ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΚΕΙΜΕΝΩΝ 1. Νίκου Θέμελη, Η ανατροπή, εκδόσεις Κέδρος, 2000 (σσ.76-97) Βρισκόμαστε στο έτος 1884, στην τουρκοκρατούμενη ακόμη Μακεδονία. Ο Ευάγγελος είναι ένας πλούσιος έμπορος και σεβαστός προεστός στην πόλη Σιάτιστα. Συχνά οργανώνει στο αρχοντικό του συγκεντρώσεις, όπου συναντιούνται και άλλοι προεστοί, έμποροι, ιερείς και λόγιοι, για να συζητήσουν και να αποφασίσουν για σπουδαία εθνικά ζητήματα που αφορούν τον αλύτρωτο ελληνισμό των Βαλκανίων. Τις συνάξεις αυτές ο Ευάγγελος επιτρέπει να τις παρακολουθήσει η αγαπημένη του κόρη Ελένη. Η Ελένη, κορίτσι σε ηλικία γάμου, είναι μια πολύ ευαίσθητη νέα με φιλοπερίεργο πνεύμα. Διαφέρει από τις άλλες κοπέλες της ηλικίας της, μιας και ο δικός της στόχος δεν είναι αποκλειστικά ο γάμος, όπως ήταν για όλα σχεδόν τα κορίτσια της εποχής, αλλά η ελεύθερη επιλογή τρόπου σκέψης και ζωής. Ασφυκτιά μέσα στο κλειστό περιβάλλον του σπιτιού και του χωριού της κι ονειρεύεται μια άλλη ζωή, πιο ελεύθερη γι αυτήν. [Η καθημερινότητα της Ελένης και ο διάλογος με τη μητέρα της] [ ] Απόμενε η μικρή της αδελφή να φέρνει κάθε τόσο τα νέα της ημέρας. Τα κουτσομπολιά που τρέχαν πότε στον πάνω, πότε στον κάτω μαχαλά, στις γυναικείες συναναστροφές όταν συνόδευε τη μάνα της, ό,τι άκουγε από τις φιλενάδες της στο σχόλασμα από το κατηχητικό ή στο Παρθεναγωγείο. Κι όσο άκουγε η Ελένη τις αφηγήσεις της μικρής, τόσο λιγότερο της έκανε όρεξη να βγει από το σπίτι. Κουτσομπολιά, κουτσομπολιά που φτιάχναν στη συνείδηση του κόσμου έναν άλλον κόσμο βαριόμοιρο, φανταστικό, που βάραινε τον υπαρκτό, τον έπνιγε ή τον λοιδορούσε. Τίποτε δεν της έλειπε, απ όσα ο Ευάγγελος μπορούσε να σκεφθεί ότι η κόρη του είχε ανάγκη. Όμως για την Ελένη όλα αυτά ήταν ψίχουλα μπρος στις ανάγκες της ψυχής της. Τα χρόνια κύλαγαν και μέσα της πλήθαιναν και βάραιναν αυτά που κουβαλούσε. Και τα βουνά ολόγυρα κλείναν τη Σιάτιστα, η Σιάτιστα το αρχοντικό τους, οι μαντρότοιχοι της αυλής το σπίτι τους και οι ψηλοί πέτρινοι τοίχοι του την ίδια. Κάποιες κουβέντες με τη μάνα της, το ξέσπασμα σε χειρωνακτικές δουλειές συχνά άσκοπες μες στην αυλή ή στο σπίτι, κάποια βιβλία παραγγελιά κάθε τόσο από τη Σαλονίκη, ξεχώριζαν τις εβδομάδες και τους μήνες. Αραιά και πού γιορτές σε σπίτια, δεν πήγαιναν δα και σ όλες. Κάναν τις σκόλες πιο υποφερτές. 1
«Μάνα, είσαι ευχαριστημένη;» ρώτησε κάποτε. «Είμαι, κόρη μου, τίποτε δεν μου λείπει, δε βλέπεις γύρω σου;» «Και γύρω μας τα πράγματα είναι καλά;» συνέχισε λες και την είχε ξαφνικά τσιμπήσει μύγα. «Λέω για τις ανύπαντρες, αλλά και για τις παντρεμένες. Είναι καλή η ζωή τους; Άφησε σένα που χεις κι ένα λόγο παραπάνω.» Απάντηση δεν πήρε, στρώθηκε στο σαχνισί κοιτώντας έξω σαν φυλακισμένη, την πήρε το παράπονο και συνέχισε να μιλάει πιο πολύ για να τα πει, να ξεθυμάνει. «Σκέφτεται άραγε κανείς όλες εμάς, γριές ή νιες, που κάθε μέρα μας ζουλίζουνε από παντού, μας αγκωνιάζουνε και μας θηλιάζουν. Μας πατικώνουν ή μας πιλατεύουν μέσα κι έξω από το σπίτι;» Κοίταξε από το παράθυρο την πλατεία και συνέχισε με σπασμένη φωνή, σχεδόν μονολογώντας: «Στο σχολείο, στην αγορά, στην εκκλησία, στο χωράφι ή στο ραφτάδικο. Κι ακόμα όταν μας βουρδουλίζουνε, πως μας τσαλαπατάν την τιμή και την ψυχή μας». «Κουβέντα π άνοιξες, μπα σε καλό σου!», είπε η Βαγγέλαινα κι από τη μια χαμογελούσε αμήχανα, από την άλλη το σκεφτόταν. «Να ρωτήσεις τον πατέρα σου και τον πνευματικό.» Έτσι τελείωνε πάντοτε τη συζήτηση η Βαγγέλαινα, ανήμπορη να πιστέψει οτιδήποτε από όσα καθησυχαστικά ξεφούρνιζε η ίδια στις ερωτήσεις της Ελένης. Δεν το δειχνε όσο κι αν μαζί της συμφωνούσε. Της αρκούσε πως η ίδια είχε στο σπίτι θέση και λόγο που όλες όσες ξέραν την ζηλεύαν. Μόνη ελπίδα, ανάσα αληθινή, για την Ελένη οι συνάξεις του πατέρα της και οι φίλοι του, όταν περαστικοί για κάποια δουλειά ή για επίσκεψη για λίγες ώρες, καθένας με τα λόγια του της άνοιγαν παράθυρα στον έξω κόσμο, στον άλλο κόσμο, μακριά, πέρα από τον κάμπο του Αλιάκμονα. Μόνο τότε ένιωθε πως η ζωή μπορεί να ήταν και αλλιώτικη, με περισσότερη ελευθερία. Έτσι η αναγγελία του πατέρα της πως σύντομα θα είχαν σύναξη στο σπίτι, τη γέμισε χαρά και έγνοια για τις συνηθισμένες τους ετοιμασίες. Πρώτα οι καλεσμένοι. Ποιοι θα έρχονταν από τα μακρινά και πώς θα τους κοιμίζαν. Να συγυρίσει το δωμάτιο του Θωμά απ το Ζαγόρι, σίγουρα θα τανε κι αυτός, σύντροφος στο εμπόριο του πατέρα της και καρδιακός του φίλος. Να χει φροντίσει για χαρτί και για μολύβι, πάντα ζητούσε ο δάσκαλος από την Καστοριά. Να θυμηθεί ό,τι είχε μαζέψει να ρωτήσει το γιατρό από την Κοζάνη, ήτανε ευκαιρία μια και θα ρχόταν [ ] [Η συγκέντρωση των προεστών στο αρχοντικό του Ευάγγελου και η παρέμβαση της Ελένης] [ ] Πήραν το λόγο κι άλλοι. Η κουβέντα πια πήγαινε κι ερχότανε, αλλά κατέληγε στο ίδιο πάντα σταυροδρόμι: ελευθερία και παιδεία 2
κρατιόταν χέρι χέρι. Από τις δύο, η Ελένη κρεμάστηκε αυθόρμητα στην πρώτη. Κάθε φορά που καταδίκαζαν ή χρέωναν στην Πύλη νοήματα για στέρηση, περιορισμούς και αδικία, η Ελένη ένιωθε όλα να την αγγίζουνε, να αφορούν τη ζωή της έτσι όπως τη ζούσε. Μα πιο πολύ απ όλα την έπιασε ο λόγος του γιατρού που μίλησε τελευταίος: «Μπαίνουμε στην εποχή των μεγάλων ανατροπών. Κανείς δεν ξέρει ακόμα πού θα οδηγηθούμε». «Ανατροπή του Πατριάρχη ή του Σουλτάνου;» τον διέκοψε κάποιος κι εκείνος αποκρίθηκε: «Πραγμάτων και ιδεών πιο πολύ σημαντικών απ το πρόσωπο το σημερινό ή το αυριανό του Πατριάρχη ή του Σουλτάνου. Μπορεί εμείς να μην τα ζήσουμε όπως και μπορεί πιο γρήγορα να τρέξουν και να συναντηθούμε. Χρειάζεται εγρήγορση, προετοιμασία, μεγάλες αποφάσεις. Θα χρειαστεί να αγωνιστούμε, να κινδυνεύσουμε ή και να θυσιάσουμε πράματα, για να φτιάξουμε καλύτερα τη ζωή μας. Ό,τι αφήσουμε στην τύχη θα μας πάρει από κάτω». Αυτή η τελευταία φράση έμεινε στην Ελένη να της τριβελίζει το μυαλό, να μην την αφήνει να παρακολουθήσει τη συνέχεια εκείνης της κουβέντας. Με δυσκολία έστρεφε την προσοχή της σ αυτά που συνέχιζαν να λένε. Έπιανε μόνο κομμάτια από φράσεις, είχε χάσει τον ειρμό, έτσι κι αλλιώς όλα κλώθαν, πλέκαν κι υφαίναν την ανάγκη για μια διαφορετική απελευθέρωση και το μυαλό της γύρναγε συνέχεια στα τελευταία