ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) LEX 1338 PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081

Σχετικά έγγραφα
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α της. Πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) LEX 1338 PE-CONS 77/12 ADD 9 REV 1 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 3 Απριλίου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) PE-CONS 77/12 ADD 13 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081 OC 768

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Διάγραμμα 2: Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε όρους όγκου (Ετος Αναφοράς: 2010) ΜΕ και ΧΩΡΙΣ Εποχική Διόρθωση

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ 4 Τρίμηνο 2018/4ο Τρίμηνο 2017: +1,6%

Ε Λ Λ Α Σ Ε Θ Ν Ι ΚΟ Ι Λ Ο Γ Α Ρ Ι Α Σ Μ Ο Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α της. Πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΑ ΓΡΑΜΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ της 25ης Ιουλίου 2013 σχετικά με τη στατιστική δημοσίων οικονομικών

Διεθνή Λογιστικά Πρότυπα

Κεφάλαιο 2. Ποσοτικές µετρήσεις και διάρθρωση της εθνικής οικονοµίας

ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΜΕ ΕΤΟΣ ΒΑΣΗΣ ΤΟ 2000

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) LEX 1338 PE-CONS 77/12 ADD 3 REV 1 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο Σ/Λ & Πολλαπλής Επιλογής Αντικείμενο μελέτης της μακροοικονομίας είναι (μεταξύ άλλων) η:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) LEX 1338 PE-CONS 77/12 ADD 12 REV 1 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081

ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ 14 Οκτωβρίου 2011 ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΘΝΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ

ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ. Ενότητα 1: Βασικές Έννοιες. Ανοικτά Ακαδημαϊκά Μαθήματα στο ΤΕΙ Ιονίων Νήσων

Λογιστική Ισότητα. Επομένως η καθαρή θέση της επιχείρησης ισούται: Καθαρή θέση = Ενεργητικό Υποχρεώσεις

Οικονομικά για Μη Οικονομολόγους Ενότητα 7: Εισαγωγή στην Μακροοικονομική Θεωρία

Πραγματοποιείται με την κατάταξη των στοιχείων κατά κατηγορίες για μια σειρά ετών. Η σύγκριση των στοιχείων με παρελθόντα στοιχεία αυξάνει την

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ ΑΚΑΘΑΡΙΣΤΟ ΕΓΧΩΡΙΟ ΠΡΟΙΟΝ. 1. Τι πρέπει να κατανοήσει o μαθητής

ΣΧΟΛΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΩΝ: ΘΑΝΑΣΗΣ ΚΑΖΑΝΑΣ

Κεφάλαιο 22. Μικροοικονομική

Διάλεξη 10. Αρχές φορολογίας. 1 Ράπανος - Καπλάνογλου 2018/19

Εισαγωγή στη Στατιστική Μάθημα του Β Εξαμήνου

ΜAΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Α ΜΕΡΟΣ ΤΥΠΟΛΟΓΙΟ και ΑΣΚΗΣΕΙΣ

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Ο Ι ΚΟ Ν Ο Μ Ι Κ Α / Σ ΤΑΤ Ι Σ Τ Ι Κ Η

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ 1 ο Τρίμηνο 2019/1 ο Τρίμηνο 2018: +1,3% (Προσωρινά στοιχεία, εποχικά διορθωμένα σε όρους όγκου)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ 1 ο Τρίμηνο 2018/1 ο Τρίμηνο 2017: +2,3% (Προσωρινά στοιχεία, εποχικά διορθωμένα σε όρους όγκου)

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΤΗΣΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ Έτος 2016 (2 η εκτίμηση) & αναθεώρηση ετών

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Πειραιάς, ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ: 4 o Τρίμηνο 2013 (Προσωρινά στοιχεία)

Δ ι α φ ά ν ε ι ε ς β ι β λ ί ο υ

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΩΝ ΑΡΙΘΜΟΔΕΙΚΤΩΝ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ A της. Πρότασης ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος Πειραιάς,

Δρ. Αικατερίνη Γριμάνη Αρχές Οικονομικής ΙΙ

Κοινωνικοοικονομική Αξιολόγηση Επενδύσεων Διάλεξη 5 η. Αποτίμηση Στοιχείων Κόστους και Οφέλους

Διεθνή Λογιστικά & Χρηματοοικονομικά Πρότυπα

Επεξεργασία Μεταποίηση. ΝτουµήΠ. Α.

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΤΗΣΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ Έτος 2017 (2 η εκτίμηση) & αναθεώρηση ετών

6-1. Copyright 2015 Pearson Education Inc. All rights reserved. Prepared by Coby Harmon University of California, Santa Barbara Westmont College

Στις παρακάτω προτάσεις να γράψετε στο τετράδιό σας τον αριθμό της πρότασης και δίπλα του το γράμμα που αντιστοιχεί στη σωστή απάντηση.

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΕΡΩΤΗΜΑ 1: ΓΙΑΤΙ ΝΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ?

Πανεπιστήμιο Μακεδονίας

Κοστολόγηση κατά προϊόν ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΕΝΤΡΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος 2015

Euro-SDMX δομή μεταδεδομένων (ESMS) Ονομασία: Τριμηνιαίοι Μη Χρηματοοικονομικοί Λογαριασμοί Θεσμικών Τομέων

ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ (ΕΚ) ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Πολιτική Οικονομία Ενότητα 09

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΡΕΥΝΑ ΔΙΑΡΘΡΩΣΗΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ: Έτος 2016

H ΜΕΤΡΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

ΕΝ ΕΙΚΤΙΚΑ ΠΑΡΑ ΕΙΓΜΑΤΑ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ

ΤΕΣΤ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΓΝΩΣΕΩΝ (TEL)


ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΑΝΩΤΕΡΗΣ ΚΑΙ ΑΝΩΤΑΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΠΑΓΚΥΠΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ 2012

ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες, 16 Οκτωβρίου 2012 (18.10) (OR. en) 14287/12 ADD 4 REV 2. Διοργανικός φάκελος: 2011/0276 (COD)

L 296/22 Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Βασικά σημεία διάλεξης. λογιστική. Χρηματοοικονομική λογιστική (ΧΛ) ιοικητική Λογιστική. Λογιστική και Χρηματοοικονομική (Π.Μ.Σ.)

ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΚΟΣΤΟΥΣ Ι. ΕΝΟΤΗΤΑ 2 Αποτίμηση Αποθεμάτων. Λογιστική Κόστους Ι 1

ΑΓΟΡΕΣ ΧΡΗΜΑΤΟΣ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. Chapter 4: Financial Markets. 1 of 32

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ Β ΛΥΚΕΙΟΥ Α. ΔΙΑΚΡΙΣΗ ΜΙΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ - ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΕΤΗΣΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ Έτος 2015 (2 η εκτίμηση) & αναθεώρηση ετών

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

(Πολιτική. Οικονομία ΙΙ) Τμήμα ΜΙΘΕ. Καθηγητής Σπύρος Βλιάμος. Αρχές Οικονομικής ΙΙ. 14/6/2011Εαρινό Εξάμηνο (Πολιτική Οικονομία ΙΙ) 1

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ 3 Τρίμηνο 2018/3ο Τρίμηνο 2017: +2,2% (Προσωρινά στοιχεία, εποχικά διορθωμένα σε όρους όγκου)

Μικροοικονομική. Ζήτηση και προσφορά

ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΟΥ & ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟΥ ΠΑΡΚΟΥ ΚΡΗΤΗΣ ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ. Τεχνολογικό Πάρκο Κρήτης Βασιλικά Βουτών

Π.Κ. ΤΕΤΡΑΚΤΥΣ Α.Ε. Ετήσιες Οικονομικές Καταστάσεις σύμφωνα με τα Ελληνικά Λογιστικά Πρότυπα για τη χρήση που έληξε 31 Δεκεμβρίου 2016

1. ΑΝΟΙΚΤΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΣΤΗ ΜΑΚΡΟΧΡΟΝΙΑ ΠΕΡΙΟΔΟ

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΛΕΙΣΤΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΠΟ ΟΛΑ ΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

Επενδύσεις σε Ακίνητα ΔΛΠ 40. Investment Property IAS 40

Αποτίμηση Επιχειρήσεων

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΟΙ ΕΘΝΙΚΟΙ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΙ: 4 ο Τρίμηνο 2016 (Προσωρινά στοιχεία) ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΕΦΑΛΑΙΟ 9 Η ΜΑΚΡΟΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΗΣ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΣ ΖΗΤΗΣΗΣ


10. Το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) εκφράζει. α) το συνολικό εισόδημα όλων των μελών της οικονομίας

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Κλάδοι υπηρεσιών. υπηρεσίες οδικών µεταφορών εµπορευµάτων και µετακόµισης (κλάδος 494)

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΡΧΗ

8741/16 GA/ag,alf DGG 2B

Κεφάλαιο 21: Αντιμετωπίζοντας τις συναλλαγματικές ισοτιμίες

Κόστος- Έξοδα - Δαπάνες

Λογιστική ΙΙ. Τι θα δούμε σε αυτή την ενότητα

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΙΙ

Συστήματα Κοστολόγησης: Κοστολόγηση Συνεχούς Παραγωγής

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Κλάδοι υπηρεσιών. υπηρεσίες οδικών µεταφορών εµπορευµάτων και µετακόµισης (κλάδος 494)

Μάθημα: Χρηματοοικονομική Λογιστική ΙΙ 4 η εισήγηση

ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΕΡΕΥΝΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΓΚΥΡΙΑΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΤΗΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΕΡΓΑΛΕΙΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ. Φορολογική Πολιτική και Οικονομική Ανάπτυξη

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. ΔΕΙΚΤΕΣ ΤΙΜΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΟΥ ΣΤΙΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ: Γ τρίμηνο 2015

ΛΥΜΕΝΕΣ ΕΦΑΡΜΟΓΕΣ ΣΤΟ 2 ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ

Πρόταση ΟΔΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Transcript:

