ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΓΧΕΙΡΙ ΙΟΥ ΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΕΥΡΙΠΙ Η «ΕΛΕΝΗ» Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ Ο. Ε.. Β. (Σελίδες 7 33 σχολικού εγχειριδίου) I. ΤΟ ΡΑΜΑ Ο αρχαίος ελληνικός ποιητικός λόγος διακρίνεται σε τρία µεγάλα γραµµατειακά είδη: α) το έπος, β) τη λυρική ποίηση και γ) το δράµα. Τα δύο πρώτα προηγούνται χρονικά, ενώ θα λέγαµε ότι ο συνδυασµός τους δηµιούργησε το δράµα, ένα από τα µεγαλύτερα επιτεύγµατα του ανθρώπινου πνεύµατος. Τρία είναι τα βασικά στοιχεία του δράµατος, τα οποία του κληροδοτήθηκαν από το έπος και τη λυρική ποίηση. Το πρώτο είναι ο λόγος (βασική και αρχική σηµασία του έπους) και τα άλλα δύο είναι η µουσική και η όρχηση (προερχόµενα από τη λυρική ποίηση). Το κύριο όµως χαρακτηριστικό του δράµατος είναι το ότι δηµιουργήθηκε για παράσταση. Είναι ένα δρώµενο, µια ζωντανή πραγµατικότητα. Άλλωστε το φανερώνει και το όνοµά του: δράµα<δράω-ῶ: πράττω. Το δράµα συνδέεται µε τις θρησκευτικές τελετές που αναπαριστούσαν γεγονότα από τη ζωή των θεών, καθώς και µε ιερές συµβολικές πράξεις. Ο θεός, του οποίου η λατρεία ταυτίστηκε µε τις απαρχές του δράµατος και θεωρήθηκε ότι από τις τελετές προς τιµήν του γεννήθηκε το αριστουργηµατικό αυτό γραµµατειακό είδος, είναι ο ιόνυσος, ο προστάτης του κρασιού, της βλάστησης και των παραγωγικών δυνάµεων της φύσης. Οι θιασώτες οπαδοί του τον λάτρευαν σε κατάσταση ιερής µανίας («έκστασης»), µεταµφιεσµένοι µε δέρµατα ζώων, βαµµένοι στο πρόσωπο µε το κατακάθι του µούστου (τρυγία) και φορώντας στεφάνι κισσού, ιερού φυτού του θεού. Από αυτού του είδους τις τελετές προήλθε το δράµα. Ο ιόνυσος όµως είχε και το δικό του χορικό ύµνο, που κατά κύριο λόγο αναφερόταν στη ζωή και τα παθήµατά του. Ο ύµνος αυτός ονοµαζόταν διθύραµβος και ήταν αυτοσχέδιος. Υπήρχε ένας κορυφαίος στο Χορό που τον εκτελούσε. Αυτός αναλάµβανε την απόδοση της αφήγησης και ο Χορός τραγουδούσε κάποιες συµβατικές επωδούς. Ο Αριστοτέλης θεωρεί ότι το δράµα προέρχεται από τους αυτοσχεδιασµούς των πρωτοτραγουδιστών, «τῶν ἐξαρχόντων», του διθυράµβου. II. Η ΤΡΑΓΩ ΙΑ Το δράµα διακρίνεται σε τρία είδη: α) την τραγωδία, β) την κωµωδία και γ) το σατυρικό δράµα. Ο πιο σηµαντικός εκπρόσωπος του διθυράµβου, που θεωρείται και το πρωταρχικό στάδιο εξέλιξης της τραγωδίας, ήταν ο Αρίων ο Μηθυµναίος. Από τη Λέσβο, τον τόπο καταγωγής του δηλαδή, ο ποιητής βρέθηκε τον 6 ο αιώνα π.χ. στην αυλή του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου. Εκεί ασκούσε Χορούς 50 ατόµων, οι οποίοι τραγουδούσαν το διθύραµβο, ενώ ήταν µεταµφιεσµένοι ως σάτυροι, δηλαδή µε χαρακτηριστικά τράγων (τραγικός χορός). Αυτού του είδους η εκτέλεση του διθυράµβου ήταν ξεχωριστή και έτσι ο Αρίων θεωρήθηκε ως «ὁ εὑρετὴς τοῦ τραγικοῦ τρόπου». Εκείνος όµως που έµεινε στην ιστορία ως ο θεµελιωτής του δράµατος είναι ο Θέσπης που καταγόταν από τον αγροτικό δήµο της Ικαρίας στην Αττική (το 1
σηµερινό ιόνυσο). Ήταν ο πρώτος που αποσπάστηκε από το Χορό του οποίου ηγούνταν, στάθηκε απέναντί του και διαλέχτηκε µαζί του υποδυόµενος ένα ρόλο. Από το τραγούδι δηλαδή πέρασε στην αφήγηση και την παράσταση µιας ιστορίας. Έγινε µ αυτόν τον τρόπο ο πρώτος υποκριτής. Κάπως έτσι γεννήθηκε το δράµα και µέσω του νεωτερισµού του Θέσπη δηµιουργήθηκε το επικό και το λυρικό στοιχείο της τραγωδίας. Στην αρχή τα διαλογικά µέρη (επικό στοιχείο) ήταν εξαιρετικά περιορισµένα σε σχέση µε τα άσµατα του Χορού (λυρικό στοιχείο). Αργότερα, που η πλοκή του µύθου έγινε πιο σύνθετη, οι φορείς του επικού στοιχείου, δηλαδή ο Πρόλογος, τα Επεισόδια και η Έξοδος, αύξησαν την έκτασή τους, ενώ το λυρικό µέρος (πάροδος, στάσιµα, κοµµοί, µονωδίες, διωδίες) έφτασε να είναι ένα ευχάριστο διάλειµµα στα διαλογικά µέρη. Ο Πρόλογος είναι το τµήµα που προηγείται της εισόδου του Χορού στην ορχήστρα και εισάγει το θεατή στην υπόθεση του έργου (στις παλαιότερες τραγωδίες δεν