λόγια του γιατρού. Ήρθε κάποια στιγμή που ο δεσπότης ρώτησε ποιος άλλος είχε να μιλήσει και έκανε με τα μάτια του μια γύρα. Και η Ελένη που νόμισε πως η ερώτηση πήγαινε σ όλους, που ένιωθε μια άλλη υπερηφάνεια από τις γνωστές να την πιέζει να μιλήσει, να πει κι η ίδια τι σκεφτόταν, πίστεψε πως είχε δικαίωμα και εκείνη ν αποκριθεί στην τελευταία έκκλησή του. Και τότε αβίαστα βγήκε από μέσα της, υψώνοντας αυθόρμητα σιγά σιγά τους τόνους της φωνής της, σχεδόν παιδιάστικη η απορία: «Δέσποτα, να ρωτήσω κι εγώ κάτι; Όλους τους τυραννά μια ο Τούρκος και μια ο Βούλγαρος και όλοι θέλουν να ξεσηκωθούνε. Το σκέφτονται και το ξανασκέφτονται, ψάχνουν να βρούνε δρόμους και τρόπους για την ελευθερία και την προκοπή τους». Και στρέφοντας το πρόσωπό της στην ομήγυρη συνέχισε: «Λέω, μήπως αξίζουμε μια σκέψη κι εμείς, που σας τιμάμε, σας φροντίζουμε, σας αγαπάμε;» Πήρε κουράγιο απ την απόλυτη σιωπή που απλώθηκε, νόμισε πως κάποια μάτια τη ρωτούσαν, κατάπιε και προχώρησε: «Μια φορά λέω, Δέσποτα, πως ανασαίνουμε και η ανάσα μας δεν πάει μέχρι κάτω, όσα φλουριά κι αν έχουν τα σεντούκια μας, όσο κι αν λένε πως μας αγαπάνε οι δικοί 3
μας. Πως μεγαλώνουμε, παντρευόμαστε και τελειώνουμε, χωρίς ποτέ κανείς να μας ρωτήσει, αν θέλουμε κάτι άλλο από αυτό που οι άλλοι για μας ορίζουν. Κάτι άλλο απ αυτό που ζούμε, απ αυτό που μας λένε να ελπίζουμε, να ονειρευόμαστε, να επιθυμούμε. Κάτι άλλο που να μας δίνει ένα κουκούτσι παραπάνω σημασία και ελευθερία. Κάτι άλλο που». Τα βγαλε όλα μεμιάς, χωρίς να τα ελέγχει, σαν να κανε εμετό, που μήτε η ίδια τον περίμενε ή καν είχε μαντέψει. Το ίδιο απότομα σταμάτησε, σαν να της κόψανε τη γλώσσα. Μετέωρο απόμεινε το «κάτι άλλο». Κάτι άλλο που ήταν πολύ πιο λίγο απ αυτό που ονειρεύονταν να πάρουν απ τον Τούρκο, μα που ίσως να σήμαινε για τους ίδιους μια μεγαλύτερη ακόμη ανατροπή. Γι αυτό και δεν μπορούσαν δε θέλανε ούτε να το διανοηθούν, μήτε να το φαντασθούνε. Μόνο όταν απόσωσε τη φράση της κατάλαβε, ότι όσο μιλούσε τα λόγια της φεύγαν, σιγά σιγά παίρνανε δύναμη και γίνονταν από ψίθυρος φωνή. Σταθερή, ευδιάκριτη, σχεδόν με αποδέκτες τους παρόντες. Με ένα βαθύ παράπονο ετών δέκα εννέα. Τα λόγια της Ελένης χάλασαν τους ειρμούς, τις σκέψεις όλων. Πέσαν σαν βράχος που θρυμμάτισε ό,τι είχε βρει μπροστά του. Κανένας δεν της αποκρίθηκε, απόμειναν άναυδοι να κοιτιόνται αμήχανα. Να μην μπορούν να συνεχίσουν όσα σκέφτονταν και λέγαν. Να μην μπορούν να καταλάβουν τι είχε πει η Ελένη για να της απαντήσουν. Να μην μπορούν να ζυγιάσουν, να εκτιμήσουν, και να συμπεριφερθούν απέναντι σ αυτό που είχε συμβεί. Ότι αυθόρμητα πήρε το λόγο και μπήκε βίαια στη συζήτησή τους. Κι ας είχε απευθυνθεί με την ερώτησή του σε όλους ο δεσπότης. Στους όλους δε μετρούσε η Ελένη. Όπως δε μετρούσε καμιά Ελένη. Μαρία ή Βασιλική, Γεωργία ή Χρυσάνθη ή όποιο άλλο όνομα γυναίκας μπορούσε να υπάρχει. Οι πιο ευφυείς, οι πιο ευαίσθητοι υποψιάσθηκαν, αισθάνθηκαν να επικρέμεται κάτι σαν απειλή ή έστω σαν ευθύνη. Μέσα σ εκείνη τη σιωπή άρχισαν πρόσωπα το ένα μετά το άλλο να συνοφρυώνονται, κάποιοι να την κοιτάνε βλοσυρά και επιτιμητικά, και αργά να σέρνουν στη συνέχεια τη ματιά τους στον Ευάγγελο, λες και ζητούσαν εξηγήσεις για το αναπάντεχο εκείνο της αυθάδειας. Για την απρέπεια, που κανείς δεν περίμενε από τη θυγατέρα του Ελένη. Σχεδόν απαιτούσαν με το ύφος τους να αναλάβει την ευθύνη για ό,τι είχε συμβεί και να επαναφέρει τη συνοχή της σύναξης που έτσι ανάγωγα είχε διαλύσει η Ελένη. 4
Έκπληκτος ο Ευάγγελος, σε δεινή θέση, νιώθοντας εκτεθειμένος απέναντι στους καλεσμένους του μπόρεσε να της πει μονάχα: «Τι είπες, Ελένη;» Και η φωνή του είχε περισσότερο το νόημα: πώς μπόρεσες να το κάνεις αυτό, Ελένη; Έπεσε μια σιωπή, ν ακούγεται μονάχα μια σπίθα στο μαγκάλι. «Τίποτα, πατέρα, μονάχα είπα κι εγώ πώς νιώθω», αποκρίθηκε ψελλίζοντας με τους κόμπους όλους του πικραμύγδαλου, που κράταγε μες στο λαιμό της. Τα χασαν πάλι για δεύτερη φορά με το ατόπημα, που δεν πίστευαν στα αφτιά τους. «Τέτοια αυθάδεια», ακούστηκε να λέει κάποιος. Η Ελένη δεν άντεχε άλλο το βάρος των ματιών που την κοίταζαν, σχεδόν τη διαπόμπευαν, το βλέμμα των ματιών όλων αυτών που θαύμαζε και σεβόταν. Κάθονταν γύρω γύρω με την πλάτη στις μεσάντρες και της θυμίζαν τρούλο εκκλησιάς που έδειχνε έτσι σε πέταλο τους άγιους βλοσυρούς, έτοιμους να συμβάλλουνε στην Ώρα της Μεγάλης Κρίσεως και να την τιμωρήσουν. Κοκκίνισε, κατέβασε το κεφάλι, ένιωσε να αναβλύζουνε καυτά τα δάκρυα απ την ντροπή της κι έκανε απότομη στροφή, τρέχοντας για να χαθεί κάτω απ την σκάλα. Όμως δεν είχε γλιτωμό. Στο κεφαλόσκαλο ακούστηκε οργισμένη η φωνή του Ευάγγελου σαν καταδίκη: «Γύρνα αμέσως πίσω». Η Ελένη κοκάλωσε, έκανε πέτρα την καρδιά της, έσφιξε τα δόντια της όσο γινόταν για να πειθαρχήσει, ν ανέβει ένα ένα τα σκαλιά με γόνατα που τρέμαν, να επιστρέψει ξανά στο φως μπροστά στο μέγα δικαστήριο. Με κατεβασμένο κεφάλι πήγε και στάθηκε δυο βήματα δίπλα στη σκάλα. Και τότε ακούστηκε η απόφαση του καδή απ του πατέρα της το στόμα: «Ζήτα αμέσως συγγνώμη από τους φιλοξενουμένους μας, κάθισε κάτω και μην ξαναμιλήσεις». Τα δάκρυά της τρέχανε πια ποτάμι. Να στέκεται όρθια, κοτζάμ κοπέλα παντρειάς, να ταπεινώνεται μπροστά στα μάτια όλης της Μακεδονίας, σ ανθρώπους που θα γύρναγαν στα μέρη τους και μέσα σ όλα τ άλλα θα διηγιόταν τον εξευτελισμό της. Με το κεφάλι πεσμένο μπροστά στο λυγμούς που μάταια προσπαθούσε να ελέγξει, τα δάκρυα να καίνε, το στόμα της παραμορφωμένο. Όλα τ άντεχε, όμως δεν άντεχε αδικαιολόγητα συγγνώμη να ζητήσει. Τότε ήταν που πετάχτηκε ο φίλος του πατέρα της ο Θωμάς, κάτι του είπε στο αυτί, δεν μπόρεσε να ξεχωρίσει. Τον είδε ακόμα που γύρισε κι έκανε νόημα στους άλλους και ξανά στον πατέρα της, τον έπιασε από το χέρι, του μίλαγε χαμηλόφωνα, μπορεί και πιο πολύ από εκείνον αναστατωμένος. Ο Ευάγγελος, σαν να ηρέμησε, σαν να ξέχασε ποια ήταν η προηγούμενη εντολή του και με το ίδιο κατηγορηματικό και 5
