ΠΙΝΑΚΕΣ ΡΗΜΑΤΩΝ Στους πίνακες που ακολουθούν θα βρείτε τέσσερα παραδείγµατα ρηµάτων µε όλους τους τρόπους που αλλάζουν. Κάθε ένα από όλα τα τα οµαλά ρήµατα της ελληνικής γλώσσας ακολουθεί ένα από τα τέσσερα αυτά παραδείγµατα. Στον τελευταίο πίνακα θα βρείτε τα πιο σπουδαία ανώµαλα ρήµατα της ελληνικής γλώσσας, που αλλάζουν µε τον δικό τους τρόπο.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 1 ιδρύω ιδρύεις ιδρύει ιδρύουµε ιδρύετε ιδρύουν ίδρυα ίδρυες ίδρυε ιδρύαµε ιδρύατε ίδρυαν θα ιδρύω θα ιδρύεις θα ιδρύει θα ιδρύουµε θα ιδρύετε θα ιδρύουν θα ίδρυα θα ίδρυες θα ίδρυε θα ιδρύαµε θα ιδρύατε θα ίδρυαν να/ας ιδρύω να/ας ιδρύεις να/ας ιδρύει να/ας ιδρύουµε να/ας ιδρύετε να/ας ιδρύουν να/ας ίδρυα να/ας ίδρυες να/ας ίδρυε να/ας ιδρύαµε να/ας ιδρύατε να/ας ίδρυαν ίδρυε ιδρύετε ιδρύσω ιδρύσεις ιδρύσει ιδρύσουµε ιδρύσετε ιδρύσουν ίδρυσα ίδρυσες ίδρυσε ιδρύσαµε ιδρύσατε ίδρυσαν θα ιδρύσω θα ιδρύσεις θα ιδρύσει θα ιδρύσουµε θα ιδρύσετε θα ιδρύσουν θα ίδρυσα θα ίδρυσες θα ίδρυσε θα ιδρύσαµε θα ιδρύσατε θα ίδρυσαν να/ας ιδρύσω να/ας ιδρύσεις να/ας ιδρύσει να/ας ιδρύσουµε να/ας ιδρύσετε να/ας ιδρύσουν να/ας ίδρυσα να/ας ίδρυσες να/ας ίδρυσε να/ας ιδρύσαµε να/ας ιδρύσατε να/ας ίδρυσαν ίδρυσε ιδρύστε έχω ιδρύσει έχεις ιδρύσει έχει ιδρύσει έχουµε ιδρύσει έχετε ιδρύσει έχουν ιδρύσει είχα ιδρύσει είχες ιδρύσει είχε ιδρύσει είχαµε ιδρύσει είχατε ιδρύσει είχαν ιδρύσει θα έχω ιδρύσει θα έχεις ιδρύσει θα έχει ιδρύσει θα έχουµε ιδρύσει θα έχετε ιδρύσει θα έχουν ιδρύσει θα είχα ιδρύσει θα είχες ιδρύσει θα είχε ιδρύσει θα είχαµε ιδρύσει θα είχατε ιδρύσει θα είχαν ιδρύσει να/ας έχω ιδρύσει να/ας έχεις ιδρύσει να/ας έχει ιδρύσει να/ας έχουµε ιδρύσει να/ας έχετε ιδρύσει να/ας έχουν ιδρύσει να/ας είχα ιδρύσει να/ας είχες ιδρύσει να/ας είχε ιδρύσει να/ας είχαµε ιδρύσει να/ας είχατε ιδρύσει να/ας είχαν ιδρύσει έχε ιδρύσει έχετε ιδρύσει ιδρύοµαι ιδρύεσαι ιδρύεται ιδρυόµαστε ιδρύεστε ιδρύονται ιδρυόµουν ιδρυόσουν ιδρυόταν ιδρυόµασταν ιδρυόσασταν ιδρύονταν θα ιδρύοµαι θα ιδρύεσαι θα ιδρύεται θα ιδρυόµαστε θα ιδρύεστε θα ιδρύονται θα ιδρυόµουν θα ιδρυόσουν θα ιδρυόταν θα ιδρυόµασταν θα ιδρυόσασταν θα ιδρύονταν να/ας ιδρύοµαι να/ας ιδρύεσαι να/ας ιδρύεται να/ας ιδρυόµαστε να/ας ιδρύεστε να/ας ιδρύονται να/ας ιδρυόµουν να/ας ιδρυόσουν να/ας ιδρυόταν να/ας ιδρυόµασταν να/ας ιδρυόσασταν να/ας ιδρύονταν ιδρύου ιδρύεστε ιδρυθώ ιδρυθείς ιδρυθεί ιδρυθούµε ιδρυθείτε ιδρυθούν ιδρύθηκα ιδρύθηκες ιδρύθηκε ιδρυθήκαµε ιδρυθήκατε ιδρύθηκαν θα ιδρυθώ θα ιδρυθείς θα ιδρυθεί θα ιδρυθούµε θα ιδρυθείτε θα ιδρυθούν θα ιδρύθηκα θα ιδρύθηκες θα ιδρύθηκε θα ιδρυθήκαµε θα ιδρυθήκατε θα ιδρύθηκαν να/ας ιδρυθώ να/ας ιδρυθείς να/ας ιδρυθεί να/ας