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ Στρασβούργο, 21 Μαΐου 2013 (OR. en) 2010/0374 (COD) LEX 1338 PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 STATIS 106 ECOFIN 1090 UEM 345 CODEC 3081 ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΈΝΩΣΗΣ (ΕΣΛ 2010) - (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α - ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10) PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 10 ΜΕΓΕΘΗ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ 10.01 Σε ένα σύστημα οικονομικών λογαριασμών, όλες οι ροές και τα αποθέματα εκφράζονται σε νομισματικές μονάδες. Η νομισματική μονάδα είναι ο μόνος κοινός παρονομαστής που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αποτίμηση των πολύ διαφορετικών συναλλαγών που καταγράφονται στους λογαριασμούς και για την κατάρτιση εξισωτικών μεγεθών που έχουν κάποιο νόημα. Το πρόβλημα της χρήσης της νομισματικής μονάδας ως μονάδας μέτρησης είναι ότι η μονάδα αυτή ούτε είναι σταθερή ούτε αποτελεί διεθνές πρότυπο. Ένα σημαντικό ζήτημα στην οικονομική ανάλυση είναι η μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης από άποψη όγκου μεταξύ διαφορετικών περιόδων. Στην περίπτωση αυτή είναι απαραίτητο να διακριθούν, στις μεταβολές της αξίας ορισμένων συγκεντρωτικών οικονομικών μεγεθών, οι μεταβολές που οφείλονται αποκλειστικά στις μεταβολές της τιμής από τις υπόλοιπες, που αποκαλούνται μεταβολές του «όγκου». Η οικονομική ανάλυση ασχολείται επίσης με συγκρίσεις ανά χώρα, δηλαδή μεταξύ διαφορετικών εθνικών οικονομιών. Αυτές επικεντρώνονται σε διεθνείς συγκρίσεις του επιπέδου παραγωγής και εισοδήματος από άποψη όγκου, αλλά και το επίπεδο των τιμών παρουσιάζει ενδιαφέρον. Επομένως, είναι απαραίτητο να αναλυθούν στις επιμέρους συνιστώσες τους οι διαφορές της αξίας των συγκεντρωτικών οικονομικών μεγεθών μεταξύ ζευγών ή ομάδων χωρών, έτσι ώστε να εμφανίζονται χωριστά οι διαφορές του όγκου και οι διαφορές της τιμής. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 1

10.02 Όταν πρόκειται για χρονικές συγκρίσεις ροών και αποθεμάτων, πρέπει να δίνεται ίση σημασία στην ακριβή μέτρηση των μεταβολών των τιμών και των όγκων. Βραχυπρόθεσμα, η παρατήρηση των μεταβολών των τιμών παρουσιάζει το ίδιο ενδιαφέρον με τη μέτρηση του όγκου της προσφοράς και της ζήτησης. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, η μελέτη της οικονομικής ανάπτυξης πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις κινήσεις των σχετικών τιμών των διαφόρων ειδών αγαθών και υπηρεσιών. Ο πρωταρχικός στόχος δεν είναι μόνο η δημιουργία συνολικών μεγεθών μέτρησης των μεταβολών των τιμών και των όγκων για τα κύρια συγκεντρωτικά μεγέθη του συστήματος, αλλά και η κατάρτιση ενός συνόλου ανεξάρτητων μεγεθών μέτρησης που θα επιτρέπουν τη διενέργεια συστηματικών και λεπτομερών αναλύσεων του πληθωρισμού, της οικονομικής ανάπτυξης και των διακυμάνσεων. 10.03 Ο γενικός κανόνας για τις συγκρίσεις ανά χώρα είναι ότι θα πρέπει να γίνονται ακριβείς μετρήσεις τόσο των συνιστωσών του όγκου όσο και των συνιστωσών της τιμής των συγκεντρωτικών οικονομικών μεγεθών. Δεδομένου ότι η απόκλιση μεταξύ των τύπων του Laspeyres και του Paasche είναι συχνά σημαντική στις συγκρίσεις ανά χώρα, ο τύπος του δείκτη του Fisher είναι ο μόνος αποδεκτός για το σκοπό αυτό. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 2

10.04 Οι οικονομικοί λογαριασμοί έχουν το πλεονέκτημα ότι παρέχουν ένα κατάλληλο πλαίσιο για την κατασκευή ενός συστήματος δεικτών όγκου και τιμής, ενώ επίσης εξασφαλίζεται η συνέπεια των στατιστικών δεδομένων. Τα πλεονεκτήματα μιας λογιστικής προσέγγισης μπορούν να παρουσιαστούν συνοπτικά ως εξής: α) σε εννοιολογικό επίπεδο, η χρήση ενός λογιστικού πλαισίου που καλύπτει ολόκληρο το οικονομικό σύστημα απαιτεί τον συνεπή καθορισμό των τιμών και των φυσικών μονάδων για τα διάφορα προϊόντα και τις διάφορες ροές του συστήματος. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι έννοιες τιμής και όγκου για μια δεδομένη ομάδα προϊόντων ορίζονται με τον ίδιο τρόπο τόσο στους πόρους όσο και στις χρήσεις β) σε στατιστικό επίπεδο, η χρήση του πλαισίου οικονομικών λογαριασμών επιβάλλει λογιστικούς περιορισμούς που πρέπει να τηρούνται τόσο σε τρέχουσες τιμές όσο και από άποψη όγκου και συνεπάγεται συνήθως ορισμένες αναπροσαρμογές για να εξασφαλιστεί η συνέπεια των δεδομένων τιμής και όγκου γ) επιπλέον η δημιουργία ενός ολοκληρωμένου συστήματος δεικτών τιμής και όγκου στο πλαίσιο ενός συστήματος οικονομικών λογαριασμών εξασφαλίζει πρόσθετες δυνατότητες ελέγχου για τον αρμόδιο για τους εθνικούς λογαριασμούς. Αν υποθέσουμε ότι υπάρχει ένα ισοσκελισμένο σύστημα πινάκων προσφοράς και χρήσης σε τρέχουσες τιμές, η κατασκευή τέτοιων ισοσκελισμένων πινάκων από άποψη όγκου σημαίνει ότι μπορεί αυτόματα να καταρτιστεί ένα σύστημα σιωπηρών δεικτών τιμών. Η εξέταση της αληθοφάνειας αυτών των παραγώγων δεικτών μπορεί να οδηγήσει στην αναθεώρηση και τη διόρθωση των δεδομένων από άποψη όγκου ή ακόμη, σε ορισμένες περιπτώσεις, των αξιών σε τρέχουσες τιμές PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 3

δ) η λογιστική προσέγγιση επιτρέπει τη μέτρηση των μεταβολών των τιμών και του όγκου ορισμένων εξισωτικών μεγεθών των λογαριασμών, τα οποία προκύπτουν εξ ορισμού από τα λοιπά στοιχεία των λογαριασμών. 10.05 Παρά τα πλεονεκτήματα ενός ολοκληρωμένου συστήματος που βασίζεται στον ισοσκελισμό, τόσο συνολικά όσο και κατά κλάδο οικονομικής δραστηριότητας, των συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, πρέπει να αναγνωριστεί ότι οι δείκτες τιμών και όγκου που προκύπτουν απ αυτό δεν καλύπτουν όλες τις ανάγκες και δεν απαντούν σε όλες τις δυνατές ερωτήσεις όσον αφορά το ζήτημα της μεταβολής των τιμών ή του όγκου. Οι λογιστικοί περιορισμοί και η επιλογή των τύπων για τους δείκτες τιμής και όγκου, αν και έχουν ουσιαστική σημασία για την κατασκευή ενός συνεκτικού συστήματος, μπορεί ορισμένες φορές να αποτελέσουν εμπόδιο. Υπάρχει επίσης ανάγκη πληροφόρησης για πιο σύντομες περιόδους, όπως μήνες ή τρίμηνα. Σε τέτοιες περιπτώσεις, μπορεί να είναι χρήσιμες άλλες μορφές δεικτών τιμής και όγκου. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 4

ΠΕΔΙΟ ΕΦΑΡΜΟΓΗΣ ΤΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΩΝ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ ΣΤΟΥΣ ΕΘΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥΣ 10.06 Μεταξύ των ροών που εμφανίζονται στους οικονομικούς λογαριασμούς σε τρέχουσες τιμές, υπάρχουν ορισμένες, που αφορούν κυρίως προϊόντα, όπου η διάκριση μεταξύ των μεταβολών της τιμής και του όγκου είναι παρόμοια μ αυτήν που γίνεται σε μικροοικονομικό επίπεδο. Για πολλές άλλες ροές του συστήματος, η διάκριση είναι πολύ λιγότερο σαφής. Όταν οι ροές στους λογαριασμούς καλύπτουν μια ομάδα στοιχειωδών συναλλαγών αγαθών και υπηρεσιών, στις οποίες η αξία είναι ισοδύναμη με το γινόμενο ενός αριθμού φυσικών μονάδων και της αντίστοιχης τιμής μονάδας, αρκεί μόνο να είναι γνωστή η ανάλυση της εν λόγω ροής στις συνιστώσες της για να προσδιοριστούν οι διαχρονικές μεταβολές της τιμής και του όγκου. Όταν μια ροή περιλαμβάνει ορισμένες συναλλαγές σχετικές με τη διανομή και τη χρηματοοικονομική διαμεσολάβηση καθώς και εξισωτικά μεγέθη όπως η προστιθέμενη αξία, είναι δύσκολο ή ακόμη και αδύνατον να διαχωριστούν άμεσα οι τρέχουσες τιμές σε συνιστώσες τιμής και όγκου και, επομένως, πρέπει να χρησιμοποιηθούν ειδικές λύσεις. Υπάρχει επίσης ανάγκη μέτρησης της πραγματικής αγοραστικής δύναμης ορισμένων συγκεντρωτικών μεγεθών, όπως το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών ή το εθνικό εισόδημα. Αυτό μπορεί να γίνει για παράδειγμα με τον αποπληθωρισμό τους μέσω ενός δείκτη τιμών των αγαθών και των υπηρεσιών που μπορούν να αγοραστούν μ αυτά. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 5

10.07 O στόχος και η διαδικασία που ακολουθείται για τη μέτρηση της πραγματικής αγοραστικής δύναμης του κατ εκτίμηση εισοδήματος διαφέρει από τις διαδικασίες που ακολουθούνται για τον αποπληθωρισμό των αγαθών και των υπηρεσιών και των εξισωτικών μεγεθών. Για τις ροές αγαθών και υπηρεσιών μπορεί να καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμής και όγκου που παρέχει ένα συνεκτικό πλαίσιο για τη μέτρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Η αποτίμηση των ροών εισοδήματος σε πραγματικούς όρους χρησιμοποιεί δείκτες τιμών των ροών οι οποίοι δεν συνδέονται στενά με τη ροή εισοδήματος. Επομένως, η επιλογή τιμής για την αύξηση του εισοδήματος μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τους στόχους της ανάλυσης: δεν προσδιορίζεται ενιαία τιμή στο ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμών και όγκου. Το ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμών και όγκου 10.08 Η συστηματική διαίρεση των μεταβολών των τρεχουσών αξιών στις συνιστώσες «μεταβολές της τιμής» και «μεταβολές του όγκου» περιορίζεται στις ροές που αντιπροσωπεύουν συναλλαγές, και οι οποίες καταγράφονται στους λογαριασμούς αγαθών και υπηρεσιών, καθώς και στο αντίστοιχο πλαίσιο προσφοράς και χρήσεων. Η διαίρεση αυτή γίνεται τόσο για τα δεδομένα που αφορούν επιμέρους κλάδους οικονομικής δραστηριότητας και προϊόντα όσο και γι αυτά που αφορούν το σύνολο της οικονομίας. Οι ροές που αντιπροσωπεύουν εξισωτικά μεγέθη, π.χ. προστιθέμενη αξία, δεν μπορούν να διακριθούν άμεσα σε συνιστώσες τιμής και όγκου αυτό μπορεί να γίνει μόνο έμμεσα, χρησιμοποιώντας τις σχετικές ροές των συναλλαγών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 6

