Νίκος Λ. Πασχαλούδης



Σχετικά έγγραφα
ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό-

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ενότητα: «Το σπίτι μου» Τάξεις Α -Α + και Β

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

Ποιο από τα δύο κάθετα τµήµατα είναι µεγαλύτερο; Σίγουρα η κόκκινη γραµµή στα δεξιά σας φαίνεται διπλάσια από την αριστερή κι όµως είναι ίσες.

Ζωναράδικος ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

Γραμματική και Συντακτικό Γ Δημοτικού ανά ενότητα - Παρασκευή Αντωνίου

Ο τρόπος αυτός διατροφής κερδίζει όλο και περισσότερο έδαφος τα τελευταία χρόνια, καθώς πλήθος μελετών δείχνουν ότι οι κάτοικοι Μεσογειακών περιοχών

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ.

Θέµατα Καγκουρό 2010 Επίπεδο: 1 (για µαθητές της Γ' και ' τάξης ηµοτικού)

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ Η ΕΦΟΡΕΙΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΚΩΝ & ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΚΕΡΚΥΡΑΣ - ΘΕΣΠΡΩΤΙΑΣ ΜΑΡΚΟΣ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ. Μια ιστορία σαν όνειρο...

Φρόντισε το σημείο που θα ανάψεις φωτιά να μην είναι κοντά σε: θάμνους η κάτω από δέντρα.

Ζυμώνετε τα συστατικά όλα μαζί για να γίνουν μία ζύμη. Τα αφήνετε σκεπασμένα επί 3 ώρες. Κατόπιν τα απλώνετε για την επακόλουθη επεξεργασία.

Βασιλόπιτα τσουρέκι, από την Αργυρώ μας και το argiro.gr!

33 ο δημοτικό σχολείο Θεσσαλονίκης 2012 Χρήστος Σαμαντζόπουλος, εκπαιδευτικός

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Ηεπιστήμημέσααπόταμάτιατουπαιδιού... Ιδέες και πειράματα για τον «Ήχο»

Καπνός βγαίνει από. κάτω σηµείο της. Τα συστατικά δεν αναµιγνύονται ή το ψωµί δεν ψήνεται σωστά. οθόνη παρουσιάζει H:HH

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Volley. Προπονητικές ομάδες ΦΑΣΗ 1. Ανάπτυξη των ειδικών κινητικών δεξιοτήτων και τα πρώτα στοιχεία του επιθετικού χτυπήματος

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

Και τώρα τι κάνω; Σημαντικότερο απ όλα είναι να διαβάσεις και να ευχαριστηθείς την ιστορία και τις πληροφορίες για τον κόσμο των χρωμάτων

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

17 ο Δημοτικό Σχολείο Περιστερίου. Τάξη: Στ. Σχ. Έτος:

Ο φίλος μου ο Γκρεγκουάρ

ΕΠΙΠΕΔΟ 3-4 ( )

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

για τους µαθητές της 1ης ηµοτικού ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ Τµήµα Ιατρικής Τοµέας Κοινωνικής Ιατρικής Κλινική Προληπτικής Ιατρικής και ιατροφής

1. Μάθηση/Μνήµη: 2. Απόδοση στις ραστηριότητες: 3. ιάθεση: 5. Μαλλιά: 6. Λήψη Αποφάσεων: Ηλικία:... Τηλέφωνο:

Σχεδιασμός και Τεχνολογία Α και Β ΦΑΡΜΑ

Μυστικά για Τσουρέκια χωρίς Ζύμωμα

Σωστά το μαντέψατε! Τρώω σποράκια, μα πιο πολύ μου αρέσουν οι σπόροι του σιταριού!

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ 3/ΘΕΙΟ ΔΗΜΟΣΙΚΟ ΧΟΛΕΙΟ ΝΕΟΧΩΡΑΚΙΟΤ

Εργαλείο Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης για παιδιά µε Αυτισµό στο Γνωστικό τοµέα

H κουζίνα της Αργεντινής

ΟΡΙΣΜΟΙ ΓΡΑΜΜΩΝ A-M /ΣΤ1

12/θέσιο Δημοτικό Σχολείο Παραμυθιάς

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Παλιά επαγγέλματα που χάθηκαν.

Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΟΥ ΣΩΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΝΟΤΗΤΑ 1 Ο ΦΙΛΟΣ ΜΑΣ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ

Έργο ΠΛΕΙΑΔΕΣ/ Νηρηίδες, Γ ΚΠΣ 21 ΕΑ.ΙΤΥ / Υπ.Ε.Π.Θ.

Τάπες. Αποτελείται από κομμάτια από σίδερο και αυτοκόλλητα. Από 2 παιδιά της βάζου με μια τάπα κάτω και ο Άλλος παίκτης πετάει μια άλλη τάπα

ΠΑΙΧΝΙ ΙΑ ΓΥΜΝΑΣΤΙΚΗΣ.

ΕΥΡΩΠΑΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΑΡΤΟΥ ΔΙΑΔΡΑΣΤΙΚΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΡΝΑΒΑ

ΟΛΕ ΟΙ ΟΜΑΔΕ. υνεντεύξεις: Ανδρικοί και γυναικείοι ρόλοι: παραδοσιακό μοντέλο. Ο ιδανικός γονιός μέσα από τα μάτια των παιδιών

ΣΥΝΘΕΣΗ ΣΤΟΛΩΝ ΟΠΛΙΤΩΝ. Στολή Εξόδου


Γλωσσικό τεστ για παιδιά ηλικίας μηνών

THE ENGLISH SCHOOL ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΠΡΟΦΟΡΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #20. «Δεκαοχτώ ψωμιά» Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΟΔΙΚΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΚΑΙ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑΚΗΣ ΑΓΩΓΗΣ

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Μαρία Κωνσταντινοπούλου Ψυχολόγος - ειδική παιδαγωγός

«Ο βασιλιάς Φωτιάς, η Συννεφένια και η κόρη τους η Χιονένια

ΚΟΤΑ ΒΑΡΚΑ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΗΛΑ

Μια προσπάθεια καλλιτεχνικής έκφρασης από μαθητές και μαθήτριες του Στ 2 για το σχολικό έτος

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΣΥΜΒΟΥΛΕΣ ΚΑΙ ΚΟΛΠΑ. Για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε τη σελίδα hatchimals.com. Κόκκινο Πορτοκαλί Κίτρινο Πράσινο Μπλε Λευκό

Το παιχνίδι και η κίνηση αποτελεί ζωτική ανάγκη για κάθε νεαρή ζωή μέσα στη φύση. Το συναντάμε στα ζώα που τρέχουν, πηδούν, παίζουν μεταξύ τους, με

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

για παιδιά (8-12 ετών) Κατανόηση γραπτού λόγου

ΕΠΙΓΛΩΣΣΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ

Πόσες µαύρες τελείες βλέπετε ; Οι οριζόντιες γραµµές δείχνουν να είναι παράλληλες ;

Παιχνίδι 9. Σκοπός της δραστηριότητας: Ανάπτυξη δεξιοτήτων μετακίνησης/χειρισμού.

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

ΓΙΑ ΠΑΙΔΙΑ 8-12 ΕΤΩΝ Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Γ Ρ Α Π Τ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ

Ένας οδηγός για τη σωστή κάλτσα

Παναγιώτης Πεϊκίδης PAE8397. Σενάριο μικρού μήκους

Caroline Pluvier & Ruud Schreuder 1

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

Test Unit 1 Match 4 Match 3 Example: Complete: η, το 3 Example:

Χριστουγεννιάτικο χωριό βήμα. Παπαχαραλάμπους steliosparliaros.gr!

NOHTIKES_KARTES_E4:Layout 1 12/15/08 2:22 PM Page Το µάκρος των µαλλιών Το χρώµα των µατιών Την κίνηση των χειλιών.

Ορισμοί γραμμών : Μεσοστιχίδα : Όγκος + Μάζα = Ε-Μ / Ε2

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΚΑΙ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑΣ. Έφη Και Ελένα

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

Caroline Pluvier & Ruud Schreuder 1

TAΞH B. 2ο Tετράδιο ασκήσεων

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Όνομα και Επώνυμο: Όνομα Πατέρα: Όνομα Μητέρας: Δημοτικό Σχολείο: Τάξη/Τμήμα:

Ο Χάρι Πι δε μένει πια εδώ

Οι ακροβάτες της θάλασσας

Transcript:

Νίκος Λ. Πασχαλούδης 114 Ζ ζ το σ πριν από τα ηχηρά σύµφωνα, πήγαµι σ {ζ} µπαντίνις. ζαβούδ(ι), το η ζαβολιά στο παιχνίδι, το ζαβολιάρικο παιδί, (Νιγρ.), όλου ζαβούδια κάν(ει) φτο του ζαβούδ(ι), [ζαβολιά (δες λεξ. ζαβουλανάτσιους) + -ούδ(ι)]. ζαβουλανάτσιους, -τσινα αυτός που, ενώ γνωρίζει κάποιο γεγονός, προσποιείται τον ανήξερο επιδιώκοντας οφέλη για τον εαυτό του, κουτοπόνηρος, και ζαβουνανιάτσιους/ ζαβουναλιάτσιους, **[αιολ. ζαβάλλω(αντί διαβάλλω), αιολ. ζ = διά]. ζαβουντρίκους, o αυτός που προσποιείται το χαζό για να ωφεληθεί ο ίδιος, (Νιγρ.), **[ ζαβός]. ζαβουρντάου, -ώ ρ., ζαβουρντούσα, ζαβούρντηξα, συλλαµβάνω, πιάνω κάτι και το ρίχνω κάτω, το χτυπώ, [τουρ. savur-mak(=πετώ, ρίχνω) > αόρ. savurdum]. ζαΐφς, ο αδύνατος, ασθενικός, [τουρ. zayıf(=λιγνός, ισχνός)]. ζάκατα, τα είδη ρουχισµού και γενικότερα ο εξοπλισµός του σπιτιού, πήρα τα ζάκατα µ κι ήρτα, **[αραβ. shakk (> jaque > jaquette), δες ζιάκα]. ζαλίζου ρ., ζάλτζα, ζάλτσα, ζαλίσκα, ζαλίζω, [αρχ. ζάλη(=συστροφή ανέµου) > µτγν. ζαλ > ζαλίζω]. ζάλτζµα, το ζάλισµα, [ζαλίζου]. ζαµάκουµα, το λ. µε πολλαπλές σηµασίες, που διακρίνονται από τα συµφραζόµενα, όπως πιάσιµο, στρίµωγµα, σύλληψη, φόρτωµα, χώσιµο κά., έφαγι ένα ζαµάκουµα του κάρου = το κάρο υπερφορτώθηκε, γίνκι ένα ζαµάκουµα µα τι = έγινε ένα φόρτωµα/µια δουλειά/κλπ. σε υπερβολικό βαθµό, [ζαµακώνου]. ζαµακώνου ρ., ζαµάκουνα, -ουσα, ρήµα µε πολλαπλές σηµασίες, που διακρίνονται από τα συµφραζόµενα, όπως πιάνω, συλλαµβάνω, στριµώχνω, φορτώνω, χώνω κά., ζαµάκουσα βαθιά τ αλέτρ(ι), δες ζαµάκουµα, **[τουρ. zam(=αύξηση, προσθήκη) + -ak(χρησ. για σχηµ. ονοµάτων, θέσεων, εργαλείων, επιθέτων) + κ. κατ. -ώνω]. ζαµάν χρησ. όταν διατυπώνεται αντίρρηση µε τη χρήση του αµάν, όπως στη φρ. αµάν κι ζαµάν δεν έχ(ει), που σηµαίνει δε θέλω αντιρρήσεις, [τουρ. zaman]. ζαµάν(ι), το µακρύ χρονικό διάστηµα, χρόνια κι ζαµάνια, [τουρ. zaman]. ζαµπάκι, το το λουλούδι νάρκισσος, [τουρ. zambak]. ζαµπίλι, το το ζουµπούλι, γενικώς λουλούδι, η λ. χρησ. µόνο στο δηµ. τραγ. 15.δ, φουρούσις κι στουν ίλιγγου ζαµπίλι κι ζαµπάκι, [τουρ. zümbül]. ζαµπλαγκούδ(ι), το το φίµωτρο των ζώων, δες η µυταριά, το τρουβούδ(ι), το νήµα, **[ζα(=ζώα) + µπριάγκα + -ούδι (> ζαµπριαγκούδ(ι) ) και «ρ» > «λ», επειδή κρατούσε τα ζώα µακριά από τα σπαρτά]. ζαµπούνα, η ο καυλός του κρεµµυδιού, το τµήµα του που έχει τους σπόρους και µοιάζει µε τον σωλήνα της γκάιντας, τρυφερό καλάµι σταριού µε το οποίο γίνονταν σφύρκις, [αρχ. συµφωνία > λατ. symfonia > ιταλ. zampogna(=τσαµπούνα), (> τσαµπούνα)].

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Ζ ζαµώνου ρ., ζάµουνα, ζάµουσα, σηµαδεύω, (προσφ.), **[αιολ. ζ(=διά) + αρχ. µάω (=έχω σκοπό/διάθεση να κάνω κάτι), ως µέσο δες αρχ. µάοµαι, µµαι, µώοµαι]. ζαναέτ(ι), το τέχνασµα, κόλπο, ζαβολιά, τι ζαναέτ(ι) είνι πάλι φτο; [ζαναϊάτ(ι)]. ζαναέτς, o ανάποδος, δύστροπος, [τουρ. cinayet(=φονιάς), µε επίδρ. της λ. ζαναϊάτ(ι)]. ζαναϊάτ(ι), το τέχνη, δες και ζαναέτ(ι), [τουρ. zanaat(=επιτηδειότητα, τέχνη)]. ζαναϊτσής, o τεχνίτης, [ζαναϊάτ(ι) + -τσής]. ζάου, -ω ρ., ζούσα, έζ(η)σα, ζω, να ζή(ει)σς χρόνια πολλά, ε! ζάµι κι µεις, ουσ. το ζήσ(ι)µου, δες λ.γ. 11 και 15, [αρχ. ζήω, ζ]. ζαπάρτα, η επίπληξη, [τουρ. zaparta, saparta]. ζάπ(ι), το ζάφτι, ηµέρωµα, γαλήνεµα, υποταγή, τουν έκανι ζάπ(ι) = τον ηρέµησε, [1. τουρ. zapt(=έλεγχος, κατευνασµός), **2. λατ. jac-io > ΙΑΠ- > αρχ. άπτω (άπτω τινά = κτυπώ, προσβάλλω µε λόγια, τραυµατίζω) > άπτειν > ζάφτι, δες και Λ.Αν. λήµ. ζάφτω]. ζαπουνάκ(ι), το ζιπουνάκι, [γαλλ. jupon > ζιπούνι]. ζαπώνου ρ., ζάπουνα, -ουσα, ζαπώθκα, αρπάζω, πιάνω, ζαπώθκα όλουν τουν κιρό δώια = πιάστηκα και µένω όλον το καιρό εδώ, παίρνω και κάνω κάτι δικό µου αυθαίρετα, χωρίς νόµιµες διαδικασίες, ζάπουσι του χουράφ(ι) κι του πήρι, [ζάπ(ι)]. ζαρζαβάτ(ι), το τα λαχανικά γενικώς, ζαρζαβατσής = λαχανοπώλης, ζαρζαβατσήθκου = λαχανοπωλείο, [τουρ. zerzevat]. ζαριφιά, η η οµορφάδα, η χάρη, φτην έχ(ει) ζαριφιά, [ζαρίφς]. ζαρίφς, ο κοµψός, ευγενής, µε ωραία χαρακτηριστικά, [τουρ. zarif]. ζαρµπουκατέ λ. που χρησ. µόνο στο δηµ. τραγ. 15.δ, φουρείς γιλέκου κόκκινου, ζαρµπουκατέ ζουνάρι = φορείς γιλέκο κόκκινο, λεπτό κόκκινο και ζεστό ζωνάρι, **[zar (=λεπτός σαν υµένας, µεµβράνη, περίβληµα) + bükmek(=στρέφω, τυλίγω)/ bük(=βατόµουρο) + ateş(=ζεστός), που σε ελ. µετ. αποδίδουν για το ζωνάρι, την υφή, τον τρόπο που το φορούσαν ή και το χρώµα του, αν το δεύτερο συνθ. αναφερόταν στο βατόµουρο]. ζαρώνου ρ., ζάρουνα, -σα, ζάρουνα/-ρώθκα, ζαρώνω, ρυτιδώνοµαι, σουφρώνου, πρ. ζάρου, ζαρώτι, ζάρου κει που είσι µη σι διουν, δες δ.δ. 3. α 8, [αρχ. ζος(=κλάδος) > ζάριον > ζαρώνω > µσν. ζαρώνω]. ζάτλι κούτλι φρ. που χρησ. ως επίρρ., µε δυσκολία, κουτσά στραβά, άχλι βάχλι, ** [τουρ. zat(=πρόσωπο) + τουρ. κατ -li(δες -λης) + kütle(=µάζα), ανθρώπινη µάζα, σε ελεύθερη µετ. άνθρωπος που υποφέρει στο στρώµα]. ζαχαράτου, το ζαχαρωτό, καραµέλλα, κουφέτο, [ζάχαρ(η)ς]. ζαχαρένια, η µτφ. η διάθεση, φτος δε χαλνάει τ ζαχαρένια τ, δες και πρµ. φρ. 34, [ζάχαρ(η)ς]. ζάχαρ(η)ς, ο ζάχαρη, αλλ. το ζάχαρ(ι), ζάχαρ(η)ς είνι στου τραπέζ(ι), του ζάχαρ(ι) µπίτσι, [µτγν. σάκχαρις > µσν. ζάχαρι]. ζβάου, -ω δες σβάου. ζβραχνιάζου δες σβραχνιάζου. ζβραχνός, -νιά, νό σβραχνός. ζβραχνουκούκους, ο σβραχνουκούκους. ζγκάζου ρ., έζγκαζα, έζγκαξα, κτυπώ κάτω, σκάζω παράγοντας θόρυβο, θα σι ζγκά- 115

