ζοητολογιχά Jÿoaitüaia I ( m H ΞΞ»?»' & T & ffis«-» - ' r sk m aÿ. 5 δ ςί rrrr -tr=2m5 - mm S&SSS I -- *«r. : ~ 2 ZT2 «~ Tr1
Κατερίνα Κόπηκα ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΑΕΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΑΑΕΙΞΗ - ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΛΙΤΩΝ 1 Αποτελεί κοινό τόπο, ότι το ελληνικό πανεπιστήμιο και τα αρχαιολογικά του τμήματα εκπαιδεύουν τους μελλοντικούς αρχαιολόγους, οι οποίοι, ως πτυχιούχυι ή ως κάτοχοι διδακτορικών διπλωμάτων, θα κληθούν να στελεχώσουν τον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα: το ίδιο το Πανεπιστήμιο, τις Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, τα άλλα συναφή Ερευνητικά Ιδρύματα και, με αυξανό μενους ρυθμούς, τα ιδιωτικά μουσεία και συλλογές, τις εταιρείες -ανάδόχους δη μοσίων έργων... Το σύνολο, δηλαδή, τ<ον αρχαιολόγων που θα έχουν στην ευθύ νη τους, βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, την αποκάλυψη, προστασία, ανάδει ξη και διαχείριση των μνημείιυν και, μέσα από τα μνημεία, της εν γένει πολιτι στικής κληρονομιάς. Ιίαρά τα επαγγελματικά αδιέξοδα τιον αποφοίτων, που παραμένουν μεγάλα και δυσεπίλυτα2, στις μέρες μας η αρχαιολογική κατεύθυνση σπουδών εξακολου θεί να προκαλεί το ενδιαφέρον. Το ενδιαφέρον αυτό μοιάζει, μάλιστα, να αναζω πυρώνεται, στο πλαίσιο μιας ευρύτερης συζήτησης, σε περισσότερους χώρους της ελληνικής κοινωνίας, εν όψει τιον μεγάλιυν αλλαγών που προκαλούν ή πρε σβεύουν η ευρωπαϊκή προοπτική και η πολιτιστική και οικονομική παγκοσμιο ποίηση. Είναι, ίσως, ενδεικτικό το γεγονός ότι, μετά από πολλά χρόνια λειτουρ γίας των τεσσάρων παλιότερων Ιστορικών-Αρχαιολογικών Τμημάτων (στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τα Ιωάννινα και την Κρήτη), στελεχώνονται, σήμερα, και λειτουργούν, σε προπτυχιακό ή και μεταπτυχιακό επίπεδο σπουδών, περισ σότερα άλλα τμήματα, τομείς ή κατευθύνσεις, στα Πανεπιστήμια Θεσσαλίας, Αι γαίου, Θράκης, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο κ.λπ. Σε αυτά διδάσκονται ή προβλέπονται γνωστικά πεδία συναφή ή συμβατά με την αρχαιολογική εκπαίδευση, η οποία εξειδικεύεται, συχνά, σε εφαρμοσμένους τομείς. Είναι εξάλλου σαφές το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον, κατά κάποιο τρόπο, «τριτογενή» αρχαιολογικό τομέα, εκείνον της τεχνολογίας της παραγωγής και της διαχείρισης του «πολιτι σμικού προϊόντος». Εύκολα κατανοεί κανείς ότι η παραγωγή αποφοίτων συνε χώς μεγαλώνει, χωρίς ωστόσο επαρκή αντίστοιχο κρατικό ή διαπανεπιστημιακό σχεδίασμά για την απορρόφηση και αξιοποίηση του δυναμικού αυτού. I. Ευχαριστώ την Εταιρεία Προβολής και Έρευνας του Πολιτισμού (ΕΠΕΠ) για την τιμητική σημερινή της πρόσκληση, η οποία μου δίνει την ετικαιρία να συμμετάσχο) σε μια σχετικά παλιά αλ λά πάντοτε επίκαιρη συζήτηση για την αρχαιολογική εκπαιδευτική διαδικασία σε σχέση με την πολιτισμική ανάδειξη και την κοινωνία, σε αυτό το ξεκίνημα του 20ού αιώνα. 2. Ελεάνα Γιαλούρη, «Προβλήματα επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων αρχαιολο γίας», Αρχαιολογία 46 (1993), 45-46.
