ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ

Σχετικά έγγραφα
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. Η ΑΠΛΗ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙΙΙ. Η ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΟΜΟΔΙΚΙΑ ΙV. Η ΠΡΟΣΘΕΤΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Εργασιακά Θέματα «Το νέο καθεστώς της Μεσολάβησης Διαιτησίας μετά τον Ν. 4303/2014»

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Πρόλογος. Συντομογραφίες.. Γενική Εισαγωγή. 1

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

της δίωξης ή στην αθώωση.

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

Απόφαση 210 / 2018 (Α1, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Αριθμός 210/2018 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Nόµος 3994/2011. «Εξορθολογισµός και βελτίωση στην απονοµή της δικαιοσύνης»

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα, 20/01/2017 ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

Σελίδα 1 από 5. Τ

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Η άσκηση ανταίτησης στη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων μετά τις τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 (Μελέτη στον τόμο

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

Προθεσμίες διενέργειας διαδικαστικών πράξεων

Διοικητικό Δίκαιο. Αστική ευθύνη του δημοσίου 1 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

670/2012 (Β2, ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ) Ο

ΣΥΝΗΓΟΡΟΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΗ ΑΡΧΗ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΕΦΕΤΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΑΡΙΘΜΟΣ 2422/2012

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΑΣΤΙΚΟΥ, ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΘΕΜΑ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗΣ ΕΡΓΑΣΙΑΣ : Ο ΚΑΝΟΝΑΣ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Η ΑΡΧΗ NE BIS IN IDEM ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ : ΑΠΑΛΑΓΑΚΗ ΧΑΡΟΥΛΑ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ : ΜΑΥΡΑΝΤΖΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ Θεσσαλονίκη, Μάρτιος 2010 1

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ : Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ σελ.6 - Η αποτύπωση της αρχής ne bis in idem στη διάταξη 514 του ΚΠολΔ. - Ο σκοπός της νομοθετικής πρόβλεψης του κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων. - Η δυνατότητα ισχύος της δεύτερης έφεσης ως δικόγραφο προσθέτων λόγων ή ως αντέφεση. - Αναφορά στην υπ αριθμ. 681/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών. ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 514 ΚΠΟΛΔ σελ.10 - Η συνταγματική κατοχύρωση των ενδίκων μέσων. - Η άρνηση της κρατούσας άποψης περί συνταγματικής κατοχύρωσης των περισσοτέρων βαθμών δικαιοδοσίας. - Επισκόπηση του ζητήματος για το αν η απαγόρευση του άρθρου 514ΠολΔ συνιστά περιορισμό του συνταγματικού δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ σελ.16 - Γενική προσέγγιση των χαρακτηριστικών του θεσμού της αναγκαίας ομοδικίας. - Αναλυτική εξέταση της διχογνωμίας σχετικά με τη σύλληψη της αναγκαίας ομοδικίας είτε ως σύνολο πλειόνων δικών είτε ως ενιαία κοινότητα συμφερόντων. - Εφαρμογή του κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων ανάλογα με την υιοθέτηση των αντίστοιχων θεωριών. - Σχολιασμός της υπ αριθμ. 986/2007 απόφασης του Αρείου Πάγου. 2

- Παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης και συσχετισμός με τον κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ σελ.31 - Η δικονομική αυτοτέλεια των απλών ομοδίκων. - Περιπτώσεις παραβίασης του ανεπίτρεπτου ασκήσεως δεύτερου ενδίκου μέσου από τον απλό ομόδικο. ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΙΟΛΟΓΙΑ - Υπ αριθμ. 4336/2007 απόφαση του Εφετείου Αθηνών - Υπ αριθμ. 13/2007 απόφαση του Εφετείου Θεσσαλονίκης - Υπ αριθμ. 3488/2008 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας - Υπ αριθμ. 1659/2008 απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας - Υπ αριθμ. 83/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου - Υπ αριθμ. 1779/2008 απόφαση του Αρείου Πάγου - Υπ αριθμ. 6931/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών - Υπ αριθμ. 681/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών σελ.35 ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ-ΤΕΛΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ σελ.49 ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ σελ.50 3

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ αρ. Αρμ ΑρχΝ Βλ. ΔΕΚ Δ ΔΠρΑθ Ε.Ε. ΕισΝΑΚ εκδ. ΕλλΔνη επ. εξ. Ε.Σ.Δ.Α. άρθρο Αρμενόπουλος Αρχείο Νομολογίας βλέπε Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων Δίκη Διοικητικό Πρωτοδικείο Αθηνών Ευρωπαϊκή Ένωση Εισαγωγικός Νόμος Αστικού Κώδικα εκδόσεις Ελληνική Δικαιοσύνη επόμενα εξής Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΕφΑθ Καν. κ.εξ. ΚΠολΔ Εφετείο Αθηνών Κανονισμός και εξής Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας 4

λ.χ. ΜΠρΘηβ ΝοΒ λόγου χάριν Μονομελές Πρωτοδικείο Θηβών Νομικό Βήμα ν. νόμος ν.π.δ.δ. ΟλΑΠ ΟλΕλΣυν ό.π ό.π.π. παρ. περ. πρβλ. σελ. ΣυλλΝομ ΣύμΒρυξ Σύντ. στοιχ. σχετ. υπόθ. ΧρΙΔ νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου Ολομέλεια Αρείου Πάγου Ολομέλεια Ελεγκτικού Συνεδρίου όπως πάνω όπως πιο πάνω παράγραφος περίπτωση παράβαλε σελίδα Συλλογή Νομολογίας Σύμβαση Βρυξελλών Σύνταγμα στοιχείο σχετικά υπόθεση Χρονικά Ιδιωτικού Δικαίου 5

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ Η απαγόρευση της επανειλημμένης άσκησης του αυτού ενδίκου μέσου κατά της αυτής απόφασης και με διαδίκους τους αυτούς ενεργητικά και παθητικά (η αρχή ne bis in idem) αποτυπώνεται ως προς την έφεση (και αναλογικά ως προς τα λοιπά ένδικα μέσα) στη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ και εξυπηρετεί πρωταρχικά την οικονομία της δίκης προς όφελος του νικήσαντος στον πρώτο βαθμό διαδίκου 1. Αποφεύγεται έτσι η κατάτμηση της διαφοράς μεταξύ δικαστηρίων δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας και, κατ αυτήν την έννοια, η διάταξη του άρθ. 514 ΚΠολΔ παρουσιάζει στενή συγγένεια με τις διατάξεις του άρθρ. 513 ΚΠολΔ που αποτρέπουν την κατάτμηση της διαφοράς μεταξύ δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας 2. Συνακόλουθα, η παρά την απαγόρευση του άρθρ. 514 ΚΠολΔ άσκηση δεύτερης έφεσης οδηγεί στην απόρριψή της ως απαράδεκτης, δεν εμποδίζεται, όμως, η άσκηση πρόσθετων λόγων (άρθρο 520 παρ.2 ΚΠολΔ), αφού αυτοί δε συνιστούν νέο ένδικο μέσο, αλλά συμπλήρωση του ήδη ασκημένου 3. Αντίστοιχα, η δεύτερη έφεση μπορεί να ισχύσει ως δικόγραφο 1 Βλ. αντί άλλων Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981, σελ.186επ. 2 Βλ. Μακρίδου, ΕλλΔνη 2006, σελ. 981/982 3 Βλ. Κεραμέα, Ένδικα Μέσα, 2007, σελ. 42 6

πρόσθετων λόγων ή ενδεχομένως ως αντέφεση (άρθρο 523 ΚΠολΔ), εφόσον κατατεθεί και στη γραμματεία του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου 4. Αναλυτικότερα, σύμφωνα με το άρθρο 514 ΚΠολΔ <<Δεύτερη έφεση από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο δεν επιτρέπεται>>. Η απαγόρευση άσκησης δεύτερης έφεσης τελεί υπό τις εξής προϋποθέσεις : α) να έχει ασκηθεί προηγουμένως άλλη έφεση, ακόμη κι αν αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, εκτός αν η πρώτη είναι ανυπόστατη ή παραιτήθηκε από αυτήν ο εκκαλών 5 ή η προηγούμενη έφεση ασκήθηκε χωρίς δικαίωμα 6, όπως λ.χ. κατά αποφάσεως μη οριστικής, β) να υπάρχει ταυτότητα αποφάσεων, να προσβάλλεται η ίδια απόφαση, ανεξάρτητα αν με τη δεύτερη έφεση πλήττονται διαφορετικά κεφάλαια ή προβάλλονται διαφορετικοί λόγοι 7, γ) να υπάρχει ταυτότητα διαδίκων 8, 4 Βλ. ΕφΑθ 57/1986, Δ 1986, σελ. 238 5 ΟλομΑΠ 25/2005. ΕλλΔνη 2005, σελ. 721, ΑΠ 3/1994, ΝοΒ 1994, σελ. 1143, ΑΠ 980/1997, ΕλλΔνη 1999, σελ. 295, ΑΠ 533/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 1597 6 ΟλομΑΠ 1138/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 640, ΕφΑθ 8553/2004, ΕλλΔνη 2006, σελ. 258, ΕφΑθ 7206/2006, ΕλλΔνη 2008, σελ. 270 7 Είναι, δηλαδή, αδιάφορο για τον αποκλεισμό της δεύτερης έφεσης το περιεχόμενό της, δηλαδή αν αυτή στηρίζεται στους ίδιους με την πρώτη έφεση λόγους ή σε διαφορετικούς ή αν πλήττει τα αυτά ή διαφορετικά κονδύλια ή κεφάλαια της αποφάσεως. Βλ. ΟλομΑΠ 1138/1974, ΝοΒ 1975, σελ. 640, ΑΠ 533/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ. 1597. ΕφΑθ 6891/2005, ΕλλΔνη 2008, σελ. 271 8 Η ταυτότητα των διαδίκων νοείται ενεργητικά και παθητικά παρά τη στενότερη διατύπωση του άρθρου 514 ΚΠολΔ, που αναφέρεται μόνο στον εκκαλούντα, αφού με διαφορετική εκδοχή θα έπρεπε ο εκκαλών να απευθύνει την έφεσή του υποχρεωτικά εναντίον όλων των αντιδίκων του στον πρώτο βαθμό, μολονότι η υποχρέωση αυτή συντρέχει κατά νόμον μόνο στην περίπτωση της αναγκαίας ομοδικίας (άρθρο 517 παρ.2 ΚΠολΔ). Βλ. ΑΠ 1010/1999, ΕλλΔνη 1999, σελ. 1737, ΕφΑθ. 5240/1985, Δ 1986, σελ. 358, ΕφΑθ 9516/1987, ΕΕργΔ 1988, σελ.263 7

