ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ: «ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΗΣ»

Σχετικά έγγραφα
ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΗ (BILL OF LADING)

ΕΝΩΣΗ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΕΛΛΑΔΟΣ

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών

Ασφαλιστικές Εταιρείες 2007

Αρχές Δικαίου Επιχειρήσεων Διάλεξη 3 η. Νικόλαος Καρανάσιος

ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΠΑΡΑΔΟΣΗΣ 8 ο ΜΑΘΗΜΑ

ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΚΟ ΕΚΠΑΙ ΕΥΤΙΚΟ Ι ΡΥΜΑ ΚΡΗΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΤΜΗΜΑ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΤΥΧΙΑΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ «ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ»

Όπως καταργήθηκε με την παρ.1 Άρθρο 38 ΝΟΜΟΣ 4308/2014 και ισχύει από 24/11/2014

Η Οδηγία 2007/64/ΕΚ για τις υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά Συνολική θεώρηση

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Αντί προλόγου.

Working Paper. Title: «Η Σύμβαση Εμπορικής Αντιπροσωπείας» Georgios K. Karametos

Πρόλογος τέταρτης έκδοσης

Μάθημα: Λογιστική ΙΙ

Γ.Σ.Ε.Ε. ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Ομοσπονδίες δύναμης ΓΣΕΕ

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την άσκηση των Δικαιωμάτων των Παιδιών

* ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ * Νο. 51

Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3168, Κ.Δ.Π. 210/97. Αριθμός 210 Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ (ΝΟΜΟΣ 207 του 1989)

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

2754 Κ.Α.Π. 395/2004

Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης Αποχέτευσης Λέσβου Ελευθερίου Βενιζέλου 13-17, Λέσβος Τηλ: Fax:

Έχει ανακύψει εκατοντάδες φορές το ζήτημα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική νομολογία και

ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΥΠ. ΑΡΙΘ.: 5 Αθήνα, 24 Μαΐου 2013 ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΣΚ/ ΠΡΟΣ Τα Εργατικά Κέντρα και τις Οµοσπονδίες δύναµης ΓΣΕΕ

ΕΥΘΥΝΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΛΟΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΕΦΟΠΛΙΣΤΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: ΘΑΝΑΣΙΑ ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΜΠΟΥΡΟΠΟΥΛΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ Α.Ε. ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ 34 ΘΕΣ/ΝΙΚΗ ΤΗΛ: 2310/ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

1. Απαλλάσσονται από το ΦΠΑ η παράδοση αγαθών και η παροχή υπηρεσιών που πραγματοποιούνται στην περιοχή του Αγίου Ορους.

ΟΡΟΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΜΕΝΩΝ ΤΟΥ HMC

σχέσης εξαρτημένης εργασίας, προσλαμβάνεται προσλαμβάνεται οι συνθήκες πραγματικής απασχόλησης bareboat charter skippered charter

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Τ.3225/295/Α0019/ Κοινοτική Διαμετακόμιση - Θαλάσσιες μεταφορές. Τ.3225/295/Α0019/ Κοινοτική Διαμετακόμιση - Θαλάσσιες μεταφορές

ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ & ΟΔΗΓΙΕΣ ΧΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΧΕΡΕΙΑΣ/ΔΙΑΛΕΙΤΟΥΡΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΩΝ

ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΣΥΜΦΩΝΗΤΙΚΟ

Καταχρηστικές ρήτρες σε συµβάσεις: Τι πρέπει να προσέχουν οι αγοραστές ακινήτων

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Επεξηγήσεις - Αναλύσεις - Ειδικά ζητήματα- Παραδείγματα

ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΩΝ ΒΟΡΕΙΟΥ ΕΛΛΑΔΟΣ

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Ο ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΠΕΡΙΟΡΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ ΣΤΙΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΣΕ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΕΚΤΑΚΤΗΣ ΑΝΑΓΚΗΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 4 και 5

ΜΕΤΡΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΟΩΘΗΣΗ ΤΩΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ

CITY PRESS Αφιέρωμα στην 73 η ΔΕΘ Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2008

ΣΧΕΔΙΟ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΧΟΡΗΓΙΑΣ

Κώδικας αλλαγής λογαριασμού πληρωμών/ εντολών μεταξύ τραπεζών για Ιδιώτες

Ο ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΟΣ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

5803/17 ROD/ech DGG 3B

ΣΥΜΒΑΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘ. Στην Καβάλα σήμερα την 21 Ιανουαρίου του έτους 2016, οι πιο κάτω συμβαλλόμενοι: Αφενός

42η ιδακτική Ενότητα ΑΞΙΟΓΡΑΦΑ ΑΛΛΟΙ ΚΛΑ ΟΙ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. Παρατηρήσεις, Σχόλια, Επεξηγήσεις

ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΜΕ ΠΡΑΚΤΟΡΕΣ ΤΗΣ ΟΠΑΠ Α.Ε.

ΣΥΜΒΑΣΗ ΑΝΑΘΕΣΗΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ. ΑΜΟΙΒΗ: ,00 (με Φ.Π.Α. 24%) Στη Σαμοθράκη σήμερα 30/05/2018 ημέρα Τετάρτη και ώρα 13:00 μεταξύ:

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΤΟΜΟΣ Δ ΕΜΠΟΡΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΟ ΕΤΟΣ ΜΑΡΤΙΟΣ 2018 ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΥΛΗΣ : ΒΙΚΥ ΒΑΡΔΑ

Σ Υ Μ Β Α Σ Η. «Σχεδιασμός-Ανάπτυξη-Εφαρμογή Συστήματος Διαχείρισης Ποιότητας κατά το πρότυπο ΙSO 9001:2008» Επιμελητηρίου Ηρακλείου ΓΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΑ

ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΤΟΥ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗΣ ΣΥΝΑΛΛΑΓΩΝ ΕΠΙ ΤΙΤΛΩΝ ΜΕ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ ΜΟΡΦΗ (ΑΫΛΟΙ ΤΙΤΛΟΙ)

ΑΝΩΝΥΜΗ ΕΤΑΙΡΙΑ (A.E.)

ΦΥΛΛΑΔΙΟ ΟΡΩΝ ΠΩΛΗΣΗΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ

ΚΩΔΙΚΑΣ ΑΛΛΑΓΗΣ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟΥ ΠΛΗΡΩΜΩΝ/ΕΝΤΟΛΩΝ ΜΕΤΑΞΥ ΤΡΑΠΕΖΩΝ ΓΙΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ

ΠΡΟΣ. Το Δ.Σ. του Συνεταιρισμού Διεθνής Ιπποκράτειος Πολιτεία

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3851, 30/4/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΕΡΓΑΣΙΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1997 ΜΕΧΡΙ 2004

* Κ.Β.Σ. * Νο. 24

ΝΟΥΣΚΑΣ Δ. ΙΩΑΝΝΗΣ - 1 / 5 - ΜΗΧΑΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΗ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗ & ΦΟΡΟΤΕΧΝΙΚΗ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

Η ΚΟΙΝΗ ΕΠΟΠΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΟΛ,

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Ηυλοποίηση του Ενιαίου Χώρου Πληρωμών σε Ευρώ (SEPA)

ΑΝΕΞΑΡΤΗΤΟΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΜΕΤΑΦΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΕΝΕΡΓΕΙΑΣ Α.Ε. Διεύθυνση Αποθηκών, Προμηθειών & Μεταφορών

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

ISBP ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΟΤΥΠΗ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΠΡΑΚΤΙΚΗ

PUBLIC ΤΟΣΥΜΒΟΥΛΙΟ 9755/98 LIMITE JUSTCIV59 ΣΗΜΕΙΩΜΑ. της Προεδρίας ΡΩΜΗΙ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Β ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΑΣΗΣ. Άρθρο 1 ο. Αντικείμενο της Σύμβασης

Ρύθμιση χρεών και διέξοδος από την υπερχρέωση: Δεύτερη ευκαιρία στους υπερχρεωμένους;

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Η ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΠΑΡΟΧΗΣ ΑΕΡΙΟΥ (ΕΠΑ) ΑΤΤΙΚΗΣ Α.Ε. ΠΡΟΚΗΡΥΣΣΕΙ ΑΝΟΙΚΤΟ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟ ΓΙΑ ΤΗΝ «ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΥΛΙΚΩΝ» ΚΩΔΙΚΟΣ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ Μ05/102013

Α Π Ο Φ Α Σ Η 50/2014

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΑΙΤΙΑΣΕΩΝ

Όροι Χρεωστικού Υπολοίπου σε Χρήματα DEGIRO

ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΠΙ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ 2. (Εγκρίθηκαν στις 19 Μαρτίου 2015) 3. εφαρμοστέου δικαίου επί των διεθνών εμπορικών συμβάσεων.

ΕΓΓΥΗΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ. ΠΡΟΣ: Ο.Π.Ε.Κ.Ε.Π.Ε. (Αρμόδια Εθνική Αρχή)

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΓΕΝΙΚΟΙ ΟΡΟΙ ΣΥΜΒΟΛΑΙΟΥ

16350/12 ΑΓΚ/γπ 1 DG D 2A

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΘΕΜΑ: Έκδοση ηλεκτρονικών αεροπορικών εισιτηρίων και τρόπος διαφύλαξης αυτών.

