Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών Το μυστήριο του πασχαλινού λαγού Του Κώστα Στοφόρου «Να βγούμε;» «Όχι ακόμα», είπε ο μπαμπάς. «Δεν θα έχει έρθει. Είναι πολύ νωρίς. Κάτσε να ξυπνήσει κι ο Δημήτρης». «Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει και πως είμαι χαζή!» διαμαρτυρήθηκε η Αντιγόνη. «Τον άκουσα κι εγώ», ήρθε συνήγορος υπεράσπισης η Έλλη. «Εσύ να μην ανακατεύεσαι!» τη μάλωσε η Βασιλική. «Μπα! Τι μας λες; Πολύ μεγάλη δεν μας το παίζεις κι εσύ;» «Δεν το παίζω. Είμαι μεγάλη. Και συ είσαι μωρό!» «Δεν είμαι μωρό!» «Σοβαρά; Εσύ παίζεις ακόμη με Μπάρμπι». «Ψέματα!» «Εσύ λες ψέματα. Θα πω στη μαμά πού ήσουνα χθες το βράδυ».
«Σκάσε!» «Εσύ να σκάσεις!» «Σκάστε όλοι!» «Δημήτρη! Ηρέμησε!» πετάχτηκε ο μπαμπάς. «Με ξύπνησαν με τις φωνές τους. Όλο έτσι κάνουν». «Είναι αργά. Έτσι κι αλλιώς έπρεπε να ξυπνήσεις για να βοηθήσεις και τον θείο στο σούβλισμα του αρνιού». «Μα ξενυχτήσαμε χθες». «Ανάσταση ήταν. Ο θείος σου έχει σηκωθεί από τις εφτά». «Στον ύπνο του το έβλεπε το αρνί;» «Άντε σήκω τώρα και μη σ ακούσω να ξαναμιλάς έτσι στις ξαδέρφες σου. Θα έρθει κι ο πασχαλινός λαγός». «Σιγά μην έρθει κι ο Νταρθ Βέιντερ». «Στο είπα μπαμπά. Ο Δημήτρης λέει πως δεν υπάρχει πασχαλινός λαγός». «Και τότε ποιος φέρνει τα δώρα;» «Έλα ντε!» είπε ο Δημήτρης ειρωνικά. Ο μπαμπάς κοίταξε τον Δημήτρη με έντονο ύφος, μέχρι που εκείνος σταμάτησε να μιλάει. Τι ήταν όλα αυτά με τον πασχαλινό λαγό; Από τότε που ο Δημήτρης ήταν μωρό -πότε πέρασαν δεκατρία ολόκληρα χρόνια;- περίμενε πάντα με ανυπομονησία το Πάσχα και τα δώρα που έκρυβε στον κήπο του σπιτιού στο χωριό ο πασχαλινός λαγός. Τα περίμενε πιο πολύ κι από τα Χριστούγεννα και τον Αϊ-Βασίλη. Κι ας ήταν μικροδωράκια για όλα τα παιδιά: Γόμες, ξύστρες, φακοί, σοκολατάκια, αυτοκόλλητα, στρατιωτάκια, αυτοκινητάκια Στο παράθυρο, πίσω από το πηγάδι, σε μια κουφάλα της μουριάς, στο παλιό κουρείο, ανάμεσα στις πασχαλιές, κάτω από τις σκάλες. Από το ένα δώρο στο άλλο σε οδηγούσαν μικρά σημειώματα-γρίφοι που άφηνε ο πασχαλινός λαγός. Και τώρα ο Δημήτρης έλεγε πως δεν υπάρχει ο πασχαλινός λαγός. Λες και δεν ήταν εκείνος ο πιο ανυπόμονος να λύσει τους γρίφους που τους έβαζε ο λαγός για να βρουν τα δώρα: «Από εκεί κάποτε έβγαζαν νερό. Αν ψάξεις γύρω θα βρεις το μυστικό» -κι εννοούσε το παλιό πηγάδι. Τα παιδιά έτρεχαν και ανακάλυπταν τα μικρά δωράκια που τα γέμιζαν χαμόγελα. Ο Δημήτρης βαρύς φέτος, αφού τελικά ντύθηκε με τα πολλά, είπε με ύφος ανωτερότητας στα κορίτσια: «Άντε, να σας κάνω το χατίρι. Πάμε να δούμε τι έχει κρύψει αυτή τη φορά».