δηλαδή ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος να είναι τα ίδια πρόσωπα. Η δεύτερη έφεση απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (αρθ.514 και 532 ΚΠολΔ). Στην περίπτωση σύνθετων ως προς τα αντικείμενα δικών η απαγόρευση της δεύτερης έφεσης ισχύει εφόσον όλα τα αντικείμενα της δίκης κρίθηκαν ενιαίως με την αυτή τελειωτική απόφαση, διαφορετικά επιτρεπτώς προσβάλλονται με διαδοχικές εφέσεις οι επιμέρους οριστικές αποφάσεις. Εμποδίζεται, έτσι, η άσκηση δεύτερης έφεσης που προσβάλλει το κεφάλαιο της ανταγωγής, όταν κατά της αυτής τελειωτικής απόφασης ασκήθηκε προηγουμένως μεταξύ των αυτών διαδίκων έφεση ως προς το κεφάλαιο της αγωγής 9. Ανάλογα, εμποδίζεται η άσκηση εφέσεως μεταξύ των αυτών διαδίκων για κάποιες από τις σωρευθείσες στο ίδιο δικόγραφο ή συνεκδικασθείσες στο πρώτο βαθμό αγωγές (αξιώσεις), όταν για τις υπόλοιπες από τις αγωγές αυτές, που κρίθηκαν με την αυτή τελειωτική απόφαση, προηγήθηκε η άσκηση άλλης έφεσης 10, ενώ διαφορετικό ζήτημα είναι η δυνατότητα προσβολής με πρόσθετους λόγους εφέσεως όσων κεφαλαίων της τελειωτικής απόφασης δεν προσβλήθηκαν ήδη με την έφεση. Η υπ αριθμ.681/2008 απόφαση του Εφετείου Αθηνών δέχτηκε τη δυνατότητα να ισχύσει η δεύτερη έφεση είτε ως δικόγραφο προσθέτων λόγων εφέσεως, αν αναφέρεται στα κεφάλαια της απόφασης που έχουν προσβληθεί με την πρώτη έφεση ή σε εκείνα που αναγκαστικώς συνέχονται με αυτά, είτε ως αντέφεση, στην περίπτωση που έχουν ασκηθεί από τους διαδίκους 9 Βλ. Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981, σελ. 96-97, Μακρίδου, ΕλλΔνη 2006, σελ.982 10 ΑΠ 533/2001, ΕλλΔνη 2001, σελ.1597 8

αντίθετες εφέσεις και η δεύτερη έφεση του ενός από αυτούς αναφέρεται στα κεφάλαια της αποφάσεως που προσβάλλονται με την έφεση του αντιδίκου ή σε κεφάλαια που αναγκαίως συνέχονται με αυτά. Για να ισχύσει, όμως, η δεύτερη έφεση ως αντέφεση ή ως δικόγραφο προσθέτων λόγων, δεν αρκεί μόνη η κατάθεση, αλλά απαιτείται και η κοινοποίηση αυτής τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της πρώτης εφέσεως ή της εφέσεως του αντιδίκου αντίστοιχα. Αν, όμως, η δικάσιμος που ορίστηκε αρχικά για την πρώτη έφεση ή για την έφεση του αντιδίκου αναβληθεί ή ματαιωθεί, η δεύτερη έφεση μπορεί να ισχύσει ως δικόγραφο προσθέτων λόγων ή ως αντέφεση, εφόσον κοινοποιήθηκε στον αντίδικο τριάντα μέρες πριν από τη νέα δικάσιμο 11. Συμπερασματικά, επιβεβαιώνεται η παρατήρηση ότι όσο διασπάται ο κανόνας του άρθρου 513 ΚΠολΔ και επιτρέπεται η άσκηση εφέσεως κατά αποφάσεων οριστικών αλλά μη τελειωτικών τόσο συρρικνώνεται το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 514 ΚΠολΔ, που μπορεί να λειτουργήσει μόνον εφόσον εκδίδεται εξ αρχής τελειωτική απόφαση και ασκούνται διαδοχικές εφέσεις από τον ίδιο διάδικο κατά του αυτού αντιδίκου του, ενεργώντας μάλιστα αμφότερες οι πλευρές υπό την αυτή ιδιότητα. 11 Βλ. Τ. Οικονομόπουλο, Εγχειρ.Πολ.Δικ Τόμος β σελ.41, Σαμουήλ Σαμουήλ <<Η ΕΦΕΣΗ κατά τον ΚΠολΔ>> Ε σελ.60επομ., ΕφΠειρ. 570/1996, ΕλλΔνη 38.680. 9

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 514 ΚΠΟΛΔ Το πρόβλημα της συνταγματικής κατοχύρωσης των ενδίκων μέσων επιδέχεται διπλή προσέγγιση 12 : αφενός, in abstracto, για το κατά πόσο οι περισσότεροι βαθμοί δικαιοδοσίας βρίσκουν κατοχύρωση στη διάταξη του άρθρου 20 του Συντάγματος, αφετέρου δε, in concreto, οπότε και πρέπει να ερευνηθεί αν και σε ποια έκταση η παραβίαση των δικονομικών και συνταγματικών δικαιωμάτων του άρθρου 20 Σ ανοίγει το δρόμο στο διάδικο για προσβολή της απόφασης με την άσκηση ενδίκου μέσου ή ενδίκου βοηθήματος. Η κρατούσα άποψη αρνείται τη συνταγματική κατοχύρωση των δύο (γενικότερα των περισσοτέρων βαθμών δικαιοδοσίας) 13 διευκρινίζοντας ότι το επιτρεπτό των ενδίκων μέσων, όπως άλλωστε και ο τρόπος απονομής της δικαιοσύνης, έχουν αφεθεί στη ρυθμιστική εξουσία του κοινού νομοθέτη και ότι σε κάθε περίπτωση κάθε δικαστικός αγώνας πρέπει κάποτε να βρίσκει 12 Βλ. Χαρούλα Απαλαγάκη, Το δικαίωμα ακροάσεως των διαδίκων στην πολιτική δίκη, Εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη 1989, σελ. 165επ., και Παπαδημητρίου, Η συνταγματική καθιέρωση της δικαστικής προστασίας, Δ 1982.594επ. 13 Βλ. Κεραμέα, Δ.1982.617, Αρμ 1984.951, Βερβεσό Δ 1977.789, Διονυσαίος ΕλλΔνη 1988.461, Κλαμαρή, Το Δικαίωμα της δικατικής προστασίας, σελ. 245επ. Οι περισσότεροι βαθμοί δικαιοδοσίας δεν κατοχυρώνονται ούτε στην αξίωση διακστικής προστασίας. Γενικότερα, ούτε η αρχή του κράτους δικαίου, ούτε το σύνολο των συνταγματικών διατάξεων εγγυώνται την ύπαρξη περισσοτέρων βαθμών δικαιοδοσίας. 10

ένα τέλος 14. Είναι φανερό, ωστόσο, ότι η εμβέλεια της πιο πάνω γνώμης περιορίζεται μόνο στον αφηρημένο προβληματισμό για το κατά πόσο οι περισσότεροι βαθμοί δικαιοδοσίας αναβαθμίζουν τη δικαιοσύνη χωρίς να επεκτείνεται στο πολύ συγκεκριμένο ζήτημα για το πώς η έννομη τάξη προστατεύει σε επίπεδο δικαιοδοτικού ελέγχου τα δικαιώματα του άρθρου 20 του Συντάγματος. Με άλλα λόγια, το ουσιαστικό ερώτημα δεν είναι αν η αξίωση δικαστικής προστασίας και ακροάσεως, έτσι όπως καταγράφονται στο άρθρο 20 Σ εγγυώνται τους περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας, αλλά η προστασία των παραπάνω δικονομικών δικαιωμάτων με τον έλεγχο της διαφοράς σε περισσότερους βαθμούς. Γενικά, πάντως, μπορεί να ειπωθεί ότι υπάρχει μια τάση επηρεασμού των ενδίκων μέσων, ενόψει της ανάγκης για ταχεία επίλυση της διαφοράς, από τη διαπίστωση ότι η ύπαρξη ενός μόνο βαθμού δικαιοδοσίας δεν εγκυμονεί, κατ αρχήν, κινδύνους για την αξίωση δικαστικής ακροάσεως, κυριότερα, όμως, από την ανάγκη της χρηστής διεξαγωγής της δίκης και της ορθής επίλυσης της διαφοράς. Ενόψει των ανωτέρω, το ερώτημα που θα μας απασχολήσει εν συνεχεία είναι το κατά πόσο η απαγόρευση που εμπεριέχει το άρθρο 514 ΚΠολΔ περί της για δεύτερη φορά ασκήσεως του αυτού ενδίκου μέσου, θα μπορούσε να θεωρηθεί ως περιορισμός του συνταγματικού δικαιώματος για παροχή δικαστικής προστασίας βάσει του άρθρου 20 του Συντάγματος. Κατ αρχάς, η διάταξη 514 ΚΠολΔ δεν μπορεί να νοηθεί μεμονωμένα αλλά στο φως ενός συνεκτικού συνόλου. Η συνεκτικότητα του συνόλου 14 Βλ. Κλαμαρή, Το Δικαίωμα της δικαστικής προστασίας, σελ. 99επ., όπου γίνεται λόγος για το συνταγματικό θεμέλιο των ενδίκων μέσων, καθώς και την κατοχύρωσή τους στο άρθρο 6 της Σύμβασης της Ρώμης 11

