1839 Κ.Δ.Π. 395/2000

Σχετικά έγγραφα
Αριθμός 86(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2000 ΕΩΣ 2016

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3622, 15/7/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3882, 2/7/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3413, 16/6/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4282, 29/4/2011

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΤΗΣ ΑΓΟΡΑΣ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2003 Ν.122(Ι)/2003 (25/07/2003) ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΥΠΟΒΟΛΗΣ ΠΑΡΑΠΟΝΩΝ Κ.Δ.Π. 570/2005 (16/12/2005)

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Αριθμός 97(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1978 ΕΩΣ 2016

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ Ο ΠΕΡΙ ΕΠΙΒΟΛΗΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΙΣΤΩΤΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΤΟΥ 2011

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3850, 30/4/2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4173, 18/7/2008

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3578, 22/2/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4051, 18/11/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1978 ΜΕΧΡΙ 2005

132(Ι)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1973 ΕΩΣ (Αρ. 2) ΤΟΥ 2015

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3414, 23/6/2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4231, 19/2/2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4162, 2/5/2008

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4076, 17/3/2006

E.E. Παρ. 1(1) 648 Ν. 25(Ι)/95 Αρ. 2962,

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4448, (Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟYΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟYΣ ΤΟΥ 1978 ΕΩΣ 2013

εξουσιοδοτήσεων. ος '

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3939, 31/12/2004 O ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΩΝ ΟΔΙΚΩΝ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3401, 7/4/2000

E.E., Παρ. I, Αρ. 2516, Ν. 111/90

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4316, 17/2/2012 2(I)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4019, 29/7/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΑΡΟΧΗΣ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΣΕ ΕΠΕΝΔΥΤΕΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4169, 27/6/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΩΝ ΠΑΡΑΠΛΑΝΗΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΣΥΓΚΡΙΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟ

E.E., Παρ. I, Αρ. 2284,

KAJI. 328/ Εξουσία του Επιτρόπου προς είσοδο και έρευνα. Διαδικασία εισόδου και έρευνας και επιβολή διοικητικού προστίμου.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3449, 17/11/2000

Αριθμός 52(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΑΣΦΑΛΙΣΕΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2010 ΜΕΧΡΙ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3649, 1/11/2002

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/ (I)/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΡΟΦΙΜΩΝ (ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΠΩΛΗΣΗ) ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4267, 31/12/2010 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΒΕΒΑΙΩΣΕΩΣ ΚΑΙ ΕΙΣΠΡΑΞΕΩΣ ΦΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1978 ΜΕΧΡΙ 2009

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3513, 13/7/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3679, 31/1/2003 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΟΧΗ ΕΠΙ ΟΜΑΤΟΣ ΜΑΝΑΣ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

E.E. Παρ. ΠΙ (I) Αρ. 2806,

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3386, 4/2/2000. ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 4ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 2000

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4338, 8/6/2012

(ii) οποιαδήποτε ποσά πληρώνονται από εγκεκριμένο Ταμείο Προνοίας

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4071, 24/2/2006 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΤΕΡΕΩΝ ΚΑΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΩΝ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4527, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΤΥΟΥ ΓΕΩΡΓΙΚΗΣ ΛΟΓΙΣΤΙΚΗΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΗΣΗΣ

Αριθμός 4(Ι) του 2017 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΡΥΘΜΙΣΗΣ ΛΗΞΙΠΡΟΘΕΣΜΩΝ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΩΝ ΟΦΕΙΛΩΝ ΤΟΥ 2017

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3629, 9/8/2002

Ν. 216(I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ (ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΗΣΗ ΣΥΝΔΙΑΛΕΞΕΩΝ) ΝΟΜΟ ΤΟΥ 1996

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΛΙΜΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΣΥΝΑΦΗ ΘΕΜΑΤΑ

Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ο ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ ΝΟΜΟΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4112, 16/2/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΡΓΟΔΟΤΟΥΜΕΝΩΝ ΜΕ ΕΡΓΑΣΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΟΥ ΧΡΟΝΟΥ(ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΔΥΣΜΕΝΟΥΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΣΗΣ)ΝΟΜΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 9ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1996 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

E.E. Παρ. 1(1) 1302 Ν. 75(Ι)/97 Αρ. 3170,

E.E., Παρ. I, Αρ. 2659,

ΜΕΡΟΣ IV ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΑΡΧΗ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4096, 7/11/2006. ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΜΗΧΑΝΟΚΙΝΗΤΩΝ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΡΟΧΑΙΑΣ ΚΙΝΗΣΕΩΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 1972 ΕΩΣ (Αρ.

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4153, 31/12/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΠΟΡΩΝ ΝΟΜΟ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως :

Ε.Ε.Παρ.Ι(Ι) 344 Ν. 77(Ι)/96 Αρ. 3075,

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 14ης ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

3(I)/2016 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΥΣ ΠΕΡΙ ΑΠΟΒΛΗΤΩΝ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2011 ΕΩΣ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4092, 20/10/2006 Ο ΠΕΡΙ ΕΛΕΓΧΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2006

ΠΡΟΝΟΕΪ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΤΑΚΤΗ ΕΙΣΦΟΡΑ ΤΩΝ ΜΙΣΘΩΤΩΝ, ΤΩΝ ΑΖΟΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

E.E., Παρ. 1, Αρ. 2571, Ν. 3/91

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ - ΜΕΡΟΣ Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 24ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1997 ΑΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4136, 25/7/2007 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3940, 31/12/2004 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΤΗΝ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΧΡΗΣΗ ΑΥΓΩΝ ΠΡΟΣ ΕΠΩΑΣΗ ΚΑΙ ΤΩΝ ΝΕΟΣΣΩΝ ΠΟΥΛΕΡΙΚΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3852, 30/4/2004