ιδρυθούµε να/ας ιδρυθείτε να/ας ιδρυθούν να/ας ιδρύθηκα να/ας ιδρύθηκες να/ας ιδρύθηκε να/ας ιδρυθήκαµε να/ας ιδρυθήκατε να/ας ιδρύθηκαν ιδρύσου ιδρυθείτε έχω ιδρυθεί έχεις ιδρυθεί έχει ιδρυθεί έχουµε ιδρυθεί έχετε ιδρυθεί έχουν ιδρυθεί είχα ιδρυθεί είχες ιδρυθεί είχε ιδρυθεί είχαµε ιδρυθεί είχατε ιδρυθεί είχαν ιδρυθεί θα έχω ιδρυθεί θα έχεις ιδρυθεί θα έχει ιδρυθεί θα έχουµε ιδρυθεί θα έχετε ιδρυθεί θα έχουν ιδρυθεί θα είχα ιδρυθεί θα είχες ιδρυθεί θα είχε ιδρυθεί θα είχαµε ιδρυθεί θα είχατε ιδρυθεί θα είχαν ιδρυθεί να/ας έχω ιδρυθεί να/ας έχεις ιδρυθεί να/ας έχει ιδρυθεί να/ας έχουµε ιδρυθεί να/ας έχετε ιδρυθεί να/ας έχουν ιδρυθεί να/ας είχα ιδρυθεί να/ας είχες ιδρυθεί να/ας είχε ιδρυθεί να/ας είχαµε ιδρυθεί να/ας είχατε ιδρυθεί να/ας είχαν ιδρυθεί έχε ιδρυθεί έχετε ιδρυθεί Παρατηρήσεις: Αν πριν από το -σ- υπάρχει -ζ- ή -θ-, τότε αυτό εξαφανίζεται: διαβάζω > διαβάσω, πλάθω > πλάσω. Αν πριν από το -σ- υπάρχει -κ-, -γ- ή -χ-, τότε γίνεται -ξ-: πλέκω > πλέξω, πνίγω > πνίξω, τρέχω > τρέξω. Αν πριν από το -σ- υπάρχει -π-, -β- ή -φ-, τότε γίνεται -ψ-: λείπω > λείψω, κλέβω > κλέψω, βάφω > βάψω.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 2 ακούω ακούς ακούει ακούµε ακούτε ακούν(ε) άκου(γ)α άκου(γ)ες άκου(γ)ε ακού(γ)αµε ακού(γ)ατε άκου(γ)αν θα ακούω θα ακούς θα ακούει θα ακούµε θα ακούτε θα ακούν(ε) θα άκου(γ)α θα άκου(γ)ες θα άκου(γ)ε θα ακού(γ)αµε θα ακού(γ)ατε θα άκου(γ)αν να/ας ακούω να/ας ακούς να/ας ακούει να/ας ακούµε να/ας ακούτε να/ας ακούν(ε) να/ας άκου(γ)α να/ας άκου(γ)ες να/ας άκου(γ)ε να/ας ακού(γ)αµε να/ας ακού(γ)ατε να/ας άκου(γ)αν άκου ακούτε ακούσω ακούσεις ακούσει ακούσουµε ακούσετε ακούσουν άκουσα άκουσες άκουσε ακούσαµε ακούσατε άκουσαν θα ακούσω θα ακούσεις θα ακούσει θα ακούσουµε θα ακούσετε θα ακούσουν θα άκουσα θα άκουσες θα άκουσε θα ακούσαµε θα ακούσατε θα άκουσαν να/ας ακούσω να/ας ακούσεις να/ας ακούσει να/ας ακούσουµε να/ας ακούσετε να/ας ακούσουν να/ας άκουσα να/ας άκουσες να/ας άκουσε να/ας ακούσαµε να/ας ακούσατε να/ας άκουσαν άκουσε ακούστε έχω ακούσει έχεις ακούσει έχει ακούσει έχουµε ακούσει έχετε ακούσει έχουν ακούσει είχα ακούσει είχες ακούσει είχε ακούσει είχαµε ακούσει είχατε ακούσει είχαν ακούσει θα έχω ακούσει θα έχεις ακούσει θα έχει ακούσει θα έχουµε ακούσει θα έχετε ακούσει θα έχουν ακούσει θα είχα ακούσει θα είχες ακούσει θα είχε ακούσει θα είχαµε ακούσει θα είχατε ακούσει θα είχαν ακούσει να/ας έχω ακούσει να/ας έχεις ακούσει να/ας έχει ακούσει να/ας έχουµε ακούσει να/ας έχετε ακούσει να/ας έχουν ακούσει να/ας είχα ακούσει να/ας είχες ακούσει να/ας είχε ακούσει να/ας είχαµε ακούσει να/ας είχατε ακούσει να/ας είχαν ακούσει έχε ακούσει έχετε ακούσει