εξασφαλίζεται, κατά κύριο λόγο, από τις θεμελιώδεις αρχές του Συντάγματος, επομένως και οι διατάξεις δεν μπορούν να νοηθούν παρά στο φως των αρχών αυτών. Η συνοχή προϋποθέτει την άρση ή έστω τη λείανση των εντάσεων μεταξύ των διατάξεων και των αρχών. Σ αυτό το σημείο τι ακριβώς επιτάσσει το Σύνταγμα; Στο ερώτημα αυτό οι αποδέκτες των συνταγματικών επιταγών απαντούν εδώ και πολύ καιρό με ένα αποτελεσματικό μέσο: την ερμηνεία. Ο ερμηνευτής (νομοθέτης, δικαστής, πολίτης κ.λ.π.) ερμηνεύει την επίμαχη διάταξη στο φως των ουσιαστικών επιχειρημάτων που συνηγορούν υπέρ της και, σε τελική ανάλυση, εδράζονται σε μια αρχή του δικαίου: η γραμματική διατύπωση, η βούληση του νομοθέτη και η συστηματική θέση της διάταξης ανάγονται στο σκοπό που αυτή ως θεσμός υπηρετεί 15. Αδιαμφισβήτητα, σκοπός του 514 ΚΠολΔ είναι η περάτωση και η τελεσίδικη παγίωση μιας νομικής κατάστασης, η αποφυγή διαιώνισης μιας δικαστικής υπόθεσης και η αποτροπή διατήρησης ενός κλίματος αμφιβολίας και ρευστότητας. Σε περίπτωση αξιολογικής αντινομίας, όταν δηλαδή η αρχή συγκρούεται με μια άλλη αρχή ή όταν συγκρούονται τα συμφέροντα διαφορετικών φορέων της ίδιας αρχής, ο ερμηνευτής ερμηνεύει τη διάταξη κατά τρόπο που να συμφωνεί περισσότερο με όλες τις αρχές ή κατά τρόπο που να αποδίδονται κατά δίκαιο μέτρο τα συμφέροντα και των δύο πλευρών. Όσον αφορά στη διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ, οι αντίδικοι είναι διαφορετικοί φορείς του ίδιου συνταγματικού δικαιώματος, σκοπούμενο όμως 15 Βλ. Π.Κ. Σούρλα, Justi atque injusti scientia. Μια εισαγωγή στην επιστήμη του δικαίου (Αθήνα Κομοτηνή : Εκδ. Αντ.Σάκκουλα, 1995), 180επ. 12

από διαφορετική οπτική γωνία. Από τη μία πλευρά έχουμε το συμφέρον του διαδίκου που ασκεί το ένδικο μέσο να μπορεί να επανέλθει και να πετύχει τη καλύτερη δυνατή παροχή δικαστικής προστασίας των συμφερόντων του, ιδιαίτερα σε περίπτωση απόρριψης του ενδίκου μέσου για τυπικούς λόγους, και από την άλλη υπάρχει το συμφέρον του αντιδίκου να μη σύρεται σε μια χρονοβόρα και πολυδάπανη δικαστική διαμάχη. Το ερώτημα είναι τι υπερισχύει κατά τη στάθμιση των ανωτέρω συμφερόντων κι αν αυτό αντικατοπτρίζεται στο πνεύμα της επίμαχης διάταξης. Η σημασία της αξιολογικής συνοχής του Συντάγματος ως ερμηνευτικού κριτηρίου επιτείνεται εν όψει της αρχής της αναλογικότητας 16. Η αρχή αυτή επιτάσσει οι περιορισμοί ενός δικαιώματος να είναι κατάλληλοι, να είναι απαραίτητοι και να τελούν σε εύλογη σχέση με αυτό. Σύμφωνα με την αρχή της stricto sensu αναλογικότητας, ο ερμηνευτής οφείλει να ερμηνεύσει μια διάταξη με την οποία επιβάλλονται περιορισμοί σε μια ελευθερία κατά τρόπο που να προάγει το συμφέρον εν ονόματι του οποίου επιβάλλονται οι περιορισμοί, χωρίς όμως να θίγει υπέρμετρα την ελευθερία. Η αλλιώς : να ικανοποιεί σε εύλογο βαθμό αμφότερες τις κρίσιμες αξιώσεις. Το κριτήριο της αξιολογικής συνοχής επιτάσσει την πληρέστερη ικανοποίηση όλων των αξιώσεών, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται η αξίωση ο περιορισμός μιας ατομικής ελευθερίας να μην υπερβαίνει το μέτρο του ευλόγου. Αυτό που ουσιαστικά αξιώνεται είναι η μεγαλύτερη και όχι η απόλυτη συνοχή μεταξύ 16 Από εννοιολογική σκοπιά η αξιολογική συνοχή διαφέρει από την αναλογικότητα : η μεν συνίσταται στη μέγιστη ικανοποίηση, η δε στην εύλογη συσχέτιση δύο αντίθετων αξιώσεων. 13

των αντίρροπων συμφερόντων. Η ύπαρξη δύο μεταβλητών του σκοπού και των περιορισμών, αφήνει κατ ανάγκην ένα περιθώριο περισσοτέρων δυνατών συσχετίσεών τους. Παρά ταύτα επιτάσσεται κάποια συνοχή μεταξύ τους : oι συσχετίσεις πρέπει να είναι 17 εύλογες. O ύπατος σκοπός των διατάξεων που εγγυώνται τις ατομικές ελευθερίες είναι η προστασία του ατόμου απέναντι στην οργανωμένη σε κράτος κοινωνία. Αυτή είναι η πεμπτουσία της αρχής του κράτους δικαίου. Στο φως της αρχής αυτής η κύρια ένταση του συντάγματος των ελευθεριών είναι εκείνη μεταξύ του ατόμου και της κρατικής εξουσίας, της αυτονομίας και των ατομικών ελευθεριών από τη μία πλευρά, του γενικού συμφέροντος από την άλλη. Κατά συνέπεια, η διάκριση μεταξύ διατάξεων που προστατεύουν τις ατομικές ελευθερίες και διατάξεων που κατοχυρώνουν περιορισμούς αναγόμενους στο γενικό συμφέρον είναι ευνόητη. Το άρθρο 514 ΚΠολΔ εμπεριέχει την απόλυτα σεβαστή ατομική ελευθερία για παροχή δικαστικής προστασίας, που ακόμα και ερήμην του σαφώς διατυπωμένου περιορισμού, δε θα μπορούσε να θεωρηθεί απεριόριστη, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προσέκρουε στο γενικό συμφέρον που απαιτεί ένα λειτουργικό και αποτελεσματικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, με στόχο την κατά το δυνατόν πιο γρήγορη και άμεση άμβλυνση των διαφορών των μελών ενός κράτους δικαίου. Η ως άνω διαπίστωση σε συνδυασμό με το ότι ακόμα και η ύπαρξη των περισσοτέρων βαθμών δικαιοδοσίας δεν κατοχυρώνονται ούτε στην αρχή του κράτους δικαίου, ούτε στο σύνολο των συνταγματικών διατάξεων μας οδηγούν στο 17 Έτσι μπορεί να σχηματισθεί μία κλίμακα, στο ένα άκρο της οποίας βρίσκονται οι διατάξεις που στοχεύουν στην ενίσχυση των ατομικών ελευθεριών, ενώ στο άλλο εκείνες που αποσκοπούν στον περιορισμό τους χάριν του γενικού συμφέροντος. 14

συμπέρασμα ότι κάθε άλλο παρά αντισυνταγματικός θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ο περιορισμός του άρθρου 514 ΚΠολΔ. Συμπερασματικά, λοιπόν, η απαγόρευση της επανειλημμένης ασκήσεως του αυτού ενδίκου μέσου κατά της αυτής αποφάσεως και με διαδίκους τους αυτούς ενεργητικά και παθητικά (ne bis in idem) εξυπηρετεί πρωταρχικά την οικονομία της δίκης προς όφελος του νικήσαντος στον πρώτο βαθμό διαδίκου 18. Αποφεύγεται, έτσι, η κατάτμηση της διαφοράς μεταξύ των δικαστηρίων δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας και κατ αυτήν την έννοια, η διάταξη του άρθρου 514 ΚΠολΔ παρουσιάζει στενή συγγένεια με τις διατάξεις του άρθρου 513 ΚΠολΔ που αποτρέπουν την κατάτμηση της διαφοράς μεταξύ δικαστηρίων πρώτου και δεύτερου βαθμού δικαιοδοσίας 19. 18 Βλ. Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ μόνον ασκήσεως των ενδίκων μέσων, 1981, σελ. 186επ. 19 Βλ. Μακρίδου, ΕλλΔνη 2006.981 15