Η χρήση του λογιστικού πλαισίου επιβάλλει έναν διπλό περιορισμό στον υπολογισμό των δεδομένων: α) ο ισοσκελισμός του λογαριασμού αγαθών και υπηρεσιών πρέπει, για δύο οποιαδήποτε διαδοχικά έτη, να επιτυγχάνεται τόσο σε σταθερές τιμές όσο και από άποψη όγκου β) κάθε ροή στο επίπεδο του συνόλου της οικονομίας πρέπει να ισούται με το άθροισμα των αντίστοιχων ροών των διαφόρων επιμέρους κλάδων οικονομικής δραστηριότητας. Ένας τρίτος περιορισμός, που δεν είναι ενδογενές στοιχείο της χρήσης ενός λογιστικού πλαισίου, αλλά έχει εισαχθεί επίτηδες, είναι ότι κάθε μεταβολή της αξίας των συναλλαγών πρέπει να αποδίδεται είτε σε μια μεταβολή τιμής είτε σε μια μεταβολή όγκου ή σε συνδυασμό των δύο. Αν πληρούνται οι εν λόγω τρεις προϋποθέσεις, η αποτίμηση των λογαριασμών αγαθών και υπηρεσιών και των λογαριασμών παραγωγής από άποψη όγκου σημαίνει ότι μπορεί να καταρτιστεί ένα ολοκληρωμένο σύνολο δεικτών τιμής και όγκου. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 7

10.09 Τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την κατάρτιση ενός τέτοιου ολοκληρωμένου συνόλου είναι τα ακόλουθα: Συναλλαγές σε προϊόντα Παραγωγή P.1 Εμπορεύσιμη παραγωγή P.11 Παραγωγή για ίδια τελική χρήση P.12 Μη εμπορεύσιμη παραγωγή P.13 Ενδιάμεση ανάλωση P.2 Τελική καταναλωτική δαπάνη P.3 Τελική ατομική καταναλωτική P.31 δαπάνη Τελική συλλογική καταναλωτική δαπάνη P.32 Πραγματική τελική κατανάλωση P.4 Πραγματική τελική ατομική κατανάλωση Πραγματική τελική συλλογική κατανάλωση P.41 P.42 Ακαθάριστος σχηματισμός κεφαλαίου P.5 Ακαθάριστος σχηματισμός πάγιου κεφαλαίου P.51 Μεταβολή αποθεμάτων P.52 Αποκτήσεις μείον διαθέσεις τιμαλφών P.53 Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών P.6 Εξαγωγές αγαθών P.61 Εξαγωγές υπηρεσιών P.62 Εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών P.7 Εισαγωγές αγαθών P.71 Εισαγωγές υπηρεσιών P.72 Φόροι και επιδοτήσεις επί προϊόντων Φόροι επί προϊόντων, εξαιρουμένου του ΦΠΑ Επιδοτήσεις επί προϊόντων D.31 ΦΠΑ επί προϊόντων D.211 D.212 και D.214 Εξισωτικά μεγέθη Προστιθέμενη αξία B.1 Ακαθάριστο εγχώριο προϊόν B.1*g PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 8

Άλλοι δείκτες τιμής και όγκου 10.10 Εκτός από τα μεγέθη μέτρησης τιμών και όγκου που εξετάζονται ανωτέρω, μπορούν επίσης να υποδιαιρεθούν σε συνιστώσες τιμής και όγκου και τα ακόλουθα συγκεντρωτικά μεγέθη. Τα εν λόγω μεγέθη μέτρησης έχουν διάφορους στόχους. Τα αποθέματα κατά την αρχή και κατά το τέλος κάθε περιόδου, αντιστοίχως, θα πρέπει ίσως να υπολογίζονται από άποψη όγκου, έτσι ώστε να προκύπτουν τα συγκεντρωτικά μεγέθη του ισολογισμού. Το απόθεμα παραχθέντων πάγιων περιουσιακών στοιχείων πρέπει να υπολογίζεται από άποψη όγκου, για να μπορούν να γίνουν εκτιμήσεις των ποσοστών απόδοσης κεφαλαίου, καθώς και για να υπάρχει μια βάση για την εκτίμηση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου από άποψη όγκου. Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας μπορεί να υπολογίζεται από άποψη όγκου με σκοπό τη μέτρηση της παραγωγικότητας και, σε ορισμένες περιπτώσεις επίσης, όταν εκτιμώνται οι εκροές χρησιμοποιώντας δεδομένα όγκου για τις εισροές. Κατά τον υπολογισμό του κόστους από άποψη όγκου, η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου, οι λοιποί φόροι επί της παραγωγής και οι λοιπές επιδοτήσεις παραγωγής πρέπει επίσης να εκτιμώνται από άποψη όγκου. 10.11 Το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας είναι στοιχείο του εισοδήματος. Για να μετρηθεί η αγοραστική δύναμη, το εισόδημα μπορεί να αποτιμηθεί σε πραγματικούς όρους, μέσω του αποπληθωρισμού με ένα δείκτη που θα αντανακλά τις τιμές των προϊόντων τα οποία αγοράζουν οι εργαζόμενοι. Επίσης, και άλλα στοιχεία του εισοδήματος, όπως το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και το εθνικό εισόδημα, μπορούν να μετρηθούν σε πραγματικούς όρους με τον ίδιο γενικό τρόπο. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 9

ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΡΗΣΗΣ ΤΩΝ ΔΕΙΚΤΩΝ ΤΙΜΗΣ ΚΑΙ ΟΓΚΟΥ Ορισμός των τιμών και των όγκων των εμπορεύσιμων προϊόντων 10.12 Δείκτες τιμής και όγκου μπορούν να παράγονται μόνο για μεταβλητές που εμπεριέχουν στοιχεία τιμής και ποσότητας. Οι έννοιες της τιμής και της ποσότητας συνδέονται στενά με την έννοια των ομοιογενών προϊόντων, δηλ. των προϊόντων για τα οποία είναι δυνατόν να οριστούν μονάδες που θεωρούνται ισοδύναμες και οι οποίες, επομένως, μπορούν να ανταλλάσσονται για την ίδια νομισματική αξία. Κατά συνέπεια, η τιμή ενός ομοιογενούς προϊόντος είναι δυνατόν να οριστεί ως το χρηματικό ποσό για το οποίο μπορεί να ανταλλαγεί κάθε μονάδα προϊόντος. Για κάθε ροή ομοιογενούς προϊόντος, π.χ. παραγωγή, είναι επομένως δυνατόν να οριστεί η τιμή (p), η ποσότητα (q) που αντιστοιχεί στον αριθμό μονάδων και η αξία (v) που ορίζεται από τον τύπο: v = p q Ποιότητα, τιμή και ομοιογενή προϊόντα 10.13 Ένας άλλος τρόπος ορισμού του ομοιογενούς προϊόντος είναι να θεωρηθεί ότι αυτό αποτελείται από μονάδες της ίδιας ποιότητας. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 10

Τα ομοιογενή προϊόντα παίζουν ουσιαστικό ρόλο στους εθνικούς λογαριασμούς. Πράγματι, η παραγωγή αποτιμάται στη βασική τιμή που καθορίζεται από την αγορά τη στιγμή που πραγματοποιείται, δηλαδή πολύ συχνά πριν από την πώληση. Επομένως, οι παραγόμενες μονάδες δεν πρέπει να αποτιμώνται στην τιμή στην οποία θα πωληθούν στην πραγματικότητα, αλλά στην τιμή στην οποία πωλούνται οι ισοδύναμες μονάδες κατά τη στιγμή της παραγωγής των σχετικών μονάδων. Αυτό είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί με ακρίβεια μόνον όσον αφορά τα ομοιογενή προϊόντα. 10.14 Στην πράξη, όμως, δύο μονάδες ενός προϊόντος με ταυτόσημα φυσικά χαρακτηριστικά μπορούν να πωλούνται σε διαφορετικές τιμές για δύο λόγους: α) Δύο μονάδες με ταυτόσημα φυσικά χαρακτηριστικά μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι ισοδύναμες αν πωλούνται σε διαφορετικούς τόπους, σε διαφορετικές περιόδους ή σύμφωνα με διαφορετικούς όρους. Στην περίπτωση αυτή, οι μονάδες πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν σε διαφορετικά ομοιογενή προϊόντα. β) Δύο μονάδες με ταυτόσημα φυσικά χαρακτηριστικά μπορούν να πωλούνται σε διαφορετικές τιμές είτε λόγω έλλειψης πληροφόρησης, είτε λόγω επιβολής περιορισμών ως προς την ελευθερία αγοράς, είτε λόγω ύπαρξης παράλληλων αγορών. Στην περίπτωση αυτή, οι μονάδες πρέπει να θεωρείται ότι ανήκουν στο ίδιο ομοιογενές προϊόν. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 11