επιτιμητικό ύφος της είπε: «Κάθισε κάτω εκεί που βρίσκεσαι και μην ξαναμιλήσεις». Λύγισαν τα γόνατά της, σχεδόν σωριάστηκε και βούλιαξε αποκαμωμένη από την ένταση, την ντροπή, το κλάμα. Τελευταία φράση που πήρε τ αυτί της ήταν: «Μα φιλενάδες δεν έχει να τη συντροφεύουν;» και την πήρε το παράπονο και για τις φιλενάδες της και για την ίδια. [ ] 2. Αλ. Παπαδιαμάντης, ΠΑΤΕΡΑ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ γράφτηκε το 1894 και ανήκει στα λεγόμενα «αθηναϊκά» διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία όμως δεν παρουσιάζουν ουσιαστικές διαφορές από τα «σκιαθίτικα.». Απλώς η δράση τους ξετυλίγεται στην Αθήνα, αλλά οι ήρωες είναι φτωχοί και απλοί άνθρωποι χωρίς τίποτε αστικό στη συμπεριφορά τους. Σ' αυτό το διήγημα είναι ιδιαίτερα εμφανής ο κοινωνικός προβληματισμός του συγγραφέα. -Μπάρμπα, βάλε μου λίγο λαδάκι μες στο γυαλί, είπε η μάνα μου, γιατί δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι.-χωρίς πεντάρα; -Ναι. -Και τι έγινε ο πατέρας σου; -Να, πάει να βρη άλλη γυναίκα. Ήτο πενταετές παιδίον, ζωηρόν, με λαμπρούς μεγάλους οφθαλμούς, ρακένδυτον.* Και με παιδικήν χάριν, με σπαρακτικόν εν τη αθωότητι μειδίαμα, επρόφερεν εκάστοτε την φράσιν ταύτην, της οποίας όλον το βάθος δεν ήτο ικανόν να κατανόηση, τόσον ώστε οι άνθρωποι οι μη έχοντες να κάμουν τίποτε, καθώς εγώ, πολλάκις το εκάλουν, και απέτεινον* αυτώ την άνω ερώτησιν του μικρού παντοπώλου της γειτονιάς, μόνον και μόνον δια ν' ακούσωσιν από το στόμα του την απόκρισιν. -Να, πάει να βρει άλλη γυναίκα. Δεν ήτο η πρώτη φορά οπού το έβλεπα. Κατ' εκείνην την ημέραν συνέβη να είμαι πλούσιος, διότι είχα κατορθώσει μετά πέντε εκλιπαρήσεις,* και μετά τεσσάρας αποπομπάς,* να λάβω δεκαπέντε δραχμάς, απέναντι ογδοήκοντα οφειλομένων μοι δι' αμοιβήν φιλολογικής εργασίας πέντε εβδομάδων. Κατά τας τοιαύτας δε ημέρας, ισαρίθμους με τας σελήνας του ενιαυτού,* μοι συμβαίνει, χωρίς να φροντίσω να πληρώσω μέρος των χρεών μου, να εξοδεύω μονοημερίς τα δυο τρίτα του ούτω πως εκβιασθέντος ποσού, φυλάττων φρονίμως το τρίτον δια τας επομένας τρεις εβδομάδας. 6
Έκραξα το παιδίον και του έδωκα μίαν πεντάραν. Εκείνο την έλαβεν, έβγαλεν έξω από τα χείλη την γλώσσαν, με μειδίαμα ευδαιμονίας, και ατενίζον με είπε: - Δο μ' κι άλλη, μπάρμπα! ****** Δεν ήτο το μόνον παιδίον, το οποίον ήρχετο εις το μικρόν εκείνο παντοπωλείον της οδού Σ..., κατά την δυτικήν εσχατιάν* της πόλεως. Πτωχαί γυναίκες έστελναν συνήθως τας πενταετείς ή επταετείς κορασίδας των δια να οψωνίσουν. Συνέβαινε καθ' εσπέραν να κάθημαι επί ημίσειαν ώραν και πλέον, συνομιλών με δύο ή τρεις φίλους, πίνοντας το ορεκτικόν των, εις το μικρόν μαγαζίον, ενίοτε δε να λαμβάνω εκεί το λιτόν δείπνον μου. Πολλάκις τριετή νήπια ψελλίζοντα τα έστελναν αι προκομμέναι αι μητέρες των, με επικίνδυνα ποτήρια ή φιαλίδια εις τας χείρας, δια ν' αγοράσουν κασί ή λάι ή λυκάζι.* Εν τούτων εζήτει να του δώσουν ένα κουμπί (σκουμβρί), άλλο εζήτει μια πεντάρα πίτα (σπίρτα). Την γλώσσαν των μόνος ο νεαρός παντοπώλης, ο φίλος μου, ήτο ικανός να την εννοή. Ο ίδιος εσπλαγχνίζετο ενίοτε και έστελνε προπομπούς* τους ιδίους του υπηρέτας έως την θύραν των μικρών παιδιών, δια να φθάσουν ταύτα ασφαλώς εις την μητέρα των. Συχνά συνέβαινε να ξεχάση η μικρά παιδίσκη, πενταέτις ή εξαέτις, το είδος, το οποίον εστάλη ν' αγοράση, και να είπη άλλα αντ' άλλων. Εντεύθεν παράπονα, διαμαρτυρίαι εκ μέρους των μητέρων, ύβρεις κατά του μπακάλη. Πάντοτε τον μπακάλην έβγαζαν πταίστην. Το παιδί ποτέ δεν έπταιε. Άλλοτε συνέβη να του πέση εις τον δρόμον το μισό το ρύζι, ή να φάγη την μισήν την ζάχαριν. Τότε η μήτηρ ή η γιαγιά κατήρχετο η ιδία, και ύβριζε τον μπακάλην, λέγουσα ότι τέτοιος ήτον, τον ήξευρεν αυτή, όλο ξίκικα* επώλει μ' αυτά εζητούσε να πλουτίση κι αυτός. Και δύναμαι να μαρτυρήσω ότι ο μπακάλης ήτο, ως εμπορευόμενος και ως άτομον, τίμιος άνθρωπος. Άλλοτε πάλιν, ο μικρός ψωνιστής, το δεινότερον,* έχανε καθ' οδόν τα λεπτά, τα ρέστα, όσα έλαβεν από τον παντοπώλην. Πλην δια τούτο είχε ληφθή η πρόνοια να τυλίγωνται τα ρέστα εις χαρτίον, και κάποτε να δένωνται κομπόδεμα εις ράκος* και να εμβάλλωνται εις την τσέπην του μικρού. Και όμως πολλάκις εχάνοντο πεντάλεπτα και δεκάλεπτα και ολόκληροι λιμοκοντόροι.* Και πάλιν ο μπακάλης έπταιεν. ************* 7
Αλλ' ας επανέλθω εις το παιδίον περί ου* ο λόγος εν αρχή. Δεν είμαι ποτέ πολυπράγμον*, αλλ' ο φίλος μου ο μικρός παντοπώλης ήξευρεν, ως εικός, όλα τα μυστικά της γειτονιάς. Ήτο γενικός θεματοφύλαξ* των αλλότριων* υποθέσεων. Δεν ηξεύρω αν το βλέμμα μου του εφάνη ερωτηματικόν, αλλ' όταν ευκαίρησεν, αυθόρμητος ήρχισε να μου διηγήται την ιστορίαν. Προ εννέα ετών ο Μανόλης ο Φλοεράκης είχε νυμφευθή την Γιαννούλαν Πολυκάρπου. Εκ της συζυγίας ταύτης εγεννήθησαν πέντε τέκνα, εξ ων το τρίτον ήτο το παιδίον εκείνο. Ο Μανόλης ήτο ξυλουργός, αλλά δεν διέπρεπε πολύ επί φιλοπονία.* Ειργάζετο, οσάκις είχεν εργασίαν, από την Τρίτην έως την Παρασκευήν. Το Σάββατον πρωί του επονούσεν αίφνης η μέση του, την Δευτέραν του επονούσε το κεφάλι. Εννοείται ότι διήρχετο εν κραιπάλη* από το Σάββατον εσπέρας έως την Δευτέρα πρωί. Η γυνή ήτο φίλεργος.* Είχε ραπτικήν μηχανήν και κατεσκεύαζεν υποκάμισα. Εκέρδιζεν ούτω εν τάλιρον την εβδομάδα, το οποίον, προστιθέμενον εις τας δεκατρείς ή δεκατέσσαρας δραχμάς, όσας εκέρδιζεν εκείνος, και εκ των οποίων τα ημίση του εχρειάζοντο δια το τακτικόν μεθύσι της Κυριακής, μόλις ήρκει προς συντήρησιν της οικογενείας. Πλην η οικογένεια ηύξανε, σχεδόν κάθε χρόνον. Ανά εν κουτσουβέλι,* ή κατσιβέλι,* εγεννάτο τακτικά κάθε δεκαοκτώ μήνας, με κανονικότητα απελπιστικήν. Η οικογένεια ηύξανεν, αλλά το εισόδημα ηλαττούτο. Η εργασία εγένετο σπανιωτέρα. Η ραπτική μηχανή παρερρίφθη εις μίαν γωνίαν, ετέθη εις αχρηστίαν. Η Γιαννούλα, μη προφθάνουσα ν' απογαλακτίση εν μωρόν, και αρχίζουσα να βυζάνη αμέσως άλλο, μόλις επαρκούσα δια να πλύνη ράκη, δεν είχε πλέον καιρόν να ράπτη υποκάμισα. Ο Μανώλης δεν έπαυσε να μεθύη τακτικά από το Σαββατόβραδον έως το εξημέρωμα της Δευτέρας. Η Γιαννούλα δεν είχε πλέον δεύτερον φόρεμα. Τα παιδιά δεν είχον πάντοτε ψωμί. Η εστία σπανίως ήτο αναμμένη. Η γυνή εγόγγυζεν. Ο Μανόλης, όταν ήρχετο, την έτρωγε από την γρίνια. Τα παιδιά έκλαιαν. Η αχυροστρωμνή ήτο τρύπια. Η κουβέρτα δεν ήρκει να σκεπάση τα τρία μεγαλύτερα παιδιά. Η λάμπα ήτο ακαθάριστη και δεν είχε πετρέλαιον. Η στάμνα είχε σπάσει προ τριών ημερών, και έπιναν από ένα τσαγγλί*, οσάκις είχε νερόν η βρύσις της γειτονιάς. Η σκούπα, καταλερωμένη, είχε φαγωθή η μισή, και ελίπαινε το πάτωμα αντί να το σκουπίση. Το τηγάνι είχε 8
