«Η Έννοµη Προστασία»

Σχετικά έγγραφα
Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ & ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ, ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων ΙΙ (ΣτΕ 438/2001)

την ύπαρξη και την άσκηση ενός θεμελιώδους δικαιώματος γιατί αποτελούσαν κενό γράμμα, αφού πρόθεση του

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Το Σύνταγμα της Ελλάδας του 1975/86/01 στο δεύτερο μέρος του περιλαμβάνει τις διατάξεις τις σχετικές με τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα.

ΕΡΓΑΣΙΑ 1 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «Η ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΑΠΑΡΑΒΙΑΣΤΟΥ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ» Ι ΑΣΚΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: κ. ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ & ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Το Δικαίωμα Παροχής Δικαστικής Προστασίας κατά το Άρθρο 20παρ.1 του Συντάγματος

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 2: Κράτος Δικαίου 2

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 4 η :

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Θέµα εργασίας : Άρθρο 2 παρ. 1 Συντάγµατος( Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας) Σχολιασµός Αποφ. 40/1998 Α.Π

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Εισαγωγή. 1. Προβληματισμός Μεθοδολογία... 5

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ- ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΕΙ ΙΚΕΥΣΗΣ ΣΤΟ ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ ΑΚΑ ΗΜΑΪΚΟ ΕΤΟΣ

Περιεχόμενα. Χουρδάκης Ευστράτιος Σελίδα 1

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Εξωσυμβατική ευθύνη Δημοσίου 12/4/2016

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ : Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΑΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ ΚΛΟΥΚΟΥ ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΑΘΗΝΑ ΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2003

ΜΙΑ ΓΕΝΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΡΧΗ :

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/763/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 15 /2015

Διοικητικό Δίκαιο. Δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 1: Κράτος Δικαίου 1

05 Ευτυχία Γ. Αρµένη Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΙΣΟΤΗΤΑΣ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

1ο Κεφάλαιο Το δικαίωµα του συνεταιρίζεσθαι στα πλαίσια του άρθρου 12 του Συντάγµατος

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΣΧΕΔΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΓΕΝ. Δ/ΝΣΗ ΟΙΚ. ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ Δ/ΝΣΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ Τ.Α. ΤΜΗΜΑ ΟΙΚΟΝ. Δ/ΣΗΣ & Π/Υ. Αθήνα 12 Νοεμβρίου 2013

Αρχή της αναλογικότητας. Λίνα Παπαδοπούλου Aν. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΙΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

λειτουργεί αποτρεπτικά και εξυπηρετεί την τακτική της καθυστέρησης της γενικευµένης χορήγησης του επιδόµατος σε όλους τους δικαιούχους, πάγια θέση και

Θέµα εργασίας. Η Θεσµική Προσαρµογή των Συνταγµατικών ικαιωµάτων I (Μον.Πρωτ.Θεσ/νίκης 1080/1995)

Ξενοφών Κοντιάδης Καθηγητής Παντείου Πανεπιστημίου, Δικηγόρος, Πρόεδρος Ιδρύματος Θεμιστοκλή και Δημήτρη Τσάτσου

ΑΠΟΦΑΣΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΙΧΕΙΡΟΥΜΕΝΟ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟ ΤΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΤΟΥ «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ»

ΣΥΝΟΠΤΙΚΟΣ ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

Η γενική αρχή του σεβασµού και της προστασίας της ανθρώπινης αξίας

ΑΠΟΦΑΣΗ 73 / Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/6702-1/

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΗΡΩΣΗ ΘΕΣΕΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΡΟΣΩΠΩΝ ΤΟΥ ΗΜΟΣΙΟΥ TOMEΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ ΠΕ ΕΞΕΤΑΣΗ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ: «ΗΜΟΣΙΟ ΙΚΑΙΟ»

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΕΘΝΙΚΟΝ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟΝ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΝ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ-ΤΟΜΕΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Δικαίωμα στην εκπαίδευση. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ ΜΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

Α Π Ο Φ Α Σ Η 85/2012

Ψήφισµα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά µε τα νοµικά επαγγέλµατα και το γενικό συµφέρον στην οµαλή λειτουργία των νοµικών συστηµάτων

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

... ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΤΑ *****

Σημειώνω τις εξής παρατηρήσεις επί του σχεδίου του ΒΙΒΛΙΟΥ IV (ΕΝΝΟΜΗ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗ ΣΥΝΑΨΗ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ):

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΘΕΜΑΤΑ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

Η ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΤΗΤΑΣ ΩΣ ΣΥΝΕΠΕΙΑ ΤΗΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΚΡΑΤΟΥΣ ΙΚΑΙΟΥ

ΕΡΓΑΣΙΑ. «Το απαραβίαστο της ανθρώπινης αξίας, ως γενικής συνταγµατικής αρχής της ελληνικής έννοµης τάξης»

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ AΘΗΝΩΝ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟΣ ΚΥΚΛΟΣ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ ΕΤΟΥΣ

ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΑΝ ΡΕΑΣ ΗΜΗΤΡΟΠΟΥΛΟΣ Μ ΑΡΙΑ ΚΟΤΣΙΝΟΝΟΥ 1 Η ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

Α Π Ο Φ Α Σ Η 136/2012

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

ΕΡΓΑΣΙΑ 6 η ΜΕ ΘΕΜΑ: «ΤΟ ΙΚΑΙΩΜΑ ΕΠΙ ΤΗΣ Ι ΙΑΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΩΝ ΗΜΟΣΙΩΝ

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Transcript:

Εθνικό & Καποδιστριακό Πανεπιστήµιο Αθηνών Σχολή Νοµικών, Οικονοµικών και Πολιτικών Επιστηµών Τµήµα Νοµικής «Η Έννοµη Προστασία» Σταυρούλα Βρύνα Έτος Σπουδών: Β Αριθµός Μητρώου: 1340200600052 Μάθηµα: Ατοµικά & Κοινωνικά ικαιώµατα Εαρινό εξάµηνο 2008 ιδάσκοντες: κ. Α. ηµητρόπουλος, κ. Σ. Βλαχόπουλος κα. Θ. Αντωνίου