Κατά συνέπεια, ως ομοιογενές προϊόν μπορεί να οριστεί το προϊόν το σύνολο των μονάδων του οποίου θα πωλείται στην ίδια τιμή υπό συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού. Αν δεν υπάρχουν συνθήκες τέλειου ανταγωνισμού, η τιμή του ομοιογενούς προϊόντος καθορίζεται από τη μέση τιμή των μονάδων του. Επομένως, στους εθνικούς λογαριασμούς, για κάθε ομοιογενές προϊόν υπάρχει μία και μοναδική τιμή, ώστε να είναι δυνατόν να εφαρμόζονται οι γενικοί κανόνες αποτίμησης των προϊόντων. 10.15 Η έλλειψη πληροφόρησης σημαίνει ότι οι αγοραστές μπορεί να μην είναι πάντα σωστά πληροφορημένοι όσον αφορά τις υπάρχουσες διαφορές της τιμής, με αποτέλεσμα να διατρέχουν τον κίνδυνο να αγοράσουν άθελά τους σε υψηλότερες τιμές. Αυτό, ή το αντίστροφο, μπορεί να συμβαίνει επίσης σε περιπτώσεις όπου οι επιμέρους αγοραστές και πωλητές διαπραγματεύονται ή παζαρεύουν τις τιμές. Εξάλλου, η διαφορά μεταξύ της μέσης τιμής ενός αγαθού που αγοράζεται σε μια αγορά ή ένα παζάρι, όπου συνήθως γίνονται τέτοιες διαπραγματεύσεις, και της τιμής του ίδιου αγαθού όταν πωλείται σε άλλου είδους κατάστημα λιανικής πώλησης, όπως πολυκατάστημα, θα πρέπει κανονικά να θεωρείται ότι αντανακλά διαφορές της ποιότητας λόγω διαφορετικών συνθηκών πώλησης. 10.16 Διάκριση στην τιμολόγηση υπάρχει όταν οι πωλητές μπορούν να είναι σε θέση να χρεώνουν διαφορετικές τιμές σε διαφορετικές κατηγορίες αγοραστών για τα ίδια αγαθά και υπηρεσίες που πωλούνται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες. Στις περιπτώσεις αυτές, υπάρχει περιορισμένη ή δεν υπάρχει καθόλου ελευθερία επιλογής εκ μέρους ενός αγοραστή που ανήκει σε μια ειδική κατηγορία. Η αρχή που εφαρμόζεται είναι ότι οι διακυμάνσεις της τιμής θα πρέπει να θεωρούνται ως τιμολογιακές διακρίσεις όταν χρεώνονται διαφορετικές τιμές για ίδιες μονάδες που πωλούνται υπό τις ίδιες ακριβώς συνθήκες σε μια σαφώς ξεχωριστή αγορά, όταν δηλαδή χρεώνονται διαφορετικές τιμές για το ίδιο ομοιογενές προϊόν. Οι διακυμάνσεις της τιμής λόγω τέτοιων διακρίσεων δεν αποτελούν διαφορές του όγκου. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 12

Η δυνατότητα επαναπώλησης αγαθών σε μια δεδομένη αγορά σημαίνει ότι οι διακρίσεις τιμολόγησης για τα προϊόντα αυτού του είδους μπορεί, στις περισσότερες περιπτώσεις, να θεωρηθεί ασήμαντη. Οι διαφορές τιμών που ενδέχεται να εμφανίζονται για ορισμένα αγαθά μπορούν συνήθως να αποδοθούν σε έλλειψη πληροφόρησης ή στην ύπαρξη παραλλήλων αγορών. Σε κλάδους παροχής υπηρεσιών, π.χ. στις μεταφορές, οι παραγωγοί μπορεί να χρεώνουν χαμηλότερες τιμές σε ομάδες ατόμων που κατά κανόνα έχουν χαμηλότερα εισοδήματα, όπως συνταξιούχους ή φοιτητές. Αν αυτοί είναι ελεύθεροι να ταξιδεύουν όποτε θέλουν, αυτό θα πρέπει να θεωρείται ως τιμολογιακή διάκριση. Εντούτοις, αν χρεώνονται με χαμηλότερα κόμιστρα υπό τον όρο ότι θα ταξιδεύουν μόνο σε ορισμένες χρονικές περιόδους, κατά κανόνα εκτός περιόδου αιχμής, τότε τους προσφέρεται μεταφορά χαμηλότερης ποιότητας, δεδομένου ότι η μεταφορά υπό όρους και η μεταφορά άνευ όρων μπορούν να θεωρηθούν ως διαφορετικά ομοιογενή προϊόντα. 10.17 Παράλληλες αγορές μπορεί να υπάρχουν για διάφορους λόγους. Οι αγοραστές μπορεί να μην είναι σε θέση να αγοράζουν όση ποσότητα θα ήθελαν σε χαμηλή τιμή, γιατί δεν υπάρχει επαρκής προσφορά διαθέσιμη στην τιμή αυτή, ενώ μπορεί να υπάρχει μια δευτερεύουσα, παράλληλη αγορά, με υψηλότερες τιμές. Υπάρχει επίσης η δυνατότητα να υπάρχει μια παράλληλη αγορά, όπου οι πωλητές χρεώνουν χαμηλότερες τιμές επειδή μπορεί να αποφεύγουν ορισμένους φόρους. 10.18 Έτσι, αν η ποιότητα καθορίζεται από όλα τα κοινά χαρακτηριστικά του συνόλου των μονάδων ενός ομοιογενούς προϊόντος, οι διαφορές της ποιότητας αντικατοπτρίζονται από τους ακόλουθους παράγοντες: α) φυσικά χαρακτηριστικά PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 13

β) παραδόσεις σε διαφορετικές τοποθεσίες γ) παραδόσεις σε διαφορετικές ώρες της ημέρας ή σε διαφορετικές περιόδους του έτους δ) διαφορές των όρων πώλησης ή των συνθηκών ή του περιβάλλοντος όπου παρέχονται τα αγαθά ή οι υπηρεσίες. Τιμές και όγκος 10.19 Η εισαγωγή της έννοιας του όγκου στους εθνικούς λογαριασμούς βασίζεται στην επιθυμία να εξαλειφθεί η επίπτωση που έχει η διακύμανση των τιμών στην εξέλιξη των αξιών που εκφράζονται σε νομισματικές μονάδες, οπότε εμφανίζεται ως γενικευμένη χρήση της έννοιας της ποσότητας για ομάδες προϊόντων. Στην πραγματικότητα, για ένα συγκεκριμένο ομοιογενές προϊόν, η εξίσωση v = p q επιτρέπει την ανάλυση της διαχρονικής μεταβολής μιας αξίας σε μεταβολή της τιμής και σε μεταβολή της ποσότητας. Στην πράξη, όμως, υπάρχει υπερβολικά μεγάλος αριθμός ομοιογενών προϊόντων που χρειάζονται ξεχωριστό υπολογισμό, με αποτέλεσμα οι αρμόδιοι των εθνικών λογαριασμών να υποχρεούνται να εργαστούν σε πιο συγκεντρωτικό επίπεδο. Σ αυτό το συγκεντρωτικό επίπεδο, όμως, η εξίσωση v = p q παύει πλέον να είναι χρήσιμη, δεδομένου ότι, μολονότι είναι δυνατή η άθροιση αξιών, δεν έχει νόημα η άθροιση ποσοτήτων με σκοπό τον υπολογισμό των τιμών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 14

10.20 Υπάρχει, πάντως, ένας απλός τρόπος να αναλυθεί η μεταβολή της αξίας μιας δέσμης ομοιογενών προϊόντων μεταξύ δύο περιόδων, από τις οποίες η μία θεωρείται περίοδος βάσης και η άλλη τρέχουσα περίοδος. Η συνέπεια της μεταβολής της τιμής μπορεί να αντισταθμιστεί με τον υπολογισμό της αξίας που θα είχε η δέσμη προϊόντων αν δεν είχε υπάρξει μεταβολή των τιμών, δηλαδή εφαρμόζοντας τις τιμές της περιόδου βάσης στις ποσότητες της τρέχουσας περιόδου. Η αξία αυτή σε τιμές της περιόδου βάσης ορίζει την έννοια του όγκου. Κατ αυτό τον τρόπο, η αξία μιας δέσμης προϊόντων κατά την τρέχουσα περίοδο μπορεί να παρουσιαστεί ως: όπου ο εκθέτης 1 αναφέρεται στην τρέχουσα περίοδο και ο δείκτης i σε ένα συγκεκριμένο ομοιογενές προϊόν. Επομένως, ο όγκος της δέσμης προϊόντων για την τρέχουσα περίοδο ορίζεται σε σχέση με την περίοδο βάσης, με τον τύπο: όπου ο εκθέτης 0 αναφέρεται στην περίοδο βάσης. Μέσω σύγκρισης του όγκου της δέσμης προϊόντων για την τρέχουσα περίοδο και της συνολικής τους αξίας για την περίοδο βάσης, είναι δυνατόν να μετρηθεί μια μεταβολή που δεν επηρεάζεται από τυχόν διακύμανση των τιμών. Έτσι, είναι δυνατόν να υπολογιστεί ένας δείκτης όγκου με τον τύπο: PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 15

Ο δείκτης όγκου που ορίζεται κατ αυτό τον τρόπο είναι δείκτης ποσοτήτων «Laspeyres», στον οποίο κάθε βασικός δείκτης σταθμίζεται μέσω της αναλογίας του βασικού προϊόντος επί της συνολικής αξίας της περιόδου βάσης. Αφού οριστεί η έννοια του όγκου, είναι δυνατόν να οριστεί κατ αναλογία, μέσω της εξίσωσης v = p q, όχι μια τιμή αλλά ένας δείκτης τιμών. Συνεπώς, ο δείκτης τιμών ορίζεται μέσω του λόγου μεταξύ της αξίας για την τρέχουσα περίοδο και του όγκου, δηλαδή με τον τύπο: PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 16

Αυτός είναι ένας δείκτης τιμών Paasche στον οποίο κάθε δείκτης τιμών βάσης σταθμίζεται μέσω της αναλογίας του βασικού προϊόντος επί της συνολικής αξίας της τρέχουσας περιόδου. Οι δείκτες όγκου και τιμών που ορίζονται κατ αυτό τον τρόπο επαληθεύουν την εξίσωση: Δείκτης αξίας = δείκτης τιμής δείκτη όγκου Η εξίσωση αυτή είναι μια γενικότερη μορφή της εξίσωσης v = p q και επιτρέπει να αναλύεται σε μεταβολή του όγκου και σε μεταβολή της τιμής οποιαδήποτε μεταβολή στην αξία μιας δέσμης προϊόντων. Κατά τον υπολογισμό του όγκου, οι ποσότητες σταθμίζονται μέσω των τιμών της περιόδου βάσης, οπότε το αποτέλεσμα εξαρτάται από τη διάρθρωση των τιμών. Κατά κανόνα, οι μεταβολές στη διάρθρωση των τιμών είναι λιγότερο σημαντικές για σύντομες περιόδους παρά για μακρές περιόδους. Κατά συνέπεια, ο υπολογισμός του όγκου πραγματοποιείται μόνο για δύο διαδοχικά έτη, δηλαδή ο όγκος υπολογίζεται σε τιμές του προηγούμενου έτους. Για τις συγκρίσεις μεγαλύτερων χρονικών διαστημάτων, οι δείκτες όγκου Laspeyres και οι δείκτες τιμών Paasche υπολογίζονται πρώτα σε σχέση με το προηγούμενο έτος και στη συνέχεια καθορίζονται οι αλυσιδωτοί δείκτες. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 17

