Παύλος Καλλιγάς, Θάνος Βλέκας, 1855 - Εἶσθε διδάσκαλος Ἑλληνικοῦ Σχολείου; - Ἤμην. - Σᾶς ἔπαυσαν φαίνεται; - Μάλιστα! μ' ἐπεθεώρησαν. - Καὶ σᾶς εὑρῆκαν ἐλλείψεις; - Ὄχι! πλεονασμούς. - Πῶς; - Ὅτι μέμφομαι τὴν ἀμάθειαν. Σεῖς δὲ ποῖος εἶσθε; - Εἶμαι ἱερεὺς Ἀμερικανός. - Καὶ πῶς ἀφήσατε τὴν εὐνομουμένην πατρίδα τοῦ Οὐασιγκτῶνος καὶ τοῦ Φραγκλίνου, προτιμῶντες τὴν ὑπὸ τῶν κακίστων θεσμῶν κατατρυχομένην Ἑλλάδα. - Οἱ Ἀμερικανοὶ εἶναι ὅλοι φιλέλληνες καὶ μ' ἔστειλαν, διὰ νὰ κηρύξω τὸν λόγον τῆς ἀληθείας καὶ νὰ συντελέσω εἰς τὴν διάδοσιν τῆς παιδείας εἰς τὴν πατρίδα τῶν ἐνδόξων ἀνδρῶν, τοὺς ὁποίους θαυμάζομεν, καὶ καταγινόμεθα νὰ μιμηθῶμεν ὡς ἄκρα παραδείγματα πολιτικῆς συνέσεως καὶ ἀρετῆς. - Πλὴν πῶς δύνασθε νὰ μᾶς διδάξετε, ἐνῷ δὲν εἶσθε ἐγκρατεῖς τῆς ἑλληνικῆς; - Δὲν προτιθέμεθα νὰ σᾶς διδάξωμεν τὴν ἀρχαίαν, ἀλλὰ τὸν λόγον τῆς ἀλήθειας. - Δηλαδὴ νὰ μεθερμηνεύσητε τὰς Γραφὰς εἰς τὴν κακόζηλον ἐκείνην μιξοβάρβαρον γλῶσσαν, μισθοῦντες ἀγοραῖόν τινα ἡμιμαθῆ, ὅστις σᾶς καπηλεύει αὐτὸν τὸν ἄθλιον ῥῶπον. Ὁ Ἀμερικανὸς ἠπόρησε διὰ τὴν αὐστηρὰν ταύτην κρίσιν τοῦ Ἡφαιστίδου καὶ ἐσκέπτετο ν' ἀπαντήσῃ εὐστρόφως, ὥστε νὰ καταστήσῃ ἀπαθέστερον τὸν διάλογον. Ἐν τοσούτῳ ὁ Πάτερ Λαυρέντιος, οὕτως ὠνομάζετο ὁ καλόγηρος, ὅστις εἶχεν ἀδιαλείπτως προσεκτικὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ Ἀμερικανοῦ, ἀκούσας ζωηρότερον διάλογον καὶ τὴν φωνὴν τοῦ Ἡφαιστίδου ἐντονωτέραν, ἐκέντησε τὸν ἵππον του, καὶ προπορευθεὶς τῶν ἄλλων ἔφθασε πλησίον τοῦ Ἡφαιστίδου. - Κύριέ μου, εἶπεν ὁ Ἀμερικανὸς, συγχωρήσατέ με μίαν παρατήρησιν. Ἡμεῖς οἱ ξένοι εὑρισκόμεθα εἰς μεγάλην ἀμηχανίαν θέλοντες νὰ μάθωμεν τὴν ὁμιλουμένην γλῶσσάν σας. Γραμματικὴ αὐτῆς δὲν ὑπάρχει, ὅλοι δὲ οἱ λόγιοι δὲν εἶσθε μεταξύ σας σύμφωνοι. - Ἀκολουθήσατε τὴν ἀρχαίαν, ἀπήντησεν ὁ Ἡφαιστίδης, οὐδόλως προσέξας τὴν γειτονίαν τοῦ καλογήρου. - Πλὴν σήμερον οὔτε ὁμιλεῖτε οὔτε γράφετε κατὰ τὴν ἀρχαίαν. - Πᾶν τὸ μὴ ἀρχαῖον σόλοικον. - Εἶσθε ἐξ ἐκείνων φαίνεται, οἵτινες καταγίνονται ν' ἀναστήσουν τοὺς κεκοιμημένους. Ἡ πρόθεσίς σας εἶναι εὐγενὴς, πλὴν δόσατέ με τὴν ἄδειαν ν' ἀμφιβάλλω περὶ τοῦ κατορθωτοῦ. - Ἀμφιβάλλετε ὅσον θέλετε. Νᾶφε καὶ μέμνασ' ἀπιστεῖν, Ἄρθρα ταῦτα τῶν φρενῶν. - Σᾶς λέγω, ὅτι ἀμφιβάλλω, διότι ἡμεῖς ἐν Ἀμερικῇ δὲν διώκομεν τὴν ἄκραν τελειότητα, ἥτις ὐπερβαίνει τὰς δυνάμεις τῶν ἀνθρώπων καὶ εἶναι ἴδιον τοῦ θεοῦ, ἀλλὰ ἐπαρκούμεθα εἰς τὸ φυσικῶς δυνατὸν καὶ εἰς τὸ σχετικὸν καλὸν, καὶ διὰ τοῦτο προοδεύομεν ἀνεπιστρεπτὶ καὶ δυνάμεθα νὰ εἴπωμεν, ταχύτατα, διότι οὐδὲν βῆμα γίνεται ἐπὶ ματαίῳ
Δημήτριος Βικέλας, Λουκής Λάρας, 1879 1. Πρώτην τότε φοράν επεφάνη εις εμέ συσσωματωμένη η ιδέα της Επαναστάσεως, η αίσθησις της Εθνεγερσίας. Αι λευκαί εκείναι περιστεραί ήσαν του Ελληνικού στόλου τα πλοία. Επ' αυτών εκυμάτιζε του Σταυρού η σημαία. Και διέτρεχον τα πλοία εκείνα τας Ελληνικάς θαλάσσας ελεύθερα, και ήσαν επ' αυτών άνδρες γενναίοι και άφοβοι, και επεδείκνυον από παραλίαν εις παραλίαν την σημαίαν των, εμψυχούντες τους Χριστιανούς και αψηφούντες τους Τούρκους, και επί της σημαίας εκείνης ήσαν χαραγμέναι αι λέξεις «Ελευθερία ή θάνατος!» Ότε είδα τους δύο γέροντας τοσούτον συγκινημένους ησθάνθην εν εμαυτώ αίσθημα απερίγραπτον, απερίγραπτον τοσούτω μάλλον, καθόσον ήτο αόριστον και συγκεχυμένον. Ησθάνθην ως να εγίνετο πλατύτερον το στήθος και υψηλότερον το σώμα μου. Αλλ' ήτο στιγμιαίον και παροδικόν το αίσθημα. Ίσως δε, ίσως γράφων τώρα, περιγράφω μάλλον τι ηδυνάμην να συναισθανθώ τότε, ή ό,τι πραγματικώς και ακριβώς συνησθάνθην. 2. Ότε όμως είδα το πλοίον απομακρυνόμενον και σώους επ' αυτού όλους τους μεθ' ημών συγκινδυνεύσαντας, ησθάνθην την καρδίαν μου πληρουμένην υπό χαράς ότι εσώθημεν. Τούτο ήτο το πρώτον μου αίσθημα, στενόν ίσως εγωισμού αίσθημα. Δεν εσυλλογιζόμην την ώραν εκείνην τους μείναντας εις την Χίον, δεν εσκεπτόμην πόσοι δυστυχέστεροι ημών κρύπτονται εισέτι εις σπήλαια και υπόγεια, υποφέροντες τα μαρτύρια, από των οποίων ημείς ελυτρώθημεν. Όχι δι'εμέ η Χίος, ο κόσμος όλος, ήτο κατ' εκείνην την στιγμήν του πλοίου μας το πλήρωμα εκεί συνεκεντρούντο τα αισθήματά μου, εκεί περιωρίζετο η σκέψις μου. Αλλ' ότε το πλοίον επελαγοδρόμησε, τα δε παράλια της Χίου έμειναν μακράν όπισθεν ημών, και επήλθε τάξις τις και ησυχία επί του καταστρώματος, ενθυμήθην τότε ότι ήμην άσιτος και ησθάνθην ότι πεινώ. Δεν ήτο νέα δι' εμέ η τοιαύτη αίσθησις. Πολλάκις, κατά την διάρκειαν των περιπλανήσεών μας, ησθάνθην αυτό της πείνης και της δίψης το μαρτύριον. Ποτέ, αναγνώστά μου, να μη σε δώση ο θεός να πεινάσης, εκτός μόνον όταν γνωρίζης ότι σε περιμένει τράπεζα πλήθουσα. Αλλά να πεινάς και να βλέπης τους περί σε ωχρούς εκ της ασιτίας, και να μη βλέπης πόθεν να προμηθευθής τεμάχιον άρτου, και να έχης ανάγκην δυνάμεων διά να τρέχης, διά να περιθάλπης άλλα αδύνατα και αγαπητά περί σε όντα... Ω! μόνος ο διελθών τοιαύτας στερήσεις δύναται να εννοήση την πικρίαν των! Αγησίλαος Γιαννόπουλος Ηπειρώτης, «Πρόλογος», Εμίλ Ζολά. Νανά, μτφρ. «Φλοξ» [Ιωάννης Καμπούρογλου], 