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΠΡΩΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 7ης ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 1997 ΝΟΜΟΘΕΣΙΑ ΜΕΡΟΣ Ι

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4083, 20/4/2006

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4181, 7/11/2008 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟN ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΕΥΗΜΕΡΙΑΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ ΝΟΜΟ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΜΕΤΑΒΙΒΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΥΠΟΘΗΚΕΥΣΕΩΣ ΑΚΙΝΗΤΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4005, 16/6/2005 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΓΚΡΙΣΗ ΤΥΠΟΥ ΟΧΗΜΑΤΩΝ

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3611, 14/6/2002

ΕΠΙΣΗΜΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4615,

E.E., Παρ. I (I), Αρ. 2673, Ν. 4/92

ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΛΙΕΥΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΦΥΓΙΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4209, 26/6/2009

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4359, (Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟ ΠΕΡΙ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΣΗΜΑΝΣΗΣ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΩΝ ΑΠΟ ΠΟΛΥΤΙΜΑ ΜΕΤΑΛΛΑ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4271, 25/2/2011

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Διάταγμα δυνάμει των άρθρων 20 (ιε), 45 και 152

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4193, 27/2/2009 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΩΝ ΠΕΤΡΕΛΑΙΟΕΙΔΩΝ ΚΑΙ ΚΑΥΣΙΜΩΝ ΝΟΜΟ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4418, (I)/2013 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΜΙΣΘΩΣΗ ΟΧΗΜΑΤΩΝ ΧΩΡΙΣ ΟΔΗΓΟ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΤΡΙΤΟ ΤΗΣ ΕΠΙΣΗΜΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Αρ της 2ας ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 1994 ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ. ΜΕΡΟΣ Ι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις

Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Αρ. 4460, Κ.Δ.Π. 462/2010 Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΩΝ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 2004

206(Ι)/2012 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΤΡΟΠΟΠΟΙΕΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΠΤΩΧΕΥΣΗΣ ΝΟΜΟ

Ε.Ε.Παρ.Ι(Ι) 740 Ν. 59(Ι)/95 Αρ. 2981,

528 Κ.Δ.Π. 129/99. Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3333,18.6.9

ΟΙ ΠΕΡΙ ΓΕΝΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΥΓΕΙΑΣ ΤΟΥ 2001 ΕΩΣ Απόφαση δυνάμει των άρθρων 22(2)(α), 24(4), 26(4) και (6)(β) και 26(7)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι) Αρ. 4565,

Ο ΠΕΡΙ ΡΥΘΜΙΣΕΩΣ ΜΕΤΑΛΛΕΙΩΝ ΚΑΙ ΛΑΤΟΜΕΙΩΝ ΝΟΜΟΣ

Αριθμός 61(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΛΕΓΧΟ ΤΗΣ ΔΙΑΚΙΝΗΣΗΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΠΑΡΑΒΙΑΖΟΥΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΔΙΑΝΟΗΤΙΚΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΙΒΟΛΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΑΚΙΝΗΤΗΣ ΙΔΙΟΚΤΗΣΙΑΣ

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.3496, 4/5/2001

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4137, 27/7/2007 Ο ΠΕΡΙ ΚΕΝΤΡΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΑΔΕΙΕΣ ΕΚΠΟΜΠΗΣ ΗΧΟΥ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Transcript:

Ε.Ε. Παρ. III(I) Αρ. 3459, 29.12.2000 1839 Κ.Δ.Π. 395/2000 Αριθμός 395 Οι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Φορολογία Υπηρεσιών Διαχείρισης Πλοίων) Κανονισμοί του 2000, που εκδόθηκαν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει των Αρθρων 5Α και 12 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Τέλη και Φορολογικές Διατάξεις) Νόμων του 1992 έως (Αρ. 2) του 1999, αφού κατατέθηκαν στη Βουλή των Αντιπροσώπων και εγκρίθηκαν από αυτή, δημοσιεύονται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας σύμφωνα με τον περί Καταθέσεως στη Βουλή των Αντιπροσώπων των Κανονισμών που Εκδίδονται με Εξουσιοδότηση Νόμου, Νόμους του 1989 έως 1990. ΟΙ ΠΕΡΙ ΕΜΠΟΡΙΚΗΣ ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ (ΤΕΛΗ ΚΑΙ ΦΟΡΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ 1992-1999 Κανονισμοί δυνάμει των άρθρων 5Α και 12 Το Υπουργικό Συμβούλιο ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχουν τα άρθρα 5Α και 12 των περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Τέλη και Φορολογικές Δια- 38(ΐ)του 1992 τάξεις) Νόμων του 1992 έως (Αρ. 2) του 1999, εκδίδει τους ακόλουθους Κανό ^12 1999 νίσμούς. 73(1) του 1999. 1. Οι παρόντες Κανονισμοί θ' αναφέρονται ως οι περί Εμπορικής Ναυτι Συνοπτικός λίας (Φορολογία Υπηρεσιών Διαχείρισης Πλοίων) Κανονισμοί του 2000. τίτλος. 2. Στους παρόντες Κανονισμούς εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διάφορε Ερμηνεία, τική έννοια «αντικείμενο του φόρου» σημαίνει την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης σε οποιοδήποτε πλοίο σε σχέση με το οποίο εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 5Α(1) του Νόμου για περίοδο πέραν του ενός μηνός από πρόσωπο που υπόκειται σε φορολογία σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 των παρόντων Κανονισμών. «Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία. «Διευθυντής» σημαίνει το Διευθυντή του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Εργων, και περιλαμβάνει οποιοδήποτε υπάλληλο του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας κατάλληλα εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή για το σκοπό αυτό.. «εμπορική διαχείριση πλοίου» σημαίνει (α) Την παροχή υπηρεσιών ναύλωσης συμπεριλαμβανομένης της διαπραγμάτευσης και διάθεσης του πλοίου και τη σύναψη συμφωνιών ναύλωσης ή άλλων συμφωνιών που σχετίζονται με την απασχόληση του πλοίου, σύμφωνα με τις οδηγίες του πλοιοκτήτη, (β) την πληρωμή στους πλοιοκτήτες όλων των μισθωμάτων και ναύλων και οποιωνδήποτε άλλων ποσών τα οποία δικαιούνται οι πλοιοκτήτες και προέρχονται από την απασχόληση του πλοίου, και (γ) την παροχή προϋπολογισμών ταξιδιού, λογαριασμών, τον υπολογισμό μισθωμάτων, ναύλων και επισταλιών, (demurrage) ή/και αμοιβών εξοικονόμησης σταλιών (despatch moneys) που οφείλονται στους ή από τους ναυλωτές του πλοίου, «πρόσωπο» σημαίνει το υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο όπως καθορίζεται στον Κανονισμό 3.

