραφίας, να επικεντρωθεί στη συγκεκριμένη ανάλυση και ερμηνεία κρίσης που έγινε από τη μαρξιστική οικονομική σχολή. Λόγω περιορισμού του όγκου της, δε θα αναλυθεί η ετερόδοξη οπτική. Λέξεις κλειδιά: οικονομική κρίση, κρίση χρέους, χρηματοπιστωτική φούσκα, μαρξιστική οπτική, ετερόδοξη οπτική 6
Summary The financial crisis of 2007-2008 in the United States shocked the world economy and resulted in the Eurozone crisis and the Greek debt crisis. Many economists have attempted to analyze the crisis and to give their own interpretation of the causes that led to this. The purpose of this work is through the review of existing literature, to focus on concrete analysis and interpretation of judgment made by the Marxist economic faculty. Due to limitation of its volume, the heterodox perspective will not be analyzed. Keywords:economic crisis, debt crisis, financial "bubble", Marxist visual heterodoxy visual 7
Περιεχόμενα Ευχαριστίες. Σελ 5 Περίληψη. Σελ 6-7 Κεφάλαιο 1 ο Εισαγωγή- Οι Οικονομικές Κρίσεις Σελ 10-11 Κεφάλαιο 2 ο Οι θεωρίες των κρίσεων κατά Μαρξ σελ 12-15 Κεφάλαιο 3 ο Τα βασικά Μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας σελ 16-21 Κεφάλαιο 4 ο Μαρξιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης..σελ 22-38 4.1 Η εξωτερική και εσωτερική διάσταση της ελληνικής κρίσης σελ 23-26 4.2 Η «κλασσική» αιτία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. σελ 26-29 4.3 Η υποδεέστερη θέση του ελληνικού καπιταλισμού εντός της ΕΕ ως μία τρίτη προσέγγιση.. σελ 30-38 4.4 Ανάλυση και σύγκριση απόψεων.. σελ 38 Κεφάλαιο 5 ο Συμπεράσματα.. σελ 39-40 Βιβλιογραφία.. σελ 43-44 Ελληνόγλωσση Βιβλιογραφία. σελ 43 Ξενόγλωσση Βιβλιογραφία σελ 44 Πηγές από το Διαδίκτυο σελ 44 8
ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΓΡΑΦΗΜΑΤΩΝ-ΠΙΝΑΚΩΝ ΓΡΑΦΗΜΑ 1.. ΣΕΛ 19 ΓΡΑΦΗΜΑ 2.. ΣΕΛ 19 ΓΡΑΦΗΜΑ 3.. ΣΕΛ 21 ΓΡΑΦΗΜΑ 4.. ΣΕΛ 28 ΓΡΑΦΗΜΑ 5.. ΣΕΛ 30 ΓΡΑΦΗΜΑ 6.. ΣΕΛ 32 ΓΡΑΦΗΜΑ 7.. ΣΕΛ 37 ΠΙΝΑΚΑΣ 1 ΣΕΛ 17-18 ΠΙΝΑΚΑΣ 2 ΣΕΛ 27 ΠΙΝΑΚΑΣ 3 ΣΕΛ 36 ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 1 ΣΕΛ 41-42 9
Κεφάλαιο 1 ο Εισαγωγή-Οι Οικονομικές Κρίσεις Οι οικονομικές κρίσεις είναι ένα πεδίο με αρκετά μεγάλη διάσταση απόψεων, από πλευράς διερεύνησης, πρόβλεψης ή αιτιών και αιτιατών. Αρχικά ως οικονομική κρίση μπορεί να οριστεί το φαινόμενο όπου τα μέσα ικανοποίησης αναγκών και επιθυμιών υπάγονται σε ραγδαία και απότομη μείωση οδηγώντας έτσι σε περιορισμό της οικονομικής δραστηριότητας μίας οικονομίας. Ο όρος οικονομική δραστηριότητα συμπεριλαμβάνει όλα τα μακροοικονομικά μεγέθη μίας οικονομίας όπως είναι το ΑΕΠ, οι τιμές, η απασχόληση, οι επενδύσεις, ο ρυθμός πληθωρισμού, τα ποσοστά ανεργίας κλπ. Ένας εναλλακτικός ορισμός είναι το γεγονός ότι ως κρίση ορίζεται η χρονική περίοδος στην οποία διαταράσσεται απότομα η λειτουργία ενός συστήματος με αποτέλεσμα να αλλοιώνονται η αρχική του μορφή και η εξέλιξή του. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει πολλά διακριτά ρεύματα που έχουν προσπαθήσει να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν τα αίτια και τη πορεία των κρίσεων όπως είναι αυτό του Μαρξισμού. Πολλές φορές αυτά τα διακριτά ρεύματα, συχνά, έρχονται σε «εσωτερικές» αντιπαραθέσεις ειδικά όσον αφορά τους παράγοντες που προκαλούν τις οικονομικές κρίσεις. Καθώς οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν ένα σύνηθες φαινόμενο στην οικονομική ιστορία θεωρήθηκε απαραίτητη η αναφορά σε αυτό το τμήμα της εργασίας, μερικών από τις σημαντικότερες κρίσεις που υπήρξαν ιστορικά στην παγκόσμια οικονομία. Τα ιστορικά δεδομένα αναφέρουν ότι από τον 16 ο αιώνα υπάρχουν οι οικονομικές κρίσεις και συγκεκριμένα εκείνη την χρονολογική περίοδο καταγράφεται και η πρώτη χρεοκοπία του κράτους των Αψβούργων και ακολουθεί μετά από τρεις αιώνες η Πρώτη Παγκόσμια Οικονομική κρίση (Charles P. Kindleberger, 2005 ). Στη συνέχεια έχουν υπάρξει και άλλες οικονομικές 10
κρίσεις, η κάθε μία με τη δική της μορφή και τρόπο εκδήλωσης. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα: Το κραχ του 1929 Οι πετρελαικές κρίσεις του 1970 Η "Mαύρη Δευτέρα" του 1987 Η φούσκα των μετοχών υψηλής τεχνολογίας Η κρίση των στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ του 2007 παρουσιάζονται οι σημαντικότερες οικονομικές κρίσεις που ξεκίνησαν μετά από την Μεγάλη Ύφεση του 1929, ακολουθούν οι πετρελαϊκές κρίσεις του 1970, η Μαύρη Δευτέρα του 1987 και στη συνέχεια αναφέρεται η κρίση των στεγαστικών δανείων των ΗΠΑ του 2007/2008 από όπου θα ξεκινήσει και η ανάλυση της εργασίας στο τρίτο κεφάλαιο καθώς οι επιπτώσεις της χρηματοπιστωτικής κρίσης των ΗΠΑ επηρέασαν την παγκόσμια οικονομία και κατ επέκταση την ελληνική οικονομία. 11
Κεφάλαιο 2 ο Οι θεωρίες των κρίσεων κατά Μαρξ Ο πυρήνας της μαρξιστικής θεωρίας για την οικονομική κρίση εντοπίζεται στη θεωρία του Μαρξ για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους, λόγω της αύξηση της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου ή τη μείωση του ποσοστού της υπεραξίας, λόγω της αύξησης των πραγματικών μισθών. Βάσει αυτής της θεωρητικής αποδοχής μια μελέτη για τις οικονομικές επιδόσεις των ΗΠΑ 1929-2008 έδειξε ότι ο αμερικανικός καπιταλισμός φαίνεται να πάσχει την από αδυναμία να επιτευχθούν υψηλά ποσοστά κέρδους. Η πρόσφατη οικονομική κρίση είναι επομένως ένα πιθανό αποτέλεσμα μιας «πληθώρας» των κερδών που αναζητούν κεφάλαια στο χρηματοπιστωτικό τομέα (Οικονομάκης Γ., 2010). Οι οικονομικές κρίσεις της καπιταλιστικής οικονομίας προκύπτουν ως μια αντιληπτή κατάσταση με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Ο Μαρξ ποτέ δεν είχε αναπτύξει μια ολοκληρωμένη και πλήρη θεωρία για τις οικονομικές κρίσεις. Υπάρχουν βέβαια, πολλές ιδέες και απόψεις διάχυτες σε όλα τα έργα του και η ανάλυσή του για τις κρίσεις εξελισσόταν με το πέρασμα του χρόνου. Το έτος 1867, ο Μαρξ είχε αναφερθεί, με έναν περιγραφικό τρόπο, στις οικονομικές κρίσεις μέχρι να εκδώσει τον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου. Ακόμα και στα έργα του υπάρχουν μόνο αποσπασματικές αναφορές στις οικονομικές κρίσεις. Χρειάζεται, επομένως, να κατανοήσει κανείς την θεωρία των κρίσεων κατά Μαρξ. Στον τρίτο τόμο του Κεφαλαίου ο Μαρξ αποκαλεί τις οικονομικές κρίσεις «κρίσεις υπερπαραγωγής», επισημαίνοντας ότι οι κρίσεις μπλοκάρουν την ομαλή αναπαραγωγή της κεφαλαιακής σχέσης. Όπως ανέφερε και ο ίδιος, η υπερπαραγωγή κεφαλαίου σημαίνει ουσιαστικά υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου. Επισήμανε επίσης ότι, οι κρίσεις αποτελούν απλώς μία προσωρινή αποσταθεροποίηση της διαδικασίας διευρυμένης αναπαραγωγής του κεφαλαίου και παράλληλα ένα μηχανισμό αποκατάστασης των ισορροπιών και του ύψους του ποσοστού κέρδους. Αυτό σημαίνει ότι οι κρίσεις δεν αποτελούν ένα μόνιμο χαρακτηριστικό του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, αλλά ένα δυνητικό αποτέλεσμα της οικονομικής συγκυρίας, το οποίο προέρχεται από τις εγγενείς δομικές αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Ο Μαρξ, έχοντας επιλέξει στο Κεφάλαιο ως αντικείμενο ανάλυσης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, ασχολείται κυρίως με τα μόνιμα δομικά χαρακτηριστικά της παραγωγικής διαδικασίας, και επίσης με τις φάσεις του οικονομικού κύκλου και τις κρίσεις (Δημούλης Δ., Μηλιός Γ., Οικονομάκης Γ., 2005). Σύμφωνα λοιπόν με τον Μαρξ, οι κρίσεις 12