ακού(γ)οµαι ακού(γ)εσαι ακού(γ)εται ακου(γ)όµαστε ακού(γ)εστε ακού(γ)ονται ακου(γ)όµουν ακου(γ)όσουν ακου(γ)όταν ακου(γ)όµασταν ακου(γ)όσασταν ακού(γ)ονταν θα ακού(γ)οµαι θα ακού(γ)εσαι θα ακού(γ)εται θα ακου(γ)όµαστε θα ακού(γ)εστε θα ακού(γ)ονται θα ακου(γ)όµουν θα ακου(γ)όσουν θα ακου(γ)όταν θα ακου(γ)όµασταν θα ακου(γ)όσασταν θα ακού(γ)ονταν να/ας ακού(γ)οµαι να/ας ακού(γ)εσαι να/ας ακού(γ)εται να/ας ακου(γ)όµαστε να/ας ακού(γ)εστε να/ας ακού(γ)ονται να/ας ακου(γ)όµουν να/ας ακου(γ)όσουν να/ας ακου(γ)όταν να/ας ακου(γ)όµασταν να/ας ακου(γ)όσασταν να/ας ακού(γ)ονταν ακού(γ)εστε ακουστώ ακουστείς ακουστεί ακουστούµε ακουστείτε ακουστούν ακούστηκα ακούστηκες ακούστηκε ακουστήκαµε ακουστήκατε ακούστηκαν θα ακουστώ θα ακουστείς θα ακουστεί θα ακουστούµε θα ακουστείτε θα ακουστούν θα ακούστηκα θα ακούστηκες θα ακούστηκε θα ακουστήκαµε θα ακουστήκατε θα ακούστηκαν να/ας ακουστώ να/ας ακουστείς να/ας ακουστεί να/ας ακουστούµε να/ας ακουστε ιτε να/ας ακουστούν να/ας ακούστηκα να/ας ακούστηκες να/ας ακούστηκε να/ας ακουστήκαµε να/ας ακουστήκατε να/ας ακούστηκαν ακούσου ακουστείτε έχω ακουστεί έχεις ακουστεί έχει ακουστεί έχουµε ακουστεί έχετε ακουστεί έχουν ακουστεί είχα ακουστεί είχες ακουστεί είχε ακουστεί είχαµε ακουστεί είχατε ακουστεί είχαν ακουστεί θα έχω ακουστεί θα έχεις ακουστεί θα έχει ακουστεί θα έχουµε ακουστεί θα έχετε ακουστεί θα έχουν ακουστεί θα είχα ακουστεί θα είχες ακουστεί θα είχε ακουστεί θα είχαµε ακουστεί θα είχατε ακουστεί θα είχαν ακουστεί να/ας έχω ακουστεί να/ας έχεις ακουστεί να/ας έχει ακουστεί να/ας έχουµε ακουστεί να/ας έχετε ακουστεί να/ας έχουν ακουστεί να/ας είχα ακουστεί να/ας είχες ακουστεί να/ας είχε ακουστεί να/ας είχαµε ακουστεί να/ας είχατε ακουστεί να/ας είχαν ακουστεί έχε ακουστεί έχετε ακουστεί
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 3 αδικώ αδικείς αδικεί αδικούµε αδικείτε αδικούν(ε) αδικούσα αδικούσες αδικούσε αδικούσαµε αδικούσατε αδικούσαν θα αδικώ θα αδικείς θα αδικεί θα αδικούµε θα αδικείτε θα αδικούν(ε) θα αδικούσα θα αδικούσες θα αδικούσε θα αδικούσαµε θα αδικούσατε θα αδικούσαν να/ας αδικώ να/ας αδικείς να/ας αδικεί να/ας αδικούµε να/ας αδικείτε να/ας αδικούν(ε) να/ας αδικούσα να/ας αδικούσες να/ας αδικούσε να/ας αδικούσαµε να/ας αδικούσατε να/ας αδικούσαν αδικείτε αδικήσω αδικήσεις αδικήσει αδικήσουµε αδικήσετε αδικήσουν αδίκησα αδίκησες αδίκησε αδικήσαµε αδικήσατε αδίκησαν θα αδικήσω θα αδικήσεις θα αδικήσει θα αδικήσουµε θα αδικήσετε θα αδικήσουν θα αδίκησα θα αδίκησες θα αδίκησε θα αδικήσαµε θα αδικήσατε θα αδίκησαν να/ας αδικήσω να/ας αδικήσεις να/ας αδικήσει να/ας αδικήσουµε να/ας αδικήσετε να/ας αδικήσουν να/ας αδίκησα να/ας