10.21 Τα κύρια πλεονεκτήματα της χρήσης δεικτών τιμών Paasche και δεικτών όγκου Laspeyres είναι η απλή ερμηνεία και ο απλός υπολογισμός τους, καθώς και η ιδιότητα της προσθετικότητας στα ισοζύγια προσφοράς και χρήσης. 10.22 Οι αλυσιδωτοί δείκτες έχουν το μειονέκτημα ότι οδηγούν σε όγκους χωρίς προσθετικότητα, οπότε δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται στις διαδικασίες ισοσκελισμού των προϊόντων με βάση πίνακες προσφοράς και χρήσης. 10.23 Τα μη προσθετικά δεδομένα όγκων που υπολογίζονται με αλυσιδωτούς δείκτες δημοσιεύονται χωρίς καμία αναπροσαρμογή. Η μέθοδος αυτή είναι διαφανής και δείχνει στους χρήστες την έκταση του προβλήματος. Αυτό δεν αποκλείει τη δυνατότητα να υπάρχουν περιπτώσεις κατά τις οποίες οι αρμόδιοι για την κατάρτιση των δεδομένων μπορεί να κρίνουν ότι είναι καλύτερο να εξαλειφθούν οι ασυμφωνίες για να βελτιωθεί η συνολική συνέπεια των δεδομένων. Όταν οι αξίες του έτους αναφοράς υπολογίζονται με προβολή μέσω αλυσιδωτών δεικτών όγκου, θα πρέπει να εξηγείται στους χρήστες γιατί δεν υπάρχει προσθετικότητα στους πίνακες. 10.24 Στην πράξη, επειδή είναι αδύνατη η μέτρηση των τιμών και των ποσοτήτων για όλα τα ομοιογενή προϊόντα μιας οικονομίας, οι δείκτες όγκου ή τιμών υπολογίζονται χρησιμοποιώντας δείγματα αντιπροσωπευτικών ομοιογενών προϊόντων, με βάση την ιδέα ότι οι όγκοι ή οι τιμές των προϊόντων που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα μεταβάλλονται κατά τον ίδιο τρόπο που μεταβάλλεται ο μέσος όρος του δείγματος. Επομένως, είναι αναγκαίο να χρησιμοποιείται μια όσο το δυνατόν πιο αναλυτική ταξινόμηση των προϊόντων, έτσι ώστε το κάθε προϊόν που επιλέγεται να έχει τη μέγιστη δυνατή ομοιογένεια, ασχέτως του βαθμού λεπτομέρειας που χρησιμοποιείται στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 18

10.25 Δεδομένου ότι η εξίσωση συνδέει τους δείκτες της αξίας, της τιμής και του όγκου, χρειάζεται να υπολογιστούν μόνο δύο δείκτες. Συνήθως, ο δείκτης αξίας προκύπτει με απλή σύγκριση των συνολικών αξιών για την τρέχουσα περίοδο και την περίοδο βάσης. Στη συνέχεια πρέπει να επιλέγεται αν θα υπολογιστεί δείκτης τιμών ή δείκτης όγκου. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η υπόθεση (παραδοχή) της παράλληλης μεταβολής που διέπει τη μέθοδο αποδεικνύεται περισσότερο από τις τιμές παρά από τους όγκους, επειδή οι τιμές διαφορετικών προϊόντων συχνά επηρεάζονται σημαντικά από ορισμένους κοινούς παράγοντες, όπως το κόστος των πρώτων υλών και των μισθών. Στην περίπτωση αυτή, ο δείκτης τιμών υπολογίζεται χρησιμοποιώντας ένα δείγμα προϊόντων σταθερής διαχρονικής ποιότητας, όπου η ποιότητα δεν καθορίζεται μόνον από τα φυσικά χαρακτηριστικά του προϊόντος, αλλά και από τους όρους της πώλησης, όπως εξηγήθηκε ανωτέρω. Κατ αυτό τον τρόπο όλες οι διακυμάνσεις της συνολικής αξίας που προκαλούνται από τις διαρθρωτικές μεταβολές μεταξύ των διαφόρων προϊόντων θα εμφανίζονται ως διακυμάνσεις του όγκου και όχι των τιμών. Σε μερικές περιπτώσεις, όμως, θα είναι ευκολότερο να υπολογίζεται δείκτης όγκου και να χρησιμοποιείται για την εξαγωγή δείκτη τιμών. Περιστασιακά, ίσως και να είναι προτιμότερο ο δείκτης αξίας να υπολογίζεται με βάση ένα δείκτη τιμών και ένα δείκτη όγκου. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 19

Νέα προϊόντα 10.26 Η μέθοδος του υπολογισμού των δεικτών τιμών και όγκου που περιγράφηκε ανωτέρω προϋποθέτει ότι τα προϊόντα υφίστανται και τα δύο διαδοχικά έτη. Στην πραγματικότητα, όμως, πολλά προϊόντα εμφανίζονται και εξαφανίζονται από έτος σε έτος, γεγονός που πρέπει να απεικονίζεται στους δείκτες τιμών και όγκου. Όταν ο όγκος καθορίζεται χρησιμοποιώντας τις τιμές του προηγούμενου έτους, δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσχέρειες στην περίπτωση προϊόντων που υπήρχαν το προηγούμενο έτος, αλλά δεν υφίστανται πλέον κατά το τρέχον έτος, επειδή απλώς τους αποδίδεται μηδενική ποσότητα για το τρέχον έτος. Το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο στην περίπτωση νέων προϊόντων, δεδομένου ότι για το προηγούμενο έτος δεν είναι δυνατόν να μετρηθεί η τιμή ενός προϊόντος που δεν υπάρχει. Στην περίπτωση αυτή, υπάρχουν δύο είδη προσεγγίσεων για την εκτίμηση της τιμής για το προηγούμενο έτος: σύμφωνα με την πρώτη, θεωρείται ότι η τιμή του νέου προϊόντος μεταβάλλεται όπως η τιμή παρόμοιων προϊόντων, ενώ σύμφωνα με τη δεύτερη επιχειρείται απευθείας υπολογισμός της τιμής που θα είχε το νέο προϊόν αν είχε υπάρξει κατά την περίοδο βάσης. Στην πρώτη προσέγγιση χρησιμοποιείται απλώς ένας δείκτης τιμών που υπολογίζεται με βάση ένα δείγμα ομοιογενών προϊόντων τα οποία υπάρχουν επί δύο διαδοχικά έτη, και, στην πράξη, αυτή είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για τα περισσότερα νέα προϊόντα, επειδή γενικά ο αριθμός τους είναι τόσο μεγάλος που δεν μπορούν να προσδιοριστούν ρητά, ιδίως όταν ο ορισμός των ομοιογενών προϊόντων εφαρμόζεται με τη στενή έννοια. Σύμφωνα με τη δεύτερη προσέγγιση, οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται συχνότερα είναι η ηδονική μέθοδος, που συνίσταται στον καθορισμό της τιμής ενός προϊόντος με βάση τα κύρια χαρακτηριστικά του, και η μέθοδος βάσει εισροών, που χρησιμοποιεί το κόστος ενός προϊόντος για τον υπολογισμό της τιμής του. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 20

Το ζήτημα των νέων προϊόντων έχει ιδιαίτερη σημασία σε ορισμένους τομείς. Πολλά κεφαλαιουχικά αγαθά παράγονται ως μοναδικά είδη και, επομένως, εμφανίζονται ως νέα προϊόντα. Αυτό συμβαίνει και για πολλές υπηρεσίες που δεν παρέχονται ποτέ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, π.χ. τις υπηρεσίες έρευνας και ανάπτυξης. 10.27 Για τις συναλλαγές υπηρεσιών είναι συχνά πιο δύσκολο να προσδιοριστούν τα χαρακτηριστικά που καθορίζουν τις φυσικές μονάδες και μπορεί να προκύψουν διαφορές απόψεων σχετικά με τα κριτήρια που θα χρησιμοποιηθούν. Η δυσκολία αυτή μπορεί να αφορά σημαντικούς κλάδους όπως τις υπηρεσίες χρηματοοικονομικής διαμεσολάβησης, το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, την παροχή υπηρεσιών σε επιχειρήσεις, την εκπαίδευση, την έρευνα και την ανάπτυξη, την υγειονομική περίθαλψη ή την ψυχαγωγία. Η επιλογή φυσικών μονάδων για τις δραστηριότητες αυτές παρουσιάζεται στο Εγχειρίδιο για τα μεγέθη μέτρησης τιμών και όγκου στους εθνικούς λογαριασμούς 1. Αρχές για τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες 10.28 Η κατάρτιση ενός περιεκτικού συστήματος δεικτών τιμών και όγκου που να καλύπτει όλη την προσφορά και τις χρήσεις αγαθών και υπηρεσιών παρουσιάζει ιδιαίτερη δυσκολία όσον αφορά τη μέτρηση της παραγωγής μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Οι υπηρεσίες αυτές διαφέρουν από τις εμπορεύσιμες υπηρεσίες κατά το ότι δεν πωλούνται σε αγοραία τιμή και ότι η αξία τους σε τρέχουσες τιμές υπολογίζεται ως το άθροισμα των σχετικών στοιχείων κόστους. Τα εν λόγω στοιχεία κόστους είναι η ενδιάμεση ανάλωση, το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας, οι λοιποί φόροι μείον επιδοτήσεις παραγωγής και η ανάλωση πάγιου κεφαλαίου. 1 Eurostat, Εγχειρίδιο για τα μεγέθη μέτρησης τιμών και όγκου στους εθνικούς λογαριασμούς, (Handbook on price and volume measures in national accounts), 2001(http://epp.eurostat.ec.europa.eu). PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 21