ΚΛ.Π. 395/2000 1840 Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο. Υπολογισμός και καταβολή φόρου. Φορολογική δήλωση. Εξέταση φορολογικής δήλωσης και επιβολή φορολογίας. «τεχνική διαχείριση πλοίου» σημαίνει τον έλεγχο του σκάφους, των μηχανών και του εξοπλισμού του πλοίου με σκοπό τη διατήρηση επιπέδων αποδεκτών απο το Κράτος της σημαίας του πλοίου κατά τους εκάστοτε ισχύοντες οικείους Νόμους και Κανονισμούς. «υπηρεσίες διαχείρισης που σχετίζονται με την εξεύρεση πληρώματος» σημαίνει υπηρεσίες που σχετίζονται με την εξεύρεση είτε ολόκληρου είτε μερικού πληρώματος όπως αυτό αναγράφεται στο πιστοποιητικό ασφαλούς επάνδρωσης του πλοίου. «Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Συγκοινωνιών και Έργων. «φορολογικό έτος» σημαίνει την περίοδο των δώδεκα μηνών που αρχίζει την πρώτη Ιανουαρίου κάθε έτους. «φόρος» σημαίνει τον φόρο υπηρεσιών διαχείρισης πλοίων που επιβάλλεται ετησίως βάσει των διατάξεων του άρθρου 5Α(1) του Νόμου, το ποσό του οποίου εξευρίσκεται βάσει των αντικειμενικών κριτηρίων που καθορίζονται στο Νόμο και στους παρόντες Κανονισμούς. 3. Υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο είναι κάθε πρόσωπο που κέκτηται εισόδημα από την παροχή υπηρεσιών διαχείρισης σε πλοίο και διαθέτει γραφείο στη Δημοκρατία στελεχωμένο όπως προνοεί το άρθρο 2 του Νόμου, και δεν έχει επιλέξει να φορολογηθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 5Α(2) του Νόμου. 4. Ο φόρος υπολογίζεται από το πρόσωπο και καταβάλλεται στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας ετησίως, για όσο χρόνο η συμφωνία διαχείρισης ήταν σε ισχύ κατά το φορολογικό έτος ή μέρος αυτού. Κατά τον υπολογισμό του φόρου, κλάσμα του μήνα αναφορικά με περίοδο πέραν του ενός μηνός λογίζεται ως ολόκληρος μήνας. 5. (1) Το πρόσωπο οφείλει όπως, μεταξύ της 1ης και 31ης Ιανουαρίου του επόμενου έτους από το φορολογικό έτος, επιδίδει στο Διευθυντή δήλωση του αντικειμένου του φόρου και καταβάλλει το υπολογιζόμενο σύμφωνα με τη δήλωση ποσό. (2) Ο τύπος της δήλωσης ετοιμάζεται εκάστοτε από το Διευθυντή και εγκρίνεται από την Αρμόδια Αρχή. Η δήλωση συμπληρώνεται από το πρόσωπο πάνω σε έντυπο το οποίο προμηθεύεται από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας. Δεν αποτελεί υπεράσπιση το γεγονός ότι το πρόσωπο δεν έλαβε έντυπο δήλωσης από το Διευθυντή. (3) Σε περίπτωση που η δήλωση δεν βεβαιώνεται από ανεξάρτητο λογιστή πού ασκεί επάγγελμα στη Δημοκρατία και έχει δεόντως εξουσιοδοτηθεί από τον Υπουργό Οικονομικών να ετοιμάζει λογαριασμούς και προσδιορισμούς αντικειμένων φόρου, ο Διευθυντής θα απαιτεί από το πρόσωπο την προσκόμιση δικαιολογητικών εγγράφων σχετικά με τη δήλωση. 6. (1) Ο Διευθυντής προβαίνει στην εξέταση της αναφερθείσας στον Κανονισμό 5 δήλωσης και (α) είτε αποδέχεται το αντικείμενο του φόρου που περιέχεται στη δήλωση και επιβάλλει το φόρο βάσει αυτού, (β) είτε δεν αποδέχεται το αντικείμενο του φόρου οσάκις ο Διευθυντής κρίνει ότι αναφορικά με συγκεκριμένο φορολογικό έτος το αντικείμενο του φόρου οιουδήποτε προσώπου μειώνεται από πράξεις οι οποίες κατά την κρίση του Διευθυντή δεν είναι γνήσιες ή είναι εικονικές. Ο Διευθυντής δύναται να αγνοήσει οποιαδήποτε τέτοια πράξη και να επιβάλει το φόρο επί του ορθού αντικειμένου του φόρου.