αδίκησες να/ας αδίκησε να/ας αδικήσαµε να/ας αδικήσατε να/ας αδίκησαν αδίκησε αδικήστε έχω αδικήσει έχεις αδικήσει έχει αδικήσει έχουµε αδικήσει έχετε αδικήσει έχουν αδικήσει είχα αδικήσει είχες αδικήσει είχε αδικήσει είχαµε αδικήσει είχατε αδικήσει είχαν αδικήσει θα έχω αδικήσει θα έχεις αδικήσει θα έχει αδικήσει θα έχουµε αδικήσει θα έχετε αδικήσει θα έχουν αδικήσει θα είχα αδικήσει θα είχες αδικήσει θα είχε αδικήσει θα είχαµε αδικήσει θα είχατε αδικήσει θα είχαν αδικήσει να/ας έχω αδικήσει να/ας έχεις αδικήσει να/ας έχει αδικήσει να/ας έχουµε αδικήσει να/ας έχετε αδικήσει να/ας έχουν αδικήσει να/ας είχα αδικήσει να/ας είχες αδικήσει να/ας είχε αδικήσει να/ας είχαµε αδικήσει να/ας είχατε αδικήσει να/ας είχαν αδικήσει έχε αδικήσει έχετε αδικήσει αδικούµαι αδικείσαι αδικείται αδικούµαστε αδικείστε αδικούνται αδικούµουν αδικούσουν αδικιόταν αδικούµασταν αδικούσασταν αδικούνταν θα αδικούµαι θα αδικείσαι θα αδικείται θα αδικούµαστε θα αδικείστε θα αδικούνται θα αδικούµουν θα αδικούσουν θα αδικιόταν θα αδικούµασταν θα αδικούσασταν θα αδικούνταν να/ας αδικούµαι να/ας αδικείσαι να/ας αδικείται να/ας αδικούµαστε να/ας αδικείστε να/ας αδικούνται να/ας αδικούµουν να/ας αδικούσουν να/ας αδικιόταν να/ας αδικούµασταν να/ας αδικούσασταν να/ας αδικούνταν αδικείστε αδικηθώ αδικηθείς αδικηθεί αδικηθούµε αδικηθείτε αδικηθούν αδικήθηκα αδικήθηκες αδικήθηκε αδικηθήκαµε αδικηθήκατε αδικήθηκαν θα αδικηθώ θα αδικηθείς θα αδικηθεί θα αδικηθούµε θα αδικηθείτε θα αδικηθούν θα αδικήθηκα θα αδικήθηκες θα αδικήθηκε θα αδικηθήκαµε θα αδικηθήκατε θα αδικήθηκαν να/ας αδικηθώ να/ας αδικηθείς να/ας αδικηθεί να/ας αδικηθούµε να/ας αδικηθείτε να/ας αδικηθούν να/ας αδικήθηκα να/ας αδικήθηκες να/ας αδικήθηκε να/ας αδικηθήκαµε να/ας αδικηθήκατε να/ας αδικήθηκαν αδικήσου αδικηθείτε έχω αδικηθεί έχεις αδικηθεί έχει αδικηθεί έχουµε αδικηθεί έχετε αδικηθεί έχουν αδικηθεί είχα αδικηθεί είχες αδικηθεί είχε αδικηθεί είχαµε αδικηθεί είχατε αδικηθεί είχαν αδικηθεί θα έχω αδικηθεί θα έχεις αδικηθεί θα έχει αδικηθεί θα έχουµε αδικηθεί θα έχετε αδικηθεί θα έχουν αδικηθεί θα είχα αδικηθεί θα είχες αδικηθεί θα είχε αδικηθεί θα είχαµε αδικηθεί θα είχατε αδικηθεί θα είχαν αδικηθεί να/ας έχω αδικηθεί να/ας έχεις αδικηθεί να/ας έχει αδικηθεί να/ας έχουµε αδικηθεί να/ας έχετε αδικηθεί να/ας έχουν αδικηθεί να/ας είχα αδικηθεί να/ας είχες αδικηθεί να/ας είχε αδικηθεί να/ας είχαµε αδικηθεί να/ας είχατε αδικηθεί να/ας είχαν αδικηθεί έχε αδικηθεί έχετε αδικηθεί