υπήρχε). Τα Επεισόδια είναι τα τµήµατα που παρεµβάλλονται ανάµεσα στα άσµατα που ψάλλει ο Χορός και αντιστοιχούν στις πράξεις του σύγχρονου θεάτρου. Η Έξοδος είναι το τελευταίο διαλογικό µέρος, το οποίο κλείνει και την τραγωδία. Ακολουθεί το τελευταίο άσµα του Χορού. Πάροδος είναι το άσµα που τραγουδά ο Χορός κατά την είσοδό του στην ορχήστρα. Τα Στάσιµα είναι τα άσµατα που ψάλλει µετά τα επεισόδια ο Χορός και εµπνέονται ως προς το περιεχόµενο συνήθως από αυτά. Στο λυρικό µέρος ανήκουν και οι Κοµµοί, οι Μονωδίες και οι ιωδίες. Πρόκειται για τραγούδια που ψάλλουν οι ηθοποιοί µόνοι τους ή µε τη συνοδεία του Χορού. Οι µύθοι, που αποτελούσαν θέµατα του διθυράµβου και δραµατοποίησε η τραγωδία, αρχικά αντλούσαν το περιεχόµενό τους αποκλειστικά από τη διονυσιακή παράδοση. Αργότερα, άρχισαν να επεκτείνονται και σε άλλους µυθικούς κύκλους. Ο Αργοναυτικός, ο Θηβαϊκός και ο Τρωικός ήταν οι κύκλοι από τους οποίους η τραγωδία έπαιρνε τα θέµατά της. Η υπόθεση στρεφόταν συνήθως γύρω από την πράξη ενός σπουδαίου προσώπου της ελληνικής παράδοσης, που αποτελούσε τον τραγικό ήρωα, ένα πρόσωπο που βρίσκεται αντιµέτωπο µε δύο αντίθετες ηθικές αρχές και πρέπει να επιλέξει τη σπουδαιότερη. Οι µύθοι των τραγωδιών γίνονταν αντικείµενα προβληµατισµού, ενώ είχαν πολλές φορές αντανάκλαση στην επικαιρότητα, την πολιτική, πολεµική και πνευµατική πραγµατικότητα της εποχής που παρουσιάζονταν. Βασικό γνώρισµα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας ήταν ο θρησκευτικός της χαρακτήρας. Άλλωστε τραγωδίες παρουσιάζονταν µόνο στο πλαίσιο διονυσιακών γιορτών και αποτελούσαν τµήµα της λατρείας του θεού ιονύσου. Οι παραστάσεις γίνονταν στον ιερό χώρο του Ελευθερέως ιονύσου στη νότια πλαγιά της Ακρόπολης, και την πιο τιµητική θέση στην πρώτη σειρά των επισήµων κατείχε ο ιερέας του θεού. Με το πέρασµα των χρόνων η θρησκευτικότητα εισχώρησε και στο ίδιο το έργο. Έννοιες όπως η ύβρη, η νέµεση και η τίση απασχολούν συνεχώς το νοηµατικό και ιδεολογικό υπόβαθρο όλων των τραγωδιών. Ο Αριστοτέλης επιχείρησε να δώσει στην «Ποιητική» του έναν επιγραµµατικό ορισµό της τραγωδίας, προσπαθώντας να τονίσει τα βασικά της χαρακτηριστικά. Αναφέρει λοιπόν τα εξής: " Ἔστιν οὖν τραγῳδία µίµησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας, µέγεθος ἔχούσης, ἡδυσµένῳ λόγῳ, χωρὶς ἑκάστῳ τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς µορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων 2
παθηµάτων κάθαρσιν " (Αριστοτέλης, Ποιητική 1449b 23 28). Η τραγωδία για τον Αριστοτέλη είναι µίµηση πράξεως που έχει ρυθµό, αρµονία και µελωδία. Πρόκειται για µια πραγµατικότητα, για ένα δρώµενο το οποίο περνά το θεατή µέσα από τον ἔλεο (ευσπλαχνία) και το φόβο, ώσπου να τον οδηγήσει στη λύτρωση (κάθαρση). Κάνοντας µια µεταφραστική απόπειρα του παραπάνω ορισµού θα λέγαµε: «Είναι λοιπόν η τραγωδία µίµηση σοβαρής και µε αξιόλογο περιεχόµενο πράξης, έχει µέγεθος συγκεκριµένο, λόγο φροντισµένο (ρυθµικό), χωρίς όµως αυτά τα στοιχεία να είναι διασκορπισµένα µε το ίδιο τρόπο σε όλο το έργο, αλλά όπου ταιριάζει το καθένα, µε δράση κι όχι µε απαγγελία, περνώντας µέσα από τη συµπάθεια και το φόβο οδηγεί το θεατή στην κάθαρση (λύτρωση) από τις περιπέτειες των πρωταγωνιστών». Για το περιεχόµενο του όρου κάθαρση έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις. Η επικρατέστερη εκδοχή δίνει στην κάθαρση ηθικό, ψυχολογικό και αισθητικό χαρακτήρα. Πρόκειται για ένα είδος λύτρωσης που αισθάνονται οι θεατές στο τέλος κάθε τραγωδίας. Έχοντας ζήσει την ένταση και την αγωνία της πλοκής του µύθου, ο θεατής αναζητά απεγνωσµένα τη λύση στο πρόβληµα που θέτει το έργο. Τα συναισθήµατά του βρίσκονται στο κατακόρυφο, ώσπου η ίδια η εξέλιξη της υπόθεσης τον κάνει να ανακουφίζεται και να ηρεµεί. Η λύση στο δράµα έχει δοθεί. Ο θεατής συµπληρώνει την εµπειρία του, διευρύνει τον κόσµο των βιωµάτων του και αισθάνεται µια ολοκλήρωση πνευµατική. Αυτός