1841 Κ.Δ.Π. 395/2000 Η επιβολή του φόρου γίνεται με έγγραφη ειδοποίηση και επιδίδεται στο πρόσωπο είτε δια προσωπικής επίδοσης είτε διά συστημένης επιστολής εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της δήλωσης στο Διευθυντή. (2)(α) Στην περίπτωση που το πρόσωπο έχει καταβάλει ποσό μικρότερο από εκείνο που του επιβλήθηκε, τότε το πρόσωπο αυτό υποχρεούται στην καταβολή της διαφοράς εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της επιβολής του φόρου. (β) Στην περίπτωση που το πρόσωπο έχει καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από εκείνο που του επιβλήθηκε, τότε ο Διευθυντής υποχρεούται να επιστρέψει το επιπρόσθετο ποσό του φόρου που έχει καταβληθεί εντός εξήντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης της επιβολής του φόρου. (γ) Στην περίπτωση που ο πληρωτέος / επιστρεπτέος φόρος δεν υπερβαίνει το ποσό των είκοσι λιρών, ο φόρος αυτός μεταφέρεται στο επόμενο φορολογικό έτος. 7. Στις περιπτώσεις που πρόσωπο δεν επέδωσε δήλωση και ο Διευθυντής Παράλειψη κρίνει ότι το πρόσωπο αυτό έχει υποχρέωση καταβολής φόρου, ο Διευθυντής επί^τ^ιχ. δύναται εντός έξι ετών από τη λήξη του φορολογικού έτους να ορίσει, κατά δήλωσης, την κρίση του, το αντικείμενο του φόρου και να φορολογήσει το πρόσωπο αναλόγως του είδους των υπηρεσιών διαχείρισης πλοίων που παρέσχε. Η επιβολή του φόρου γίνεται με έγγραφη ειδοποίηση και επιδίδεται στο πρόσωπο είτε διά προσωπικής επίδοσης, είτε διά συστημένης επιστολής και το πρόσωπο υποχρεούται να καταβάλει το φόρο και τόκους υπερημερίας εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία επίδοσης αυτής. 8. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο αμφισβητεί το φόρο που του επιβλήθηκε, Ένσταση στη μπορεί με έγγραφη ειδοποίηση ένστασης ν' αποταθεί στο Διευθυντή για επα Ψ 0^0? 10 νεξέταση και αναθεώρηση αυτού. Η ειδοποίηση αυτή πρέπει να εκθέτει τους λόγους της ένστασης και πρέπει να επιδοθεί όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία επίδοσης της επιβολής του φόρου όπως προβλέπεται στους Κανονισμούς 6 και 7. (2) Στην περίπτωση προσώπου που δεν επέδωσε φορολογική δήλωση στο Διευθυντή, για να τύχει εξέτασης η ένσταση του, θα πρέπει το πρόσωπο αυτό να καταβάλει προηγουμένως το φόρο και τους τόκους υπερημερίας όπως προβλέπεται στον Κανονισμό 7 και να επιδώσει φορολογική δήλωση για την περίοδο που καλύπτει η ένσταση. (3) Μετά τη λήψη της αναφερόμενης στην παράγραφο (1) ένστασης, ο Διευθυντής δύναται να ζητήσει με έγγραφη ειδοποίηση από το πρόσωπο που υπέβαλε την ένσταση όπως εντός καθορισμένης προθεσμίας προσαγάγει τέτοια στοιχεία προς το σκοπό εξακρίβωσης του αντικειμένου του φόρου τα οποία ο Διευθυντής ήθελε κρίνει αναγκαία. (4) Όταν επέλθει συμφωνία μεταξύ του Διευθυντή και του υποβάλλοντος την ένσταση προσώπου αναφορικά με το φόρο, ο φόρος τροποποιείται αναλόγως και επιδίδεται στο πρόσωπο αυτό έγγραφη ειδοποίηση για τον πληρωτέο/ επιστρεπτέο φόρο, ο οποίος καταβάλλεται/επιστρέφεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία που επιτεύχθηκε η συμφωνία αυτή. (5) Όταν δεν επέλθει συμφωνία μεταξύ του Διευθυντή και του υποβάλλοντος την ένσταση προσώπου αναφορικά με το φόρο, ο Διευθυντής προχωρεί στο καθορισμό του φόρου βάσει των στοιχείων που κατέχει και πληροφορεί το πρόσωπο για τον πληρωτέο/επιστρεπτέο φόρο με έγγραφη ειδοποίηση, ο οποίος καταβάλλεται/επιστρέφεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης επί της ενστάσεως.

