Είναι μεγάλη μου χαρά και τιμή απόψε να μιλήσω για το καινούργιο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα με τίτλο ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ, ένα βιβλίο που πρώτη φορά παρουσιάζεται στο αναγνωστικό κοινό και θα ήθελα συνάμα να την ευχαριστήσω για την εμπιστοσύνη που μου έδειξε αφήνοντάς με να μιλήσω εγώ πρώτη γι αυτό. Παρόλο που η Τέσυ είναι και προσωπική μου φίλη, προσπάθησα διαβάζοντας το βιβλίο της να αποστασιοποιηθώ από τα συναισθήματά μου για την ίδια και να το κρίνω όπως το οποιοδήποτε άλλο βιβλίο που θα είχα στα χέρια μου. Κι επειδή πιστεύω ότι στους φίλους πρέπει να είμαστε πιο σκληροί κι αντικειμενικοί, βοηθώντας τους έτσι να βελτιωθούν κι όχι να τους κολακεύουμε για να τους ευχαριστήσουμε, πρόθεση μου ήταν να είμαι ιδιαίτερα αυστηρή μαζί της ψάχνοντας να βρω τυχόν ατέλειες στο κείμενό της. Ειλικρινά, δεν τα κατάφερα! Μέσα στις σελίδες του βρήκα ξανά την αγαπημένη μου συγγραφέα, εκείνη που γνώρισα στο τρίτο της βιβλίο «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη», ένα βιβλίο αγάπησα πολύ και που υπήρξε και η αφορμή να γνωριστούμε. Η γλώσσα της Τέσυ, ποιητική και λυρική όπου και όποτε χρειάζεται, γίνεται σκληρή και ρεαλιστική στα σημεία που αναγκάζεται να μιλήσει για ακανθώδη ζητήματα. Καταφέρνει να ισορροπήσει τέλεια τα δύο αυτά στοιχεία και να μας δώσει μια ιστορία ζωντανή, παραστατική και ταυτόχρονα πολύ ενδιαφέρουσα. Χάρη στην εξαιρετική αφηγηματική της ικανότητα σκιαγραφεί τους ήρωές της και μια ολόκληρη εποχή της ελληνικής ιστορίας με τόση μαεστρία που ο αναγνώστης βυθίζεται στις σελίδες του βιβλίου της κι ακολουθεί την πλοκή με αμείωτο ενδιαφέρον αλλά και συγκίνηση ταυτόχρονα. Αποφάσισα να αποφύγω τις πολλές φιλολογικές αναλύσεις που γίνονται συχνά βαρετές και κουραστικές και να μιλήσω για την ιστορία που πραγματεύεται η Τέσυ στο ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ καθώς και τα συναισθήματα που αυτό γέννησε σε μένα. Κεντρικό πρόσωπο είναι ο Μιχάλης, που γεννιέται στην Πορτ Σάιντ της Αιγύπτου, από γονείς μετανάστες και που στα παιδικά του χρόνια γνωρίζει μια εύκολη και άνετη ζωή, η οποία δυστυχώς διαλύεται από τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του.