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΝΑΓΚΑΙΑΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ ΓΕΝΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ : Ενδιαφέρον παρουσιάζει το θέμα της διαπλοκής της ρύθμισης του άρθρου 76 παρ.4 του ΚΠολΔ με τις ρυθμίσεις των άρθρων 514, 541 και 555 του ΚΠολΔ, με τις οποίες θεσπίζεται ο βασικός κανόνας της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, δηλαδή απαγορεύεται η άσκηση δεύτερης έφεσης, αναψηλάφησης ή αναίρεσης από τον ίδιο διάδικο κατά της ίδιας απόφασης ως προς το ίδιο ή άλλο κεφάλαιο. Και ναι μεν όταν τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο ένδικο μέσο ασκήθηκαν από τον ίδιο κατά τα ατομικά γνωρίσματα προσώπου -αναγκαίο ομόδικο- τότε πρόκειται αδιαμφισβήτητα περί του ιδίου διαδίκου, ώστε η περίπτωση να υπάγεται στο βασικό απαγορευτικό κανόνα. Τι πρέπει να συμβεί, όμως, όταν η πρώτη έφεση για παράδειγμα ασκείται από έναν αναγκαίο ομόδικο, η δε δεύτερη από άλλον;; Η προβληματική συνέχεται άμεσα με το αμφισβητούμενο ζήτημα της φύσης της αναγκαίας ομοδικίας. Είναι γεγονός, ότι με γνώμονα ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά του θεσμού της αναγκαίας ομοδικίας κατά τον ΚΠολΔ, δηλαδή ότι η αναγκαία ομοδικία είναι υποχρεωτική 20, η αναγκαιότητα έκδοσης ενιαίας απόφασης ως 20 Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ ημίν δίκαιο, Δ10. 158-159, Δεληκωστόπουλος Σινανιώτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 77, σελ. 223, δηλαδή επί αναγκαίας ομοδικίας επιβάλλεται η σύμπραξη των ομοδίκων είτε δια της καθιερούμενης υποχρέωσης προς έγερση κοινής εξ υπ αρχής αγωγής υπό ή κατά πλειόνων, είτε δια της καθιερούμενης δυνατότητας προσεπίκλησης των αδρανούντων για να συμπράξουν στη δίκη. 16

προς όλους τους αναγκαίους ομοδίκους, η αρχή της αντικειμενικής ενέργειας των διαδικαστικών πράξεων και η εκ του νόμου επέκταση των αποτελεσμάτων και όχι μόνο αλλά και η απονομή της ιδιότητας του τυπικού και ουσιαστικού διαδίκου στον αναγκαίο ομόδικο που δεν άσκησε ένδικο μέσο στην περίπτωση που αυτό ασκήθηκε από κάποιον άλλο ομόδικό του, θα μπορούσαν να οδηγήσουν εύλογα στο ακόλουθο συμπέρασμα : Στην αναγκαία ομοδικία υφίσταται όχι μόνο μία κοινή διαδικασία, αλλά και μία έννομη σχέση της δίκης, στην οποία όλοι οι διάδικοι αναγκαίοι ομόδικοι απαρτίζουν έναν ενιαίο διάδικο 21. Με άλλα λόγια στην αναγκαία ομοδικία ασκείται μία μόνο αγωγή, την δε θέση του ενάγοντος ή του εναγομένου κατέχουν πλείονα πρόσωπα από κοινού. Έτσι, στην αναγκαία ομοδικία έχουμε μια κοινότητα συμφερόντων, ως προς την οποία μόνο μία ενιαία απόφαση είναι επιτρεπτή και οι αναγκαίοι ομόδικοι συγκροτούν μια δικονομική κοινωνία, μια ενιαία ομάδα διαδίκων ή διαφορετικά έναν ενιαίο διάδικο 22. Με 21 Μπέης, Πολιτική Δικονομία, άρθρο 76, σελ. 411-412, ο ίδιος, Περί της απλής και αναγκαστικής ομοδικίας, Δ3.670, Νίκας, Το ουσιαστικόν δεδικασμένο εις τας έναντι αλλήλων σχέσεις των ομοδίκων, Δ 6.231. Αντιλήψεις που απηχούν την άποψη αυτή εμφαίνονται και στη θέση ότι για να είναι έγκυρες οι πράξεις του συμβιβασμού, της παραίτησης, της αναγνώρισης και της συμφωνίας για διαιτησία κατά τους ορισμούς του άρθρου 76 παρ.2 του ΚΠολΔ που εξαιρεί τις παραπάνω διαδικαστικές πράξεις από την αρχή της αντικειμενικής ενέργειας, την οποία θέση υποστηρίζουν ο Μπέης, βλ.πολιτική Δικονομία, άρθρο 76 σελ.424 425. βλ. επίσης Μπέης Καλαβρός Σταματόπουλος, Δικονομία των ιδιωτικών διαφορών, σελ. 330, και ειδικά για μεν το συμβιβασμό Νίκας, Ο δικαστικός συμβιβασμός, σελ. 101-104, για δε την αποδοχή (αναγνώριση) Μαργαρίτης, ΕλλΔνη 1983.352. 22 Κρατούσα στην Αυστριακή επιστήμη θεωρία της συννημένης χειρός ή του ενιαίου διαδίκου, βλ.σχετικά Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων 17

αφετηρία την ερμηνευτική αυτή εκδοχή, όταν υπό ετέρου αναγκαίου ομοδίκου ασκείται η πρώτη έφεση, αναίρεση ή αναψηλάφηση και υπό ετέρου αναγκαίου ομοδίκου ασκείται δεύτερη έφεση κ.λ.π. πρόκειται εν τούτοις περί του κατά τις διατάξεις των άρθρων 514, 541 και 555 του ΚΠολΔ αυτού, ιδίου διαδίκου, ώστε να έχουμε απαγορευμένη επανειλημμένη άσκηση του ιδίου ενδίκου μέσου. Διότι, τόσο το πρώτο, όσο και το δεύτερο ένδικο μέσο θεωρείται ότι ασκείται πάντοτε όχι μόνον από το συγκεκριμένο ή από τους συγκεκριμένους διαδίκους, οι οποίοι αναφέρονται ως ασκούντες αυτό στο αντίστοιχο δικόγραφο, αλλά από την (μια ενιαία ομάδα διαδίκων ή έναν ενιαίο διάδικο συνιστώσα) κοινωνία των αναγκαίων ομοδίκων. Από την άλλη, κατά την υπό της κρατούσας άποψης στην ελληνική επιστήμη υποστηριζόμενη γνώμη 23, και στην αναγκαία ομοδικία, υπάρχουν πλείονες έννομες σχέσεις της δίκης, διότι πρόκειται περί μορφής αναγκαίας σύνθετης δίκης, η οποία εκδηλώνεται με τη συνάρτηση περισσοτέρων από μίας δίκες, που δικάζονται σε κοινή διαδικασία και βρίσκονται σε στενότερη (από την αντίστοιχη επί απλής ομοδικίας) αλληλεξάρτηση, λόγω του επιδιωκόμενου με αυτήν σκοπού, που δεν είναι άλλος από την έκδοση ενιαίας απόφασης. Ως εκ τούτου οι αυτήν απαρτίζοντες αναγκαίοι ομόδικοι δεν μέσων, σελ.144-145, Μπότσαρη, Η παραίτησης από των ενδίκων μέσων, σελ.98, Μπέης, Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, εκδ.3 η σελ.168. 23 Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ ημίν δίκαιον, Δ10.172, Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, σελ. 20επ., 162επ., 219επ., η ίδια, Δ5.570, Βερβεσός, παρατηρήσεις υπό ΠΠρωτΘες 3641/1973 Δ5.498, Δεληκωστόπουλος Σινανιώτης, Ερμηνεία ΚΠολΔ άρθρο 77ΙΙ (76παρ.2)σελ. 225. 18

μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν έναν ενιαίο διάδικο 24, αλλά αποτελούν πλείονες διαδίκους, διαφορετικούς μεταξύ τους, μολονότι τα συμφέροντά τους εν πολλοίς ταυτίζονται. Κατά συνέπεια αφού πρόκειται περί πλειόνων διαφορετικών μεταξύ τους διαδίκων μη αποτελούντων έναν ενιαίο διάδικο, δεν πρόκειται και περί του αυτού διαδίκου, όταν έτερος εκ των αναγκαίων ομοδίκων ασκεί πρώτα το ένδικο μέσο και έτερος εξ αυτών στη συνέχεια. Η απαγόρευση της δεύτερης άσκησης του αυτού ενδίκου μέσου, αφορά στον αυτό διάδικο και όχι σε άλλον έστω κι αν ανήκει στην αυτή κοινότητα διαδίκων. Έστω και εάν με την υπό του ενός μόνον εκ των αναγκαίων ομοδίκων άσκηση του ενδίκου μέσου καθίσταται διάδικος της κατ έφεση κ.λ.π. δίκης και ο έτερος εξ αυτών -δηλαδή ο μη ασκήσας το ένδικο μέσο- δεν πρόκειται περί του αυτού διαδίκου, όταν ο τελευταίος μετά λ.χ. την απόρριψη του πρώτου ενδίκου μέσου ασκήσει το ίδιο κατ είδος ένδικο μέσο. Η έννοια του αυτού διαδίκου είναι : o αυτός εκκαλών ή ο αυτός αναιρείων ή ο αυτός αιτών την αναψηλάφηση. Δε συμπεριλαμβάνεται, λοιπόν, σε αυτή την έννοια και εκείνος ο οποίος υπήρξε διάδικος λόγω της υπό κάποιου άλλου διαδίκου αναγκαίου ομοδίκου, και όχι υπό του ιδίου, άσκησης ενδίκου μέσου 25. Βέβαια, σύμφωνα με την εκδοχή αυτή, δε συνάγεται αναγκαία, ότι σε περίπτωση απόρριψης του υπό του ενός εκ των αναγκαίων ομοδίκων ασκηθέντος ενδίκου μέσου ουδόλως δεσμεύεται από την αντίστοιχη απορριπτική απόφαση ο έτερος 24 Μητσόπουλος, Η ομοδικία κατά το παρ ημίν δίκαιον, Δ10.173 ιδίως έκθ.23, όπου επισημαίνεται ότι ο διαλαμβανόμενος στην Αυστριακή Πολιτική Δικονομία χαρακτηρισμός των αναγκαίων ομοδίκων ως αποτελούντων έναν ενιαίο διάδικο, αποφεύχθηκε επιμελώς να περιληφθεί στον ημέτερο Κώδικα. 25 Κλαμαρής, Ο κανών της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, σελ. 151-152 19