Κ.Δ.Π. 395/2000 1842 (6) Σε όλες τις περιπτώσεις, η απόφαση του Διευθυντή επί της υποβληθείσας με βάση τις διατάξεις της παραγράφου (1) ένστασης, εκδίδεται το αργότερο μέσα σε περίοδο τριών μηνών από την ημερομηνία που το ενιστάμενο πρόσωπο επέδωσε στο Διευθυντή την έγγραφη ειδοποίηση ένστασης. Σε περίπτωση που η προθεσμία των τριών μηνών λήξει χωρίς ο Διευθυντής να έχει εκδώσει την απόφαση του, ο Διευθυντής υποχρεούται να τροποποιήσει την επιβληθείσα φορολογία σύμφωνα με τη δήλωση του αντικειμένου του φόρου του ενιστάμενου προσώπου και να επιδώσει σ' αυτό σχετική έγγραφη ειδοποίηση για τον επιστρεπτέο φόρο, ο οποίος επιστρέφεται εντός τριάντα ημερών από την ημερομηνία λήξης της προθεσμίας που είχε ο Διευθυντής για να εκδώσει την απόφαση του επί της υποβληθείσας ένστασης: Νοείται περαιτέρω ότι η προθεσμία των τριών μηνών παρατείνεται για τη χρονική περίοδο που ο φορολογούμενος καθυστερεί, πέραν της καθορισμένης από το Διευθυντή προθεσμίας σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (3), να προσαγάγει τα επιπρόσθετα στοιχεία που πιθανό να καθίστανται αναγκαία κατά την επανεξέταση της υπόθεσης. Προσφυγή 9. (1) Κάθε πρόσωπο που στα πλαίσια της ένστασης έχει αποτύχει να απόφαση του έλθει σε συμφωνία με το Διευθυντή όπως προβλέπεται στην παράγραφο (5) Διευθυντή. του Κανονισμού 8 και εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από το φόρο που του επιβλήθηκε, έχει το δικαίωμα (α) Ν' ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος της Δημοκρατίας, ή (β) ν' ασκήσει ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού εναντίον της εν λόγω απόφασης μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία σαράντα πέντε ημερών από την ημερομηνία της κοινοποίησης της απόφασης του Διευθυντή με συστημένη επιστολή στην τελευταία γνωστή διεύθυνση του προσώπου ή της επίδοσης της σ' αυτόν, που να συνοδεύεται από πλήρη αποδεικτικά στοιχεία. Το βάρος της απόδειξης ότι η φορολογία, σε σχέση με την οποία ασκείται η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, είναι υπερβολική, το φέρει ο αιτητής στην προσφυγή. (2) Ο Υπουργός κοινοποιεί στο Διευθυντή την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και ζητά από το Διευθυντή την υποβολή μέσα σε προθεσμία δεκαπέντε ημερών γραπτής έκθεσης και οποιωνδήποτε στοιχείων τα οποία κρίνει αναγκαία. Ο Υπουργός, αφού λάβει τη γραπτή έκθεση του Διευθυντή εξετάζει την ιεραρχική προσφυγή. Κατά την εξέταση της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός δύναται να ακούσει τον αιτητή ή τον αντιπρόσωπο του καθώς και το Διευθυντή ή να δώσει την ευκαιρία σ' αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους γραπτώς αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα σχετικά με την εξεταζόμενη από αυτόν προσφυγή: Νοείται ότι ούτε ο Διευθυντής ούτε ο αιτητής έχουν το δικαίωμα κατά την εξέταση της προσφυγής από τον Υπουργό να παρουσιάσουν λόγους ή στοιχεία που δεν είχαν προσαχθεί κατά την εξέταση της ένστασης του αιτητή από το Διευθυντή, εκτός αν τέτοια στοιχεία εξ αποδεδειγμένων λόγων αντικειμενικής αδυναμίας δεν ήταν δυνατό να προσκομιστούν από τον αιτητή στο εν λόγω στάδιο ή να αποκαλυφθούν με την υπό τις περιστάσεις διεξαχθείσα από το Διευθυντή λογική έρευνα: Νοείται περαιτέρω ότι ιεραρχικές προσφυγές τις οποίες ο Υπουργός κρίνει αβάσιμες μπορούν να εξετάζονται συνοπτικά και να απορρίπτονται, χωρίς να καλείται ενώπιον του ο αιτητής ή ο Διευθυντής.

1843 Κ.Δ.Π. 395/2000 (3) Ο Υπουργός αποφασίζει για την τύχη της ιεραρχικής προσφυγής το αργότερο μέσα σε περίοδο έξι μηνών από την ημερομηνία που το ενιστάμενο πρόσωπο επέδωσε την ιεραρχική προσφυγή σ' αυτόν. (4) Μετά την περάτωση της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής, ο Υπουργός, με βάση τα υποβληθέντα σ' αυτόν στοιχεία, δύναται να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις: (α) Να ακυρώσει ή να επικυρώσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση του Διευθυντή, (β) να τροποποιήσει την απόφαση του Διευθυντή, (γ) να εκδώσει νέα απόφαση σε αντικατάσταση της απόφασης του Διευθυντή, (δ) να παραπέμψει την υπόθεση στο Διευθυντή με οδηγίες να προβεί σε συγκεκριμένες ενέργειες. (5) Οποιοδήποτε πρόσωπο θεωρεί τον εαυτό του αδικημένο από την απόφαση του Υπουργού με βάση τις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου, έχει το δικαίωμα να ασκήσει προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο σύμφωνα με το Άρθρο 146 του Συντάγματος. (6) Αν ως αποτέλεσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Υπουργού παρίσταται ανάγκη όπως γίνει νέα επιβολή φόρου για να εφαρμοστεί η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Υπουργού, αυτή η νέα επιβολή του φόρου διενεργείται το αργότερο εντός περιόδου δύο μηνών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου ή του Υπουργού. Νοείται ότι στις περιπτώσεις αυτές εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου (2) του Κανονισμού 6. 10. Αν ο Διευθυντής κρίνει ότι κάποιο πρόσωπο δε φορολογήθηκε ή φόρο Διόρθωση λογήθηκε για ποσό μικρότερο από εκείνο που όφειλε να φορολογηθεί, ή κατέ πα^ε. ι Ψ Τ ΐζ ο ί.. \. Λ Λ > ν <. επιβολής φόρου βαλε φόρο πέραν του οφειλομένου ο Διευθυντής έχει εξουσία εντός ενός ή επιβολής έτους από τη λήξη, του φορολογικού έτους να προβεί με έγγραφη ειδοποίηση Ψ Ο «σε συμπληρωματική επιβολή φόρου προς είσπραξη του οφειλόμενου φόρου, ή {^γ^τερου σε επιστροφή του φόρου που έχει. πληρωθεί. του κανονικού 11. (1) Ο Διευθυντής δύναται με έγγραφη ειδοποίηση, να απαιτήσει από παροχή οποιοδήποτε πρόσωπο όπως του παράσχει τέτοια στοιχεία και έγγραφα που ^Q^VOTO βρίσκονται υπό τη φύλαξη ή τον έλεγχο του που σχετίζονται με το αντικείμενο φόρου του προσώπου αυτού, για οποιοδήποτε φορολογικό έτος, τα οποία κρίνει αναγκαία για τους σκοπούς του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών. (2) Ο Διευθυντής δύναται να ζητήσει από οποιοδήποτε δημόσιο υπάλληλο όπως του παράσχει τέτοια στοιχεία τα οποία δυνατόν να χρειασθούν για τους σκοπούς του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών και τα οποία δυνατόν να βρίσκονται στην κατοχή του υπαλλήλου. (3) Κάθε δημόσιος υπάλληλος που έχει υπό τη φύλαξη του μητρώα, βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα των οποίων η εξέταση τους μπορεί να βοηθήσει στην εξασφάλιση του φόρου, ή να αποδείξει ή οδηγήσει στην ανακάλυψη οποιουδήποτε δόλου ή παράλειψης αναφορικά με το φόρο, οφείλει να επιτρέπει σε οποιοδήποτε πρόσωπο δεόντως και γραπτώς εξουσιοδοτημένο από το Διευθυντή, όπως σε κατάλληλο χρόνο εξετάσει τα πιο πάνω μητρώα, βιβλία, αρχεία ή άλλα έγγραφα και λάβει τις αναγκαίες σημειώσεις και αντίγραφα χωρίς την καταβολή οποιουδήποτε τέλους ή δικαιώματος. (4) Κανένας δημόσιος υπάλληλος δεν υποχρεούται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού να αποκαλύπτει πληροφορίες ή στοιχεία αναφορικά με τα οποία έχει νόμιμη υποχρέωση να τηρεί απόλυτη εχεμύθεια.