10.29 Εφόσον δεν υπάρχει μονάδα αγοραίας τιμής, το μοναδιαίο κόστος μιας μη εμπορεύσιμης υπηρεσίας μπορεί να θεωρηθεί ως το ισοδύναμο της τιμής. Πράγματι, η τιμή ενός εμπορεύσιμου προϊόντος αντιστοιχεί στη δαπάνη που οφείλει να πραγματοποιήσει ο αγοραστής για να λάβει το προϊόν υπό την κατοχή του, ενώ το μοναδιαίο κόστος μιας μη εμπορεύσιμης υπηρεσίας αντιστοιχεί στη δαπάνη που οφείλει να πραγματοποιήσει η κοινωνία για να χρησιμοποιήσει την υπηρεσία. Έτσι, όταν είναι δυνατόν να καθοριστούν μονάδες ποσότητας για τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες, είναι επίσης δυνατόν να εφαρμοστούν οι γενικές αρχές υπολογισμού των δεικτών όγκου και τιμής που αναφέρονται ανωτέρω. Γενικά, υπάρχει δυνατότητα καθορισμού μονάδων ποσότητας για τις μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες οι οποίες αναλώνονται σε ατομική βάση, όπως οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και οι υπηρεσίες υγείας, πράγμα που σημαίνει ότι στην περίπτωση αυτών των υπηρεσιών πρέπει να εφαρμόζονται συστηματικά οι γενικές αρχές. Η μέθοδος που συνίσταται στον υπολογισμό του όγκου μέσω της εφαρμογής των μοναδιαίων στοιχείων κόστους του προηγούμενου έτους στις ποσότητες του τρέχοντος έτος καλείται μέθοδος βάσει εκροών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 22

10.30 Είναι δύσκολο, όμως, να καθοριστούν μονάδες ποσότητας για συλλογικές μη εμπορεύσιμες υπηρεσίες, όπως είναι για παράδειγμα οι υπηρεσίες που συνδέονται με τη γενική κυβέρνηση, τη δικαιοσύνη ή την άμυνα. Στην περίπτωση αυτή, επομένως, πρέπει να χρησιμοποιούνται άλλες μέθοδοι κατ αναλογία με τη γενική μέθοδο. Η μέθοδος αυτή ορίζει τον όγκο με βάση τιμές του προηγούμενου έτους, δηλαδή ορίζει τον όγκο ως τη δαπάνη που θα είχαν πραγματοποιήσει οι αγοραστές αν οι τιμές δεν είχαν μεταβληθεί. Ο τελευταίος αυτός ορισμός μπορεί να χρησιμοποιείται όταν δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί μια μονάδα ποσότητας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εφαρμόζεται για μια μονάδα προϊόντος αλλά για τη δαπάνη συνολικά. Επειδή η αξία μιας μη εμπορεύσιμης υπηρεσίας καθορίζεται από τα σχετικά στοιχεία κόστους, είναι κατά συνέπεια δυνατόν να υπολογιστεί ο όγκος μέσω της αξίας των στοιχείων κόστους σε τιμές της περιόδου βάσης, δηλαδή μέσω της αξίας, σε τιμές της περιόδου βάσης, της ενδιάμεσης ανάλωσης, του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, των άλλων φόρων μείον τις επιδοτήσεις παραγωγής και της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου. Η μέθοδος αυτή είναι γνωστή ως μέθοδος βάσει εισροών. Ο υπολογισμός του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας, της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου, των φόρων και των επιδοτήσεων της παραγωγής με όρους όγκου, εξετάζεται στις επόμενες παραγράφους. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 23

Ακόμη και στην ευνοϊκότερη περίπτωση των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών που αναλώνονται σε ατομική βάση, όπως οι υπηρεσίες εκπαίδευσης και οι υπηρεσίες υγείας, δεν είναι πάντα εύκολη η διάκριση των ομοιογενών προϊόντων. Πράγματι, τα χαρακτηριστικά αυτών των υπηρεσιών σπανίως καθορίζονται με επαρκή ακρίβεια ώστε να είναι δυνατόν να κριθεί με βεβαιότητα αν δύο διαφορετικές μονάδες υπηρεσιών μπορούν να θεωρηθούν ισοδύναμες, αν δηλαδή πρέπει να θεωρηθούν ότι αντιστοιχούν σε ένα και το αυτό ομοιογενές προϊόν ή σε δύο ξεχωριστά προϊόντα. Οι αρμόδιοι των εθνικών λογαριασμών μπορούν να βασίζονται σε δύο κριτήρια ισοδυναμίας: α) Το κριτήριο του μοναδιαίου κόστους: δύο μονάδες μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών θεωρούνται ισοδύναμες αν έχουν το ίδιο μοναδιαίο κόστος. Το κριτήριο αυτό βασίζεται στην ιδέα ότι, σε συλλογικό επίπεδο, εκείνοι που χρησιμοποιούν τις δημόσιες υπηρεσίες είναι εκείνοι που αποφασίζουν γι αυτές και τις πληρώνουν. Για παράδειγμα, οι πολίτες αποφασίζουν για τις δημόσιες υπηρεσίες μέσω των εκπροσώπων τους και τις πληρώνουν μέσω της φορολογίας τους. Υπ αυτές τις συνθήκες, δεν μπορεί να αναμένεται από τους πολίτες να πληρώνουν διαφορετικές τιμές για μονάδες υπηρεσιών που θεωρούν ισοδύναμες. Συνεπώς, σύμφωνα με το κριτήριο αυτό, δύο μονάδες υπηρεσιών με διαφορετικό κόστος πρέπει να θεωρείται ότι αντιστοιχούν σε διαφορετικά προϊόντα, ενώ ένα μη εμπορεύσιμο ομοιογενές προϊόν χαρακτηρίζεται από το ενιαίο ύψος του μοναδιαίου του κόστους. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 24

β) Το κριτήριο του αποτελέσματος: δύο μονάδες μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών θεωρούνται ισοδύναμες αν παρέχουν το ίδιο αποτέλεσμα. Το κριτήριο αυτό βασίζεται στην ιδέα ότι δύο μονάδες υπηρεσιών που θεωρούνται ισοδύναμες από τους πολίτες μπορεί, εντούτοις, να παράγονται με διαφορετικό κόστος, δεδομένου ότι οι πολίτες δεν ελέγχουν πλήρως την παραγωγική διαδικασία αυτών των υπηρεσιών. Το κριτήριο του μοναδιαίου κόστους παύει να είναι κατάλληλο στην περίπτωση αυτή και πρέπει να αντικατασταθεί από ένα κριτήριο που να αντιστοιχεί στη χρησιμότητα των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών για την κοινωνία. Επειδή το κριτήριο του αποτελέσματος φαίνεται συχνά καταλληλότερο, ολοκληρώθηκαν πολλές εργασίες για την ανάπτυξη μεθόδων που βασίζονται σ αυτό το κριτήριο, ενώ η έρευνα για τη βελτίωσή τους συνεχίζεται. Στην πράξη, οι μέθοδοι αυτές συχνά συνεπάγονται την εισαγωγή, στον υπολογισμό του όγκου, διορθωτικών συντελεστών που εφαρμόζονται στις ποσότητες στην περίπτωση αυτή ονομάζονται μέθοδοι με ρητή διόρθωση για λόγους ποιότητας. Η κυριότερη δυσκολία εφαρμογής αυτών των μεθόδων συνδέεται με τον ορισμό και τη μέτρηση του αποτελέσματος. Πράγματι, η μέτρηση του αποτελέσματος προϋποθέτει την ύπαρξη καθορισμένων στόχων, κάτι που δεν είναι και τόσο απλό στον τομέα των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών. Για παράδειγμα, ποιοι είναι οι στόχοι των υπηρεσιών δημόσιας υγείας: η βελτίωση της κατάστασης της δημόσιας υγείας ή η παράταση του βίου; Και τα δύο φυσικά τότε, όμως, πώς σταθμίζονται οι διάφοροι στόχοι, όταν δεν είναι ισοδύναμοι; Για παράδειγμα, ποια είναι η καλύτερη θεραπεία, εκείνη που δίνει στον ασθενή τη δυνατότητα να ζήσει άλλον ένα χρόνο με καλή υγεία ή εκείνη που του επιτρέπει να ζήσει άλλα δύο χρόνια με κακή υγεία; Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις του αποτελέσματος είναι συχνά αμφιλεγόμενες. Έτσι, σε πολλές χώρες, επανέρχονται περιοδικά διαμάχες όσον αφορά τη βελτίωση ή την επιδείνωση των σχολικών επιδόσεων των μαθητών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 25

Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δεδομένων των εννοιολογικών δυσχερειών και της έλλειψης συναίνεσης ως προς τις μεθόδους βάσει εκροών που υφίστανται προσαρμογή για να αντανακλούν την ποιότητα (με βάση το αποτέλεσμα), οι μέθοδοι αυτές εξαιρούνται από το κεντρικό πλαίσιο, προκειμένου να διαφυλάσσεται η συγκρισιμότητα των αποτελεσμάτων. Οι μέθοδοι αυτές εφαρμόζονται προαιρετικά μόνο για τους πρόσθετους πίνακες, ενώ η σχετική έρευνα συνεχίζεται. Έτσι, στον τομέα των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης, οι εκτιμήσεις της παραγωγής και της ανάλωσης από άποψη όγκου πρέπει να υπολογίζονται με βάση άμεσες μετρήσεις της παραγωγής μη προσαρμοσμένες με βάση τις διακυμάνσεις της ποιότητας, με στάθμιση των ποσοτήτων που παρήχθησαν με τα μοναδιαία στοιχεία κόστους που είχαν οι εν λόγω υπηρεσίες το προηγούμενο έτος, χωρίς να γίνει σε αυτές καμία διόρθωση που θα συνεκτιμούσε την ποιότητα. Οι μέθοδοι αυτές πρέπει να εφαρμόζονται σε επαρκώς αναλυτικό επίπεδο. Το ελάχιστο επίπεδο ορίζεται στο Εγχειρίδιο της Eurostat για τα μεγέθη μέτρησης τιμών και όγκου στους εθνικούς λογαριασμούς. Παρόλο που η χρήση μεθόδων βάσει εισροών πρέπει γενικώς να αποφεύγεται, είναι δυνατόν στον τομέα της υγείας, να εφαρμόζεται η μέθοδος βάσει εισροών όταν η ποικιλία των υπηρεσιών είναι τέτοια ώστε ο καθορισμός ομοιογενών προϊόντων να καθίσταται στην πράξη αδύνατος. Επιπροσθέτως, οι εκτιμήσεις των εθνικών λογαριασμών πρέπει να συνοδεύονται από επεξηγηματικές πληροφορίες που να εφιστούν την προσοχή των χρηστών στις μεθόδους μέτρησης. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 26