ΚΑΤΕΥΘΥΝΤΗΡΙΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ

Έντυπο Επιπλέον Ασφάλισης

β) των περιπτώσεων β', τρίτο εδάφιο και ε' της παραγράφου 1, καθώς και της παραγράφου 2 του άρθρου 20.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ. της. Πρότασης ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Ζαμπυρίνης Μιχάλης Γκούμα Κατερίνα

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ. Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΜΕΛΗΤΗΡΙΟΥ ΧΑΝΙΩΝ Ανακοινώνει ότι :

Α Π Ο Φ Α Σ Η 49/2014

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΝΑΥΛΩΣΗ ΥΠΟΧΡΕΩΣΕΙΣ ΕΚΝΑΥΛΩΤΗ. Επιμέλεια: Λάγκα Σοφία Μάλλιου Ίρις Σταυρακάκη Μαρία

ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ. Βρυξέλλες, COM(2009)81 τελικό

H ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΖΑΧΑΡΗΣ ΑΕ προκηρύσσει διαγωνισμό με θέμα: ΠΡΟΜΗΘΕΙΑ ΚΑΥΣΙΜΩΝ(ΠΕΤΡΕΛΑΙΟ ΚΙΝΗΣΗΣ ΘΕΡΜΑΝΣΗΣ - ΚΑΘΑΡΟ)

Οδηγός προστασίας προσωπικών δεδομένων. SaaS ΕΚΤ Οδηγός προστασίας προσωπικών δεδομένων

Ενότητα 6. Άρθρο 6 Τιµολόγηση Συναλλαγών (Παράγραφοι 1-18)

31987L0344. EUR-Lex L EL. Avis juridique important

ΚΟΙΝ: α) Γρ. κ. Υπουργού β) Γρ. κ. Υφυπουργού γ) Γρ. κας Γεν. Γραμματέως

Το έγγραφο αυτό συνιστά βοήθημα τεκμηρίωσης και δεν δεσμεύει τα κοινοτικά όργανα

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΕΜΠΟΡΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΡΑΠΕΖΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ ΘΕΜΑ: «ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΗΣ» ΥΠΕΥΘΥΝΟΙ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ: ΛΑΜΠΡΟΣ ΚΟΤΣΙΡΗΣ, ΟΜΟΤΙΜΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΨΥΧΟΜΑΝΗΣ, ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ: ΣΟΥΛΤΑΝΑ ΖΙΑΚΟΥ ΑΕΜ: 471 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2007-2008

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ 1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ σελ. 3 1.1. Προδιάθεση. σελ. 3 2. ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ σελ. 4 2.1. Προδιάθεση. σελ. 4 2.2. Πίστωση έναντι εγγράφων. Ιστορική εξέλιξη. σελ. 7 2.3. Ομοιόμορφοι Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. σελ. 9 2.4. Τραπεζική ενέγγυα πίστωση (άρθρα 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923). Έννοια. σελ.13 3. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΉΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ σελ.18 3.1. Η παράδοση στην πιστώτρια φορτωτικής ή αποδείξεων αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών ως προϋπόθεση συστάσεως ενέγγυας πίστωσης. σελ.18 3.1.1. Φορτωτική. σελ.18 3.1.1.1. Θαλάσσια φορτωτική ειδικότερα. Έκδοση. Ιδιότητες αυτής ως αξιογράφου. Μεταβίβαση. σελ.20 3.1.2. Αποδείξεις αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών. σελ.34 3.2. Έλεγχος των εγγράφων από την τράπεζα κατά την εκτέλεση σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης. σελ.36 3.3. Σύσταση νόμιμου ενεχύρου επί των περιγραφομένων στη φορτωτική εμπορευμάτων. σελ.44 3.4. Αναγκαστική εκτέλεση των ενεχυριασμένων στην τράπεζα εμπορευμάτων. σελ.48 3.5. Προβλήματα παραδοσιακής έγγραφης φορτωτικής στη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων. σελ.54 4. ΕΓΓΡΑΦΑ ΚΑΙ ΣΥΣΤΗΜΑΤΑ - ΥΠΟΚΑΤΑΣΤΑΤΑ ΤΗΣ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΗΣ σελ.58 4.1. Έγγραφα υποκατάστατα της θαλάσσιας φορτωτικής. σελ.58 4.1.1. Σύντομη φορτωτική. σελ.58 4.1.2. Δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς (Sea waybill). σελ.60 4.2. Άλλοι τρόποι υποκαταστάσεως της θαλάσσιας φορτωτικής. σελ.63 4.2.1. Το σύστημα του κεντρικού μητρώου θαλάσσιων τίτλων (SeaDocs). σελ.63 4.2.2. Το σύστημα των Κανόνων της CMI για την ηλεκτρονική φορτωτική. σελ.66 4.2.3. Το συστήμα του Οργανισμού του Ηλεκτρονικού Μητρώου Φορτωτικής (Bolero). σελ.72 5. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ - ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ σελ.81 2

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1.1. Προδιάθεση Η φορτωτική είναι έγγραφο (τίτλος), το οποίο συνδέεται με την εν γένει μεταφορά πραγμάτων (1), ιδιαίτερη δε σημασία έχει για τη θαλάσσια μεταφορά, στην οποία καλείται «θαλάσσια φορτωτική». Ο τίτλος της θαλάσσιας φορτωτικής διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στις συναλλαγές στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου, καθώς επιτελεί πολυσήμαντες λειτουργίες πέρα από τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς (2), στην οποία πρωταγωνιστεί, τόσο στη σύμβαση διεθνούς πωλήσεως κινητών πραγμάτων (3) όσο και στη συνήθη μέθοδο χρηματοδοτήσεως της τελευταίας, τη σύμβαση τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης (4), που θα μας απασχολήσει εν προκειμένω. (1) βλ. άρθρο 76 περ. ε του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών». (2) Η θαλάσσια φορτωτική από απόδειξη για την παραλαβή των πραγμάτων προς μεταφορά ή προς φόρτωση, εξελίχθηκε σε τίτλο παραστατικό αυτών, έτσι ώστε η μεταβίβαση των περιγραφομένων στον τίτλο πραγμάτων ν ακολουθεί τον απλό και ταχύ τρόπο κυκλοφορίας του εγγράφου εξέλιξη που προσέδωσε εμπράγματη και αξιογραφική λειτουργία στον τίτλο, βλ. αναλυτικότερα Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 406 επ. Ο Lord Anthony Lloyd, The bill of lading: Do we really need it?, 1989, LMCLQ 47 χαρακτήρισε τις ιδιότητες της θαλάσσιας φορτωτικής «μαγικές», Εμ Κωνσταντινίδη, Η ηλεκτρονική φορτωτική κατά το δίκαιο της θαλάσσιας μεταφοράς, 2001, σελ. 6, παραπ. υπ αριθμόν 1. (3) Ο αγοραστής των εμπορευμάτων, όντας κομιστής της θαλάσσιας φορτωτικής αφενός μεν νομιμοποιείται να αξιώσει από τον θαλάσσιο μεταφορέα, που εκτέλεσε τη μεταφορά των εμπορευμάτων από τον τόπο του πωλητή, την παράδοση των μεταφερομένων πραγμάτων, αφετέρου δε πριν την παράδοση σ αυτόν έχει τη δυνατότητα να μεταπωλήσει τα εμπορεύματα in transitu αξιοποιώντας τυχόν ευνοϊκή για τα συμφέροντά του εμπορική συγκυρία. Έτσι, στις σχετικές με τη διεθνή πώληση διατάξεις προβλέπεται η βασική υποχρέωση του πωλητή να εγχειρίσει στον αντισυμβαλλόμενό του-αγοραστή τα σχετικά φορτωτικά έγγραφα (βλ. άρθρα 30, 34, 58 Συμβάσεως της Βιέννης του 1980 για τις διεθνείς πωλήσεις κινητών πραγμάτων και άρθρο Α8 των INCOTERMS του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου), Β. Κιάντου, Ιδιωτικό δίκαιο του διεθνούς εμπορίου, 2 η έκδοση, 1997, σελ. 522 επ, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία. (4) βλ. τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ε «περί συμβάσεως τραπεζικής ενεγγύου πιστώσεως», άρθρα 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923. 3

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, όμως, η θαλάσσια φορτωτική θεωρείται ότι αντιμετωπίζει «κρίση» (5) : ειδικότερα, όντας έγγραφο επικρίνεται ενόψει της τεχνολογικής εξέλιξης ότι καθυστερεί την παράδοση των μεταφερομένων πραγμάτων στον παραλήπτη και ότι διευκολύνει τη διάπραξη ναυταπάτης (6). Πολλοί, μάλιστα, υποστηρίζουν ότι δεν εξυπηρετεί πλέον τις ανάγκες της μεταφοράς πραγμάτων δια θαλάσσης και προτείνουν την υποκατάσταση της από άλλα έγγραφα ή συστήματα (όπως η σύντομη φορτωτική, το δελτίο θαλάσσιας μεταφοράς) ή εισηγούνται ακόμα την αποϋλοποίηση της, τη χρησιμοποίηση δηλαδή της καλούμενης «ηλεκτρονικής φορτωτικής». Εφόσον, όμως η θαλάσσια φορτωτική χρησιμοποιείται και εξυπηρετεί περισσότερες συμβάσεις, οι οποίες συνάπτονται στα πλαίσια διεθνών συναλλαγών, οι λύσεις - υποκατάστατα του τίτλου της θαλάσσιας φορτωτικής θα πρέπει να ικανοποιούν όλους τους κλάδους δικαίου στους οποίους «εμπλέκεται» ο τίτλος αυτός, ώστε να μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι είναι πράγματι αποτελεσματικές. Εν προκειμένω, θα εξετάσουμε τη λειτουργία της θαλάσσιας φορτωτικής στη σύμβαση τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, καθώς και εάν είναι δυνατόν η τελευταία να οικοδομηθεί επί των εναλλακτικών που προτάθηκαν αντί της θαλάσσιας φορτωτικής. 2. ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ 2.1. Προδιάθεση. Η αποστολή των εμπορευμάτων από τον τόπο του πωλητή στον τόπο του αγοραστή στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου δεν επιτρέπει να εκπληρωθούν κατά την ίδια χρονική στιγμή οι εκατέρωθεν βασικές υποχρεώσεις των συμβαλλομένων, γεγονός που δημιουργεί εύλογα ανησυχίες στους αντισυμβαλλόμενους σχετικά με την ομαλή εξέλιξη της μεταξύ τους συναλλαγής. Επιπρόσθετες ανησυχίες προκαλεί το (5) Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, σελ. 443, παραπομπή υπ αριθμόν 7, όπου περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. (6) Εμ. Κωνσταντινίδη, Η ηλεκτρονική φορτωτική κατά το δίκαιο της θαλάσσιας μεταφοράς, 2001, σελ. 13 επ., Θ. Νικάκη, Ηλεκτρονική φορτωτική: Συνοπτική παρουσίαση του Οργανισμού Ηλεκτρονικού Μητρώου Φορτωτικής «Bolero», ΕπισκΕΔ Γ/2003, σελ. 704 επ, περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία βλ. Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 440-441. 4