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ 4 αγαπώ αγαπάς αγαπά αγαπάµε αγαπάτε αγαπάν(ε) αγαπούσα αγαπούσες αγαπούσε αγαπούσαµε αγαπούσατε αγαπούσαν θα αγαπώ θα αγαπάς θα αγαπά θα αγαπάµε θα αγαπάτε θα αγαπάν(ε) θα αγαπούσα θα αγαπούσες θα αγαπούσε θα αγαπούσαµε θα αγαπούσατε θα αγαπούσαν να/ας αγαπώ να/ας αγαπάς να/ας αγαπά να/ας αγαπάµε να/ας αγαπάτε να/ας αγαπάν(ε) να/ας αγαπούσα να/ας αγαπούσες να/ας αγαπούσε να/ας αγαπούσαµε να/ας αγαπούσατε να/ας αγαπούσαν αγάπα αγαπάτε αγαπήσω αγαπήσεις αγαπήσει αγαπήσουµε αγαπήσετε αγαπήσουν αγάπησα αγάπησες αγάπησε αγαπήσαµε αγαπήσατε αγάπησαν θα αγαπήσω θα αγαπήσεις θα αγαπήσει θα αγαπήσουµε θα αγαπήσετε θα αγαπήσουν θα αγάπησα θα αγάπησες θα αγάπησε θα αγαπήσαµε θα αγαπήσατε θα αγάπησαν να/ας αγαπήσω να/ας αγαπήσεις να/ας αγαπήσει να/ας αγαπήσουµε να/ας αγαπήσετε να/ας αγαπήσουν να/ας αγάπησα να/ας αγάπησες να/ας αγάπησε να/ας αγαπήσαµε να/ας αγαπήσατε να/ας αγάπησαν αγάπησε αγαπήστε έχω αγαπήσει έχεις αγαπήσει έχει αγαπήσει έχουµε αγαπήσει έχετε αγαπήσει έχουν αγαπήσει είχα αγαπήσει είχες αγαπήσει είχε αγαπήσει είχαµε αγαπήσει είχατε αγαπήσει είχαν αγαπήσει θα έχω αγαπήσει θα έχεις αγαπήσει θα έχει αγαπήσει θα έχουµε αγαπήσει θα έχετε αγαπήσει θα έχουν αγαπήσει θα είχα αγαπήσει θα είχες αγαπήσει θα είχε αγαπήσει θα είχαµε αγαπήσει θα είχατε αγαπήσει θα είχαν αγαπήσει να/ας έχω αγαπήσει να/ας έχεις αγαπήσει να/ας έχει αγαπήσει να/ας έχουµε αγαπήσει να/ας έχετε αγαπήσει να/ας έχουν αγαπήσει να/ας είχα αγαπήσει να/ας είχες αγαπήσει να/ας είχε αγαπήσει να/ας είχαµε αγαπήσει να/ας είχατε αγαπήσει να/ας είχαν αγαπήσει έχε αγαπήσει έχετε αγαπήσει αγαπιέµαι αγαπιέσαι αγαπιέται αγαπιόµαστε αγαπιέστε αγαπιούνται αγαπιόµουν αγαπιόσουν αγαπιόταν αγαπιόµασταν αγαπιόσασταν αγαπιόνταν θα αγαπιέµαι θα αγαπιέσαι θα αγαπιέται θα αγαπιόµαστε θα αγαπιέστε θα αγαπιούνται θα αγαπιόµουν θα αγαπιόσουν θα αγαπιόταν θα αγαπιόµασταν θα αγαπιόσασταν θα αγαπιόνταν να/ας αγαπιέµαι να/ας αγαπιέσαι να/ας αγαπιέται να/ας αγαπιόµαστε να/ας αγαπιέστε να/ας αγαπιούνται να/ας αγαπιόµουν να/ας αγαπιόσουν να/ας αγαπιόταν να/ας αγαπιόµασταν να/ας αγαπιόσασταν να/ας αγαπιόνταν αγαπιέστε αγαπηθώ αγαπηθείς αγαπηθεί αγαπηθούµε αγαπηθείτε αγαπηθούν αγαπήθηκα αγαπήθηκες αγαπήθηκε αγαπηθήκαµε αγαπηθήκατε αγαπήθηκαν θα αγαπηθώ θα αγαπηθείς θα αγαπηθεί θα αγαπηθούµε θα αγαπηθείτε θα αγαπηθούν θα αγαπήθηκα θα αγαπήθηκες θα αγαπήθηκε θα αγαπηθήκαµε θα αγαπηθήκατε θα αγαπήθηκαν να/ας αγαπηθώ να/ας αγαπηθείς να/ας αγαπηθεί να/ας αγαπηθούµε να/ας αγαπηθείτε να/ας αγαπηθούν να/ας αγαπήθηκα να/ας αγαπήθηκες να/ας αγαπήθηκε να/ας αγαπηθήκαµε να/ας αγαπηθήκατε να/ας αγαπήθηκαν αγαπήσου αγαπηθείτε έχω αγαπηθεί έχεις αγαπηθεί έχει αγαπηθεί έχουµε αγαπηθεί έχετε αγαπηθεί έχουν αγαπηθεί είχα αγαπηθεί είχες αγαπηθεί είχε αγαπηθεί είχαµε αγαπηθεί είχατε αγαπηθεί είχαν αγαπηθεί θα έχω αγαπηθεί