ιάγραµµα Εργασίας I. Εισαγωγικές παρατηρήσεις II. Ιστορικές καταβολές του άρθρου 20 Σ III. Κοινοτικά πρότυπα της διάταξης.. IV. Η αµφισβητούµενη νοµική φύση της έννοµης προστασίας V. Τα στοιχεία που συνθέτουν το δικαίωµα έννοµης προστασίας. i. Αντικείµενο-Προστατευόµενο αγαθό ii. Περιεχόµενο.. iii. Φορείς iv. Αποδέκτες. v. Όργανα. VI. Περιορισµοί της δικαστικής προστασίας.. VII. Παραίτηση από το δικαίωµα.. VIII. Αναθεώρηση του άρθρου 20 Σ IX. Κρίσιµη Νοµολογία.. X. Βιβλιογραφία.. - 1 -

I. Εισαγωγικές Παρατηρήσεις Η αρχή του κράτους δικαίου ανάγεται από τα σύγχρονα συντάγµατα σε µια από τις οργανωτικές βάσεις του πολιτεύµατος. Χαρακτηριστικό γνώρισµα και δοµικό της στοιχείο αποτελεί η αρχή της νοµιµότητας. Σε ένα δηµοκρατικό πολίτευµα θεµελιώδες αξίωµα είναι η κυριαχία του νόµου. (Rule of law) η οποία προυποθέτει αφενός τη νοµική πλαισίωση της δράσης της κρατικής εξουσίας, η θέσπιση δηλαδή κανόνων δικαίου οι σύµφωνα µε τους οποίους οφείλει να οργανώνεται η διοικητική δράση στο σύνολό της. Αφετέρου προϋποθέτει την ύπαρξη ελεγκτικών και κυρωτικών µηχανισµών που θα επαναφέρουν στη νοµιµότητα παρανοµούντες διοικητικούς µηχανισµούς. Κατ αυτό τον τρόπο ο θεσµός της παροχής έννοµης προστασίας συνδέεται άρρηκτα µε την πραγµάτωση του ουσιαστικού κράτους δικαίου αποτελώντας κορυφαία εκδήλωσή του. Αντικαθιστά την «φυσική» αυτοδικία ως µέσο προστασίας των δικαιωµάτων και συµφερόντων των ιδιωτών, και συνιστά απαγόρευση στην κρατική αυθαιρεσία. Η παρούσα ανάλυση έχει ως αντικείµενο την όσο το δυνατόν αρτιότερη πραγµάτευση του δικαιώµατος έννοµης προστασίας όπως κατοχυρώνεται από την καινοτόµο διάταξη του άρθρου 20 του ελληνικού συντάγµατος, συνεπικουρούµενη και από άλλες διατάξεις της εθνικής µας αλλά και της κοινοτικής νοµοθεσίας. II. Ιστορικές καταβολές του δικαιώµατος. - 2 -

Η διάταξη το άρθρου 20 Σ έχει αναγνωριστεί ως καινοτοµία του συντακτικού νοµοθέτη του 1975. Οι ιστορικές τις βάσεις ανατρέχουν στο επαναστατικό σύνταγµα της Τροιζήνας (1927) στο οποίο ενυπάρχει διάταξη (άρθρο 22) σύµφωνα µε την οποία «κανείς δε δύναται ν αποφύγη το ανήκον δικαστήριον, ουδέ να εµποδισθή από το να καταφύγη εις αυτό» κατοχυρώνοντας ρητά το δικαίωµα προσφυγής στη δικαιοσύνη. Αντίστοιχη διάταξη περιείχε και το Ηγεµονικό σύνταγµα του 1832. Τα δύο προαναφερθέντα συντάγµατα ουδέποτε τέθηκαν σε ισχύ και συνεπώς στην πράξη το δικαίωµα έννοµης προστασίας ουδέποτε ουσιαστικά κατοχυρώθηκε. Παρόλο το οξύµωρο του πράγµατος η επόµενη ιστορικά κατοχύρωση του δικαιώµατος στην έννοµη προστασία παρατηρείται στα κείµενα των «συνταγµάτων» της περιόδου της επταετίας, αυτά του 1968 και του 1973 και συγκεκριµένα στο άρθρο 119. Αναµφίβολα, όπως αποδείχθηκε και στην πράξη, σκοπός των δικτατόρων δεν υπήρξε η κατοχύρωση του δικαιώµατος αυτού ως θεµελιώδους παρά η δηµιουργία µιας φιλελεύθερης εντύπωσης και η ενίσχυση του αυταρχικού καθεστώτος. Ο µεταπολιτευτικός νοµοθέτης ενέταξε αυτούσιες τις διατάξεις περί δικαστικής προστασίας των «συνταγµάτων» της δικτατορίας µέσω της Συντακτικής Πράξης της 7ης Αυγούστου 1974 στο κείµενο του συντάγµατος του 1952 το οποίο τέθηκε προσωρινά ξανά σε ισχύ. Αυτός ήταν και ο ουσιαστικός πρόδροµος της ένταξης του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας, τροποποιηµένου, στο Σύνταγµα του 1975, όπως και ισχύει έως σήµερα. - 3 -

III. Η διάταξη του αρθρου 6 της ΕΣ Α ως πρότυπο του 20Σ «παν πρόσωπον έχει δικαίωµα όπως η υπόθεσίς του δικασθή δικαίως, δηµοσία και εντός λογικής προθεσµίας υπό ανεξαρτήτου και αµερολήπτου δικαστηρίου, νοµίµως λειτουργούντως.» Ανάµεσα στα πολλά διεθνή πρότυπα της διάταξης 20 Σ, σηµαντικότερο κρίνεται αυτό του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύµβασης ικαιωµάτων του Ανθρώπου την οποία η χώρα µας έχει κυρώσει και σύµφωνα µε το άρθρο 28 παρ. 1 Σ συνιστά πλέον ισχύον και εφαρµοζόµενο στη χώρα µας δίκαιο µε υπέρτερη του κοινού νόµου τυπική ισχύ. Οι δύο αυτές διατάξεις, µια εθνική και µια κοινοτική έχουν σκοπό να δηµιουργείται ένα κοινό πλαίσιο κατοχύρωσης του δικαιώµατος µέσω της αλληλοσυµπλήρωσης τους. Συγγενές είναι και το άρθρο 13 της ίδιας Σύµβασης το οποίο κατοχυρώνει το δικαίωµα πραγµατικής προσφυγής. «Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόµενα εν τη παρούση Συµβάσει δικαιώµατα και ελεύθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωµα πραγµατικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δηµοσίων καθηκόντων τους.» IV. Η αµφισβητούµενη νοµική φύση της έννοµης προστασίας του άρθρου 20Σ Η κατοχύρωση της έννοµης προστασίας από το άρθρο 20 του Συντάγµατος είναι συνυφασµένη µε την προβληµατική που έχει αναπτυχθεί σε θεωρία και νοµολογία γύρω από τον ακριβή καθορισµό της νοµικής της φύσης. Πολλές θεωρίες έχουν - 4 -

