Β.12 Ποια είναι τα ποινικά δικαστήρια; Τα ποινικά δικαστήρια που προβλέπονται από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας είναι τα εξής: α) Το πταισματοδικείο, το οποίο συγκροτείται από τον πταισματοδίκη. β) το μονομελές πλημμελειοδικείο, γ) Το τριμελές πλημμελειοδικείο, δ) Το μονομελές εφετείο κακουργημάτων, στ) Το πενταμελές εφετείο, ε) Το τριμελές εφετείο, ζ) Τα δικαστήρια ανηλίκων: η) Το μεικτό ορκωτό δικαστήριο (ΜΟΔ),θ) Το μεικτό ορκωτό εφετείο (ΜΟΕ), Ο Άρειος Πάγος. Β.13 Τι καλείται αυτόφωρο έγκλημα κατά τον κώδικα Ποινικής δικονομίας; Αυτόφωρο είναι το έγκλημα του οποίου ο δράστης καταλαμβάνεται την ώρα που το τελεί. Θεωρείται επίσης ότι υπάρχει αυτόφωρο έγκλημα όταν ο δράστης καταδιώκεται αμέσως μετά την πράξη από τη δημόσια δύναμη ή από τον παθόντα ή με δημόσια κραυγή, όπως και όταν καταλαμβάνεται σε χρόνο πολύ κοντινό στην αξιόποινη πράξη με αντικείμενα ή άλλα ίχνη, από τα οποία συνάγεται η διάπραξη του εγκλήματος. Με τον όρο αυτόφωρο έγκλημα ή επ' αυτοφώρω έγκλημα, χαρακτηρίζεται το "εν τω πράττεσθαι έγκλημα" (δηλαδή αυτό που γίνεται αντιληπτό κατά τη στιγμή που συμβαίνει) ή το έγκλημα που συνέβη μόλις πρόσφατα, όπου ο δράστης τελεί υπό καταδίωξη είτε των διωκτικών Αρχών είτε του παθόντος είτε υπό παρατυχόντων που με δημόσιες κραυγές υποδεικνύουν τον ένοχο. Επίσης στο ίδιο άρθρο περιλαμβάνεται και η περίπτωση να εντοπιστεί άτομο σε χώρο, ανεξάρτητα της απόστασης από το σημείο της τέλεσης του εγκλήματος, όπου φέρει αντικείμενα ή ίχνη (πειστήρια), από τα οποία συνάγεται ότι αυτό διέπραξε το έγκλημα προ λίγου χρόνου. Β.14 Ποια είναι τα στάδια της ποινικής δίκης;(απλή αναφορά). Η Ελληνική Ποινική Δίκη περιλαμβάνει κατά κανόνα, τα εξής τέσσερα στάδια: Την προδικασία, την κύρια διαδικασία (προπαρασκευαστική και διαδικασία στο ακροατήριο), την διαδικασία των ένδικων μέσων και την εκτέλεση. Β.15 Τι καλείται «δεδικασμένο»;
Όταν μία απόφαση ή ένα βούλευμα (οριστικό) γίνουν αμετάκλητα, αποκτούν την τυπική ισχύ του δεδικασμένου. Συνέπεια του τυπικού δεδικασμένου, δηλαδή της αμετάκλητης απόφασης είναι ο τελικός τερματισμός της δίκης και το εκτελεστό της απόφασης. Έτσι παύει η εκκρεμοδικία και η απόφαση, χωρίς να επανεξετάζεται το περιεχόμενό της, παίρνει το δρόμο της εκτέλεσής της. (Σημαίνει την αμετάκλητη κρίση μιάς δικαστικής απόφασης, δηλαδή εκείνη την απόφαση που, έχοντας εξαντλήσει όλα τα ένδικα μέσα, δεν μπορεί πλέον να αλλάξει. Το δεδικασμένο αποτελεί την δικαστική αλήθεια και ισχύει (νομικά) αντί της αληθείας.)