18 K. K< >11AKA Στις αίθουσες διδασκαλίας, οτη βιβλιοθήκη, μέσα από ερευνητικά και εκπαι δευτικά προγράμματα, το πανεπιστήμιο διαμορφώνει καταρχήν αρχαιολόγουςερευνητές, στην προοπτική της συνολικής προσέγγισης των πολιτισμών ως κοι νωνικοί συστημάτων- και το>ν μνημείων ως προϊόντων της υλικής και της συμί ολικής παραγωγής τιυν πολιτισμών αυτών. Μέσα από την παρεχόμενη πανεπι στημιακή εκπαίδευση, οι νέοι αρχαιολόγοι «θωρακίζονται» με την απαιτούμενη γνώση, ευαισθησία και υπευθυνότητα απέναντι στην ιστορικότητα των μνημεί ων και τυ>ν δημιουργών τους κοινωνιών. Εκτός, όμως, από αρχαιολόγους-ερευνητές, το πανεπιστήμιο, εκπαιδεύει, συγ χρόνως, και αρχαιολόγους του πεδίου. Αποτελεί, πράγματι, έναν από τους λί γους φορείς που χρίζονται από το κράτος να αποκαλύπτουν, να προστατεύουν και να αναόεικνύουν μνημεία της πολιτιστικής κληρονομιάς. Οι πανεπιστημια κές ανασκαφές και επιφανειακές έρευνες αποτελούν μια πολύ ουσιαστική συμ βολή στην πολιτισμική ανάδειξη. Στην Κρήτη, στην Ελεύθερνα, έχουν εκπαιδευθεί πολλές γενιές φοιτητών. Έχουν, παράλληλα, αποκαλυφθεί σπουδαίες αρχαι ότητες, έχουν προκύψει δημοσιεύσεις, εκθέσεις και διεθνείς επιστημονικές συ ναντήσεις. Να υπενθυμίσω, επίσης για παράδειγμα, την έντονη επιτόπια αρχαιο λογική δραστηριότητα του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, με τις μεγάλες ανα σκαφές σημαντικότατων αρχαιολογικών χώρων, όπως οι Φίλιπποι, η Τούμπα, το Δίον, η Βεργίνα, το Λισπηλιό, η Πέλλα, και με τις επιφανειακές έρευνες στη Βόρεια Ελλάδα, όπως στον Λαγκαδά και τη Θράκη3. Διατίθεται, δηλαδή, από τη μεριά τιον ελληνικών πανεπιστημίων, ένα μεγάλο δυναμικό, διδασκόντων, φοιτητών και αποφοίτων, που είναι σε θέση να στηρί ξουν ουσιαστικά τον τομέα της πολιτισμικής ανάδειξης και προβολής - στο πλαίσιο, μάλιστα, τιον σημερινών αυξανόμενων αναγκών που διαμορφώνει η κεντρική και η σύγχρονη περιφερειακή ανάπτυξη. Πώς αξιοποιείται το αρχαιο λογικό αυτό δυναμικό; Στην πραγματικότητα αντί να αξιοποιείται, υπόκειται αντίθετα σε μεγάλες δεσμεύσεις, που ισχύουν στο επίπεδο τόσο της εκπαίδευσης όσο και της επαγγελματικής του δροστηριοποίησης. Στην ίδια τη δομή της ελληνικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης εξακολου θούν. κατά κανόνα, να υφίστανται υλικοί και ιδεολογικοί περιορισμοί που επισημάνθηκαν ήδη την προηγούμενη δεκαετία4. Η κατάσταση μεταβάλλεται άνισα και ακανόνιστα, επηρεάζοντας, έτσι, ως ένα βαθμό, και την ευρύτερη εθνική πο λιτισμική στρατηγική. Η αρχαιολογική εκπαίδευση παραμένει επιστημονικά αρ- 3. Για περισσότερες πληροφορίες, βλ. www. roionda.hist.auth.gr. Ευχαριστώ τον κ. Σ. Ανδρέου για τη βασική σχετική ενημέρωση και τον κ. X. Στρατήγη. για την αναζήτηση των στοιχείων στο Δια δίκτυο. 4. Βλ.. μεταξύ άλλων: Λ. Ζωής. Η Αρχαιολογία στην Ελλάδα. Πιχιγματιχότητες χαι //ροαττικες. Αθήνα. 1990, 36-39 Γ Χαμηλάκης. «Η διδασκαλία της αρχαιολογίας στο ελληνικό πανεπιστή μιο». Αρχαιολογία 46 < 1993), 47-50 ο ίδιος, «Στα σκοτεινά πηγαίνουμε στα σκοτεινά προχω ρούμε»: Σκέψεις γύρω από τη διδασκαλία της αρχαιολογίας στα ελληνικά πανεπιστήμια», Horos 10-12 ( 1992-98), 585-604.