116 Νίκος Λ. Πασχαλούδης ξου σα καρπούζ(ι), [αρχ. σχάζω > σκάζω]. ζγκαρλίδ(ι), το το σπάσιµο των µαλλιών όταν γίνονται µπούκλες, **[µσν. σγουρός + κ. κατ. -ίδι, µε «σκ» > «ζγκ» και ανάπτυξη του «λ»]. ζγκούρα, η σκουριά, µτφ. η βροµιά, [αρχ. σκωρία]. ζγκουριάζου ρ., ζγκούριαζα, -ασα, σκουριάζω, [ζγκούρα]. ζγκουριάρκους, -ρκ(η) -ρκου ο σκουριασµένος, µτφ. ζγκουριάρκα είναι τα παλιά έθιµα ή συνήθειες που δεν γίνονται πλέον αποδεκτές, π.χ. το πλύσιµο των συγγενών του γαµπρού µετά το γάµο από τη νύφη, µερικές πρακτικές γιατρειές κλπ., [ζγκούρα]. ζγκουριάρς, -ρου/-ρού, -ρκου µτφ. αυτός που είναι πάντα βρόµικος, [ζγκούρα]. ζγκρουβάλ(ι), το βόλος από αλεύρι, που δε διαλύθηκε κανονικά στο νερό, κόκκος ζύµης, δες και σγκρουβάλ(ι), [1. **συµφ. των λ. αρχ. ζύµη + τουρ. kuru(=ξηρός) + vala(=µεγάλος), 2. (Π.Κ.) σλ. gruda(=σβώλος)]. ζγούρ(ι), το αλλ. το ζ(υ)γούρ(ι). ζένουµι ρ., παρ. ζένουµαν, κακοπερνώ, κακοζώ, ζω κι ζένουµι, [αρχ. ζω > µσν. ζένω (=βροµάω)]. ζέσ(η), η καηµός, [αρχ. ζέσις]. ζεύγα, ζεύλα, η το σίδερο που κλείνει το βόδι στο ζυγό, στη Νιγρ. ζεύγλα, [αρχ. ζεύγλη]. ζεύου ρ., έζιβα, έζιψα, ζέφκα, ζεύω, βάζω τα ζώα (βόδια, άλογο, µουλάρι) στον α- ραµπά, στο κάρο, στο αλέτρι, για τράβηγµα/όργωµα, [αρχ. ζεύγνυµι]. ζήσ(ι)µου, το ζήση, το να ζει κάποιος, ι! ζήσ(ι)µου πάππους! [αρχ. ζ >µσν. ζ'σις]. ζήτλας, ο ζήτουλας, ζητιάνος, δες πρµ. 226, [αρχ. ζητ]. ζιάβιντκου, το το απάνεµο µέρος, το σουπέρ(ι), [τουρ. zaviye(= γωνία, κελί ερηµίτη) + -τκου]. ζιάκα, η το επάνω κοµµάτι της τοπικής ανδρικής ενδυµασίας, που είχε µανίκια και µάκρος µέχρι το ζνάρ(ι), [αραβ. schakk > γαλλ. jaque]. ζιάµπα, η βάτραχος, αλλ. ζιάµπου/ζιάµπλιακους/τζιάµπλιακους, [Λ.Ηπ. σλ. jaba]. ζιαρί, το αλλ. ο ζιαρός. ζιαρός, ο πυρακτωµένο κάρβουνο, [1. Λ.Ηπ. σερβ. zar, 2. Π.Κ. σλ. žar, 3. **αρχ. ζάπυρος(=διάπυρος)]. ζιβγάρ(ι), το το ζεύγος, το ανδρόγυνο, δες ζιουβγάρ(ι), [αρχ. ζευγάριον]. ζιβζέκς, ο ζευζέκης, ανόητος, ελαφρόµυαλος, ενοχλητικός, αλλ. ζιβζέκ(ι)κους, -κσα, -κ(ι)κου, άρα ζιβζέκ(ι)κου µιλιέτ(ι), [τουρ. zevzek]. ζ(ι')βρα, η είδος παντελονιού στενό και µε τρία κουµπιά στο κάτω µέρος από το πουδουνάρ(ι), [τουρ. sivri(=αιχµηρός, µυτερός)]. ζιγκί, το αναβολέας, το στήριγµα στη σέλα για τα πόδια, φτος στου ζιγκί πατάει = αυτός είναι οξύθυµος, πάντα έτοιµος για καβγά, (πρµ. φρ. 146), [τουρ. üzengi(= αναβολέας)]. ζιγκιά, η χτύπηµα µε το ζιγκί ζιγκιά χτυπάει του µαύρου του στη µάνα του πααίνει, (Ν.Π.γ τρ. 404.3), [ζιγκί]. ζίγρα, η αδιαπέραστο πυκνό δάσος, [τουρ. çıkra(=συστάδα θάµνων)]. ζιζάνιου, το ζωηρό, άτακτο παιδί, [λατ. zizanium > µτγν. ζιζάνιον]. ζίλα, η νεύρο ή τένοντας στο µαγειρεµένο κρέας, µτφ. άνθρωπος αδύνατος, άσαρ-