γεγονός ότι από τη μια χώρα στην άλλη συνήθως ισχύουν διαφορετικές νομοθετικές, οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες (7), (8). Ο μεν αγοραστής όταν καταβάλλει το τίμημα δεν έχει κατά κανόνα ελέγξει ο ίδιος, εάν τα εμπορεύματα, που του αποστέλλονται, ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης πωλήσεως, ο δε ο πωλητής δεν έχει εισπράξει ακόμα το τίμημα (αξία των εμπορευμάτων), όταν προβαίνει στα έξοδα συσκευασίας, φόρτωσης και αποστολής των εμπορευμάτων, καλούμενος να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο ενός αφερέγγυου, κακόπιστου ή και ανήμπορου αγοραστή, το ενδεχόμενο επέλευσης άλλων γεγονότων ικανών να ματαιώσουν τη συναλλαγή ή ακόμα και την προβολή ενστάσεων από τον αγοραστή που θα τον υποχρέωναν να εμπλακεί σε πολυδάπανους δικαστικούς αγώνες στην αλλοδαπή με αβέβαιο αποτέλεσμα (9). Την ανάγκη ασφαλούς τρόπου διακανονισμού της συναλλαγής στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου εξυπηρετούν οι τράπεζες, οι οποίες μέσω του θεσμού της πίστωσης έναντι εγγράφων μεσολαβούν στη συναλλαγή συμφιλιώνοντας τα αντικρουόμενα συμφέροντα των εμπόρων που βρίσκονται σε διαφορετικούς τόπους. Αναλαμβάνοντας, ειδικότερα, μια τράπεζα (συνήθως του τόπου προορισμού των εμπορευμάτων) αυτοτελή υποχρέωση απέναντι στον τρίτο (δικαιούχο - πωλητή των εμπορευμάτων) να του καταβάλει την αξία των εμπορευμάτων, εφόσον προσκομίσει τα συμφωνηθέντα φορτωτικά έγγραφα, διαβεβαιώνεται αφενός μεν ο πωλητής ότι θα εισπράξει το οφειλόμενο τίμημα (αξία εμπορευμάτων), εάν προσκομίσει φορτωτικά έγγραφα που να ανταποκρίνονται στους όρους της σύμβασης πιστώσεως, αφετέρου δε ο αγοραστής ότι το τίμημα δεν πρόκειται να καταβληθεί, πριν παρουσιασθούν στην (7) βλ. αναλυτικότερα Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 248 επ., Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 7-8. (8) βλ. αναλυτικότερα Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 248 επ., Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 7-8. (9) βλ. αναλυτικότερα Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 248 επ., Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 7-8. 5

πιστώτρια τράπεζα και ελεγχθούν από αυτή τα συμφωνηθέντα φορτωτικά έγγραφα. Παρότι πρόκειται για διεθνή νομική μορφή, η πίστωση έναντι εγγράφων δεν ρυθμίστηκε διεξοδικά από το διεθνή νομοθέτη σε ενιαίο κείμενο ούτε κατά κανόνα σε κάποιο εθνικό νομοθετικό κείμενο (10), αλλά διαπλάστηκε γρήγορα σε χωριστό θεσμό, υποκείμενη σε ιδιαίτερους κανόνες λειτουργίας, που διαμορφώθηκαν από τις τράπεζες. Στην ελληνική έννομη τάξη, τη σχέση διέπουν οι διατάξεις των άρθρων 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», που επιφυλάσσουν για την εκδότρια την πίστωση ανώνυμη εταιρία (τράπεζα) μια ιδιαίτερα ασφαλισμένη θέση (πρόβλεψη νόμιμου ενεχύρου επί των εμπορευμάτων που περιγράφο νται στη φορτωτική αλλά και καθιέρωση ιδιόμορφης, ταχείας διαδικασίας εκτελέσεως για τη ρευστοποίηση της συσταθείσας ασφάλειας) (11). Παρατηρούμε ότι ο ορισμός του ελληνικού μορφώματος, της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, όπως διατυπώνεται στο πλέγμα των διατάξεων του Ε Κεφαλαίου του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», υπό τον τίτλο «περί συμβάσεως τραπεζικής ενεγγύου πιστώσεως», είναι στενότερος της έννοιας της πίστωσης έναντι εγγράφων, που αποτελεί μετάφραση του όρου που επικράτησε διεθνώς στην τραπεζική πρακτική (12). Καθώς κανένας άλλος εθνικός νομοθέτης δεν (10) Αποσπασματικά ρυθμίζεται στη διάταξη του άρθρου 1530 του Ιταλικού Αστικού Κώδικα και στους εμπορικούς νόμους του Κουβέιτ, Λιβάνου, Συρίας, Ιράκ, Κατάρ, Υεμένης, Λιβυής και Τυνησίας, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 13, όπου περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. (11) Επειδή ακριβώς, λοιπόν, η απαίτηση της πιστώτριας τράπεζας ασφαλίζεται με τη δημιουργία νόμιμου ενεχύρου, καλείται «ενέγγυος» η πίστωση «ενέγγυος» κατά κυριολεξία σημαίνει την ασφαλισμένη πίστωση, βλ. ετυμολογία λέξεως «ενέγγυος», από το εν + εγγύη, δηλαδή ασφάλεια - βλ. και τις έννοιες «ενέγγυος» ή «ανέγγυος» πιστωτής στην πτώχευση, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 21. (12) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση 2001, σελ. 22. Κατ άλλη άποψη οι όροι είναι ταυτόσημοι, απλώς ο όρος «πίστωση έναντι εγγράφων» θεωρείται πιο δόκιμος, Ι. Βελέντζα, Δίκαιο τραπεζικών 6

πρόβλεψε ανάλογα, «ενέγγυος πίστωση» υφίσταται μόνο στα πλαίσια του ελληνικού δικαίου, όταν αυτό είναι εφαρμοστέο στη διεθνή σχέση και εφόσον, βέβαια, συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις που τίθενται στις διατάξεις των άρθρων 25 επ. του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (13). 2.2. Πίστωση έναντι εγγράφων. Ιστορική εξέλιξη. Στις αρχές του 19 ου αιώνα άρχισε να διαμορφώνεται στην τραπεζική πρακτική της ηπειρωτικής Ευρώπης, ως μέσο πληρωμής στο διεθνές εμπόριο, ο θεσμός της πίστωσης έναντι εγγράφων ή της πίστωσης έναντι φορτωτικών εγγράφων (documentary credit, credit documentaire, docummentenakkreditiv) (14), ο οποίος αναδείχθηκε στις αρχές περίπου του 20 ου αιώνα σε σημαντική τραπεζική εργασία. Ο όρος πίστωση έναντι εγγράφων αντιστοιχούσε αρχικά απλώς στην υπόσχεση τράπεζας, κατόπιν εντολής ενός πελάτη (αγοραστή εμπορευμάτων) σε τρίτο (δικαιούχο, πωλητή των εμπορευμάτων) να του καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό με την παράδοση σ αυτήν των εκ των προτέρων συμφωνηθέντων φορτωτικών εγγράφων με την καταβολή εκ μέρους της τράπεζας ικανοποιούνταν η βασική αξίωση του τρίτου - πωλητή των εμπορευμάτων απέναντι στον εντολέα της τράπεζας - αγοραστή των εμπορευμάτων από την μεταξύ τους σχέση (πωλήσεως). Εξελικτικά, το εννοιολογικό περιεχόμενο του νέου θεσμού, που χρησιμοποιούνταν ολοένα και περισσότερο, ιδίως κατά την περίοδο μετά τον Α Πα- συμβάσεων (εργασιών), 1996, σελ. 387, του ιδίου, Τραπεζική διαμεσολάβηση προς εξασφάλιση απαιτήσεων, Τραπεζική εγγυητική επιστολή - τραπεζική ενέγγυα πίστωση, 2000, σελ. 69, Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου, 1993, σελ. 237. (13) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 1-2. (14) Ειδικότερα, η επικράτηση φιλελεύθερων οικονομικών συστημάτων σε παγκόσμια κλίμακα, ο περιορισμός των κρατικών μονοπωλίων καθώς και η ευρεία ανάπτυξη των θαλάσσιων μεταφορών δημιούργησαν τις πρόσφορες συνθήκες άνθησης του νέου θεσμού και συνέβαλαν στην καθιέρωσή του ως μέσο πραγματοποίησης πληρωμών στα πλαίσια του διεθνούς εμπορίου, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 10-11, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. 7