χαρακτηρίζονται από υπερπαραγωγή κεφαλαίου τόσο στη μορφή επενδυμένων μέσων παραγωγής όσο και στη μορφή αδιάθετων καταναλωτικών και κεφαλαιουχικών εμπορευμάτων. Η υπερπαραγωγή κεφαλαίου είναι σχετική, προσδιορίζεται ουσιαστικά από τα κοινωνικά χαρακτηριστικά του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αναφέρεται πάντα στην εν δυνάμει να πληρώσει ζήτηση (τόσο για μέσα κατανάλωσης όσο και για μέσα παραγωγής) και στο ύψος εκείνο του ποσοστού κέρδους, που αν δεν επιτυγχάνεται, σταματά η υγιής και ομαλή ανάπτυξη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής (Μηλιός Γ., Λαπατσιώρας Σ., Οικονομάκης Γ., 2000). Επιπλέον, η υπερπαραγωγή κεφαλαίου ή αλλιώς η υπερσυσσώρευση έχει και μία άλλη όψη, αυτή της υστέρησης ως προς την παραγωγή να ικανοποιήσει την ζήτηση (υποκατανάλωση). Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους και η θεωρία υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου ουσιαστικά εντάσσονται στη μαρξική θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους (Οικονομάκης Γ. και Μαρκάκη Μ., 2016). Ο νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους ως μαρξιστική θεωρία των οικονομικών κρίσεων Με αυτόν το νόμο, ο Μαρξ διατυπώνει μια μεγάλης εμβέλειας πρόταση, η οποία εμπειρικά δεν είναι δυνατό να αποδειχθεί, ούτε όμως και να καταρριφθεί. Ο νόμος υποστηρίζει ότι από τον καπιταλιστικό τρόπο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων προκύπτει μακροπρόθεσμα πτώση του ποσοστού κέρδους. Σύμφωνα με τον Μαρξ μία βασική προϋπόθεση για να λειτουργήσει ομαλά το κεφάλαιο είναι η εξασφάλιση ενός ποσοστού κέρδους που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες μίας ομαλής και υγιής παραγωγικής ανάπτυξης. Αυτό το ποσοστό κέρδους δεν παίρνει κάποια συγκεκριμένη τιμή και σύμφωνα με την μαρξική ανάλυση, με τη παρακάτω σχέση αναλύεται η πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους: όπου, p = ποσοστό του κέρδους s :υπεραξία C: σταθερό κεφάλαιο v : μεταβλητό κεφάλαιο C/v: αξιακή (οργανική) σύνθεση του κεφαλαίου s/v: βαθμός εκμετάλλευσης (ποσοστό υπεραξίας) 13
Ο Μαρξ αναλύει το νόμο του ποσοστού κέρδους σε δύο στάδια. Αρχικά, εξηγεί γενικά γιατί υπάρχει πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Στη συνέχεια, εξετάζει μια σειρά παραγόντων που εμποδίζουν αυτήν την τάση και μάλιστα τη μετασχηματίζουν σε προσωρινή αύξηση του ποσοστού κέρδους, έτσι ώστε η πτώση του ποσοστού κέρδους να υφίσταται μόνο ως «τάση». Αφού αυτοί οι παράγοντες είναι παρόντες σε επιμέρους χώρες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, προκύπτουν διαφορετικές τάσεις στο ποσοστό κέρδους. Ωστόσο, σε μακροπρόθεσμη βάση, σύμφωνα με αυτό που υποστηρίζει ο Μαρξ, το ποσοστό κέρδους πρέπει να πέφτει. Ο Μαρξ επιχείρησε να δείξει ότι η τεχνολογική καινοτομία που εισάγεται με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, και κατ επέκταση του ποσοστού της υπεραξίας μπορεί να αποτελέσει την αιτία μιας πτωτικής τάσης στο ποσοστό του κέρδους. Υποστήριζε ότι, εάν ότι η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου αυξάνεται με τεχνολογική καινοτομία και τη συσσώρευση και αν όλοι οι άλλοι παράγοντες παραμείνουν σταθεροί (ceteris paribus), μπορεί να προκύψει πτώση του ποσοστού κέρδους αν η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου αυξηθεί εξ αιτίας μιας ταχύτερης αύξησης στην τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου σε σχέση με την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, που προκαλεί η αύξηση στην τεχνική σύνθεση. Όταν υπάρξει ταχύτερη αύξηση στη τεχνική σύνθεση του σε σύγκριση με την παραγωγικότητα της εργασίας τότε αυξάνεται η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου C/v (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016). Αν αυτή η αύξηση είναι μεγαλύτερη από την αύξηση του ποσοστού υπεραξίας s/v τότε ο παρονομαστής του κλάσματος της σχέσης (1) αυξάνεται και το ποσοστό κέρδους p μειώνεται. Εάν το ποσοστό κέρδους είχε πέσει κατά το παρελθόν, αυτό δεν αποτελεί απόδειξη για το μέλλον, καθώς ο νόμος αξιώνει ισχύ επί των μελλοντικών εξελίξεων, και το απλό γεγονός της πτώσης του ποσοστού κέρδους κατά το παρελθόν δεν λέει τίποτα για το μέλλον. Εάν το ποσοστό κέρδους αυξήθηκε κατά το παρελθόν, ούτε αυτό αποτελεί διάψευση, αφού ο νόμος δεν απαιτεί διαρκή πτώση, αλλά απλώς μία πτωτική τάση, η οποία είναι πάντα δυνατό να εμφανιστεί στο μέλλον. Ακόμη και αν ο νόμος δεν είναι δυνατό να επαληθευτεί εμπειρικά, η πειστικότητα της επιχειρηματολογίας του Μαρξ μπορεί να συζητηθεί (Heinrich M., 2013). Εδώ, πρέπει να διακρίνουμε δύο σημεία. Το πρώτο αφορά τη σχέση μεταξύ του νόμου καθαυτού και των αντεπιδρώντων παραγόντων. Ο Μαρξ υποθέτει ότι η πτώση του ποσοστού κέρδους σε μακροπρόθεσμη βάση αντισταθμίζει όλους τους ενάντιους παράγοντες. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν αναφέρει κάποια αιτία γι αυτό το γεγονός. 14
Η μαρξική έννοια της «υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου» Με την προϋπόθεση όλων των άλλων παραγόντων σταθερών (ceteris paribus), ο Μαρξ εξέτασε την επίδραση της μεταβολής του ποσοστού υπεραξίας (s/v), επί του ποσοστού κέρδους (p), θεωρώντας την αξιακή σύνθεση κεφαλαίου (C/v) σταθερή. Η θεωρία υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου του Μαρξ δείχνει ότι οι αλλαγές στο ποσοστό της υπεραξίας οφείλονται στα χαμηλά ποσοστά ανεργίας και στην αύξηση των μισθών. Η πτώση του ποσοστού υπεραξίας οδηγεί στην πτώση του ποσοστού κέρδους. Εντούτοις, το ποσοστό υπεραξίας εξαρτάται επίσης από άλλους παράγοντες. Ο Μαρξ εφαρμόζοντας την «επιστημονική του μέθοδο αφαίρεσης» θεωρεί την παραγωγικότητα της εργασίας και την αξιακή σύνθεση κεφαλαίου σταθερές και τη διάρκεια της εργάσιμης μέρας ως μια καθαρά εξωτερική σχέση ως προς τους εξεταζόμενους εσωτερικούς καθορισμούς (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016). Συμπερασματικά, ακόμα και αν δεχθούμε ότι ο μαρξικός «νόμος της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους» σε συγκεκριμένες συγκυρίες υπερισχύει έναντι των παραγόντων που αντεπιδρούν σε αυτόν, δεν είναι σωστό να θεωρούμε τις κρίσεις ως το αποτέλεσμα κυρίως του μαρξικού νόμου. Ο μαρξικός νόμος λαμβάνει υπόψη του τις μεταβολές που προκύπτουν στην αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου και το ποσοστό κέρδους αποκλειστικά και μόνο από την τεχνική πρόοδο, και συνδέεται με την υπόθεση ότι εξ αιτίας αυτής αυξάνει ταχύτερα η τεχνική σύνθεση του κεφαλαίου από ότι η παραγωγικότητα της εργασίας. Όμως η αξιακή σύνθεση του κεφαλαίου, και συνακόλουθα το ποσοστό κέρδους, καθορίζονται επίσης και από άλλους παράγοντες, πέρα από την τεχνολογική εξέλιξη. 15