αναπτυχθεί πάνω στο εν λόγω ζήτηµα το οποίο εκτός από έναυσµα για θεωρητικές αναζητήσεις, παρουσιάζει µείζονες πρακτικές προεκτάσεις. Η κρατούσα στην ελληνική θεωρία άποψη είναι αυτή η οποία υποστηρίζει πως το άρθρο 20 Σ διασφαλίζει αυτοτελές θεµελιώδες δικαίωµα έκαστου να προσφεύγει στην τακτική δικαιοσύνη για παροχή έννοµης προστασίας για διαφορές ιδιωτικού ή δηµοσίου δικαίου. Κατ αυτό τον τρόπο παράγεται δηµόσια αξίωση των υποκειµένων του δικαιώµατος για παροχή έννοµης προστασίας και για ίδρυση και αποτελεσµατική οργάνωση των δικαιοδοτικών οργάνων της πολιτείας για την παροχή της. Για τη στήριξη της θέσης αυτής, ένα πρωτίστως συστηµατικό επιχείρηµα µπορεί να αντληθεί από την τοποθέτηση της κρίσιµης διάταξης του άρθρου 20 Σ στο Β µέρος του συντάγµατος µας, το οποίο επιγράφεται «Ατοµικά και κοινωνικά δικαιώµατα». Το γεγονός αυτό δείχνει τις προθέσεις του συντακτικού νοµοθέτη ως προς τη χροιά που θέλησε να δώσει στη διάταξη αυτή. ευτερευόντως, γραµµατολογικά η ίδια η διατύπωση του άρθρου 20 «καθένας έχει δικαίωµα» παραπέµπει ευθέως και πάλι στη θεµελίωση δικαιώµατος. Κατ αυτό τον τρόπο παράγεται δηµόσια αξίωση των υποκειµένων του δικαιώµατος για παροχή έννοµης προστασίας και για ίδρυση και αποτελεσµατική οργάνωση των δικαιοδοτικών οργάνων της πολιτείας για την παροχή της. Η δεύτερη θεωρία η οποία τείνει να αµφισβητεί το χαρακτήρα της έννοµης προστασίας ως δικαιώµατος, είναι αυτή που την παρουσιάζει απλώς σαν µια κατευθυντήρια προγραµµατική γραµµή µε συνταγµατικό κύρος που απευθύνεται στον κοινό νοµοθέτη και διαπερνά τη δραστηριότητα του. Μια αντικειµενική εγγύηση της προστασίας των δικαιωµάτων και συµφερόντων του ατόµου. Η άποψη αυτή στηρίζεται σε αντίστοιχες απόψεις που έχουν αναπτυχθεί στην Γερµανική θεωρία µε αφετηρία την αµφισβήτηση ως προς τη - 5 -

νοµική φύση του άρθρου 19 ΓερµΣ το οποίο καθιερώνει επίσης την έννοµη προστασία. Φυσικά υπάρχει και µια µερίδα των θεωρητικών η οποία σε µια συνδυαστική θεώρηση των δύο παραπάνω θεωριών, υποστηρίζει τη διττή νοµική φύση της έννοµης προστασίας. Αφενός (αντικειµενικά) ως θεσµικής αρχής εγγύησης της έννοµης τάξης και αφετέρου µε την υποκειµενική φύση θεµελιώδους δικαιώµατος και έννοµης αξίωσης. Θεώρηση αρκετά πειστική καθώς συµβαδίζει ερµηνευτικά και µε την αρχή in dubio pro libertate καθώς η διττή φύση εξασφαλίζει ένα maximum προστασίας των υποκειµένων της. Οι διχογνωµίες όµως πάνω στο εν λόγω δικαίωµα δεν εξαντλούνται στη νοµική του φύση. Με την αποδοχή από τη µεγαλύτερη µερίδα της θεωρίας σε Ελλάδα και Ευρώπη πως πρόκειται εν τέλει για δικαίωµα, ανακύπτει το ζήτηµα της κατάταξης του σε µια από τις τρεις κατηγορίες της παραδοσιακής θεωρίας, ατοµικό, πολιτικό, κοινωνικό, καθώς και της πρόσδοσης σ αυτό status negativus, activus ή socialis. Ανιχνεύοντας τα χαρακτηριστικά του θα λέγαµε πως υπάρχουν σ αυτό τα στοιχεία ενός δικαιώµατος ατοµικού, καθώς διασφαλίζει για τα υποκείµενα του αφενός την αρνητική αγώγιµη αξίωση έναντι του κράτους να µην εµποδίζει µε διαφόρων ειδών νοµοθετικούς και άλλους περιορισµούς την πρόσβαση στην δικαστική προστασία και ακρόαση. (status negativus) Αλλά ταυτόχρονα και ενός δικαιώµατος κοινωνικού µε το σκεπτικό ότι καθιερώνει µη αγώγιµη αξίωση των υποκειµένων της προς το κράτος ώστε το τελευταίο να εξασφαλίζει µε πράξεις του-θετικές παροχές του όπως π.χ. την ίδρυση δικαστηρίων την δυνατότητα αποτελεσµατικής πρόσβασης στη δικαιοσύνη. (status socialis) Πώς µπορεί όµως κανείς να αρνηθεί και την πολιτική διάσταση του δικαιώµατος έννοµης προστασίας όταν η ενεργοποίηση του µε αίτηµα δικαστικής προστασίας καταλήγει σε άσκηση µιας εκ των τριών µορφών της κρατικής εξουσίας - 6 -

