Τμήμα Α3 Αυτοσαρκαστικά ποιήματα Μπόι δυο μέτρα Λέει η γιαγιά μου Μα το πρωί Καμπούρα αμάν μαμά μου! Μάτια καστανά Μα και πονηρά Γιατί καλό δεν κρύβουν Αυτό είναι σίγουρο. Αυτιά ποντικού Πείσμα γαϊδάρου Μυαλό ραδικιού Πόδια παπαγάλου. Πάω ως τις έντεκα Κοιμάμαι στα βιβλία Μα σαν ξυπνήσω Άντε κι άλλα αγγαρεία! Τι να κάνουμε Αυτός είν ο Δημήτρης. Και αν το θέλετε με το καλό Αν όχι με το κακό! Πρόσωπο σαν αυγό Δόντια σαν το λαγό, Στο στόμα του καμιά ώρα Μύγα θα μπει Αφού ποτέ δε σταματάει Δημήτρης Μπούζας **********************
Να ομιλεί. Έχει μεγάλα αυτιά Που μοιάσαν στα δόντια τα πλατιά Τρέχει σαν το λαγό Του έμοιασε και σ αυτό Τα μαλλιά του είναι καστανά Τα μάτια του σχεδόν γαλανά Τα θεωρεί στολίδι μοναδικό, Πω πω! Τι ψώνιο που είναι αυτό! Το κεφάλι του είναι γεμάτο Από χρήσιμες ουσίες Και σε λίγο θα σκάσει Απ τις πολλές πληροφορίες. Αυτός είναι ο Κίτσος Είτε το θέλετε είτε δεν το θέλετε Μα μην τον στενοχωρήσετε Γιατί δύσκολα θα ξεμπερδέψετε. Κίτσος Χρήστος Ορφανόπουλος *********************** Αυτή η κοντή κοπέλα Που λέγεται Μαρκέλλα Έρχεται ξανά για δες Και έχει πρόσωπο ωοειδές Μύτη λίγο παχουλή Δεν τη λες και γαλλική Μάτια πράσινα και γκρι Αναλόγως τι φορεί Μαλλιά σγουρά και καστανά Πανικός τα πρωινά! Μαρκέλλα Σούτη *******************
Μαλλιά μακριά Όχι και λίγα! Ωραίο χρώμα Μα και ψαλίδα. Φρύδι σαν τόξο Μα και χοντρό Μάτι γατίσιο Μειωπικό. Δόντια μεγάλα Σαν το λαγό Και το πηγούνι Πιο πεταχτό. Ευανθία με έχουν βαφτίσει Αλλά το όνομα με εκνευρίζει. «Εύα» πείτε με παρακαλώ Και πάντα θα σας ευγνωμονώ. Το παράξενο δελφίνι Εύα Πλουμάκη ******************** Δίπλα στο καράβι κάνει κόντρα Ένα δελφίνι με διακόσια δόντια. Τρέχει γρήγορα το θαλάσσιο άτι Τόσο που δεν το βλέπει ανθρώπου μάτι. Χαιρετάει τους επιβάτες με την ουρά του Και τα δελφίνια νομίζουν πως έχασε τα λογικά του. Μα αυτό το δελφίνι δεν είναι τρελό Είναι απλώς μοναδικό. Είναι παιχνιδιάρικο πολύ