γκόσμιο Πόλεμο, διευρύνθηκε καλύπτοντας κάθε μορφή αναγωγικής πίστωσης (15) και πιστωτικής επιστολής (16). Σήμερα δε χάρη στην ευρηματικότητα των συμβαλλομένων στο διεθνές εμπόριο και στην αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων στην έννοια της πίστωσης έναντι εγγράφων συμπεριλαμβάνεται κάθε πρακτική που αποβλέπει στην εκπλήρωση της βασικής υποχρεώσεως του αγοραστή για καταβολή του τιμήματος των πωληθέντων και αποστελλόμενων εμπορευμάτων είτε με άμεση πληρωμή, είτε με αποδοχή συναλλαγματικής, είτε με διαπραγμάτευση, πάντοτε όμως έναντι φορτωτικών εγγράφων (17), (18). Ενώ, όμως ο θεσμός της πίστωσης έναντι εγγράφων αποτελεί μια ιδιαίτερα πολύπλοκη συναλλαγή με διεθνή χαρακτήρα, καθώς σε αυτήν συμμετέχουν υπό διάφορους ενοχικούς δεσμούς περισσότερα πρόσωπα, διαφορετικής ιθαγένειας, επιτε- (15) Στα πλαίσια της αναγωγικής ή «καλυμμένης» πίστωσης (Rembourskredit), που προηγήθηκε και θεωρείται ότι συνετέλεσε στη διαμόρφωση της πίστωσης έναντι εγγράφων, η τράπεζα αποδεχόταν, αντί πληρωμής, συναλλαγματική εκδόσεως του πωλητή, την οποία κατά τη λήξη της έπρεπε να «καλύψει» ο αγοραστής-λήπτης της πιστώσεως, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 11, 18, όπου και περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. (16) Πρόκειται για όρο που επικράτησε στην αγγλο-αμερικανική οικονομική πρακτική, με αντίστοιχο περιεχόμενο της έννοιας της αναγωγικής πίστωσης. Συνιστά έγγραφο με το οποίο μια τράπεζα αφενός μεν εξουσιοδοτεί υπό καθορισμένους όρους τον πωλητή εμπορευμάτων να εκδώσει συναλλαγματικές με πληρώτρια την ίδια, αφετέρου δε υπόσχεται να «καλύψει» άλλη τράπεζα, που έναντι των εγγράφων που προσδιορίζονται στην πιστωτική επιστολή θα «διαπραγματευθεί», θα αγοράσει δηλαδή τις άνω συναλλαγματικές, βλ. Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 11, όπου περαιτέρω παραπομπές σε ελληνική και αλλοδαπή βιβλιογραφία. (17) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 1, 12. (18) βλ. και άρθρο 2 της τελευταίας αναθεώρησης των Ομοιόμορφων Κανόνων και Συνηθειών του Διεθνούς Επιμελητηρίου. Ο όρος «documentary credits» αποδόθηκε στην ελληνική λανθασμένα ως «ενέγγυος πίστωση», ενώ θα έπρεπε να χρησιμοποιηθεί ο όρος «πιστώσεις έναντι εγγράφων», Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 22, παραπομπή υπ αριθμόν 51. 8

λεί δε σημαντική λειτουργία στο διεθνές εμπόριο, δεν έτυχε ενιαίας ρύθμισης σε κάποιο διεθνές κείμενο. Σε εθνικό επίπεδο, συναντώνται αποσπασματικές μόνο ρυθμίσεις της πίστωσης έναντι εγγράφων (19), με εξαίρεση την ελληνική έννομη τάξη, όπου, όμως, οριοθετήθηκε μια ειδικότερη μορφή πίστωσης έναντι εγγράφων, η «ενέγγυος πίστωση» (20). 2.3. Ομοιόμορφοι Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου. Η ανάγκη αποκρυστάλλωσης του περιεχομένου και των τεχνικών με τις οποίες εμφανιζόταν στην πράξη η σημαντική αυτή τραπεζική εργασία ώθησε τις τράπεζες, κυρίως χωρών με ανεπτυγμένη βιομηχανία, να υιοθετήσουν υπό μορφή κανονισμών κοινά αποδεκτές διατάξεις για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων, αποβλέποντας στη διευκόλυνση των τραπεζικών συναλλαγών μέσω της ενοποίησης των εφαρμοστέων επ αυτών κανόνων (21). Προς την ίδια δε κατεύθυνση κινήθηκε και (19) βλ. διάταξη του άρθρου 1530 του Ιταλικού Αστικού Κώδικα και αποσπασματικές διατάξεις στους εμπορικούς νόμους του Κουβέιτ, Λιβάνου, Συρίας, Ιράκ, Κατάρ, Υεμένης, Λιβυής και Τυνησίας, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 13, όπου περαιτέρω παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. (20) Στα πλαίσια της οποίας η εκδότρια την πίστωση ανώνυμης εταιρίας κατέχει μια ιδιαίτερα πλεονεκτική, «ασφαλισμένη, θέση απέναντι στον πελάτη της, όπως θα εκθέσουμε παρακάτω. (21) Η συνεργασία των τραπεζών της Νέας Υόρκης και της Βοστόνης κατέληξε το 1920, στη σύνταξη και αποδοχή του «κανονισμού για τις εξαγωγικές εμπορικές πιστώσεις», η ένωση των τραπεζών του Βερολίνου συνέταξε και έθεσε σε ισχύ το 1923 τον «κανονισμό της πίστωσης έναντι εγγράφων», η συνδικαλιστική ένωση των τραπεζιτών του Παρισίου και της Προβηγκίας κατάρτισε και έθεσε σε εφαρμογή από την 14-1-1924 τους «όρους και μεθόδους που είναι εφαρμοστέοι στα ανοίγματα πιστώσεων έναντι εγγράφων» ενώ στην Ολλανδία τέθηκε σε εφαρμογή το 1930 ο «κανονισμός για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων των Ενώσεων Τραπεζών του Άμστερνταμ, του Ρότερνταμ και της Χάγης, βλ. αναλυτικότερα σε Απ. Αιγυπτιάδη, Ομοιόμορφοι κανόνες και συνήθειες του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου για τις ενέγγυες πιστώσεις, 2001, σελ. 26 επ., Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 13 επ. 9

το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο (ΔΕΕ) (22). Ειδικότερα, με πρωτοβουλία του Συμβουλίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου καταρτίστηκαν σχέδια ομοιόμορφων κανόνων σχετικά με τις πιστώσεις έναντι εγγράφων, τα οποία βασίστηκαν στην ήδη διαμορφωμένη τραπεζική πρακτική αναφορικά με την εργασία αυτή (23). Εν τέλει, κατά το έτος 1933, στα πλαίσια των εργασιών του 7 ου Συνεδρίου του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου έγινε αποδεκτό και υιοθετήθηκε το τελικό σχέδιο της «Τραπεζικής Επιτροπής επί των Εμπορικών πιστώσεων» υπό τον τίτλο «Ομοιόμορφοι Κανόνες και Συνήθειες επί Εμπορικών Πιστώσεων έναντι φορτωτικών Εγγράφων» («Reglements Uniformes relatives aux Credits Documentaires»). Το κείμενο των Ομοιόμορφων Κανόνων αναθεωρήθηκε πολλάκις (βλ. εκδόσεις 1951, 1962, 1974, 1983 και 1993), υποκείμενο σε συνεχή επεξεργασία από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο με σκοπό την προσαρμογή του περιεχομένου του στη συνεχή εξέλιξη του θεσμού της πίστωσης έναντι εγγράφων. Η τελευταία αναθεώρηση που έλαβε χώρα το 1993, τέθηκε σε εφαρμογή από 1.1.1994 με τον τίτλο «ICC Uniform Customs and Practice for Documentary Credits UCP 500». Καθιερώθηκε δε στο άνω κείμενο ένας ενιαίος όρος της πίστωσης έναντι εγγράφων με ιδιαίτερα ευρύ εννοιολογικό περιεχόμενο, που περιλαμβάνει κάθε περίπτωση πίστωσης έναντι εγγράφων. Σκοπός των Ομοιόμορφων Κανόνων ήταν και είναι η άμβλυνση των διαφορών, ώστε να αποφευχθούν συγχύσεις λόγω της διαφορετικής ορολογίας που χρησιμοποιείται από κράτος σε κράτος. Εξάλλου, δεν θα πρέπει να λησμονούμε ότι πρόκειται για ένα υπερεθνικό κείμενο που βασίζεται σε ήδη διαμορφωμένη διεθνή πρακτική και το οποίο απευθύνεται σε μη νομικούς. (22) Πρόκειται για έναν μη κρατικό, ιδιωτικό οργανισμό, με γραμματειακή έδρα το Παρίσι, μέλη του οποίου είναι επιχειρήσεις και συνδέσμους επιχειρήσεων σε 123 χώρες, σε πολλές από τις οποίες διαθέτει εθνικές επιτροπές ή συμβούλια αρμόδια για το συντονισμό των δραστηριοτήτων του σε εθνικό επίπεδο, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 13 επ. (23) Έτσι, υπερεθνικού χαρακτήρα κανόνες για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων αποτυπώθηκαν το πρώτον σε ενιαίο κείμενο υπό τον τίτλο «Ομοιόμορφος Κανονισμός για τις πιστώσεις έναντι φορτωτικών εγγράφων» («Reglement Uniforme relative aux Credits Documentaires»). 10

Το κείμενο των Ομοιόμορφων Κανόνων του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων έχει γίνει επίσημα αποδεκτό από τράπεζες και ενώσεις τραπεζών πολλών κρατών. Οι ελληνικές τράπεζες, προσχώρησαν αρχικά μεμονωμένα στις εκδόσεις των ετών 1951 και 1962, ενώ μετά την επανίδρυση της Ένωσης Ελληνικών Τραπεζών το 1963, η προσχώρηση γίνεται με απόφαση της Ένωσης. Σήμερα, οι ελληνικές τράπεζες εφαρμόζουν στις συναλλαγές τους, τους κανόνες της έκδοσης 500 με τον ελληνικό τίτλο «ΟΚΣ-500, Ομοιόμορφοι Κανόνες και Συνήθειες για τις Ενέγγυες Πιστώσεις» (24). Για τη νομική φύση (25) των κανόνων αυτών εγείρονται αμφισβητήσεις, έχουν δε διατυπωθεί διεθνώς διάφορες απόψεις. Κατ αρχήν, υποστηρίζεται ότι οι ομοιόμορφοι κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου αποτελούν κοινή συμβατική ρύθμιση, η οποία προήλθε από τη βούληση των μερών, συνεπώς δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη σχέση αυτόματα (26). Σύμφωνα με άλλη άποψη οι ομοιόμορφοι κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου αποτελούν συλλογή εμπορικών συνηθειών (27) ενώ υποστηρίζεται επίσης η θέση ότι αποτελούν εθιμικό δί- (24) Οι οποίοι, όμως, θα έπρεπε να είχαν τιτλοφορηθεί «Ομοιόμορφοι Κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων», Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 21. (25) Βλ. μεταξύ άλλων Ι. Βελέντζα, Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων (εργασιών), 1996, σελ. 391, του ιδίου, Τραπεζική διαμεσολάβηση προς εξασφάλιση απαιτήσεων, Τραπεζική εγγυητική επιστολή - τραπεζική ενέγγυα πίστωση, 2000, σελ. 74 επ, Χρ. Θεμελή, Η αυτονομία της ενέγγυας πίστωσης υπό αμφισβήτηση εις αφιέρωμα στον Λάμπρο Κοτσίρη, Επιστημονική Επετηρίδα του τμήματος νομικών, οικονομικών και πολιτικών επιστημών, 2004, σελ.333 και τις εκεί υποσημειώσεις. (26) Βλ. μεταξύ άλλων Α. Κιάντου-Παμπούκη, Δίκαιο τραπεζικών εργασιών, πανεπιστημιακές παραδόσεις, σελ. 63. Αντίθετος ο Απ. Αιγυπτιάδης, Ομοιόμορφοι κανόνες και συνήθειες του διεθνούς εμπορικού επιμελητηρίου για τις ενέγγυες πιστώσεις, 2001, σελ. 106 επ., ο οποίος τονίζει ότι η συμβατική άποψη δεν λαμβάνει υπόψη της το γεγονός της καθολικής και ομοιόμορφης εφαρμογής των ΟΚΣ και την ιδιότυπη διαδικασία παραγωγής τους από το Διεθνές Εμπορικό Επιμελητήριο. (27) Άποψη ιδιαίτερα διαδεδομένη στην ευρωπαϊκή θεωρία, Π. Μάζη, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανώνυμων εταιριών, 2 η έκδοση, 1993, σελ. 293, ΑΠ 38/2006, ΕΤρΑξΧρΔ 2006 σελ.86. 11

