Απαντήσεις 1. Στο διήγηµα το όνειρο συνυφαίνεται µε την πραγµατικότητα. Να εντοπίσετε στο απόσπασµα τα σηµεία στα οποία γίνεται αισθητή η διαδοχική µετάβαση από τον κόσµο του ονείρου στον κόσµο της πραγµατικότητας. Ποιες πληροφορίες µας δίνουν για την ψυχολογία και το χαρακτήρα του ήρωα; Στην κεντρική σκηνή όπου κυριαρχεί το θέαµα της γυµνής κοπέλας η εναλλαγή ονείρου και πραγµατικότητας επιτυγχάνεται µε το δίληµµα του βοσκού ανάµεσα στην έντονη ερωτική επιθυµία που διεγείρει η «κολυµβώσα νεάνιδα» (το όνειρο το επιπλέον εις το κύµα) στην ψυχή του και στις ηθικές αναστολές ενοχές- που ενεργοποιεί η θρησκευτική του παιδεία (η πραγµατικότητα). Υπάρχει άλλωστε πάντα και η «έγνοια του κοπαδιού του», έννοια ηθικής τάξεως φυσικά. Μετά την απόρριψη και του δεύτερου σχεδίου φυγής, δια θαλάσσης, αποφασίζει να µείνει και παραδίδεται «χάσκων εν εκστάσει» στο όνειρο της «λουοµένης κόρης», πλήρως αποκοµµένος από τα επίγεια. Ώσπου ξαφνικά οι ενοχές τον ξανακυριεύουν και τον προσγειώνουν στην πραγµατικότητα, ενεργοποιώντας και πάλι τάσεις φυγής (Αλλά την τελευταίαν στιγµήν, να φύγω τον πειρασµόν! ). Για λίγο όµως, γιατί και πάλι παραδίδεται στο όνειρο (Και πάλιν δεν εχόρταινα να βλέπω το όνειρόν µου), µέχρι που το βέλασµα της κατσίκας του τον επαναφέρει οριστικά στην πραγµατικότητα (Αίφνης εις τας ανάγκας του πραγµατικού κόσµου µ επανέφερεν η φωνή της κατσίκας µου. Η µικρή Μοσχούλα ήρχισεν αίφνης να βελάζη! ). Η διαδοχική µετάβαση από τον κόσµο του ονείρου στο κόσµο της πραγµατικότητας φανερώνει έναν αγνό και αθώο φυσικό άνθρωπο, µε άδολη ψυχή, που έχει γαλουχηθεί µε αυστηρές ηθικές αρχές και για το λόγο αυτό ο εσωτερικός του κόσµος συγκλονίζεται από ενοχές στη θέα του απαγορευµένου. Από την άλλη, η φυσική του αθωότητα τον κάνει ευάλωτο στον ερωτικό πειρασµό, που του προκαλεί υπέρτατη ψυχική ευδαιµονία και τον φέρνει σε κατάσταση έκστασης. 2. Να επισηµάνετε το είδος του αφηγητή και της εστίασης στο παραπάνω απόσπασµα και να σχολιάσετε τη λειτουργία των συγκεκριµένων αφηγηµατικών επιλογών. Το διήγηµα ανήκει στις αυτοδιηγητικές αφηγήσεις, όπου ο αφηγητής αφηγείται σε α πρόσωπο µια ιστορία στην οποία κεντρικός ήρωας είναι ο ίδιος και όχι ένας απλός αυτόπτης µάρτυρας. Έχουµε δηλαδή έναν οµοδιηγητικό και µάλιστα αυτοδιηγητικό αφηγητή που κοιτάζει πίσω στο χρόνο και αφηγείται ένα συµβάν της προηγούµενης ζωής του αναδροµικά, φιλτράροντάς τα µέσα από την εµπειρία που αποκόµισε στο µεταξύ, δηλαδή µέσα από την προοπτική της ωριµότητάς του, έτσι ώστε αυτά να επαναξιολογούνται και να νοηµατοδοτούνται εκ νέου. Κυριαρχεί λοιπόν εσωτερική εστίαση, µε την έννοια ότι το επεισόδιο της εφηβείας φωτίζεται µέσα από την οπτική της ωριµότητας. Επειδή µάλιστα ο ώριµος αφηγητής φαίνεται να γνωρίζει περισσότερα από το νεαρό ήρωά του, ο αναγνώστης εφοδιάζεται µε περισσότερες πληροφορίες απ όσες αρχικά υποπτεύεται και απ όσες επιτρέπει η εσωτερική εστίαση, µε αποτέλεσµα να προοικονοµείται διακριτικά η εξέλιξη. Έτσι