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΗΚΓ1Α1ΛΕΥΣΗ- ΠΟΛΙΤΙΣΜΙΚΗ ΑΝΑΛΕΙΞΗ... 19 κετά «κλειστή» στις σύγχρονες αναλυτικές και θεωρητικές προσεγγίσεις, τις κα θαρά αρχαιολογικές κιη, κυρίως, τις διεπιστημονικές. Ο βασικός, ακόμη σήμε ρα, ελληνοκεντρικός χαρακτήρας των αρχαιολογικά σπουδών5 και, μάλιστα, η επιμονή στη μελέτη των «περιόδων ακμής» του ελλαδικού χώρου -στην Εποχή του Χαλκού, την κλασική αρχαιότητα, τη Βυζαντινή περίοδο- διακονίζουν τα κενά στην τεκμηρίωση και διαχείριση σημαντικών μνημείων, όπως τα αραβικά, τα ενετικά, τα νεότερα... αναπαράγοντας, επιπλέον, στεγανές ποσοτικές και ποι οτικές περιοδοποιήσεις και στη «σύγχρονη ζωή» των μνημείων. Επιπλέον, ο ακαδημαϊκός αρχαιολογικός μικρόκοσμος εμφανίζεται, συχνά, ενδοστρεφής και περιχαρακωμένος στις σχέσεις του με τον εξωπανεπιστημιακό του περίγυ ρο: με την κοινωνία, καθώς και με τους φορείς προς τους οποίους κατά κύριο λόγο απευθύνεται η «παραγωγή» νέων επιστημόνων, όπως η Τοπική Αυτοδιοί κηση και η Αρχαιολογική Υπηρεσία. Ένα από τα βασικά σημεία επαφής των δια φορετικών αλλά διατεμνόμενων αυτών φορέων αποτελούν, ακριβώς, τα μνη μεία και η εκάστοτε δυνατότητα, αρμοδιότητα και, γενικότερα, πολιτική της ανάδειξής τους. Στο επίπεδο αυτό, επικρατεί ωστόσο μια, θεσμική προπαντός, ρευστότητα που δεν φαίνεται να συγκεκριμενοποιείται επαρκώς με τον χρόνο6. Σύμφωνα, πράγματι, με το ισχύον νομικό καθεστώς, η άμεση διοικητική ευθύ νη και αρμοδιότητα για τα εθνικά μνημεία ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού, και μέσω αυτού, στην Αρχαιολογική Υπηρεσία7. Το γεγονός αυτό έχει ένα διπλό, ανασταλτικό αποτέλεσμα. Αφενός, η θεσμική κάλυψη του Πανεπιστημίου απέ ναντι στα μνημεία είναι θεωρητική και όχι ουσιαστική. Οι πανεπιστημιακές ανασκαφικές ή άλλες δραστηριότητες διέπονται από το καθεστώς των ρυθμίσε ων για τις Ξένες Αρχαιολογικές Σχολές: έχουν, για παράδειγμα, περιορισμένο συνολικό αριθμό, επιστατούνται από την Υπηρεσία, επανεξετάζονται σε ετήσια βάση, μετά από εισήγηση των τοπικών Εφορειών Αρχαιοτήτων και γνωμοδότη ση του κας... Βρίσκονται, γενικά συχνά, σε ένα καθεστώς γραφειοκρατικής, κυ ρίως, εξάρτησης και επιστημονικής αβεβαιότητας ως προς την έγκαιρη και εύ ρυθμη έγκριση, διεξαγωγή ή συνέχισή τους, καθώς και τις εκάστοτε επιμέρους υποχρεώσεις, τα δικαιώματά τους κ.λπ. Αφετέρου, η Αρχαιολογική Υπηρεσία βρίσκεται εξ ολοκλήρου επιφορτισμένη με τη διαχείριση και διεκπεραίωση ενός πολύπλευρου, «μνημειακού» έργου, με δυσανάλογο, συνήθως, εύρος οικονομι- 5. Θ. Καλπαξής, «Κλασική Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης», Αρχαιολογία 46 (1993), 38-40. Υ. Hamilakis, «Archaeology in Greek higher education». Antiquity 74 (2000), 177-181. 