1880. αυτό τούτο το παρόν της ημετέρας πατρίδος, όπως οι πολλοί θέλουσιν, επιβάλλει ημίν ως ορίζοντα πνευματικής πτήσεως τα πεπερασμένα όρια της μεγάλης Ελλάδος και ως ιδανικόν της ημετέρας ποιήσεως την Μεγάλην Ιδέαν. Και είναι δίκαιον έχομεν ακόμη ανάγκην να ψάλλωμεν τα παλληκάρια και του Πίνδου της ραχούλαις εκεί όπου εκατομμύρια αδελφών στένουσιν, ανάγκη η φωνή ημών να καταφθάση ως ηχώ των ημετέρων δημοτικών ασμάτων μόνον, ως ανακραυγή προς την ελευθερίαν και απειλή κατά των τυράννων, και εν γένει, πριν ή ανακτήσωμεν την μεγάλην και μοναδικήν ημών φιλολογίας, ανάγκη ν αποκτήσωμεν την Πατρίδα.
Νεωτερισμός σημαίνει πρόοδος, ζωή. Αδύνατον ημείς να περικλεισθώμεν εν τη ιδία ημών ατμοσφαίρα, να ζήσωμεν μόνοι και δι ίδιον μόνον λογαριασμόν. Παρά τοις πλείστοις των λαών η ζωήν σήμερον προσκτάται κοσμοπολιτικήν τινα χροιάν, ηθικόν φαινόμενον γενικού τινός αισθήματος, εις ό υπείκει η ανθρωπότης, και όπερ τείνει να καταστήση την ιδέαν της πατρίδος ευρείαν όσον ο κόσμος.. Καθορίζω το ζήτημα. Έχομεν ανάγκην φιλολογίας και ποιήσεως ευρυτέρας εκείνης, ήτις παρ ημίν καλείται εθνική η ποίησις είναι ευρεία όσον ο κόσμος, και τον κόσον όλον περιλαμβάνουσα η ημετέρα, θα μείνη πάντοτε Ελληνική. Ιδού διατί πρέπει να γνωρίσωμεν όλους τους σκεπτομένους και γράφοντας σήμερον. Εις εξ αυτών είναι ο Ζώλας, όστις αρχίζει το έργον από του σημείου εις ό αφήκεν αυτό ο διδάσκαλος Βαλζάκ.. Η θεωρία του Ζώλα είναι, ότι ηθικώς ο άνθρωπος μεταβάλλεται αφομοιούμενος προς τον χώρον εν ώ ζη.. Ο Ζώλας δεν είναι ποιητής, αλλ όταν αναγιγνώσκωμεν αυτόν, αυτή αύτη η ιδιότης αποκαλύπτει ημίν εξαισίους ποιητικάς καλλονάς, αίτινες ενυπάρχουσιν εν τη φύσει ήν ούτος αντιγράφει. Αφηγούμενος ή περιγράφων δεν παρεντίθεται μεταξύ του αντικειμένου και του αναγνώστου, αλλά τίθησι τούτον εις άμεσον συνάφειαν προς το εκφραζόμενον ή περιγραφόμενον.. Η ζωή των πραγμάτων, άτινα περιγράφει, είναι η ζωή αυτών τούτων πραγμάτων, όπως εν τη φύσει υπάρχουσι, και πάσα αυτών ιδιότης είναι όντως έμφυτος εν αυτοίς, και εν τη ψυχή του αναγνώστου αντανακλώνται υπό πάσας αυτών τας απόψεις μεθ όλων αυτών των ιδιοτήτων, και δια τούτο μετά της ταραττούσης τας αισθήσεις οσμής των ιδρωμένων σαρκών της Νάνας αισθανόμεθα την ταράττουσαν τον στόμαχον οξείαν οσμήν των επί του κομμωτηρίου αυτής μύρων και όξων Ιδού πως εν τη υλιστική ή πραγματική ταύτη ποιήσει το ιδανικόν εξέλιπε παντελώς, και μόνον δια της εν ημίν αυτοίς αντανακλωμένης πραγματικής ζωής των αντικειμένων, δύναται αυτή