θα έχεις αγαπηθεί θα έχει αγαπηθεί θα έχουµε αγαπηθεί θα έχετε αγαπηθεί θα έχουν αγαπηθεί θα είχα αγαπηθεί θα είχες αγαπηθεί θα είχε αγαπηθεί θα είχαµε αγαπηθεί θα είχατε αγαπηθεί θα είχαν αγαπηθεί να/ας έχω αγαπηθεί να/ας έχεις αγαπηθεί να/ας έχει αγαπηθεί να/ας έχουµε αγαπηθεί να/ας έχετε αγαπηθεί να/ας έχουν αγαπηθεί να/ας είχα αγαπηθεί να/ας είχες αγαπηθεί να/ας είχε αγαπηθεί να/ας είχαµε αγαπηθεί να/ας είχατε αγαπηθεί να/ας είχαν αγαπηθεί έχε αγαπηθεί έχετε αγαπηθεί
ΑΝΩΜΑΛΑ ΡΗΜΑΤΑ αγγέλλω αγγείλω άγγειλα έχω αγγείλει αγγελθώ αγγέλθηκα έχω αγγελθεί άγω αγάγω ήγαγα έχω αγάγει αχθώ άχθηκα έχω αχθεί αιρώ αιρέσω αίρεσα έχω αιρέσει αιρεθώ αιρέθηκα έχω αιρεθεί αίρω άρω ήρα έχω άρει αρθώ άρθηκα έχω αρθεί αµαρταίνω αµαρτήσω αµάρτησα έχω αµαρτήσει ανακλώ ανακλάσω ανάκλασα έχω ανακλάσει ανακλαστώ ανακλάστηκα έχω ανακλαστεί ανασταίνω αναστήσω ανέστησα έχω αναστήσει αναστηθώ αναστήθηκα έχω αναστηθεί ανατέλλω ανατείλω ανέτειλα έχω ανατείλει ανεβαίνω ανέβω ανέβηκα έχω ανέβει ανθίσταµαι αντισταθώ αντιστάθηκα έχω αντισταθεί αντέχω αντέξω άντεξα έχω αντέξει απελαύνω απελάσω απέλασα έχω απελάσει απελαθώ απελάθηκα έχω απελαθεί απέχω απόσχω απείχα έχω απόσχει αποθαρρύνω αποθαρρύνω αποθάρρυνα έχω αποθαρρύνει αποθαρρυνθώ αποθαρρύνθηκα έχω αποθαρρυνθεί αρέσω αρέσω άρεσα έχω αρέσει αρκώ αρκέσω άρκεσα έχω αρκέσει αρκεστώ αρκέστηκα έχω αρκεστεί αυξάνω αυξήσω αύξησα έχω αυξήσει αυξηθώ αυξήθηκα έχω αυξηθεί αφήνω αφήσω άφησα έχω αφήσει αφεθώ αφέθηκα έχω αφεθεί βάζω βάλω έβαλα έχω βάλει βαλθώ βάλθηκα έχω βαλθεί βάλλω βάλω έβαλα έχω βάλει βληθώ βλήθηκα έχω βληθεί βαριέµαι βαρεθώ βαρέθηκα έχω βαρεθεί βαρύνω βαρύνω βάρυνα έχω βαρύνει βαρυνθώ βαρύνθηκα έχω βαρυνθεί βαρώ βαρέσω βάρεσα έχω βαρέσει βαστώ βαστάξω βάσταξα έχω βαστάξει βγάζω βγάλω έβγαλα έχω βγάλει βγαλθώ βγάλθηκα έχω βγαλθεί βγαίνω βγω βγήκα έχω βγει βλασταίνω βλαστήσω βλάστησα έχω βλαστήσει βλέπω δω είδα έχω δει ιδωθώ ειδώθηκα έχω ιδωθεί βογκώ βογκήξω βόγκηξα έχω βογκήξει βρέχω βρέξω έβρεξα έχω βρέξει βραχώ βράχηκα έχω βραχεί βρίσκω βρω βρήκα έχω βρει βρεθώ βρέθηκα έχω βρεθεί βυζαίνω βυζάξω βύζαξα έχω βυζάξει βυζαχτώ βυζάχτηκα έχω βυζαχτεί γίνοµαι γίνω έγινα έχω γίνει γδέρνω γδάρω έγδαρα έχω γδάρει γδαρθώ γδάρθηκα έχω γδαρθεί γελώ γελάσω γέλασα έχω γελάσει γελαστώ γελάστηκα έχω γελαστεί γερνώ γεράσω γέρασα έχω γεράσει γέρνω γείρω έγειρα έχω γείρει γυρνώ γυρίσω γύρισα έχω γυρίσει γυριστώ γυρίστηκα έχω γυριστεί δείχνω δείξω έδειξα έχω δείξει δειχθώ δείχθηκα έχω δειχθεί δέρνω δείρω έδειρα έχω δείρει δαρθώ δάρθηκα έχω δαρθεί διαβαίνω διαβώ διάβηκα έχω διαβεί διαβλέπω διαβλέψω διέβλεψα έχω διαβλέψει διαβλεφθώ διαβλέφθηκα έχω διαβλεφθεί διαθλώ διάθλάσω διέθλασα έχω διαθλάσει διαθλαστώ διαθλάστηκα έχω διαθλαστεί διαρκώ διαρκέσω διάρκεσα έχω διαρκέσει διαρρηγνύω διαρρήξω διέρρηξα έχω διαρρήξει διαρρηχθώ διαρρήχθηκα έχω διαρρηχθεί διδάσκω διδάξω δίδαξα έχω διδάξει διδαχθώ διδάχθηκα έχω διδαχθεί δίνω δώσω έδωσα έχω δώσει δοθώ δόθηκα έχω δοθεί διψώ διψάσω δίψασα έχω διψάσει