Τόκος υπερημερίας. Υπηρεσιακό απόρρητο. Εξουσία του Διευθυντή για επιτόπιο έρευνα. 4 του 1978 23 του 1978 41 του 1979 164 του 1987 159 του 1988 196 του 1989 10 του 1991 57 του 1991 86(1) του 1994 104(1) του 1995 80(1) του 1999 153(1) του 1999. Διευθυντές νομικών προσώπων. Κ.Δ.Π. 395/2000 1844 12. Αν ο φόρος δεν καταβληθεί μέχρι την καθοριζόμενη στον Κανονισμό 5 ημερομηνία, αυτός εισπράττεται με ποσό ίσο προς 5% ετησίως επί του ποσού του πληρωτέου φόρου, εφ' όσον ο φόρος καταβληθεί εντός έξι μηνών από την καθοριζόμενη ημερομηνία, και με ποσό ίσο προς 9% ετησίως επί του αρχικού ποσού του οφειλόμενου φόρου σε περίπτωση μη καταβολής αυτού εντός της προθεσμίας των έξι μηνών. Για τους σκοπούς του παρόντος Κανονισμού, ετήσιος τόκος υπολογίζεται με βάση τους συμπληρωμένους μήνες για τους οποίους καθυστερεί η καταβολή του φόρου. 13. (1) Ο Διευθυντής είναι υπεύθυνος για την ορθή και πιστή εφαρμογή του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών και γι' αυτό δύναται να προβαίνει σε κάθε ενέργεια που κρίνει αναγκαία ή σκόπιμη για την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών (2) Κάθε πρόσωπο που ασκεί καθήκοντα ή εκτελεί υπηρεσία για την εφαρμογή του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, έχει υποχρέωση να θεωρεί και να τηρεί ως απόρρητο και εμπιστευτικό κάθε στοιχείο που περιέρχεται στη γνώση του, κάθε φορολογική δήλωση και κάθε έγγραφο που αναφέρεται στο αντικείμενο του φόρου οποιουδήποτε προσώπου. (3) Πρόσωπο που λαμβάνει γνώση κάποιου στοιχείου ή έχει στην κατοχή του ή υπό τον έλεγχο του ή δύναται να πληροφορηθεί το περιεχόμενο εγγράφου ή φορολογικής δήλωσης που αναφέρονται στο αντικείμενο του φόρου οποιουδήποτε προσώπου, έχει υποχρέωση να απέχει κατά πάντα χρόνο από κάθε μετάδοση ή κοινοποίηση ή απόπειρα μετάδοσης ή κοινοποίησης του περιεχομένου τους, εκτός στις περιπτώσεις που η μετάδοση ή κοινοποίηση γίνεται για τους σκοπούς του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών: Νοείται ότι ο Υπουργός δύναται για το δημόσιο συμφέρον να εξουσιοδοτήσει τη μετάδοση ή κοινοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων ή το περιεχόμενο τέτοιων εγγράφων ή φορολογικών δηλώσεων, σε πρόσωπο ή πρόσωπα που ο ίδιος ήθελε καθορίσει ειδικά. (4) Παράβαση της υποχρέωσης που προβλέπεται στις παραγράφους (2) και (3) πιο πάνω αποτελεί πειθαρχικό παράπτωμα. 14. Ο Διευθυντής λογίζεται ότι έχει, σε σχέση με τη διεξαγωγή επιτόπιας έρευνας, τις ίδιες εξουσίες που παρέχονται στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων δυνάμει του άρθρου 32 των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων του 1978 μέχρι 1999. 15. Ο Διευθυντής ή άλλο άτομο που ασκεί τη διεύθυνση κάθε νομικού προσώπου ευθύνεται για την υποβολή της δήλωσης και τη διενέργεια όλων των άλλων αναγκαίων, δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, πράξεων και διαβημάτων για την καταβολή, του επιβαλλόμενου σ' αυτά τα νομικά πρόσωπα φόρου. Νοείται ότι την υποβολή της δήλωσης και τη διενέργεια όλων των άλλων αναγκαίων, δυνάμει του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, πράξεων και