π.χ. εκφράζεται µε διαδοχικές ρητορικές ερωτήσεις ο φόβος του βοσκού για το πιθανό «σχοινίασµα» της αίγας που χαρακτηρίζοντάς την «πτωχή» προοικονοµεί διακριτικά την κατάληξή της (σελ. 175). Η τεχνική λέγεται παράληψη, και µε τη χρήση του εγείρεται η περιέργεια και η αγωνία του αναγνώστη και δηµιουργείται µυστήριο και από τη γενικότερη άποψη της αναγνωστική διαδικασίας ειρωνεία» (Φαρίνου Μαλαµατάρη). Ο λόγος ανήκει λοιπόν στον ώριµο αφηγητή, ευκαιριακά ωστόσο η αφηγηµατική προοπτική περιορίζεται στα όρια της συνείδησης του νεαρού βοσκού. όπως στα σηµεία εκείνα που προσποιείται άγνοια (πχ: «Αλλά την τελευταίαν στιγµήν, αλλοκότως, µου επανήλθε πάλιν η πρώτη ιδέα Να ριφθώ εις τα κύµατα, προς το αντίθετον µέρος, εις τα όπισθεν, να κολυµβήσω όλον εκείνο το διάστηµα έως την άµµον, και να φύγω, να φύγω τον πειρασµόν!...»), τα οποία αποτελούν συνδηλώσεις της ανωριµότητάς του. Η αφηγηµατική φωνή φαίνεται να υιοθετεί την προοπτική του νεαρού ήρωα και στα σηµεία εκείνα που τον παρουσιάζει να ταλαντεύεται ανάµεσα σε αντιφατικά συναισθήµατα και διαθέσεις (διλήµµατα) ανήµπορος να πάρει κάποια απόφαση. Φαίνεται, δηλαδή, ότι ο αφηγητής µας εφοδιάζει µε λιγότερες πληροφορίες απ όσες ξέρει και µάλιστα οµολογεί πως γνωρίζει τη λύση των διληµµάτων (Ούτε µου ήλθε τότε η ιδέα ότι δεν εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια). Η τεχνική λέγεται παράλειψη, και µ αυτήν ο αφηγητής καταφέρνει να διεγείρει την αγωνία του αναγνώστη και να διατηρήσει αµείωτο το ενδιαφέρον του κα την έκβαση της πλοκής. Πετυχαίνει επίσης να καταδείξει τη σύγχυση που επικράτησε στη θέα της γυµνής κοπέλας, να φωτίσει δηλαδή καλύτερα την ψυχολογία του ήρωα. Το γεγονός ότι ο ώριµος αφηγητής αφηγείται γεγονότα της εφηβικής του ηλικίας (διπλή οπτική γωνία) έχει ως αποτέλεσµα εναλλαγές στην εστίαση. Ωστόσο, η διάκριση της οπτικής γωνίας φαίνεται να είναι ιδιαίτερα δυσχερής στα σηµεία που περιγράφεται η ονειρώδης σκηνή (όπως αυτό που παρατίθεται στο απόσπασµα). Το σίγουρο είναι ότι εµπειρία ανήκει στο νέο, που την βίωσε µε ιδιαίτερη ένταση και πάθος, και η περιγραφή στον ώριµο, που την αναπλάθει φιλτράροντάς την µέσα από τη µετέπειτα εµπειρία του. Από αυτήν την άποψη, οι δύο οπτικές αλληλοεπικαλύπτονται. Είναι πάντως ξεκάθαρη η ώριµη αφηγηµατική φωνή, όταν ο αφηγητής οµολογεί πως µπορούσε δηλαδή να αποµακρυνθεί χωρίς να πέσει στην αντίληψη της κοπέλας. 3. Να σχολιάσετε τη λειτουργία της περιγραφής στην πρώτη παράγραφο του αποσπάσµατος (Ήτον απόλαυσις η ναυς των ονείρων). Η περιγραφή κατέχει µεγάλη έκταση στο έργο του Παπαδιαµάντη και χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερο πλούτο και ποικιλία. Στα περισσότερα διηγήµατά του δίνεται η εντύπωση ότι η περιγραφή πριµοδοτείται σε σχέση µε τη δράση, αναστέλλοντας την αφηγηµατική ροή και δηµιουργώντας µια εντύπωση στατικότητας και χαλαρότητας στην εξέλιξη της πλοκής. Η περιγραφή ωστόσο επιτελεί σηµαντική λειτουργία, η οποία δε γίνεται αντιληπτή, αν την αξιολογήσουµε µόνο µε βάση τις αρχές του ρεαλισµού. εν υπηρετεί απλώς τις σκηνοθετικές ανάγκες του διηγήµατος, λειτουργώντας ως φόντο δράσης ούτε αποβλέπει απλά στην παροχή πληροφοριών για τα πρόσωπα και τα πράγµατα. Τις περισσότερες φορές υπερβαίνει το πλαίσιο του ρεαλισµού και της ηθογραφίας, παρόλο που έχει ένα πραγµατικό