να θέση ημάς εις συγκοινωνίαν προς το εν τη φύσει επί της ύλης πλανώμενον πνεύμα.. Και όντως εκπληκτική είναι παρ αυτώ η τέχνη, ήτις ουδέν άλλο σκοπεί ή την αντιγραφήν της γυμνής και ωμής, ούτως ειπείν, αληθείας εν ταις ελαχίσταις αυτής λεπτομερείαις. Ανδρέας Καρκαβίτσας, «Πρόλογος», Διηγήματα, 1892 Ο σημερινός 'Ελλην καλλιτέχνης, σε όποιον κλάδο και αν ανήκη, βρίσκεται πάντα μέσα σε θησαυρό ατελείωτο και δεν χρειάζεται παρά να σκύψη για να γεμίση τους κόρφους του. Είναι λοιπόν δίκαιο αντί ν' αδράχνη διαμάντια και μπριλάντια να προσέχη 'ς τα ψωροχάλικα; Είναι δίκαιο αφού και ιστορία και θρησκεία και ηρωισμοί απίστευτοι, αφού πρωτόπλαστοι ακόμη παραδόσεις κ' εθίμων πολύμορφοι σωροί και τύποι και όψεις σκληρωκάμωτοι κ' εκφράσεις σχεδόν πέτρινοι και φερσίματα χιλιάδες και φύση από τον Παράδεισο παρμένη, όλα κατά σωρούς σε περιτριγυρίζουν, σε προκαλούν,πετούν σχεδόν σαν χιλιόπλουμες πεταλούδες ολόγυρά σου και φωτοβολούν 'ς το νου και 'ς την καρδιά και 'ς τα νεύρα σου και σου γλυκοτραγουδούν μ' ασύγκριτο τραγούδι Σειρήνων "πάρε μας, φωτογράφησέ μας πριν σβήσωμε. η άλλη γενεά δεν θα μας εύρη", είναι δίκαιο εμείς να γυρίζουμε πίσω 'ς τ' άσκοπα γραψίματα του παρελθόντος και μ'εκείνα να προβάλλουμε 'ς τους αναγνώστας; 'Οχι, χίλιες φορές όχι!... Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, «Πρόλογος», Λαμπριάτικος Ψάλτης, 1893 Τὸ σημερινὸν ἔθνος δὲν ἐπῆγε, δυστυχῶς, τόσον ἐμπρός, ὅσον λέγουν αὐτοί. Τὸ ἔθνος τὸ ἑλληνικόν, τὸ δοῦλον τοὐλάχιστον, εἶναι ἀκόμη πολὺ ὀπίσω, καὶ τὸ
ἐλεύθερον δὲν δύναται νὰ τρέξῃ ἀρκετὰ ἐμπρός, χωρὶς τὸ ὅλον νὰ διασπαραχθῇ, ὡς διασπαράσσεται, φεῦ! ἤδη. Ὁ τρέχων πρέπει νὰ περιμένῃ καὶ τὸν ἑπόμενον, ἐὰν θέλῃ ἀσφαλῶς νὰ τρέχῃ ὁ ἐλεύθερος πρέπει νὰ βοηθῇ τὸν δεσμώτην ἢ πρέπει νὰ τὸν ἀνακουφίζῃ. Ὅσον παρέρχεται ὁ χρόνος, τόσον τὸ ἐλεύθερον ἔθνος καθίσταται οἴμοι! ἀνικανώτερον ὅπως δώσῃ χεῖρα βοηθείας εἰς τὸ δοῦλον ἔθνος. Ἄγγλος ἢ Γερμανὸς ἢ Γάλλος δύναται νὰ εἶναι κοσμοπολίτης ἢ ἀναρχικὸς ἢ ἄθεος ἢ ὅ,τιδήποτε. Ἔκαμε τὸ πατριωτικὸν χρέος του, ἔκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα εἶναι ἐλεύθερος νὰ ἐπαγγέλλεται, χάριν πολυτελείας, τὴν ἀπιστίαν καὶ τὴν ἀπαισιοδοξίαν. Ἀλλὰ Γραικύλος τῆς σήμερον, ὅστις θέλει νὰ κάμῃ δημοσίᾳ τὸν ἄθεον ἢ τὸν κοσμοπολίτην, ὁμοιάζει μὲ νᾶνον ἀνορθούμενον ἐπ ἄκρων ὀνύχων καὶ τανυόμενον νὰ φθάσῃ εἰς ὕψος καὶ φανῇ καὶ αὐτὸς γίγας. Τὸ ἑλληνικὸν ἔθνος, τὸ δοῦλον, ἀλλ οὐδὲν ἧττον καὶ τὸ ἐλεύθερον, ἔχει καὶ θὰ ἔχῃ διὰ παντὸς ἀνάγκην τῆς