αναγκαίος ομόδικος και ότι αυτός μπορεί χωρίς καμία δέσμευση εκ της ως άνω απόφασης να ασκήσει για δεύτερη φορά το (υπό του πρώτου αναγκαίου ομοδίκου ήδη ασκηθέν) αυτό ένδικο μέσο κατά της ιδίας απόφασης. Βασική προϋπόθεση προκειμένου να μπορεί να ασκηθεί το αυτό ένδικο μέσο από τον αναγκαίο ομόδικο, εφόσον φυσικά αυτός έχει την προς τούτο προθεσμία 26, είναι η μη δέσμευση από το δεδικασμένο του αναγκαίου ομοδίκου που ασκεί το δεύτερο ένδικο μέσο. Η εκ των επί των ενδίκων μέσων αποφαινόμενων αποφάσεων παραγόμενη δέσμευση (ανάλογη ούσα με αυτή που απορρέει από το δεδικασμένο) ρυθμίζεται από τις διατάξεις που αναφέρονται στα υποκειμενικά όρια του δεδικασμένου (άρθρα 321επ. ΚΠολΔ). Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παραπάνω άποψη, η άσκηση μεταγενέστερα και εμπρόθεσμα του ιδίου ενδίκου μέσου από έναν αναγκαίο ομόδικο -και μη τυπικά ασκήσαντα το πρώτο ένδικο μέσο- καθιστά μεν αυτό απαράδεκτο λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος (τηρουμένων όμως, για παράδειγμα επί εφέσεως των προϋποθέσεων του άρθρου 520 του ΚΠολΔ, μπορεί αυτό να εκληφθεί ως υποβολή προσθέτων λόγων σχετικών με το προασκηθέων ένδικο μέσο), αλλά εάν το πρώτο απορριφθεί, το δεύτερο καθίσταται ενεργό και καθίσταται διάδικος και ο ομόδικος του οποίου απορρίφθηκε το ένδικο μέσο 27. 26 Τούτο δε αποκτά ιδιαίτερη πρακτική σημασία στις λεγόμενες καταχρηστικές δικονομικές προθεσμίες, όπως αυτή της τριετίας από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, σε περίπτωση μη επίδοσης, του άρθρου 518παρ.2 του ΚΠολΔ. 27 Γέσιου-Φαλτσή, Η ομοδικία εις την πολιτικήν δίκην, σελ. 286, Βαθρακοκοίλης, Ερμηνεία κατ άρθρον του ΚΠολΔ, άρθρο 76 αριθμ.30, σελ. 522 20

Κατά την άποψη της γράφουσας, με κάθε επιφύλαξη και λαμβανομένου υπ όψη του ειδικού βάρους των επιχειρημάτων που απαιτούνται για την επίρρωση της μιας ή της άλλης άποψης, πιο πειστική και πιο λειτουργική φαίνεται να είναι η πρώτη γνώμη, η οποία αντιμετωπίζει το θεσμό της αναγκαίας ομοδικίας ως μια δικονομική κοινωνία αποτελούσα έναν ενιαίο διάδικο. Αυτό συμβαδίζει αφενός, περισσότερο με τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα του θεσμού και συμβιβάζεται με μια τελολογική θεώρηση του ισχύοντος ΚΠολΔ και αφετέρου επιλύει αυτόματα δικονομικές δυσκολίες ενισχύοντας την ασφάλεια του δικαίου, αποτρέποντας τη διαιώνιση διαφορών και διευκολύνοντας τις ανάγκες της πρακτικής. ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ, όπως ανωτέρω επισημάνθηκε το άρθρο 514 ΚΠολΔ απαγορεύει την άσκηση της δεύτερης έφεσης 28 από τον ίδιο διάδικο κατά της αυτής αποφάσεως, έστω κι αν στηρίζεται σε άλλους λόγους ή στρέφεται κατά άλλου κεφαλαίου. Σκοπός της διατάξεως είναι η αποφυγή κατακερματισμού της δίκης και της επιβραδύνσεως της τελεσίδικης κρίσης επί της διαφοράς προς βλάβη του νικήσαντος διαδίκου. Επί αναγκαίας ομοδικίας, γίνεται, κατ αρχήν, αποδεκτό ότι επιτρέπεται νέα έφεση αν η πρώτη απορρίφθηκε διότι δεν είχε απευθυνθεί κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων της αντίπαλης πλευράς 29. Διατυπώνεται η νομολογιακή σκέψη ότι η απαγόρευση του 514 δεν ισχύει στην αναγκαία ομοδικία, όταν η πρώτη έφεση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, κατά τη διάταξη του άρθρου 517 παρ. 2 ΚΠολΔ, διότι στην 28 Σαμουήλ Σ., Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ, (2003), σελ. 61 29 ΑΠ 579/1996, ΕλλΔνη 39, σελ. 573 21

περίπτωση αυτή που η πρώτη έφεση δεν έχει απευθυνθεί κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων, υπάρχει δικονομικό εμπόδιο στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο να εξετάσει τη δικονομική και ουσιαστική βασιμότητα της εφέσεως. Επομένως, η δεύτερη έφεση, που απευθύνεται κατά όλων των αναγκαίων ομοδίκων, είναι παραδεκτή και οι διάδικοι έχουν, περαιτέρω, το δικαίωμα να ασκήσουν κατά της εκδοθείσης επ αυτής αποφάσεως αναίρεση υπό τους όρους του άρθρου 556 ΚΠολΔ. Διχογνωμία επικρατεί σχετικά με το αν επιτρέπεται η μεταγενέστερη άσκηση ενδίκου μέσου από έναν αναγκαίο ομόδικο, όταν ήδη έχει ασκηθεί το αυτό ένδικο μέσο από έτερο αναγκαίο ομόδικο. Αφετηρία του εν λόγω προβληματισμού, σκόπιμο είναι να θεωρηθεί η διχογνωμία που επικρατεί στο νομικό κόσμο σχετικά με τη σύλληψη της αναγκαίας ομοδικίας είτε ως σύνολο πλειόνων δικών, διεξαγομένων σε κοινή διαδικασία, είτε ως μία αγωγή και μία μόνο δίκη με πλειονότητα διαδίκων. Συγκεκριμένα, δεχόμενοι την άποψη ότι επί αναγκαίας ομοδικίας πρόκειται περί πλειόνων διαφόρων αλλήλων διαδίκων, μη αποτελούντων έναν ενιαίο διάδικο, δεν πρόκειται και περί του αυτού διαδίκου, όταν ένας εκ των αναγκαίων ομοδίκων ασκεί, το πρώτον, ένδικο μέσο και έτερος αυτών ασκεί, το δεύτερον, ένδικο μέσο. Ο κανόνας της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων αφορά τον αυτόν διάδικο και όχι έτερο διάδικο, έστω κι αν ανήκει στην αυτήν κοινότητα διαδίκων. Ακόμα κι όταν, δια της υπό του ενός μόνον αναγκαίου ομοδίκου ασκήσεως ενδίκου μέσου, καθίσταται διάδικος της κατ έφεσιν δίκης και ο αναγκαίος ομόδικος αυτού, δεν πρόκειται για τον ίδιο διάδικο, όταν ο τελευταίος μετά την απόρριψη του πρώτου ενδίκου μέσου, ιδιαίτερα ως απαραδέκτου, ασκήσει 22