6. Βλ. και Κ. Κωτσάκης, «Αρχαιολογική Υπηρεσία και Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης», Αρχαιολο γία46 (1993), 4 1-44. 7. Στις σημερινές ισχύονσες για τις αρχαιότητες νομικές διατάξεις διατυπώνονται οι όροι «προ στασία» και «συντήρηση» τ«ιν μνημείων (βλ., για παράδειγμα, B. X. Πετράκος, Δοκίμιο για την αρχαιολογική νομοθεσία, Αθήνα, 1982 και Η. Φ. Δωρής, Το Δίκαιον των Αρχαιοτήτων. Νομοθε σία, Νομολογία. Ερμηνεία, Αθήνα, 1985). Δεν προβλέπονται, αντίθετα, οι σύγχρονες έννοιες «ανάδειξη» και «διαχείριση» των μνημείων ποτ> θα πρέπει να περιλαμβάνονται στον υπό προε τοιμασία Νέο Αρχαιολογικό Νόμο.
20 K. KOI1AKA κών πόρων, υποδομών και προσωπικού. Οι δραστηριότητες, επομένως, των Πα νεπιστημίων αντί να υποστηρίζουν το έργο αυτό, όπως θα μπορούσαν, φαίνε ται, αντίθετα ότι, σε πολλές περιπτώσεις, απλώς το επιβαρύνουν. Το πιο κρίσιμο, όμως, ζήτημα είναι ότι, παρά τις μεγάλες σημερινές ανάγκες, το Πανεπιστήμιο εξακολουθεί να παράγει, σε τεράστιο ποσοστό, άνεργους αρ χαιολόγους -πτυχιούχους και συνεχώς περισσότερους μεταπτυχιακούς- οι οποίοι προορίζονται, κατά κανόνα ακόμη, στη δευτεροβάθμια ή τη φροντιστη ριακή εκπαίδευση και σε άλλους εξωαρχαιολογικούς εργασιακούς χώρους8. Το γεγονός αυτό πρέπει, πιστεύω, να αντιμετωπισθεί σύντομα και συνολικά: από τα πανεπιστήμια, με την κατάλληλη επεξεργασία και διεύρυνση των οδηγών σπουδών των αρχαιολογικών τμημάτων και, προπαντός, κεντρικά, με την προ σαρμογή του εδώ και χρόνια εντελώς ανεπίκαιρου και αδρανοποιημένου μηχα νισμού πρόσληψης αρχαιολόγων από το κράτος9. Συνάρτηση των παραπάνω είναι, ακριβώς, το ζήτημα του «εκσυγχρονισμού» της αρχαιολογικής εκπαίδευσης και της «διασύνδεσής» της «με την αγορά εργα σίας», που απασχολεί σήμερα ολοένα και περισσότερο τα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, και εγγράφεται, πλέον, σταθερά στις επίσημες κατευ θύνσεις της Ευρωπαϊκής Κοινότητας για την αντιμετώπιση της ανεργείας των νέων. Τα τελευταία χρόνια, το σύνθετο και πολυσχιδές πρόγραμμα εγιεαεκ του Υπουργείου Παιδείας (Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης και Αρχικής Επαγγελματικής Κατάρτισης) επέφερε σημαντική ανανέωση και εμπλουτισμό της προπτυχιακής και μεταπυχιακής εκπαιδευτικής διαδικασίας. Υπό την πίεση, δυστυχώς, τεχνικών δελτίων και καταληκτήριων ημερομηνιών, χρειάστηκε να ξανασκεφτούμε, ατομικά και συλλογικότερα, και, μάλιστα, να πάρομε θέση ως προς τον ρόλο και την επάρκεια της παρεχόμενης αρχαιολογικής εκπαίδευσης, στο πλαίσιο των σημερινών ταχυτήτων και αναγκών του κλάδου (π.