θρησκείας του. Ανδρέας Καρκαβίτσας, Ο Ζητιάνος, 1897 Ολόγυρα, στυγνή εβασίλευε μελαγχολία και φρίκη. Το κονάκι τώρα, γυμνό από τις ξυλοδεσές, από τα παράθυρα και τους πύργους και τον εξώστη και τις σκάλες του, παραγεμισμένο από σανίδες και σίδερα, από κεραμίδια και χοντρόξυλα και πλίθες, με τοίχους μαύρους και μισοτριμμένους, έμοιαζε με γίγαντα κατασκελετωμένον και άψυχον. Οι άγριες φλόγες, μην έχοντας πλέον τροφή στους εξωτερικούς τοίχους, επεριορίσθηκαν κάτω, μέσα στα θαμμένα ερείπια κι εξακολουθούσαν εκεί άφαντες, σαν επίβουλη αρρώστια, το καταστρεφτικόν έργο τους. Οι καπνοί κατάμαυροι, πυκνοί ανέβαιναν κλωθογύριστοι στην ακυμάτιστη ατμοσφαίρα, με γαλήνη και απελπιστικήν απάθεια. Τα κουφώματα ορθάνοιχτα έχασκαν, σαν στόματα ξεδοντιασμένα και άσαρκα, που ρίχνουν απαίσιο γέλοιο επάνω στην εικόνα ολέθρου και θανάτου. Και κάτω, μέσα στα βάθη των κατωγιών, τα σκοτεινά και αψαχούλευτα, σωροί φλογεροί εφαίνονταν τα σιτάρια και τα καλαμπόκια, με λαμπάδες γαλαζοκόκκινες, πηδηχτές, ατελείωτες εδώ κι εκεί, σαν από κρατήρα ηφαιστείου και λάβρα θαμπή και τρεμάμενη εγλιστρούσεν επάνω τους με γοργάδα σύγνεφου, που γλιστρά κάτω από τον ήλιο και ρίχνει φευγάτον τον ίσκιο του επάνω σε αμμουδερή και ηλιόκαφτην έρημο. Η ατμόσφαιρα όλη ήταν γεμάτη από καπνούς και ατμούς και στάχτη φλογισμένη και βαρειά κάρωση. Οι γειτονικές αυλές, οι λάσπες και τα χλωρά χορτάρια, τα κιουτσέκια και τα σπίτια, η λεύκα του πηγαδιού και οι ογρές πλάκες, κάθε δέντρο και κάθε χάτσαλο περίγυρα, άφων άλαλα στην ακινησία τους, σεβαστά στη φρίκη τους, αισθάνονταν το σύφλογο να χώνεται στους πόρους των επίβουλο και μαραμένα, θλιβερά, είχαν χάση κάθε χυμό και κάθε νότισμα, όπως χάνει ο άνθρωπος το αίμα και το χρώμα του μέσα στα μολυσμένα και ασφυχτικά υπόγεια. Ψηλά ο ήλιος, τυλιγμένος στους ατμούς, μισοκρυμμένος, κατακόκκινος, εφλόγιζε την πεδιάδα ολόκληρη με κάποιαν ανεμοκίνητη βαφή ωχρού αιμάτου και σκόνης καπνιάς. Ο Τζιριτόκωστας, ήσυχος τώρα, επροχώρησε βαθύτερα. Είχεν εξασφαλίση το παράλλαγμα και δεν εσυλλογιζόταν πλέον παρά νέο ταξίδι και νέα τρόπαια. Τα κλαριά των πλατάνων μ ένα φύσημα του ανέμου έρριξαν καταπέτασμα πράσινο και πυκνό πίσω του, λες κι εφρόντιζαν να τον ασφαλίσουν από κάθε κυνήγημα. Η κοιλάδα πρόθυμη εδέχθηκε τον ζητιάνο στους υγρούς και μαλθακούς κρυψώνες της, όπως δέχεται τόσα κακούργα ερπετά και παράσιτα. Ο άνθρωπος πολλές φορές δεν βρίσκει της υπάρξεώς τους τον σκοπό. Και όμως τα κρατεί στους κόρφους της η Φύσις, θεότης αδιάφορη, ανεπηρέαστη, ίση δείχνοντας αγάπη και στου Κάη τους καρπούς και στα πρωτοτόκια του Άβελ.
Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου, 1883 Αφ ότου απέθανεν ο πατήρ μας, δεν είχεν εξέλθει της οικίας [η μητέρα]. Διότι εχήρευσε πολύ νέα και εντρέπετο να κάμη χρήσιν της ελευθερίας, ήτις, και εν αυτή τη Τουρκία, ιδιάζει εις πάσαν πολύτεκνον μητέρα. Αλλ αφ ης ημέρας έπεσεν η Αννιώ σπουδαίως εις το στρώμα, έβαλε την εντροπήν κατά μέρος. Κάποιος είχεν άλλοτε παρομοίαν ασθένειαν έτρεχε να τον ερωτήση, πώς εθεραπεύθη. Κάπου μία γραία κρύπτει βότανα θαυμασίας ιατρικής δυνάμεως, έσπευδε να τα εξαγοράση. Κάποθεν ήλθε ξένος τις, παράδοξος το εξωτερικόν, ή φημιζόμενος διά τας γνώσεις του, δεν εδίσταζε να επικαλεσθή την αντίληψίν του: Οι διαβασμένοι, κατά τους λαούς, είναι παντογνώσται. Και υπό το πρόσχημα πτωχού οδοιπόρου κρύπτονται ενίοτε μυστηριώδη όντα, πλήρη υπερφυσικών δυνάμεων. Ο χονδρός της συνοικίας κουρεύς, αυτός μας επεσκέπτετο αυτόκλητος και δικαιωματικώς. Ήτον ο μόνος επίσημος ιατρός εν τη περιφερεία μας. Άμα τον έβλεπον εγώ έπρεπε να τρέχω εις τον μπακάλην. Διότι ποτέ δεν επλησίαζε την ασθενή, πριν ή καταπίη τουλάχιστον πενήντα δράμια ρακής. Είμαι γέρος, μωρή, έλεγε προς την ανυπόμονον μητέρα, είμαι γέρος, και αν δεν το τσούξω κομμάτι, δεν βλέπουν καλά τα μάτια μου. Και φαίνεται, ότι δεν εψεύδετο. Διότι όσω περισσότερον έπινε, τόσον ευκολώτερον ηδύνατο να διακρίνη ποία είναι η παχυτέρα της αυλής μας όρνιθα, διά να την λάβη απερχόμενος. Ενθυμούμαι ακόμη οποίαν εντύπωσιν έκαμεν επί της παιδικής μου φαντασίας η πρώτη εν τη εκκλησία διανυκτέρευσις. Το αμυδρόν φως των έμπροσθεν του εικονοστασίου λύχνων, μόλις εξαρκούν να φωτίζη αυτό και τας προ αυτού βαθμίδας, καθίστα το περί ημάς σκότος έτι υποπτότερον και φοβερώτερον, παρά εάν ήμεθα όλως διόλου εις τα σκοτεινά. Οσάκις το φλογίδιον μιας κανδύλας έτρεμε, μοι εφαίνετο, πως ο Άγιος επί της απέναντι εικόνος ήρχιζε να ζωντανεύη, και εσάλευε, προσπαθών ν αποσπαθή από τας σανίδας, και καταβή επί του εδάφους, με τα φαρδυά και κόκκινά του φορέματα, με τον στέφανον περί την κεφαλήν, και με τους ατενείς οφθαλμούς επί του ωχρού και απαθούς προσώπου του. Οσάκις πάλιν ο ψυχρός άνεμος εσύριζε διά των υψηλών παραθύρων, σείων θορυβωδώς τας μικράς αυτών υέλους, ενόμιζον, ότι οι περί την εκκλησίαν νεκροί ανερριχώντο τους τοίχους και προσεπάθουν να εισδύσωσιν εις αυτήν. Και τρέμων εκ φρίκης, έβλεπον ενίοτε αντικρύ μου ένα σκελετόν, όστις ήπλωνε να θερμάνη τας ασάρκους του χείρας επί του μαγκαλίου, το οποίον έκαιε προ ημών. Πάρε μου όποιο θέλεις, έλεγε, και άφησέ μου το κορίτσι. Το βλέπω πως είναι για να γένη. Ενθυμήθηκες την αμαρτίαν μου και εβάλθηκες να μου πάρης το παιδί, για να με τιμωρήσης. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Μετά τινας στιγμάς βαθείας σιγής, καθ ην τα δάκρυά της ηκούοντο στάζοντα επί των πλακών ανεστέναξεν εκ βάθους καρδίας, εδίστασεν ολίγον, και έπειτα επρόσθεσεν Σου έφερα δύο παιδιά μου στα πόδια σου... χάρισέ μου το κορίτσι! Όταν ήκουσα τας λέξεις ταύτας, παγερά φρικίασις διέτρεξε τα νεύρα μου και ήρχησαν τα αυτία μου να βοΐζουν. Δεν ηδυνήθην ν ακούσω περιπλέον. Καθ ην δε στιγμήν είδον, ότι η μήτηρ μου, καταβληθείσα υπό φοβεράς αγωνίας, έπιπτεν αδρανής επί των μαρμάρων, εγώ αντί να δράμω προς βοήθειάν της, επωφελήθην την ευκαιρίαν να φύγω εκ της εκκλησίας, τρέχων ως έξαλλος και εκβάλλων κραυγάς, ως εάν ηπείλει να με συλλάβη ορατός αυτός ο Θάνατος.
Οι οδόντες μου συνεκρούοντο υπό του τρόμου, και εγώ έτρεχον, και ακόμη έτρεχον. Και χωρίς να το εννοήσω, ευρέθην έξαφνα μακράν, πολύ μακράν της εκκλησίας. Τότε εστάθην να πάρω την αναπνοήν μου, κ ετόλμησα να γυρίσω να ιδώ οπίσω μου. Κανείς δεν μ εκυνήγει. Ήρχησα λοιπόν να συνέρχωμαι ολίγον κατ ολίγον, και ήρχησα να συλλογίζωμαι. Η εξομολόγησις διήρκεσε πολλήν ώραν και εκ των νευμάτων και εκ των ρημάτων του Πατριάρχου εννόησα, ότι εχρειάσθη να διαθέση όλην την δύναμιν της απλής και ευλήπτου ρητορικής του, όπως επιφέρη το ποθητόν αποτέλεσμα. Η χαρά μου ήτον απερίγραπτος. Η μήτηρ μου απεχαιρέτησε τον γεραρόν Ποιμενάρχην μετ ειλικρινούς ευγνωμοσύνης και εξήλθε των Πατριαρχείων τόσον ευχαριστημένη, τόσον ελαφρά, ως εάν ήρθη από της καρδίας αυτής μία μεγάλη μυλόπετρα. Όταν εφθάσαμεν εις το κατάλυμά της, εξήγαγεν εκ του κόλπου της ένα σταυρόν, δώρον της Παναγιότητός του, τον εφίλησε και ήρχησε να τον περιεργάζεται, βυθιζομένη ολίγον κατ ολίγον εις σκέψεις. Καλός άνθρωπος, τη είπον, αυτός ο Πατριάρχης. Ορίστε; Τώρα πια πιστεύω, ότι ήλθεν η καρδιά σου στον τόπον της. Η μήτηρ μου δεν απεκρίθη. Δεν λέγεις τίποτε, μητέρα; την ηρώτησα μετά τινος δισταγμού. Τι να σε πω, παιδί μου! απήντησε τότε σύννους καθώς ήτον ο Πατριάρχης είναι σοφός και άγιος άνθρωπος. Γνωρίζει όλαις ταις βουλαίς και τα θελήματα του Θεού, και συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορή να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Οι οφθαλμοί της επληρώθησαν δακρύων και εγώ εσιώπησα.