το ίδιο κατ είδος ένδικο μέσο, εφόσον, βέβαια, κινείται εντός της νόμιμης για τον ίδιο προθεσμίας. Με άλλα λόγια, δε συμπεριλαμβάνεται στην έννοια του αυτού διαδίκου και εκείνος ο οποίος υπήρξε διάδικος λόγω της υπό άλλου διάδικου, και όχι του ιδίου, ασκήσεως ενδίκου μέσου 30. Από την άλλη, σύμφωνα με τους υποστηρικτές της θεωρίας του ενιαίου διαδίκου, αν ασκηθεί ένδικο μέσο από έναν αναγκαίο ομόδικο, μεταγενέστερη άσκηση ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο αντιβαίνει, ανεξάρτητα μάλιστα από τον απορριπτικό λόγο, στον κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων, που καθιερώνουν τα άρθρα 514, 541 και 555 ΚΠολΔ 31. Κι αυτό γιατί, ακόμα και η απόρριψη του ενδίκου μέσου λόγω απαραδέκτου περατώνει οριστικά το στάδιο του οικείου ενδίκου μέσου για όλους τους ομοδίκους. Ωστόσο, το δικαίωμα του κάθε αναγκαίου ομοδίκου να ασκήσει αυτοτελές ένδικο μέσο δεν μπορεί να αποκλεισθεί, καθώς θα ισοδυναμούσε με στέρηση του δικαιώματος δικαστικής προστασίας. Δεν μπορούν, όμως, τα περισσότερα ένδικα μέσα να έχουν ξεχωριστή διαδικαστική πορεία. Για γενικότερους λόγους το νέο ένδικο μέσο δε θα πρέπει να θεωρηθεί απαράδεκτο, αλλά ουσιαστικά ανενεργό (άνευ 30 Βλ. Μητσόπουλο Γ., Η ομοδικία κατά το παρ ημιν δίκαιον, Δ 10, (1979), σελ. 173επ., ο οποίος αποκρούοντας την ιδέα της ενότητας των αναγκαίων ομοδίκων επισημαίνει ότι η περί της ενότητος των αναγκαίων ομοδίκων εκδοχή, ενθυμίζει τόν εν τη παρ. 14 ΑυστρΠολΔικ διαλαμβανόμενον χαρακτηρισμόν των αναγκαίων ομοδίκων ως αποτελούντων ενιαίον διάδικον, όν, όμως, χαρακτηρισμόν επιμελώς απέφυγε να περιλάβη ο ημέτερος νομοθέτης. Κονδύλη, Το δεδικασμένο, (2007), σελ. 164, Κλαμαρή, Ο κανών της άπαξ ασκήσεως ενδίκου μέσου, σελ. 143επ. 31 ΑΠ 1107/2003, ΕλλΔνη 2005, σελ. 159, Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, (2007), σελ. 83. 23

αντικειμένου) 32. Και αν μεν στηρίζεται στους ίδιους λόγους με το πρώτο και υφίσταται δυνατότητα συνεκδίκασης, μπορούν να αξιολογηθούν ως κοινό στην ουσία ένδικο μέσο αμφοτέρων των διαδίκων, ενώ, αν περιέχει και διαφορετικούς λόγους θα μπορεί να αξιολογηθεί ως δικόγραφο προσθέτων λόγων 33. Ανάλογες λύσεις 34 θα πρέπει να προτιμηθούν και στην περίπτωση της διαδοχικής ασκήσεως των ενδίκων μέσων από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα και τον κύριο διάδικο, υπέρ του οποίου έγινε η παρέμβαση 35. Οι καθολικοί διάδοχοι ταυτίζονται νομικά πλήρως προς τον δικαιοπάροχο διάδικο και συνεπώς, κωλύονται από το νόμο να ασκήσουν νέο ένδικο μέσο, αν ο τελευταίος πρόλαβε και άσκησε προηγουμένως άλλο ένδικο μέσο. Παραδεκτά, όμως, ασκεί ένδικο μέσο ο ειδικός διάδοχος, που κατέστη διάδοχος μετά την επέλευση της εκκρεμοδικίας και δεν παρενέβη στη σχετική δίκη, έστω κι αν προηγήθηκε αντίστοιχο ένδικο μέσο του δικαιοπαρόχου διαδίκου, καθώς με τη μη άσκηση από μέρους του αυτοτελούς παρέμβασης στην πρωτοβάθμια δίκη, δεν καθίσταται διάδικος στη δίκη του ενδίκου μέσου. Αν ασκήσει αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, το 32 Πρβλ. ΕφΠατρ 212/1995 ΑχΝομ 12, σελ. 155 : Αφού η έστω και από έναν αναγκαίο ομόδικο άσκηση του ενδίκου της έφεσης θεωρείται ότι ασκήθηκε και από εκείνον που αδράνησε, συνάγεται περαιτέρω ότι η άσκηση από τον αδρανήσαντα άλλης μεταγενέστερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης, εμπίπτει στο απαράδεκτο του άρθρου 514 ΚΠολΔ, κατά το οποίο δεύτερη έφεση κατά της ίδιας απόφασης απορρίπτεται ως απαράδεκτη και αυτεπαγγέλτως. 33 ΕφΠειρ 34/2005, ΝοΒ 2006, σελ. 714, πρβλ. ΑΠ 1107/2003, ΕλλΔνη 2005, σελ. 159 34 Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ένδικα Μέσα, (2007), σελ. 83. 35 Πρβλ. Γέσιου-Φαλτσή, Η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβασις, Η δικονομική έννομη τάξη Ι, (1981), σελ.118-119 24

ένδικο μέσο που ασκείται από τον δικαιοπάροχό του, θα έχει αποτελέσματα και για τον ίδιο τον παρεμβαίνοντα, ο τελευταίος λοιπόν καθίσταται διάδικος στη δίκη του ενδίκου μέσου, ώστε το ένδικό του μέσο να θεωρείται δεύτερο και απορρίπτεται γι αυτό ως απαράδεκτο, εκτός αν αξιολογηθεί ως δικόγραφο προσθέτων λόγων. Ανάλογη λύση προτείνεται και όταν το πρώτο ένδικο μέσο ασκήθηκε από μη δικαιούχο ή μη υπόχρεο διάδικο (πλαγιαστικό δανειστή, σύνδικο κ.λ.π) και το δεύτερο από τον αληθή δικαιούχο ή υπόχρεο, που δεν παρενέβη στη σχετική δίκη. Οι υποστηρικτές της τελευταίας άποψης ισχυρίζονται ότι δεν προκύπτει από το νόμο κάποια διάκριση στους λόγους απορρίψεως του ενδίκου μέσου, ήτοι αν το τελευταίο απορρίφθηκε ως αβάσιμο ή ως απαράδεκτο, με συνέπεια να καθίσταται ανεπίτρεπτη σε κάθε περίπτωση η άσκηση μεταγενέστερου ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικο. Επιπροσθέτως, υιοθετούν το επιχείρημα ότι το επεκτατικό αποτέλεσμα της ασκήσεως της εφέσεως ή της αντεφέσεως και της επ αυτής εκδιδόμενης αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου ισχύει όχι μόνο επί παραδοχής, αλλά επί απορρίψεως της εφέσεως για οποιονδήποτε λόγο 36. Ο ΑΠ με την υπ αριθμόν 986/2007 απόφασή του τάραξε τα νερά και την μέχρι τώρα διαμορφωμένη τάση της νομολογίας. Συγκεκριμένα, η πλειονότητα των δικαστικών αποφάσεων χρησιμοποιώντας το πλάσμα της αντιπροσώπευσης και το επεκτατικό αποτέλεσμα της ασκήσεως των ενδίκων μέσων, κατέληγαν στη σκέψη ότι η άσκηση μεταγενέστερα έφεσης ή αίτησης αναίρεσης από άλλον αναγκαίο ομόδικο, καθιστά το ένδικο αυτό μέσο 36 Ράμμος Γ., Εγχειρίδιον ΙΙ, παρ. 288, σελ. 1011 25

απαράδεκτο, διότι ασκείται για δεύτερη φορά, καθώς αυτός που δεν άσκησε το πρώτο θεωρείται ότι έλαβε την ιδιότητα του εκκαλούντος ή του αναιρεσείοντος με την άσκηση του ενδίκου μέσου από άλλον αναγκαίο ομόδικό του. Η υπ αριθμόν 986/2007 απόφαση του ΑΠ προχώρησε την ανωτέρω νομολογιακή θέση ένα βήμα παραπάνω και διατύπωσε τη σκέψη ότι << η αρχή του άρθρου 555 ΚΠολΔ κάμπτεται όταν δικαιολογείται έννομο συμφέρον προς άσκηση αυτοτελώς του ενδίκου μέσου, εν προκειμένω της αίτησης αναίρεσης, από τον αναγκαίο ομόδικο που δεν άσκησε το πρώτο, όπως συμβαίνει όταν με αυτό προβάλλονται λόγοι που δεν περιέχονται σε εκείνο που ασκήθηκε προηγουμένως από άλλο ομόδικο, με τους οποίους έτσι επιδιώκεται η παροχή δραστικότερης δικαστικής προστασίας, πέραν δηλαδή εκείνης που είναι δυνατόν να παρασχεθεί με βάση εκείνο που ασκήθηκε προηγουμένως από άλλον αναγκαίο ομόδικο. Η αντίθετη εκδοχή, θα οδηγούσε σε στέρηση παροχής έννομης προστασίας, την οποία καθένας δικαιούται κατά το άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος (ΑΠ 1107/2003) >>. Η εν λόγω απόφαση, θέτει, λοιπόν, σαφώς έναν προβληματισμό στάθμισης συμφερόντων μεταξύ, αφενός, της πιστής εφαρμογής των διατάξεων περί αναγκαίας ομοδικίας και του κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων και αφετέρου, του δικαιώματος κάθε ομοδίκου για παροχή της πλέον αποτελεσματικής και πλήρους δικαστικής προστασίας. Με άλλα λόγια, ερωτάται αν είναι σκόπιμο να θυσιάζεται στο βωμό της δομής της αναγκαίας ομοδικίας, και δη της αντικειμενικής ενέργειας, το δικαίωμα έτερου αναγκαίου ομοδίκου να ασκήσει αυτοτελές ένδικο μέσο προβάλλοντας διαφορετικούς λόγους ή προσβάλλοντας ακόμα και διαφορετικά κεφάλαια. Ως προς το 26