του άρθρου 26 Σ, της δικαστικής (µε την έκδοση δικαστικής απόφασης). (status activus) Αναφερόµενοι εποµένως στο δικαίωµα που κατοχυρώνεται στο άρθρο 20 Σ δεν µπορούµε παρά να το χαρακτηρίσουµε ως ένα δικαίωµα «πολυµορφικό». Όπως ισχύει και για κάθε άλλο θεµελιώδες δικαίωµα, το δικαίωµα της έννοµης προστασίας δε µπορεί να περιγραφεί επαρκώς εντασσόµενο σε µια µόνο από τις υπάρχουσες κατηγοριοποιήσεις της «κλασικής» θεωρίας. ιακρίνεται από το λεγόµενο status mixtus, και µέσα του ενυπάρχουν και αρνητικές, και θετικές αξιώσεις, καθώς και αξιώσεις συµµετοχής. Εκτός από τον προαναφερόµενο «πολυµορφικό» του χαρακτήρα παρατηρούµε ότι το εν λόγω δικαίωµα µπορεί να περιγραφεί ως «δικονοµικό» καθώς συνιστά τυπική εγγύηση για την προστασία άλλων δικαιωµάτων, ουσιαστικών, των οποίων η ύπαρξη αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση του. V. Τα στοιχεία που συνθέτουν το δικαίωµα έννοµης προστασίας. Έχοντας ήδη επιχειρηµατολογήσει και αποδεχτεί την νοµική φύση της έννοµης προστασίας ως δικαιώµατος, στο µέρος αυτό της ανάπτυξης µας θα πραγµατευτούµε αναλύοντας και επεξηγώντας τα µεµονωµένα χαρακτηριστικά αυτού του δικαιώµατος. Χαρακτηριστικά που ενυπάρχουν σε κάθε δικαίωµα και συγκροτούν την υπόστασή του, όπως το προστατευόµενο αγαθό και αντικείµενο του δικαιώµατος, το περιεχόµενο του, την έκταση της προστασίας που παρέχει, τα υποκείµενα και τους αποδέκτες του, τα όργανα µέσω των οποίων πραγµατώνεται καθώς τέλος και το ουσιώδες ζήτηµα των περιορισµών στους οποίους κατ ανάγκη υπόκειται, των θεµιτών επεµβάσεων σ αυτό. - 7 -

i. Αντικείµενο Από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 20 Σ συνάγουµε µε σαφήνεια το ακριβές αντικείµενο του εν λόγω δικαιώµατος. Πρόκειται για «δικαιώµατα και συµφέροντα», έννοµα δηλαδή αντικείµενα, εκείνου ο οποίος προσφεύγει στη δικαιοσύνη και µόνο εκείνου, και κατ εξαίρεση µόνο, αυτά άλλων προσώπων. Αναµφίβολα, µε την αναφορά σε δικαιώµατα και συµφέροντα, εννοούνται µόνο τα αναγνωρισµένα από το νόµο ως τέτοια (έννοµα) και όχι άλλων ειδών συµφέροντα, π.χ. οικονοµικά ή άλλων ειδών δικαιώµατα π.χ. αντανακλαστικά δικαιώµατα, δυσµενείς δηλαδή επιρροές κανόνων δικαίου και διοικητικών µέτρων στην υποκειµενική κατάσταση ενός ιδιώτη. Και αυτό γιατί οι κανόνες που δηµιουργούν το αντανακλαστικό δικαίωµα µόνο εµµέσως θίγουν τα υποκειµενικά συµφέροντα του ιδιώτη ενώ παράλληλα εξυπηρετούν σχεδόν αποκλειστικά το δηµόσιο συµφέρον. Φυσικά αυτό δεν σηµαίνει πως η προστασία του άρθρου 20 Σ εξαντλείται µόνο στα υποκειµενικά δικαιώµατα µε την αυστηρή έννοια, αλλά επεκτείνεται και σε κάθε είδους ατοµικό συµφέρον το οποίο κρίνεται άξιο προστασίας από το δίκαιο. Το άρθρο 20 Σ εποµένως, αποτελεί την εκ µέρους του κράτους θεσµική εγγύηση της έννοµης κατάστασης του ιδιώτη, εφόσον από το ίδιο το κράτος έχει προηγηθεί η νοµική αναγνώριση της έννοµης αυτής κατάστασης. Κατ αυτό τον τρόπο το Σύνταγµα έρχεται να προασπίσει δικαιώµατα και καταστάσεις τις οποίες το ίδιο έχει αναγνωρίσει και «απονείµει» εκ των προτέρων. Τυχόν έλλειψη προστασίας των έννοµων αυτών καταστάσεων θα αποτελούσε ανακολουθία και ίσως ακόµη και έλλειµµα κράτους δικαίου. - 8 -

ii. Περιεχόµενο Το δικαίωµα έννοµης προστασίας είναι κοινώς παραδεκτό πως εκτείνεται σε δύο επίπεδα. Αφενός το δικαίωµα έννοµης προστασίας stricto sensu το οποίο περιλαµβάνει το δικαίωµα δικαστικής προστασίας. ( ικαίωµα ελεύθερης και ακώλυτης προσφυγής του ιδιώτη στη δικαιοσύνη και αιτήµατος προστασίας) και αφετέρου το δικαίωµα δικαστικής ακρόασης (παρουσίαση ενώπιον δικαιοδοτικού οργάνου, των θέσεων του φορέα του δικαιώµατος ως προς τα πραγµατικά και νοµικά περιστατικά που συγκροτούν την υπόθεση του και αξίωση του να λάβει γνώση των θέσεων και των στοιχείων του αντιδίκου του.) Τα δύο αυτά επίπεδα κατοχύρωσης συνδέονται άρρηκτα, καλύπτοντας όλα τα διαδικαστικά στάδια της παροχής έννοµης προστασίας. Είναι προφανές ότι το µεν δικαίωµα δικαστικής προστασίας θα ήταν κενό νοήµατος χωρίς το δικαίωµα δικαστικής ακρόασης ενώ το δεύτερο προϋποθέτει για την άσκηση του την κατοχύρωση του πρώτου. Στη συνέχεια θα έρθουµε στο περιεχόµενο του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας του άρθρου 20 Σ,άµεσα συνυφασµένο µε το αντικείµενο του. Εφόσον αντικείµενο είναι ένα δικαίωµα ή συµφέρον το οποίο θίγεται, περιεχόµενο του δικαιώµατος δε µπορεί παρά να είναι σε πρώτο βαθµό η κατοχύρωση και σε ένα δεύτερο η αποκατάσταση του προσβαλλόµενου δικαιώµατος ή συµφέροντος. Από δικονοµικής απόψεως, τελολογική κατεύθυνση του δικαιώµατος έννοµης προστασίας, είναι η τελική αποδοχή ή απόρριψη της αιτήσεως που υποβάλλεται µε αίτηµα την παροχή της έννοµης προστασίας που προβλέπεται από την πολιτεία σε κάθε συγκεκριµένη περίπτωση. Η καταρχήν εγγύηση που παρέχει το άρθρο 20 Σ είναι αυτή της ελεύθερης πρόσβασης στη δικαιοσύνη ως κρατική λειτουργία. Ο φορέας του ουσιαστικού δικαιώµατος δικαιούται να προσφύγει στη δικαιοσύνη για να το προστατεύσει ασκώντας τα κατάλληλα ένδικα βοηθήµατα. Κατά συνέπεια : - 9 -