καιο με διεθνή ομοιόμορφο χαρακτήρα (28). Εναντίον της τελευταίας αυτής άποψης προβλήθηκε το επιχείρημα ότι είναι αμφίβολο εάν πληρούται η προϋπόθεση της μακροχρόνιας και ομοιόμορφης άσκησης, ώστε να αναγνωριστούν ως εθιμικός κανόνας ή συνήθεια, λόγω των επανειλημμένων αναθεωρήσεων του κειμένου των ΟΚΣ σε τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης, είναι προφανές ότι απουσιάζει η πεποίθηση εφαρμογής κανόνα δικαίου, προϋπόθεση απαραίτητη για τη διαπίστωση εθιμικού κανόνα. Διαφορετικό είναι το ζήτημα εάν μεμονωμένες διατάξεις περιλήφθηκαν στερεότυπα σε διαδοχικές αναθεωρήσεις των ΟΚΣ και έχουν προσλάβει το χαρακτήρα εθίμου (29). Επίσης διατυπώθηκε η θέση ότι αποτελούν θεσμικής προελεύσεως και ουσιαστικού χαρακτήρα πρωτογενείς κανόνες της ονομαζόμενης lex mercatoria (30),(31). Πιο συνεπής μάλλον φαίνεται η άποψη που υποστηρίζει ότι οι ΟΚΣ αποτελούν γενικούς όρους συναλλαγών (32), οι οποίοι εφαρμόζονται κατά την ερμηνεία της σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης κατά (28) Άποψη η οποία τυγχάνει ισχυρής υποστήριξης στην ελληνική θεωρία, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 114 επ. (29) Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου, 1993, σελ. 261. (30) Ως lex mercatoria, μπορεί να χαρακτηριστεί σε αδρές γραμμές το σύνολο των ιδιαίτερων κανόνων, οι οποίοι στη βάση του σεβασμού της αυτονομίας των συμβαλλομένων και αξιώνοντας αποδέσμευση από τα εκάστοτε εθνικά δίκαια, διέπουν τη διεθνή συναλλαγή, Ε. Περάκη, Γενικό μέρος του εμπορικού δικαίου, 1999, σελ. 160, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 96. (31) Βλ. Ιδίως Α. Καΐση, Διεθνής εμπορική διαιτησία και Σύμβαση των Βρυξελλών, 1995, σελ. 99 επ. και τις εκεί παραπομπές, Χ. Παμπούκη, Η lex mercatoria ως εφαρμοστέο δίκαιο στις διεθνείς συμβατικές ενοχές, 1996, σελ. 33 και 50 επ. Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα της προσέγγισης της νομικής φύσης των ΟΚΣ σύμφωνα με τη lex mercatoria είναι η αδυναμία αναγκαστικής επιβολής της., Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 114 επ. (32) Η οποία άποψη είναι και η κρατούσα, Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 260, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 101 επ., ΑΠ 476/1990 ΕλλΔνη 32 σελ. 118, ΕφΠειρ 1223/1995 ΕΤρΑξΧρΔ 4 σελ. 384, ΕφΑθ 2396/1989 ΕΕμπΔ 40 σελ. 210 12

τις διατάξεις των άρθρων 200 και 288 ΑΚ, ειδικά στην περίπτωση που τα συμβαλλόμενα μέρη παραπέμπουν σ αυτούς. Η άποψη αυτή εκκινεί από τη θέση ότι οι ΟΚΣ έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων με γενική και ενιαία ισχύ, για να αποτελέσουν μέρος απροσδιορίστου και αορίστου αριθμού μελλοντικών συμβάσεων, οι οποίοι επιβάλλονται μονομερώς από τις τράπεζες στον αντισυμβαλλόμενο πελάτη τους. 2.4. Τραπεζική ενέγγυα πίστωση (άρθρα 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923). Έννοια. Οι διατάξεις του Κεφαλαίου Ε, άρθρα 25 επ., του ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών», υπό τον τίτλο «περί συμβάσεως τραπεζικής ενεγγύου πιστώσεως» αποτελούν την πρώτη -και παλιότερη- εθνική νομοθετική ρύθμιση μιας ειδικής μορφής πίστωσης έναντι εγγράφων (33). Ο ορισμός της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, όπως προκύπτει από τις άνω διατάξεις, είναι στενότερος της έννοιας της πίστωσης έναντι εγγράφων. Κατ άλλη άποψη πρόκειται για όρους ταυτόσημους, απλώς ο όρος «πίστωση έναντι εγγράφων» ή πίστωση έναντι φορτωτικών εγγράφων», που επικράτησε στην πράξη και αποτελεί απόδοση στην ελληνική γλώσσα του όρου που έχει επικράτησε διεθνώς (documentary credit, credit documentaire, docummentenakkreditiv) θεωρείται πιο δόκιμος του όρου που χρησιμοποιείται στις διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 (34). Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923 ως τραπεζική ενέγγυα πίστωση ορίζεται η έγγραφη σύμβαση στο πλαίσιο της οποίας μια ανώνυμη εταιρία, καλούμενη «πιστώτρια» (μία τράπεζα, συνήθως του τόπου προορισμού των εμπορευμάτων), συμφωνεί με πελάτη της, «οφειλέτη» (αγοραστή εμπορευμάτων) να ανοίξει πίστωση υπέρ ορισμένου τρίτου, «δικαιούχου» (πωλητή ε- (33) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 20. (34) Ι. Βελέντζα, Δίκαιο τραπεζικών συμβάσεων (εργασιών), 1996, σελ. 387, του ιδίου, Τραπεζική διαμεσολάβηση προς εξασφάλιση απαιτήσεων, Τραπεζική εγγυητική επιστολή - τραπεζική ενέγγυα πίστωση, 2000, σελ. 69-70, Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου, 1993, σελ. 237, του ιδίου, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 2 η έκδοση, 1993, σελ. 346. 13

μπορευμάτων), με την έννοια ότι αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό («ποσό της πιστώσεως») προς τον τρίτο, όταν ο τελευταίος της παραδώσει ορισμένα εκ των προτέρων καθορισμένα φορτωτικά έγγραφα (φορτωτική, που εκδίδεται ή οπισθογραφείται στο όνομα ή σε διαταγή της, ή αποδείξεις αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών) (35). Η «πιστώτρια» θα εισπράξει το καταβληθέν στο δικαιούχο ποσό από τον «οφειλέτη» παραδίδοντας σ αυτόν των εις χείρας της φορτωτικών εγγράφων (36), οπότε και τα αποσταλέντα εμπορεύματα περιέρχονται στη νομή του αγοραστή. Προς εξασφάλιση της απαίτησής της κατά του «οφειλέτη» η «πιστώτρια» αποκτά, από τον χρόνο καταβολής των χρημάτων στον δικαιούχο, ειδικό νόμιμο ενέχυρο επί των εμπορευμάτων που περιγράφονται. στη φορτωτική (37). Μάλιστα, προβλέπεται ειδική, ιδιαίτερα ταχεία, διαδικασία ρευστοποίησης της συσταθείσας ασφάλειας, σε περίπτωση που δεν ικανοποιηθεί η «πιστώτρια» από τον «οφειλέτη», πελάτη της (38). Ο παραπάνω ορισμός περιέχει ορισμένους αδόκιμους όρους ενώ είναι φανερό ότι θέτει σαφείς περιορισμούς στις περιπτώσεις της πίστωσης έναντι εγγράφων που καταλαμβάνει. Καταρχήν παρατηρεί κανείς ότι η σύμβαση τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης δεν ρυθμίζεται κατά τρόπο συστηματικό ως ενιαία σύμβαση ούτε στις διατάξεις των άρθρων του Κεφαλαίου Ε του ν.δ. 17.7/13.8.1923, ούτε σε άλλο (γενικό ή ειδικό) μέρος του εμπορικού ή αστικού δικαίου (39). Δεύτερον, ότι παρότι η σύμβαση χαρακτηρίζεται ως «τραπεζική» (τόσο στον τίτλο του Ε Κεφαλαίου όσο και στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923), ως συμβαλλόμενη «πιστώτρια» στην ίδια διάταξη αναφέρεται οποιαδήποτε ανώνυμη εταιρία και όχι περιοριστικά τράπεζα (40). Τρίτον, χρησιμοποιείται ο γαλλικός όρος «credit confirmé», (35) Βλ. διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 και 26 παρ. 3 ν.δ. 17.7/13.8.1923. (36) Βλ. διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923. (37) Βλ. διάταξη του άρθρου 25 παρ. 2 ν.δ. 17.7/13.8.1923. (38) Βλ. διατάξεις των άρθρων 31-33 ν.δ. 17.7/13.8.1923. (39) Εκτός από τις διατάξεις των άρθρων 411 επ. ΑΚ, που ρυθμίζουν σχετικά με τη σύμβαση υπέρ τρίτου, καθώς η σύμβαση τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης χαρακτηρίζεται ως τέτοια. (40) Βέβαια, γίνεται δεκτό ότι ο νομοθέτης εκφράστηκε έτσι, θέλοντας να αποδώσει το συνήθως συμβαίνων στη συγκεκριμένη συναλλαγή, όπου ως «πιστώτρια» εμφανίζεται μόνο 14