τρυπήσει και ήτο άχρηστον. Η χύτρα ήτο ραγισμένη, και έσβηνε την φωτιάν διαρρέουσα, όταν φωτιά υπήρχε. Η κατσαρόλα ήτο παλαιά, φαγωμένη, αγάνωτη. Ο γανωτής είχε προτείνει ή να την αγοράση αντί πενήντα λεπτών, ή να την γανώση αντί πενήντα, με κίνδυνον, είπε, να τρυπήση και να γίνη άχρηστη. Η Γιαννούλα επροτίμησε να την κράτηση αγάνωτην. Η ραπτική μηχανή είχε δοθή ενέχυρον δια δύο εικοσιπεντάρικα, τα ο- ποία θα εχρησίμευαν δια τα γεννητούρια του τελευταίου μωρού και δι' άλλας χρείας. Τα δύο εικοσιπεντάρικα δεν επεστράφησαν, και η μηχανή εκρατήθη. ************ Εις τοιαύτην κατάστασιν ήτο η οικία, όταν εισεχώρησεν ο κουμπάρος εντός. Ο κουμπάρος ήτο άγαμος και τεσσαροκοντούτης, παχύς, ευμορφάνθρωπος με πλατύ ζουνάρι. Ήτο μέγας και πολύς, κομματάρχης ενός των πολιτευτών της Αττικής, είχε κερδίσει χρήματα από κάτι ενοικιάσεις. Ήτο άνθρωπος μ' επιρροήν. Κατ' αρχάς ήρχετο άπαξ του μηνός. Είτα ήλθε δις εις μίαν εβδομάδα, φέρων κρέας και μικρά τίνα δώρα δια τα παιδία. Κατόπιν ήρχισε να έρχεται ημέραν παρ' ημέραν. Τέλος ήρχετο καθ' εκάστην, φέρων πάντοτε οψώνια. Τις οίδε ποίους σκοπούς έτρεφεν ο κουμπάρος. Πλην η Γιαννούλα ήτον τίμια, όσον και πάσα άλλη. Η Γιαννούλα ήτον τίμια, αλλ' ο Μανώλης ήτον ζηλιάρης. Και μετά πολλά εσπερινά δείπνα τα οποία έφαγεν εις την οικίαν ομού με τον κουμπάρον, μετά πολλάς δε πρωινάς σκηνάς τας οποίας έκαμεν εις την γυναίκα του, ήρχισε να μην είναι συνεπής εις τίποτε, κάποτε μάλιστα να ξενοκατιάζη.* Της είχε διηγηθή πολλάκις ότι, πριν την πάρη, είχε μία φιλενάδα. Εκείνη είχε νυμφευθή έκτοτε, ίσως χωρίς παπά, καθώς συνηθίζεται κάποτε εις την πτωχήν συνοικίαν. Τώρα φαίνεται ότι την είχε ξανανταμώσει, αυτήν την πάλαιαν γνωριμίαν, και δια τούτο έλειπεν από το σπίτι βραδιές βραδιές. Όσο δια την Γιαννούλαν, το μόνον έγκλημα της ήτο ότι, ίσως, είχε πολιτέψει* τον κουμπάρον, και δεν τον είχε διώξει μίαν και καλήν. Ο κουμπάρος ήξευρε, βλέπετε, από πολιτικήν, και αυτή, ως γυνή οπού ήτον, ήξευρεν από ψευτοπολιτικήν. Πλην οι γειτόνισσες δεν ήσαν επιεικείς, και την εκακολόγησαν. Και εις των γειτόνων, ο κυρ-ζάχος ο Ξεφαντούλης, ήτο της αρχής ότι έπρεπεν ο 9
ενδιαφερόμενος «να ξέρη τι τρέχει». Και η υστεροβουλία, η λανθάνουσα και αυτόν τον ίδιον, ήτο να εύρη διασκέδασιν αυτός με τες φωνές, με τες κατακεφαλιές, με τα τραβήγματα των μαλλιών και με το χώρισμα του ανδρογύνου. Αυτό θα ειπή να σου θέλη τις το καλόν σου, να κήδεται* της τιμής σου, δηλαδή. Να σε βάλη να σκοτωθής. *********** Μετά τελευταίαν φοβεράν σκηνήν, από την οποίαν η Γιαννούλα εβγήκε με μισήν πλεξίδα, με εν μάγουλον αιματωμένον, και με σχισμένον υποκάμισον -και όλοι οι φρονιμότεροι άνθρωποι της γειτονιάς έτρεφον την πεποίθησιν, την οποίαν συμμερίζεται και ο γράφων, ότι η Γιαννούλα ήτον αθώα- ο Μανώλης έγινεν άφαντος. Επήγε να ενταμώση οριστικώς την πάλαιαν του γνωριμίαν. Ο κουμπάρος εν τω μεταξύ είχε παύσει τας συχνάς επισκέψεις του. Είχεν αρραβωνισθή. Γεροντοπαλίκαρον ακμαίον, καλοκαμωμένος, ευμορφάνθρωπος, με πλατύ ζουνάρι, κομματάρχης, μέγας και πολύς, κερδίσας χρήματα από τας ενοικιάσεις, επόμενον ήτο να εύρη νύμφην με προίκα. Η Γιαννούλα τον είχε πολιτέψει η πτωχή. Μόνον τούτο το αμάρτημα είχε πράξει. Αλλά τα παιδιά επεινούσαν. Πλην εκείνος εβαρύνθη να περιμένη, κι έφυγε με την ώραν του. Και η Γιαννούλα έμεινε με τα τέσσαρα παιδιά - το πέμπτον είχεν αποθάνει, ανακληθέν* ενωρίς υπό του Πολυευσπλάγχνου και Πανσόφου εις τον κήπον τον ανθηρόν, εις το ωραίον περιβολάκι με τα κρίνα και με τους ναρκίσσους, μετά των οποίων φυτεύονται και ανθούσιν εσαεί* και τα άκακα νήπια - έμεινε, λέγω, με τα τέσσαρα παιδία, χωρίς πατέρα, και χωρίς κουμπάρον. Έμεινε χωρίς άρτον εις το ερμάρι και χωρίς φωτιάν εις την εστίαν, χωρίς φόρεμα, χωρίς στρωμνήν, χωρίς σκέπασμα, χωρίς χύτραν και χωρίς στάμναν και χωρίς ραπτικήν μηχανήν! Και το τρίτον παιδίον, ο Μήτσος, εκείνο το οποίον έβλεπα, ήρχετο εις το παντοπωλείον, και εζήτει από τον μικρόν μπακάλην, όστις ήτο ακριβής εις τα σταθμά,* αλλά δεν εννόει από ελεημοσύνην, ήρχετο και εζήτει να του στάξη «μια σταξιά λάδι στο γυαλί», αυτό το οποίον θα ήτο άξιον να στάξη μίαν σταγόνα νερού εις πολλών πλουσίων χείλη, εις τον άλλον κόσμον. Και ητιολόγει την αίτησίν του λέγον: - Δεν έχουμε πατέρα στο σπίτι! 10
ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ρακένδυτος: ντυμένος με ράκη (κουρέλια), κουρελιάρης. αποπομπή: διώξιμο (αποπέμπω). απέτεινον: του αποτείνω- απευθύνω. ενιαυτός: το έτος. εκλιπαρήσεις: ικεσίες, εσχατιά: το τέλος, η παρυφή. λυκάζι: γλυκάδι, το ξίδι. ξίκικα: λειψά. προπομπός: συνοδός. το δεινότερον: το χειρότερο. ράκος: το κουρέλι. αλλότριος: ξένος. λιμοκοντόρος: εδώ: χαρτονόμισμα μιας δραχμής. φιλοπονία: εργατικότητα. κραιπάλη: μέθη. περί ου (ο λόγος): για το οποίο (έγινε λόγος), φίλεργος: εργατικός. πολυπράγμων: πολυάσχολος, αυτός που ασχολείται με ξένες υποθέσεις. κουτσουβέλι: νήπιο. κατσιβέλι: γυφτάκι (ο συγγραφέας κάνει λογοπαίγνιο ταυτίζοντας τις λέξεις). θεματοφύλαξ: φρουρός. τσαγγλί: γυάλινο δοχείο. ξενοκατιάζω: κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, ξενοκοιμάμαι (το κοπάζω λέγεται για τις όρνιθες), κήδομαι (με γενική): φροντίζω για κάποιον (ή για κάτι). πολιτεύω κάποιον: του συμπεριφέρομαι με διπλωματία. ανακληθέν: μετοχή παθ. αορ. του ανακαλώ, καλώ πάλι. τα σταθμά: τα ζύγια, το ζύγισμα 2. Ν. Καζαντζάκης, (ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟ ΓΚΡΕΚΟ, Απόσπασμα): Οι ώρες που περνούσα με τη μητέρα μου ήταν γεμάτες μυστήριο- καθόμασταν ο ένας αντίκρα στον άλλο, εκείνη σε καρέκλα πλάι στο παράθυρο, εγώ στο σκαμνάκι μου, κι ένιωθα, μέσα στη σιωπή, το στήθος μου να γεμίζει και να χορταίνει, σαν να 'ταν ο αγέρας ανάμεσα μας γάλα και βύζαινα. 11