Τα παιδιά άνοιξαν την πόρτα και βρήκαν το πρώτο σημείωμα να τους περιμένει στο καμπανάκι της εισόδου. Ο μπαμπάς τούς ακολουθούσε φωτογραφίζοντας κάθε στιγμή κι ας αντιδρούσε ο Δημήτρης. «Έλα, άνοιξε να δούμε τι γράφει», είπε η Αντιγόνη. Ο Δημήτρης ξετύλιξε το σημείωμα και διάβασε: «Καλό Πάσχα! «Με την ψιλή» φώναζε ο δάσκαλος κι οι μαθητές πήγαιναν εκεί. Αν πας κι εσύ θα βρεις κάτι γλυκό να σε περιμένει. Ο πασχαλινός λαγός». «Πανεύκολο» είπε η Έλλη «Το κουρείο!». «Πάμε!» φώναξε η Αντιγόνη κι έτρεξαν προς τα κει με τον μπαμπά να λαχανιάζει για να τους προλάβει. Όμως, όταν έφτασαν στο κουρείο, όσο κι αν έψαξαν, τίποτα δεν βρήκαν. Ούτε δώρο. Ούτε σημείωμα. «Μήπως καταλάβαμε κάτι λάθος;» αναρωτήθηκε η Βασιλική. «Μα τι λάθος; Με την ψιλή -σίγουρα σε κούρεμα αναφέρεται» απάντησε ο Δημήτρης. Πιο απορημένος απ όλους, όμως, ήταν ο μπαμπάς.
Ήταν σίγουρος πως τα πρώτα δώρα βρίσκονταν στο παλιό κουρείο. Τι να είχε, άραγε, συμβεί; Κάτι βαθιά μέσα στην Έλλη της έλεγε ότι τα δώρα δεν ήταν εκεί. Αλλά η Έλλη θέλησε να διώξει αυτό το συναίσθημα. Αφού κάνανε άνω κάτω όλο το κουρείο και δεν βρήκαν τα δώρα, η Έλλη ξανάφερε αυτό το συναίσθημα στο κεφάλι της. Και είπε στους άλλους τι πιστεύει και γιατί. -Παιδιά εγώ νομίζω ότι πρέπει να σκεφτούμε ένα άλλο πιο πιθανό μέρος. -Όντως, είπε η Αντιγόνη. -Αχα το βρήκα, είπε η Έλλη ενθουσιασμένη. -Τι; ρώτησαν όλοι μαζί. -Ίσως ο λαγός μιλούσε για το κουρείο στην άλλη πλευρά του χωριού! -Έχεις δίκιο, μπράβο Έλλη, επίσης αν είναι στο άλλο κουρείο θα πάμε με το αυτοκίνητο και δεν θα χρειάζεται να τρέχω απο πίσω σας, είπε ο μπαμπάς. Μόλις φτάσανε στο άλλο κουρείο άρχισαν να ψάχνουν με τέτοια χαρά που ήταν λες και θα κέρδιζαν λεφτά. Αλλά μετά από λίγο το χαμόγελο έφυγε από τα πρόσωπά των κοριτσιών. -Σας το είπα δεν υπάρχει τίποτα απολύτως ούτε εδώ, ούτε και πουθενά αλλού γιατί ο λαγός του Πάσχα δεν υπάρχει, είπε ο Δημήτρης. -Υπάρχει, είπαν και τα δύο κορίτσια μαζί. Τότε άρχισαν να σκέφτονται ποιο άλλο μπορεί να ήταν το πιο πιθανό μέρος. -Α τι λέτε για το σχολείο; είπε η Αντιγόνη. -Ναι αλλά γιατί; ρώτησε η Έλλη με απορία. -Γιατί ο δάσκαλος φώναζε τα παιδιά πριν απο χρόνια πίσω από το σχολείο. Είχε ένα χώρο που ο δάσκαλος φώναζε τα καινούργια παιδιά για κούρεμα! -Παιδιά έχετε δίκιο έτσι με είχε κάνει και εμένα την πρώτη μου μέρα, είπε ο μπαμπάς. Έτσι ξεκίνησαν για το σχολείο. Μόλις έφτασαν, πήγαν στο σημείο όπου κούρευαν τα παιδιά. Έψαξαν κάθε μικρό και μεγάλο θαμνάκι, κάθε δέντρο που υπήρχε.
-Παιδιά τα βρήκα! φώναξε η Αντιγόνη. -Πού, πού; είπε η Έλλη έκπληκτη. -Εδώ κάτω από την παλιά και ξεχασμένη καρέκλα. -Τι αποκλίεται; είπε ο Δημήτρης. -Κι όμως, εγώ τα βρήκα. Η Αντιγόνη όντως τα είχε βρει, έτσι γύρίσαν σπίτι με τα δώρα και ο Δημήτρης υποσχέθηκε οτι δεν θα ξαναπάψει ποτέ να πιστεύει στο λαγό του Πάσχα!