Ἅγίου Ἰωάου Χρυσοστόμου: Ἀληθῶ Ἀέστη Ἀλλ ὰ κα ὶ πότε θ ὰ τὸ ἔκλεβα ο ἱ μαθηταί; Τ ὸ Σάββατο; Μ ὰ ἀφο ῦ δὲ ἐπιτρεπότα ἀπ ὸ τὸ όμο ὰ κυκλοφορήσου. Κι ἂ ὑποθέσουμε ὅτι θ ὰ παραβίαζα τὸ όμο το ῦ θεο ῦ, πῶ θὰ τολμοῦσα αὐτο ὶ ο ἱ τόσο δειλο ὶ ὰ βγοῦ ἔξω ἀπ τ ὸ σπίτι; Κα ὶ μ ὲ ποῖο θάρρο θὰ ριψοκιδύευα γι ὰ ἕα εκρό; Προσμέοτα ποία ἀταπόδοση; Ποία ἀμοιβή; Κα ὶ στ ἀλήθεια, πο ῦ στηρίζοτα; Στ ὴ δειότητα το ῦ λόγου του; Ἀλλ ὰ ἦτα ἀπ ὅ λου ἀμαθέστεροι. Στ ὰ πολλά του πλούτη; Ἀλλ ὰ δὲ εἶχα οὔτε ραβδ ὶ οὔτε ὑποδήματα. Μήπω στὴ ἔδοξη καταγωγή του; Ἀλλ ὰ ἦτα ο ἱ ἀσημότεροι το ῦ κόσμου. Μήπω στ ὸ πλῆθο του; Ἀλλὰ δὲ ξεπεροῦσα τοὺ ἕδεκα, πο ὺ κι αὐτο ὶ σκόρπισα. Ἂ ὁ κορυφαῖο του φοβήθηκε τὸ λόγο μιᾶ γυαίκα θυρωρο ῦ κι ὅλοι ο ἱ ἄλλοι, ὅτα εἶ δα τὸ Διδάσκαλό του δεμέο, σκόρπισα κα ὶ διαλύθηκα, πὼ θ ὰ τοὺ περοῦσε κἂ ἀπ τὸ οῦ ὰ τρέξου στ ὰ πέρατα τῆ οἰκουμέη κα ὶ ὰ φυτέψου πλαστ ὸ κήρυγμα ἀαστάσεω; Ἀφοῦ φοβήθηκα τ ὴ γυαικεία ἀπειλή κα ὶ τ ὴ θέα μόο τῶ δεσμῶ, πῶ θ ὰ μποροῦσα ὰ τ ὰ βάλου μ ὲ βασιλεῖ κα ὶ ἄρχοτε κα ὶ λαού, ὅπου ξίφη κα ὶ τηγάια κα ὶ καμίια κα ὶ μύριοι θάατοι κάθε μέρα, ἂ δὲ εἶχα ἀπολαύσει κα ὶ οἰκειοποιηθε ῖ τ ὴ δύαμη κα ὶ τὴ ἕλξη το ῦ Ἀαστάτο; Ἀλλ ὰ γι αὐτ ὰ πρέπει ὰ ἐπαέλθουμε. Ἂ ξααρωτήσουμε ὅμω τώρα τοὺ Ἑβραίου: Πῶ ἔκλεψα τ ὸ σῶμα το ῦ Χριστο ῦ ο ἱ μαθηταί, ὦ ἀόητοι; Ἐπειδ ὴ ἡ ἀλήθεια εἶαι λαμπρ ὴ καὶ ὁλοφάερη, τ ὸ ἰουδαϊκ ὸ ψέμα δὲ μπορε ῖ οὔτε σὰ σκιά, ὰ σταθε ῖ. Πῶ θ ὰ τ ὸ ἔκλεβα, ποὺ εἶχα τὴ ὑποψία κα ὶ ἀγρυποῦσα κα ὶ πρόσεχα; Μ ὰ κα ὶ γι ὰ ποῖο λόγο θ ὰ τ ὸ ἔκλεβα; Γι ὰ ὰ πλάσου τ ὸ δόγμα τῆ Ἀαστάσεω; Κα ὶ πῶ τοὺ ᾖρθε ὰ πλάσου κάτι τέτοιο αὐτο ὶ ο ἱ δειλοί; Κα ὶ πῶ κύλησα τὸ ἀσφαλισμέο βράχο; Πῶ ξέφυγα ἀπ ὸ τόσου ἄγρυπου κι ἄ γριου φρουρού; Πρόσεξε ὅμω πὼ μ ὲ ὅσα κάου ο ἱ Ἑβραῖοι πιάοται πάτα στ ὰ ἴδια του τ ὰ δίχτυα. Νά, ἂ δὲ πήγαια στὸ Πιλάτο κι ἂ δὲ ζητοῦσα τὴ κουστωδία, πι ὸ εὔκολα θ ὰ μποροῦσα ὰ λέε τέτοια ψεύδη ο ἱ ἀδιάτροποι. Μ ὰ τώρα ὄχι. ( Ὑπῆρχε ἡ κουστωδία. Καεὶ δὲ μποροῦσε ὰ γλιτώσει ἀπ τὴ ἄγρυπη προσοχή τη κι ἀπ τ ὰ ξίφη τη). Κι ἔπειτα γιατί ὰ μὴ κλέψου τὸ