1845 Κ.Δ.Π. 395/2000 διαβημάτων για την καταβολή του επιβαλλόμενου σ' αυτά τα νομικά πρόσωπα φόρου, μπορούν να διενεργούν εγκεκριμένοι ελεγκτές εφόσον είναι κατάλληλα εξουσιοδοτημένοι από το νομικό πρόσωπο. 16. (1) Το πρόσωπο οφείλει να τηρεί τα σχετικά με την επιβολή του φόρου τήρηση στοιχεία, έγγραφα και αρχεία. Νοείται ότι ο Διευθυντής μπορεί να απαλλάξει ε ^αυνκαι πρόσωπο από την υποχρέωση αυτή σε περίπτωση κατά την οποία δεν είναι πρα αρχείων, κτικά εφαρμόσιμη, κατόπιν αιτήσεως του προσώπου αυτού, αλλά να απαιτήσει από αυτό την τήρηση τέτοιων αποδεικτικών στοιχείων τα οποία ήθελε κρίνει αναγκαία για το σκοπό εξακρίβωσης του φόρου του προσώπου αυτού. (2) Τα στοιχεία, έγγραφα και αρχεία θα διατηρούνται για περίοδο τουλάχιστον επτά χρόνων μετά τη συμπλήρωση των εγγράφων ή πράξεων στα οποία αναφέρονται, εκτός εάν ο Διευθυντής έχει ειδοποιήσει το ενδιαφερόμενο πρόσωπο περί του αντιθέτου. (3) Ο Διευθυντής έχει το δικαίωμα, σε οποιοδήποτε εύλογο χρόνο, να προβαίνει στην εξέταση και έλεγχο όλων των στοιχείων, εγγράφων και αρχείων τα οποία τηρούνται δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (1), για τους σκοπούς δε του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών δύναται να λάβει περικοπές ή αντίγραφα των εν λόγω στοιχείων, εγγράφων ή αρχείων. 17. Κάθε ειδοποίηση η οποία εκδίδεται από το Διευθυντή δυνάμει των δια Εγκυρότητα τάξεων των παρόντων Κανονισμών είναι έγκυρη εάν φέρεται ως δοθείσα από ειδο:ιοι1 ί σεων το Διευθυντή ή από άλλο εξουσιοδοτημένο δημόσιο υπάλληλο και εάν φέρει το όνομα του Διευθυντή ή του άλλου δημόσιου υπάλληλου, δεόντως εκτυπωμένο ή αποτυπωμένο, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η ειδοποίηση δεν εδόθει από το Διευθυντή ή από τον άλλο δημόσιο υπάλληλο: Νοείται ότι κάθε ειδοποίηση η οποία εκδίδεται από το Διευθυντή και υποχρεώνει πρόσωπο να παράσχει στοιχεία όπως προνοείται στους παρόντες Κανονισμούς, θα υπογράφεται προσωπικώς από το Διευθυντή ή από τον άλλο δημόσιο υπάλληλο. 18. Οι ειδοποιήσεις επιδίδονται σε πρόσωπο είτε διά προσωπικής επίδοσης Επίδοση είτε διά συστημένης επιστολής η οποία αποστέλλεται στην τελευταία γνωστή ειδοποι, ί σεων διεύθυνση του προσώπου.στην τελευταία περίπτωση οι ειδοποιήσεις λογίζονται επιδοθείσαι όχι βραδύτερο της εβδόμης ημέρας από την ημέρα που η επιστολή ταχυδρομήθηκε. Τέτοια επίδοση αποδεικνύεται επαρκώς εάν αποδειχθεί ότι η επιστολή η οποία εμπεριείχε την ειδοποίηση, έφερε την ορθή ή την τελευταία δηλωθείσα διεύθυνση και ταχυδρομήθηκε δεόντως. 19. Ο Διευθυντής δύναται να λάβει δικαστικά μέτρα για την πληρωμή του Δικαστικά φόρου εναντίον οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο έχει επιβληθεί φόρος και n"^?" 1 ^ δύναται να εισπράξει αυτόν και όλα τα δικαστικά έξοδα ως χρέος οφειλόμενο του φόρου." προς τη Δημοκρατία. 20. (1) Οποιοδήποτε πρόσωπο με δόλο ή εσκεμμένα υποβάλει οποιαδή Ψευδής δήλωση ποτέ ανακριβή κατάσταση ή δήλωση ή παρέχει οποιαδήποτε ανακριβή πληρο :TOlvwo ablx w a - φορία, έγγραφα, ή δήλωση σε σχέση με την εξακρίβωση της φορολογικής του υποχρέωσης, είναι ένοχο αδικήματος. (2) Οποιοσδήποτε συνεργεί, βοηθά, συμβουλεύει, υποκινεί ή παροτρύνει πρόσωπο (α) Όπως ενεργήσει, παραδώσει ή παράσχει δυνάμει των παρόντων Κανονισμών οποιανδήποτε δήλωση, κατάσταση, πληροφορία, έγγραφα ή στοιχεία τα οποία είναι ψευδή σε κάποιο ουσιώδες στοιχείο, ή