Κεφάλαιο 3 ο Τα βασικά Μακροοικονομικά μεγέθη της ελληνικής οικονομίας Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2007 είναι μια παγκόσμια κατάσταση απειλούμενης οικονομικής ύφεσης στον ευρύτερο χρηματοπιστωτικό και τραπεζικό τομέα με γενεσιουργό χώρα τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Η κρίση προέκυψε μετά το ξέσπασμα των προβλημάτων στην αγορά στεγαστικών δανείων χαμηλής εξασφάλισης και την τεράστια χρήση δομημένων επενδυτικών προϊόντων που εξαρτιόνταν (sub-prime loans) άμεσα από τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων από τα οποία παράγονταν. Η προσπάθεια απομάκρυνσης του πιστωτικού και επιτοκιακού κινδύνου από τις τράπεζες, η μετακίνηση των σύνθετων επενδυτικών τίτλων στις καταστάσεις ειδικών οντοτήτων και η μετατροπή στάσιμων κεφαλαίων σε εμπορεύσιμους τίτλους, προκάλεσαν μία σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων στον αμερικανικό και ευρωπαϊκό τραπεζικό τομέα. Ένα από τα χαρακτηριστικά αυτής της κατάστασης ήταν ο κίνδυνος και η κατάρρευση τραπεζών, η πώληση και η εξαγορά άλλων τραπεζών σε πολύ χαμηλή τιμή καθώς και η άσκηση νομισματικής πολιτικής από τις Κεντρικές Τράπεζες με στόχο τη διάσωση του χρηματοοικονομικού συστήματος (Μαυρουδέας Σ., 2013). Ζημιωμένα βγήκαν τα συστήματα που εκτέθηκαν στα "τοξικά", όπως χαρακτηρίσθηκαν, ομόλογα, συστήματα που στρέφονται πλέον προς ένα νέο κρατικό παρεμβατισμό, παράλληλα με την κατάρτιση σχεδίων επίλυσης της κρίσης προτού επεκταθεί στην ευρύτερη οικονομία των κρατών που επλήγησαν. Η επιρροή στην Ευρώπη και στην Ελλάδα Η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση που προκλήθηκε στις ΗΠΑ και διαδόθηκε διεθνώς δεν μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστες τις χώρες του ευρώ. Η στενή διασύνδεση των χρηματοπιστωτικών αγορών, οι υψηλές άμεσες επενδύσεις, και άλλοι παράγοντες αποτέλεσαν τα κανάλια μετάδοσης της κρίσης στις χώρες του ευρώ καθώς και στο ελληνικό κράτος. Πολλές τράπεζες κρατικοποιήθηκαν ενώ άλλες συγχωνεύθηκαν. Συγκεκριμένα, οι ελληνικές τράπεζες δηλώνουν πως δεν είχαν προλάβει να επενδύσουν ιδιαίτερα σε CDOs και μετακύλησαν τα υψηλά διατραπεζικά επιτόκια στα παραδοσιακά προϊόντα τους. Οικονομικοί αναλυτές ερμηνεύουν πάντως κάποιες κινήσεις ως προάγγελο ανακατατάξεων και εκμετάλλευσης ευκαιριών στον τραπεζικό κλάδο της ελληνικής ή και της ευρωπαϊκής αγοράς. Ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος επιβεβαίωσε τη συντηρητικότητα των ελληνικών τραπεζών και προειδοποίησε ακόμα και με εισαγγελική εντολή απέναντι σε όσους 16
συντηρούσαν τη φημολογία για τον κίνδυνο απώλειας καταθετικών αποθεμάτων από ιδιωτικούς λογαριασμούς για λόγους ανταγωνισμού. Παράλληλα, στην Ευρώπη παρατηρείται τεράστια ζήτηση στην αγορά χρηματοκιβωτίων και μετακίνηση των καταθέσεων σε ράβδους ή νομίσματα χρυσού. Με σκοπό την αντιμετώπιση της κρίσης, όλες οι χώρες της ΟΝΕ είχαν αποφασίσει να αυξήσουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί το δημόσιο χρέος, γεγονός το οποίο προκάλεσε έναν νέο τύπο κρίσης στην Ευρώπη, την κρίση χρέους (Μηλιός Ι.,2012). Η κρίση χρέους με τη σειρά της, εκδήλωσε δείγματα χρηματοπιστωτικής αφερεγγυότητας το οποίο σήμαινε ότι οι δανειστές της Ευρώπης δεν θα συνέχιζαν να δανείζουν για να καλύψουν κρατικούς προϋπολογισμούς. Επιπλέον στην Ευρώπη λόγω της νεοφιλελεύθερης οπτικής που επικρατεί, θεωρήθηκε ότι τα προβλήματα του δημοσίου χρέους θα πρέπει να λυθούν μέσω των ελεύθερων χρηματαγορών και όχι μέσω της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τα οικονομικά ιδρύματα που επηρεάστηκαν περισσότερο από την κρίση αφορούσαν εκμετάλλευση ακινήτων (real estate), χωρίς να απουσιάζουν προβλήματα σε τραπεζικές ή ασφαλιστικές υπηρεσίες. Τα πραγματικά προβλήματα της κρίσης διαφάνηκαν στην ελληνική οικονομία, με την άνοδο των επιτοκίων και το συντηρητισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος να πλήττει δανειολήπτες, μικρό-μεσαίες επιχειρήσεις, την αγοραστική συμπεριφορά των καταναλωτών και λοιπές πτυχές της αγοράς, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία. Παρακάτω παρουσιάζονται σε έναν συγκεντρωτικό πίνακα οι τιμές και οι μεταβολές των βασικότερων μεγεθών της ελληνικής οικονομίας κατά τη περίοδο της κρίσης (2008-2016) καθώς και οι επιπτώσεις της κρίσης στις επιχειρήσεις: Πίνακας 1: Εξέλιξη μακροοικονομικών μεγεθών στην Ελλάδα Ετήσιες ποσοστιαίες μεταβολές 2008 2009 2010 2011 2012 2013 2014 2015 2016 ΑΕΠ -0.2-3.1-4.9-7.1-7.3-3.2 0.7-0.2-0.3 Απασχόληση 1.4 0.9-7.2-6.3-3.6 0.1 1.4 0.9 Ποσοστό 7.2 9.5 12.9 18.6 ανεργίας 24.5 27.5 26.5 25.1 24.0 Εισαγωγές 0.9-20.2-6.2-7.3-9.1-1.9 7.7-6.9-0.1 Εξαγωγές 1.7-19.4 5.2 0.3 1.2 2.2 7.5-3.8 0.5 17
Εμπορικό ισοζύγιο αγαθών Δημόσια κατανάλωση Ιδιωτική κατανάλωση Ακαθάριστο δημόσιο χρέος -2.6 4.9-8.7-5.2 4.3-1.6-6.2-7.7 112.9 129.7 148.3 170.6-10.9-10.5-11.7-11.4-12.0-4.2-6.5-2.6 0.0-0.5-9.1-2.3 0.5 0.3-0.4 159.4 177.0 178.6 179.0 185.0 Ποσά σε εκατ. ευρώ Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (εκατ. ευρώ) - 36566,2-29322,93-25732,16-20715,31 Πηγή: Ετήσιες εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος 18-7325.6-3687.6-2912.6 205.8-1.4 ΑΕΠ: Κατά το έτος 2008 υπήρξε εντονότερη υποχώρηση της δραστηριότητας, επηρεάζοντας όλους τους τομείς της οικονομίας. Ο μέσος ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ το 2008 υποχώρησε από το 4% στο 2,9%, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ παρέμεινε αρνητικός σε όλη τη διάρκεια του 2009, ενώ για ολόκληρο το έτος κατά μέσο όρο διαμορφώθηκε στο -2,0%. Το 2009 η εγχώρια ζήτηση ήταν ο παράγοντας που συνέβαλε αρνητικά στη μεταβολή του ΑΕΠ, αντανακλώντας κυρίως τη μείωση των επενδύσεων και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Από την άλλη πλευρά η δημόσια κατανάλωση συνέβαλε θετικά στη μεταβολή του ΑΕΠ. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΕΛΣΤΑΤ, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 4,5% το 2010, μετά από μείωση κατά 2% το 2009 και η μεταβολή της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας ήταν -5,2%. Όπως φαίνεται και από τον παραπάνω πίνακα το ΑΕΠ μειώθηκε ακόμη περισσότερο κατά το έτος 2011 και 2012 και εκεί άρχισε να σταθεροποιείται στο ποσοστό του - 7,3%. Από την επόμενη χρονιά παρουσιάζει μία βελτίωση, αν και διατηρεί ακόμη αρνητικό ποσοστό και από το 2014 εμφανίζει μία καλύτερη εικόνα. Όμως, το πρώτο εξάμηνο του 2015 η ελληνική οικονομία εισήλθε σε περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, που προσδιορίστηκε κυρίως από τις παρατεταμένες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές. Στο διάστημα αυτό, η πορεία ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας που είχε ξεκινήσει το 2014 δεν διακόπηκε, αν και μετριάστηκε. Ωστόσο, από τα μέσα του έτους η ελληνική οικονομία εισήλθε και πάλι σε κατάσταση ύφεσης, ως συνέπεια τόσο της επιβολής περιορισμών στην κίνηση κεφαλαίων όσο και των νέων μέτρων περιοριστικής δημοσιονομικής πολιτικής στο πλαίσιο της νέας συμφωνίας χρηματοδοτικής διευκόλυνσης (Ετήσιες εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος). Ανεργία: Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζεται η αύξηση του ποσοστού της ανεργίας από το 7,3% το τρίτο τρίμηνο του 2008 στο
27,8% το πρώτο τρίμηνο του 2014. Κατά τη διάρκεια του 2014 το ποσοστό ανεργίας εμφάνισε μία μικρή βελτίωση καθώς μειώθηκε στο 26,1%, αλλά κατά τη διάρκεια του τέταρτου τριμήνου υπήρξε χειροτέρευση. Γράφημα 1 : Ποσοστά ανεργίας από το 2000-2015 Πηγή: Ινστιτούτο Εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε, ετήσια έκθεση 2015 Γράφημα 2: Ποσοστό ανεργίας (%) στην ελληνική οικονομία (1960-2015) 30 25 20 15 10 5 0 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 2010 2015 Πηγή: Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ.,2016 Η δραματική κατάσταση στην αγορά εργασίας γίνεται καλύτερα αντιληπτή αν η στατιστική ανάλυση επικεντρωθεί στη μεταβολή του αριθμού των ανέργων, που από 364 χιλιάδες το τρίτο τρίμηνο του 2008 19
αυξήθηκε στο 1,342 εκατ. το πρώτο τρίμηνο του 2014. Το τέταρτο τρίμηνο του 2014 οι άνεργοι ανέρχονταν σε 1,246 εκατ. Αποτέλεσμα λοιπόν, της οικονομικής κρίσης καθώς και της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής, μέχρι το τέλος του 2014 ήταν η αύξηση των ανέργων που έφτανε περίπου το 1 εκατομμύριο. Ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών: Από τη δεκαετία του 1960 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών διαμορφωνόταν σε επίπεδα χαμηλότερα του 5% του ΑΕΠ, ενώ το 2007 και το 2008 υπερέβη το 14% του ΑΕΠ. Η επιδείνωση οφείλεται αφενός στο διπλασιασμό του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου (44 δισ. ευρώ το 2008 έναντι 21,9 δισ. ευρώ το 2000) και αφετέρου, στην πολύ μεγάλη αύξηση του ελλείμματος του ισοζυγίου εισοδημάτων. Το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών μειώθηκε το 2009 και το 2010, κυρίως λόγω της ύφεσης, του περιορισμού της ζήτησης για εισαγόμενα προϊόντα και της πτώσης των τιμών των πρώτων υλών διεθνώς (Ετήσιες εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος). Ακαθάριστο δημόσιο χρέος - χρεος/αεπ: Παρά τη σημαντική μείωση του λόγου του χρέους εξαιτίας της αναθεώρησης του ΑΕΠ το 2007, παραμένει σε υψηλά επίπεδα και αποτελεί μια από τις σημαντικότερες πηγές μακροοικονομικής ανισορροπίας. Αποτελεί επίσης έναν από τους κυριότερους λόγους για τους οποίους η διαφορά αποδόσεων των ελληνικών από τα γερμανικά ομόλογα έχει διευρυνθεί σε μεγάλο επίπεδο (Ετήσιες εκθέσεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος). Στο παρακάτω διάγραμμα παρουσιάζεται η πορεία του ελληνικού δημόσιου χρέους τη περίοδο 2000-2019 σύμφωνα με τις προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου σε σύγκριση με το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης. 20
Γράφημα 3 : Δημόσιο χρέος και έλλειμμα στην Ελλάδα Πηγή: Ινστιτούτο εργασίας Γ.Σ.Ε.Ε., ετήσια έκθεση 2015 Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους είχε μια σταθερή αναλογία σε σχέση με το δημόσιο έλλειμμα μέχρι το 2009. Αντίθετα, την περίοδο 2009-2014 παρατηρείται μία σημαντική αναντιστοιχία στην εξέλιξη της σχέσης μεταξύ των δύο δημοσιονομικών μεταβλητών. Το δημόσιο έλλειμμα μειώθηκε σημαντικά ως αποτέλεσμα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Το δημόσιο χρέος δείχνει σταθεροποιημένο σε πολύ υψηλά επίπεδα. Το «κούρεμα» του χρέους το 2012 δεν είχε κάποιον ουσιαστικό αντίκτυπο στο ύψος του χρέους. Το βασικό συμπέρασμα είναι ότι τα προγράμματα οικονομικής προσαρμογής έχουν αποτύχει να δημιουργήσουν προϋποθέσεις δημοσιονομικής σταθεροποίησης και εξόδου της Ελλάδας από την κρίση χρέους. Επιπλέον, η διαχείριση των δανειακών υποχρεώσεων της χώρας βασίστηκε σε νέο δανεισμό και στην άσκηση πολιτικής δημοσιονομικής προσαρμογής και εσωτερικής υποτίμησης, για να αποφευχθούν η στάση πληρωμών από την Ελλάδα και σοκ στην οικονομία μέσω των εξαγωγών. Τέλος, πρέπει επίσης να σημειωθεί και η θετική επίδραση του αποπληθωρισμού στη μεγέθυνση του χρέους. Ειδικότερα, το 2014 η αύξηση του λόγου χρέος/αεπ κατά 2,1% τροφοδοτήθηκε κυρίως από τη συνεχιζόμενη αποπληθωριστική τροχιά της ελληνικής οικονομίας (συμβολή 2,6 ποσοστιαίες μονάδες) και τις υψηλές πληρωμές για τόκους (συμβολή 3,9 ποσοστιαίες μονάδες). Παράλληλα, και παρά την ένταση της δημοσιονομικής προσαρμογής, το επιτευχθέν πρωτογενές πλεόνασμα συνέβαλε μόλις κατά 0,4% στη μείωση του λόγου χρέος/αεπ (ΙΝΕ-Γ.Σ.Ε.Ε ετήσια έκθεση 2015). 21
Κεφάλαιο 4 ο Μαρξιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης Στο κεφάλαιο αυτό περνάμε στην ανάλυση της ελληνικής κρίσης και στην παράθεση βασικών ερμηνειών της κρίσης από τρεις διαφορετικούς συγγραφείς. Αρχικά, αναλύεται η άποψη του Μαυρουδέα Σ. όπου βασίζεται στη εξωτερική και εσωτερική διάσταση των αιτιών της κρίσης. Έπειτα παρατίθεται η άποψη του Μανιάτη Θ. ο οποίος στηρίζεται στον παράγοντα της αύξησης του κεφαλαίου και το θεωρεί ως το βασικό αίτιο της κρίσης. Τέλος αναλύεται η άποψη του Οικονομάκη Γ. που υποστηρίζει ότι η μείωση του κεφαλαίου προκύπτει λόγω της ύφεσης η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί την υποκατανάλωση. Η είσοδος της ελληνικής οικονομίας στην ΟΝΕ και η προσπάθεια να ενταχθεί στην εξελισσόμενη ενοποίηση οδήγησε σε πολλά προβλήματα. Η δόμηση της ΕΕ ως μίας οικονομικής ενοποίησης βρίσκεται πίσω από την στρατηγική υποβάθμιση. Η υποβάθμιση αυτή έχει γίνει αισθητή στον βαθμό σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τον μέσο όρο της ΕΕ. Μετά από μία περίοδο σύγκλισης, οι τάσεις απόκλισης ενισχύθηκαν δραματικά, ιδιαίτερα μετά την ΟΝΕ. Η απώλεια της δυνατότητας άσκησης συναλλαγματικής πολιτικής και η υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία επιδείνωσε επίσης και την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας. Για ένα μικρό χρονικό διάστημα η στρατηγική υποβάθμισης απαλύνθηκε καθώς η ΟΝΕ διευκόλυνε τον δανεισμό των λιγότερο αναπτυγμένων μελών της και οδήγησε σε μία τεχνητή ανάπτυξη. Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης στην Ελλάδα αμέσως μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, γεγονός στο οποίο βοήθησε σημαντικά και η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων που ενίσχυσαν σημαντικά την κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου (Μαυρουδέας Σ. 2013). Το τέλος σε όλη αυτή την ευφορία έθεσε το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης. Συγκεκριμένα, επανήλθε στην επιφάνεια η κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και οι αγορές χρήματος στέρεψαν. Η κερδοφορία περιορίσθηκε απότομα. Οι Βαλκανικές και ανατολικοευρωπαϊκές οικονομίες ήταν από τις πρώτες που επηρεάστηκαν καθώς εκτός από τα εσωτερικά τους προβλήματα επωμίσθηκαν και βάρη των ιμπεριαλιστικών οικονομιών ενώ ταυτόχρονα όμως εντάθηκαν και οι ενδο-οικονομικοί ανταγωνισμοί με αποτέλεσμα οι πιο αδύναμες χώρες, μεταξύ αυτών και η ελληνική οικονομία, να χάσουν έδαφος και κερδοφορία (Μαυρουδέας Σ., 2013). 22
Το μαρξιστικό μοντέλο: Η Μαρξιστική ερμηνεία για την κρίση θέτει το ζήτημα της ανατροπής του καπιταλισμού καθώς το ξεπέρασμα των κρίσεων συνεπάγεται τη καταρράκωση της πλειοψηφίας του εργατικού δυναμικού. Το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης του 2008 προκάλεσε σοβαρές διαταραχές σε διεθνές επίπεδο. Όξυνε τις αντιθέσεις μεταξύ ΗΠΑ ΕΕ Άπω Ανατολής και των νέο-αναδυόμενων χωρών, όπως της Βραζιλίας, Ινδίας, Κίνας κλπ. Στις αντιπαραθέσεις αυτές η ΕΕ βρέθηκε στο κέντρο και αυτό εκφράσθηκε με την λεγόμενη «κρίση του ευρωπαϊκού κρατικού χρέους». Καθώς η χρεοκοπία ήταν ήδη γεγονός, η ΕΕ προχώρησε σε έκτακτους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, με πρώτο το EFSF όπου αποδείχθηκε ανεπαρκής, με σκοπό να αποφευχθεί τουλάχιστον η ανοικτή χρεωκοπία κάποιων μελών της. Έπειτα από τον EFSF μηχανισμό ακολούθησε η θεσμοθέτηση του ESM. 4.1 Η εξωτερική και εσωτερική διάσταση της ελληνικής κρίσης Από το 2008 τα δημόσια ελλείμματα εκτινάχθηκαν στα ύψη και ακολούθησε το δημόσιο χρέος καθώς η κατάσταση αυτή χρηματοδοτήθηκε κυρίως με δανεισμό. Έτσι για πολλές χώρες η κρίση μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση. Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας με ορισμένες επιπρόσθετες ιδιομορφίες. Η ελληνική κρίση πήρε την μορφή των «διπλών ελλειμμάτων» σαν αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης. Τα ετήσια δημόσια ελλείμματα που μεταφράζονται σε συσσωρευμένο δημόσιο χρέος οφείλονται κυρίως στους χαμηλούς φόρους εισοδήματος και πλούτου των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων. Επιπλέον, κατά την τελευταία δεκαπενταετία τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο από την πληρωμή υπέρογκων τόκων δημοσίου χρέους, ένα κονδύλι που ήταν ακριβώς ίσο με το μέσο ετήσιο έλλειμμα της περιόδου (Μαυρουδέας Σ., 2013). Όμως, και σε άλλες μεταπολεμικές περιόδους η ελληνική οικονομία είχε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά κατόρθωσε να τα χρηματοδοτήσει. Το κατόρθωσε όμως σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ανόδου. Επιπλέον, βοήθησε το γεγονός ότι μπορούσε να καλύψει, σε μεγάλο βαθμό, τα δημοσιονομικά ελλείμματα με ελεγχόμενο εσωτερικό δανεισμό (Μαυρουδέας Σ., 2013). Όμως στη περίπτωση αυτής της κρίσης, λόγω της διεθνούς αγοράς σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια που παρείχε η υιοθέτηση του ευρώ, αλλά και η 23
φθίνουσα εγχώρια αποταμίευση, το ελληνικό κράτος προχώρησε σε εξωτερικό δανεισμό με σκοπό να καλυφθούν τα δημοσιονομικά του ελλείμματα. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε επιδείνωση του εξωτερικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Συνεπώς, τα λεγόμενα διπλά ελλείμματα αποτελούν παράγωγα και όχι αίτια της κρίσης στην Ελλάδα. Η Ελλάδα παρουσιάζεται σαν ένας από τους βασικούς παράγοντες της παγκόσμιας αστάθειας και της κρίσης της ευρωζώνης. Χαρακτηρίζεται διαφθαρμένη και σπάταλη σαν χώρα η οποία εκμεταλλεύθηκε πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και παραβίασε τους κανόνες της Συνθήκης του Μάαστριχτ με την εκτεταμένη χρήση παραποιημένων στατιστικών στοιχείων ( τα λεγόμενα «ελληνικά στατιστικά»). Αυτά τα γεγονότα επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την ήδη ασταθή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και διακινδυνεύεται να την βυθίσουν περισσότερο σε αυτή. Για τη δημιουργία και την έξαρση αυτής της οικονομικής κατάστασης που πλήττει την Ελλάδα, είναι προφανές ότι υπάρχουν και άλλες αιτίες, πέρα από τη μετάδοση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης που έπληξε την Αμερική και μετέπειτα εξελίχθηκε σε διεθνή. Σε αυτή την ενότητα γίνεται μία εκτενείς αναφορά των αιτιών που οδήγησαν τη χώρα στη βαθιά ύφεση και προκάλεσαν την κρίση χρέους. Η ανάλυση των αιτιών που οδήγησαν την ελληνική οικονομία σε κρίση γίνεται από την πλευρά της μαρξιστικής οπτικής, η οποία αναλύει την ελληνική κρίση διαχωρίζοντάς την σε δύο διαστάσεις, την εσωτερική και την εξωτερική. Η Μαρξιστική ανάλυση εστιάζει στα βασικά χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης. Υποστηρίζει ότι η ελληνική κρίση δεν είναι μία κρίση χρέους ή διπλών ελλειμμάτων αλλά μία βαθειά και δομική κρίση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως δίδυμη κρίση εξαιτίας των δύο διαστάσεων που έχει: την εσωτερική και την εξωτερική διάσταση. Η εσωτερική διάσταση προκύπτει από την ανεπαρκή κερδοφορία του συστήματος λόγω της μακροχρόνιας λειτουργίας του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Αυτό αποτελεί και τη θεμελιώδη αιτία της κρίσης υπερσυσσώρευσης του ελληνικού κράτους που εκδηλώθηκε το 2007-2008. Η φθίνουσα κερδοφορία οδηγεί στην συσσώρευση κεφαλαίων που αδυνατούν να επενδυθούν επαρκώς κερδοφόρα (υπερσυσσώρευση). Η λύση είναι η καταστροφή αυτών των κεφαλαίων που όμως είναι εξαιρετικά επώδυνη. Σε συνδυασμό με τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης 24