είναι και ο παιδευτικός ρόλος της τραγωδίας. Ένας ρόλος αναντικατάστατος, που ποτέ και κανένα άλλο δηµόσιο θέαµα δεν µπόρεσε επάξια να υποκαταστήσει. Η τραγωδία απέκτησε το µεγαλείο και τη σοβαρότητα που αναφέρει ο Αριστοτέλης κατά την περίοδο της δηµοκρατίας του Κλεισθένη και γνώρισε τη µεγάλη ακµή της στην εποχή του Περικλή. Συνεπώς το δράµα είναι το κατεξοχήν παιδί της δηµοκρατίας. Η εξέλιξή του µάλιστα συµβαδίζει µε την ακµή της. Η δηµοκρατία στηρίζεται στο διάλογο που τον µεταπλάθει αργότερα σε ρητορικό λόγο, αλλά και στην τραγωδία «διαλέγονται» µπροστά στο κοινό το έπος και η λυρική ποίηση, οι άνθρωποι και οι θεοί, η µουσική και ο ρυθµός, ο λόγος και η εικόνα, η λογική και τα πάθη. Η τραγική ποίηση σφράγισε µε το µεγαλείο και τη µοναδικότητά της ολόκληρο τον αρχαίο ελληνικό πολιτισµό. Στη διαδροµή των αιώνων η αρχαιοελληνική δραµατουργία απέκτησε διαρκή επικαιρότητα και παγκοσµιότητα. Τα πανανθρώπινα προβλήµατα που θέτουν στα έργα τους οι τραγικοί ποιητές, καθώς και η υψηλή αισθητική απόλαυση που προσφέρουν οι συνθέσεις τους, συγκινούν ακόµη και σήµερα το κοινό. Αν και η εποχή µας έχει ξεφύγει στο πλαίσιο του τεχνολογικού θριάµβου, οι προαιώνιες αξίες και ιδέες της τραγωδίας παραµένουν επίκαιρες, αναλλοίωτες και εξαιρετικά αξιοποιήσιµες. III. Η ΘΕΑΤΡΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ: Κατά την περίοδο της ακµής του το θέατρο έχει συγκεκριµένη µορφή και διακρίνεται σε τρία βασικά µέρη: α) το κυρίως θέατρο ή κοῖλον. β) την ορχήστρα. γ) τη σκηνή. 3
α) το κυρίως θέατρο ή κοῖλον: Το κυρίως θέατρο ήταν ένα αµφιθεατρικά διαµορφωµένο οικοδόµηµα, όπου καθόταν και παρακολουθούσαν το έργο οι θεατές. Ήταν γεµάτο µε καθίσµατα (τα εδώλια) και χωρισµένο µε έναν ή δύο οριζόντιους επάλληλους διαδρόµους, τα λεγόµενα διαζώµατα. Οι θεατές µετακινούνταν στις ψηλότερες θέσεις από σκάλες (κλίµακες), που ήταν κατασκευασµένες ανάµεσα στα καθίσµατα, κάθετα προς την ορχήστρα. Τα µέρη ανάµεσα στις σκάλες ονοµάζονταν κερκίδες. Τα θέατρα ήταν κατά κανόνα κατασκευασµένα από ξύλο. Αυτό ίσχυε τουλάχιστον τον 5 ο αιώνα π.χ. Αργότερα, δηµιουργήθηκε το πρώτο λιθόκτιστο θέατρο στην Αθήνα (4 ος αιώνας π.χ.). β) η ορχήστρα: Το κέντρο του θεατρικού χώρου, µία επίπεδη κυκλική έκταση δηλαδή, όπου «ὠρχεῖτο» (=χόρευε) ο Χορός, ονοµαζόταν ορχήστρα. Στο κέντρο της υπήρχε ο βωµός του ιονύσου (θυµέλη). γ) η σκηνή: Η σκηνή ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο οικοδόµηµα, τοποθετηµένο στη µια πλευρά της ορχήστρας. Χρησιµοποιούνταν από τους ηθοποιούς για τις µεταµφιέσεις τους και ως αποθήκη του θεατρικού υλικού. Μπροστά ακριβώς από τη σκηνή και ανάµεσα σ αυτήν και την ορχήστρα ο χώρος ήταν υπερυψωµένος. Πρόκειται για το λεγόµενο λογείο, όπου πάνω κινούνταν κατά το µεγαλύτερο µέρος της παράστασης οι ηθοποιοί. Υπήρχε και το θεολογείο, µια υπερυψωµένη εξέδρα στη στέγη της σκηνής, η οποία στο µεταξύ έγινε διώροφη. Εκεί εµφανίζονταν οι θεοί, για να δώσουν λύση στα αδιέξοδα που δηµιουργούσε πολλές φορές η πλοκή του µύθου. Το τέχνασµα αυτό (τοῦ θεοῦ ἀπὸ µηχανῆς) το χρησιµοποιούσε συνεχώς ο Ευριπίδης. Η πρόσοψη της σκηνής απεικόνιζε ανάκτορο ή ναό µε µία ή τρεις πόρτες, απ όπου εισέρχονταν στο λογείο οι ηθοποιοί. Στις δύο πλευρές της ορχήστρας και ανάµεσα στο κυρίως θέατρο και στη σκηνή υπήρχαν δύο διάδροµοι (αριστερά και δεξιά). Ήταν οι λεγόµενοι πάροδοι. Από εκεί έµπαινε ο Χορός στην ορχήστρα, καθώς και οι ηθοποιοί που έρχονταν απ έξω κι όχι από το κτίσµα που απεικόνιζε η σκηνή. Σύµφωνα µε τη θεατρική σύµβαση, την αριστερή πάροδο χρησιµοποιούσαν πρόσωπα που έρχονταν από τους αγρούς ή µία ξένη χώρα, ενώ τη δεξιά από την πόλη ή το λιµάνι. Για τις ανάγκες της παράστασης οι αρχαίοι είχαν επινοήσει και ορισµένα απλά µηχανήµατα. Τα βασικότερα ήταν: α) το εκκύκληµα: ένα τροχοφόρο δάπεδο, πάνω στο οποίο παρουσίαζαν οµοιώµατα νεκρών, αφού το αρχαιοελληνικό θρησκευτικό συναίσθηµα απαγόρευε την παρουσίαση βίαιων θανάτων. β) οι περίακτοι: ξύλινοι, πρισµατικοί δοκοί, τοποθετηµένοι αριστερά και δεξιά της σκηνής. Εξυπηρετούσαν τη σκηνογραφία, αφού είχαν πάνω τους στερεωµένους ζωγραφικούς πίνακες. γ) µηχανή ή αιώρηµα: είδος γερανού µε τη βοήθεια του οποίου εµφανίζονταν οι θεοί (ἀπὸ µηχανῆς θεός). Ο ποιητής ήταν ο πιο βασικός συντελεστής της παράστασης στο αρχαίο θέατρο. Είχε πολλαπλούς ρόλους. Ήταν δηµιουργός του δράµατος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, χοροδιδάσκαλος και στα πρώτα δράµατα ακόµη και υποκριτής. 4
