ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

Σχετικά έγγραφα
ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΥ ΘΕΜΕΛΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΙΠΛΩΜΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΜΑΘΗΜΑ «ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ» Ι ΑΣΚΩΝ: Α. ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑ-ΕΙΡΗΝΗ ΜΑΛΛΙ Η. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

Η Αρχή της Νομιμότητας ως Οριοθέτηση των Συνταγματικών Δικαιωμάτων

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο Ι. Μαθητική σχέση έννομη σχέση δημόσιου διοικητικού δικαίου. Αντικείμενο Διοικητικού Δικαίου Διοίκηση

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Α. Η Ιταλία στην Ευρωπαϊκή Ένωση Β. Συνταγµατική θεµελίωση της Ιταλίας και της Ελλάδας στην Ε.Ε. Γ. Ο εκδηµοκρατισµός της Ένωσης και η θέση του πολίτη

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Σελίδα 1 από 5. Τ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η εφαρµογή του δικαιώµατος της επικοινωνίας στον οικογενειακό χώρο» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

Θέµα εργασίας : Ερµηνεία του Άρθρο 78 παρ. 5 του Συντάγµατος (Εξαίρεση από την απαγόρευση της κανονιστικής φορολογικής αρµοδιότητας).

Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

ΑΠ 13/1999 (Ελευθερία της επιστήµης- Σ 16 ΠΑΡ.1 ΚΑΙ ανθρώπινη αξία Σ 2 ΠΑΡ.1/5 ΠΑΡ.1)

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Η ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΑΞΙΑ ΩΣ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ (άρ.2 παρ.1 Σ) Σχολιασµός της ΑΠ Ολ. 40/1998 ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ 2003

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

Απόφαση ικαστηρίου 10 Σεπτεµβρίου 2002 Θεσσαλονίκη. Κατά πλειοψηφία αποφαίνεται το δικαστήριο ότι πρόκειται για παράβαση των άρθρων 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

Θέµα εργασίας : Γενικές Συνταγµατικές Αρχές «Απαγόρευση κατάχρησης δικαιώµατος» Καµιντζή Ιωάννα Α.Μ:322 Ε Mail:

Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩ ΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΧΩΡΟ. ΑΠ 13/1999 (Ελευθερία της επιστήµης- Σ 16 ΠΑΡ.1 και ανθρώπινη αξία Σ 2 ΠΑΡ.1/5 ΠΑΡ.1) ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Νομιμοποίηση και ενστάσεις

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Ο διορισµός Πρωθυπουργού - Μια απόπειρα ερµηνείας του άρθρου 37 παρ. 4 του Συντάγµατος.

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΙΕΥΘΥΝΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ. Έγγραφο καθοδήγησης 1

Το Συνταγματικό Δίκαιο και το Σύνταγμα. 3. Η παραγωγή του Συντάγματος και των συνταγματικών κανόνων

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ. Προλογικό σημείωμα... Εισαγωγικές παρατηρήσεις... 1

ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2012/0011(COD) της Επιτροπής Απασχόλησης και Κοινωνικών Υποθέσεων

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Δικαίωμα συνέρχεσθαι

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

"Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα στο Σύνταγμα του Μαυροβουνίου"

Η ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΠΕΖΙΚΩΝ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 1 ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΥ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥ ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΟΥ ΤΗΣ ΕΣΔΑ. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

Αρχή της ισότητας: ειδικές μορφές

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Τµήµα Μεταπτυχιακών Σπουδών Τοµέας ηµοσίου ικαίου Συνταγµατικό ίκαιο Αθήνα, ΤΟ ΣΛΟΒΕΝΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ 1991 ΚΑΙ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΑΡ.23 ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΝΝΗΣ

Η διαπροσωπική ενέργεια (τριτενέργεια) των συνταγµατικών δικαιωµάτων, κατά το αναθεωρηµένο Σύνταγµα.

ΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΘΕΜΕΛΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΣΧΩΡΗΣΗΣ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ ΣΤΗΝ Ε.Ε. ΑΡ.23 ΘΕΜΕΛΙΩ ΟΥΣ ΝΟΜΟΥ ΤΗΣ ΒΟΝΝΗΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Διοικητικό Δίκαιο. Εισαγωγή στο Διοικητικό Δίκαιο 1 ο Μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟ ΓΡΑΦΕΙΟ ΜΑΡΙΑΣ ΣΤΑΥΡΙΔΟΥ &ΣΥΝΕΡΓΑΤΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ

ΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/ 2656/ ΓΝΩΜΟ ΟΤΗΣΗ 2/2016

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Τα ατομικά δικαιώματα συνιστούν εξουσίες που το εκάστοτε. ισχύον δίκαιο απονέμει στα άτομα προκειμένου να τους εξασφαλίσει

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Διοικητικό Δίκαιο. Πηγές διοικητικού δικαίου 2 ο μέρος. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Εκκλησιαστικό Δίκαιο ΙΙΙ (Μεταπτυχιακό)

Θέμα: «Η ιστορική μέθοδος ερμηνείας» Υπεύθυνος καθηγητής: κ. Ανδρέας Δημητρόπουλος

ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΚΟ ΧΩΡΟ

1) Εισαγωγή (γενικά - πρόλογος για τις γενικές αρχές του Συντάγµατος ) 2) Νοµική κατοχύρωση του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Σελ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ... 3

Εργασία στο μάθημα των Εφαρμογών Δημοσίου Δικαίου με θέμα την Κριτική της Στάθμισης

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/550-1/ Γ Ν Ω Μ Ο Ο Τ Η Σ Η ΑΡ. 1 /2018

Προπτυχιακή Εργασία. Κολικονιάρη Φανή. Η Οριοθετική Λειτουργία του Άρθρου 5 περ. 1 Σ ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

«ΥΠΑΓΩΓΗ ΘΕΣΜΙΚΗ ΠΡΟΣΑΡΜΟΓΗ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΤΩΝ ΠΡΑΚΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ ΣΤΟ ΠΕΔΙΟ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ»

Transcript:

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής, Τοµέας ηµοσίου ικαίου -------------------------------------------------------------------------------------------------- Μεταπτυχιακό ίπλωµα ηµοσίου ικαίου Μάθηµα «Συνταγµατικό ίκαιο», 2003-2004 ιδάσκων : Καθηγητής Α. ηµητρόπουλος ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003 Συνοπτικό διάγραµµα της µελέτης I.Οι γενικές αρχές του Συντάγµατος υπό το πρίσµα της σύγχρονης λειτουργίας του. II. Η αρχή της αναλογικότητας και η προέλευσή της ΙΙΙ. Η έννοια της αρχής IV. Η προβληµατική του πυρήνα του δικαιώµατος V. Τελικά συµπεράσµατα I. ΟΙ ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΥΠΟ ΤΟ ΠΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ

Οι γενικές αρχές του Συντάγµατος αποτελούν βασικά αξιώµατα που εκ του περιεχοµένου τους αναφέρονται και ρυθµίζουν το σύνολο της έννοµης τάξης, πρόκειται δηλαδή για αντικειµενικά αξιώµατα του συνολικού δικαιϊκού οικοδοµήµατος. Ο χαρακτηρισµός τους βεβαίως ως συνταγµατικών τονίζει την πηγή προέλευσής τους που είναι πάντα το κείµενο του Συντάγµατος. Υπάρχουν αρχές που διατυπώνονται expressis verbis στο κείµενο αυτό( π.χ. η αρχή της ισότητας στο αρ. 4 Σ) και άλλες που χωρίς να αναφέρονται συνάγονται από άλλες ρητά διατυπωµένες διατάξεις (π.χ. η ρήτρα της καλής πίστης). Το Σύνταγµα είναι, όµως, σε κάθε περίπτωση η µόνη και καλύτερη βάση της νοµικής τους θεµελίωσης. Η ένταξη των γενικών αρχών στο ρυθµιστικό περιεχόµενο του Συντάγµατος αντιστοιχεί και ακολουθεί την «επεκτατική» λειτουργία που αυτό απέκτησε τα τελευταία χρόνια. Η παραδοσιακή θεωρία επέµενε πως αποκλειστικό αντικείµενο του Συντάγµατος αποτελούσε η συγκρότηση και άσκηση της κρατικής εξουσίας, γεγονός που καθιστούσε το συνταγµατικό και δηµόσιο εν γένει δίκαιο εντελώς διαφορετικό και ενίοτε συγκρουόµενο προς το ιδιωτικό. Ο δυαδισµός αυτός της έννοµης τάξης οδηγούσε σε διαφορετική για κάθε κλάδο δικαίου ποιοτική συγκεκριµενοποίηση της έννοιας της δικαιοσύνης και εποµένως σε εφαρµογή κατά περίπτωση διαφορετικών νοµικών αρχών. Τα τελευταία, όµως, χρόνια σηµειώθηκε µεταβολή της έννοµης τάξης ως αποτέλεσµα των κοινωνικών αγώνων για εκδηµοκρατισµό των πολιτευµάτων και των κοινωνιών. Η επέκταση της κρατικής δραστηριότητας, η διαµόρφωση νέων ουσιαστικότερων σχέσεων κράτους και κοινωνίας, οι οικονοµικές, αλλά κυρίως, οι πολιτικές εξελίξεις έδωσαν νέα µορφή στην έννοµη τάξη. Αυτή παρουσιάζεται πλέον ως ενιαίο δικαιϊκό σύστηµα, όπου το κράτος απώλεσε τη µορφή της δύναµης επιβολής και απέκτησε προστατευτικό χαρακτήρα. Η µεταβολή της µορφής του κράτους έχει ως νοµοτελειακή συνέπεια τη µεταβολή του δικαίου, που πλέον βασίζεται στο σύνολό του στην καταστατική αρχή του απαραβίαστου της ανθρώπινης αξίας. Η δηµοκρατικοποίηση αυτή του κράτους είχε ως άµεση και αναγκαία συνέπεια την επέκταση του κανονιστικού περιεχοµένου του Συντάγµατος, που πλέον καλείται να ρυθµίσει όχι µόνο τις νέες πολύµορφες σχέσεις κράτους-πολιτών, αλλά και τις έννοµες σχέσεις µεταξύ των πολιτών που διαχέονται σε όλες τις πτυχές της κοινωνικής δραστηριότητας. Απέκτησε, εποµένως, καθολικό και διακλαδικό χαρακτήρα και κατέστη ρυθµιστής της συνολικής έννοµης τάξης µε οργανωτικό, νοµιµοποιητικό και εγγυητικό των ατοµικών ελευθεριών ρόλο. Η νοµική ισχύς των κανόνων του ιδιωτικού δικαίου και η εφαρµογή τους στις διαπροσωπικές σχέσεις προϋποθέτει τη συµφωνία τους µε τις συνταγµατικές διατάξεις. Πανηγυρική έκφραση της αυξηµένης τυπικής ισχύος του Συντάγµατος που επιδρά σε όλες τις περιοχές του κοινού δικαίου, αποτελεί η ρητή µετά την αναθεώρηση του 2001 κατοχύρωση της οριζόντιας ενέργειας των θεµελιωδών δικαιωµάτων στο άρθρο 25 παρ.1 εδ.γ. Η επέκταση της έννοιας και του ρυθµιστικού περιεχοµένου του Συντάγµατος που αποτελεί σήµερα αναµφισβήτητα lex universalis καθίσταται πραγµατικότητα µέσω των γενικών αρχών, των οποίων το νοµικό περιεχόµενο διαθλάται στο σύνολο της έννοµης τάξης είτε για να ρυθµιστούν νοµικές σχέσεις είτε για να ερµηνευτούν κανόνες όλων των κλάδων δικαίου. Για το σκοπό αυτό έχουν ουδέτερο περιεχόµενο, που στερείται της πολιτικής φόρτισης που παρουσιάζουν οι θεµελιώδεις συνταγµατικές αρχές, όπως αυτές της λαϊκής κυριαρχίας και του κράτους δικαίου. II. Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΗΣ

Μία βασική γενική συνταγµατική αρχή είναι αυτή της αναλογικότητας, την οποία µετά την αναθεώρηση του 2001 συναντούµε και ρητά διατυπωµένη στο συνταγµατικό κείµενο. Συγκεκριµένα το αρ. 25 παρ.1 εδ.γ ορίζει ότι «οι κάθε είδους περιορισµοί που µπορούν κατά το Σύνταγµα να επιβληθούν στα δικαιώµατα αυτά πρέπει να προβλέπονται απευθείας από το Σύνταγµα είτε από το νόµο, εφόσον υπάρχει επιφύλαξη υπέρ αυτού και να σέβονται την αρχή της αναλογικότητας». Ο συντακτικός νοµοθέτης συµπεριέλαβε στο συνταγµατικό κείµενο µια αρχή αναγνωρισµένη ως τότε τόσο από τη θεωρία όσο και από τη νοµολογία, που εθεωρείτο µία από τις αυτονόητες αρχές του κράτους δικαίου. Η αρχή καταγράφηκε ρητά στην ελληνική νοµολογία µε την απόφαση 2112/1984 του ΣτΕ, συναγόµενη από την αρχή του κράτους δικαίου είχε δε χαρακτηρισθεί από τη θεωρία ως αυτοτελής γνώµονας νοµιµότητας και νοµιµοποίησης των κρατικών αποφάσεων. Η αρχή της αναλογικότητας αναπτύχθηκε αρχικά στο γερµανικό αστυνοµικό δίκαιο και υιοθετήθηκε στη συνέχεια από το συνταγµατικό και διοικητικό δίκαιο όλων των ευρωπαϊκών κρατών. Προηγουµένως είχε αναγνωριστεί τόσο από το ικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και το Ευρωπαϊκό ικαστήριο των ικαιωµάτων του ανθρώπου, µε αποτέλεσµα να παγιωθεί η εφαρµογή της από όλες οι ευρωπαϊκές χώρες και να θεωρείται πλέον αναπόσπαστο στοιχείο του κοινού ευρωπαϊκού συνταγµατικού µας πολιτισµού. Η αρχή περιλαµβάνεται στο άρθρο 52 παρ.1 εδ. β του Χάρτη Θεµελιωδών ικαιωµάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ορίζει ότι, «τηρουµένης της αρχής της αναλογικότητας περιορισµοί επιτρέπεται να επιβάλλονται µόνο εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγµατικά σε στόχους γενικού συµφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωµάτων και ελευθεριών των τρίτων». III. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ Στο εσωτερικό µας δίκαιο η εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας σηµαίνει ότι, τα ατοµικά δικαιώµατα πρέπει να περιορίζονται από το νόµο µόνο εφόσον και καθόσον είναι απολύτως αναγκαίο για την επίτευξη του επιδιωκόµενου δηµόσιου σκοπού. Οι νοµοθετικοί περιορισµοί των ατοµικών δικαιωµάτων, οι οποίοι υπερβαίνουν το απολύτως αυτό αναγκαίο µέτρο είναι πρόδηλα αυθαίρετοι και ως τέτοιοι δεν παραβιάζουν µόνο την αρχή της αναλογικότητας, αλλά και την επίσης γενική αρχή της ισότητας (αρθρ.4 παρ.1 Συντ.), που απαγορεύει την αυθαιρεσία όλων των κρατικών οργάνων. Η αρχή της αναλογικότητας περιλαµβάνει τρία εννοιολογικά στοιχεία και συγκεκριµένα την προσφορότητα, την αναγκαιότητα και την αναλογία µεταξύ του περιορισµού και του επιδιωκόµενου σκοπού. Πρόσφορο είναι το µέτρο που είναι κατάλληλο προκειµένου να εξυπηρετηθεί το δηµόσιο συµφέρον, αναγκαίο είναι αυτό που κρίνεται ως απαραίτητο και τέλος, ανάλογο είναι αυτό που χωρίς να θίγει υπέρµετρα τα δικαιώµατα του πολίτη επιτυγχάνει τον επιδιωκόµενο σκοπό. Με την αρχή της αναλογικότητας κρίνεται ουσιαστικά η συνταγµατικότητα των περιορισµών των θεµελιωδών ατοµικών δικαιωµάτων από τον κοινό νοµοθέτη. Η εφαρµογή της προϋποθέτει τη σύγκρουση κανόνων δικαίου, στο πλαίσιο των οποίων η αρχή οριοθετεί τα εκάστοτε συγκρουόµενα αγαθά και το µέτρο που µπορεί να φτάσει ο περιορισµός του ενός αγαθού, προκειµένου να εξυπηρετηθεί ένα άλλο που κρίνεται στη συγκεκριµένη περίπτωση ως υπέρτερο. IV. Ο ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΠΥΡΗΝΑ ΤΟΥ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ

Η προβληµατική του απώτατου ορίου µέχρι το οποίο είναι ανεκτός ο περιορισµός ενός ατοµικού δικαιώµατος και εποµένως και η ορθή εφαρµογή της αρχής της αναλογικότητας συνδέεται µε το ερώτηµα για την ύπαρξη και την προστασία ενός πυρήνα του ατοµικού δικαιώµατος, ενός δηλαδή στενά οριοθετηµένου χώρου, που δε µπορεί ποτέ και για κανένα σκοπό να παραβιάσει ο περιορισµός. Ο περιορισµός αυτός του νοµοθέτη κατά την θέσπιση περιορισµών των ατοµικών δικαιωµάτων καθιερώνεται ρητά από τον Θεµελιώδη Νόµο της Βόννης. Συγκεκριµένα αυτός απαγορεύει την προσβολή της ουσίας του ατοµικού δικαιώµατος. Καθιερώνεται λοιπόν, ένα ουσιώδες περιεχόµενο το οποίο αντιτάσσεται στο νοµοθέτη, ή αλλιώς θεσπίζεται ένας περιορισµός των περιορισµών στους οποίους µπορεί αυτός να προβεί. Ως προς το ουσιώδες περιεχόµενο έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες µε επικρατέστερη εκείνη που κάνει λόγο για «απόλυτο» ουσιώδες περιεχόµενο, δηλαδή για έναν πυρήνα που πρέπει να µένει απρόσβλητος σε κάθε περίπτωση. Ως ουσιώδες θεωρείται το περιεχόµενο που συνάδει µε τη φύση, την ουσία και τον ειδικό σκοπό του δικαιώµατος. Πρόκειται, δηλαδή, για τις βασικότερες ιδιότητες του δικαιώµατος, που κρίνονται βάσει του σκοπού για τον οποίο αυτό έχει θεσµοθετηθεί αρχικώς αλλά και της διαµόρφωσής του εντός της συγκεκριµένης κοινωνικοπολιτικής πραγµατικότητας. Το απαραβίαστο του πυρήνα σε κάθε περίπτωση δέχθηκε και η νοµολογία του Οµοσπονδιακού Συνταγµατικού ικαστηρίου της Γερµανίας, που δέχθηκε ότι εν τέλει το ζήτηµα είναι τι αποµένει από το θεµελιώδες δικαίωµα µετά τον περιορισµό. Τα ελληνικά Συντάγµατα δεν περιέλαβαν διάταξη αντίστοιχη αυτής του Θεµελιώδους Νόµου της Βόννης, παρόλο που κατά την τελευταία αναθεώρηση ορισµένοι βουλευτές πρότειναν την αναγραφή της διάταξης του Θεµελιώδους Νόµου στο νέο κείµενο του Συντάγµατος. ε θα µπορούσαµε όµως, να θεωρήσουµε την απόρριψη της πρότασης αυτής ως αναγνώριση ενός απεριόριστου δικαιώµατος του νοµοθέτη να επιβάλλει περιορισµούς. Αντίθετα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απαγόρευση της προσβολής του πυρήνα του δικαιώµατος αποτελεί αυτονόητη συνέπεια της τυπικής υπεροχής του Συντάγµατος έναντι των κοινών νόµων. Η αναγωγή των ατοµικών δικαιωµάτων σε συνταγµατικούς κανόνες καθιστά αυτά θεµελιώδεις αρχές της έννοµης τάξης εν συνόλω, των οποίων το περιεχόµενο ακόµη κι αν περιορίσει, οπωσδήποτε δεν µπορεί να αλλοιώσει ο κοινός νοµοθέτης. Εποµένως η αναγραφή στη διάταξη που αναθεωρήθηκε του κανόνα που καθιέρωσε το γερµανικό δίκαιο θα είχε απλώς διαπιστωτικό και όχι δηµιουργικό χαρακτήρα της ήδη αναγνωρισµένης και εφαρµοσµένης αρχής. V. ΤΕΛΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η σύντοµη αυτή αναφορά στην αρχή της αναλογικότητας είναι σκόπιµο να ολοκληρωθεί µε ορισµένους γενικότερους προβληµατισµούς που γεννήθηκαν κατά την εκπόνησή της. Ο πρώτος αφορά κατά πόσο η αρχή αυτή λειτουργεί ως µια µορφή συνταγµατικού ελέγχου των νόµων που καθιερώνουν περιορισµούς των δικαιωµάτων λόγω υπέρτερου δηµοσίου συµφέροντος. Θα µπορούσαµε να πούµε ότι σήµερα νόµος που διαπιστώνεται ότι έρχεται σε αντίθεση µε την αρχή της αναλογικότητας κρίνεται ως αντισυνταγµατικός και άρα δεν µπορεί να ισχύσει ο θεσπισθείς µε αυτόν περιορισµός. Η ρητή αναφορά της διάταξης στο συνταγµατικό κείµενο δεν αποσκοπεί, όπως θεώρησαν και κάποιοι βουλευτές κατά τη συζήτηση των υπό αναθεώρηση διατάξεων, σε περιορισµό του δικαστή κατά τον έλεγχο της εφαρµογής της αρχής, αλλά µάλλον απέβλεψε στην πληρέστερη και ενιαία εφαρµογή της από τη δικαστική και νοµοθετική εξουσία. Ο δικαστής έχει πλέον τη δυνατότητα όχι µόνο να