Α. Με εξαίρεση τα πρόσωπα που σύµφωνα µε τις οικείες διατάξεις του ΑΚ δεν µπορούν να επιµεληθούν µόνα τους τις υποθέσεις τους, καταρχήν δεν µπορεί να ανατεθεί σε τρίτα πρόσωπα καθ υποκατάσταση του δικαιούχου αποκλειστικό δικαίωµα δικαστικής επιδίωξης της ικανοποίησης του ίδιου. Β. εν είναι συνταγµατικά επιτρεπτό να απαγορεύεται πλήρως η προσφυγή στη δικαιοσύνη για ορισµένη κατηγορία διαφορών, από τις οποίες πηγάζουν συγκεκριµένες οικονοµικού περιεχοµένου αξιώσεις π.χ. τα δηµόσια έργα για στρατιωτικούς σκοπούς ή για ορισµένα πρόσωπα µε ποσοτικά µόνο κριτήρια. π.χ. το ποσοστό µετοχικού κεφαλαίου που εκπροσωπούν. Γ. Ιδιότητες και κωλύµατα που συντρέχουν στο πρόσωπο εκείνου κατά του οποίου ζητείται η δικαστική προστασία δεν µπορούν καταρχήν να µαταιώσουν οριστικά την τελευταία, έστω και αν εκτιµηθούν ως προσωρινός λόγος αναβολής ή αναστολής της διαδικασίας. π.χ. στρατευµένος διάδικος Η δικαστική προστασία όµως ανταποκρίνεται στο στόχο της µόνο εφόσον διακρίνεται από δύο χαρακτηριστικά: Πληρότητα και αποτελεσµατικότητα. Α. Πλήρης θεωρείται η δικαστική προστασία όταν 1. εν αποκλείεται για κανένα είδος διαφορών. Για το λόγο αυτό έχει κριθεί ως ασυµβίβαστη µε το Σύνταγµα η εξαίρεση από τον ακυρωτικό έλεγχο του Συµβουλίου της Επικρατείας των χαρακτηριζόµενων ως «κυβερνητικών πράξεων». Σύµφωνα βέβαια µε την κρίση του Ελεγκτικού Συνεδρίου δεν αντίκειται στο 20 Σ η µη πρόβλεψη ευθέως ελέγχου και ακύρωσης ή τροποποίησης µιας διοικητικής πράξης εφόσον υπάρχει πρόβλεψη δυνατότητας παρεµπίπτοντος ελέγχου της µε αφορµή την προσβολή άλλων πράξεων. 2. Όταν εκτός από τον έλεγχο της τυπικής νοµιµότητας µιας διοικητικής ενέργειας συµπεριλαµβάνει και έλεγχο τήρησης των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειας εκ µέρους της διοίκησης. - 10 -

Β. Η αποτελεσµατικότητα της δικαστικής προστασίας εξασφαλίζεται: 1. Όταν απονέµεται σε εύλογο χρόνο. Η αδικαιολόγητη και υπερβολική βραδύτητα µπορεί να εξοµοιωθεί µε την άρνηση απονοµής δικαιοσύνης. Μια αποτελεσµατική δικαστική προστασία πρέπει να είναι και επίκαιρη. Αντίστοιχο είναι και το κριτήριο του «λογικού χρόνου» έκδοσης απόφασης που επιτάσσει το άρθρο 6 της ΕΣ Α. 2. Όταν εκτός από την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης επιτελεί και ρόλο αποτρεπτικό της επέλευσης ανεπανόρθωτης ζηµίας στον αιτούντα έννοµη προστασία. Ο τρόπος για να επιτευχθεί αυτό είναι είτε η επέλευση άµεσου ανασταλτικού αποτελέσµατος εκ του νόµου είτε να εναπόκειται στη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να διατάξει κατ αίτηση του ενδιαφεροµένου την αναστολή. Ενώ σύµφωνα µε την κρίση του Συµβουλίου της επικρατείας είναι αντισυνταγµατική η εξάρτηση του ανασταλτικού αποτελέσµατος από καταβολή µέρους του τµήµατος της οφειλής προς το δηµόσιο, καθώς συνιστά «οικιοθελή απάρνηση» του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας για το καταβληθέν τµήµα της οφειλής. 3. Με την απονοµή από το νόµο στο δικαστήριο της καταρχήν εξουσίας να διατάξει λήψη ασφαλιστικών ή προληπτικών µέτρων. Η προσωρινή αυτή δικαστική προστασία στο πεδίο αφενός του διοικητικού δικαίου (αναστολή) και αφετέρου του ιδιωτικού δικαίου (ασφαλιστικά µέτρα) αποτρέπει στο µεσοδιάστηµα που µεσολαβεί ανάµεσα στην άσκηση του κύριου ένδικου βοηθήµατος και την έκδοση απόφασης, τη δηµιουργία δυσµενών πραγµατικών γεγονότων που στην πορεία είναι αδύνατο να ανατραπούν. 4. Όταν ο δικαιούχος του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας έχει την ελευθερία να χρησιµοποιήσει τις υπηρεσίες νοµικού παραστάτη ικανού να αντιµετωπίσει τις νοµικές πλευρές της υπόθεσης. Φυσικά το δικαίωµα δικαστικής προστασίας θα παρέµενε σε θεωρητικό επίπεδο και χωρίς ουσιαστικό αντίκρισµα, αν δεν - 11 -