Από πάνω μας ήταν η γαζία, κι όταν ήταν ανθισμένη, η αυλή μοσκομύριζε. Αγαπούσα πολύ τα ευωδάτα κίτρινα λουλούδια της, τα 'βαζε η μητέρα μου στις κασέλες και τα σώρουχά μας, τα σεντόνια μας, όλη μου η παιδική ηλικία μύριζε γαζία. Μιλούσαμε, πολλές ήσυχες κουβέντες, πότε η μητέρα μου δηγόταν για τον πατέρα της, για το χωριό που γεννήθηκε, και πότε εγώ της στορούσα τους βίους των αγίων που είχα διαβάσει, και ξόμπλιαζα τη ζωή τους με τη φαντασία μου δε μ' έφταναν τα μαρτύρια τους, έβαζα κι από δικού μου, ωσότου έπαιρναν τη μητέρα μου τα κλάματα, τη λυπόμουν, κάθιζα στα γόνατα της, της χάδευα τα μαλλιά και την παρηγορούσα: Μπήκαν στον Παράδεισο, μητέρα, μη στενοχωριέσαι, σεργιανίζουν κάτω από ανθισμένα δέντρα, κουβεντιάζουν με τους αγγέλους και ξέχασαν τα βάσανα τους. Και κάθε Κυριακή βάζουν χρυσά ρούχα, κόκκινα κασκέτα με φούντες και πάνε να κάμουν βίζιτα στο Θεό. Κι η μητέρα σφούγγιζε τα δάκρυα της, με κοίταζε σα να μου έλεγε: «Αλήθεια λες;» και χαμογελούσε. Και το καναρίνι, μέσα από το κλουβί του, μας άκουγε, σήκωνε το λαιμό και κελαηδούσε μεθυσμένο, ευχαριστημένο, σαν να 'χε κατέβει από τον Παράδεισο, σαν να 'χε αφήσει μια στιγμή τους αγίους κι ήρθε στη γης να καλοκαρδίσει τους ανθρώπους. Η μητέρα μου, η γαζία, το καναρίνι, έχουν σμίξει αχώριστα, αθάνατα μέσα στο μυαλό μου δεν μπορώ πια να μυρίσω γαζία, ν' ακούσω καναρίνι, χωρίς ν' ανέβει από το μνήμα της -από το σπλάχνο μου- η μητέρα μου και να σμίξει με τη μυρωδιά τούτη και με το κελάδημα του καναρινιού. Ποτέ' δεν είχα δει τη μητέρα μου να γελάει χαμογελούσε μόνο, και τα βαθουλά μαύρα μάτια της κοίταζαν τους ανθρώπους γεμάτα υπομονή και καλοσύνη. Πηγαινόρχουνταν σαν πνέμα αγαθό μέσα στο σπίτι, κι όλα τα πρόφταινε ανέκοπα κι αθόρυβα, σαν να 'χαν τα χέρια της μιαν καλοπροαίρετη μαγική δύναμη, που κυβερνούσε με καλοσύνη την καθημερινήν ανάγκη. Μπορεί και να 'ναι η νεράιδα, συλλογιζόμουν κοιτάζοντας τη σιωπηλά, η νεράιδα που λεν τα παραμύθια, και κινούσε στο παιδικό μυαλό μου η φαντασία να δουλεύει: μια νύχτα ο πατέρας μου, περνώντας από τον ποταμό, την είδε να χορεύει στο φεγγάρι, χίμηξε, της άρπαξε το κεφαλομάντηλο, κι από τότε την έφερε σπίτι και την έκαμε γυναίκα του. Κι ολημέρα τώρα πάει κι έρχεται η μάνα μέσα στο σπίτι και ψάχνει να βρει το 12
κεφαλομάντηλο, να το ρίξει στα μαλλιά της, να γίνει πάλι νεράιδα και να φύγει. Την κοίταζα να πηγαινόρχεται, ν' ανοίγει τα ντουλάπια και τις κασέλες, να ξεσκεπάζει τα πιθάρια, να σκύβει κάτω από το κρεβάτι, κι έτρεμα μην τύχει και βρει το μαγικό κεφαλομάντηλο της και γίνει άφαντη. Η τρομάρα αυτή βάσταξε χρόνια και λάβωσε βαθιά τη νιογέννητη ψυχή μου- κι ακόμα και σήμερα αποκρατάει μέσα μου πιο ανομολόγητη η τρομάρα ετούτη: παρακολουθώ κάθε αγαπημένο πρόσωπο, κάθε αγαπημένη ιδέα, με αγωνία, γιατί ήξερα πως ζητάει το κεφαλομάντηλο της να φύγει... Μονάχα μια φορά θυμούμαι τη μητέρα μου να λάμπει παράξενα το μάτι της, να γελάει και να χαίρεται, σαν όταν θα ταν ανύπαντρη ή αρραβωνιασμένη. Πρωτομαγιά, είχαμε πάει σ ένα χωριό, στη Φόδελε, γεμάτο νερά και περβόλια πορτοκαλιές, να κάμει ο πατέρας μου μια βάφτιση. Οπόταν, άξαφνα, σφοδρή νεροποντή ξέσπασε, γίνηκε ο ουρανός νερό κι άδειασε απάνω στη γης, κι αυτή κακάριζε, άνοιγε και δέχουνταν τ αρσενικά νερά βαθιά στον κόρφο της. Είχαν μαζευτεί οι προύχοντες του χωριού, με τις γυναίκες τους και τις κόρες, στο μεγάλον οντά του κουμπάρου, η βροχή κι οι αστραπές έμπαιναν από τις χαραμάδες της πόρτας και των παραθυριών, ο αέρας μύριζε πορτοκάλι και χώμα. Και μπαινόβγαιναν τα τραταρίσματα, τα κρασιά, τα ρακιά κι οι μεζέδες, πήρε να βραδιάζει, άναψαν τα λυχνάρια, οι άντρες ήρθαν στο κέφι, οι γυναίκες οι χαμοβλεπούσες σήκωσαν τα μάτια κι άρχισαν να κακαρίζουν σαν τις πέρδικες κι όξω από το σπίτι μούγκριζε ακόμα ο Θεός, πλήθαιναν οι βροντές, τα στενά δρομάκια του χωριού είχαν γίνει ποτάμια, κατρακυλούσαν οι πέτρες και χαχάριζαν, είχε γίνει ο Θεός νεροποντή κι αγκάλιαζε, πότιζε, κάρπιζε τη γης. Κι ο κύρης στράφηκε στη μάνα μου, πρώτη φορά είδα να την κοιτάζει με τρυφεράδα, κι η φωνή του πρώτη φορά είχε γλυκάνει: - Μαργή, της είπε, τραγούδηξε. Της έδινε την άδεια, μπροστά σε τόσους άντρες, να τραγουδήσει κι εγώ σηκώθηκα ανταρεμένος δεν ξέρω γιατί, είχα θυμώσει έκαμα να τρέξω στη μάνα μου, σα να θελα να την προστατέψω μα ο κύρης με άγγιξε με το δάχτυλό του στον ώμο και με κάθισε κάτω. Κι η μάνα μου φάνηκε αγνώριστη, γυάλιζε το πρόσωπό της, σα να το αγκάλιαζαν όλες οι βροχές κι οι αστραπές, σήκωσε το λαιμό, και θυμούμαι τα μακριά κορακάτα μαλλιά της λύθηκαν ξαφνικά, της σκέπασαν τις πλάτες και κατέβηκαν ώς τα γοφιά της. Κι άρχισε τι φωνή ήταν εκείνη, βαθιά, γλυκιά, λίγο βραχνή, όλο πάθος μεσόκλεισε τα μάτια 13
της κατά τον κύρη και τραγούδησε μια μαντινάδα. Δε θα την ξεχάσω ποτέ τη μαντινάδα αυτή τότε δεν κατάλαβα γιατί την είπε, για ποιον την είπε αργότερα, σα μεγάλωσα, κατάλαβα. Τραγουδούσε με τη γλυκιά, γεμάτη συγκρατημένο πάθος φωνή της και κοίταζε τον πατέρα: Θαμάζουμαι όταν περπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες και δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες! Γύρισα πέρα τα μάτια, να μη βλέπω τον κύρη, να μη βλέπω τη μάνα, πήγα στο παραθύρι κι ακούμπησα το κούτελό μου στο τζάμι κι έβλεπα τη βροχή να πέφτει και να τρώει τα χώματα. 4. Διδώ Σωτηρίου [Το σπίτι μου Το μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα (1962) αναφέρεται στον ελληνισμό της Μ. Ασίας. Ο κεντρικός ήρωας τον έργου Μανόλης Αξιώτης, αγρότης σ' ένα χωριό κοντά στην Έφεσο, ζει τις περιπέτειες του μικρασιατικού ελληνισμού, που αρχίζουν το 19 14 με τα καταναγκαστικά έργα στα τούρκικα «τάγματα εργασίας» και κορυφώνονται με τη μικρασιατική καταστροφή τον 1922 και τον ξεριζωμό των Ελλήνων. Το απόσπασμα είναι η αρχή τον μυθιστορήματος. Σ' αυτό ο Μανόλης Αξιώτης μιλάει για το σπίτι του, όπου κυριαρχεί η αυστηρή μορφή τον πατέρα. Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δε φόρεσα, μήτε καινούριο ρούχο. Ο πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποχτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερες γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι. Δε θυμούμαι να μου 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι* ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήτανε να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, που 'χε κάτι χρωματιστά κάντια*, μεγάλα σα λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα* του. Ο Γιώργης και 'γώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του 'λαχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα νια το καλύτερο. Όταν 14
πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, τ άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου. Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας*. Ο αδελφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω: Σαλεύει! Είναι ζωντανό! Μαζεύτηκαν τ' αδέρφια μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σ' όλα τα παιδικά μου χρόνια! Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλυκά του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι να 'χει πάλι;» σκέφτηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του: -Για... εσείς! Φέρτε μου δω τούτα τα μαραφέτια*! Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιοΰ*. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατι δε μυρίστηκε τον κίνδυνο, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρουμπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένα μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ* την πέταξε στο τζάκι. - Να, λεχρίτες*! έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε, μπρε, κάνα τετράδιο, κάνα μολυβί! Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο* τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το 'ξερε. Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με μανία. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σα φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη: Άμοιρε, θα το χαλάσεις* το σπλάχνο σου! Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το 'χε δώσει ο πατέρας, για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. 15
Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ' ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστείο. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρο της και χάζευε* την ώρα όμως της πλερωμής οι περσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας ανταμώσανε. Δε βάστηξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τιγκ, ταγκ, τογκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου. Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι* και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε κι αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παράδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη τη μέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, έτρεμα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μοναχά κείνου του ξένου, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ. Στο σπίτι δυο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξη μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τόνε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνανε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαίδέψει, να μας πάρει στα γόνατα της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κι ένα μυξιάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι* όλο το χωριό μιλούσε ία την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της. Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι*, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κι η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα, όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανόλης, είναι φτυστός ο μπαρμπα-δημητρός». 16
Νύχτα, με τ' άστρα, σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι* του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια* και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψιχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα. Δούλευε δεκάξι με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια* εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περισσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς. Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κι έπεφτε μπαϊλντισμένος* στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος. Κουβέντα δεν του 'παιρνες ουδέ Κυριακή ουδέ χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του* είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου: - Το «Πατ», μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο το «ερήμων» με μπερδεύει... Λεξιλόγιο μεταλλίκι: μεταλλικό νόμισμα, κάντιο: κρυσταλλική ζάχαρη εδώ: ζαχαρωτά, λίμα: η μεγάλη πείνα, κάνω το κομμάτι μου: κάνω επίδειξη (λαϊκή έκφραση). μαραφέτι: εργαλείο, χαγιάτι: στεγασμε'νος διάδρομος, εξώστης, απέ: μετά, υστέρα, λεχρίτης (θηλ. λεχρίτισσα): αλήτης, βρωμιάρης, αράθυμος: οξύθυμος, χαλάω: καταστρέφω, σκοτώνω. τουζλούκια: μάλλινες «περικνημίδες» που κάθε μια σκεπάζει το πόδι από το πάνω μέρος του παπουτσιού ως το 17
γόνατο, γομάρι: εδώ φορτίο, μπαϊλντισμένος: αποκαμωμένος. ανώι: το επάνω πάτωμα δίπατου σπιτιού, τα ζωντανά: τα ζώα, αλισβερίσι: δοσοληψία, γιατάκι: στρώμα. 5.. Κώστας Ταχτσής: Τα ρέστα (1972). - «Έφτυσα! Αλίμονό σου αν χαζέψεις πάλι στο δρόμο!» Δεν έφτυνε ποτέ στ' αλήθεια, μόνο με λόγια, μα το νόημα της απειλής ήταν καθαρό: Έπρεπε νά χεις γυρίσει πίσω πριν στεγνώσει το σάλιο. Το πόσο γρήγορα στεγνώνει το σάλιο το καθόριζε εκείνη σύμφωνα με τις περιστάσεις, σύμφωνα με το κέφι της. Καμιά φορά στέγνωνε ώσπου να πεις κρεμύδι, σαν πουλί πήγαινες και σαν πουλί γύριζες, μα το σάλιο είχε στεγνώσει κιόλας, κι εκείνη σε περίμενε στην πόρτα με το λουρί στο χέρι. Άλλοτε, γύριζες απ' το θέλημα που σ' είχε στείλει να της κάνεις και, στ' αντίκρισμα του σπιτιού απ' τη γωνιά του δρόμου, σ' έπιανε τρεμούλα, κάτι έσπαγε μέσα σου, λυνόντουσαν τα γόνατά σου, αντί να πάν' μπροστά, τα πόδια σου πήγαιναν πλάγια, πίσω, μπροστά, πλάγια, πίσω... Αναρωτιόσουνα γεμάτος αγανάκτηση με τον εαυτό σου τι σ' είχε κάνει να ξεχαστείς τόσο πολύ, ποιος ζερζεβούλης σ' είχε βάλει να σταθείς και να χαζέψεις τα παιδιά πού σερναν την κάργια απ' το ποδάρι, αν άξιζε τον κόπο να φας τόσο ξύλο για μια διασκέδαση πούχε τύχει στο δρόμο σου, στην οποία δεν είχες λάβει καν μέρος, και που, το χειρότερο απ' όλα, ανήκε κιόλας στο παρελθόν, ενώ η ώρα της Κρίσεως, η στιγμή της πληρωμής του λογαριασμού πλησίαζε αμείλικτα με κάθε βήμα πού κανες προς την πόρτα. Κι όμως, συχνά οι φόβοι σου ήταν αδικαιολόγητοι. Έμπαινες στο σπίτι τρέμοντας σαν κατάδικος που πάει για εκτέλεση και, ξαφνικά, από την έκφραση του προσώπου της καταλάβαινες πως το σάλιο δεν είχε στεγνώσει ακόμα και το στήθος σου φούσκωνε μ' ανακούφιση, και, γεμάτος αγάπη κι ευγνωμοσύνη, γεμάτος έκσταση μπροστά σ' αυτό το θαύμα, την κοιτούσες, θα θελες να τρέξεις να τη φιλήσεις, οι τύψεις σου για το χάζεμα γινόντουσαν καπνός, και ξαφνικά λυπόσουνα που δεν είχες χαζέψει λίγο περισσότερο, τολμούσες μάλιστα και της έλεγες πως τα παιδιά στον απάνω δρόμο είχαν πιάσει μια κάργια και την έσερναν απ' το ποδάρι μ' ένα σπάγγο και την κλοτσούσαν σαν τόπι, ήταν σα να ομολογούσες καθαρά πως είχες χαζέψει, σα να την προκαλούσες να σου δείξει τα χαρτιά της, αν είχε σκοπό να σε δείρει, να σε δείρει μια ώρ' αρχήτερα 18