Εκείνος, όντας καπετάνιος, καταφέρνει από νωρίς να εμφυτεύσει στην καρδιά του γιού του την αγάπη που νιώθει για τη θάλασσα. Μια αγάπη δυνατή, που θα ριζώσει στη ψυχή του Μιχάλη, θα τον δέσει με το γονιό του και που σα φυλαχτό, θα κουβαλά για πάντα μέσα του. Λίγα χρόνια μετά τον πόλεμο, αναγκάζεται λόγω των πολιτικών και οικονομικών συνθηκών της εποχής, να επαναπατριστεί μαζί με τη μητέρα και την αδερφή του στην μεταπολεμική Ελλάδα, και συγκεκριμένα στη Σαντορίνη, τον τόπο των προγόνων του. Γράφει η Τέσυ Μπάιλα: «Η μοίρα των ανθρώπων παίρνει κάτι από το τοπίο στο οποίο ζουν και η ζωή στο κυκλαδίτικο νησί στο οποίο βρέθηκα η Βιργινία με τα παιδιά της ήταν το ίδιο τραχιά όσο και το βραχώδες έδαφος του τόπου». Πιστεύω ότι αυτό σε μας εδώ στη Μύκονο, μπορεί να γίνει απόλυτα αντιληπτό. Πέτρα και βράχος κι ένας ήλιος να πυρώνει το νησί και τις καρδιές. Κι ολόγυρα η θάλασσα, να γεννά επιθυμίες, ανάγκες και πάνω απ όλα την ελπίδα. Την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή. Κι έτσι, αφήνοντας πίσω τους την Σαντορίνη, ο Μιχάλης και η οικογένειά τους φτάνει στον Πειραιά αναζητώντας μια καλύτερη τύχη και μια πιο ασφαλή ζωή, διωγμένοι και τρομοκρατημένοι από τις δονήσεις του ηφαιστείου πριν το μεγάλο σεισμό του 56. Η εποχή είναι σκληρή, η φτώχεια μεγάλη και η μεταπολεμική Ελλάδα δεν μπορεί να ταΐσει τα παιδιά της. Ντόπιοι, πρόσφυγες, παλιννοστούντες, οι περισσότεροι άνεργοι και εξαθλιωμένοι, αγωνίζονται να βρουν μεροκάματο για να εξασφαλίσουν ένα κομμάτι ψωμί. Κι έτσι, ο δεκαεπτάχρονος Μιχάλης, ένας ακόμη ανάμεσα στους πολλούς, αποφασίζει να ξενιτευτεί. Αφήνει πίσω του μια πικραμένη μάνα και μια Ελλάδα δακρυσμένη να κουνά το μαντήλι στα παιδιά της καθώς τα βλέπει να μπαίνουν κατά χιλιάδες στα καράβια εκείνα που έχουνε προορισμό την Αμερική, την Αυστραλία, την κεντρική Ευρώπη, την όποια γωνία της γης που τους υπόσχεται δουλειά κι ένα καλύτερο αύριο.
Καταλήγει, λοιπόν, εργάτης στο Βέλγιο για να δοκιμαστεί σκληρά στα ορυχεία της Μαρσινέλ. Στο σημείο αυτό, οι περιγραφές της συγγραφέως είναι πραγματικά συγκλονιστικές. Σαν τα μυρμήγκια χώνονται οι εργάτες μέσα στα λαγούμια για να φτάσουν στα σωθικά της γης. Έρπουν μέσα στα λασπόνερα, σέρνονται στο σκοτάδι, πληγιάζουν τα χέρια τους και την ψυχή τους, παίζουν την ίδια τη ζωή τους κορώνα- γράμματα για βγάλουν το κάρβουνο και μαζί του, ένα πενιχρό μεροκάματο. Κι όπως γράφει η Τέσυ: «Η καρβουνόσκονη είχε ποτίσει τα ρούχα τους, το δέρμα τους, τα πνευμόνια τους αλλά κυρίως τα όνειρά τους». Ξένοι σε ξένο τόπο γνωρίζουν την αδιαφορία, το ρατσισμό, την εκμετάλλευση. Νιώθουν τι σημαίνει να ζεις στο περιθώριο μιας κοινωνίας που σε κοιτάζει με δυσπιστία και περιφρόνηση, τσαλαπατά την αξιοπρέπειά σου κι αρνείται να σου ανοίξει την πόρτα της. Κι όλα αυτά, ενώ ταυτόχρονα ξεζουμίσει όλες σου τις δυνάμεις προς όφελος της. Το τρομερό ατύχημα στο ανθρακωρυχείο της Μαρσινέλ τον Αύγουστο του 1956, στοιχείο αληθινό