της εργατικής τάξης στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης, μείωσαν δραστικά την καπιταλιστική κερδοφορία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Λόγω αυτής της μείωσης δημιουργήθηκαν οι πιο πρόσφατες διαδοχικές «φούσκες» του χρηματιστηρίου και των κατοικιών και τα δημοσιονομικά ελλείμματα στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του συστήματος για την τόνωση της ζήτησης. Η εξωτερική διάσταση αφορά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και το γεγονός ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης επιδεινώνεται λόγω της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή ενοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός δέχεται βάρη από ισχυρότερους απ αυτόν ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας είναι παράγωγο αυτών των δύο διαστάσεων και όχι το κύριο αίτιο της κρίσης, που επιδεινώνουν όμως σημαντικά την ήδη άσχημη κατάσταση. Η ένταξη στην ευρωπαϊκή οικονομική ενοποίηση αποτελεί την μεταπολεμική «Μεγάλη Ιδέα» του ελληνικού κεφαλαίου που στόχευε κυρίως στη: Βραχυπρόθεσμα, στη διασφάλιση του συστήματος στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο Μακροπρόθεσμα, στη διευκόλυνση των οικονομικών αναδιαρθρώσεων για την αντιμετώπιση της δομικής κρίσης. Όμως η «Μεγάλη Ιδέα» έκρυβε πολλούς κινδύνους όπως ήταν το άνοιγμα της οικονομίας και ο ανταγωνισμός με τα πιο αναπτυγμένα ευρωπαϊκά κεφάλαια που υποβάθμιζε τα ελληνικά. Επιπλέον, λόγω της ευρωπαϊκής ενοποίησης, η εκχώρηση πολιτικών αλλά και οικονομικών εξουσιών στα κέντρα της ΕΕ, στερούν βαθμούς ελευθερίας του ελληνικού κεφαλαίου και υπάγουν τα συμφέροντα τους σε αυτά των πρώτων. Το αποτέλεσμα ήταν οι κίνδυνοι να υπερισχύουν. Η ελληνική οικονομία, πριν από την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, είχε μία σχετικά συνεκτική παραγωγική δομή που ήταν ανταγωνιστική έναντι των ευρωπαϊκών κεφαλαίων αλλά και άλλων (ιδιαίτερα μεσογειακών) κεφαλαίων. Με το άνοιγμα της οικονομίας εξαιτίας της ένταξης αυτή η παραγωγική δομή διασαλεύθηκε. Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και η δημιουργία της ενιαίας αγοράς δεν ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Αντιθέτως, το άνοιγμα της οικονομίας αποδιάρθρωσε την παραγωγική δομή και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου, 25
οξύνοντας υπάρχοντα προβλήματα με αποτέλεσμα την μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα από θετικό σε αρνητικό. Αφετέρου, με εξαιρετικά επωφελείς όρους έγιναν οι εισροές ξένων κεφαλαίων και οι συμπράξεις με τα ελληνικά κεφάλαια. Για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η ελληνική οικονομία επωφελήθηκε από πακέτα βοήθειας που δόθηκαν σε εποχές οικονομικής ευφορίας στις λιγότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες με σκοπό την σύγκλισή τους με τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Οι μεταβιβαστικές αυτές πληρωμές όμως μετατράπηκαν σε αμφίβολης αξίας προγράμματα ή σε πολυέξοδες υποδομές που κυρίως ωφελούσαν σχεδιασμούς των ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Τελικά αποδείχθηκαν ουσιαστικά εμπορικές πιστώσεις των ευρωπαίων για την χρηματοδότηση των επιλογών τους και την αγορά εμπορικών προϊόντων. Επιπλέον, η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου δεν συνέβη μόνο έναντι των ευρωπαϊκών κεφαλαίων αλλά και έναντι άλλων κεφαλαίων. 4.2 Η «κλασσική» αιτία της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους Η παρακάτω ανάλυση θεωρεί ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι η ετεροχρονισμένη εμφάνιση της κρίσης της δεκαετίας του 1970 και γι αυτό το λόγο είναι δύσκολο να ξεπερασθεί. Επιπλέον, η ελληνική κρίση αποτελεί μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η κρίση της ελληνικής οικονομίας που έχει καταστήσει την αναπαραγωγή του συστήματος προβληματική, αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα της δράσης του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, και της συσσώρευσης τεράστιου δημοσίου χρέους σε σχέση με το ΑΕΠ. Η μεγάλη συσσώρευση χρέους στις συνεχιζόμενες συνθήκες βαθιάς ύφεσης και κρίσης, έχει καταστεί ως μη βιώσιμο, απαιτώντας ριζικές παρεμβάσεις για τη σωστή διαχείριση και λύση του προβλήματος. Από την άλλη πλευρά, εκτός από κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου και χαμηλής κερδοφορίας είναι επιπρόσθετα και κρίση συσσώρευσης δημοσίου χρέους, ένας συνδυασμός που έχει πλέον καταστήσει την αναπαραγωγή του ελληνικού καπιταλισμού ιδιαίτερα προβληματική (Μανιάτης Θ.,2013). Υποστηρίζεται ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, που προκλήθηκε αρχικά από τη λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και οξύνθηκε λόγω μεγάλων δημοσιονομικών ανισορροπιών. 26
Στο παρόν κομμάτι της εργασίας αναφέρονται οι διαστάσεις της μορφής και της καταγωγής της τρέχουσας κρίσης στην Ελλάδα. Αυτές οι τρεις διστάσεις είναι η διεθνής οικονομική κρίση, η κρίση κερδοφορίας και συσσώρευσης κεφαλαίου στην ελληνική οικονομία. Αρχίζοντας την ανάλυση με τη πρώτη διάσταση η οικονομία των ΗΠΑ τη περίοδο της «χρυσής εποχής» είχε μεγάλα ποσοστά κέρδους, και μεγάλους ρυθμούς αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κατά κεφαλή. Πίνακας 2 : Μέσοι ετήσιοι ρυθμοί μεταβολής παραγωγικότητας εργασίας (y)και ΑΕΠ κατά κεφαλή. ΑΕΠ κατά κεφαλή 1960-69 1970-80 1980-90 1990-2000 2000-2005 2000-2010 ΗΠΑ 3.3 2.4 2.6 2.2 1.5 0.8 Ιαπωνία 9.0 2.8 3.9 0.8 1.2 0.8 Γερμανία 3.5 2.8 2.0 1.3 0.4 1.0 G-7 3.8 2.1 1.9 1.4 1.2 0.7 Αναπτυγμένες οικονομίες (Ευρώπη) Αναπτυγμένες οικονομίες --- 2.7 2.2 1.8 1.4 1.1 ---- 2.6 2.6 1.9 1.5 1.0 Παραγωγικότητα εργασίας (y=aeπ/l) 1960-69 1970-80 1980-90 1990-2000 2001-2007 2007-2009 ΗΠΑ 2.4 1.6 1.45 1.8 2.0 1.4 Ιαπωνία 8.6 4.3 4.1 2.1 2.1-0.9 Γερμανία 4.2 3.8 2.35 2.15 1.6-1.3 EE-12 5.1 2.9 2.1 2.0 1.3-0.1 G-7 4.8 2.9 2.25 2.1 1.8 0.1 Πηγή: Μανιάτης Θ., 2013 Ακόμη η συσσώρευση κεφαλαίου είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη άνοδο της σύνθεσης κεφαλαίου (Κ/Υ) όπως φαίνεται και στο παρακάτω 27