παρατιθέμενος εντός παρενθέσεως, ως συνώνυμος της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, ενώ ο όρος αυτός αντιστοιχεί στη μορφή πιστώσεως έναντι εγγράφων που ονομάζεται «βεβαιωμένη πίστωση» (41). Επίσης, παρατηρούμε ότι στα πλαίσια της σύμβασης τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης η «πιστώτρια» μπορεί μόνο να υποσχεθεί την καταβολή συγκεκριμένου ποσού στον «δικαιούχο», όχι όμως και να αποδεχθεί ή να διαπραγματευθεί συναλλαγματικές, καθώς και ότι ως προϋπόθεση καταβολής εκ μέρους της τράπεζας αναφέρεται περιοριστικά η παράδοση στην «πιστώτρια» φορτωτικής ή «αποδείξεων αποθέσεως Γενικών Αποθηκών» (αποθετήριο και ενεχυρόγραφο) στο όνομα ή σε διαταγή της. Τέλος, παρατηρούμε ότι ο έλληνας νομοθέτης πρωτοτύπησε (42) προβλέποντας προς εξασφάλιση της πιστώτριας τη δημιουργία νόμιμου ενεχύρου επί των εμπορευμάτων που περιγράφονται στη φορτωτική ή στις αποδείξεις αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών. Αφ ης στιγμής η πιστώτρια καταβάλει τα χρήματα στον δικαιούχο δημιουργείται νόμιμο ενέχυρο επί των εμπορευμάτων που αναφέρονται στη φορτωτική -ή στις αποδείξεις αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών. Για το λόγο αυ- ------------------------------------ τράπεζα άλλωστε, οι διατάξεις του ν.δ. 17.7/13.8.1923 εφαρμόζονται σε ανώνυμες εταιρίες που πληρούν τις γενικές προϋποθέσεις του άρθρου 1, κυρίως όμως απευθύνονται σε ανώνυμες τραπεζικές εταιρίες. Ι. Βελέντζα, Τραπεζική ενέγγυα πίστωση (πίστωση έναντι εγγράφων), 1995, σελ. 22. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 26 παρ. 9 ν. 2076/1992, η εφαρμογή των διατάξεων του ν.δ. 17.7/13.8.1923 επεκτείνεται αυτόματα στις τράπεζες (συμπεριλαμβανομένων των πιστωτικών συνεταιρισμών), αφότου δοθεί η άδεια λειτουργίας από την Τράπεζα της Ελλάδος, χωρίς να είναι πλέον αναγκαία η συνδρομή των προϋποθέσεων του άρθρου 1, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 42. (41) Κατά την άποψη που θεωρεί πιο δόκιμο τον όρο «πίστωση έναντι εγγράφων» υποστηρίζεται ότι σε αυτό το σημείο θα έπρεπε να παρατίθεται ως συνώνυμος της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης ο γαλλικός όρος «credit documentaire», Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου,1993, σελ. 263, του ιδίου, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 2 η έκδοση, 1993, σελ. 346. (42) Τέτοια ασφάλεια δεν προβλέπεται σε άλλα δίκαια. Βέβαια, υπάρχει πάντοτε η δυνατότητα δημιουργίας «συμβατικού ενεχύρου» επί των εμπορευμάτων, μέσω των παραστατικών αξιογράφων που έχουν εκδοθεί. 15

τό, καλείται «ενέγγυα» πίστωση, που κατά κυριολεξία σημαίνει την ασφαλισμένη - πίστωση (43). Την ασφαλισμένη δε αυτή μορφή πίστωσης έναντι εγγράφων ο έλληνας νομοθέτης «προικοδότησε» (44), ενίσχυσε περαιτέρω με την πρόβλεψη ειδικής διαδικασίας ρευστοποίησης της ασφάλειας. Για να συσταθεί, όμως «νόμιμη» ενέγγυα πίστωση, να εφαρμοστούν δηλ. οι διατάξεις των άρθρων 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923, θα πρέπει να πληρούνται οι ειδικότερες προϋποθέσεις που θέτει το εν λόγω νομοθετικό διάταγμα, δηλαδή: α) η έγγραφη κατάρτιση της συμβάσεως μεταξύ του οφειλέτη και της πιστώτριας, β) να συνιστά η σύμβαση άνοιγμα πιστώσεως υπέρ τρίτου, γ) ο τρίτος να υποχρεούται σε παράδοση φορτωτικής ή αποδείξεως αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών και δ) η πιστώτρια να υπόσχεται καταβολή χρηματικού ποσού (45). Η πρωτότυπη, κατά τα άνω εκτεθέντα, ρύθμιση του εθνικού μας νομοθέτη, κατακρίθηκε επανειλημμένα ως ανεπιτυχής και ατελής η εθνική ρύθμιση θεωρείται ότι θέτει στεγανά σε έναν θεσμό, ο οποίος από τη φύση του εξελίσσεται συνεχώς ακολουθώντας τις επιταγές των εμπορικών συναλλαγών, καθώς και ότι αποτελεί πηγή σύγκρουσης νόμων αναστέλλοντας έτσι την επίτευξη του στόχου για διεθνή ομοιομορφία των λύσεων επί των προβλημάτων που αναφύονται στα πλαίσια της σημαντικής αυτής τραπεζικής συναλλαγής (46). Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική εξέταση των διατάξεων του Ε Κεφαλαίου του ν.δ. 17.7/13.8.1923 διαπιστώνει κανείς ότι στον ορισμό της τραπεζικής ενέγγυας (43) Από το εν + εγγύη, δηλαδή ασφάλεια - βλ. και τις έννοιες «ενέγγυος» ή «ανέγγυος» πιστωτής στην πτώχευση. Σύμφωνα με άλλη άποψη και ο όρος «ενέγγυος» χαρακτηρίζεται αδόκιμος Π. Μάζη, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 2 η έκδοση, 1993, σελ. 346 επ. (44) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 1. (45) Πιο διεξοδική ανάλυση βλ. Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 42 επ. (46) Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου,1993, σελ. 259, του ιδίου, Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, 2 η έκδοση, 1993, σελ. 346 επ., Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των απαιτήσεων, 2001, σελ. 259. 16

πίστωσης σκιαγραφείται η έννοια της πίστωσης έναντι εγγράφων, δίδεται δε ιδιαίτερη έμφαση στα στοιχεία εκείνα, που είναι απαραίτητα για τη δημιουργία της ασφαλισμένης θέσης της πιστώτριας έναντι του οφειλέτη, πελάτη της. Σκοπός, δηλαδή, της διάταξης του άρθρου 25 ν.δ. 17.7/13.8.1923 δεν είναι ο περιοριστικός προσδιορισμός της έννοιας της πίστωσης έναντι εγγράφων ούτε της έννοιας της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης, συνεπώς ο ορισμός που διατυπώνεται στην εν λόγω διάταξη δεν δύναται να είναι αποφασιστικής σημασίας σε όλες τις αναφορές του για τον προσδιορισμό της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης ως πίστωσης έναντι εγγράφων. Οι διατάξεις του Ε Κεφαλαίου αποβλέπουν στη διευκόλυνση, εξασφάλιση και ταχεία ικανοποίηση των τραπεζών που εμπλέκονται με την ιδιότητα της «πιστώτριας» στη γνωστή τραπεζική εργασία της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης. Προς εξυπηρέτηση δε των συγκεκριμένων στόχων ο εθνικός νομοθέτης προέβη σε μερική -αλλά πάντως αυστηρή- οριοθέτηση του εννοιολογικού και λειτουργικού περιεχομένου της τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης έναντι της πίστωση έναντι εγγράφων (47). Η ρύθμιση της ενεγγύου πιστώσεως προορισμένη να εξυπηρετήσει την ιδιαιτερότητά της και τους στόχους της, αδυνατεί να βρει ευρύτερο πεδίο εφαρμογής και να καλύψει κάθε περίπτωση πιστώσεως έναντι εγγράφων. Βέβαια, εφόσον η σύμβαση τραπεζικής ενέγγυας πίστωσης ανοίγεται πάντα έναντι φορτωτικών εγγράφων, μπορούν να τύχουν εφαρμογής επ αυτής οι ομοιόμορφοι κανόνες του Διεθνούς Εμπορικού Επιμελητηρίου για τις πιστώσεις έναντι εγγράφων, που λανθασμένα έχουν τιτλοφορεί στα ελληνικά ως κανόνες για τις «ενέγγυες πιστώσεις» (48). Επίσης, σε περίπτωση που μια σύμβαση πιστώσεως έναντι εγγράφων διέπεται από το ελληνικό δίκαιο, θα εφαρμοστούν οι διατάξεις των άρθρων 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923, εφόσον βέβαια στοιχειοθετούνται οι ειδικότερες προϋποθέσεις της ενέγγυας πίστωσης. (47) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 1 και 40-41. (48) Τη διάκριση αυτή δεν λαμβάνει υπόψη της ούτε η ελληνική βιβλιογραφία, παρότι η ρύθμιση των άρθρων 25 επ. του ν.δ. 17.7/13.8.1923 κατακρίνεται γενικά ως ατελής και ανεπιτυχής, Απ. Γεωργιάγη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2001, σελ. 259, Π. Μάζη, Θέματα Αστικού, Εμπορικού και Δικονομικού Δικαίου, 1993, σελ. 263. 17

3. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΙΑΣ ΦΟΡΤΩΤΙΚΉΣ ΣΤΗΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΗ ΕΝΕΓΓΥΑ ΠΙΣΤΩΣΗ 3.1. Η παράδοση στην πιστώτρια φορτωτικής ή αποδείξεων αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών ως προϋπόθεση συστάσεως ενέγγυας πίστωσης. Μεταξύ των ειδικότερων προϋποθέσεων που τίθενται στις διατάξεις των άρθρων 25 επ. ν.δ. 17.7/13.8.1923 για τη σύσταση «νόμιμης» ενέγγυας πίστωση αλλά και για εφαρμοστούν σε σύμβαση πιστώσεως έναντι φορτωτικών εγγράφων οι διατάξεις του Ε Κεφαλαίου του ν.δ. 17.7/13.8.1923, εφόσον εφαρμοστέο στη σχέση είναι το ελληνικό δίκαιο, όπως εκτέθηκε παραπάνω, συγκαταλέγεται και η παράδοση στην πιστώτρια-τράπεζα φορτωτικής από τον δικαιούχο-πωλητή των εμπορευμάτων. Ειδικότερα, κατά τα προβλεπόμενα στη διάταξη του άρθρου 25 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923 η πιστώτρια δεσμεύεται να καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό στον τρίτο, «δικαιούχο» (πωλητή των εμπορευμάτων), εφόσον αυτός της παραδώσει φορτωτική, την οποία με τη σειρά της θα παραδώσει στον πελάτη της («οφειλέτη») προκειμένου να εισπράξει απ αυτόν τα καταβληθέντα. Περαιτέρω, προβλέπεται στο άρθρο 26 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923 ότι «Η φορτωτική είτε πλοίου είτε σιδηροδρόμου εκδίδεται ή οπισθογραφείται επ ονόματι ή εις διαταγήν της πιστώτριας ή παραδίδεται αυτή, αν είναι εις τον κομιστήν», ενώ στο άρθρο 26 παρ. 3 ορίζεται κατά τρόπο ρητό ότι αντί παράδοσης φορτωτικής μπορεί να συμφωνηθεί η παράδοση αποδείξεων αποθηκεύσεως Γενικών Αποθηκών. 3.1.1. Φορτωτική. Η φορτωτική είναι έγγραφο το οποίο χρησιμοποιείται στην εν γένει μεταφορά πραγμάτων ειδικότερα είναι αξιόγραφο, που εκδίδεται από τον θαλάσσιο, χερσαίο, σιδηροδρομικό ή αεροπορικό μεταφορέα, ανάλογα με το είδος της γενόμενης μεταφοράς, διέπεται από το αντίστοιχο δίκαιο (49), αποδεικνύει την αντίστοιχη σύμ- (49) Βλ. άρθρα 3 παρ. 3 Διεθνούς Συμβάσεως Βρυξελλών του 1924 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί φορτωτικής», 125, 168 επ. ΚΙΝΔ, 76 ν.δ. 17.7/13.8.1923, 11 επ. Διεθνούς Συμβάσεως CIM και 59, 60 Κανονισμού για τις εθνικές σιδηροδρομικές μεταφορές, 98 επ. ν. 1815/1988, όπου ρυθμίζεται το «δελτίο αεροπορικής μεταφοράς», ως όρος αντίστοιχος της φορτωτικής. 18

βαση μεταφοράς και ενσωματώνει απαίτηση για την εκτέλεση της μεταφοράς και την παράδοση των υπό μεταφορά πραγμάτων στον καθορισμένο τόπο προορισμού (50). Παράλληλα με την ως άνω ενοχική απαίτηση, στον τίτλο της φορτωτικής ενσωματώνεται και «ιδιάζουσα εμπράγματη λειτουργία» καθώς η φορτωτική λειτουργεί ως τίτλος παραστατικός των πραγμάτων, ώστε η μεταβίβαση της νομής αυτών να ακολουθεί την μεταβίβαση του τίτλου της φορτωτικής (51). Αναφορικά με τη διάταξη του άρθρου 26 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923, θα πρέπει να σημειώσουμε κατ αρχήν, ότι η αναφορά μόνο στη θαλάσσια και τη σιδηροδρομική φορτωτική δεν είναι περιοριστική και συνεπώς η διάταξη θα πρέπει να εφαρμόζεται διασταλτικά και στις περιπτώσεις της χερσαίας (οδικής) φορτωτικής και του δελτίου αεροπορικής μεταφοράς (52). Ο συντάκτης του ν.δ. 17.7/13.8.1923 αναφέρεται μόνο σε φορτωτική «είτε πλοίου είτε σιδηροδρόμου», έχοντας προφανώς υπόψη τους πλέον διαδεδομένους τρόπους μαζικής μεταφοράς πραγμάτων της εποχής του. Επίσης, θα πρέπει να θεωρήσουμε την αναφορά στη παράδοση φορτωτικής που έχει εκδοθεί στον κομιστή μάλλον τυχαία (53), καθώς ανάλογη δυνατότητα δεν υφίσταται στο ελληνικό δίκαιο σύμφωνα με το άρθρο 68 ν.δ. 17.7/13.8.1923. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι εν προκειμένω ο νόμος ενδεχομένως εννοεί την περίπτωση εκείνη, κατά την οποία τα εμπορεύματα συνοδεύει φορτωτική στον κομιστή, που εκδόθηκε νόμιμα ως ανώνυμο χρεώγραφο από τον αλλοδαπό μεταφορέα, σύμφωνα με τους ισχύοντες στον τόπο φόρτωσης κανόνες δικαίου. Η φορτωτική αυτή θα είναι έγκυρη ως ενοχικό αξιόγραφο, κατά τις διατάξεις των άρ θρων 11 και 25 ΑΚ που θα εφαρμοστούν εν προκειμένω, όχι όμως και ως εμπράγματο αξιόγραφο, καθώς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 ΑΚ, η νομή ρυθ- (50) Ν. Ρόκα, Αξιόγραφα, 1992, σελ. 157 επ. (51) Ν. Ρόκα, Αξιόγραφα, 1992, σελ. 25. (52) Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 47. (53) Η αναφορά αυτή έγινε προφανώς ενόψει της προφανώς ευχέρειας που αφήνει η διάταξη του άρθρου 68 παρ. 1 ν.δ. 17.7/13.8.1923 να αναγνωρισθεί στο μέλλον από ειδική διάταξη η δυνατότητα εκδόσεως φορτωτικής ή άλλων αξιογράφων ως αξιογράφων στον κομιστή, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 48. 19

μίζεται από το ελληνικό δίκαιο, ως δίκαιο του τόπου προορισμού των πραγμάτων, το οποίο δεν αναγνωρίζει τη φορτωτική στον κομιστή ως έγκυρο τίτλο παραστατικό νομής (54). Συνεπώς, η πιστώτρια -κομίστρια τράπεζα θα στερείται τόσο το εξαρτώμενο από τη νομή δικαίωμα του νομίμου ενεχύρου, όσο και τη συνακόλουθη δυνατότητα τήρησης της προνομιακής διαδικασίας εκτελέσεως, που προβλέπουν τα άρθρα του ν.δ. 17.7/13.8.1923. 3.1.1.1. Θαλάσσια φορτωτική ειδικότερα. Έκδοση. Ιδιότητες αυτής ως αξιογράφου. Μεταβίβαση. Στις μεταφορές που εκτελούνται με πλοίο, η φορτωτική συνδέεται κυρίως με τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς, αλλά ενδεχομένως και με τη ναύλωση, εφόσον έχει εκδοθεί φορτωτική σε εκτέλεση ναυλοσυμφώνου (φορτωτική ναυλοσυμφώνου). Η θαλάσσια φορτωτική, όπως και η θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων (διεθνής και εθνική) διέπονται από την 23.6.1993 (55) από τη Σύμβαση των Βρυξελλών του 1924 για την ενοποίηση ορισμένων κανόνων σχετικά με τις φορτωτικές, όπως τροποποιήθηκε από το Πρωτόκολλο του Βίσμπυ του 1968 και από το Πρωτόκολλο του 1979 (εφεξής Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ) (56), που κυρώθηκε από την Ελλάδα με τον (54) Α. Κιάντου- Παμπούκη, Δίκαιο τραπεζικών εργασιών, πανεπιστημιακές παραδόσεις, σελ. 88, Σπ. Ψυχομάνη, Η πίστωση έναντι εγγράφων, Σύγχρονες πρακτικές-διάκριση από την ενέγγυο πίστωση, 2001, σελ. 48. (55) Ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ στη χώρα μας (άρθρο 3 του κυρωτικού ν. 2107/1992). Σχετικά με την ονομασία «Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ» βλ. επόμενη υποσημείωση. (56) Η Διεθνής Σύμβαση των Βρυξελλών του 1924 «περί ενοποιήσεως κανόνων τινών περί φορτωτικής» (περισσότερο γνωστή ως Κανόνες της Χάγης) βασίστηκε σε σειρά κανόνων που είχε υιοθετήσει το 1921 στη Χάγη η Ναυτική Επιτροπή της Ενώσεως Διεθνούς Δικαίου (International Law Association). Η Διεθνής αυτή Σύμβαση ρύθμισε ουσιαστικά μόνο τη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς και όχι τη ναύλωση εν ευρεία έννοια, τροποποιήθηκε δε ήδη δύο φορές, με το Πρωτόκολλο του Βίσμπυ του 1968 (έκτοτε η Διεθνής Σύμβαση του 1924 μετονομάστηκε σε «Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ») και με το Πρωτόκολλο του 1979. Τη Διεθν ή Σύμβαση του 1924 έχουν κυρώσει 88 κράτη, το Πρωτόκολλο του 1968 έχουν κυρώσει 27 κράτη, ενώ το Πρωτόκολλο του 1979 21 κράτη, Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 292-293. 20