τελευταίο θέμα της προσβολής διαφορετικών κεφαλαίων, πάντως, η υπ αριθμόν 176/2004 απόφαση του Εφετείου Πατρών υπήρξε κατηγορηματική. Συγκεκριμένα, αναφέρεται στην εν λόγω απόφαση ότι η αρχή του άρθρου 514 ΚΠολΔ ισχύει <<.αδιάφορα από το αν με τις εφέσεις, προηγούμενη και μεταγενέστερη, πλήττονται διάφορα κεφάλαια της απόφασης >>, αποκλείοντας κατά αναλογική εφαρμογή και τη δυνατότητα του αναγκαίου ομόδικου να ασκήσει μεταγενέστερα άλλο ένδικο μέσο με το οποίο επιδιώκει την προσβολή διαφορετικών κεφαλαίων πέραν αυτών που έτερος αναγκαίος ομόδικος έχει ήδη προσβάλει. Παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης : Στις περιπτώσεις όπου, μεταξύ του παρεμβαίνοντος στη δίκη τρίτου και του διαδίκου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, δημιουργείται δεσμός αναγκαίας ομοδικίας, η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατ αμφοτέρων, αλλιώς απορρίπτεται ως απαράδεκτη 37. Τέτοια είναι η περίπτωση άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης, κατά την οποία ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων θεωρείται κατά πλάσμα δικαίου αναγκαίος ομόδικος 38, χωρίς, εντούτοις, να καθίσταται και κύριος 37 Ο εναγόμενος για αποζημίωση μπορεί κατά τα άρθρα 88 και 91 ΚΠολΔ να προσεπικαλέσει στη δίκη το δικονομικό του εγγυητή ή να ανακοινώσει προς αυτόν την εκκρεμή δίκη. Ο τελευταίος, αν αμφισβητήσει μόνο την υποχρέωσή του για αποζημίωση και δεν ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εναγομένου, δεν καθίσταται διάδικος στην κύρια δίκη επί της αγωγής και επομένως, ο ενάγων, αν ασκήσει έφεση κατά της αποφάσεως, δεν μπορεί να την απευθύνει και κατ αυτού ( ΑΠ 1961/1986, ΕλλΔνη 29, σελ. 282, ΕφΘεσ 755/1987, Αρμ 1988, σελ. 980). 38 Βλ. και Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Κατ άρθρον Ερμηνεία ΚΠολΔ, Άρθρο 83, αρ.2 <<Ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων απαλλάσσεται από τη διαδικαστική 27

διάδικος στη δίκη. Η θεώρησή του ως αναγκαίου ομοδίκου σημαίνει στην πράξη πρώτον, ότι ο προσθέτως παρεμβαίνων παραδεκτά δύναται να ενεργεί πράξεις και να προβαίνει σε δικονομικές ενέργειες, οι οποίες έρχονται σε αντίθεση με πράξεις και ενέργειες του διαδίκου υπέρ του οποίου παρενέβη και δεύτερον, ότι τα αποτελέσματα της εκδιδόμενης απόφασης εκτείνονται και στις σχέσεις του προσθέτως παρεμβαίνοντος και του αντιδίκου του διαδίκου υπέρ ου η παρέμβαση 39. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ως άνω θέμα της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης σε σχέση με τον ως άνω κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων. Στο παρόν σημείο παρατίθεται μία διαφορετική εκδοχή από την ως ανωτέρω παρουσιασθείσα 40. Το ερώτημα, λοιπόν, είναι αν πρόκειται περί του ίδιου διαδίκου 41, επομένως, τίθεται θέμα πρόσκρουσης στον ως άνω απαγορευτικό κανόνα, όταν η πρώτη έφεση ασκήθηκε από τον κύριο κηδεμονία του σύμμαχου διαδίκου, χωρίς να καθίσταται και αναγκαίος ομόδικος (βλ. όμως ΕφΑθ 235/1985, πρβλ. και ΑΠ 417/1987, 1375/1997, ΕλλΔνη 1998, σελ. 850), αλλά εξακολουθεί να παραμένει προσθέτως παρεμβαίνων με εξουσίες απλώς αναγκαίου ομοδίκου. Δεν ανήκουν, συνεπώς, στον ίδιο διαδικαστικές ευχέρειες που προσιδιάζουν αποκλειστικά στο πρόσωπο του κυρίου διαδίκου (ΕφΑθ 9560/1991, ΝοΒ 1991, σελ. 1407).>> Βλ. και Αρβανιτάκη Π., Οι διάδικοι στην πολιτική και διοικητική δίκη, (2005), σελ. 108 επ. 39 Γέσιου-Φαλτσή Π., Η αυτοτελής πρόσθετος παρέμβασις, Επετηρίδα εις μνήμην Καραβά, σελ. 557 επ. 40 Βλ. ανωτέρω σελίδα 25 της παρούσας εισήγησης 41 Βαθρακοκοίλης Β., Οι νέες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ μετά τον ν.2915/2001, Ερμηνευτική-Νομολογιακή ανάλυση, Άρθρο 514 αρ.17 <<Οι ειδικοί διάδοχοι, στη διάρκεια της δίκης μπορούν να ασκήσουν αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση. Στην περίπτωση αυτή, όταν ασκείται έφεση από τον αρχικό διάδικο, δικαιοπάροχο, και δεύτερη έφεση από τον ειδικό διάδοχο που άσκησε αυτοτελή πρόσθετη παρέμβαση, δεν πρόκειται για τον ίδιο διάδικο>>. 28

διάδικο και η δεύτερη από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα ή αντιστρόφως. Βάσει της τελολογικής θεώρησης της ρύθμισης του ΚΠολΔ συνάγεται ότι χαρακτηριστικά στοιχεία πρώτον, της δικονομικής θέσεως του αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντος έναντι του υπέρ ου η παρέμβαση, δεύτερον, της μεταξύ τους υφιστάμενης <<δικονομικής>> σχέσης και τρίτον, της θέσης αυτών έναντι του κοινού αντίπαλου διαδίκου είναι η αυτοτέλεια του προσθέτως παρεμβαίνοντος ως προς την επιχείρηση διαδικαστικών πράξεων και η επαγωγή αποτελεσμάτων εκ των υπό του ενός εξ αυτών επιχειρούμενων πράξεων και για τον άλλον. Για αυτή την ιδιομορφία της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης επισημαίνονται τα εξής 42 : α) Αν απορρίφθηκε ως απαράδεκτο το ένδικο μέσο του ως ομοδίκου λογιζόμενου προσθέτως παρεμβαίνοντος ή του υπέρ ου η παρέμβαση, ή ακόμα αν αυτός δεν επιθυμεί να ασκήσει ένδικο μέσο, τότε η άσκησή του από τον άλλον επιφέρει αποτελέσματα και για τον μη ασκήσαντα, β) Ο μη δυνάμενος ή μη επιθυμών να ασκήσει ένδικο μέσο δύναται, στη δίκη του ενδίκου μέσου του ετέρου ομοδίκου, να προβαίνει σε κάθε ενέργεια στην οποία θα προέβαινε αν είχε ασκήσει ο ίδιος το ένδικο μέσο, γ) Ο ως ομόδικος λογιζόμενος παρεμβαίνων δύναται να ασκεί παραδεκτά ένδικο μέσο, ακόμα κι αν ο κύριος διάδικος παραιτήθηκε από το δικαίωμα ασκήσεως αυτού, δ) Το μεταγενέστερα ασκηθέν ένδικο μέσο ενδιαφέρει μόνο στην περίπτωση που το πρώτο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Ωστόσο, η επαγωγή αποτελεσμάτων και για τους δύο δε συνεπάγεται δικονομική ταύτιση 42 Γέσιου-Φαλτσή Π., ό.π., σελ. 557 επ. 29

του ενός μετά του ετέρου. Επομένως, ο αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνων και ο υπέρ ου η παρέμβαση δεν είναι ο ίδιος διάδικος με την έννοια των άρθρων 514, 541 και 555 ΚΠολΔ, γεγονός που αποκλείει την πρόσκρουση στον κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων 43. Από αυτό, όμως, δε συνάγεται ότι έκαστος αυτών δικαιούται να ασκεί απεριόριστα και χωρίς καμία δέσμευση το ίδιο ένδικο μέσο (έρευνα των υποκειμενικών ορίων της δεσμεύσεως, η οποία απορρέει από την απορριπτική απόφαση επί του, για πρώτη φορά, ασκηθέντος ενδίκου μέσου). Η υπ αριθμόν 986/2007 απόφαση του Αρείου Πάγου παίρνει σαφή θέση και στο ζήτημα της λειτουργίας του κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων στο πλαίσιο της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης. Συγκεκριμένα, γίνεται δεκτό στην εν λόγω απόφαση ότι <<αν ασκηθεί αίτηση αναίρεσης από τον κύριο διάδικο υπέρ του οποίου ασκήθηκε η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση, δεν προσκρούει στον κανόνα του 555ΚΠολΔ, και συνεπώς δε θεωρείται δεύτερη, ώστε να είναι απαράδεκτη, η αίτηση αναίρεσης που μεταγενεστέρως ασκήθηκε από τον αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα, εφόσον σε αυτή περιέχονται λόγοι τους οποίους δεν περιέχει η προηγούμενη αίτηση αναίρεσης του κυρίου διαδίκου, έστω κι αν οι λόγοι αυτοί σχετίζονται με την κύρια δίκη και όχι με την πρόσθετη παρέμβαση>>. Γίνεται, λοιπόν, σαφές ότι εν λόγω απόφαση, αν και ασχολείται μόνο με το θέμα της προβολής διαφορετικών λόγων από έτερο αναγκαίο ομόδικοαυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνοντα, εντούτοις, εισάγει αδιαμφισβήτητα μία καινοτομία στη μέχρι σήμερα νομολογιακή αντιμετώπιση της διαπλοκής του 43 Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία, άρθρα 541, 542, 555, σελ. 2021, 2105 30