σῶμα ωρίτερα; Ἀσφαλῶ ἂ εἶχα σκοπ ὸ ὰ κάου κάτι τέτοιο, θ ὰ τ ὸ ἔκαα ὅτα δὲ ἐφρουρεῖτο ὁ τάφο, τότε πο ὺ ἦτα κα ὶ ἀκίδυο κα ὶ σίγουρο, δηλ. τὴ πρώτη ύχτα- γιατ ὶ τὸ Σάββατο πῆγα ο ἱ Ἑβραῖοι στὸ Πιλάτο κα ὶ ζήτησα τὴ κουστωδία κα ὶ φρούρησα τὸ τάφο, ἐ ῷ, τὴ πρώτη ύχτα δὲ ἦτα καέα ἐκε ῖ. Κα ὶ τί γυρεύου στ ὸ ἔδαφο τ ὰ σουδάρια ποτισμέα μ ὲ τ ὴ σμύρα, πο ὺ βρῆ κα, τυλιγμέα μάλιστα, ὁ Πέτρο κα ὶ ο ἱ ἄλλοι ἀπόστολοι; Εἶχε πάει πρώτη ἡ Μαγδαλη ὴ Μαρία. Κι ὅ τα γύρισε κα ὶ ἀήγγειλε τ ὰ θαυμαστ ὰ συμβάτα στοὺ ἀπόστολου, ἐκεῖοι χωρὶ καθυστέρηση τρέχου ἀμέσω στ ὸ μημεῖο κα ὶ βλέπου κάτω τ ὰ ὀθόια. Αὐτ ὸ ἦτα σημεῖο Ἀ αστάσεω. Γιατί ἂ ἤθελα κάποιοι ὰ τὸ κλέψου, δὲ θ ὰ τὸ ἔκλεβα βέβαια γυμό. Αὐτ ὸ θ ὰ ἦτα ὄ χι μόο ἀτιμωτικ ὸ ἄλλα κα ὶ ἀόητο. Δὲ θ ὰ κοίταζα ὰ ξεκολλήσου τ ὰ σουδάρια, ὰ τ ὰ τυλίξου μὲ ἐπιμέλεια κα ὶ ὰ τ ὰ βάλου τακτοποιημέα σ ἕα μέρο. Ἀλλ ὰ τί θ ὰ ἔκαα; θ ἅρπαζα ὅπω- ὅπω τ ὸ σῶμα κα ὶ θἄφευγα γρήγορα. Γι αὐτ ὸ ἄλλωστε προηγουμέω ὁ Εὐαγγελιστὴ Ἰωάη εἶπε ὅτι τὸ ἔθαψα μ ὲ πολλ ὴ σμύρα πο ὺ κολλάει τ ὰ ὀθόια πάω στ ὸ σῶμα, ὅπω τ ὸ μολύβι τ ὰ μέταλλα, κα ὶ δὲ ἦ τα καθόλου εὔκολο ὰ ξεκολλήσου ὥστε ὅτα ἀκούσει ὅτι τ ὰ σουδάρια βρέθηκα μόα του, ὰ μὴ ἀεχθεῖ ἐκείου πο ὺ λέε ὅτι ἐκλάπη. θ ὰ πρέπει ὰ ἦτα βέβαια πολ ὺ ἠλίθιο ὁ κλέφτη, ὥ στε ὰ σπαταλήσει γι ὰ ἕα περιττ ὸ πράγμα τόση προσπάθεια. Γι ὰ ποῖο σκοπ ὸ θ ἄφηε τ ὰ σουδάρια; Κα ὶ πῶ ἦτα δυατ ὸ ὰ ξεφύγει τὴ ὥρα πο ὺ θ ὰ ἔ καε αὔτη τὴ ἐργασία; Γιατ ὶ ἀσφαλῶ θ ὰ δαπαοῦσε πολ ὺ χρόο κα ὶ ἦτα φυσικ ὸ καθυστερώτα ὰ συλληφθε ῖ ἐπ αὐτοφώρ ῳ. Ἀλλ ὰ κα ὶ τ ὰ ὀθόια γιατί κείτοται χωριστ ὰ κα ὶ χωριστ ὰ τ ὸ σουδάριο, τυλιγμέο μάλιστα; Γι ὰ ὰ βεβαιωθεῖ ὅτι δὲ ἦτα ἔργο βιαστικῶ οὔτε ἀήσυχω κλεφτῶ τ ὸ ὰ τοποθετήσου χωριστὰ ἐκεῖα κα ὶ χωριστ ὰ τοῦτο τυλιγμέο. Κι ἀπ ὸ ἐδ ῶ λοιπὸ ἀποδεικύεται ἀπίθαη ἡ κλοπή. Ἄλλωστε κα ὶ ο ἱ ἴδιοι ο ἱ Ἑβραῖοι τ ὰ σκέφθηκα ὅλα αὐτ ὰ κα ὶ γι αὐτ ὸ ἔδωσα χρήματα στοὺ φρουροὺ λέγοτα: «Πεῖτε σεῖ πὼ τὸ ἔκλεψα, κι ἐμεῖ θ ὰ τ ὰ καοίσουμε μ ὲ τὸ ἡγεμόα». Ὑποστηρίζοτα ὅτι ο ἱ μαθητα ὶ τὸ ἔκλεψα ἐπικυρώου κα ὶ μ αὐτ ὸ πάλι τὴ Ἀάσταση, γιατὶ ἔτσι