και καθόλα τραγικό, γίνεται η αιτία ο Μιχάλης να επιστρέψει στον τόπο του, αποζητώντας φως, αέρα κι οξυγόνο. Κι όπως είναι φυσικό, στρέφεται στη θάλασσα. Μια αγάπη βαθιά ριζωμένη στην ψυχή του, μια αγάπη που από πολύ μικρή ηλικία είχε ενσταλάξει μέσα του ο καπετάνιος πατέρας του, και που ταυτόχρονα είναι κι η μόνη διέξοδος του εκείνη την εποχή. Μα μήπως εκείνη δεν ήταν πάντοτε και η μόνη διέξοδος για το λαό μας; Ένα λαό που η μοίρα του είναι άρρηκτα δεμένη με τη θάλασσα, κι όπως αποδεικνύεται και με τη μοίρα του Μιχάλη. Κάνοντας μια τελευταία προσπάθεια να στήσει ένα δικό του σπιτικό για να ζήσει στη στεριά, κοντά στη γυναίκα που αγαπά, την Εριέττα του, μα ίσως πάλι, κυνηγημένος κι από μια βαθύτερη ανάγκη να φεύγει, να προχωρά, να παίρνει την τύχη στα χέρια του, καταλήγει στη Νέα Υόρκη. Ξανά μετανάστης, ξανά ένας αγώνας απ την αρχή. Για να αποδεχτεί στο τέλος, ότι καμιά ανάγκη και καμιά αγάπη του δεν είναι τόσο δυνατή όσο
η θάλασσα. Και ν αφεθεί ολοκληρωτικά πια στα ταξίδια και στο ατέλειωτο όργωμα της απεραντοσύνης της. Το μπλε, η αίσθηση αυτή της ελευθερίας που νιώθει κάθε ναυτικός μονάχα πάνω στο καράβι του και το ουίσκι, η συντροφιά και η παρηγοριά του, τις μέρες και τις νύχτες των ατέλειωτων ταξιδιών, δίνουν στο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα αυτό τον υπέροχο κατά τη γνώμη μου τίτλο. ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ, λοιπόν! Η λαχτάρα κι ο πόνος μαζί! Συμπορεύονται χέρι με χέρι στον αγώνα που κάνει η μεταπολεμική Ελλάδα να χορτάσει την πείνα της, να ορθοποδήσει, να προχωρήσει μπροστά. Μια μυθιστορηματική ματιά στην ιστορία της χώρας μας κατά τον προηγούμενο αιώνα και μέσα από την προσωπική «οδύσσεια» του Μιχάλη, βλέπουμε τις περιπέτειες μια ολόκληρης γενιάς που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της. Δίπλα στον πρωταγωνιστή της, τοποθετεί η συγγραφέας και πολλά άλλα πρόσωπα, τον Αποστόλη, τον Αρτέμη, τον Πέτρο και την Άννα, τη Σμυρνιώ την Αγγελική, τη μαντάμ Ζωίτσα. Συνοδοιπόρους του Μιχάλη, να αφηγούνται ο καθένας μέσα από την δική του ιστορία όλες της πτυχές της κοινωνίας εκείνη της εποχής. Υπέροχες και συγκινητικές ιστορίες, που σαν χάντρες στο κομπολόι της Ελλάδας, μετρούν τον πόνο και τον καημό της ξενιτιάς, το μόχθο της φτωχολογιάς και τον καθημερινό αγώνα για επιβίωση. Θα ήθελα, προσωπικά, να ευχαριστήσω την Τέσυ Μπάιλα για αυτό το υπέροχο ταξίδι που μου προσέφερε μέσα στις σελίδες του βιβλίου της ΟΥΙΣΚΙ ΜΠΛΕ. Είμαι σίγουρη ότι και σεις και ο κάθε αναγνώστης θα νιώσει έντονα συναισθήματα συγκίνησης παρακολουθώντας αυτό το ταξίδι του Μιχάλη στη ζωή καθώς και το ταξίδι μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς των γονιών μας και των παππούδων μας, το ταξίδι της Ελλάδας μας που, δυστυχώς, δε σταματάμε να πληγώνουμε και να μας πληγώνει. Τέσυ μου, εύχομαι μέσα απ την καρδιά μου κάθε επιτυχία και να αγαπηθεί το υπέροχο αυτό βιβλίο σου τόσο πολύ όσο του αξίζει.