δεδικασμένο: η δέσμευση που απορρέει από μια τελεσίδικη δικαστική απόφαση που δεν μπορεί να ακυρωθεί από άλλη και αποτελεί νόμο για την έκδοση απόφασης σε παρόμοια υπόθεση Β.16 Πώς ορίζεται η προθεσμία για την επίδοση της πολιτικής αγωγής; Η επίδοση της πολιτικής αγωγής στον κατηγορούμενο ή στον αστικώς υπεύθυνο πρέπει να γίνει πέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από τη δικάσιμο. Β.17 Ποιος καλείται «κατηγορούμενος»; Την ιδιότητα του κατηγορουμένου την αποκτά εκείνος εναντίον του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε ρητά την ποινική δίωξη και εκείνος στον οποίο σε οποιοδήποτε στάδιο της ανάκρισης αποδίδεται η αξιόποινη πράξη. Β.18 Ποιοι είναι οι γενικοί ανακριτικοί υπάλληλοι στην Ποινική δικονομία; Οι πταισματοδίκες και ειρηνοδίκες Οι αστυνομικοί υπάλληλοι που έχουν βαθμό τουλάχιστον αρχιφύλακα καθώς και οι αστυφύλακες απόφοιτοι της Σχολής Αστυφυλάκων. Αν οι παραπάνω δεν υπάρχουν ή έχουν κώλυμα και μέχρι ν αναλάβουν την προανάκριση αν υπάρχει κίνδυνος από την αναβολή, η προανάκριση ενεργείται από τον πρόεδρο ή τον γραμματέα της κοινότητας. Στις περιπτώσεις που ορίζει ο νόμος, προανάκριση μπορεί να ενεργήσει και ο τακτικός ανακριτής. Οι προϊστάμενοι των λιμενικών αρχών και οι νόμιμοι αναπληρωτές τους καθώς και αυτοί που υπηρετούν υπό τις διαταγές τους αξιωματικοί, ανθυπασπιστές και αρχικελευστές του λιμενικού σώματος σχετικά με τα εγκλήματα που τελέστηκαν στην περιφέρεια τους, οι Διοικητές των
λιμενικών τμημάτων καθώς και οι υπηρετούντες υπό τις διαταγές τους λιμενικοί αξιωματικοί και υπαξιωματικοί στην περιοχή τους. Την προανάκριση κατά των ανηλίκων μπορεί να την ενεργεί ο ειδικός ανακριτή ανηλίκων. Β.19 Ποια είναι τα κυριότερα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στον κώδικα Ποινικής Δικονομίας; (απλή αναφορά) Κυριότερα αποδεικτικά μέσα στην ποινική διαδικασία είναι α) Οι ενδείξεις. β) Η αυτοψία. γ) Η πραγματογνωμοσύνη. δ) Η ομολογία του κατηγορουμένου. ε) Οι μάρτυρες και στ) Τα έγγραφα. Β.32 Τι γνωρίζετε για την αρχή της ανακρίσεως; Η αναζήτηση των αποδείξεων είναι έργο του δικαστού, δηλ. στην ποινική δικονομία είναι αυτεπάγγελτη η αναζήτηση των αποδείξεων. Η ανάκριση είναι έγγραφη διαδικασία μυστική. Β.70 Τι είναι το βούλευμα και ποια τα είδη αυτού; Βούλευμα είναι η απόφαση δικαστικού συμβουλίου πλημμελειοδικών ή εφετών και εκδίδεται μετά από έγγραφη πρόταση του εισαγγελέα κυρίως σε υποθέσεις κακουργημάτων μετά το στάδιο της κυρίας ανακρίσεως. Τα βουλεύματα διακρίνονται σε: α) απαλλακτικά και β) παραπεμπτικά. Με το απαλλακτικό βούλευμα απαλλάσσεται ο κατηγορούμενος και τίθεται η υπόθεση στο αρχείο. Παραπεμπτικό βούλευμα εκδίδεται όταν το συμβούλιο διαπιστώνει ότι υπάρχουν αρκετές ενδείξεις που στηρίζουν την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου για ορισμένη πράξη. Β.71 Πώς ορίζεται η επίδοση και πώς η κοινοποίηση στον κώδικα πολιτικής δικονομίας; Επίδοση ονομάζεται η παράδοση του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο η οποία γίνεται με δικαστικό επιμελητή διορισμένο στο δικαστήριο, στην περιφέρεια του οποίου έχει την κατοικία ή την