Αρχές για την προστιθέμενη αξία και το ΑΕγχΠ 10.31 Η προστιθέμενη αξία, που είναι το εξισωτικό μέγεθος στον λογαριασμό παραγωγής, είναι το μόνο εξισωτικό μέγεθος που αποτελεί μέρος του ολοκληρωμένου συστήματος δεικτών τιμών και όγκου. Πρέπει πάντως να τονιστούν τα πολύ ειδικά χαρακτηριστικά αυτού του μεγέθους, καθώς και η σημασία των σχετικών του δεικτών όγκου και τιμών. Σε αντίθεση με τις διάφορες ροές αγαθών και υπηρεσιών, η προστιθέμενη αξία δεν αντιπροσωπεύει καμία συγκεκριμένη κατηγορία συναλλαγών. Επομένως, δεν μπορεί να αναλυθεί άμεσα σε συνιστώσα τιμής και συνιστώσα όγκου. 10.32 Ορισμός: Η προστιθέμενη αξία από άποψη όγκου ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ της παραγωγής από άποψη όγκου και της ενδιάμεσης ανάλωσης από άποψη όγκου. VA = P(0) Q(1) p(0) q(1) όπου P και Q είναι τιμές και ποσότητες της παραγωγής και p και q είναι τιμές και ποσότητες της ενδιάμεσης ανάλωσης. Η θεωρητικά ορθή μέθοδος για τον υπολογισμό της προστιθέμενης αξίας από άποψη όγκου είναι με διπλό αποπληθωρισμό, δηλαδή ξεχωριστό αποπληθωρισμό των δύο ροών του λογαριασμού παραγωγής (παραγωγή και ενδιάμεση ανάλωση) και υπολογισμό του υπολοίπου αυτών των δύο επανεκτιμημένων ροών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 27

10.33 Σε ορισμένες περιπτώσεις, όταν τα στατιστικά δεδομένα εξακολουθούν να είναι ελλιπή ή ανεπαρκώς αξιόπιστα, μπορεί να είναι απαραίτητη η χρήση ενός μοναδικού δείκτη. Αν υπάρχουν ικανοποιητικά δεδομένα σχετικά με την προστιθέμενη αξία σε τρέχουσες τιμές, μια εναλλακτική λύση για τον διπλό αποπληθωρισμό είναι ο άμεσος αποπληθωρισμός της τρέχουσας προστιθεμένης αξίας με ένα δείκτη τιμών της παραγωγής. Αυτό προϋποθέτει ότι υιοθετείται η υπόθεση ότι οι τιμές της ενδιάμεσης ανάλωσης μεταβάλλονται με τον ίδιο ρυθμό που μεταβάλλονται οι τιμές της παραγωγής. Μια άλλη πιθανή διαδικασία είναι η προβολή της προστιθεμένης αξίας του έτους βάσης με ένα δείκτη όγκου της παραγωγής. Αυτός ο δείκτης όγκου μπορεί να υπολογιστεί είτε άμεσα από ποσοτικά στοιχεία είτε με τον αποπληθωρισμό της τρέχουσας αξίας της παραγωγής με έναν κατάλληλο δείκτη τιμών. Η μέθοδος αυτή υποθέτει στην πραγματικότητα ότι οι μεταβολές του όγκου είναι οι ίδιες για την παραγωγή και για την ενδιάμεση ανάλωση. Για ορισμένους κλάδους εμπορεύσιμων και μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών, όπως οι χρηματοοικονομικές υπηρεσίες, οι επιχειρηματικές υπηρεσίες ή η άμυνα, μπορεί να μην είναι δυνατόν να υπάρχουν ικανοποιητικές εκτιμήσεις των μεταβολών της τιμής ή του όγκου για την παραγωγή. Στις περιπτώσεις αυτές οι κινήσεις της προστιθέμενης αξίας από άποψη όγκου μπορούν να εκτιμηθούν μέσω των μεταβολών του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας σε λόγους αμοιβών του προηγούμενου έτους και της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου από άποψη όγκου. Οι υπεύθυνοι για την κατάρτιση των δεδομένων μπορεί να αναγκαστούν να χρησιμοποιήσουν τέτοια μέσα, ακόμη και αν δεν υπάρχει βάσιμος λόγος που να δικαιολογεί την υπόθεση ότι η παραγωγικότητα της εργασίας παραμένει αμετάβλητη βραχυπρόθεσμα ή μακροπρόθεσμα. 10.34 Επομένως, από την ίδια τη φύση τους, οι δείκτες όγκου και τιμών για την προστιθέμενη αξία είναι διαφορετικοί από τους αντίστοιχους δείκτες για τις ροές αγαθών και υπηρεσιών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 28

Τα ίδια ισχύουν για τους δείκτες τιμών και όγκου των συγκεντρωτικών εξισωτικών μεγεθών όπως το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν. Η αξία του τελευταίου ισοδυναμεί με το άθροισμα όλων των προστιθεμένων αξιών όλων των κλάδων, δηλαδή με ένα άθροισμα εξισωτικών μεγεθών, συν φόρους μείον επιδοτήσεις προϊόντων, ενώ, από άλλη άποψη, μπορεί να θεωρηθεί ότι αντιπροσωπεύει το εξισωτικό μέγεθος μεταξύ των συνολικών τελικών χρήσεων και των εισαγωγών. ΕΙΔΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΑΡΧΩΝ 10.35 Το ολοκληρωμένο σύστημα δεικτών τιμών και όγκου, αν και ουσιαστικά περιορίζεται σε συναλλαγές σχετικές με αγαθά και υπηρεσίες, δεν αποκλείει τη δυνατότητα υπολογισμού μεγεθών μέτρησης των μεταβολών της τιμής και του όγκου για ορισμένες άλλες συναλλαγές. Φόροι και επιδοτήσεις προϊόντων και εισαγωγών 10.36 Η προαναφερθείσα δυνατότητα υπάρχει, ιδιαίτερα, στην περίπτωση των φόρων και των επιδοτήσεων που συνδέονται άμεσα με την ποσότητα ή την αξία των αγαθών και των υπηρεσιών που είναι αντικείμενο ορισμένων συναλλαγών. Στους πίνακες προσφοράς και χρήσεων, οι αξίες των εν λόγω φόρων και επιδοτήσεων εμφανίζονται σαφώς. Εφαρμόζοντας τους κανόνες που περιγράφονται παρακάτω, είναι δυνατός ο καθορισμός μεγεθών μέτρησης της τιμής και του όγκου για τις κατηγορίες των φόρων και των επιδοτήσεων που καταγράφονται στους λογαριασμούς αγαθών και υπηρεσιών, και συγκεκριμένα: α) φόροι επί προϊόντων, εκτός από τον ΦΠΑ (D.212 και D214) PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 29

β) επιδοτήσεις προϊόντων (D.31) γ) ΦΠΑ επί των προϊόντων (D.211). 10.37 Η πιο απλή περίπτωση είναι οι φόροι που αντιπροσωπεύουν ένα σταθερό ποσό ανά μονάδα ποσότητας του προϊόντος που είναι αντικείμενο της συναλλαγής. Η αξία των εσόδων από έναν τέτοιο φόρο εξαρτάται από τα ακόλουθα: α) ποσότητα των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή β) ποσό που εισπράττεται ανά μονάδα, δηλαδή τιμή φορολόγησης. Η ανάλυση της μεταβολής της αξίας στις δύο συνιστώσες της δεν παρουσιάζει ουσιαστικά καμιά δυσκολία. Η διακύμανση του όγκου καθορίζεται από τη μεταβολή των ποσοτήτων των φορολογούμενων προϊόντων η διακύμανση της τιμής αντιστοιχεί στη μεταβολή του ποσού που εισπράττεται ανά μονάδα, δηλαδή στη μεταβολή της τιμής φορολόγησης. 10.38 Μια πιο συνήθης περίπτωση είναι αυτή κατά την οποία ο φόρος αντιπροσωπεύει ένα ορισμένο ποσοστό της αξίας της συναλλαγής. Στην περίπτωση αυτή, η αξία των εσόδων από έναν τέτοιο φόρο εξαρτάται από τα ακόλουθα: α) ποσότητα των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή β) τιμή των προϊόντων που υπεισέρχονται στη συναλλαγή γ) φορολογικός συντελεστής (εκατοστιαίος). PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 30

Στην περίπτωση αυτή, η τιμή φορολόγησης καθορίζεται εφαρμόζοντας τον φορολογικό συντελεστή στην τιμή του προϊόντος. Η μεταβολή της αξίας των προσόδων από έναν φόρο αυτού του είδους μπορεί επίσης να διαιρεθεί στη μεταβολή του όγκου που προσδιορίζεται από τη μεταβολή των ποσοτήτων των φορολογουμένων προϊόντων, και στη μεταβολή της τιμής που αντιστοιχεί στη μεταβολή της τιμής φορολόγησης (β γ). 10.39 Το ύψος των φόρων επί προϊόντων εκτός από τον ΦΠΑ (D.212 και D.214) μετριέται, από άποψη όγκου, εφαρμόζοντας στις ποσότητες των παραγόμενων ή εισαγόμενων προϊόντων τις τιμές φορολόγησης του έτους βάσης ή εφαρμόζοντας στην αξία της παραγωγής ή των εισαγωγών, ανατιμημένη σε τιμές του έτους βάσης, τους φορολογικούς συντελεστές του έτους βάσης. Πρέπει να προσεχθεί το γεγονός ότι οι τιμές φορολόγησης μπορεί να διαφέρουν από χρήση σε χρήση. Αυτό λαμβάνεται υπόψη στους πίνακες προσφοράς και χρήσεων. 10.40 Με τον ίδιο τρόπο, το ύψος των επιδοτήσεων προϊόντων (D.31) μετριέται, από άποψη όγκου, εφαρμόζοντας στις ποσότητες των παραγόμενων ή εισαγόμενων προϊόντων τις τιμές επιδότησης του έτους βάσης ή εφαρμόζοντας στην αξία της παραγωγής ή των εισαγωγών, ανατιμημένη σε τιμές του έτους βάσης, τα ποσοστά επιδοτήσεων του έτους βάσης, λαμβάνοντας υπόψη τα διαφορετικά ποσοστά επιδοτήσεων για τις διάφορες επιμέρους χρήσεις. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 31