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Ζ κος, [σερβ. zila]. ζιλέ, το ζιλές, πουλόβερ, [γαλλ. gilet]. ζιλιά, η άχρωµο βερνίκι για το γυάλισµα των παπουτσιών, [τουρ. cila(=στίλβωµα)]. ζίλια, τα ζευγάρι χειροκρόταλα, καστανιέτες, [τουρ. zil(=ταµπούρλο)]. ζιλιάµς, -µου, -µκου αδύνατος, άσαρκος, αλλ. ζιλιάµκoυς, -κ(η), -κου, [τουρ. zulâm (=φτωχός, ενδεής)]. ζιλινίκα, η κ. φιλλύκι, αγριοµυρτιά, είδος δασικού δέντρου που έχει γυαλιστερό ξύλο σαν της ελιάς, Pfillyrea media, [σλ. zelen(=πράσινος) > zelenika]. ζ(ι)µατάου, -ώ ρ., παρ. ζ(ι)µατούσα, για αόρ. δες ζ(ι)µατίζου, ζεµατώ, είµαι πολύ ζεστός, [δες ζ(ι)µατίζου]. ζ(ι)µάτζµα, το ζεµάτισµα, το αποτέλεσµα του ζ(ι)µατίζου, θέλ(ει) ζ(ι)µάτζµα του σπανάκ(ι), [ζ(ι)µατίζου]. ζ(ι)µατίζου ρ., ζ(ι)µάτζα, ζ(ι)µάτσα, ζ(ι)µατίσκα, ζεµατίζω, περιβρέχω κάτι µε ζεµατιστό υγρό, [αρχ. ζέω, ζέση > µτγν. ζέµα > µσν. ζεµατίζω]. ζ(ι)µάτµα, το το να είναι κάτι πολύ θερµό, το αποτέλεσµα του ζ(ι)µατάου, ι! ζ(ι)µάτµα του σίδηρου, [ζ(ι)µατάου]. ζ(ι)µατουκουπάου, -ώ ρ., ζ(ι)µατουκουπούσα, -κόπσα, -κουπήθκα, ζεµατώ, είµαι πολύ ζεστός, καίγοµαι στον πυρετό, [ζ(ι)µατάου + -κουπάου]. ζ(ι)µατστός, -τιά, -τό ζεµατιστός, [ζ(ι)µατίζου]. ζιντολογάου ρ. γνωστό από τα δηµ. τρ., χτυπώ µε το ζιγκί, ζιντολογάει το µαύρο του, στην Αρετή πηγαίνει, (Ν.Π.γ τρ. 405.0), **[ζιγκί + - λουγάου, µε γκ > ντ]. ζιουβγάρ(ι), το όργωµα, αλλ. ζιουβγάρσµα, δες και ζιβγάρ(ι), [αρχ. ζευγάριον, επειδή όργωναν µε ένα ζευγάρι βόδια]. ζιουβγαρίζου ρ., ζιουβγάρζα, -ρσα, -ρίσκα, ζευγαρίζω, οργώνω, [ζιουβγάρ(ι)]. ζιρβάκ(η)ς, -βάκου, -βάθκου αριστερόχειρας, αλλ. ζιρβάδας, -δα, [ζιρβός]. ζιρβός, -βιά, -βό ζερβός, αριστερός, αριστερόχειρας, [µτγν. ζαβ)ς > ζαβρ)ς > µσν. ζερβός]. ζιστιάκα, η µεγάλη ζέστη, [αρχ. ζεστ)ς > ζέστη]. ζιστουκουπάου, -ώ ρ., ζιστουκουπούσα, -κόπσα, είµαι πολύ ζεστός, έχω υψηλό πυρετό, του πιδί ζιστουκουπά(ει), [αρχ. ζεστ)ς + -κουπάου]. ζ(ι )τς λ. που αποδίδει στη νηπ. γλώσσα την πορδή ή τον ήχο της. ζίφσα αόρ. των ρ. σβάου, σβήνου, έσβησα, ζίφσι φουτιά. ζιψιά, η µονάδα µέτρησης για το όργωµα χωραφιών, µια ζιψιά = το όργωµα για ένα τρανό στρέµµα (2500τµ.), [ζεύου]. ζλάου, -ω ρ., έζλιγα/ζλούσα, έζλιξα/ζούληξα/ζούλτσα, ζλήθκα, ζουλώ, ως παθ. ζλιού- µι, δες πρµ. 322, πρ. ζούλα, ζλάτι, ζούλτσι/ζλίξι, ζλίξτι, [αρχ. διυλίζω > µσν. ζουλίζω > ζουλώ]. ζλάπ(ι), το ζουλάπι, άγριο ζώο, [Π.Πα. ζον λάπτον, (λάπτω = πίνω νερό µε τη γλώσσα, όπως το σκυλί ή ο λύκος), ρουµ. zulape]. ζλίξ(ι)µου, το ζούληγµα, [ζλάου > έζλιξα > ζλίξι]. ζλιούµι δες ζλάου. ζλόσταχτ(η), η η στάχτη µέσα από την οποία περνούσαν βραστό νερό, για να κάνουν το πουρτιό, την αλισίβα, δες θλόσταχτ(η), [αρχ. ζ'λος(=βρασµός) + µσν. στάκτη > ζηλόσταχτη]. 117