διαμονή του εκείνος προς τον οποίο αυτή απευθύνεται. Οι επιδόσεις που γίνονται με την επιμέλεια του δικαστηρίου μπορούν να γίνουν και από ποινικό κλητήρα της διοικητικής περιφέρειας ή από όργανο της αστυνομίας, της χωροφυλακής, της αγροφυλακής ή της δασοφυλακής ή από το γραμματέα του Δήμου ή της Κοινότητας. Η επίδοση επιτρέπεται οπουδήποτε βρεθεί το πρόσωπο προς το οποίο πρόκειται να γίνει. Η κοινοποίηση είναι η ανακοίνωση του περιεχομένου του εγγράφου στον ενδιαφερόμενο. Β.72 Πώς ορίζεται η προθεσμία για την εμφάνιση στο ακροατήριο; Η προθεσμία κλήτευσης ορίζεται σε δεκαπέντε ημέρες. Αν ο κλητευόμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής η προθεσμία είναι τριάντα ημέρες, αν η διαμονή του βρίσκεται σε χώρα της Ευρώπης ή της Μεσογείου και εξήντα ημέρες σε κάθε άλλη περίπτωση (π.χ. διαμονή στην Αμερική, Ασία, Αυστραλία κλπ.). Η προθεσμία αρχίζει την επομένη της επίδοσης και λήγει την προηγουμένη της ημέρας της δικασίμου και ισχύει για τον κατηγορούμενο και τους μάρτυρες. Β.73Ποιοι θεωρούνται ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου στην ποινική δίκη και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ο εισαγγελέας να δώσει παραγγελία; Ικανοί να εκπληρώσουν καθήκοντα ενόρκου είναι: α) Για το μικτό ορκωτό δικαστήριο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του πρωτοδικείου ό- που συγκροτείται το μικτό ορκωτό δικαστήριο, έχουν συμπληρώσει το 30ό έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ό, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από την στοιχειώδη εκπαίδευση (απολυτήριο δημοτικού) και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. β) Για το μικτό ορκωτό εφετείο, οι Έλληνες πολίτες και των δύο φύλων που κατοικούν ή διαμένουν μόνιμα στην έδρα του εφετείου, όπου συγκροτείται το μικτό ορκωτό εφετείο, έχουν συμπληρώσει το 40ό έτος της ηλικίας τους, δεν έχουν όμως περάσει το 70ό, έχουν τουλάχιστον απολυτήριο από Γυμνάσιο παλαιού τύπου ή από Λύκειο και δεν έχουν στερηθεί τα πολιτικά τους δικαιώματα. Ο εισαγγελέας μπορεί να δώσει παραγγελία για τη διενέργεια προανάκρισης ή προκαταρκτικής εξέτασης και τη διενέργεια κύριας ανάκρισης με γραπτή παραγγελία σε οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο.