Επιπλέον, µοίραζε τους ρόλους στους ηθοποιούς και τους ασκούσε στην απαγγελία και την υποκριτική. Η τραγωδία ξεκίνησε µε έναν ηθοποιό υποκριτή. Ο Αισχύλος αργότερα πρόσθεσε και δεύτερο και ο Σοφοκλής και τρίτο, προκειµένου να καλυφθούν οι ανάγκες της πλοκής του µύθου. Όλους τους ρόλους τους υποδύονταν άνδρες, ακόµη και τους γυναικείους. Μόνο για τους ρόλους των παιδιών χρησιµοποιούσαν παιδιά, αλλά ήταν πάντα βουβοί, µιµικοί ρόλοι. Οι υποκριτές και όλοι οι καλλιτέχνες που συµµετείχαν σε δραµατικές παραστάσεις οργανώθηκαν από τον 3 ο αιώνα π.χ. σε συντεχνία (κοινὸν τῶν περὶ τὸν ιόνυσον τεχνιτῶν). Πολύ προσεγµένη και ανάλογη µε το χαρακτήρα του έργου ήταν και η σκευή (ενδυµασία) των υποκριτών και του Χορού. Οι ηθοποιοί φορούσαν µάσκες (προσωπεία) από λινό ή άλλο εύκαµπτο υλικό, ενισχυµένες µε γύψο και βαµµένες και ήταν ντυµένοι µε µακρύ χιτώνα (ποδήρη) και από πάνω φορούσαν ένα βαρύτερο ιµάτιο. Χρησιµοποιούσαν επίσης υποδήµατα µε υπερυψωµένα πέλµατα, ώστε να φαίνονται επιβλητικοί. Ήταν οι λεγόµενοι κόθορνοι. Σταδιακά τα ενδύµατα άρχισαν να γίνονται ολοένα και πιο µεγαλόπρεπα, πάντα όµως βρίσκονταν σε αντιστοιχία µε το πρόσωπο που υποδυόταν ο ηθοποιός. Ο Χορός ήταν απλούστερα ντυµένος. Έµπαινε στην ορχήστρα συνήθως από τη δεξιά πάροδο, σε ένα παραλληλόγραµµο σχηµατισµό (5x3 ή 3x5), έχοντας µπροστά τον αυλητή, που µε τους ήχους συνόδευε την όρχηση. Τα 50 µέλη του Χορού του διθυράµβου έγιναν 12 και από το Σοφοκλή 15. Υπήρχε ένα πρόσωπο, ο κορυφαίος, ο οποίος διαλεγόταν µε τους ηθοποιούς, ενώ όλος ο Χορός τραγουδούσε το λυρικό µέρος του δράµατος. IV. Η ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΣΤΟΝ ΡΑΜΑΤΙΚΟ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ Η ΙΕΞΑΓΩΓΗ ΤΟΥ: Το δράµα ήταν στενά δεµένο µε τις δύο σηµαντικότερες διονυσιακές γιορτές, τα ἐν ἄστει ή Μεγάλα ιονύσια και τα Λήναια. Κατά τη διάρκεια των εορτών αυτών τελούνταν οι λεγόµενοι δραµατικοί αγώνες. Υπεύθυνοι της οργάνωσης των αγώνων ήταν για τα Μεγάλα ιονύσια ὁ ἐπώνυµος ἄρχων και για τα Λήναια ὁ ἄρχων βασιλεύς. Οι άρχοντες επέλεγαν κάθε φορά τρεις ποιητές, τα έργα των οποίων θα παρουσιάζονταν µέσα στο πρόγραµµα των γιορτών. Κατόπιν εξασφάλιζαν τους χορηγούς των έργων. Τρεις πλούσιους ιδιώτες δηλαδή, οι οποίοι θα αναλάµβαναν τη δαπάνη για τη διδασκαλία του Χορού. Επρόκειτο για τον πολύ γνωστό, ιδιαίτερα δαπανηρό, αλλά τιµητικό θεσµό της χορηγίας στην Αθήνα. Πριν από τον κυρίως αγώνα γινόταν µια τελετή στο Ωδείο που είχε κτίσει ο Περικλής. Η τελετή λεγόταν προάγωνας. Οι ποιητές που είχαν προκριθεί µαζί µε το Χορό, τους υποκριτές και το χορηγό ανέβαιναν µε σειρά σε µια υπερυψωµένη εξέδρα και παρουσιάζονταν στο κοινό, δίνοντας ταυτόχρονα πληροφορίες για το περιεχόµενο των έργων τους. Το τελευταίο στάδιο της προετοιµασίας ήταν η επιλογή των κριτών. Η διαδικασία ήταν πολύπλοκη, ώστε να αποφεύγονται δωροδοκίες. Καθεµιά από τις 10 φυλές της Αθήνας εξέλεγε 50 υποψηφίους. Οι κάλπες µε τα ονόµατά τους σφραγίζονταν και φυλάσσονταν στον Παρθενώνα. Την ηµέρα της γιορτής κληρωνόταν ένα όνοµα από κάθε κάλπη. Έτσι καταρτιζόταν δεκαµελής κριτική επιτροπή η οποία έπαιρνε τιµητική θέση στο θέατρο, αφού ορκιζόταν ότι θα ψηφίσει κατά συνείδηση. 5