118 Νίκος Λ. Πασχαλούδης ζλω δες ζλάου. ζµέτια, τα τα ζώα που δεν µπορούσαν να ακολουθήσουν το κοπάδι και έµεναν πίσω, [ ; ]. ζµι, το ζουµί, ζωµός, χυµός, κιφτέδις µι ζµι, ζµι π του καρπούζ(ι), υποκ. το ζµούδ(ι), [αρχ. ζωµ)ς > µσν. ζουµίν]. ζµουλέτσους, ο το φ. κύπερη, του γένους Cyperus, µε τριγωνικά λογχώδη φύλλα, που στο φύτρωµά του τρυπά τις ρίζες του καπνού, **[αιολ. ζ(=διά) + αρχ. µούω/ µολεύω(=κόβω παραφυάδες)]. ζµπαράζου ρ., δες σµπαράζου. ζµπουρίζου δες σµπουρίζου. ζνάρ(ι), το ζωνάρι, ζώνη ως στοιχείο της τοπικής ενδυµασίας ήταν µακρύ και φαρδύ, που τυλιγόταν πολλές φορές γύρω από τη µέση οι ηλικιωµένοι το φορούσαν µαύρο υφαντό στον αργαλειό, ενώ οι νέοι σε διάφορα χρώµατα, όπως κόκκινο, (δες ζαρµπουκατέ), άσπρο µε ρίγες, κ.λπ., Γιώργης το χει απλουµένου του ζνάρι τ για καβγά, δες πρµ. 347, αίν. 21 κάθε τι που δένει, του ντουβάρ(ι) είνι µακρύ, θέλ(ει) ζνάρ(ι) απού τσιµέντου γενιά, τρία ζνάρια κρατάει του κουσούρ(ι) = τρεις γενιές κρατά το κουσούρι πληθ. τα ζνάρια = δέσµες θερισµένου σταριού ή χόρτου, µαλακωµένες στο νερό, µε τις οποίες έδεναν τα διµάτια/τους αρκάδις, φέρτι τα ζνάρια για τα διµάτια υποκ. το ζναρούδ(ι), [αρχ. ζώνη > µσν. ζωνάριν]. ζναρούδια, τα ασβεστωµένες ζώνες γύρω στους τοίχους των σπιτιών ή των στάβλων, ελαφρώς χαµηλότερες από ένα µέτρο, [ζνάρ(ι)]. ζνίχ(ι), το σνίχι, τράχηλος, σβέρκος, αυχένας, [αρχ. ζινίχιον (=λωρίον υποδήµατος) > µσν. ζηνίχιν(= η αρχ. σηµ. και ζυγός, τράχηλος), δες Ν.Β. σ. 228 και νιζιούσκα]. ζντρουπίδ(ι), το χτύπηµα της µπάλας που γίνονταν αµέσως µετά το πέταγµά της στο έδαφος, αλλ. ζντροπ, [αγγλ. drop(=ρίχνω)]. ζόρ(ι), το ζόρι, βία, πίεση, [τουρ. zor]. ζόρ(ι)-ζουρνά µε το ζόρ(ι), [τουρ. zoru zozurna(=µε µεγάλη δυσκολία)]. ζόρκους, -κια/-κ(η), -κου ζόρικος, [ζόρ(ι)]. ζόρσµα, το ζόρισµα, βία, το αποτέλεσµα του ζουρίζου. ζούδιου, το ζούδι, ζωύφιο, γενικώς το ζώο, χρησ. και ως βρισιά, α ρα ζούδιου, [αρχ. ζ+διον]. ζουκούµ(ι), το πικροδάφνη, ροδοδάφνη, Nerium oleander, [τουρ. zakkum]. ζουλεύου ρ., ζούλιβα, ζούλιψα, ζηλεύω, τουν ζούλιψαν οι άρχοντες κι όλνοι κουτζια- µπασήδις, (Ν.Π.γ τρ. 403.0), [ζ'λος > αρχ. ζηλεύω]. ζούλια, η ζήλια, [αρχ. ζηλεύω > ζήλια]. ζουλιάρκους, -κ(η), -κου ζηλιάρης, [ζούλια]. ζουλιάρς, -ρου, -κου ζηλιάρης, [ζούλια]. ζουλιµέν(η) ζηλεµένη, βρέχ(ει) ουρανός κι βρέχουµι, ζουλιµέν(η) είµι µάτια µου, (Ν. Π.γ τρ. 12.0), δες και γκιουλιµέν(η), [ζουλεύου]. ζούλτζµα, το ζούληγµα, συµπίεση, [ζλάου]. ζουµπανίκα, η χτύπηµα µε δεκανίκι, ραβδί, θα φας ζουµπανίκα στου κιφάλ(ι), ** [συµφ. ζουπώ + δικανίκ(ι)]. ζούπυρου, το το έξυπνο παιδί, [αρχ. ζώπυρον(=σπίθα, κάρβουνο αναµµένο που συντηρείται για το άναµµα της φωτιάς)].

ΤΑ ΤΕΡΠΝΙΩΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΝΙΓΡΙΤΙΝΑ, Λεξικό Ζ ζουπύρουµα, το δυνάµωµα της φωτιάς, αναζωπύρωση, [ζουπυρώνου]. ζουπυρώνου ρ., ζουπύρουνα, -ρουσα, -ρώθκα, δυναµώνω τη φωτιά, Γιώργη φσύξι λίγου να ζουπυρώ(ει)σς τ φουτιά, [αρχ. ζωπυρέω(=παράγω φλόγα, ανάβω)]. ζουπώ ρ., ζουπούσα, ζούπηξα, ζουπήχκα/ζουπήθκα, ζουλώ, συµπιέζω, δες και τζουπώ, ζουπάτι καλά του µπασκί, [αρχ. διοπίζω (= βγάζω τον οπό) > ζουπίζω]. ζούρα ζόρισε, ζούρα τουν κώλου σ σι µια µιριά = ζόρισε τον κώλο σου και κάθησε σε ένα µέρος, πρ. του ζουρίζου. ζουρζουβούλ(ι), το σκανταλιάρικο, πολύ ζωηρό παιδί, [αραµ. βεελζεβούλης > τζιρτζιβούλης, (Λ.Ηπ.)]. ζουριάζου ρ., ζούριαζα, -ζούριασα, µαζεύοµαι, συρικνώνοµαι, µαραίνοµαι, µαραζιάζω, πρ. ζούριασι/ζούρσι, σήκου, µπάµπου, δο µ αβγό κι πάλι ζούρσι κάτσι (Ν.Π. γ τρ. 667.0), [ιταλ. usura > ζούρα > ζουριάζω]. ζούριασµα, το µαράγκιασµα, µάραµα, [ζουριάζου]. ζουρίζου ρ., ζόρζα, ζόρσα, ζουρίσκα, ζορίζω, πρ. ζούρα, ζόρζι, ζόρσι, ζουρστίτι, ζουρστούς, [ζόρ(ι)]. ζουρλαίνου ρ., ζούρλινα, -λανα, -λάθκα, τρελαίνω, [1. σβουρίζοµαι > (σ)βουρλ)ς > µσν. ζουρλός. 2. συµφ. των λ. µσν. ζερβ)ς + µσν. τρελ)ς > µσν. ζουρλ)ς > ζουρλαίνω]. ζουρλαµάς, ο διάστρεµµα, κάκωση σε άρθρωση από πίεση ή απότοµη κίνηση, [τουρ. zorlama]. ζουρλατίζου ρ., ζουρλάτζα, ζουρλάτσα, ζουρλατίσκα, προκαλώ ή παθαίνω διάστρεµµα, στραµπουλίζω, [τουρ. zor(=δυσκολία) + επίθ. -la που σχηµ. ρ. από ουσ. > zorla-mak]. ζουρλουπαντέρου, η ιδιόρρυθµη, εκκεντρική γυναίκα, (Νιγρ.), [ζουρλός(δες ζουρλαίνου) + µσν. παντιέρα(<ιταλ. bandiera)]. ζουρνάς, ο το γνωστό µουσικό όργανο, ο λάρυγγας, παράγ. ζουρνατζής, δες πρµ. 1 και δ.δ. 3. β, [τουρ. zurna]. ζουρνάς πανηγυριώτκους ειρων. χαρακτηρισµός που λεγόταν αντί για την κ. έκφραση «γύφτικο σκεπάρνι». ζουρµπαλίκ(ι), το νταηλίκ(ι), ετσιθελισµός, [τουρ. zorba + -λίκ(ι)]. ζουχάδις, οι αιµορροΐδες, µτφ. ιδιοτροπίες, δυστροπίες, αλλ. τα ζουχάδια, [αρχ. εσέχω > µτγν, εσοχ- >.σοχή >.σοχάδα > µσν. ζοχάδα]. ζυγαριά, η παιχν. τριών παιδιών το ένα παιδί έπιανε τα χέρια του πάνω από το κεφάλι του, γινόταν η ζυγαριά, και τα άλλα δυο κρέµονταν από τους αγκώνες του πρώτου ο παίχτης-ζυγαριά σύγκρινε τα βάρη των παιδιών και αν ήταν γεροδεµένος τα πήγαινε βόλτα ή τα γυρνούσε γρήγορα γύρω από τον εαυτό του κι αυτά χαίρονταν µε το αποτέλεσµα της φυγόκεντρης δύναµης, [αρχ. ζυγός]. ζύγια, τα σταθµά, παλιότερα τα δράµια, οι τρεις κλωστές µε τις οποίες ισορροπούσε και κρατιόταν σταθερό το παµπόρ(ι), αλλ. οι καντήλις, τα τριώτια, [ζ(υ)γιάζου]. ζ(υ)γιάζου ρ., ζύγιαζα/έζγιαζα/ζύγζα, ζύγιασα/έζγιασα/ζύγσα, ζ(υ)γιάσκα, ζυγίζω, µτχ. ζ(υ)γιασµένους, -ν(η), -νου, [αρχ. ζυγ)ς > µσν. ζυγίζω]. ζυγιστάδις, οι ζυγιστές, αυτοί που βοηθούσαν τον κανταρτζή στο ζύγισµα στο παζάρ(ι), [αρχ. ζυγός]. ζ(υ)γός, ο ο ζυγός στον οποίο έζιβαν µόνο βόδια, [αρχ. ζυγός]. 119