ὁμολογοῦ πάτω ὅτι τ ὸ σῶμα δὲ ἦτα ἐκε ῖ. Ὅτα ὅμω αὐτο ὶ ο ἱ ἴδιοι βεβαιώου ὅτι τὸ σῶμα δὲ ἦτα ἐκε ῖ, ἐ ῷ ἀπό τὴ ἄλλη μερι ὰ ἡ κλοπ ὴ ἀποδεικύεται ψευδὴ κα ὶ ἀπίθαη ἀπὸ τ ὴ σχολαστικ ὴ φρούρηση κα ὶ τὶ σφραγίδε το ῦ τάφου κα ὶ τ ὰ ὀθόια κα ὶ τ ὸ σουδάριο κα ὶ τὴ δειλία τῶ μαθητῶ, ἀαμφισβήτητα προβάλλει κα ὶ ἀπ ὸ τ ὰ δικά του τ ὰ λόγια ἡ ἀπόδειξη τῆ Ἀαστάσεω. Ρωτᾶε ὅμω πολλοί: Γιατί μόλι ἀαστήθηκε ὰ μ ὴ φαερωθε ῖ ἀμέσω στοὺ Ἰουδαίου; Αὐτὸ ὁ λόγο εἶαι περιττό. Ἂ ὑπῆρχε ἐλπίδα ὰ τοὺ ἑλκύσει στὴ πίστη, δὲ θ ἀμελοῦσε ὰ φαερωθε ῖ σ ὲ ὅλου. Ἀλλ ὰ ὅτι δὲ ὑπῆρχε τέτοια ἐλπίδα τ ὸ ἀπέδειξε ἡ ἀάσταση το ῦ Λαζάρου: Ἂ κα ὶ ἦτα ἤδη τέσσερι μέρε εκρὸ κα ὶ εἶχε ἀρχίσει ὰ μυρίζει κα ὶ ὰ σαπίζει, τὸ ἀ έστησε μπροστ ὰ στ ὰ μάτια ὅλω. Παρ ὰ ταῦτα, ὄχι μόο δὲ ἑλκύστηκα στὴ πίστη, ἀλλ ὰ καὶ ἐξαγριώθηκα ἐατίο το ῦ Χριστο ῦ, ὥστε ἤθελα ὰ σκοτώσου κι Αὐτὸ κα ὶ τὸ Λάζαρο. Ἀφο ῦ λοιπὸ ἐώπιο ὅλω τό ἀάστησε κα ὶ ὄχι μόο δὲ πίστεψα, ἀλλ ὰ κα ὶ ἐ ξαγριώθηκα ἐατίο του, ἂ ὁ ἴδιο μετ ὰ τὴ Ἀάστασή του τοὺ φαερωότα, δὲ θ ὰ ἐξαγριώοτα πολὺ περισσότερο τυφλωμέοι ἀπ ὸ τ ὸ μίσο κα ὶ τὴ ἀπιστία του; Ἀλλ ὰ γι ὰ ἀφοπλίσει τὸ ἄπιστο ἀπ ὸ κάθε ἀμφιβολία, ὄχι μόο σαράτα ὁλόκληρε ἡ μέρε ἐμφαιζότα στοὺ μαθητέ του κα ὶ ἔτρωγε μάλιστα μαζί του, ἀλλά παρουσιάσθηκε κα ὶ σ ὲ πάω ἀπ ὸ πετακόσιου ἀδελφού, δηλ. σ ὲ πλῆθο ὁλόκληρο. Στ ὸ Θωμ ᾶ μάλιστα πo ὺ δυσπιστοῦ σε, ἔδειξε τ ὰ σημάδια ἀπ τ ὰ καρφι ὰ κα ὶ τ ὸ τραῦμα ἀπ τ ὴ λόγχη. Κα ὶ γιατί, λέε, ὰ μὴ κάει μετ ὰ τὴ Ἀάστασή του μεγάλα κι ἐτυπωσιακ ὰ θαύματα, ὅ λα μόο ἔφαγε κα ὶ ἤπιε; Γιατ ὶ αὐτ ὴ καθ ἐαυτ ὴ ἡ Ἀάσταση ἦτα τ ὸ μέγιστο θαῦμα, κα ὶ ἡ πι ὸ ἰσχυρὴ ἀπόδειξη τῆ Ἀαστάσεω ἦτα ὅτι ἔφαγε κα ὶ ἤπιε. Μά, γι ὰ σκέψου, ἂ ο ἱ ἀπόστολοι δὲ ἔβλεπα τὸ Χριστ ὸ Ἄαστατα, πῶ τοὺ ᾖρθε ὰ
φατασθοῦ ὅτι θ ὰ κυριέψου τὴ οἰκουμέη; Μήπω τρελάθηκα ὥστε ὰ ομίζου ὅτι θὰ κατόρθωα κάτι τέτοιο; Ἂ ὅμω ἦτα στ ὰ λογικά του, ὅπω ἔδειξα κα ὶ τ ὰ πράγματα, πῶ, χωρὶ ἀξιόπιστα ἐχέγγυα ἀπ ὸ τοὺ οὐραοὺ κα ὶ χωρὶ θεία δύαμη, πῶ, πέ μου, θ ἀποφάσιζα ὰ βγοῦ σ ὲ τόσου πολέμου, ὰ τ ὰ βάλου μ ὲ στεριὲ κα ὶ θάλασσε καί, δώδεκα