να τελειώνουμε. Μα εκείνη ή δε σούδινε καθόλου σημασία, ή σούλεγε κάτι εντελώς άσχετο με το χάζεμα και την κάργια, σούλεγε: - «Ασ' το μπουκάλι στην κουζίνα, και πετάξου απέναντι στην κυρά- Χρυσή να της πεις νάρθει δυο λεπτά που θέλω να της μιλήσω». Καμιά φορά μάλιστα -αλλά σπάνια- όταν ήταν στα κέφια της, όταν είχε έρθει αποβραδίς ο κύριος που της είχε αγοράσει το μικροσκοπικό γραμμόφωνο από την Έκθεση, ή ο κύριος πούφερνε πάντα τα μύδια και το κόκκινο χαβιάρι, τότε ξεχνούσε ακόμα και να φτύσει, κι όταν γύριζες από το φούρνο αγκομαχώντας από το βάρος της φραντζόλας που σούχε πέσει τρεις φορές στο δρόμο, όχι μόνο δε σε μάλωνε, μα σ' έπαιρνε στην αγκαλιά της και σούλεγε: - «Αχ, να χαρώ εγώ παιδί, που μεγάλωσε και μου κάνει δουλειές, τ' αγοράκι μου το καλό, που όταν γεράσω, θα με παίρνει απ' τον ίσκιο και θα με βάζει στον ήλιο!», και γελούσε με την καρδιά της. Τι ωραία που ήταν η ζωή τέτοιες μέρες! Το γραμμόφωνο έπαιζε συνεχώς, κι εκείνη τραγουδούσε μαζί του: Σ' ένα ταγκό σφιχτήκαν κι αγκαλιαστήκαν μ' αυτή στον κάθε γύρο κοιτάει τριγύρω... Τα πρωινά ερχόταν η κυρά-ρωξάνη απ' την Τούμπα κι έπλενε τα ρούχα γιατί εκείνη σιχαινόταν το πλύσιμο, ή σφουγγάριζε το πάτωμα, έκανε το σπίτι λαμπίκο, χαιρόσουνα να το βλέπεις, ή ερχόταν μόνο και μόνο για να σου κάνει παρέα, να σου πει παραμύθια, επειδή εκείνη έπρεπε να βγει έξω, να πάει πρώτα στο δικηγόρο για το διαζύγιο, και μετά στον οδοντογιατρό, κι από κει στου Μοδιάνου να ψωνίσει. Μ' αν έμενε στο σπίτι, έβγαινε τ' απόγεμα στο παράθυρο, και φώναζε τον παγωτατζή: «Κυρ- Πρόδρομε, δος μου δυο παγωτά, καϊμάκι, κι όχι κούφιο το χωνί από μέσα, τι έγινες βρε χριστιανέ μου, σε χάσαμε τόσες μέρες». Έπαιρνε δυο παγωτά, ένα για την κυρά-ρωξάνη κι ένα για σένα, εκείνη δεν έτρωγε παγωτό γιατί πήγαινε στον οδοντογιατρό, αν και καμιά φορά δεν άντεχε να σε βλέπει να το γλείφεις κι εκείνη να μην τρώει, και σούλεγε: - «Δε θα δώσεις λιγούτσ'κο της μαμάκας που στ' αγόρασε;» Κι έβαζε τις παλάμες -μπροστά στο πρόσωπο κι έκλαιγε, «α, α, α!». Κι αμέσως έτρεχες κοντά της, και σήκωνες ψηλά το χέρι με το χωνί, κι ας ήξερες πως έκλαιγε στα ψέματα, περήφανος που μπορούσες να κάνεις και συ κάτι για κείνην, αλλά, έλα, ομολόγησέ το, προσέχοντας με κομμένη ανάσα πόσο θα δαγκώσει, γιατί στο 19
κάτω της γραφής το παγωτό ήταν δικό σου, να φάει κι εκείνη, αλλά να μην το φάει όλο. Τα βράδια ήταν ακόμα πιο ωραία όταν ήταν στις καλές της. Ο τόπος μοσκοβολούσε απ' τις μυρωδιές πoύφταναν απ' την αυλή του αντικρινού σπιτιού, γιασεμί κι αιγόκλημα, κι η ατμόσφαιρα είχε κάτι το εορταστικό, ήταν Πρωτομαγιά, σου φορούσε τη λουλουδένια σου ποδιά με το λάστιχο στα μπατζάκια και σ' έστελνε στο δρόμο να παίξεις όσο ήθελες αλλά να μη γυρίσεις πίσω μουτζούρης. Ύστερα έβγαζε τις γλάστρες στην εξώπορτα, την μπιγκόνια, την ορτανσία και τους δύο φίκους, και τις πότιζε, κι έχυνε και κάναδυο κουβάδες νερό στο πεζοδρόμιο για να δροσίσει ο τόπος, κι ύστερα καθότανε κι εκείνη στο σκαλί, πλάι στις γλάστρες, κι έπιανε κουβέντα με την κυρά Χρυσή, ή μάζευε τα μεγάλα κορίτσια και τα μεγάλ' αγόρια που πήγαιναν στην τρίτη Γυμνασίου, και τους μάθαινε τη μπερλίνα και την κολοκυθιά πινακωτή, πινακωτή, από τ' άλλο μου τ' αφτί, έμαθα πως έχεις μια κολοκυθιά που κάνει δέκα κολοκύθια... Μια φορά μάλιστα σηκώθηκε κι έπαιξε σκοινάκι, για να δείξει στα κορίτσια πώς πηδάνε, και δε βγήκε απ' το παιχνίδι επειδή έχασε, μα μόνο όταν φούσκωσε, και την έπιασαν τα γέλια, κι είπε: «Άστε με ήσυχη, βρε σατανάδες, δεν είμ' εγώ πια για τέτοια πράματα, έχω κοτζάμ γιο!» Μα ήταν άλλες μέρες, όλες χειμωνιάτικες, όλες γεμάτες σύννεφα, που είχε τα μπουρίνια της, που κάπνιζε συνεχώς σα φουγάρο, κι έτρωγε τα νύχια της, και τέτοιες μέρες, όχι μόνο δεν έπρεπε να χαζέψεις στο δρόμο, μα ούτε στο σπίτι να παίξεις με τα χρυσά απ' τα τσιγάρα, ούτε να μιλήσεις. Γιατί σούλεγε: - «Πρόσεξε καλά, μη βγάλεις άχνα σήμερ' απ' το στόμα σου, γιατί θα σε σκίσω σα σαρδέλα!» Τέτοιες μέρες το καλύτερο ήταν να μη σε στείλει έξω για θέλημα, γιατί ήξερες πως, όσο γρήγορα κι αν γύριζες πίσω, το σάλιο είχε κιόλας στεγνώσει, κι αν δεν είχε στεγνώσει το σάλιο, είχες ξεχάσει να πάρεις αλάτι, «Τι άλλο σούπε η μαμά σου να πάρεις;» σούλεγ' ο μπακάλη ς, μα όσο κι αν βασάνιζες το μυαλό σου, ήταν αδύνατο να θυμηθείς, ή χάζευες στο δρόμο, ξεχνούσες εντελώς πως σήμερα είχε τα μπουρίνια της και στεκόσουνα και χάζευες τα παιδιά πούδιναν μια δεκάρα κι έβλεπαν το Πανόραμα, ή σ' έβλεπαν να κρατάς κάτι σφιχτά μέσα στη φούχτα σου, και σούλεγαν: - «Έλα να παλέψουμε και θα σ' αφήσω να με νικήσεις», και σούκλεβαν τα ρέστα χωρίς να πάρεις είδηση, κι εκείνη, αντί να βγει να δείρει τα 20