σηµείο αναφοράς, επιβάλλοντας τη θεώρηση της πραγµατικότητας µέσα από µια νέα προοπτική, η οποία προσδίδει στην πραγµατικότητα διαφορετικές διαστάσεις. εν είναι λοιπόν µονοσήµαντη αλλά φαίνεται ότι λανθάνουν σ αυτήν νοήµατα που µε την πρώτη ανάγνωση δεν γίνονται αντιληπτά. Αποκτά, δηλαδή, διαστάσεις συµβολικές, καθώς σηµαίνει πολύ περισσότερα απ όσα αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως, γεγονός που της προσδίδει έναν χαρακτήρα ποιητικό. Συγχρόνως, η επιβράδυνση στην πλοκή εντείνει την αγωνία του αναγνώστη για την εξέλιξη, ενώ ο λυρισµός που τη διακρίνει προκαλεί γνήσια αισθητική συγκίνηση στον αναγνώστη και φωτίζει την ψυχολογία του ήρωα. Τις παραπάνω παρατηρήσεις επιβεβαιώνει και η λεπτοµερής περιγραφή της κοπέλας την ώρα που κολυµπά γυµνή «εις το φως της σελήνης το µελιγχρόν». Ο εκφραστικός πλούτος που τη χαρακτηρίζει συντελεί ώστε η Μοσχούλα να υψώθεί στη σφαίρα του ιδανικού, παίρνοντας µαγικές, µυθικές και ονειρικές διαστάσεις. Γίνεται «πνοή, ίνδαλµα, όνειρον», «νηρηίς, νύµφη, σειρήν», σύµβολο δηλαδή του ερωτικού πειρασµού, που µαγεύει τον νεαρό βοσκό και τον κάνει να χάσει την επαφή µε τα επίγεια. Πέρα από τη ιδανική οµορφιά της κοπέλας φωτίζεται και η ψυχολογία του βοσκού που βιώνει µια πρωτόγνωρη ευδαιµονία στη θέα της, ενώ η εξέλιξη της πλοκής «παγώνει» µέχρι το δραµατικό απρόοπτο (το βέλασµα της κατσίκας), που θα την προωθήσει. 4. «Συγχρόνως µ εκυρίευσε και ο φόβος το ταλαίπωρον ζώον»: Να σχολιάσετε σε µια παράγραφο 100 περίπου λέξεων το παραπάνω χωρίο. Το βέλασµα της αίγας δηµιουργεί στο βοσκό το φόβο ότι η κατσίκα του κινδυνεύει. Η αγάπη του γι αυτήν και η ευθύνη που έχει ως βοσκός για τη ζωή της προκαλούν έντονη ταραχή και ανησυχία, η οποία αποδίδεται µε διαδοχικές ρητορικές ερωτήσεις. Αυτές καθώς και το επίθετο «πτωχή», µε το οποίο την χαρακτηρίζει προοικονοµούν την εξέλιξη, προϊδεάζοντας τον αναγνώστη για το «σχοινίασµα» του ζώου, το οποίο συµβολίζει και το σχοινίασµα του ίδιου του ήρωα, την αποκοπή του δηλαδή από τη φύση και την παγίδευσή του στην δυστυχία της αστικής ζωής, ως συνέπεια της αδυναµίας του έδειξε απέναντι στο γυναικείο πειρασµό. 5. Στο απόσπασµα από το «Όνειρο στο κύµα» του Αλ. Παπαδιαµάντη και στο τραγούδι του Ν. Παπάζογλου να εντοπίσετε πέντε οµοιότητες ως προς το περιεχόµενο. Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό µε µιας θαρρείς κι απ' την καρδιά µου ξέκοψε κι αυτή τη στιγµή που πληµµυρίζω χαρά ανέβηκε ως τα χείλη µου και µε 'πνιξε φυλάξου για το τέλος θα µου πεις Σ' αγαπάω µα δεν έχω µιλιά να στο πω κι αυτό είναι ένας καηµός αβάσταχτος λιώνω στον πόνο γιατί νιώθω κι εγώ ο δρόµος που τραβάµε είναι αδιάβατος κουράγιο θα περάσει θα µου πεις Πώς µπορώ να ξεχάσω τα λυτά της µαλλιά την άµµο που σαν καταρράχτης έλουζε