ὅλοι κι ὅλοι, ἀγωισθοῦ μ ὲ τόση γεαιότητα γι ὰ ὰ μεταβάλου ὅλη τη οἰκουμέη τὰ ἔθη, πο ὺ ἦτα ἐπ ὶ τόσα χρόια έκρα ἀπ τὴ ἁμαρτία; Κα ὶ ἂ ἀκόμη ἦτα ἔδοξοι κα ὶ πλούσιοι κα ὶ δυατο ὶ κα ὶ μορφωμέοι, οὔτε τότε θ ὰ ἦτα λογικὸ ὰ ξεσηκωθοῦ γι ὰ τόσο μεγαλεπήβολα σχέδια. Ἀλλ ὰ ἐπιτέλου θ ὰ εἶχε κάποιο λόγο ἡ προσδοκία του. Αὐτο ὶ ὅμω εἶχα περάσει τ ὴ ζω ὴ του ἄλλοι στὶ λίμε, ἄ λλοι κατασκευάζοτα σκηὲ κι ἄλλοι στ ὰ τελωεῖα. Ἀπ αὐτ ὰ τ ὰ ἐπαγγέλματα δὲ ὑπάρχει σχεδὸ τίποτε πι ὸ ἄχρηστο κα ὶ γι ὰ τ ὴ φιλοσοφία κα ὶ γι ὰ ὰ πείσει κάποιο ὰ σκέπτεται ἀώτερα, ὅ τα μάλιστα δὲ ἔχει ὰ το ῦ ἐπιδείξει ἀάλογο προηγούμεο. Πόσο μᾶλλο πο ὺ ο ἱ ἀπόστολοι, ὄ χι μόο δὲ εἶχα ἀάλογα παραδείγματα ἀπ τ ὸ παρελθό, ὅτι θ ὰ ἐπικρατήσου, ἀλλ ὰ ἀ τίθετα εἶχα παραδείγματα, κα ὶ μάλιστα πρόσφατα, ὅτι δὲ θ ὰ ἐπικρατήσου. Εἶχα ἐπιχειρήσει πολλο ὶ ὰ εἰσαγάγου καιούργιε διδασκαλίε, ἀλλ ὰ ἀπέτυχα. Κι ὄχι μὲ δώδεκα ἀθρώπου, μ ὰ μ ὲ πολ ὺ πλῆθο. Ὁ Θευδᾶ κι ὁ Ἰούδα π.χ. ἔχοτα ὁ λόκληρε μάζε ἀθρώπω χάθηκα μαζ ὶ μ ὲ τοὺ ὀπαδού τω. Ὁ φόβο ἐκεῖο θ ὰ ἦτα ἀρκετὸ ὰ τοὺ διδάξει. Ἀλλ ὰ ἂ ὑποθέσουμε ὅτι περίμεα ὰ κυριαρχήσου. Μ ὲ ποιὲ ἐλπίδε θ ὰ ἔμπαια σ ὲ τέτοιου κιδύου, ἂ δὲ ἀπέβλεπα στὰ μέλλοτα ἀγαθά; Τί κέρδο προσδοκοῦσα μ ὲ τ ὸ ὰ ὁδηγήσου ὅλου στὸ μ ὴ ἀ αστάτα, καθὼ ἰσχυρίζοται ο ἱ ἐχθροί; Ἂ τώρα ἄθρωποι πο ὺ πίστεψα στ ὴ βασιλεία τῶ οὐραῶ κα ὶ στ ὰ ἀμέτρητα ἀγαθ ὰ δύσκολα δέχοται ὰ κιδυέψου, πῶ ἐκεῖοι θ ὰ ὑπέμεα τ ὰ πάδεια ματαίω ἢ μᾶλλο γι ὰ κακό του; Γιατί ἂ δὲ ἔγιε ἡ Ἀάσταση, πο ὺ ἔγιε, κι ὁ Χριστὸ δὲ ἀέβηκε στὸ οὐ ραό, τότε προσπαθώτα ὰ τ ὰ πλάσου ὅλα αὐτ ὰ κα ὶ ὰ πείσου τοὺ ἄλλου, ἔμελλα ὁπωσδήποτε ὰ προκαλέσου τὴ ὀργ ὴ το ῦ θεο ῦ κα ὶ ὰ περιμέου μύριου κεραυοὺ ἀπ τὸ οὐραό. Ἄλλωστε κι ἂ ἀκόμη εἶχα μεγάλη προθυμία ὅτα ζοῦσε ὁ Χριστό, θ ὰ ἔσβηε μόλι πέθαε. Ἂ δὲ τὸ ἔβλεπα Ἀαστημέο, τί θ ὰ ἦτα ἱκα ὸ ὰ τοὺ βγάλει σ ἐκεῖο τὸ πόλεμο; Ἂ δὲ εἶχε ἀαστηθε ῖ, ὄχι μόο δὲv θ ὰ ριψοκιδύευα γι αὐτό, μ ὰ θ ὰ τὸ θεωροῦσα ἀπατεῶ α: τοὺ εἶχε πε ῖ «μετ ὰ τρεῖ ἡμέρε θ ἀαστηθ ῶ» κα ὶ τοὺ ὑποσχέθηκε τ ὴ βασιλεία τῶ οὐραῶ. τοὺ εἶπε ὅτι ἀφο ῦ λάβου τ ὸ Ἅγιο Πεῦμα θ ὰ κυριαρχήσου στὴ οἰκουμέη κι ἀ κόμη τόσα ἄλλα ὑπερφυσικ ὰ κα ὶ οὐράια. Ἂ τίποτε ἀπ αὐτ ὰ δὲ γιότα, ὅσο κι ἂ τὸ πίστευα ζωταό, πεθαμέο δὲ θ ὰ τὸ ὑπάκουα φυσικά, ἂ δὲ τὸ ἔβλεπα Ἀαστάτα. Κα ὶ μ ὲ τ ὸ δίκιο του, γιατί θ ὰ ἔλεγα: «Μετ ὰ τρεῖ ἡμέρε», μᾶ εἶπε, «θ ἀαστηθ ῶ», κα ὶ δὲ ἀαστήθηκε. Ὑποσχέθηκε ὰ μᾶ στείλει Πεῦμα Ἅγιο, κα ὶ δὲ τ ὸ ἔστειλε. Πῶ λοιπὸ ὰ τὸ πιστέψουμε γι ὰ τ ὰ μέλλοτα, ἀφο ῦ διαψεύδοται τ ὰ παρότα; Ἀλλ ὰ γι ὰ πέ μου, σ ὲ παρακαλ ῶ, γι ὰ ποῖο λόγο, χωρὶ ἀαστηθε ῖ, κήρυττα ὅτι ἀ αστήθηκε; Γιατί, λέει, τὸ ἀγαποῦσα. Μ ὰ τ ὸ λογικ ὸ θ ὰ ἦτα ὰ τὸ μισοῦ τώρα, ἐπειδ ὴ τοὺ ἐ ξαπάτησε κα ὶ τοὺ πρόδωσε. Ἐ ῷ τοὺ ξεμυάλισε μ ὲ χίλιε δυ ὸ ἐλπίδε κα ὶ τοὺ χώρισε ἀπ τ ὰ σπίτια του κι ἀπ τοὺ γοεῖ του κι ἀπ ὅλα κα ὶ ξεσήκωσε κι ὁλόκληρο τ ὸ ἰουδαϊκ ὸ ἔθο ἐ ατίο του, ὕστερα τοὺ πρόδωσε. Κι ἂ μὲ ἦτα ἀπ ὸ ἀδυαμία, θ ὰ τὸ συγχωροῦσα. Τώρα ὅμω ἦ τα σωστ ὸ κακούργημα: Ἔπρεπε ὰ τοὺ εἶχε πε ῖ τὴ ἀλήθεια κα ὶ ὄχι ὰ τοὺ ὑποσχεθε ῖ τὸ οὐραό, ἀφο ῦ ἦτα θητό. Ὥστε λοιπὸ ἦτα φυσικ ὸ ὰ κάου τ ὸ ἐτελῶ ἀτίθετο: Ν ὰ κηρύττου τὴ ἀπάτη κα ὶ ὰ τὸ λέε ἀπατεῶα κα ὶ μάγο. Ἔτσι θ ὰ γλίτωα κι ἀπ ὸ τοὺ κιδύου κι ἀπ ὸ τοὺ πολέμου τῶ ἀτίπαλω. Ὅλοι ξέρου ὅτι ο ἱ Ἰουδαῖοι ἀαγκάστηκα ὰ δωροδοκήσου τοὺ στρατιῶτε, γιὰ ὰ ποῦ ὅτι ἔκλεψα τ ὸ σῶμα ἂ λοιπὸ πήγαια ο ἱ ἴδιοι ο ἱ μαθητα ὶ κι ἔλεγα, «ἐμεῖ τὸ κλέψαμε, δὲ ἀαστήθηκε», πόσε τιμὲ δὲ θ ἀπολάμβαα; Ὥστε ἦτα στ ὸ χέρι του κα ὶ ὰ τιμηθοῦ κα ὶ ὰ στεφαωθοῦ! Ἔ, λοιπὸ δὲ ἀαρωτιέσαι γιατί ἀταλλάξου ὅλα αὐτ ὰ μὲ
τὶ ἀτιμίε κα ὶ τοὺ κιδύου, ἂ δὲ ἦτα μία θεία δύαμη πο ὺ τοὺ βεβαίωε, δυατότερη ἀπ ὅλα αὐτ ὰ τ ὰ γήια ἀγαθά; Κι ἂ μ ὲ ὅλα αὐτ ὰ δὲ σ ὲ πείσαμε, σκέψου κα ὶ τοῦτο: Ἔστω ὅτι δὲ εἶχε γίει ἡ Ἀ άσταση. Κι ἂ ἀκόμη ο ἱ ἀπόστολοι ἦτα ἀποφασισμέοι ὰ διδάξου τὸ κόσμο, ἐπ οὐδε ὶ λόγ ῳ θὰ κήρυττα στ ὸ ὄομά του. Γιατ ὶ εἶαι γωστό, πὼ ὅλοι μα δὲ θέλουμε οὔτε τ ὰ ὀόματα ἀκούσουμε, ὅσω μᾶ ἐξαπάτησα. Ἄλλωστε γιατί θ ὰ διατυμπάιζα τ ὸ ὄομά του; Ἐ λπίζοτα ὰ ἐπικρατήσου μ αὐτό; Μ ὰ θ ὰ ἔπρεπε ὰ περιμέου τ ὸ ἀτίθετο, γιατ ὶ κι ἂ ἔμελλα ὰ κυριαρχήσου θ ὰ χάοτα φέροτα στ ὴ μέση