χ. περισσό τερο ερευνητική ή επαγγελματική προοπτική των σπουδών; έμφαση στην επιστη μονική ή τη διαχειριστική κατάρτιση των εκπαιδευόμενων αρχαιολόγων;). Μέσα από μακρύ προβληματισμό, επαναδιατυπώθηκε, πιστεύω, η βασική, διαχρονική ανάγκη μιας πανεπιστημιακής εκπαίδευσης καταρχήν καλά πληροφορημένων αρχαιολόγων- μεθοδολογικά ευαισθητοποιημένων, ωστόσο, και ανοικτών στον σύγχρονο επιστημονικό και διεπιστημονικό διάλογο, τον αναλυτικό και τον θε ωρητικό. Δύο αντίστοιχα αρχαιολογικά προγράμματα του Πανεπιστημίου Κρή της που τυχαίνει να γνωρίζω καλύτερα, το ένα προπτυχιακό και το άλλο μετα- 8. Ελεάνα Γιαλούρη, ό.π., σημ. 2. 9. Αρκεί να υπενθυμίσει κανείς, ότι οι πιο πρόσφατες εισαγωγικές εξετάσεις στον αρχαιολογικό κλάδο έγιναν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας (1993) και είχαν ως αποτέλεσμα την εισα γωγή 25-30 περίπου νέων αρχαιολόγων. Με τη μονιμοποίηση, το 1995, 82 ακόμη επιστημόνων, το επίσημο εθνικό σύνολο ανέρχεται, σήμερα, σε 420-430 αρχαιολόγους. Στον αριθμό αυτόν του μόνιμου αρχαιολογικού προσωπικού προστίθενται επιστήμονες που προσλαμβάνονται σε περιστασιακή βάση, με διαφορετικών τύπων συμβάσεις εργασίας, κυρίως ως ωρομίσθιοι ή βάσει των CVîTîIITT/IYV/ÔV -ΓΓίνότων ATTUMtvir...jWi
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ - ΙΙΟΛΙΤΙΣΜ1ΚΗ ΑΝΑΔΕΙΞΗ.. 21 πτυχιακό, δημιούργησαν, πράγματι, γέφυρες με επιστήμες, όπως η Πληροφορι κή και η Κοινωνική Ανθρωπολογία, με επιστημονικές κατευθύνσεις και ειδικό τητες, όπως η Περιβαλλοντική Αρχαιολογία, η Μουσειολογία, η Συντήρηση, αλ λά και με εφαρμογές, όπως οι τεχνικές γραφικής απεικόνισης και ιστορικής αναπαράστασης... Η πολύ θερμή ανταπόκριση των φοιτητών στα προγράμματα αυτά δηλώνει, νομίζω, την αμεσότητα της ανάγκης μιας προσεκτικά και σφαιρι κά σχεδιασμένης διεύρυνσης της εκπαίδευσης στην Αρχαιολογία. Η άλλη όψη του νομίσματος θα είναι, φυσικά, η πορεία της επαγγελματικής αποκατάστασης των αποφοίτων αυτών, η οποία, προς το παρόν, μοιάζει εξίσου ενθαρρυντική. Παρόμοιες και. άλλες πρωτοβουλίες αποτελούν, συγχρόνως, πιστεύω, συμβο λή σε μια ουσιαστικότερη ανάπτυξη σχέσεων συνεργασίας μεταξύ του Πανεπι στημίου και των άλλων εμπλεκόμενων φορέων στα θέματα της πολιτισμικής ανάδειξης. Δεν θα ευδοκιμήσουν, ωστόσο, εφόσον οι θεσμοί -τα ίδια, δηλαδή, τα εργαλεία της κοινωνίας- που διέπουν τα μνημεία δεν επαναδιατυπωθούν και δεν επανερμηνευθούν, με γνώμονα τις παρούσες ανάγκες. Μπορεί να ηχεί κοινό τυπο, όμως μόνο μέσα από νέες, σαφέστερες και περισσότερο ευέλικτες