δρω δράσω έδρασα έχω δράσει εγείρω εγείρω έγειρα έχω εγείρει εγερθώ εγέρθηκα έχω εγερθεί εγκαθιστώ εγκαταστήσω εγκατέστησα έχω εγκαταστήσει εγκατασταθώ εγκαταστάθηκα έχω εγκατασταθεί εκπλήσσω εκπλήξω εξέπληξα έχω εκπλήξει εκπλαγώ εξεπλάγην έχω εκπλαγεί εκρηγνύω εκραγώ εξερράγην έχω εκραγεί εκτίω εκτίσω εξέτισα έχω εκτίσει εκτιστώ εκτίστηκα έχω εκτιστεί επαινώ επαινέσω επαίνεσα έχω επαινέσει επαινεθώ επαινέθηκα έχω επαινεθεί επιπλήττω επιπλήξω επέπληξα έχω επιπλήξει επιπληχθώ επιπλήχθηκα έχω επιπληχθεί έρχοµαι έλθω ήλθα έχω έλθει εύχοµαι ευχηθώ ευχήθηκα έχω ευχηθεί εφευρίσκω εφεύρω εφηύρα έχω εφεύρει εφευρεθώ εφευρέθηκα έχω εφευρεθεί έχω έχω είχα ζουλώ ζουλήξω ζούληξα έχω ζουλήξει ζουληχτώ ζουλήχτηκα έχω ζουληχτεί θαρρώ θαρρέψω θάρρεψα έχω θαρρέψει θέλω θελήσω θέλησα έχω θελήσει θέτω θέσω έθεσα έχω θέσει τεθώ τέθηκα έχω τεθεί καθιστώ καταστήσω κατέστησα έχω καταστήσει κατασταθώ καταστάθηκα έχω κατασταθεί κάθοµαι καθίσω κάθισα έχω καθίσει καίω κάψω έκαψα έχω κάψει καώ κάηκα έχω καεί καλώ καλέσω κάλεσα έχω καλέσει κληθώ κλήθηκα έχω κληθεί κάνω κάνω έκανα έχω κάνει καταλαβαίνω καταλάβω κατάλαβα έχω καταλάβει κατάσχω κατασχέσω κατέσχεσα έχω κατασχέσει κατασχεθώ κατασχέθηκα έχω κατασχεθεί καταφρονώ καταφρονέσω καταφρόνεσα έχω καταφρονέσει καταφρονεθώ καταφρονέθηκα έχω καταφρονεθεί κερδίζω κερδίσω κέρδισα έχω κερδίσει κερδηθώ κερδήθηκα έχω κερδηθεί κερνώ κεράσω κέρασα έχω κεράσει κεραστώ κεράστηκα έχω κεραστεί κλαίω κλάψω έκλαψα έχω κλάψει κλαυτώ κλαύτηκα έχω κλαυτεί κρεµώ κρεµάσω κρέµασα έχω κρεµάσει κρεµαστώ κρεµάστηκα έχω κρεµαστεί λαµβάνω λάβω έλαβα έχω λάβει ληφθώ λήφθηκα έχω ληφθεί λαχαίνω λάχω έλαχα έχω λάχει λέγω πω είπα έχω πει ειπωθώ ειπώθηκα έχω ειπωθεί λεπταίνω λεπτύνω λέπτυνα έχω λεπτύνει λεπτυνθώ λεπτύνθηκα έχω λεπτυνθεί λυσσώ λυσσάξω λύσσαξα έχω λυσσάξει µαθαίνω µάθω έµαθα έχω µάθει µαθευτώ µαθεύτηκα έχω µαθευτεί µεθώ µεθύσω µέθυσα έχω µεθύσει µειγνύω µείξω έµειξα έχω µείξει µειχθώ µείχθηκα έχω µειχθεί µένω µείνω έµεινα έχω µείνει µετέχω µετέχω µετείχα έχω µετάσχει µηνώ µηνύσω µήνυσα έχω µηνύσει µηνυθώ µηνύθηκα έχω µηνυθεί µπαίνω µπω µπήκα έχω µπει µπορώ µπορέσω µπόρεσα έχω µπορέσει νέµω νείµω ένειµα έχω νείµει νεµηθώ νεµήθηκα έχω νεµηθεί ντρέποµαι ντραπώ ντράπηκα έχω ντραπεί ξέρω µάθω έµαθα έχω µάθει ξεχνώ ξεχάσω ξέχασα έχω ξεχάσει ξεχαστώ ξεχάστηκα έχω ξεχαστεί παθαίνω πάθω έπαθα έχω πάθει παίρνω πάρω πήρα έχω πάρει παρθώ πάρθηκα έχω παρθεί πάλλω πάλω έπαλα έχω πάλει παρέχω παρέχω παρείχα έχω παράσχει παρασχεθώ παρασχέθηκα έχω παρασχεθεί παριστάνω παραστήσω παρέστησα έχω παραστήσει παρασταθώ παραστάθηκα έχω παρασταθεί πεινώ πεινάσω πείνασα έχω πεινάσει περνώ περάσω πέρασα έχω περάσει περαστώ περάστηκα έχω περαστεί