Κ.Δ.Π. 395/2000 1846 21. (1) Κάθε πρόσωπο το οποίο αρνείται, παραλείπει ή αμελεί να υποβά χ ι δήλωση ή να παράσχει στοιχεία ή να εκτελέσει οποιοδήποτε καθήκον που επιβάλλεται απο τις διατάξεις του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών και κάθε πρόσωπο το οποίο παραβαίνει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο τις διατάξεις του Νόμου και των παρόντων Κανονισμών, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε λίρες για κάθε ημέρα κατά την οποία συνεχίζεται η άρνηση, παράλειψη ή αμέλεια ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και στις δύο αυτές ποινές. (2) Το Δικαστήριο δύναται επιπλέον να διατάξει το πρόσωπο που καταδικάστηκε να δώσει ειδοποίηση, κατάσταση, κατάλογο ή στοιχεία τα οποία δυνατόν να του ζητήθηκαν. (3) Κάθε πρόσωπο το οποίο αδικαιολόγητα παραλείπει από τη δήλωση του αντικειμένου του φόρου οποιοδήποτε αντικείμενο φόρου, είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες λίρες και επιπρόσθετα (α) Καταβάλλει το ποσό του απολεσθέντος φόρου συνεπεία της παράλειψης ή πράξης του και (β) επιβαρύνεται από το Δικαστήριο με περαιτέρω ποσό που δεν υπερβαίνει το διπλάσιο της διαφοράς μεταξύ του ορθώς επιβαλλόμενου φόρου και του φόρου που θα επιβαλλόταν εαν η φορολογία βασίζετο στη δήλωση που είχε υποβάλει. Αλλα αδικήματα. (β) όπως τηρεί ή ετοιμάζει οποιοδήποτε έγγραφο, ή πληροφορία το οποίο είναι ψευδές σε κάποιο ουσιώδες στοιχείο αναφορικά προς οποιοδήποτε αντικείμενο επί του οποίου είναι καταβλητέος ο φόρος, είναι ένοχος αδικήματος. (3) Οποιοσδήποτε διαπράττει οποιοδήποτε αδίκημα καθοριζόμενο στις παραγράφους (1) ή (2) υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις χίλιες πεντακόσιες λίρες ή σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές, και επιπρόσθετα εαν είναι πρόσωπο το οποίο καταδικάστηκε για αδίκημα καθοριζόμενο στην παράγραφο (1) (α) Καταβάλλει το ποσό του απολεσθέντος φόρου συνεπεία της δόλιας ή εσκεμμένης πράξης του και (β) επιβαρύνεται από το Δικαστήριο με περαιτέρω ποσό το οποίο δεν υπερβαίνει το διπλάσιο του επιπροσθέτου φόρου ο οποίος κανονικά επιβάλλεται επι του αντικειμένου του φόρου για το εν λόγω έτος. Τα στις υποπαραγράφους (α) και (β) της παραγράφου (3) οριζόμενα επιπρόσθετα ποσά είναι εισπρακτέα κατά τον προβλεπόμενο στους παρόντες Κανονισμούς τρόπο. (4) Για τους σκοπούς της παραγράφου (2), δήλωση, κατάσταση, πληροφορία, έγγραφο ή στοιχεία, θεωρούνται ως ψευδή σε κάποιο ουσιώδες στοιχείο εάν εσκεμμένα παραλειφθούν από αυτά οποιαδήποτε πληροφορία ή οποιοδήποτε ποσό το οποίο κανονικά ώφειλε να περιληφθεί σ' αυτά. (5) Παρά τις διατάξεις οποιουδήποτε σε ισχύ νόμου, ο Πρόεδρος Επαρχιακού Δικαστηρίου ή ο Ανώτερος Επαρχιακός Δικαστής, ή ο Επαρχιακός Δικαστής έχει αρμοδιότητα να εκδικάζει οποιοδήποτε αδίκημα και να επιβάλλει τις καθορισμένες ποινές δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Κανονισμού.

1847 Κ.Δ.Π. 395/2000 22. Ο Διευθυντής δύναται να συμβιβάσει οποιοδήποτε αδίκημα που δια Συμβιβασμός πράχθηκε κατά παράβαση των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών, δύνα αδικτ» ιατων ται δε πριν την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου, να συμβιβάσει οποιαδήποτε δυνάμει τούτων ληφθέντα δικαστικά διαβήματα υπό τέτοιους όρους τους οποίους ήθελε, ασκών διακριτική εξουσία, θεωρήσει πρέποντος, με πλήρη εξουσία να δεχτεί χρηματική πληρωμή από το υπέχόν ευθύνη πρόσωπο που να μην υπερβαίνει το ανώτατο όριο της ποινής στην οποία τούτο υπόκειται ή στην οποία υπάρχει ισχυρισμός ότι υπόκειται δυνάμει των διατάξεων των παρόντων Κανονισμών για το αδίκημα τούτο. 23. Ποινική δίωξη για αδίκημα που διαπράχθηκε κατά παράβαση των Ποινική δίωξη παρόντων Κανονισμών δεν άρχεται χωρίς τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγε δεν^χεται λέα της Δημοκρατίας. συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας. 24. (1) Οι παρόντες Κανονισμοί ισχύουν από την ημερομηνία δημοσίευσης Εναρξη ισχύος τους στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και δεν εφαρμόζονται για το ^οη^ών φορολογικό έτος 1999. Μεταβατικές (2) Για το φορολογικό έτος 2000, η κατά τον Κανονισμό 5(1) προθεσμία ουθμισεις. της υποχρέωσης επίδοσης στο Διευθυντή δήλωσης αντικειμένου του φόρου και σχετικής καταβολής του υπολογιζόμενου ποσού, μετατίθεται μεταξύ της 1ης και 30ής Μαρτίου 2001.