RSV K/Y γράφημα, και αποτελείτο βασικό στοιχείο πίσω από την κρίση σύμφωνα με το νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Η ελληνική οικονομία κατά τη μεταπολεμική περίοδο ακολούθησε μια παρόμοια πορεία με αυτήν των ΗΠΑ και των άλλων αναπτυγμένων οικονομιών, όπως έχει αναφερθεί και νωρίτερα, με κάποιες χρονικές υστερήσεις συνήθως πενταετούς διάρκειας στην εναλλαγή των διαφόρων φάσεων της κερδοφορίας και της διαδικασίας συσσώρευσης κεφαλαίου. Γράφημα 4.Ποσοστό υπεραξίας (S/V) και λόγος κεφαλαίου-προϊόντος (Κ/Υ), Ελλάδα 1958-2009 400% Rate of surplus value and capital output ratio 350% 350% 300% 300% 250% 250% 200% 150% 200% 150% 100% RSV K/Y 1958 1960 1962 1964 1966 1968 1970 1972 1974 1976 1978 Πηγή: Μανιάτης Θ.,2013 Το αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης αύξησης του λόγου κεφαλαίου προϊόντος, της αύξησης των μισθών και κατ επέκταση της μείωσης του ποσοστού υπεραξίας και του μεριδίου των κερδών ήταν η ραγδαία πτώση του ποσοστού κέρδους για την περίοδο 1974-1986. Οι κεϋνσιανές πολιτικές τόνωσης της ζήτησης που ακολουθήθηκαν την περίοδο αυτή, αφενός δεν οδήγησαν σε αύξηση του προϊόντος καθώς το πρόβλημα δεν ήταν η επαρκής ενεργός ζήτηση αλλά η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου, αφετέρου δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για αυξήσεις των τιμών, δηλαδή την εμφάνιση του στασιμοπληθωρισμού (stagflation) (Μανιάτης Θ.,2013). Εν κατακλείδι, από την ανάλυση του κ Μανιάτη Θ. μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ελληνική κρίση ακολούθησε ένα συγκεκριμένο μοτίβο. Αρχικά τονίζεται ότι η κρίση της ελληνικής οικονομίας είναι πρώτα απ όλα μέρος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Προκλήθηκε 28 1980 1982 1984 1986 1988 1990 1992 1994 1996 1998 2000 2002 2004 2006 2008 100% 50% 0%
από τη λειτουργία του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους λόγω της αυξανόμενης οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου και οξύνθηκε από την παρουσία μεγάλων δημοσιονομικών ανισορροπιών. Επιπλέον,, το συμπέρασμα που προκύπτει από τη σύγκριση της Ελλάδας με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, λόγω κοινών στοιχείων δημοσιονομικής δομής με τις νοτιοευρωπαϊκές χώρες, είναι ότι τα δημόσια ελλείμματα και η συσσώρευση του δημοσίου χρέους οφείλονται κυρίως στη χαμηλή φορολόγηση του κεφαλαίου και των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων και όχι σε κατακτήσεις της εργατικής τάξης, στην αύξηση των μισθών πάνω από την αύξηση της παραγωγικότητας ή στα καθαρά οφέλη από τις κοινωνικές δαπάνες. Αντιθέτως, η κρίση αποτέλεσε προϊόν της απρόσκοπτης λειτουργίας του συστήματος κατά την περίοδο του νεοφιλελευθερισμού. Στην Ελλάδα, το πιο σκληρό μέρος εφαρμογής του νεοφιλελευθερισμού εφαρμόζεται με αφορμή το συσσωρευμένο δημόσιο χρέος. Ξεκινώντας με έναν ιδιαίτερα υψηλό λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ οφειλόμενο κυρίως στη χαμηλή φορολόγηση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων. Η μεγάλη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση σε συνδυασμό με την πτώση στη δημόσια κατανάλωση αποθαρρύνουν τις επενδύσεις δημιουργώντας τη βαθύτερη ύφεση από τα τέλη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και αποτρέποντας τη σοβαρή μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ενώ ταυτόχρονα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνει. Έτσι λοιπόν το πρόβλημα της συνύπαρξης μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων και μεγάλης ύφεσης οδήγησε στην προσπάθεια προσαρμογής μέσω της αγοράς εργασίας και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα έτσι ώστε η αύξηση του προϊόντος να έλθει είτε μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, είτε μέσω της αύξησης των καθαρών εξαγωγών. Είναι γνωστό το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας διεθνώς, και σαν ένα είδος φόβητρο για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη έτσι ώστε να αποδεχθεί ευκολότερα μειώσεις μισθών και κοινωνικών παροχών. Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών ήταν η συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας παρόμοια με αυτήν της Μεγάλης Ύφεσης, σωρευτικά περίπου 15% του ΑΕΠ μέχρι τώρα στα πρώτα τέσσερα χρόνια της ύφεσης. Οι υλικές αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για να εκφρασθεί και πάλι μια τέτοια απειλή σύμφωνα με την άποψη του κ. Μανιάτη Θ..Είναι προφανές ότι η αγορά και το «αόρατο χέρι» απέτυχαν και πάλι να κατανείμουν τους πόρους αποτελεσματικά, η αμφισβήτηση του συστήματος οφείλει πλέον να είναι όχι μόνο από την άποψη μιας πιο δίκαιης διανομής του εισοδήματος αλλά και από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της διεύθυνσης της οικονομίας και της αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας. 29
4.3 Η υποδεέστερη θέση του ελληνικού καπιταλισμού εντός της ΕΕ ως μία τρίτη προσέγγιση Όπως έχει αναλυθεί και σε προηγούμενο κομμάτι της παρούσας εργασίας η κρίση της ελληνικής οικονομίας εκδηλώθηκε σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τα οποία οφείλονται στο έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας μέσα στα πλαίσια της ΕΕ-ΟΝΕ με την επακόλουθη μείωση των εισαγωγών που περιστέλλει αυτά τα ελλείμματα. Λαμβάνοντας υπόψη μας ότι μια χώρα που χαρακτηρίζεται από διαρκή ελλείμματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, κάποια στιγμή θα γίνει χώρα-οφειλέτης, ενώ αντιθέτως μια χώρα με διαρκή πλεονάσματα θα γίνει χώρα-πιστωτής. Όπως φαίνεται και στο παρακάτω σχήμα που αποτυπώνονται οι ανάλογες συνέπειες επί του χρέους-δανεισμού των νοτιοευρωπαϊκών χωρών κατά τη διάρκεια εμβάθυνσης στα πλαίσια της ΕΕ μέχρι την πρόσφατη κρίση. Γράφημα 5: Καθαρός δανεισμός* (% ΑΕΠ) Γερμανίας, Ελλάδας, Ισπανίας και Πορτογαλίας (1995-2015) 10 5 0-5 -10-15 -20 1995 2000 2005 2010 2015 Γερμανία Ελλάδα Ισπανία Πορτογαλία Πηγή: Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ.,2016 Μετά από το έτος 2000 έχουμε την μεγάλη αύξηση του πλεονάσματος του γερμανικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και αντίστοιχα την αύξηση των ελλειμμάτων των νοτιοευρωπαϊκών χωρών (Ελλάδα, Πορτογαλία, Ισπανία). Στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας, η αδυναμία της εγχώριας προσφοράς να ανταποκριθεί στην εγχώρια και εξωτερική ζήτηση αποτυπώνεται στις διαφορετικές εισοδηματικές ελαστικότητες ζήτησης μεταξύ των εγχώρια παραχθέντων και εξαχθέντων εμπορευμάτων και των εισαγόμενων εμπορευμάτων. Τα εισαγόμενα εμπορεύματα χαρακτηρίζονται κυρίως από υψηλότερη εισοδηματική ελαστικότητα ζήτησης έναντι των εγχώρια παραχθέντων και εξαχθέντων. Ανάλογη επισήμανση γίνεται από την Τράπεζα της Ελλάδος (2003, 37) για το 30