Από τις έξι (6) µέρες των γιορτών οι τρεις (3) τελευταίες ήταν αφιερωµένες στους δραµατικούς αγώνες. Η παράσταση άρχιζε πολύ πρωί και κάθε ποιητής συµµετείχε µε µια τετραλογία τρεις τραγωδίες κι ένα σατυρικό δράµα. Τις παραστάσεις µπορούσε να τις παρακολουθήσει και ο πιο φτωχός Αθηναίος, χάρη στο νόµο των θεωρικών, που ψήφισε ο Περικλής. Επρόκειτο για αποζηµίωση δύο οβολών ως αντίτιµο εισιτηρίου, την οποία κατέβαλε το ίδιο το κράτος, ώστε να πληρώνεται το λεγόµενο σύµβολον (εισιτήριο) του θεάτρου, ακόµη κι από τους πιο φτωχούς Αθηναίους πολίτες. Το σκεπτικό ήταν να µη στερηθεί κανείς την απόλαυση του δράµατος, το οποίο λογιζόταν ως θέαµα υψηλής παιδευτικής σηµασίας, που προσφέρει ιδιαίτερη απόλαυση στο θεατή. Το εισιτήριο πληρωνόταν στον οργανωτή του θεάµατος, το θεατρώνη. Υπεύθυνοι για την τήρηση της τάξης στο θέατρο ήταν ειδικοί υπάλληλοι µε το όνοµα «ραβδοῦχοι». Αφού τελείωναν οι αγώνες, οι δέκα κριτές έγραφαν τα ονόµατα των ποιητών µε σειρά προτίµησης σε πινακίδα και την έριχναν σε µια κάλπη. Για την έκδοση του τελικού αποτελέσµατος κληρώνονταν από τις δέκα (10) πινακίδες οι πέντε (5). Οι αποφάσεις των κριτών αφορούσαν την τετραλογία ως σύνολο και ήταν σεβαστές. Οι νικητές, ο ποιητής και ο χορηγός κέρδιζαν ως έπαθλο ένα διονυσιακό στεφάνι κισσού κι έναν τρίποδα, µε το δικαίωµα να τον στήσουν στην ανατολική πλευρά της Ακρόπολης, από όπου περνούσε η περίφηµη «ὁδὸς τῶν τριπόδων». Τα ονόµατα των ποιητών, χορηγών, πρωταγωνιστών, οι τίτλοι των έργων και το αποτέλεσµα της κρίσης χαράζονταν σε πλάκες (διδασκαλίες), οι οποίες φυλάσσονταν στο δηµόσιο αρχείο. V. ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΑΓΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ: Τρεις είναι οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης. α) Ο Αισχύλος: Ο πρώτος από τους τρεις µεγάλους τραγικούς. Γεννήθηκε το 525/4 π.χ. στην Ελευσίνα. Καταγόταν από διακεκριµένη γενιά. Έλαβε µέρος στους Περσικούς πολέµους και συγκεκριµένα στη µάχη του Μαραθώνα και τη ναυµαχία της Σαλαµίνας. Έζησε τη γέννηση της δηµοκρατίας στην Αθήνα µε τη µεταρρύθµιση του Κλεισθένη. Έγινε λοιπόν κοινωνός του ανανεωτικού κλίµατος που άρχισε να επικρατεί στην Αθήνα από τις αρχές του 5 ου αιώνα π.χ. και µέχρι την ολοκλήρωση της δηµοκρατίας µε τον µεγάλο Περικλή. Όλα αυτά τον έστρεψαν προς την τραγική ποίηση, που έγινε ο φορέας και το κατεξοχήν τέκνο της δηµοκρατίας. Η συµβολή του στην ολοκλήρωση της τραγωδίας είναι τεράστια. Παρουσίασε τη διδασκαλία µιας συνεχόµενης τριλογίας, δηλαδή τριών τραγωδιών µε κοινό µύθο. Αύξησε τον αριθµό των υποκριτών από ένα σε δύο. Περιόρισε τη σηµασία του Χορού, µειώνοντας τα µέλη του από 50 σε 12 και δίνοντας προτεραιότητα στο διάλογο. Βελτίωσε, τέλος, τη χορογραφία και τη σκευή. Η γλώσσα του είναι µεγαλόπρεπη, επίσηµη και σεµνή, ανάλογη µε τις σοβαρές ιδέες που εκφράζει. Στα διαλογικά του µέρη παρουσιάζεται απλός και λιτός, ενώ στα λυρικά αποκτά µεγαλοπρέπεια ανάλογη µε τους χαρακτήρες του. Παρουσιάζει τους ήρωές του υπερφυσικούς, σχεδόν τέλειους. Θα µπορούσε να πει κανείς ότι στα έργα του εµφανίζονται υπεράνθρωποι. Πάντως, ακόµη κι αυτοί οι ήρωες υποτάσσονται στη θεία βούληση, χωρίς να είναι παίγνια στα χέρια των θεών. 6
Το σχήµα που ερµηνεύει τα περισσότερα έργα του Αισχύλου είναι αυτό της ύβρης και της άτης. Οι πρωταγωνιστές υπερβαίνουν τα επιτρεπτά όρια µε τα λόγια, τις πράξεις ή το φρόνηµά τους και διαπράττουν ύβρη. Αυτή ακολουθεί µια νοητική ή ηθική τύφλωση (άτη), που είναι αποτέλεσµα της θείας παρέµβασης και οδηγεί σε κάποια ανόητη πράξη. Η ανατροπή της κοινωνικής και ηθικής ισορροπίας που επέρχεται, επιφέρει την οριστική τιµωρία και πτώση του δυνατού. Ο Χορός του Αισχύλου ποτέ δεν αποξενώνεται τελείως από το θρησκευτικό του χαρακτήρα. Έτσι βρίσκεται πολύ πιο κοντά στον αρχέγονο Χορό. Επιχειρεί να δηµιουργήσει θρησκευτική συγκίνηση στους θεατές και να τους επιβάλει µια ευγενέστερη θρησκεία. ικαιολογεί µ αυτόν τον τρόπο την παρατήρηση, ότι τον Αισχύλο, αν τον χαρακτήριζε ένα πράγµα ιδιαίτερα, αυτό ήταν η έντονη θρησκευτικότητά του. Ο µεγάλος τραγικός πέρασε τα τελευταία του χρόνια στη Σικελία. Πέθανε το 456/5 π.