παιδιά, έδερν' εσένα. - «Ήμαρτον μανούλα μου», φώναζε ς μέσα απ' τους λυγμούς σου, «ήμαρτον, δεν θα το ξανακάνω!», και προσπαθούσε ς να κρυφτείς πίσω απ' τη φούστα της, μα όσο της ξέφευγε ς, κι όσο περισσότερο έκλαιγες, τόσο περισσότερο σκύλιαζε, δεν της άρεσε να κλαις, ούτε να παρακαλάς, εννοούσε να δέχεσαι την τιμωρία σαν άντρας. - «Ή θα γίνεις άντρας και θα μάθεις να μην κλαις», σούλεγε αφρίζοντας και χτυπώντας όπου έβρισκε, «ή θα σε σκοτώσω από τώρα μια και καλή, να σε κλάψω και να σε ξεχάσω, άναντρους σαν τον προκομμένο τον πατέρα σου δεν χρειάζεται άλλους η κοινωνία -πες μου, θα γίνεις άντρας; Πες: «Θα γίνω άντρας!» Πες το γιατί δε θα βγεις ζωντανός απ' τα χέρια μου, σήμερα θάν' το τέλος σου!» Κι έλεγες: - «Ναι μανούλα μου, θα γίνω». «Και δε θα ξαναχαζέψω στο δρόμο». - «Και δε θα ξαναχαζέψω!» - «Ούτε θα με πιάνουν κορόιδο οι αλήτες να μου κλέβουν τα ρέστα μου!» «Όχι μανούλα μου, όχι!...» - «Άντε τώρα, ξεκουμπίσου από μπροστά μου πριν μετανιώσω, τράβα να πλύνεις τα μούτρα σου, και να μην ακούσω τσιμουδιά! - που να μην έσωνα και να μην έφτανα να σ' είχα γεννήσει!...» Τέτοιες μέρες το γραμμόφωνο ή δεν έπαιζε καθόλου ή έπαιζε συνεχώς την ίδια πλάκα... Φτώχεια, μέσα στην πλάση ετούτη έχεις τα πιο πολλά παιδιά Κι εκείνη έβγαινε το βράδι έξω χωρίς να ειδοποιήσει την κυρά-ρωξάνη νάρθει να σου κάνει παρέα, σ' έβαζε στο κρεβάτι κι έβγαινε, και γύριζε αργά, πόσο αργά δεν ήξερες, πολλές φορές δεν ήξερε ς καν ότι έλειπε, μα θάσουνα στον τρίτο ή στον τέταρτο ύπνο όταν άκουγες κουβέντες από πολύ μακριά, κι άνοιγες για μια μόνο στιγμή τα μάτια σου κι έβλεπες τον άγγελό σου ολόγυμνο, χωρίς φτερά, μπροστά στο κρεβάτι της, κι ύστερα έσβηνε η λάμπα του πετρελαίου, έσβηναν οι κουβέντες, και το σκοτάδι ήταν σα βαρειά κουβέρτα στα μάτια σου, κι έπεφτες σα μολύβι στον πέμπτο ύπνο... Αχ, βρε μάνα! Έχουν περάσει - πόσα; Τριάντα χρόνια από τότε, κι ακόμα δεν έμαθα το μάθημά μου. Ακόμα δεν έγινα άντρας, ακόμα χαζεύω στο δρόμο κοιτάζοντας τα παιδιά, ακόμα μου κλέβουν οι αλήτες τα ρέστα. Κι αυτό είναι η μεγαλύτερη τιμωρία σου. Και δική μου τιμωρία που δεν κατάλαβα, όσο ήταν ακόμα καιρός, τι υπέφερε ς τότε, και θέλησα να. σ' εκδικηθώ. Μα που να πάρει ο διάβολος, έπρεπε να τα βάζεις μαζί μου για να ξεσπάς; 21
Δε μπορούσες δηλαδή να κάνεις τα στραβά μάτια όταν αργούσα δέκα λεπτά ή όταν ξεχνούσα ν' αγοράσω τ' αλάτι; Κι αν θυμάμαι καλά, τα ρέστα που μούχαν κλέψει τα παιδιά του απάνω δρόμου ήταν, στο θεό σου βρε μάνα, ή έξη ή εφτά δεκάρες! 6. Ευγενία Φακίνου, «Ερως, Θέρος, Πόλεμος» (αποσπάσματα): ( ) Η Ελένη ήταν μια ήσυχη γυναίκα είκοσι χρόνων. Όμορφη, πολύ όμορφη και αρκούντως πεισματάρα. Όπως όλες οι γυναίκες της οικογένειάς της. Όπως ήταν κι η μάνα της, η Μάρθα. Αυτή κι αν ήταν. Ανεξάρτητη, με ισχυρή βούληση κι αδιάφορη για ό,τι τότε αποτελούσε τον ηθικό κανόνα. Υπήρξε δίγαμη, κάτι που φυσικό ήταν προκάλεσε την κοινωνία, και της χάρισε μερικά επίθετα καθόλου κολακευτικά. Είχε παντρευτεί πρώτα κάποιον απ τον οποίο είχε αποκτήσει δυο παιδιά και για λόγους που δε μαθεύτηκαν ποτέ, τον εγκατέλειψε και γύρισε στο πατρικό της. Αργότερα ξαναπαντρεύτηκε χωρίς να πάρει διαζύγιο, μιας και τότε, γύρω στα 1880, κι εξαιτίας της τουρκικής κατοχής δεν υπήρχαν τέτοιες ευκολίες ένα δεύτερο άντρα, κρητικής καταγωγής, απόγονο κάποιου απ αυτούς που είχαν βρει καταφύγιο στο απομακρυσμένο νησί τους, τη Σύμη, μετά την αποτυχημένη Κρητική Επανάσταση. Έκανε μαζί του άλλα τρία παιδιά, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, το τελευταίο απ αυτά ήταν η Ελένη. Μεγάλωσε τα παιδιά της στις αυλές του μοναστηριού της. Από μια παλαιότατη συνήθεια, βαθιά ριζωμένη στο νησί, τα παλαιά εγκαταλειμμένα μοναστήρια περνούσαν σε οικογένειες που τα φρόντιζαν χωρίς να τους ανήκουν. Είχαν, θα μπορούσαμε να πούμε, την επιστασία. ιόρθωναν ανελλιπώς τις σκεπές των κελιών με πατημένο χώμα, στερέωναν τους τοίχους που έπεφταν, άσπριζαν τα εκκλησάκια και τα λειτουργούσαν στις γιορτές του πολιούχου αγίου που ήταν αφιερωμένα, ενώ ταυτόχρονα ζούσαν ως φυσιολογικές οικογένειες στα κελιά. Το μοναστήρι της Μάρθας ήταν προνομιούχο. Βρισκόταν σε περίοπτη θέση, στην υψηλότερη κορυφή του νησιού, επόπτευε του δρόμου ένα φαρδύ μονοπάτι ήταν που ένωνε, ανατολικά και δυτικά, τους δύο κυριότερους οικισμούς. Κι από μια ιδιαίτερη εύνοια της τύχης είχε και το μοναδικό τρεχούμενο νερό του νησιού. Οι πρώτοι μοναχοί που στερέωσαν το εκκλησάκι το 13ο αιώνα είχαν εξασφαλίσει το πολυτιμότερο αγαθό. Η «μάνα» του νερού έτρεχε κι εξακολουθεί να τρέχει και στις μέρες μας μέσα σε μια μικρή σπηλιά στην πλάτη του μοναστηριού που ακουμπάει στα βράχια και γέμιζε τη δεξαμενή. Ωραίο νερό, διαυγές και ζωογόνο. Γι αυτό και πάντα 22
φυλασσόταν. υο βαριές εξώπορτες έκλειναν κι ασφάλιζαν το μοναστήρι όταν νύχτωνε. Ο φρουριακός του χαρακτήρας με τα ψηλά τείχη και τις καμάρες το έκαναν απόρθητο. Η Ελένη, η ωραία, η ήσυχη και ταυτοχρόνως πεισματάρα, ερωτεύτηκε μικρή μικρή ένα βοσκό που περνούσε τα κοπάδια του έξω απ το μοναστήρι κι ανέβαινε απαραιτήτως κάθε φορά να πιει νερό όλο διψασμένος ήταν ο καημένος. Η φοβερή Μάρθα είχε βεβαίως αντιληφθεί το τέχνασμα, αλλά δεν μπορούσε ν αρνηθεί νερό σε διψασμένο. Αρνήθηκε όμως, όσο άντεξε, την πρόταση του Σωτήρη. εν ήθελε η κόρη της να πάρει βοσκό σκληρή δουλειά, σκλαβιά πες καλύτερα, χωρίς Κυριακές και σχόλες αλλά, είπαμε, η Ελένη ήταν πεισματάρα κι ερωτευμένη. Έδωσε πήρε, τον παντρεύτηκε. Σαν να την τιμωρούσε η μάνα της, της έδωσε προίκα ένα σπιτάκι στα ψηλά του Χωριού και τρεις γύρους με αμπέλια, συκιές κι αχλαδιές έξω απ το μοναστήρι. Την εξόρισε με τον τρόπο της. Γιατί ενώ είχε χώρο και θα μπορούσε να δώσει ένα απ τα κελιά να στεγαστεί η Ελένη, την έβγαλε έξω και την ανάγκασε ν ανεβαίνει καθημερινά τη σχεδόν κάθετη ανηφόρα, φορτωμένη μ έναν τενεκέ, και να παίρνει το πολύτιμο νερό. Οι σχέσεις των δύο γυναικών θα πρέπει να ήταν σαν τεντωμένο σκοινί. Να ισορροπούσαν όπως το νερό στον ξέχειλα γεμισμένο τενεκέ που κατέβαζε καρτερικά στον ώμο η Ελένη. Απόδειξη των κακών τους σχέσεων ήταν και το γεγονός ότι η Ελένη, ενώ γέννησε πέντε κορίτσια συνολικά, δεν έδωσε το όνομα της μάνας της σε κανένα. Το πρώτο πήρε τ όνομα της πεθεράς της, όπως ήταν το έθιμο. Για τα υπόλοιπα όμως όλο κι έβρισκε δικαιολογίες - τάματα. Πάντα ταγμένα τα είχε τα νεογέννητα μωρουδάκια. Η Μάρθα δεν το σχολίασε ποτέ, δεν ταίριαζε με το χαρακτήρα της, αλλά οι μαρτυρίες λένε ότι της το κράτησε κι ότι ήταν ελάχιστα τρυφερή με τις εγγόνες της. Η Ελένη ήταν γκαστρωμένη στο τρίτο της παιδί όταν βρήκε το πουκάμισο του φιδιού. Το πρώτο της κορίτσι, η Αννίκα, ήταν ήδη τεσσάρων ετών και το δεύτερο, η Θαρινή, δύο. Το όνομα στο δεύτερο κοριτσάκι δόθηκε μετά από τάξιμο βεβαίως προς τιμήν του Ταξιάρχη Μιχαήλ του Θαρινού, που το ξωκλήσι του ήταν έξω απ το Κάστρο. Για το τρίτο, το ερχόμενο παιδί, η Ελένη είχε ήδη αποφασίσει, αν ήταν αγόρι που τόσο πολύ επιθυμούσε ν αποκτήσει ο άντρας της, διάδοχο αλλά και μελλοντικό βοηθό στα κοπάδια να του έδινε τ όνομα του πεθερού της. Αν πάλι τύχαινε να 23