Β.74 Πότε και από ποιον γίνεται η προανάκριση στην ποινική δίκη; Πώς περατώνεται αυτή; Προανάκριση διενεργείται από οποιονδήποτε ανακριτικό υπάλληλο κατόπιν γραπτής παραγγελίας του εισαγγελέως καί περατώνεται αφού κληθεί ο κατηγορούμενος να απολογηθεί πριν από σαράντα οκτώ τουλάχιστον ώρες, με απευθείας κλήση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο και περατώνεται είτε με παύση ποινικής διώξεως από το συμβούλιο ή με παραπομπή στον ανακριτή αν υπάρχει κακούργημα. Β.75Ποιος ενεργεί την κύρια ανάκριση στην ποινική δίκη; Πότε και σε ποιες περιπτώσεις μπορεί ο εισαγγελέας να δώσει παραγγελία; 1.Την κύρια ανάκριση την ενεργεί μόνο ο ανακριτής, μετά γραπτή παραγγελία του εισαγγελέα, η οποία καθορίζει και εξειδικεύει την αξιόποινη πράξη και την ποινική διάταξη που την προβλέπει. 2. Ο εισαγγελέας μπορεί να δώσει την παραγγελία προς τον ανακριτή, σε οποιοδήποτε στάδιο της προανάκρισης και αμέσως μετά την κίνηση της ποινικής δίωξης. 3. Τέτοια παραγγελία δίνει ο εισαγγελέας: α) σε κακουργήματα, β) σε πλημμελήματα στα οποία κατά την κρίση του συντρέχει περίπτωση να επιβληθούν περιοριστικοί όροι στον κατηγορούμενο. Ο εισαγγελέας μπορεί να δώσει παραγγελία σε περιπτώσεις κακουργημάτων ή πλημμελημάτων που επισύρουν ποινή τουλάχιστον τριών μηνών. Β.76Ποια είναι τα καθήκοντα εκείνου που διενεργεί την ανάκριση; Ο ανακριτής και οι ανακριτικοί υπάλληλοι, όταν λάβουν παραγγελία του εισαγγελέα, οφείλουν χωρίς χρονοτριβή να συγκεντρώνουν πληροφορίες για το έγκλημα και τους υπαιτίους του, να εξετάζουν μάρτυρες και κατηγορουμένους, να μεταβαίνουν επί τόπου για ενέργεια αυτοψίας, αφού πάρουν μαζί τους, αν υπάρχει ανάγκη, ιατροδικαστές ή άλλους πραγματογνώμονες, να διεξάγουν έρευνες, να καταλαμβάνουν πειστήρια και γενικά να ενεργούν οτιδήποτε είναι αναγκαίο για τη συλλογή και τη διατήρηση των αποδείξεων, καθώς και για την εξασφάλιση των ιχνών του εγκλήματος. Β.77Ποιεςείναι οι θεμελιώδεις αρχές της προδικασίας;
α) Αρχή της λαϊκής ή εξωτερικής μυστικότητας, β) Συνοπτικότητα γ) Αρχή της αυτεπάγγελτης συγκέντρωσης του αποδεικτικού υλικού δ) Αρχή της έγγραφης διαδικασίας ε) Αρχή του προσήκοντος βαθμού υπονοιών. στ) Αρχή της αναγκαιότητας. ζ) Αρχή της απαγόρευσης του υπέρμετρου. η) Αρχή της αναγκαίας αναλογίας. θ) Αρχή της προσφορότητας ή της καταλληλότητας. ι) Αρχή της απαγόρευσης εξαναγκασμού σε αυτοενοχοποίηση. Β.78 Τι γνωρίζετε για τα κωλύματα των ενόρκων; Δεν μπορούν να είναι ένορκοι: α) ισοβίως οι κληρικοί κάθε θρησκεύματος και κάθε γενικά βαθμού, καθώς και οι μοναχοί β) προσωρινά και όσο διαρκεί η ιδιότητά τους ο πρόεδρος της δημοκρατίας, ο πρωθυπουργός, οι αντιπρόεδροι της κυβέρνησης, οι υπουργοί, οι υφυπουργοί, οι γενικοί γραμματείς των υπουργείων, οι βουλευτές, οι κάθε βαθμίδας καθηγητές πανεπιστημίων, οι περιφερειάρχες και αντιπεριφερειάρχες, οι διπλωματικοί υπάλληλοι, οι ισόβιοι δικαστικοί λειτουργοί κάθε κατηγορίας και οι πάρεδροι, το κύριο προσωπικό του νομικού συμβουλίου του κράτους, οι δήμαρχοι, οι πρόεδροι κοινοτήτων και οι υπάλληλοι της γραμματείας όλων των δικαστηρίων και των εισαγγελιών. Β.79 Πότε η προανάκριση δεν είναι αναγκαία Στα αυτόφωρα πλημμελήματα, στα πλημμελήματα πού δικάζονται από το μονομελές πλημμελειοδικείο, για τα άλλα πλημμελήματα όταν έγινε προκαταρκτική εξέταση. Β.126Να αναφέρετε τα δικαιώματα που έχει ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη. Ο κατηγορούμενος στην ποινική δίκη έχει το δικαίωμα: Να παρίσταται στην προδικασία με δύο το πολύ συνηγόρους και στο ακροατήριο με τρεις το πολύ συνηγόρους. Να υποβάλλει ερωτήσεις σε μάρτυρες, πραγματογνώμονες και τεχνικούς συμβούλους καθώς και να κάνει δηλώσεις, αιτήσεις, ενστάσεις για κάθε θέμα σχετικό με την υπόθεση που δικάζεται. Δευτερολογίας προς απόκρουση αντίθετων επιχειρημάτων. Όταν τελειώσει η αποδεικτική διαδικασία, εκείνος που διευθύνει τη συζήτηση
δίνει υποχρεωτικά το λόγο στον κατηγορούμενο ακόμα κι αν αυτός δεν το ζητήσει. Να επικοινωνεί με τον συνήγορό του. Να του χορηγείται προθεσμία 48 ωρών για να απολογηθεί. Επίσης, μπορεί να ζητήσει την παράταση της προθεσμίας αυτής. Να αρνηθεί να απαντήσει. Εάν το ζητήσει να του διορίζεται από την πολιτεία συνήγορος. Να αναπτύξει τις απόψεις του και να αντικρούσει την κατηγορία καθώς και κάθε επιβαρυντικό στοιχείο. Το τεκμήριο της αθωότητας. Κάθε πρόσωπο κατηγορούμενο για κάποιο αδίκημα τεκμαίρεται πως είναι αθώο, μέχρι αποδείξεως του εναντίου, δηλαδή της ενοχής του.(εσδα, 2010). Όταν προσέρχεται σε απολογία να λαμβάνει γνώση του κατηγορητηρίου και των εγγράφων της ανάκρισης και να λαμβάνει αντίγραφα αυτών. Να ενημερώνεται για τα δικαιώματά του, αμέσως μετά τη βεβαίωση της ταυτότητάς του. Να παρίσταται σε τις ανακριτικές πράξεις είτε αυτοπροσώπως είτε δια συνηγόρου. Να λαμβάνει σαφή ενημέρωση για την κατηγορούμενη πράξη. Να υποβάλει γραπτή απολογία στην προδικασία, οπότε ο ανακρίνων απευθύνει ερωτήσεις. Να υποβάλει αίτηση εξαίρεσης κατά εισαγγελέα ή μέλους του δικαστηρίου. - Αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος, το δικαστήριο πρέπει να του διορίσει συνήγορο. Οφείλει επίσης να αναβάλει την εκδίκαση της υπόθεσης μέσα σε τρείς ημέρες, αν το ζητήσει ο κατηγορούμενος για να ετοιμάσει την υπεράσπισή του, και να αποφανθεί συγχρόνως για την άρση ή τη διατήρηση της κράτησής του. Ο διευθύνων τη συνεδρίαση ενημερώνει τον κατηγορούμενο για αυτά του τα δικαιώματα Β.127 Τι καλείται κλητήριο θέσπισμα και τι κλήση προς εμφάνιση; Ποιο είναι το περιεχόμενό τους; Κλητήριο θέσπισμα καλείται το έγγραφο με το οποίο γίνεται η κλήτευση του κατηγορουμένου στο ακροατήριο. Κλήση καλείται το έγγραφο με το οποίο γίνεται η κλήτευση του κατηγορουμένου και αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα. 1. Το κλητήριο θέσπισμα πρέπει να περιέχει:
α) το ονοματεπώνυμο και, αν υπάρχει ανάγκη, και άλλα στοιχεία που καθορίζουν την ταυτότητα του κατηγορουμένου, β) τον προσδιορισμό του δικαστηρίου στο οποίο καλείται, γ) τη χρονολογία, την ημέρα της εβδομάδας και την ώρα που πρέπει να εμφανιστεί, δ) τον ακριβή καθορισμό της πράξης για την οποία κατηγορείται και μνεία του άρθρου του ποινικού νόμου που την προβλέπει και ε) Τον αριθμό του, την επίσημη σφραγίδα και την υπογραφή του εισαγγελέα, του δημόσιου κατήγορου ή του πταισματοδίκη που εξέδωσε το θέσπισμα. Τα ίδια στοιχεία πρέπει να περιέχει και το κλητήριο θέσπισμα που επιδίδεται στον αστικώς υπεύθυνο 2. Η κλήση για την εμφάνιση ως προς την αξιόποινη πράξη πρέπει να αναφέρεται στο παραπεμπτικό βούλευμα κατά τα λοιπά πρέπει επίσης να περιέχει όσα και το κλητήριο θέσπισμα. Β.128 Τι γνωρίζετε για τα ένδικα μέσα που προβλέπονται στον κώδικα Πολιτικής Δικονομίας;(ποια είναι, ποιοι τα ασκούν και αν μπορεί να χειροτερέψει η θέση του κατηγορουμένου). Ένδικα μέσα είναι οι δικονομικές πράξεις με τίς οποίες διατυπώνονται παράπονα για την ορθότητα ορισμένης δικαστικής κρίσεως αποφάσεως, επιδιώκεται ο έλεγχός της από άλλον ή άλλους δικαστές και ζητείται η εξαφάνιση ή η μεταρρύθμισή της. Στην πράξη τα πιο σημαντικά ένδικα μέσα είναι η έφεση και η αναίρεση. Έφεση είναι το ένδικο μέσο που μπορεί να χρησιμοποιήσει κάποιος στο δικαστήριο. Συγκεκριμένα είναι το δικαίωμα που δίνει ο νόμος σε κάποιον που έχασε μια δίκη να δικαστεί ξανά από το αρμόδιο δικαστήριο. Στην ουσία είναι κάτι σαν επανεξέταση της υπόθεσης σε δεύτερο βαθμό. Τα δικαστήρια που εξετάζουν τις εφέσεις έχουν ειδική σύνθεση και ονομάζονται εφετεία. Στην σύγχρονη εποχή είναι δικαίωμα θεμελιωμένο από το Σύνταγμα και δείχνει ότι ο νόμος αναγνωρίζει ότι ένα δικαστήριο μπορεί να κάνει λάθος Αναίρεση είναι το ένδικο μέσο με το οποίο επιδιώκετε η ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, για ορισμένους νομικούς λόγους και οδηγεί στόν έλεγχο της αντιστοίχου αποφάσεως στην νομική άποψη. Δεν ξανακοιτά αν είναι αθώοι ή ένοχοι. Τα ένδικα μέσα ασκούνται κατά κανόνα μόνο από διαδίκους της δίκης, κατηγορούμενο, εισαγγελέα και πολιτικώς ενάγων.
Η αρχή της χειροτέρευσης της θέσης του κατηγορουμένου σημαίνει ότι με βάση αυτήν την αρχή, δεν μπορεί να επιβληθεί στον κατηγορούμενο βαρύτερη ποινή, μόνον η ίδια ή ελαφρότερη ή αθώωση. Β.132 Να αναφέρετε τα τέσσερα(4)δικονομικά συστήματα και να κάνετε ανάλυση αυτών. -Το εξεταστικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό οι τρεις παραπάνω λειτουργίες της ποινικής δίκης ασκούνται από το ίδιο πρόσωπο, τον δικαστή. Αυτός κινεί την ποινική δίωξη, φροντίζει για την συγκέντρωση των στοιχείων, εκτελώντας συγχρόνως και καθήκοντα συνηγόρου υπεράσπισης του κατηγορουμένου. -Το κατηγορητικό σύστημα. Στο σύστημα αυτό η κατηγορία, η υπεράσπιση και η απόφαση ασκούνται από διαφορετικά πρόσωπα. Άλλος εγείρει την ποινική δίωξη, άλλος ασκεί καθήκοντα υπεράσπισης του κατηγορουμένου και άλλος εκδίδει την απόφαση. Η δίωξη ασκείται από