χ. στη Γέλα. Οι αρχαίες πηγές µιλούν για 90 τίτλους έργων του ποιητή, η χειρόγραφη όµως παράδοση διέσωσε µόνο επτά (7): Πέρσαι, Ἑπτὰ ἐπὶ Θήβας, Ἱκέτιδες, Ἀγαµέµνων, Χοηφόροι, Εὐµενίδες (τα τρία τελευταία έργα αποτελούν την τριλογία "Ὀρέστεια") και Προµηθεὺς εσµώτης. β) Ο Σοφοκλής: Γεννήθηκε το 497/6 π.χ. στον αττικό δήµο του Κολωνού. Έλαβε αριστοκρατική αγωγή και παιδεία. Ήρθε σε επαφή µε εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής του, όπως ο Περικλής, ο Ηρόδοτος, ο Σωκράτης και ο Αισχύλος. Επηρεάστηκε πολύ απ αυτές και αξιοποίησε όσο το δυνατόν καλύτερα τις ευκαιρίες που του έδωσε ο στενός κύκλος της αθηναϊκής κοινωνικής ζωής. Ο Σοφοκλής ήταν «φιλαθήναιος», αγαπούσε δηλαδή υπερβολικά την Αθήνα. εν την εγκατέλειψε ποτέ, παρά µόνο για να εκπληρώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις, όπως ο Σωκράτης. Υπηρέτησε την πατρίδα του από πολύ υψηλές δηµόσιες θέσεις: υπήρξε Ελληνοταµίας, υπηρέτησε ως στρατηγός µαζί µε τον Περικλή κατά τη διάρκεια του Σαµιακού πολέµου (440 π.χ.) και χρηµάτισε επίσηµος απεσταλµένος της Αθήνας πολλές φορές. Σαν τραγικός ποιητής εµφανίζεται το 468 π.χ., χρονολογία κατά την οποία κερδίζει την πρώτη του νίκη µε αντίπαλο µάλιστα τον ήδη παλαίµαχο Αισχύλο. Από τότε η παράδοση του καταλογίζει τουλάχιστον 20 πρώτες νίκες στα Μεγάλα ιονύσια. Η συµβολή του στην εξέλιξη της τραγωδίας υπήρξε καταλυτική. Εγκατέλειψε τη συνεχόµενη τριλογία και επέφερε σηµαντικές αλλαγές στη δοµή της τραγωδίας, αύξησε τον αριθµό των µελών του Χορού από 12 σε 15, εισήγαγε τον τρίτο υποκριτή και καθιέρωσε τα έγχρωµα σκηνικά. Στα αρχαιότερα δράµατά του η γλώσσα του περιέχει χαρακτηριστικά της έκφρασης του Αισχύλου και δάνεια από τον Όµηρο και τη λυρική ποίηση. Στα έργα όµως της ωριµότητάς του αυτή γίνεται πιο απλή και αποκτά πιο γρήγορο ρυθµό. Τα χορικά του είναι κοµψά, περίτεχνα, γεµάτα µεγαλοπρέπεια και χάρη. Ο Αριστοτέλης έλεγε πως το στόµα του «µέλιτι κεχρισµένον ἦν». Κατά το Σοφοκλή ο άνθρωπος πρέπει να υποτάσσεται στη θεία βούληση, έχοντας συναίσθηση της προσωρινότητας και της αδυναµίας του. Ενώ στον Αισχύλο το τραγικό πραγµατώνεται µε την απέλπιδα πάλη του ανθρώπου εναντίον της παντοδύναµης µοίρας, στο Σοφοκλή η µοίρα κατευθύνει ως ένα σηµείο τον άνθρωπο, αλλά δε δεσµεύει απόλυτα την εσωτερική του ελευθερία και δεν τον απαλλάσσει από την ευθύνη της επιλογής. 7
Η τραγική πορεία των ηρώων του Σοφοκλή αρχίζει τις περισσότερες φορές µε την υπέρβαση των ορίων της ανθρώπινης δύναµης, κλιµακώνεται µε την αντιµετώπιση ενός διλήµµατος και κορυφώνεται µε την πλήρη αποµόνωση που καταλήγει στην καταστροφή. Ο Σοφοκλής δεν πλάθει τους ήρωές του υπερφυσικούς, όπως ο Αισχύλος, ούτε καθηµερινούς, όπως ο Ευριπίδης, αλλά ιδανικούς, όπως πρέπει να είναι, ακολουθώντας το µέτρο. Χρησιµοποιεί το Χορό µε το δικό του τρόπο. Από «προφητικός», όπως προβάλλει στα έργα του Αισχύλου, µετατρέπεται στο Σοφοκλή σε ανθρώπινο δραµατικό πρόσωπο, που αφοµοιώνει το δραµατικό γεγονός και του δίνει καθολικό χαρακτήρα. Ο Σοφοκλής θεωρήθηκε ως ο τελειότερος των τραγικών ποιητών. Ο Ξενοφών για τις αρετές του τον χαρακτηρίζει ακριβώς έτσι: «τελειότατον τῶν τραγικῶν», ενώ ο Αριστοτέλης από αυτόν έλαβε τις αρχές και τους κανόνες της τραγικής τέχνης, που διατύπωσε στην «Ποιητική» του. Η παράδοση αναφέρει 123 δράµατα του Σοφοκλή, από τα οποία σώζονται µόνο επτά (7) και αποσπάσµατα από το σατυρικό του δράµα «Ἰχνευταί». Είναι τα εξής: Αἴας, Ἀντιγόνη, Τραχίνιαι, Οἰδίπους Τύραννος, Ἠλέκτρα, Φιλοκτήτης, Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ. Πέθανε το 406/5 π.χ. και θάφτηκε σε οικογενειακό τάφο στο δρόµο προς τη εκέλεια. γ) Ο Ευριπίδης: Γεννήθηκε το 485 π.