εξετάσει την τήρηση των άκρων ορίων κατά τη σύγκρουση δύο αντιτιθεµένων συµφερόντων, αλλά και να υπεισέλθει σε ηθικοπολιτικές κρίσεις περί του ορθού και ειδικώς σκόπιµου των νοµοθετικών περιορισµών. Η τάση αυτή αποτυπώνεται και στην πρόσφατη νοµολογία του ικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, όπου ο δικαστής δεν ελέγχει πλέον την προφανή δυσαναλογία, αλλά προχωρά στην ευθεία εξέταση της τήρησης της αρχής της αναλογικότητας, γεγονός που προσιδιάζει στο ρόλο της ιοίκησης ή του νοµοθετικού οργάνου. Αν, όµως, κάτι τέτοιο διαπιστωθεί θα πρέπει να εξετάσουµε το σηµείο µέχρι το οποίο µπορεί να φτάσει η επέκταση του ρόλου του δικαστικού λειτουργού. Τέλος, αν όντως εµφαίνεται µια τάση διεύρυνσης του ρόλου του δικαστή, θα µπορούσε εύλογα να τεθεί το ερώτηµα κατά πόσο αυτό συνάδει προς τη λογική που µάλλον διαπνέει την πρόσφατη αναθεώρηση και τείνει να οριοθετήσει αυστηρότερα τις εξουσίες των κρατικών οργάνων µε συνταγµατικές διατάξεις, όπως η συγκεκριµένη αρχή που εξετάζουµε. Είναι άξιον απορίας αν η βούληση αυτή του συντακτικού νοµοθέτη απέβλεπε στην πληρέστερη και επιτυχέστερη προστασία των δικαιωµάτων ή απλώς κατέληξε σε µια άνευ ουσιαστικού περιεχοµένου ρητή διατύπωση µιας γνωστής αρχής που απεικονίζει την ανασφάλειά του για τον έλεγχο της εφαρµογή της από τα εξουσιοδοτηµένα όργανα.