2002, όπου σημειώνεται ότι «είναι ακόμα λίγοι οι κλάδοι που παράγουν δυναμικά εξαγώγιμα προϊόντα, δηλαδή προϊόντα που χαρακτηρίζονται από υψηλή εισοδηματική ελαστικότητας ζήτησης». Πρέπει να επισημανθεί ότι η «διαρθρωτική» αυτή αδυναμία της ελληνικής οικονομίας, επιδεινώνεται με την είσοδο της χώρας στην ΕΕ και την ΟΝΕ, δεν συνδέεται ειδικά με την είσοδο στην ΕΕ-ΟΝΕ. Επιπρόσθετα, «η εισαγωγική (σε σταθερές τιμές) διείσδυση στην ελληνική μεταποίηση την περίοδο 2000-2008 παρουσίασε άνοδο, με αποτέλεσμα το 2008 να υπερβαίνει το 80% της εγχώριας φαινομενικής κατανάλωσης μεταποιημένων προϊόντων». Ταυτόχρονα, η υψηλή εισοδηματική ελαστικότητα για τα εισαγόμενα (βιομηχανικά γενικώς) προϊόντα συνδυάζεται με χαμηλή ελαστικότητα τιμών γι αυτά τα προϊόντα. Ως αποτέλεσμα, οι υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης συνοδεύονται από αυξανόμενες πληρωμές για εισαγωγές (βλ. Τράπεζα της Ελλάδος 2000) και διευρυνόμενα ελλείμματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών. Το εγχώριο προϊόν, συνεπώς αυξανόταν, εφόσον η αύξηση της εσωτερικής ζήτησης για μη-εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες υπερ-αντιστάθμιζε την αύξηση της ζήτησης εμπορεύσιμων από το εξωτερικό, ωστόσο αυξανόταν με υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών (βλ. σχετικά και Ιωακείμογλου και Μηλιός 2005). Επομένως, η κατεύθυνση ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, μέσα στη δεκαετία του 2000 εντός της ΕΕ-ΟΝΕ είχε σαν αποτέλεσμα η οικονομική ανάπτυξη να συνοδεύεται από υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και επομένως και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016). Η υποδεέστερη θέση του ελληνικού καπιταλισμού εντός της ΕΕ-ΟΝΕ είναι αποτέλεσμα του «εξωστρεφούς» μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού. Είναι αυτό το μοντέλο που εντός της ΕΕ-ΟΝΕ οδήγησε στον τύπο ανάπτυξης που βασίζεται και αναπαράγει υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η ελληνική οικονομία είναι μια σχετικά «εξωστρεφής» οικονομία εντός της ΕΕ-ΟΝΕ καθώς εμφανίζει σχετικά ασθενείς εγχώριες παραγωγικές διασυνδέσεις και ταυτόχρονα υψηλή εξειδίκευση, σχετικά χαμηλό επίπεδο βιομηχανικής και τεχνολογικής ανάπτυξης (και παραγωγική δομή κυριαρχούμενη από μικρές επιχειρήσεις), «δυσμενείς» σχετικές εισοδηματικές ελαστικότητες ζήτησης, και συνεπώς σχετικά χαμηλή διεθνή ανταγωνιστικότητα, η οποία εκφράζεται από δυσμενείς όρους εμπορίου και εμπορικά ελλείμματα. Στις συνθήκες της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης η ελληνική οικονομία αναδείχτηκε ως ο κατεξοχήν «αδύναμος κρίκος» της «ιμπεριαλιστικής αλυσίδας» της ΕΕ-ΟΝΕ λόγω ακριβώς αυτού του «εξωστρεφούς» μοντέλου ανάπτυξης του ελληνικού 31
καπιταλισμού που οδήγησε σε συστηματικές μεταφορές αξίας προς τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Είναι αυτές οι μεταφορές αξίας που οδηγούν στα ελλείμματα στο ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών και επακόλουθα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Κρίσιμη παράμετρος αυτών των μεταφορών αξίας που προέρχεται από το «εξωστρεφές» μοντέλο ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο της ΕΕ-ΟΝΕ φαίνεται να είναι η ανομοιότητα της δομής παραγωγής-εμπορίου μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και των χωρών της ΕΕ, και ιδίως του σκληρού πυρήνα των εμπορικών της ανταγωνιστών (ευρωζώνη) (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016). Η ανομοιότητα αυτή σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει τεράστια απόσπαση αξίας κυρίως μέσω της μεταβολής σε βάρος της των όρων εμπορίου λόγω διεθνούς διακλαδικού ανταγωνισμού. Η ύφεση, την οποία επέτεινε η επιβολή των Μνημονίων οδηγεί, σε ραγδαία μείωση της κερδοφορίας, εξαιτίας της ενεργοποίησης της υποκαταναλωτικής συνιστώσας της κρίσης. Αυτό το υποκαταναλωτικό υπόβαθρο είναι η μορφή εμφάνισης στη συγκυρία της διεθνούς οικονομικής κρίσης του βαθύτερου δομικού-αναπτυξιακού προβλήματος του ελληνικού καπιταλισμού, ιδίως στη δεκαετία του 2000, που εκφράζεται με τον τύπο ανάπτυξης που βασίζεται και αναπαράγει υψηλά ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Η ανάπτυξη αυτή έφτασε στα όριά της με το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης. Δεδομένου ότι η κύρια αιτία των οικονομικών κρίσεων στον καπιταλισμό εμφανίζεται κατά τη διάρκεια της παραγωγικής διαδικασίας και της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους, το επακόλουθο είναι η εμφάνιση της υποκατανάλωσης. Όταν το ποσοστό του κέρδους πέφτει κάτω από το συνηθισμένο του επίπεδο, ο περιορισμός των επιχειρήσεων εμφανίζεται με τη μείωση της καταναλωτικής ικανότητας, δηλαδή με τη μορφή απούλητων επενδυτικών και καταναλωτικών εμπορευμάτων. Γράφημα 6: Απόδοση καθαρού αποθέματος κεφαλαίου (r) στην ελληνική οικονομία (1960-2015) 0,2 0,15 0,1 0,05 0 1960 1965 1970 1975 1980 1985 1990 1995 2000 2005 2010 2015 Πηγή: Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016 32
Όπως προκύπτει από το σχήμα μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις βασικές επιμέρους περιόδους στη διάρκεια της περιόδου 1960-2015: δυο ανοδικές και δυο καθοδικές. Η τελευταία (καθοδική) περίοδος, αυτή της πρόσφατης κρίσης, δείχνει, ωστόσο, να μην είναι ενιαία, αλλά να σπάει σε δυο διακριτές υποπεριόδους, μια καθαρά καθοδική και μια ελαφρά ανοδική τα τελευταία τρία χρόνια, η σημασία της οποίας, δεν μπορεί να αξιολογηθεί με τα διαθέσιμα στοιχεία (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., 2016). Στο έργο του Μαρξ υπάρχουν πολλές αναφορές και αναλύσεις όπου παρουσιάζουν το πρόβλημα της «πραγματοποίησης» της υπεραξίας, το οποίο αποτελεί από μόνο του ένα βασικό παράγοντα των κρίσεων στα πλαίσια του καπιταλισμού. Σύμφωνα με τον Μαρξ: «Όσο περισσότερο αναπτύσσεται η παραγωγική δύναμη, τόσο περισσότερο έρχεται σε σύγκρουση με τη στενή βάση, πάνω στην οποία στηρίζονται οι σχέσεις κατανάλωσης» (Οικονομάκης Γ., Μαρκάκη Μ., καλοκαίρι 2016). Επίσης σε ένα άλλο τμήμα του 3 ου Τόμου του Κεφαλαίου αναπτύσσεται μία υποκαταναλωτική άποψη και ο Μαρξ εντοπίζει την αιτία της υποκατανάλωσης και επομένως το βαθύτερο αίτιο των οικονομικών κρίσεων στη «φτώχεια των μαζών»: «Η αιτία όλων των πραγματικών κρίσεων παραμένει πάντα η φτώχεια και ο περιορισμός της κατανάλωσης των μαζών, που αντιτίθεται στην τάση της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής να αναπτύσσει έτσι τις παραγωγικές δυνάμεις, λες και το όριό της αποτελείται μόνο από την απόλυτη ικανότητα κατανάλωσης της κοινωνίας» (Μαρξ 1978,610). Έτσι, η αδυναμία «πραγματοποίησης» της υπεραξίας, λόγω της «φτώχειας των μαζών» αποτελεί ένα αυτοτελές και άμεσο αίτιο των οικονομικών κρίσεων, που επιδρά αρνητικά στο ποσοστό του κέρδους. Θα πρέπει να σημειωθεί, ότι στην περίπτωση της υποκαταναλωτικής προσέγγισης του Μαρξ οι σχέσεις διανομής εμφανίζονται να έχουν τον βασικότερο ρόλο στην οικονομική κρίση. Οι σχέσεις αυτές ανάγονται στη συνέχεια στη διαδικασία της παραγωγής καθώς και στους όρους εκμετάλλευσης της εργασίας. Υπό την έννοια αυτή θα μπορούσε να σημειωθεί ότι στη μαρξική θεωρία της πτωτικής τάσης του ποσοστού του κέρδους αν η βαθύτερη αιτία της κρίσης εντοπίζεται άμεσα στη διαδικασία παραγωγής, τότε στην περίπτωση της υποκαταναλωτικής 33