συµπεριελάµβανε και συνταγµατική εγγύηση της,βάσει δικαστικής απόφασης ή διαταγής, αναγκαστικής εκτέλεσης. Η εξαίρεση µερικών πραγµάτων (βλ. 966 ΑΚ ) από την διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης δεν αποτελεί αντίθεση στην άποψη αυτή, ούτε επίσης και η απαίτηση προηγούµενης άδειας του Υπουργού ικαιοσύνης για την διενέργεια αναγκ. εκτέλεσης εις βάρος αλλοδαπού δηµοσίου, καθώς βασίζεται σε γενικώς παραδεδεγµένους κανόνες του διεθνούς δικαίου τους οποίους ακολουθεί η Ελλάδα. Η αξίωση αναγκαστικής εκτέλεσης βρίσκει τα όρια της και αφενός στις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 5 παρ. 1 του Συντάγµατος, σε συνδυασµό µε το 953 παρ. 3 ΚΠολ οι οποίες αποκλείουν την αναγκαστική εκτέλεση σε πράγµατα προσωπικής χρήσης του οφειλέτη και της οικογένειας του, απαραίτητα για τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης του, σε αναµνηστικά αντικείµενα, χειρόγραφα, βιβλία, µουσικά όργανα, και εργαλεία τέχνης. Αφετέρου όρια στην έκταση που µπορεί να πάρει η αναγκαστική εκτέλεση τίθενται και από τη συνταγµατική αρχή της αναλογικότητας (25 παρ. 1 εδ. δ Σ). iii. Φορείς: Το άρθρο 20 Σ είναι αναµφισβήτητα ξεκάθαρο όσον αφορά τον κύκλο των δικαιούχων του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας χρησιµοποιώντας τη λέξη «καθένας». Φορέας του δικαιώµατος είναι κάθε πρόσωπο, φυσικό και νοµικό (η αίτηση δικαστικής προστασίας προσιδιάζει σαφώς στη φύση τους) καθώς και άλλα µορφώµατα όπως οι στερηµένες νοµικής προσωπικότητας ενώσεις προσώπων µε βάση το 12 παρ. 1 Σ. Η εθνικότητα του προσώπου δεν είναι αποφασιστικό κριτήριο για την κτήση του δικαιώµατος. Φορείς δεν αποτελούν µόνο οι Έλληνες αλλά και οι αλλοδαποί, καθώς και οι ανιθαγενείς, αρκεί η αναγνώριση τους από την έννοµη τάξη ως υποκειµένων δικαίου καθώς και η ύπαρξη ουσιαστικού δικαιώµατος το οποίο χρήζει προστασίας. - 12 -

Το άρθρο 20 Σ κατοχυρώνει ταυτόχρονα την αρχή της ισότητας των διαδίκων, την αρχή δηλαδή ότι ο καθ ου η αίτηση δικαστικής προστασίας έχει τα ίδια δικαιώµατα µε τον αιτούντα αυτήν. iv. Αποδέκτες: Αποδέκτης του δικαιώµατος είναι κατά κύριο λόγο η κρατική εξουσία. Στους φορείς αυτούς κρατικής εξουσίας δεν συµπεριλαµβάνονται τα δικαστήρια καθώς η προστασία ζητείται και παρέχεται µέσω αυτών και όχι έναντι αυτών. Φυσικά υπάρχουν µέσα για τον έλεγχο της δικαστικής εξουσίας, όπως τα ένδικα µέσα και η αγωγή κακοδικίας των οποίων η ρύθµιση έχει αφεθεί στον κοινό νοµοθέτη. Το ζήτηµα το οποίο τίθεται όσον αφορά τους αποδέκτες του δικαιώµατος είναι το κατά πόσον η δικαστική προστασία παρέχεται και έναντι της νοµοθετικής εξουσίας. Θετική απάντηση στο ερώτηµα αυτό θα καθιστούσε δυνατή την ευθεία προσβολή τυπικού νόµου µε αφορµή την αµφισβήτηση της συνταγµατικότητας του. Η ορθότερη απάντηση ωστόσο είναι ότι εγγύηση για τη δράση του νοµοθέτη παρέχεται µέσω του δικαστικού ελέγχου συνταγµατικότητας που κατοχυρώνει το 93 παρ.4 Σ. Εξαίρεση αποτελεί περίπτωση έκδοσης αντίθετων αποφάσεων ανώτατων δικαστηρίων όσον φορά τη συνταγµατικότητα διάταξης, που δίνει την δυνατότητα στον οποιονδήποτε έχοντα έννοµο συµφέρον µε αίτηση του προς το Ανώτατο Ειδικό ικαστήριο να ζητήσει κρίση επί του ζητήµατος. Έχοντας λοιπόν αποκλείσει τη δικαστική και την νοµοθετική εξουσία από το πεδίο του δικαιώµατος δικαστικής προστασίας αντιλαµβανόµαστε πως η κατεύθυνση του είναι ως επί το πλείστον προς την εκτελεστική εξουσία κατά την άσκηση κυριαρχικών εξουσιών της. v. Όργανα: - 13 -