νομοθε τικές ρυθμίσεις μπορούν να διαμορφωθούν οι απαραίτητες συνθήκες για μια αποτελεσματική συνέργεια και ένα ανοικτό και ειλικρινή διάλογο μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Οδηγούμαι, έτσι, στην τρίτη παράμετρο της ανακοίνωσης, την Κοινωνία των ΠολιτοΥν, η οποία αποτελεί βασικό μέρος του διαλόγου που μόλις προαναφέρθηκε. Πρόκειται, όπως είναι γνωστό, για τις ομάδες εκείνες προβληματισμού, που ολοένα και εμφανέστερα ενεργοποιούνται, συγκροτούνται, ενημερώνονται και παρεμβαίνουν, κοινωνικά και πολιτικά, στην Ελλάδα. Οι ομάδες αυτές θέ τουν στόχους και διατυπώνουν κρίσιμα αιτήματα, όπως είναι ο περιορισμός του εθιμικού και του κατ εξαίρεσιν, η αξιοκρατική διαμόρφωση και τήρηση κρι τηρίων. Ανοίγουν και τροφοδοτούν τον διάλογο που επιτρέπει στην κοινωνία να συμμετάσχει σε περισσότερα θέματα που την αφορούν, για παράδειγμα εκεί να που άπτονται του φυσικού περιβάλλοντος και του πολιτισμού. Υπενθυμίζε ται, έτσι, ολοένα και συχνότερα ότι η πολιτιστική κληρονομιά δεν ανήκει μόνο στο εθνικό Κράτος και τους θεσμούς που επιφορίζονται επίσημα με την προστα σία της αλλά αφορά ολόκληρη την κοινωνία. Γίνεται, επομένως, με τον χρόνο σαφές ότι η ευρύτερη πολιτισμική ανάδειξη έχει αξία στο παρόν και αποκτά νόημα, μόνο στον βαθμό που η επιστημονική κοινότητα που τη μελετά και μερι μνά για αυτήν την κάνει κτήμα της Κοινιονίας των Πολιτών. Και ότι η διαχείρι ση των μνημείων ως πολιτισμικών κεφαλαίων πρέπει να διέπεται από τις αρχές του ορθού λόγου και του κριτικού αναστοχασμού: της μόνης, δηλαδή, διαδικα σίας που είναι σε θέση να τοποθετεί το παρελθόν και τη γνιόση του στην υπηρε σία του προσδιορισμού, του εμπλουτισμού και της κατανόησης του παρόντος. Παράλληλα, λοιπόν, με την επιστημονική τους εκπαίδευση, οι αρχαιολόγοι οφείλουν να αποκτούν παιδεία κοινωνικά ενεργών πολιτών και όχι διοικητικών υπαλλήλων και γραφειοκρατών. Προκειμένου να διαμορφωθούν, σύντομα, οι βέλτιστες δυνατές συνθήκες της πολιτικής και πολιτιστικής διαχείρισης του
.22 Κ. ΚΟΠΑΚΛ «αρχαίοι!» μέσα στο «νέο» με άλλα λόγια, της «ανάδειξης» με όρους κριτικοί! διαλόγου, αποδοχής και υποδοχής της από την ενεργό κοινωνία- και όχι μόνον επιβολής της από την «πεφωτισμένη» πλευρά του κράτους και των φορέων του. Ως τέτοια ομάδα έρευνας, διαλόγου, προβληματισμού και κριτικής παρέμβα σης γύρω από θέματα της πολιτιστικής κληρονομιάς και της ανάδειξής της, κα τανοώ την Εταιρεία Προβολής και Έρευνας του Πολιτισμού (επηιι), που καταρχήν διαμορφώθηκε στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Κρή της, και η οποία είθε να έχει επιτυχία και συνέχεια.