χ. στη Σαλαµίνα. Η καλή κοινωνική και οικονοµική του κατάσταση συνέβαλαν στην πνευµατική του καλλιέργεια και ανάπτυξη. Υπήρξε ο καινοτόµος και αναµορφωτής της τραγικής ποίησης. εν έµεινε προσκοληµµένος στην παράδοση και στο δρόµο που είχαν χαράξει ήδη οι προκάτοχοί του Αισχύλος και Σοφοκλής, αλλά έθεσε την προσωπική του σφραγίδα στην εξέλιξη του δράµατος, ανεξίτηλη και µοναδική. Ο Ευριπίδης εµφανίστηκε στο κοινό για πρώτη φορά το 455 π.χ. και κέρδισε το πρώτο βραβείο το 441 π.χ. Πέρασε πολλά χρόνια στην αυλή του βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαου. Πέθανε στην Πέλλα της Μακεδονίας το 406 π.χ. Στην εξέλιξη της δραµατικής ποίησης συνέβαλε µε ποικίλους τρόπους: µονιµοποίησε τον αφηγηµατικό πρόλογο, εισήγαγε τον «από µηχανής θεό» για τη λύση του δράµατος, καινοτόµησε µε την τόλµη στη χρήση των µύθων και χρησιµοποίησε τον αφηγηµατικό επίλογο. Ακόµη µείωσε δραστικά την έκταση των χορικών και υποβάθµισε την παρουσία του Χορού ως δραµατικού οργάνου. Ο Ευριπίδης δεν κάνει το Χορό ηθικό ή θρησκευτικό δάσκαλο, όπως ο Αισχύλος, ούτε τον µετατρέπει σε ιδανικό θεατή, όπως ο Σοφοκλής, αλλά τον φέρνει πιο κοντά στον άνθρωπο. Σύγχρονος των σοφιστών ο Ευριπίδης έζησε το συναρπαστικό και προοδευτικό κίνηµά τους. Το αντιµετώπισε όµως µε τρόπο παραγωγικό. Σε καµιά περίπτωση δεν έγινε κήρυκας των ιδεών του, αλλά δηµιουργικός δέκτης τους. Γι αυτό θεωρήθηκε «ποιητής του ελληνικού διαφωτισµού» και ονοµάστηκε «από σκηνής φιλόσοφος». Στα έργα του Ευριπίδη η δράση καθορίζεται από τον ίδιο τον άνθρωπο, χωρίς αυτό να σηµαίνει πως είναι απόλυτα κύριος του εαυτού του και της µοίρας του (όπως π.χ. συµβαίνει µε την «Ελένη» στο οµώνυµο έργο). Σε σύγκριση µε τους δύο άλλους τραγικούς ποιητές, ο Ευριπίδης έδωσε στους ήρωες των έργων του νέα 8
χαρακτηριστικά γνωρίσµατα. Τους παρουσιάζει µε τρόπο ρεαλιστικό, σύµφωνα µε τα ανθρώπινα µέτρα, όπως ήταν αυτοί στην πραγµατικότητα. Ο Ευριπίδης χειρίστηκε τους µύθους µε µεγάλη ελευθερία. Καθώς ήταν ανήσυχο πνεύµα από τη φύση του δεν έπαψε ούτε στιγµή να προβληµατίζεται και να ασκεί κριτική στις καθιερωµένες αξίες. Ενδιαφέρθηκε για τη γυναίκα περισσότερο από τους άλλους δύο µεγάλους τραγικούς ποιητές και την αντιµετώπισε µε το πνεύµα ενός προοδευτικού διανοητή. Η ποιητική παραγωγή είναι πλουσιότατη. Έγραψε 92 δράµατα από τα οποία σώζονται δεκαοκτώ (18) τραγωδίες του (µε το αµφισβητούµενο δράµα «Ῥῆσος») και το σατυρικό δράµα «Κύκλωψ». Τα έργα του που σώζονται είναι τα εξής: Ἄλκιστις, Μήδεια, Ἱππόλυτος, Ἡρακλεῖδαι, Ἑκάβη, Ἱκέτιδες, Ἡρακλῆς, Τρωάδες, Ἀνδροµάχη, Ἠλέκτρα, Ἑλένη, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Ταύροις, Ἴων, Φοίνισσαι, Ὀρέστης, Ἰφιγένεια ἡ ἐν Αὐλίδι και Βάκχαι. Ακολουθεί αναλυτικός πίνακας µε τους προδρόµους και τους τρεις µεγάλους αρχαίους τραγικούς ποιητές. ΟΝΟΜΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ Θέσπης (ο Ικάριος) εν σώζονται 1. Εισήγαγε τον πρώτο υποκριτή. 2. Χρησιµοποίησε ως αµφίεση πέρα από το κατακάθι του κρασιού (τρυγία), το ψιµµύθιο (πούδρα από ανθρακικό µόλυβδο). Χοιρίλος (ο Αθηναίος) εν σώζονται Εισήγαγε ίσως καινοτοµίες: α) στα προσωπεία. β) στις ενδυµασίες των υποκριτών. Φρύνιχος 1. Μιλήτου άλωσις 494 π.χ. 2. Φοίνισσαι 476 π.χ. 1. Εισήγαγε γυναικεία προσωπεία. 2. Σκηνοθέτησε τραγωδίες µε ιστορικό θέµα. Πρατίνας (ο Φλειούσιος) εν σώζονται Θεωρείται ευρετής (κατ' άλλους αναµορφωτής) του σατυρικού δράµατος. Αισχύλος (ο Ελευσίνιος) 1. Πέρσαι 2. Επτά επί Θήβας 3. Ικέτιδες 4. Αγαµέµνων 5. Χοηφόροι 6. Ευµενίδες 7. Προµηθεύς εσµὠτης 1. ιδασκαλία µιας συνεχόµενης τριλογίας, δηλαδή τριών τραγωδιών µε κοινό µύθο. 2. Αύξησε τον αριθµό τον υποκριτών από έναν σε δύο. 3. Μείωσε τα µέλη του Χορού από 50 σε 12 και έδωσε προτεραιότητα στο διάλογο. 4. Βελτίωσε τη χορογραφία και τη σκευή. 9