Την εγγύηση του Συντάγµατος εκπληρώνει µόνο η παροχή έννοµης προστασίας από δικαστήρια. Όπου δικαστήρια κατά το Σύνταγµα είναι µόνο εκείνα τα όργανα τα οποία συγκροτούνται κατά πλειοψηφία από τακτικούς δικαστές που απολαύουν της λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας που διαγράφονται στο άρθρο 87 του συντάγµατος. Για το λόγο αυτό δε θεωρούνται παρέχοντα έννοµη προστασία διάφορα διοικητικά όργανα-επιτροπές έστω και κατόπιν ασκήσεως ενδικοφανούς προσφυγής. Αυτό ισχύει και για τα πειθαρχικά συµβούλια δηµοσίων υπαλλήλων, που αποτελούν διοικητικά και όχι δικαστικά όργανα καθώς και για το Νοµικό Συµβούλιο του Κράτους. Ως δικαστήρια νοούνται µόνο τα κρατικά. Στην έννοια αυτή δεν υπάγεται η γνήσια διαιτησία, αυτή δηλαδή που βασίζεται στη συµφωνία των µερών. Ούτε η εκκλησιαστική δικαιοσύνη θεωρείται εµπίπτουσα στην έννοια της κρατικής δικαιοσύνης, πολλώ µάλλον εφόσον δεν πληροί τις προϋποθέσεις λειτουργικής και προσωπικής ανεξαρτησίας των δικαστών. Τα δικαστήρια αυτά έχουν θεωρηθεί από την πρόσφατη νοµολογία απλά πειθαρχικά όργανα των οποίων ο ρόλος περιορίζεται στην εκδίκαση καθαρά εσωτερικών υποθέσεων της Εκκλησίας ώστε δεν νοµιµοποιούνται να θίγουν τη γενική έννοµη κατάσταση οποιωνδήποτε ατόµων (κληρικών ή λαϊκών ). Επιπλέον η έννοµη προστασία πρέπει να παρέχεται από κρατικά ελληνικά δικαστήρια, πράγµα που καθιστά ανεπαρκή από µόνη της την προστασία που παρέχουν το Ευρωπαϊκό ικαστήριο Ανθρωπίνων ικαιωµάτων (Ε Α) ή το ικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ( ΕΚ). - 14 -

VI. Περιορισµοί: Στη διατύπωση του άρθρου 20 παρ. 1 Σ έχει προστεθεί η ρήτρα, «όπως νόµος ορίζει». Πρόκειται για µια επιφύλαξη νόµου η οποία από µεγάλο µέρος της θεωρίας κρίθηκε ικανή να προκαλέσει ακόµη και αναίρεση του δικαιώµατος έννοµης προστασίας και καταστρατήγηση του Συντάγµατος. Στην πραγµατικότητα, η ύπαρξη τέτοιων διατυπώσεων είναι απόλυτα δικαιολογηµένη για ένα νοµοθέτηµα λιτό και περιεκτικό όπως το Σύνταγµα µας, το οποίο δεν έχει ως στόχο να ρυθµίσει ενδελεχώς ένα θεσµό όπως αυτό της έννοµης προστασίας αλλά να κατοχυρώσει τον πυρήνα του δικαιώµατος και να αφήσει στον κοινό νοµοθέτη την ρύθµιση των περαιτέρω λεπτοµερειών. Να θέσει ένα γενικό πλαίσιο οργάνωσης το οποίο θα αναλάβουν να εξειδικεύσουν εκτελεστικοί νόµοι. Στην πραγµατικότητα µε την επιφύλαξη αυτή το Σύνταγµα δεν απονέµει στο νοµοθέτη την εξουσία να ρυθµίσει το «αν» αλλά το «πώς» του εν λόγω δικαιώµατος χωρίς να του επιτρέπεται να θίξει τον πυρήνα του, παρά µόνο να θέσει περιορισµούς δικαιολογηµένους από το γενικό συµφέρον. Η έκδοση του εκτελεστικού του άρθρου 20 Σ νόµου, αποτελεί δέσµια αρµοδιότητα για το νοµοθέτη ο οποίος οφείλει να ρυθµίσει την συγκρότηση και την άρτια λειτουργία οργάνων του κράτους που θα πραγµατώνουν την έννοµη προστασία. Ο νόµος αυτός επιτρέπεται να τροποποιηθεί ή να αντικατασταθεί αλλά όχι και να καταργηθεί. Παρόλα αυτά η άσκηση του δικαιώµατος δεν εξαρτάται από την τυχόν µη έκδοση του εν λόγω νόµου. Οι προαναφερθέντες νοµοθετικοί περιορισµοί δικαιολογούνται ως επί το πλείστον από το πολυδάπανο της διαδικασίας ενώπιον ενός δικαστηρίου καθώς και από τον τεράστιο αριθµό υποθέσεων που εισάγονται προς κρίση. Για το λόγο αυτό κρίνεται απαραίτητο για να διασφαλιστεί η λειτουργικότητα και η ταχύτητα της απονοµής δικαιοσύνης, να καθιερώνεται νοµοθετικά ένα ελάχιστο όριο διαδικαστικών προϋποθέσεων που απαιτείται να συντρέχουν για να γίνει - 15 -

παραδεκτό το εισαγωγικό της δίκης ένδικο βοήθηµα ή µέσο, και να υπεισέλθει το δικαστήριο στην εξέταση της ουσιαστικής και νοµικής βασιµότητας του. Χωρίς αυτό το µέσο διήθησης των αιτήσεων δικαστικής προστασίας ο µηχανισµός απονοµής δικαιοσύνης κινδύνευε να παραλύσει. Αναµφίβολα η έκταση αυτών των αποκλειστικά διαδικαστικών διατυπώσεων δεν πρέπει να φτάνει στο σηµείο να καταργεί το δικαίωµα δικαστικής προστασίας. Παραδείγµατα επιτρεπτών δικονοµικών προυποθέσεων αποτελούν, η υποχρέωση παράστασης µε δικηγόρο σε διαδικασίες ενώπιον του Αρείου Πάγου ή η µε ποινή παραδεκτού απαίτηση υπογραφής δικογράφου από δικηγόρο, καθώς και η πρόβλεψη δικαστικών δαπανηµάτων µε παράλειψη καταβολής των οποίων το ένδικο βοήθηµα ή µέσο απορρίπτεται ως απαράδεκτο. Το κόστος της απονοµής δικαιοσύνης δεν πρέπει να επωµίζονται εξ ολοκλήρου οι διάδικοι λόγω αυτών των δαπανηµάτων που το ύψος τους οφείλει να µην καθιστά απαγορευτικό το κόστος της δικαστικής προστασίας. Εξίσου θεµιτοί είναι περιορισµοί που αφορούν τη µορφή και το περιεχόµενο του δικογράφου, καθώς και ο ορισµός προθεσµίας µέσα στην οποία ο θιγόµενος οφείλει να δράσει µε αφετηρία τη στιγµή που θα λάβει γνώση του δυσµενούς γι αυτόν γεγονότος. Τέλος, δικαιολογείται λόγω της ιδιάζουσας θέσης και οργάνωσης της διοίκησης η διαφορετική της νοµοθετική µεταχείριση ως διαδίκου σε σχέση µε τον ιδιώτη. VII. Παραίτηση από το δικαίωµα δικαστικής προστασίας Γενικά και για το µέλλον ο ιδιώτης δεν µπορεί να παραιτηθεί από το δικαίωµα δικαστικής προστασίας. Καταρχήν όµως µπορεί να το ξεπεράσει ad hoc ορίζοντας σε µια διοικητική σύµβαση διαιτητική ρήτρα σύµφωνα µε την οποία προβλεπόµενο διαιτητικό όργανο αναλαµβάνει να επιλύσει τις - 16 -