Και δεν νιώθει λύπη ούτε στιγμή Τα άλλα δελφίνια δεν το καταλαβαίνουν Και τώρα τα όρια υπερβαίνουν. Θέλουν να το σκοτώσουν απ τη ζήλια Μα απ το κακό τους πιάνονται μες στα δίχτυα. Ευτυχώς που τα είδε το καλό δελφίνι Κι έτρεξε να τα σώσει να γίνουν φίλοι. Έκοψε τα δίχτυα, δεν έμεινε διχτάκι Και τα σωσε όλα το καλό δελφινάκι. Τώρα τα δελφίνια κολυμπούσαν παρέα Κι οι επιβάτες του πλοίου λέγαν: «Πω! Πω! Τι ωραία!» Κίτσος Χρήστος Ορφανόπουλος Εχθρούς το πλήθος, ανατολικά νότια, δυτικά βόρεια. Ψοφόκρυο λύκου, η πλάκα για ασπίδα, βουλιάζει ο τόπος. ***************** Στη σκουριά, στη στάχτη, στη λάσπη πάνω στο φοίνικα, κρύψου. Πόλεμος παντού, ούτε λίγα λεπτά ηρεμίας, τρέξιμο. Πήγα και κρύφτηκα, ξαφνικά, παντού εχθροί,
άντε πίσω. Όσο πιο δυτικά, όσο και πιο ανατολικά, φόβος. Όσο πιο νότια, όσο και πιο βόρεια, ζέστη και κρύο. Ένα βήμα, μία πλάκα, και ένα φοίνικα, να σωθώ. Μιλέν Ντένεβ Τμήμα Α2 Χαϊκού Σπονδή Άνοιξης Η γύρη στον ουρανό Σαν θυμίαμα. Στεφάνι Μαγιού Δεκαεπτασύλλαβο Στις θύρες τρίστιχων. Χρησμοί έρωτα Στο τελευταίο πέταλο Μιας μαργαρίτας. Είναι αλήθεια Μες στην αρμονία της Ρεμβάζει μόνη
Ό,τι κι αν δει Καμπυλώνει έμμετρα Στο Σολ της φύσης. Καταδύομαι Στα τρίστιχα της ψυχής Με μια ανάσα. Γυρεύω δρόμους Στο σχήμα των κοχυλιών Περιδίνιση. Δεν υπάρχουν πια Παρά κλαδιά λησμονιάς Στα δέντρα του κήπου Ριπές οδύνης Στις φυλλωσιές της μνήμης Με ερήμωσαν. Πένυ Μπεθάνη *************** Χειμώνας Πέφτει το χιόνι Σαν άσπρο πέπλο Κι η γη ντύνεται νύφη. Άνοιξη Ήρθε η Άνοιξη, Ανθίζουν τα λουλούδια Πετούν οι πεταλούδες Μες στους κήπους της Αθήνας.
Πένυ Μπεθάνη, Σοφία Πιπερίδη, Ιωάννα Μήτσικα, Αναστασία Μάχου, Κατερίνα Μάχου, Ναταλία Ξανθοπούλου Ο ήλιος δύει σήμερα Θα δύσει αύριο; Ποιος ξέρει; *********************** Η πίστη στο Θεό χάνεται σιγά σιγά Το μέλλον χάνεται γρήγορα Και η φύση γρηγορότερα. Η άνοιξη έρχεται Τα σύννεφα φεύγουν Μα πού είναι ο ήλιος; Το λάπτοπ είναι στο μυαλό σου, Μα σπίτι είναι, μη φοβάσαι Και σε περιμένει. Λένε αλήθεια οι καθρέφτες Μην τους αποφεύγεις Γιατί αυτή είναι η πραγματικότητα. Θέλεις μες στο τζιν να μπεις; Πρέπει την κοιλιά Να ξεφουσκώσεις. Μαρίνος Κονταράς ********************* Χειμώνας Ο ήλιος πληθαίνει Το χιόνι πληθαίνει.