τ ὸ ὄομα ἑὸ ἀπατεῶα. Ἃ θυμηθοῦμε ἐξ ὅλου ὅτι ἡ ἀγάπη τῶ μαθητῶ πρὸ τὸ Διδάσκαλο, ἐ ῷ ζοῦσε ἀ κόμη, μαραιότα σιγὰ-σιγ ὰ ἀπ τὸ φόβο το ῦ ἐπικείμεου μαρτυρίου. Ὅτα τοὺ προαήγγειλε τὰ δει ὰ πο ὺ θ ἀκολουθοῦσα κα ὶ τὸ σταυρό, πάγωσα ἀπ τὸ φόβο του κι ἔ σβησα τελείω. Ἕα μάλιστα δὲ ἤθελε οὔτε κἂ ὰ τὸ ἀκολουθήσει στὴ Ἰουδαία, ἐπειδ ὴ ἄκουσε γιὰ κιδύου κα ὶ γι ὰ θαάτου. Ἂ μαζ ὶ μ ὲ τὸ Χριστ ὸ φοβότα τὸ θάατο, χωρὶ αὐτὸ κα ὶ τοὺ ἄλλου μαθητά, μόο δηλαδή, πῶ θ ἀποτολμοῦσε; Ἐπ ὶ πλέο: Πίστευα ὅτι θ ὰ πεθάει μέ, ἀλλ ὰ θ ἀαστηθε ῖ κι ὅμω ὑπέφερα τόσο. Ἂ δὲ τὸ ἔβλεπα Ἀαστημέο, πῶ δὲ θ ὰ ἐξαφαίζοτα κα ὶ δὲ θ ὰ ζητοῦσα ἀοίξει ἡ γ ῆ ὰ τοὺ καταπιε ῖ ἀπ τὴ ἀπελπισία του γι ὰ τὴ ἀπάτη κι ἀπ τ ὴ φρίκη γι ὰ τ ὰ ἐπερχόμεα; Θ ἀτιμετώπιζα τώρα τὴ κατακραυγ ὴ γι ὰ τὴ ἀδιατροπιά του. Τί θ ὰ εἶχα ὰ πoῦ; Τ ὸ πάθο τὸ ἤξερε ὅλο ὁ κόσμο: Τὸ κρέμασα σ ὲ ψηλ ὸ ἰκρίωμα, ἦτα μέρα μεσημέρι, μέσα στὴ πρωτεύουσα κα ὶ στὴ πι ὸ μεγάλη γιορτ ὴ πο ὺ καέα δὲ ἦτα δυατ ὸ ἀπουσιάζει. Τὴ Ἀάσταση ὅμω δὲ τὴ εἶδε καεὶ ἀπ τοὺ ἄλλου. Κι αὐτ ὸ δὲ ἦτα μικρ ὸ ἐμπόδιο γιὸ ὰ τοὺ πείσου. Πῶ λοιπὸ θ ὰ μποροῦσα ὰ βεβαιώσου στερι ὰ κα ὶ θάλασσα γι ὰ τὴ Ἀάσταση; Κα ὶ γιατί, πέ μου, ἀφο ῦ σῴει κα ὶ καλ ὰ ἤθελα ὰ τ ὸ κάου αὐτό, δὲ ἐγκατέλειπα τὴ Ἰουδαία ἀμέσω, ὰ πᾶε στὶ ξέε χῶρε; Ἀλλ ὰ δὲ θαυμάζει ὅτι ἔ πεισα πολλοὺ κα ὶ μέσα στὴ Ἰουδαία; Εἶχα τὴ τόλμη ὰ παρουσιάσου τ ὰ τεκμήρια τῆ Ἀαστάσεω στοὺ ἴδιου τού φοεῖ, σ ἐκείου πο ὺ τὸ σταύρωσα κα ὶ τὸ ἔθαψα, στὴ ἴδια τὴ πόλη ὅπου ἀποτολμήθηκε τ ὸ φοβερὸ κακούργημα. Ὥστε κα ὶ ὅλοι ο ἱ ἔξω ἀποστομωθοῦ. Γιατ ὶ ὅτα ο ἱ «σταυρώσατε» γίοται «πιστεύσατε», τότε κα ὶ ἡ παραομία τῆ σταυρώσεω βεβαιώεται κα ὶ λάμπει ἡ ἀπόδειξη τῆ Ἀαστάσεω. Γι ὰ ὰ ἑλκύοται ὅμω τ ὰ πλήθη σημαίει πὼ ο ἱ μαθητα ὶ ἔκαα θαύματα. Ἂ ὅμω δὲ ἀαστήθηκε κα ὶ μέει εκρό, πῶ ο ἱ ἀπόστολοι θαυματουργοῦσα στ ὸ ὄομά του; Πῶ πάλι, ἂ δὲ ἔκαα θαύματα, ἔπειθα; Κα ὶ ἂ μὲ ἔκαα -κα ὶ βεβαίω ἔκαα- εἶχα θεο ῦ δύαμη. Ἂ ὅμω δὲ ἔκαα κα ὶ ἐ τούτοι κυριαρχοῦσα πατο ῦ, θ ὰ ἦτα ἀκόμη πι ὸ ἀξιοθαύμαστο. θὰ ἦτα τ ὸ μέγιστο θαῦμα, ἂ χωρὶ θαύματα διέσχιζα κα ὶ κυρίευα