ν. 2107/1992. Με βάση το ν. 2107/1992, η θαλάσσια φορτωτική αποτελεί τον τίτλο (document of title) υπό τον οποίο εκτελείται η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς στις διεθνείς αλλά και στις εθνικές θαλάσσιες μεταφορές, αυτές δηλαδή που εκτελούνται από και προς ελληνικό λιμένα (57). Υπό το πρίσμα των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ θα παραθέσουμε τις ιδιότητες της φορτωτικής ως αξιογράφου, επί του οποίου είναι δυνατόν να οικοδομηθεί τραπεζική ενέγγυα πίστωση. Ειδικότερα, η θαλάσσια φορτωτική (διεθνής και εθνική) ρυθμίζεται από τη Διεθνή Σύμβαση στο άρθρο 3 παρ. 3 επ.. Εάν πρόκειται για εσωτερική μεταφορά, εφαρμόζονται στη φορτωτική οι διατάξεις των άρθρων 168-173 ΚΙΝΔ, τις οποίες ο κυρωτικός της Συμβάσεως ν. 2107/1992 διατήρησε σε ισχύ, καθώς και οι διατάξεις των άρθρων 76 περ. ε και 80 παρ. 2 ν.δ. 17.7/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών» και 17 ν. 5325/1932 για τη συναλλαγματική και το γραμμάτιο, που εφαρμόζονται αναλογικά, όπως προβλέπουν τα άρθρα 170 παρ. 3 και 171 παρ. 1 περ. β ΚΙΝΔ. Οι ως άνω διατάξεις του ΚΙΝΔ εφαρμόζονται και επί διεθνούς φορτωτικής προς συμπλήρωση του άρθρου 3 παρ. 3 και 4 των Κανόνων Χάγης- Βίσμπυ, όταν εφαρμοστέο είναι κατά τους Κανόνες το ελληνικό δίκαιο και εφόσον δεν αντίκεινται στη ρύθμιση των Κανόνων Χάγης-Βίσμπυ (58). Στη θαλάσσια μεταφορά πραγμάτων ο μεταφορέας έχει υποχρέωση, εάν το ζητήσει ο αντισυμβαλλόμενος του (φορτωτής - πωλητής των εμπορευμάτων) να εκ- (57) Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 303-309, 343-349. Μάλιστα, οι εσωτερικές μεταφορές υπόκεινται στους Κανόνες Χάγης-Βίσμπυ, ακόμα κι αν δεν έχει εκδοθεί φορτωτική, Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 305-306. (58) Οι αρχές, άλλωστε, που καθιερώνονται στις διατάξεις των άρθρων 168-173 ΚΙΝΔ αναγνωρίζονται και εφαρμόζονται σχεδόν στα περισσότερα εθνικά δίκαια των κρατών-μελών της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών, ενώ αναγνωρίζονται και από τη διάταξη του άρθρου 3 παρ. 4 εδ β της Συμβάσεως, η οποία προστέθηκε με το άρθρο 1 παρ. 1 του Πρωτοκόλλου του Βίσμπυ η οποία προβλέπει ότι «Ωστόσο, δεν χωρεί απόδειξη για το αντίθετο όταν η φορτωτική έχει μεταβιβασθεί σε τρίτο πρόσωπο που ενεργεί με καλή πίστη», Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, σελ. 374-375, της ιδίας, Η θαλάσσια φορτωτική ως αξιόγραφο, ΕπισκΕΔ Β/2005, σελ. 283 επ. 21

δώσει φορτωτική (59), η οποία διατυπώνεται εγγράφως στο έγγραφο δε αυτό ο μεταφορέας δηλώνει ότι τα πράγματα που περιγράφονται σ αυτήν φορτώθηκαν προς μεταφορά ή ότι απλώς παραλήφθηκαν προς μεταφορά (60), υπόσχεται δε να τα μεταφέρει και να τα παραδώσει στον τόπο προορισμού συνακόλουθα, ενσωματώνεται στη φορτωτική και η απαίτηση που απορρέει από την υπόσχεση αυτή, εις τρόπον ώστε ο παραλήπτης να μην μπορεί να την ασκήσει χωρίς την κατοχή και την επιστροφή του εγγράφου στον μεταφορέα (άρθρο 173 ΚΙΝΔ). Η φορτωτική παλαιότερα, αποτελούνταν από ένα μόνο φύλλο πλέον, καθώς οι ανάγκες των συναλλαγών επιβάλλουν λεπτομερέστατη διατύπωση των όρων της συγκεκριμένης σύμβασης μεταφοράς, συνήθως επεκτείνεται σε περισσότερα φύλλα. Στην εμπρόσθια όψη του πρώτου φύλλου της φορτωτικής αναγράφονται τα βασικά στοιχεία της μεταφοράς και στην πίσω όψη του διατυπώνονται οι όροι της συγκεκριμένης μεταφοράς (61). (59) Σχετικά με τα συμβαλλόμενα μέρη στη σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων βλ. πιο διεξοδικά Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 313-321. (60) Οπότε, διακρίνουμε τη φορτωτική φορτώσεως (shipped bill of lading), η οποία εκδίδεται μετά τη φόρτωση και τη φορτωτική παραλαβής προς φόρτωση, ή απλά φορτωτική παραλαβής (received for shipment bill of lading), για την οποία βλ. πιο διεξοδικά Α. Κιάντου- Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 377-378. Η φορτωτική παραλαβής, πάντως, μπορεί να μετατραπεί σε φορτωτική φορτώσεως μόλις πραγματοποιηθεί η φόρτωση και σημειωθεί επ αυτής ο λιμένας φορτώσεως, το όνομα του πλοίου στο οποίο έγινε η φόρτωση και η ημερομηνία φορτώσεως (άρθρο 3 παρ. 7 εδ 2 της Συμβάσεως), εφόσον περιέχει και τα λοιπά στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 3 παρ. 3 της Συμβάσεως. (61) Η πληθώρα των όρων που περιλαμβάνονται πλέον στη φορτωτική ανέδειξε την ανάγκη για την τυποποίηση του εντύπου της φορτωτικής. Σήμερα, στις συναλλαγές χρησιμοποιείται περισσότερο η τυποποιημένη φορτωτική με το κωδικό όνομα Conlinebill (Liner bill of lading), μια φορτωτική γενικής εφαρμογής για τις μεταφορές τακτικών γραμμών, η οποία συντάχθηκε το 1950 με πρωτοβουλία της BIMCO για συμβάσεις θαλάσσιας μεταφοράς πραγμάτων με πλοία γραμμής που εκτελούνται υπό το καθεστώς των Κανόνων Χάγης- Βίσμπυ. Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 389 και τις εκεί παραπομπές σε αλλοδαπή βιβλιογραφία. 22

Περαιτέρω, επειδή η Διεθνής Σύμβαση δεν προβλέπει σχετικά με την έκδοση περισσότερων αντιτύπων (πρωτοτύπων) ή αντιγράφων της φορτωτικής, κατά τα ισχύοντα στο ελληνικό δίκαιο, η φορτωτική εκδίδεται σε ένα μόνο πρωτότυπο, το οποίο παραδίδεται στον φορτωτή, όπως συνάγεται εμμέσως από το άρθρο 168 ΚΙΝΔ. Αντίγραφο του πρωτότυπου, υπογεγραμμένο από τον φορτωτή, σφραγίζεται με την ένδειξη «αντίγραφο πλοιάρχου μη εμπορεύσιμο» (Captain s copy, not negotiable) και παραδίδεται στον θαλάσσιο μεταφορέα ή τον πλοίαρχο, στα χέρια του οποίου και παραμένει (άρθρο 168 παρ. 2 ΚΙΝΔ) (62). Τα αντίγραφα έχουν αποδεικτική σημασία, αλλά δεν ενσωματώνουν την αξίωση του παραλήπτη για παράδοση του φορτίου. Σχετικά με το περιεχόμενο της φορτωτικής, προβλέπουν, εάν πρόκειται για διεθνή μεταφορά η διάταξη του άρθρου 3 παρ. 3 της Συμβάσεως, όπου ορίζεται ότι «Μετά την παραλαβή των εμπορευμάτων στην κατοχή του ο μεταφορέας ή ο πλοίαρχος ή ο πράκτορας του μεταφορέα είναι υποχρεωμένος, ύστερα από αίτηση του φορτωτή, να εκδώσει φορτωτική που θα περιλαμβάνει μεταξύ άλλων: α. Τα βασικά διακριτικά σημεία για την αναγνώριση των πραγμάτων όπως δηλώνονται γραπτά από το φορτωτή πριν από την έναρξη της φόρτωσης των πραγμάτων αυτών, με την προϋπόθεση ότι αυτά τα σημεία είναι αποτυπωμένα ή γραμμένα καθαρά με οποιονδήποτε άλλο τρόπο στα ασυσκεύαστα πράγματα ή στα κιβώτια ή καλύμματα μέσα σα οποία περιέχονται αυτά με τέτοιο τρόπο ώστε κανονικά να παραμείνουν ευανάγνωστα μέχρι το τέλος του ταξιδιού. β. Ανάλογα με την περίπτωση, τον αριθμό των δεμάτων ή κομματιών ή την ποσότητα ή το βάρος, όπως αυτά δηλώνονται γραπτά από το φορτωτή. γ. Την προφανή τάξη γενική και εξωτερική κατάσταση των πραγμάτων. Πάντως ο μεταφορέας, πλοίαρχος ή πράκτορας του μεταφορέα δεν υπο- (62) Με βάση το αντίγραφο ο πλοίαρχος προβαίνει σε διάφορες ενέργειες στο φορτίο για λογαριασμό του μεταφορέα (π.χ. σύνταξη του δηλωτικού του φορτίου, εκτελωνισμούς), ελέγχει δε τη νομιμοποίηση αυτού που εμφανίζεται να παραλάβει τα πράγματα ως κομιστής της φορτωτικής και δικαιούχος του φορτίου. Σε άλλα δίκαια, προβλέπεται η έκδοση περισσότερων αντιτύπων της φορτωτικής. Ο αριθμός των αντιτύπων σημειώνεται στο σώμα της φορτωτικής, διευκρινίζεται δε ότι ο μεταφορέας ελευθερώνεται αν παραδώσει το φορτίο ύστερα από την εμφάνιση ενός οποιουδήποτε από αυτά, οπότε τα λοιπά ακυρώνονται αυτοδικαίως. Α. Κιάντου-Παμπούκη, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος II, 6 η έκδοση, 2007, σελ. 389 επ. 23