Άνοιξη Ο ήλιος αναγεννιέται Τα λουλούδια ανθίζουν. Καλοκαίρι Τα παιδιά παίζουν στις ακρογιαλιές Γελώντας και κάνοντας βουτιές. ******************** Τα φύλλα ξερά Πέφτουν από τα δέντρα Το φθινόπωρο αρχίζει. Οι κομήτες έρχονται Θα χτυπήσουν τη γη. Ο κόσμος θα καταστραφεί! ******************** Παίρνω ένα πινέλο Και λίγο νερό Τον ουρανό βάφω ξανά γαλανό. Άνοιξη μπήκε, Μυρωδιές πλημμυρίζουν Δρόμους, κήπους και σοκάκια. Ιωάννα Μητσάνη Κουτσογεωργόπουλος Σταύρος Πένυ Μπεθάνη ********************
Ποιητικοί αυτοσχεδιασμοί
Μια γάτα φουντωτή Με μια ουρά κομψή Στο δασάκι τριγυρνά Κουνώντας την ουρά. Ένας γάτος ξαφνικά Βρέθηκε απ το πουθενά Που τη φλέρταρε τρελά Και της πήρε τα μυαλά. ********************* Αν σου ρθει ένα τούβλο στο κεφάλι Και δεν βλέπεις μπροστά σου απ τη ζάλη Πάρε ένα χάπι για το κεφάλι. Στον ήλιο σαν καθόμουνα Κι αγνάντευα εσένα Είδα τη θάλασσα βαθειά Κι όλα τα περασμένα. Το ζωάκι μου Το ζώο που χω το αγαπώ Και Λίζα το χω βγάλει εγώ. Με δυο ματάκια λαμπερά ********************* Λοίζου Μαρία - Στέλλα Σοφία Πιπερίδη Άννα Μπάμπουλη **********************
Με κοιτάζει με τσαχπινιά. Τις γάτες κυνηγά Με γρήγορο ρυθμό Το σκυλάκι μου αυτό Που τόσο το αγαπώ. Τρέχει ανέμελα εδώ Κι έχει ένα τρίχωμα πυκνό. Το αγαπάω, το αγαπώ Δεν έχω τίποτ άλλο να πω. Ένα τρελό τρελομπαμπαλάκι Πηδούσε εδώ κι εκεί. Κι ένα μικρό μικρό παιδάκι Με ωραίο κοκαλάκι Και με γκούτσι παπουτσάκι Το πιασε στο μικρό του Το χεράκι. ********************** Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου Χαρά Μακάρογλου, Άννα Μπάμπουλη, Μαρία Λοίζου, Ιωάννα Μάσσια, Αλεξάνδρα Μιχαλοπούλου. Και ένα παραμύθι ************** Η Σάλλυ ήταν ένα μικρό σπουργίτι σαν όλα τα άλλα. Ζούσε σε μια ζεστή φωλιά στην άκρη του δάσους μαζί με την οικογένειά της. Δεν ήξερε ακόμη να πετά πολύ καλά. Τα πρωινά, συνήθως, έκανε βόλτες μέσα στο δάσος και χάζευε τα άλλα μεγάλα πουλιά να διασχίζουν τον ουρανό στοιβαγμένα το ένα πίσω από το άλλο.
Μια μέρα, καθώς δροσιζόταν από το νερό μιας μικρής πηγής, παρατήρησε δύο φιγούρες. «Άνθρωποι θα είναι», σκέφτηκε. Είχε ακούσει για αυτούς τους ανθρώπους. Δεν ήξερε όμως πολλά, γιατί οι μεγάλες και σοφές κουκουβάγιες, που ζούσαν στο κέντρο του δάσους, ήταν πάντα λιγομίλητες για αυτά τα πλάσματα. Το μικρό σπουργίτι δεν έδωσε σημασία και έφυγε πηγαίνοντας στη φωλιά του. Λίγες ώρες μετά όλο το δάσος ήταν τρομοκρατημένο. Καυτές φλόγες τύλιγαν τους κορμούς των δέντρων. Όλα τα χρώματα του δάσους είχαν με μιας εξαφανιστεί. Τα ζώα έτρεχαν πανικόβλητα προσπαθώντας να ξεφύγουν από τη συμφορά, που τύλιγε το δάσος. Οι κουκουβάγιες γρύλιζαν απειλητικά: «Αυτά τα πλάσματα φταίνε για όλα! Αυτοί οι άνθρωποι!». Η Σάλλυ θυμήθηκε τότε κάποια σοφά λόγια, που είχε ακούσει κάποτε: «Ένα δέντρο θέλει είκοσι χρόνια να μεγαλώσει και είκοσι λεπτά για να καεί». Αυτές ήταν και οι τελευταίες σκέψεις του μικρού σπουργιτιού. Ελάχιστα ζώα κατάφεραν να ζήσουν μετά από το χαμό που τύλιξε το δάσος. Και δυστυχώς η Σάλλυ, το μικρό σπουργίτι, δεν ήταν μέσα σε αυτά Πένυ Μπεθάνη