Σοφοκλής (ο Κολώνιος) 1. Αίας 2. Αντιγόνη 3. Τραχίνιαι 4. Οιδίπους Τύραννος 5. Ηλέκτρα 6. Φιλοκτήτης 7. Οιδίπους επί Κολωνώ 8. Αποσπάσµατα από το σατυρικό του δράµα "Ιχνευταί". 1. Αύξησε τον αριθµό τον χορευτών από 12 σε 15. 2. Μείωσε την έκταση των χορικών, ενώ αύξησε τα διαλογικά µέρη, που περιέχουν πολύ πιο σύνθετες εικόνες στα έργα του. 3. Πρόσθεσε και τρίτο υποκριτή. 4. ιέσπασε τη διδασκαλία µιας συνεχόµενης τριλογίας µε κοινή υπόθεση, διδάσκαντας τρεις χωριστές τραγωδίες µε διαφορετικό περιεχόµενο η καθεµιά. 5. Εισήγαγε την έγχρωµη σκηνογραφία, µε τη χρήση των περίακτων. ΟΝΟΜΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ ΕΡΓΑ ΚΑΙΝΟΤΟΜΙΕΣ Ευριπίδης (ο Σαλαµίνιος) 1. Άλκιστις 2. Μήδεια 3. Ιππόλυτος 4. Ηρακλείδαι 5. Εκάβη 6. Ικέτιδες 7. Ηρακλής 8. Τρωάδες 9. Ανδροµάχη 10. Ηλέκτρα 11. Ελένη 12. Ιφιγένεια η εν Ταύροις 13. Ίων 14. Φοίνισσαι 15. Ορέστης 16. Ιφιγένεια η εν Αυλίδι 17. Βάκχαι 18. (Ρήσος) - αµφισβητείται η πατρότητά του. 19. Κύκλωψ (σατυρικό δράµα) 1. Μονιµοποίησε τον αφηγηµατικό πρόλογο. 2. Εισήγαγε τον "από µηχανής θεό" για τη λύση του δράµατος. 3. Καινοτόµησε µε τόλµη στη χρήση των µύθων. 4. Χρησιµοποίησε τον αφηγηµατικό επίλογο. 5. Μείωσε δραστικά την έκταση των χορικών και υποβάθµισε την παρουσία του Χορού ως δραµατικού οργάνου. VI. Η ΤΡΑΓΩ ΙΑ ΕΛΕΝΗ: 1. Η ΕΛΕΝΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑ ΟΣΗΣ: Η Ελένη σαν ηρωίδα, στη διαδροµή της αρχαιοελληνικής παράδοσης είναι µια αµφιλεγόµενη προσωπικότητα. Θεωρείται σίγουρα η ενσάρκωση της ιδανικής οµορφιάς και του ερωτικού πάθους, αλλά και θεϊκή κατάρα που ήρθε στη γη για τον αφανισµό και την καταστροφή των ανθρώπων. Ο Όµηρος την παρουσιάζει ως πλάσµα µε θεϊκή καταγωγή και αποφεύγει την κατάκριση και την καταδίκη της για τα δεινά που προξένησε. Οι λυρικοί ποιητές λησµονούν τη θεϊκή της προέλευση και της δίνουν καθαρά ανθρώπινη διάσταση. Τη συνδέουν µε την απιστία, την προδοσία και τη θεωρούν αποκλειστική υπαίτια για τον αφανισµό χιλιάδων Ελλήνων και Τρώων. Ως θνητή γυναίκα, µε ροπή προς το κακό, παρουσιάζει την Ελένη ο Αισχύλος. Ο Ευριπίδης στην τραγωδία «Ελένη» εκφράζει µια διαφορετική θέση σχετικά µε την προσωπικότητα της Ελένης και παίρνει καθαρά θετική στάση απέναντί της. 10
2. ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ ΕΛΕΝΗΣ: Η τραγωδία «Ελένη» πρέπει να γράφτηκε το 412 π.χ. Το έργο φαίνεται πως σχετίζεται µε την εκστρατεία των Αθηναίων το 459 π.χ. στην Αίγυπτο, για να χτυπήσουν εκεί τους Πέρσες. Η εκστρατεία αυτή δεν κατέληξε σε περήφανη νίκη ή ολοκληρωτική καταστροφή. Σίγουρα ο Ευριπίδης θέλησε µέσω της «Ελένης» να καταδικάσει απερίφραστα τον πόλεµο και τις συνέπειές του. Ας µην ξεχνούµε ότι είµαστε στο µέσο ενός καταστροφικού πολέµου (του Πελοποννησιακού), λίγο µετά το τέλος της Σικελικής εκστρατείας. Οι Αθηναίοι βρίσκονται σε απόγνωση. Το εγχείρηµά τους να εκστρατεύσουν στη Σικελία οδήγησε σε πανωλεθρία. Οι Σπαρτιάτες είχαν τον έλεγχο όλης της Αττικής, ενώ και η ίδια η αθηναϊκή δηµοκρατία άρχισε να κλονίζεται, υπό το βάρος των δυσµενών εξελίξεων. Μέσα στα πολιτικά αυτά πλαίσια ο Ευριπίδης γράφει την «Ελένη», µε την οποία καταδικάζει τον πόλεµο ως πρόξενο όλων των κακών. Εκείνη την εποχή ο Αριστοφάνης γράφει τη «Λυσιστράτη», µια κωµωδία µε θέµα τις γυναίκες που εναντιώνονται στον πόλεµο, και ο Σοφοκλής το «Φιλοκτήτη», όπου θίγει τις φρικτές καταστάσεις που δηµιούργησε ο Τρωικός πόλεµος. 3. ΕΛΕΝΗ: ΤΡΑΓΩ ΙΑ ή ΚΩΜΩ ΙΑ; Ένα πρόβληµα που απασχόλησε τους µελετητές του έργου είναι αν και κατά πόσο η «Ελένη» είναι τραγωδία ή κωµωδία. Οι απόψεις είναι πολλές και αλληλοσυγκρουόµενες. Καθεµιά πλευρά έχει τα δικά της επιχειρήµατα. Κάποιοι κατατάσσουν το έργο στις κωµωδίες και πιστεύουν ότι άνοιξε το δρόµο προς την κωµωδία του Μενάνδρου. Άλλοι θεωρούν την «Ελένη» τραγωδία µε την αριστοτελική έννοια. Σε κάθε περίπτωση η «Ελένη» δεν είναι µια τραγωδία κλασικού τύπου, αποτυπώνει όµως τις αλλαγές που συµβαίνουν στην εποχή της, στο πνευµατικό και στο πολιτικό επίπεδο (αµφισβήτηση, σκεπτικισµός, ανατροπές), στην πόλη της Αθήνας και σφραγίζει ως δράµα τη µεταγενέστερη δραµατουργία. Θεσσαλονίκη, 13 Αυγούστου 2002 Αλέξανδρος Γ. Αλεξανδρίδης ΦΙΛΟΛΟΓΟΣ 11