ιδιώτη, δηλαδή είτε από τον παθόντα ή συγγενή του (ιδιωτική κατηγορία), είτε από οποιονδήποτε τρίτο (λαϊκή κατηγορία). Η υπεράσπιση ασκείται από τον ίδιο τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του. Η απόφαση εκδίδεται από τον δικαστή. Το μεικτό δικονομικό σύστημα, που καθιερώνεται και στην Ελληνική Ποινική Δικονομία, προσπαθεί να απαλλάξει την ποινική δίκη από τα μειονεκτήματα που εμφανίζει η εφαρμογή του εξεταστικού και του κατηγορητικού συστήματος. Ως τέταρτο δικονομικό σύστημα θεωρείται το σύγχρονο μεικτό δικονομικό σύστημα πού περιβάλλει πλέον με μείζονες εγγυήσεις τη σημαντική για την ποινική διαδικασία δικαιοδοτική κρίση του περί άσκησης ή μη ποινικής δίωξης, αναγνωρίζοντας παράλληλα και την ιδιαίτερη κοινωνική σημασία που έχει να αποκτήσει ένας πολίτης την ιδιότητα του κατηγορουμένου. Β.133 Να αναφέρετε τους δικονομικούς κανόνες (εξετάσεως) των μαρτύρων. Προφορικά ενώπιον του δικαστή. Αρχή δημοσιότητας της δίκης, Κάθε μάρτυρας εξετάζεται χωριστά (εκτός αν κριθεί αναγκαία η κατ' αντιπαράσταση εξέταση Απαγόρευση επικοινωνίας με εκείνους που έχουν συμφέρον από την έκβαση της δίκης και να ακούσουν όσα λέγονται στη διαδικασία.
Απαγόρευση διακοπής της αφήγησης του μάρτυρα. Μη υποχρέωση κατάθεσης περιστατικών που τον ενοχοποιούν. Απαγόρευση παραπειστικών ερωτήσεων και προσωπικών κρίσεων. Υποχρέωση εξήγησης πώς περιήλθαν σε γνώση του τα περιστατικά. Μη υποχρέωση κατάθεσης περιστατικών που τον ενοχοποιούν. Δικαίωμα διαδίκων και εισαγγελέα σε αποκάλυψη γεγονότων που κλονίζουν την αξιοπιστία του μάρτυρα Δικαίωμα στην ανάκριση υπαγόρευσης της κατάθεσης από τον μάρτυρα. Κλήτευση απρόθυμων μαρτύρων: Υποχρεωτική για τον εισαγγελέα η κλήτευση όλων των ουσιωδών μαρτύρων. Δικαίωμα κατηγορούμενου κλήτευσης ακόμη ενός (σε πλημμέλημα) και δύο (σε κακούργημα), Αν γίνει διακοπή της δίκης το δικαστήριο οφείλει να κλητεύσει και τους μάρτυρες που δεν είχαν προταθεί από τον κατηγορούμενο και δεν είχαν κλητευθεί. Όταν τελειώσει η εξέταση του μάρτυρα, αυτός παραμένει στο ακροατήριο έως το τέλος της αποδεικτικής διαδικασίας, εκτός αν το δικαστήριο του επιτρέψει να αποχωρήσει με τη συναίνεση του εισαγγελέα και των διαδίκων. Τρόπος υποβολής ερωτήσεων: Πρέπει να αποφεύγονται ερωτήσεις που οδηγούν αναγκαστικά σε αποδοχή δύο μόνο εκδοχών. Πρέπει να είναι καταληπτές. Πρέπει να αποφεύγεται η ψυχολογική πίεση και υποβολή του μάρτυρα. Κλητεύεται εγγράφως. Έχει υποχρέωση εμφάνισης, όρκισης και να πει την αλήθεια. Αν κάποιος μάρτυρας πρόκειται να αναγνωρίσει πρόσωπα ή πράγματα, προσκαλείται προηγουμένως να τα περιγράψει με μεγάλη ακρίβεια, όμως ο μάρτυρας δεν μπορεί να χρησιμοποιεί σημειώσεις, εκτός αν πρόκειται για λογιστικά ζητήματα ή αν αυτός που διεξάγει την ανάκριση ή το δικαστήριο επιτρέψει για ειδικούς λόγους. Αν ο μάρτυρας είναι κάτω των δεκαοκτώ ετών, εκείνος που τον ανακρίνει καταγράφει κατά λέξη στην έκθεση και τις ερωτήσεις που του απευθύνει.