κανόνα της άπαξ ασκήσεως των ενδίκων μέσων με το θεσμό της αναγκαίας ομοδικίας. Συμπερασματικά, η λειτουργία των ενδίκων μέσων στο πλαίσιο της αναγκαίας ομοδικίας υπακούει σε κανόνες που διαφοροποιούνται σε σχέση με την αντίστοιχη λειτουργία των ενδίκων μέσων στην απλή ομοδικία. Σημαντικότερος εξ αυτών των κανόνων είναι η αντικειμενική ενέργεια που συνεπάγεται και η άσκηση των ενδίκων μέσων για τους αναγκαίους ομοδίκους. Επειδή, ωστόσο, με την άσκηση των ενδίκων μέσων μία διαφορά εισέρχεται στα τελευταία στάδια της τελικής δικαστικής κρίσης, θα ήταν σκόπιμο, ανεξάρτητα από το αν υιοθετούμε ως αφετηρία τη θεωρία του ενιαίου διαδίκου ή τη θεωρία περί πλειόνων διαδίκων, να ερμηνεύουμε το νόμο, συμπεριλαμβανόμενης και της διατάξεως του 514 ΚΠολΔ, με τέτοιο τρόπο ώστε να οδηγούμεθα σε επιεική αποτελέσματα για τους αναγκαίους ομοδίκους και όχι σε υπέρμετρα δυσμενείς λύσεις που αγγίζουν τα όρια της παραβίασης του δικαιώματος τους για χρηστή απονομή δικαστικής προστασίας. 31

Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΑ ΤΗΣ ΑΠΑΞ ΑΣΚΗΣΕΩΣ ΤΩΝ ΕΝΔΙΚΩΝ ΜΕΣΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΟΜΟΔΙΚΙΑΣ Ο κανόνας της απαγόρευσης της επανειλημμένης άσκησης του ίδιου ενδίκου μέσου τελεί, (εκτός από τις προϋποθέσεις α) να έχει ασκηθεί προηγουμένως άλλη έφεση 44, ακόμα κι αν αυτή απορρίφθηκε ως απαράδεκτη, εκτός αν η πρώτη είναι ανυπόστατη ή παραιτήθηκε νομότυπα από αυτήν ο εκκαλών, β) να υπάρχει ταυτότητα αποφάσεων 45, να προσβάλλεται δηλαδή η ίδια απόφαση, ανεξαρτήτως αν με τη δεύτερη έφεση πλήττονται διαφορετικά κεφάλαια ή προβάλλονται άλλοι λόγοι) και υπό την προϋπόθεση να υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, δηλαδή ο εκκαλών και ο εφεσίβλητος να είναι τα ίδια πρόσωπα. Σύμφωνα με την ως άνω τρίτη προϋπόθεση 46, η ταυτότητα των διαδίκων θα πρέπει να αναφέρεται και να περιλαμβάνει όχι μόνο τους διαδίκους που ασκούν το ένδικο μέσο, αλλά και τους διαδίκους εναντίον των 44 Βλ. υπ αριθμ. 1959/1997 απόφαση ΕφΘεσ (Αρμ.1997.1346), σύμφωνα με την οποία αν ασκήθηκε έφεση κατά απόφασης που δεν υπόκειτο αρχικά σε έφεση και απορρίφθηκε κατά συνέπεια ως απαράδεκτη, δεν είναι ανεπίτρεπτη η άσκηση δεύτερης έφεσης κατά της ίδιας απόφασης μετά την άρση του κωλύματος, όταν δηλαδή επιτρέπεται πλέον η άσκηση της. Σε κάθε άλλη περίπτωση, όμως, η δεύτερη έφεση είναι απαράδεκτη, έστω κι αν η πρώτη απορρίφθηκε για τυπικούς λόγους ή η δεύτερη στηρίζεται σε άλλους λόγους ή διαφορετικά κεφάλαια. 45 Βλ. Νίκα Ν., Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, εκδ.σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 2007, σελ. 79-81 46 Νίκα Ν., ό.π. Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ, Ένδικα Μέσα, σελ. 81-82 32

οποίων αυτό στρέφεται 47, διότι μόνο όταν υπάρχει ενεργητική και παθητική ταυτότητα διαδίκων εκπληρώνεται ο επιδιωκόμενος από την αρχή της <<άπαξ μόνο ασκήσεως των ενδίκων μέσων>> σκοπός, δηλαδή η αποφυγή διχοτόμησης των δικών 48, ενώ για να υπάρχει ταυτότητα θα πρέπει οι διάδικοι να εμφανίζονται με την ίδια ιδιότητα και στα δύο ένδικα μέσα 49. Στην απλή ομοδικία γίνεται δεκτό ότι υφίστανται περισσότερες δίκες, περισσότερες αυτοτελείς έννομες σχέσεις και συνεπώς, οι απλοί ομόδικοι παρίστανται ως διάδικοι σε διαφορετικές δίκες, απολαμβάνοντας πλήρη δικονομική αυτοτέλεια, γεγονός που σημαίνει ότι καθένας ενεργεί ανεξάρτητα από τους άλλους, επιχειρώντας πράξεις που ούτε βλάπτουν, ούτε ωφελούν τους υπολοίπους, με αποτέλεσμα να μπορεί η έκβαση της δίκης να είναι 47 Σύμφωνα με την υπ αριθμ. 1959/1997 απόφαση ΕφΘεσ δεν απαιτείται ταυτότητα και των διαδίκων εναντίον των οποίων στρέφεται η δεύτερη έφεση ώστε να απορριφθεί αυτή ως απαράδεκτη, διότι ακόμα κι αν η δεύτερη έφεση ασκηθεί από τον ίδιο εκκαλούντα αλλά εναντίον διαφορετικών διαδίκων αυτή πρέπει και σε αυτή την περίπτωση να απορριφθεί ως απαράδεκτη. 48 Μακρίδου Κ., Έφεση κατά οριστικών και τελειωτικών αποφάσεων επί σωρεύσεως και συνεκδικάσεως αγωγών (άρθρο 513 παρ.1 ΚΠολΔ), ΕλλΔνη 47 (2006), σελ. 981 49 ΑΠ 1010/1999, ΕλλΔνη 40(1999), σελ. 1713, ΕφΑθ 4882/1999, ΝοΒ 1999, σελ. 1427, Κεραμεύς Κ., Κονδύλης Δ., Νίκας Ν., Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Ι, εκδ.σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2000, σελ. 907 : ΕφΑθ 5240/1985, Δ 1986, σελ. 357 (σύμφωνα με την οποία ταυτότητα διαδίκου υφίσταται και όταν οι εφέσεις υπογράφονται από διαφορετικό πληρεξούσιο, ο οποίος όμως εκπροσωπεί και τους ίδιους διαδίκους), ΕφΑθ 9516/1987 ΕΕργΔ 1988, σελ. 263, ΕφΑθ 9398/1996 ΕλλΔνη 1998, σελ. 1630, ΕφΑθ 4882/1999, ΝοΒ 1999, σελ. 1426, όπου και στις δύο τελευταίες αποφάσεις τονίζεται ότι η δεύτερη έφεση που στρέφεται εναντίον άλλου εφεσιβλήτου είναι παραδεκτή, έστω κι αν ο τελευταίος ήταν αντίδικος ή ομόδικος του εκκαλούντος στον πρώτο βαθμό. Σινανιώτης Λ. Η αναίρεση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας Β έκδ., Σάκκουλας 2006, σελ. 50 33

διαφορετική για τον καθένα, το δεδικασμένο να εκτείνεται, δηλαδή, μόνο σε κάποιον ή κάποιους από τους ομοδίκους. Στην περίπτωση, συνεπώς, που το ένδικο μέσο ασκείται από κάποιον από τους απλούς ομοδίκους, προσβάλλει την απόφαση μόνο ως προς αυτόν, οπότε θα υφίσταται ταυτότητα διαδίκων και συνεπώς παραβίαση του κανόνα του ανεπίτρεπτου του δεύτερου ενδίκου μέσου, όταν ο ίδιος, κατά τα ατομικά γνωρίσματα και με την ίδια ιδιότητα, απλός ομόδικος ασκεί τόσο την πρώτη όσο και τη δεύτερη έφεση, αναίρεση ή αναψηλάφηση, εναντίον του ίδιου και με την ίδια ιδιότητα αντιδίκου. Αντίθετα, θα πρόκειται για διαφορετικούς διαδίκους όταν άλλος απλός ομόδικος άσκησε το πρώτο και άλλος το δεύτερο ένδικο μέσο ή ο ίδιος, αλλά ενεργώντας με άλλη ιδιότητα ή εναντίον άλλου αντιδίκου ή εναντίον του ίδιου, αλλά με διαφορετική ιδιότητα αντιδίκου. Στην περίπτωση, δε, που το ένδικο μέσο ασκείται από κοινού από όλους τους απλούς ομοδίκους, θα υφίσταται ταυτότητα διαδίκων, είτε όταν τόσο το πρώτο όσο και το δεύτερο ένδικο μέσο ασκήθηκε από όλους τους ομοδίκους από κοινού, είτε όταν το δεύτερο ένδικο μέσο ασκήθηκε από κάποιον ή ορισμένους μόνο από εκείνους που άσκησαν το πρώτο 50. Θα πρόκειται, δηλαδή, σε αυτήν την περίπτωση για τον ίδιο διάδικο μόνο όσον αφορά εκείνους που άσκησαν και τα δύο ένδικα μέσα, διότι για εκείνους τους απλούς ομοδίκους που άσκησαν το πρώτο όχι, όμως, και το δεύτερο ένδικο μέσο, δε γεννάται ζήτημα ταυτότητας διαδίκων. Υπό την ίδια έννοια, θα πρόκειται εν μέρει για διααφορετικό διάδικο όταν το πρώτο ένδικο μέσο 50 ΕφΑθ 30441983, ΑρχΝ 1983, σελ. 727 34