τὴ οἰκουμέη δώδεκα φτωχοὶ κα ὶ ἀγράμματοι ἄθρωποι. Ἀσφαλῶ οὔτε μ ὲ τ ὰ πλούτη οὔτε μ ὲ τ ὴ σοφία του ἐπεκράτησα οἱ ψαράδε. Ὥστε κα ὶ χωρὶ ὰ θέλου κηρύττου ὅτι μέσα του ἐεργοῦσε ἢ θεία δύαμη τῆ Ἀαστάσεω. Γιατ ὶ εἶαι τελείω ἀδύατο ἀθρώπιη δύαμη ὰ κατορθώσει ποτ ὲ τέτοια ἐκπληκτικ ὰ πράγματα. Προσέξτε μ ὲ πολ ὺ ἐδ ῶ, γιατί αὐτ ὰ εἶαι ἀαμφισβήτητε ἀποδείξει τῆ Ἀαστάσεω. Γι αὐτὸ κα ὶ θ ὰ ἐπααλάβω πάλι: Ἂ δὲ ἀαστήθηκε, πῶ ἔγια ἀργότερα στ ὸ ὄ ομά του μεγαλύτερα θαύματα; Καεὶ βέβαια δὲ κάει μετ ὰ τὸ θάατό του μεγαλύτερα θαύματα ἀπ ὅσα ὅ τα ζοῦσε. Ἐ ῷ ἐδ ῶ μετ ὰ τὸ θάατο το ῦ Χριστο ῦ γίοται θαύματα μεγαλύτερα κα ὶ κατ ὰ τὸ τρόπο κα ὶ κατ ὰ τ ὴ φύση: Κατ ὰ τ ὴ φύση ἦτα μεγαλύτερα, γιατί ποτ ὲ ἡ σκι ὰ το ῦ Χριστο ῦ δὲ θαυματούργησε. Ἐ ῷ ο ἱ σκιὲ τῶ ἀποστόλω ἔκαα πολλ ὰ θαύματα. Κατ ὰ τὸ τρόπο πάλι ἦτα μεγαλύτερα, ἐπειδ ὴ τότε μὲ ὁ ἴδιο ὁ Κύριο πρόσταζε κα ὶ θαυματουργοῦσε. Μετ ὰ τὴ Σταύρωση ὅμω κα ὶ τὴ Ἀάστασή του ο ἱ δοῦλοι του ἐπικαλούμεοι ἁπλῶ τ ὸ σεβάσμιο κα ὶ ἅ γιο ὄομά του μεγαλύτερα κα ὶ ἐκπληκτικότερα ἐπιτελοῦσα. Ἔτσι δοξαζότα κι ἀκτιοβολοῦσε πιὸ πολ ὺ ἡ δύαμή του.
Γι αὐτ ὸ ο ἱ ἅγιοι Πατέρε ὅρισα ὰ διαβάζοται ἀμέσω μετ ὰ τὸ σταυρ ὸ κα ὶ τὴ Ἀ άστασή του, ο ἱ «Πράξει» πο ὺ περιγράφου τ ὰ θαύματα τῶ ἀποστόλω κα ὶ κατ ἐξοχὴ ἐ πικυρώου τὴ Ἀάσταση, γι ὰ ὰ ἔχουμε σαφ ῆ κα ὶ ἀαμφισβήτητη τῆ Ἀαστάσεω τὴ ἀπόδειξη: Δὲ τὸ εἶδε Ἀαστάτα μ ὲ τ ὰ μάτια το ῦ σώματο; Ἀλλ ὰ τὸ βλέπει μ ὲ τ ὰ μάτια τῆ Πίστεω. Δὲ τὸ εἶδε μ ὲ τ ὰ «ὄμματα» τοῦτα; Θ ὰ τὸ δεῖ μ ὲ τ ὰ θαύματα ἐκεῖα. Τῶ θαυμάτω ἢ ἐπίδειξη σὲ χειραγωγε ῖ στῆ Ἀαστάσεω τὴ ἀπόδειξη. Θέλει ὅμω ὰ δεῖ κα ὶ τώρα θαύματα; Θ ὰ σο ῦ δείξω. Κα ὶ μάλιστα πι ὸ μεγάλα ἀπ τὰ προηγούμεα: Ὄχι ἕα εκρ ὸ ἀασταίεται, ὄχι ἕα τυφλ ὸ ὰ ξααβλέπει, ἀλλ ὰ τ ὴ γῆ ὁλόκληρη ὰ ἐγκαταλείπει τ ὸ σκοτάδι τῆ πλάη. Μεγίστη ἀπόδειξη τῆ Ἀαστάσεω εἶαι ὅτι ὁ Ἐσφαγμέο Χριστὸ ἔδειξε μετ ὰ τὸ θάατο τόση δύαμη, ὥστε ἔπεισε τοὺ ζωταοὺ ὰ περιφροήσου κα ὶ πατρίδα κα ὶ σπίτι κα ὶ φίλου κα ὶ συγγεεῖ κα ὶ τὴ ἴδια τ ὴ ζωή του γι ὰ χάρη του κα ὶ ὰ προτιμήσου μαστιγώσει καὶ κιδύου κα ὶ θάατο. Αὐτ ὰ δὲ εἶαι κατορθώματα εκρο ῦ κλεισμέου στὸ τάφο, ἀλλὰ ἀαστημέου κα ὶ ζωταο ῦ. Πρόσεξε παρακαλ ῶ: Ο ἱ ἀπόστολοι, ὅτα μὲ ζοῦσε ὁ Διδάσκαλο ἀπ ὸ τὸ φόβο τοὺ τὸ πρόδωσα κι ἐξαφαίσθηκα ὅλοι. Ὁ Πέτρο μάλιστα τὸ ἀρήθηκε μ ὲ ὅρκο τρεῖ φορέ. Ὅ τα ὅμω πέθαε ὁ Χριστό, αὐτὸ πο ὺ τὸ ἀρήθηκε τρεῖ φορὲ κα ὶ παικοβλήθηκε μπροστ ὰ σὲ μία ὑπηρετριούλα, τόσο ἀπότομα ἄλλαξε, ὥστε ἀψηφήσει ὁλόκληρο λα ὸ κα ὶ μέσ στ ὴ μέση του Ἰουδαϊκο ῦ ὄχλου ὰ διακηρύξει ὅτι ὁ σταυρωθεὶ κα ὶ ταφεὶ ἀαστήθηκε ἐκ εκρῶ τὴ τρίτη ἡμέρα κα ὶ ὅτι ἀέβηκε στ ὰ οὐράια. Κα ὶ τ ὰ κήρυξε ὅλα αὐτ ὰ χωρὶ ὰ ὑπολογίσει τὴ φοβερ ὴ μαία τῶ ἐχθρῶ κα ὶ τὶ συέπειε. Πο ῦ βρῆκε αὐτ ὸ τ ὸ θάρρο; Πο ῦ ἀλλο ῦ, παρ ὰ στὴ Ἀάσταση. Τὸ εἶδε κα ὶ συομίλησε μαζί του κα ὶ ἄκουσε γι ὰ τ ὰ μέλλοτα ἀγαθά, κι ἔτσι ἔλαβε δύαμη ὰ πεθάει γι Αὐτὸ Κα ὶ ὰ σταυρωθε ῖ μ ὲ τὴ κεφαλ ὴ πρὸ τ ὰ κάτω. Τ ὸ ἐξόχω σπουδαῖο εἶαι ὅτι ὄχι μόο ὁ Πέτρο κα ὶ ὁ Παῦλο κα ὶ ο ἱ λοιπο ὶ ἀπόστολοι, ἄλλα, κα ὶ ὁ Ἰγάτιο, πο ὺ οὔτε κὰ τὸ εἶδε οὔτε ἀπόλαυσε τὴ συτροφιά του, ἔδειξε τόση προθυμία γι ὰ χάρη του, ὥστε γι Αὐτὸ πρόσφερε θυσία τ ὴ ζωή του. Κα ὶ μόο ὁ Ἰγάτιο κα ὶ ο ἱ ἀπόστολοι; Κα ὶ γυαῖκε καταφροοῦ τὸ θάατο, πού, πρὶ ἀαστηθε ῖ ὁ Χριστό, ἦτα φοβερὸ κα ὶ φρικώδη ἀκόμη κα ὶ σ ὲ ἄδρε κα ὶ μάλιστα ἁγίου. Ποιὸ τοὺ ἔπεισε ὅλου αὐτοὺ ὰ περιφροήσου τὴ παροῦσα ζωή; Φυσικ ὰ δὲ εἶ αι κατόρθωμα ἀθρώπιη δυάμεω ὰ πειστοῦ τόσε μυριάδε, ὄχι μόο ἀδρῶ, ἄλλα καὶ γυαικῶ κα ὶ παρθέω κα ὶ μικρῶ παιδιῶ, ὰ πειστοῦ ὰ θυσιάσου τὴ παροῦσα ζωή, ὰ τὰ βάλου μ ὲ θηρία, ὰ περιγελάσου τ ὴ φωτιά, ὰ καταπατήσου κάθε εἶδο τιμωρία κα ὶ ὰ σπεύσου πρὸ τ ὴ μέλλουσα ζωή! Κα ὶ ποιό, παρακαλ ῶ, τ ὰ κατόρθωσε ὅλ αὐτά; Ὁ εκρό; Ἀλλ ὰ τόσοι εκρο ὶ ὑπῆρξα καὶ καέα δὲ ἔκαε τέτοια πράγματα. Μήπω ἦτα μάγο κα ὶ ἀγύρτη; Πλῆθο μάγοι κα ὶ ἀ γύρτε κα ὶ πλάοι πέρασα, ἄλλα ξεχάστηκα ὅλοι, χωρὶ ἀφήσου τ ὸ παραμικρ ὸ ἴχο μαζ ὶ μ ὲ τὴ ζωή του ἔσβησα κι ο ἱ μαγγαεῖε του. Ἡ φήμη ὅμω κι ἡ δόξα κι ο ἱ πιστοί του Χριστο ῦ κάθε μέρα αὐξάου κι ἁπλώοται σ ὅλη τὴ οἰκουμέη. Ο ἱ ἄπιστοι φρίττου κι ο ἱ πιστο ὶ διακηρύττου: Χριστὸ ἀέστη! Ἀληθῶ ἀέστη!