πετυχαίνω πετύχω πέτυχα έχω πετύχει πετώ πετάξω πέταξα έχω πετάξει πεταχτώ πετάχτηκα έχω πεταχτεί πέφτω πέσω έπεσα έχω πέσει πηγαίνω πάω πήγα έχω πάει πίνω πιω ήπια έχω πιεί πιωθώ πιώθηκα έχω πιωθεί πλανώ πλανήσω πλάνησα έχω πλανήσει πλανηθώ πλανήθηκα έχω πλανηθεί πλένω πλύνω έπλυνα έχω πλύνει πλυθώ πλύθηκα έχω πλυθεί πλέω πλεύσω έπλευσα έχω πλεύσει πνέω πνεύσω έπνευσα έχω πνεύσει ποικίλλω ποικίλω ποίκιλα έχω ποικίλει πονώ πόνεσα πονέσω έχω πονέσει ρέω ρεύσω έρρευσα έχω ρεύσει ρουφώ ρουφήξω ρούφηξα έχω ρουφήξει ρουφηχτώ ρουφήχτηκα έχω ρουφηχτεί σέβοµαι σεβαστώ σεβάστηκα έχω σεβαστεί σπάω σπάσω έσπασα έχω σπάσει σπαστώ σπάστηκα έχω σπαστεί σπείρω σπείρω έσπειρα έχω σπείρει σπαρθώ σπάρθηκα έχω σπαρθεί στέκοµαι σταθώ στάθηκα έχω σταθεί στέλλω στείλω έστειλα έχω στείλει σταλθώ στάλθηκα έχω σταλθεί στραµπουλώ στραµπουλήξω στραµπούληξα έχω στραµπουλήξει στραµπουληχθώ στραµπουλήχθηκα έχω στραµπουληχθεί στρέφω στρέψω έστρεψα έχω στρέψει στραφώ στράφηκα έχω στραφεί συγχωρώ συγχωρέσω συγχώρεσα έχω συγχωρέσει συγχωρεθώ συγχωρέθηκα έχω συγχωρεθεί συνιστώ συστήσω συνέστησα έχω συστήσει συστηθώ συστάθηκα έχω συσταθεί σέρνω σύρω έσυρα έχω σύρει συρθώ σύρθηκα έχω συρθεί σφάλλω σφάλω έσφαλα έχω σφάλει σωπαίνω σωπάσω σώπασα έχω σωπάσει τείνω τείνω έτεινα έχω τείνει ταθώ τάθηκα έχω ταθεί τελώ τελέσω τέλεσα έχω τελέσει τελεστώ τελέστηκα έχω τελεστεί τέµνω τάµω έταµα έχω τάµει τµηθώ τµήθηκα έχω τµηθεί τίθεµαι τεθώ τέθηκα έχω τεθεί τραβώ τραβήξω τράβηξα έχω τραβήξει τραβηχτώ τραβήχτηκα έχω τραβηχτεί τρέπω τρέψω έτρεψα έχω τρέψει τραπώ τράπηκα έχω τραπεί τρέφω θρέψω έθρεψα έχω θρέψει τραφώ τράφηκα έχω τραφεί τρώγω φάω έφαγα έχω φάει φαγωθώ φαγώθηκα έχω φαγωθεί τυχαίνω τύχω έτυχα έχω τύχει τευχθώ τεύχθηκα έχω τευχθεί υπόσχοµαι υποσχεθώ υποσχέθηκα έχω υποσχεθεί φαίνοµαι φανώ φάνηκα έχω φανεί φεύγω φύγω έφυγα έχω φύγει φευχθώ φεύχθηκα έχω φευχθεί φθείρω φθείρω έφθειρα έχω φθείρει φθαρώ φθάρθηκα έχω φθαρεί φορώ φορέσω φόρεσα έχω φορέσει φορεθώ φορέθηκα έχω φορεθεί φταίω φταίξω έφταιξα έχω φταίξει φυλώ φυλάξω φύλαξα έχω φυλάξει φυλαχτώ φυλάχτηκα έχω φυλαχτεί χαίροµαι χαρώ χάρηκα έχω χαρεί χέω χύσω έχυσα έχω χύσει χυθώ χύθηκα έχω χυθεί χορταίνω χορτάσω χόρτασα έχω χορτάσει χορταστώ χορτάστηκα έχω χορταστεί χωρώ χωρέσω χώρεσα έχω χωρέσει ψάλλω ψάλω έψαλα έχω ψάλει ψαλθώ ψάλθηκα έχω ψαλθεί