10.41 Ο ΦΠΑ επί των προϊόντων (D.11) υπολογίζεται καθαρός τόσο για το σύνολο της οικονομίας όσο και για τους επιμέρους κλάδους και τους λοιπούς χρήστες και αναφέρεται μόνο στον ΦΠΑ που δεν εκπίπτει. Αυτός ορίζεται ως η διαφορά μεταξύ του ΦΠΑ που τιμολογείται στα προϊόντα και του ΦΠΑ που εκπίπτει από τους χρήστες αυτών των προϊόντων. Ως εναλλακτική λύση, είναι επίσης δυνατόν να καθοριστεί ο ΦΠΑ επί των προϊόντων ως το άθροισμα όλων των μη εκπεστέων ποσών που πρέπει να καταβληθούν από τους χρήστες. Ο ΦΠΑ που δεν εκπίπτει μπορεί να υπολογιστεί από άποψη όγκου με την εφαρμογή των συντελεστών ΦΠΑ που ίσχυαν κατά το προηγούμενο έτος στις ροές, εκφρασμένες σε τιμές του προηγούμενου έτους. Έτσι, οποιαδήποτε αλλαγή του συντελεστή ΦΠΑ για το τρέχον έτος θα αντανακλάται στον δείκτη τιμών και όχι στον δείκτη όγκου του ΦΠΑ που δεν εκπίπτει. Το τμήμα του ΦΠΑ που εκπίπτει στον τιμολογηθέντα και, επομένως, στον ΦΠΑ που δεν εκπίπτει μπορεί να μεταβληθεί: α) είτε λόγω μεταβολής του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ λόγω τροποποίησης των φορολογικών νόμων ή κανονισμών, που ισχύει με ή χωρίς χρονική υστέρηση β) είτε λόγω μεταβολής της διάρθρωσης των χρήσεων του προϊόντος (π.χ. αύξηση του μέρους των χρήσεων για τις οποίες μπορεί να εκπέσει ο ΦΠΑ). PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 32

Μια μεταβολή του ύψους του ΦΠΑ που εκπίπτει λόγω μεταβολής του δικαιώματος έκπτωσης του ΦΠΑ θα αντιμετωπίζεται, με τη μέθοδο που περιγράφεται εδώ, ως μεταβολή της τιμής φορολόγησης το ίδιο ισχύει και για μια μεταβολή του συντελεστή του τιμολογημένου ΦΠΑ. Εξάλλου, μια μεταβολή του ύψους του ΦΠΑ που εκπίπτει λόγω μεταβολής της διάρθρωσης των χρήσεων του προϊόντος αποτελεί μεταβολή του όγκου του ΦΠΑ που εκπίπτει, που θα πρέπει να αντανακλάται στον δείκτη όγκου του ΦΠΑ επί προϊόντων. Λοιποί φόροι και επιδοτήσεις της παραγωγής 10.42 Η αντιμετώπιση των λοιπών φόρων (D.29) και επιδοτήσεων (D.39) της παραγωγής δημιουργεί μια ιδιαίτερη δυσκολία, στον βαθμό που, εξ ορισμού, δεν είναι δυνατή η απευθείας απόδοσή τους σε παραγόμενες μονάδες. Στην περίπτωση των μη εμπορεύσιμων υπηρεσιών το πρόβλημα αυτό επιδεινώνεται από το γεγονός ότι οι υπηρεσίες αυτές χρησιμοποιούνται μόνον όταν δεν είναι δυνατόν να καθοριστούν μονάδες ποσότητας. Ωστόσο, το πρόβλημα αυτό είναι γενικά δυνατόν να παρακαμφθεί αν οι λοιποί φόροι και επιδοτήσεις της παραγωγής καθοριστούν από άποψη όγκου στο ποσό που θα είχαν αυξηθεί αν δεν είχε υπάρξει μεταβολή των φορολογικών κανόνων και των τιμών συνολικά σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Για παράδειγμα, οι φόροι περιουσίας ή χρήσης ενός περιουσιακού στοιχείου μπορούν να αποτιμώνται από άποψη όγκου με την εφαρμογή, στην τρέχουσα περίοδο, των κανόνων και της τιμής των περιουσιακών στοιχείων του προηγούμενου έτους. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 33

Ανάλωση πάγιου κεφαλαίου 10.43 Ο υπολογισμός μεγεθών μέτρησης όγκου για την ανάλωση πάγιου κεφαλαίου δεν δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα όταν υπάρχουν ικανοποιητικά δεδομένα σχετικά με τη σύνθεση του αποθέματος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών. Η μέθοδος διαρκούς απογραφής, που χρησιμοποιείται στις περισσότερες χώρες, προϋποθέτει ήδη, για την εκτίμηση της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου σε τρέχουσες τιμές, πρώτα την ανάγκη υπολογισμού του αποθέματος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών από άποψη όγκου. Για τη μετάβαση από την αποτίμηση στο κόστος απόκτησης προς την αποτίμηση σε κόστος αντικατάστασης, χρειάζεται πρώτα να αποτιμηθούν σε ομοιογενή βάση, δηλαδή σε τιμές του έτους βάσης, κεφαλαιουχικά αγαθά που αγοράστηκαν σε διάστημα διαφορετικών περιόδων. Επομένως, οι δείκτες τιμής και όγκου που καταρτίζονται μ αυτή τη διαδικασία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον υπολογισμό της αξίας της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου από άποψη όγκου και του σχετικού δείκτη τιμών. Όταν δεν υπάρχει διαρκής απογραφή του αποθέματος πάγιων κεφαλαιουχικών αγαθών, η μεταβολή της ανάλωσης πάγιου κεφαλαίου από άποψη όγκου μπορεί να προσδιοριστεί αποπληθωρίζοντας τα δεδομένα σε τρέχουσες τιμές με βάση δείκτες τιμών που προκύπτουν από δεδομένα σχετικά με τον ακαθάριστο σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου κατά προϊόν. Στην περίπτωση αυτή, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ηλικιακή δομή των αγορασθέντων κεφαλαιουχικών αγαθών. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 34

Εισόδημα εξαρτημένης εργασίας 10.44 Για τη μέτρηση του όγκου των εισροών εργασίας, ως μονάδα ποσότητας του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας μπορεί να θεωρηθεί μία ώρα εργασίας ενός δεδομένου τύπου και επιπέδου προσόντων. Όπως συμβαίνει και με τα αγαθά και τις υπηρεσίες, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι υπάρχουν διαφορετικές ποιότητες εργασίας και να υπολογιστούν ποσοτικές σχέσεις για κάθε ξεχωριστό είδος εργασίας. Η τιμή που αναφέρεται σε κάθε είδος εργασίας είναι η αμοιβή που καταβάλλεται ανά ώρα, η οποία μπορεί να ποικίλλει, φυσικά, από το ένα είδος εργασίας στο άλλο. Ένα μέτρο του όγκου της εργασίας που πραγματοποιήθηκε μπορεί να υπολογιστεί ως σταθμικός μέσος των ποσοτικών σχέσεων για τα διάφορα είδη εργασίας, σταθμισμένα με βάση τις αξίες του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας κατά το προηγούμενο έτος ή το έτος βάσης. Ως εναλλακτική μέθοδος, μπορεί να υπολογιστεί ένας δείκτης μισθολογικής διαβάθμισης για την εργασία, υπολογίζοντας ένα σταθμικό μέσο των αναλογικών μεταβολών των ωρομισθίων για τα διάφορα είδη εργασίας, χρησιμοποιώντας πάλι ως μέσο στάθμισης το εισόδημα εξαρτημένης εργασίας. Αν υπολογίζεται έμμεσα ένας δείκτης όγκου τύπου Laspeyres, μέσω του αποπληθωρισμού των μεταβολών του εισοδήματος εξαρτημένης εργασίας σε τρέχουσες τιμές με ένα δείκτη της μέσης μεταβολής του ωρομισθίου, ο τελευταίος δείκτης θα πρέπει να είναι τύπου Paasche. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 35

Αποθέματα παραχθέντων παγίων περιουσιακών στοιχείων και απογραφές 10.45 Οι όγκοι στις τιμές του προηγούμενου έτους απαιτούνται τόσο για τα αποθέματα παραχθέντων παγίων περιουσιακών στοιχείων όσο και για τις απογραφές. Για τα πρώτα, δεδομένα όπως αυτά που απαιτούνται για τον υπολογισμό των ρυθμών απόδοσης κεφαλαίου είναι διαθέσιμα αν χρησιμοποιείται η μέθοδος της διαρκούς απογραφής. Σε άλλες περιπτώσεις μπορούν να συλλεγούν από τους παραγωγούς πληροφορίες για τις αξίες των αποθεμάτων περιουσιακών στοιχείων και να αποπληθωριστούν με βάση τους δείκτες τιμών που χρησιμοποιούνται για τον σχηματισμό πάγιου κεφαλαίου, λαμβάνοντας υπόψη την ηλικιακή δομή των αποθεμάτων. Οι μεταβολές των αποθεμάτων μετρούνται με βάση την αξία των εισόδων στα αποθέματα μείον την αξία των εξόδων από τα αποθέματα, και την αξία τυχόν επερχόμενων ζημιών των αγαθών που βρίσκονται στα αποθέματα κατά τη διάρκεια μιας δεδομένης περιόδου. Οι όγκοι στις τιμές του προηγούμενου έτους μπορούν να εξαχθούν μέσω του αποπληθωρισμού αυτών των συνιστωσών. Στην πράξη, πάντως, σπανίως είναι πραγματικά γνωστές οι είσοδοι στα αποθέματα και οι έξοδοι από τα αποθέματα, ενώ συχνά η μόνη διαθέσιμη πληροφορία είναι η αξία των αποθεμάτων στην αρχή και στο τέλος της περιόδου. Στις περιπτώσεις αυτές, συχνά θα είναι αναγκαίο να γίνουν υποθέσεις ως προς τις τακτικές εισόδους και εξόδους στη διάρκεια της τρέχουσας περιόδου, έτσι ώστε η μέση τιμή για την περίοδο να μπορεί να θεωρηθεί κατάλληλη τόσο για τις εισόδους όσο και για τις εξόδους. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο υπολογισμός της διακύμανσης των αποθεμάτων με τη διαφορά μεταξύ των αξιών των εισόδων και των εξόδων καθίσταται ίδιος με τον υπολογισμό της διαφοράς μεταξύ των αξιών των αρχικών και των τελικών αποθεμάτων. Η διακύμανση των αποθεμάτων από άποψη όγκου μπορεί, στη συνέχεια, να υπολογιστεί με αποπληθωρισμό των αρχικών και των τελικών αποθεμάτων ώστε να ευθυγραμμιστούν με τη μέση τιμή της περιόδου βάσης. Όταν οι διακυμάνσεις των αποθεμάτων είναι γνωστές από άποψη ποσότητας, είναι δυνατόν, και πάλι μέσω υποθέσεων ως προς τις τακτικές εισόδους και εξόδους, να υπολογίζεται ο όγκος της διακύμανσης των αποθεμάτων με εφαρμογή της μέσης τιμής της περιόδου βάσης στη διακύμανση των αποθεμάτων από άποψη ποσότητας. PE-CONS 77/12 ADD 10 REV 1 36