καθώς έσκυβε πάνω µου χιλιάδες φιλιά διαµάντια που απλόχερα µου χάριζε θα πάω κι ας µου βγει και σε κακό Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό µαγικό µπορεί ένα τέτοιο πλάσµα να γεννήθηκε από ποιο µακρινό αστέρι είναι το φως που µες τα δυο της µάτια πήγε κρύφτηκε κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει Μες το βλέµµα της ένας τόσο δα ουρανός αστράφτει συννεφιάζει αναδιπλώνεται µα σαν πέφτει η νύχτα πληµµυρίζει µε φως φεγγάρι αυγουστιάτικο υψώνεται και φέγγει από µέσα η φυλακή ( στίχοι Ν. Παπάζογλου) Οι οµοιότητες ανάµεσα στο δοθέν απόσπασµα και το τραγούδι του Ν. Παπάζογλου είναι εµφανείς. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας έρωτας ανοµολόγητος που σηµαδεύει τον ήρωα. Στο διήγηµα του Παπαδιαµάντη είναι ο έρωτας για τη Μοσχούλα, την κόρη του άρχοντα της περιοχής, που για το βοσκό είναι απαγορευµένος καρπός, τόσο λόγω της κοινωνικής της θέσης, όσο και λόγω των αυστηρών χριστιανικών αρχών µε τις οποίες ο ίδιος έχει γαλουχηθεί. Στο τραγούδι ο ήρωας οµολογεί «Σ' αγαπάω µα δεν έχω µιλιά να στο πω /κι αυτό είναι ένας καηµός αβάσταχτος». Και στις δύο περιπτώσεις ο ήρωας βιώνει αντιφατικά συναισθήµατα. Ο βοσκός από τη µια, ζει την απόλυτη ευδαιµονία, που τον απογειώνει στο όνειρο, τον εκστασιάζει και από την άλλη, νιώθει ταραχή και ενοχές γιατί υπέκυψε στη γοητεία του απαγορευµένου. Στο τραγούδι ο ήρωας νιώθει από τη µια να πληµµυρίζει χαρά και από την άλλη του βγαίνει ένα τραγούδι λυπητερό, προφανώς γιατί η ιστορία δεν έχει αίσιο τέλος (Μα γιατί το τραγούδι να 'ναι λυπητερό /µε µιας θαρρείς κι απ' την καρδιά µου ξέκοψε /κι αυτή τη στιγµή που πληµµυρίζω χαρά /ανέβηκε ως τα χείλη µου και µε 'πνιξε /φυλάξου για το τέλος θα µου πεις). Και στις δύο περιπτώσεις ο ήρωας ανακαλεί στη µνήµη του την εικόνα της κοπέλας εστιάζοντας στα µαλλιά της. Στο διήγηµα ο ήρωας βλέπει τα βρεγµένα της µαλλιά να λαµπυρίζουν στο φως του φεγγαριού (Έβλεπα την αµαυράν και όµως χρυσίζουσαν αµυδρώς κόµην της) και στο τραγούδι ο ήρωας ανακαλεί τα λυτά της µαλλιά έτσι όπως χύνονται πάνω στην άµµο (Πώς µπορώ να ξεχάσω τα λυτά της µαλλιά /την άµµο που σαν καταρράχτης έλουζε). Επιπλέον, και στις δύο περιπτώσεις η κοπέλα εξιδανικεύεται. Ο βοσκός ανάγει τη Μοσχούλα στη σφαίρα του ιδανικού, όπως φανερώνουν οι χαρακτηρισµοί που της αποδίδει (Ήτο πνοή, ίνδαλµα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύµα ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς µαγική, η ναυς των ονείρων ). Οµολογεί ότι είναι ένα πλάσµα µοναδικό που τον µάγεψε (Είχα µείνει χάσκων εν εκστάσει και δεν εσκεπτόµην πλέον τα επίγεια). Αλλά και ο ήρωας του τραγουδιού αποδίδει στην κοπέλα µοναδικές ιδιότητες (Σε ποιαν έκσταση απάνω σε χορό µαγικό /µπορεί ένα τέτοιο πλάσµα να γεννήθηκε /από ποιο µακρινό αστέρι είναι το φως /που µες τα δυο της µάτια πήγε κρύφτηκε /κι εγώ ο τυχερός που το 'χει δει).
Και οι δυο ερωτικές εµπειρίες εντάσσονται σ ένα πλαίσιο ειδυλλιακό: αυγουστιάτικο βράδυ µε φεγγάρι. Στο διήγηµα η κοπέλα κολυµπά στο φως της σελήνης (όλα συγχεόµενα, µελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης) και στο τραγούδι η κοπέλα ανακαλεί ένα παρόµοιο νυχτερινό τοπίο (µα σαν πέφτει η νύχτα πληµµυρίζει µε φως /φεγγάρι αυγουστιάτικο υψών