Νίκος Λ. Πασχαλούδης ζ(υ)γουλόρ(ι), το ιµάντας που τον χρησιµοποιούσαν, µαζί µε το αντρί, για την προσαρµογή του ζυγού στο σταβάρ(ι) της κουντούρας, (αλέτρι για βόδια), αλλ. ζυγόλουρο, [ζ(υ)γός + λουρί]. ζ(υ)γούρ(ι), το ζυγούρι, το αρνί που είναι στο δεύτερο έτος της ηλικίας του, [αρχ. ουσ. ζυγ)ς > µτγν. ζυγ)ς(=διπλός) > µσν. ζυγούρι]. ζ(υ)γώνου ρ., ζύγουνα, ζύγουσα, ζ(υ)γώθκα, ζυγώνω, σιµώνω, πλησιάζω, [µτγν. ζυγ > µσν. ζυγώνω]. ζύ(ι), το το ζύγι, το ζύγιασµα, [αρχ. ζυγ)ς > µσν. ζύγιν]. ζ(υ)µαράς, ο αυτός που δουλεύει µε το ζυµάρι, που είναι γεµάτος ζυµάρια, στα παιχν. το παµπόρ(ι) που είχε παραπανίσιο ζυµάρι για κολλητική ουσία, [ζ(υ)µάρ(ι) + κατ. -ας]. ζ(υ)µάρ(ι), το ζυµάρι, ζύµη, [αρχ. ζύµη]. ζυµουτκή, η αυτή που προορίζεται για το ζύµωµα, κουπάνα ζυµουτκή, [ζ(υ)µώνου]. ζ(υ)µουτκό, το ποσότητα ψωµιού από ένα ζύµωµα, ένα ζ(υ)µουτκό ψουµί κι του πήραν όλου, [ζ(υ)µώνου]. ζ(υ)µώνου ρ., ζύµουνα, ζύµουσα, ζ(υ)µώθκα, ζυµώνω, µι πουνούν τα χέρια κι δεν µπουρώ να ζ(υ)µώσου, δες πρµ. 230, [αρχ. ζυµ]. ζ(υ)µώτρα, η ελεύθερη κοπέλα από τους στενούς συγγενείς του γαµπρού ή της νύφης, που έπιανι τα προυζύµια για το γάµο, [αρχ. ζυµ]. ζώµατα, τα τα ξύλα που συνέδεαν τα ξύλινα ζνάρια των τοίχων, τα αγκαθωτά σύρ- µατα πάνω στους τοίχους µε πλιθιά, που συγκρατούσαν το σουβά, [αρχ. ζώννυµι > ζώνω]. ζώνουµι ρ., ζώνουµαν, ζώσ(η)κα/ζώστκα, δένω το παντελόνι µου ή την ποδιά µου, [αρχ. ζώννυµι]. ζώντσα, η είδος στενόµακρης δαντέλας, στενής σαν κορδόνι, [αρχ. ζώνη > ζωνίτσα]. 120