διαφορές που θα προκύψουν από τη σύµβαση. Τρόπον τινά παραίτηση από το δικαίωµα δικαστικής προστασίας αποτελεί και η εκούσια και ανεπιφύλακτη από το διοικούµενο αποδοχή µιας διοικητικής πράξης η οποία κατά νόµο καθιστά απαράδεκτη την προσβολή της µε αίτηση ακυρώσεως ή προσφυγή. Το ίδιο ισχύει και για την παραίτηση από ένδικα µέσα. VIII. Αναθεώρηση του άρθρου 20 Σ. Έχουµε αναφερθεί στην εισαγωγή της παρούσας εργασίας στον άρρηκτο δεσµό µεταξύ του θεσµού της έννοµης προστασίας και της αρχής του κράτους δικαίου. Αυτή η παραδοχή θα µπορούσε να µας κάνει να ταχθούµε µε την άποψη πως η διάταξη του άρθρου 20 Σ συµπεριλαµβάνεται στις µη αναθεωρήσιµες διατάξεις του Συντάγµατός µας παρόλο που δεν είναι µια από αυτές που περιοριστικά αναγράφονται στην διάταξη του άρθρου 110 παρ. 1 Σ που ορίζει τα σχετικά µε την αναθεώρηση του. Και αυτό γιατί η διάταξη του άρθρου 20 Σ µπορεί να υπαχθεί σε αυτές οι οποίες «καθορίζουν τη βάση και τη µορφή του πολιτεύµατος» και επίσης εξαιρούνται της δυνατότητας αναθεώρησης. IX. Συµπερασµατικές παρατηρήσεις Γίνεται φανερό, µε βάση τα όσα εκτέθηκαν ανωτέρω, πως το δικαίωµα έννοµης προστασίας, µέσω της διττής του νοµικής φύσης ως δικαιώµατος αφενός και αφετέρου ως προγραµµατικής-κατευθυντήριας αρχής της έννοµης τάξης, αλλά και του διπλού του περιεχοµένου, συγκροτούµενο καθώς είναι από το δικαίωµα δικαστικής προστασίας και το δικαίωµα δικαστικής ακροάσεως, προσφέρει σε νοµικό επίπεδο την - 17 -

ευρύτερη δυνατή οχύρωση των δικαιωµάτων και συµφερόντων των ιδιωτών. Στην πράξη όµως δεν παρατηρείται η ίδια αποτελεσµατικότητα των µηχανισµών απονοµής δικαιοσύνης στο να λειτουργήσουν αξιοποιώντας πλήρως το νοµικό πλαίσιο που έχει διαµορφωθεί. Πλήθος οργανωτικών προβληµάτων παρουσιάζει η ελληνική δικαιοσύνη, πλήθος αγκυλώσεων που άλλοτε οφείλονται σε θεσµούς που υπολειτουργούν λόγω κακού προγραµµατισµού, άλλοτε σε λανθασµένη επιλογή των προσώπων που στελεχώνουν τον τοµέα της δικαιοσύνης, άλλοτε πάλι σε αντικειµενικές δυσχέρειες. Το αποτέλεσµα όµως είναι ένα, η δηµιουργία ανασφάλειας στους πολίτες και η έλλειψη εµπιστοσύνης στους κρατικούς µηχανισµούς απονοµής δικαιοσύνης. Το περί δικαίου αίσθηµα έχει ατονήσει στις συνειδήσεις τους. Αποδεικνύεται πως σχεδόν ποτέ δεν αρκεί ένα άρτιο θεσµικό πλαίσιο προστασίας, όσο ευρύ και αν έχει διαµορφωθεί, για να παρέχεται αυτή µε τον αποτελεσµατικότερο δυνατό τρόπο και στο επίπεδο της δικαστικής πρακτικής. Μόνο µια λειτουργική αναδιοργάνωση της δικαιοσύνης θα µπορούσε να επιφέρει την ουσιαστική εκπλήρωση των κατοχυρώσεων του άρθρου 20 Σ και την επίτευξη της ουσιαστικής έννοµης προστασίας. X. Κρίσιµη Νοµολογία. ΣτΕ 1594 / 1988 ΣτΕ 793 / 1990 ΑΠ 184/1994 Στε 3627 /1995 ΣτΕ 2512 / 1997 ΣτΕ 3177 / 1998 ΣτΕ 2442 / 1999 ΣτΕ 4107 / 1999 (Ολ.) ΣτΕ 2281/2000-18 -

XI. Βιβλιογραφία i. αγτόγλου Π., Ατοµικά ικαιώµατα τόµος Β Εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1991, 2005 ii. ηµητρόπουλος Α., Συνταγµατικά ικαιώµατα τόµος Γ τεύχη 1-3, Εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα-Θεσσαλονίκη, 2008 iii. Κεραµεύς Κ., Αστικό ικονοµικό ίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα Αθήνα- Θεσσαλονίκη 1986 iv. Κλαµαρής Ν., Το δικαίωµα δικαστικής προστασίας, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, 1989 v. Λαµπράκης Κ., Η δικαστική προστασία και το άρθρο 20 παρ. 1 Σ 1975, Ελλ /νη, 1986 vi. Χρυσόγονος Κ., Ατοµικά και Κοινωνικά ικαιώµατα, εκδόσεις Αντ. Ν.Σάκκουλα, 2005 vii. Μανιτάκης Α., Η διπλή νοµική φύση του δικαιώµατος παροχής δικαστικής προστασίας,, 1982-19 -

20