Περιγραφή εφαρμογής εργαστηρίου εικαστικών Εργαλεία: παρατήρηση οπτικοακουστικού υλικού, συμμετοχική παρατήρηση εμψυχώτριας Το εργαστήριο των εικαστικών, το τέταρτο στη σειρά, οργανώθηκε στα πλαίσια δραστηριοτήτων της Παιδικής Βιβλιοθήκης του Δήμου Αθηναίων, η οποία προσκάλεσε παιδιά 5-8 ετών. Συμμετείχαν συνολικά δέκα άτομα, από τα οποία τέσσερα κορίτσια και τρία αγόρια καθώς και τρεις μητέρες. Δύο μητέρες και δύο παιδιά συμμετείχαν για πρώτη φορά στα εργαστήρια που είχαν ήδη υλοποιήσει οι εμψυχώτριες, ενώ οι υπόλοιποι είχαν ξανασυμμετάσχει. Ο σκοπός του εργαστηρίου ήταν η πρόκληση της δημιουργικότητας των παιδιών, μέσω έκφρασης με τα υλικά της ζωγραφικής, καθώς ή μουσική θα αποτελούσε το εργαλείο της συγκινησιακής εμπειρίας και στη συνέχεια θα ακλουθούσε η σύνδεση με το λόγο. Αρχικά οι εμψυχώτριες αφού καλωσόρισαν τους συμμετέχοντες και τους προσκάλεσαν να καθίσουν σε καρεκλάκια δίπλα σε μικρά τραπεζάκια, εξήγησαν συνοπτικά το περιεχόμενο του εργαστηρίου. Η πρώτη δραστηριότητα ονομάζονταν το ταξίδι της γραμμής. Ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν ένα χρωματιστό μολύβι ξυλομπογιάς της προτίμησής τους, ενώ πρώτα τους μοιράστηκαν λευκές κόλλες Α4. Στη συνέχεια τους ζητήθηκε να ζωγραφίσουν ελεύθερες γραμμές κατά τη διάρκεια της ακρόασης της μουσικής που είχαν επιλέξει οι εμψυχώτριες, προσπαθώντας να ακολουθήσουν το ρυθμό της. Οι ίδιες προτίμησαν να ζωγραφίσουν όπως έκαναν και οι υπόλοιποι. Αυτό έγινε σκόπιμα, διότι έτσι δόθηκε η απαραίτητη ελευθερία στους συμμετέχοντες για προσωπική έκφραση. Η πρώτη μουσική που επιλέχτηκε για ακρόαση ήταν ξένη, ενόργανη (χωρίς στίχο), σύγχρονη, με απαλό ύφος και σε αργό ρυθμό, μικρής διάρκειας, περίπου δύο λεπτών. Παρατηρήθηκε ότι οκτώ από τους δέκα συμμετέχοντες ήταν αρκετά προσηλωμένοι στην εργασία τους. Στο τέλος της πρώτης μελωδίας η μία εμψυχώτρια είπε στους υπόλοιπους ότι εκεί «τελείωσε το ταξίδι της πρώτης γραμμής». Στη συνέχεια οι εμψυχώτριες πρότειναν ο καθένας να παρουσιαστεί στην ομάδα τραγουδιστά με ένα αυτοσχέδιο τραγούδι που είχαν ετοιμάσει για την περίσταση δείχνοντας πρώτα οι ίδιες το πώς.
Κάνω γραμμές εγώ παιδιά Γρήγορα, αργά ή ζωηρά Με λένε Αναστασία εμένα παιδιά Και το λέω δυνατά. Έπειτα η εμψυχώτρια Αναστασία ρωτήθηκε από την άλλη εμψυχώτρια για το πώς θα χαρακτήριζε τις γραμμές της. Εκείνη απάντησε πως έκανε απαλές και χαρούμενες γραμμές. Το τραγουδάκι επαναλήφτηκε αντικαθιστώντας το όνομά της με εκείνο της άλλης εμψυχώτριας, η οποία όταν ρωτήθηκε απάντησε πως έκανε ήσυχες γραμμές. Σειρά είχε μία μητέρα η οποία μετά το τραγουδάκι με το όνομά της σχολίασε ότι οι γραμμές της ήταν απλές. Σε αυτό το σημείο το τραγουδάκι είχε πλέον μαθευτεί και το τραγουδούσαν συντονισμένα σχεδόν όλοι οι συμμετέχοντες μαζί με τις εμψυχώτριες, οι οποίες στη πορεία τροποποίησαν το τρίτο στίχο «σε λένε (το όνομα)» περιμένοντας στο σημείο αυτό να εμπλακούν οι ίδιοι οι συμμετέχοντας που είχαν σειρά, καθώς και σαν πράξη αποδοχής στην ομάδα τροποποίησαν το τελευταίο στίχο «και το λέμε δυνατά». Το τραγουδάκι επαναλήφτηκε με το ίδιο τρόπο μέχρι να παρουσιαστούν όλοι οι συμμετέχοντες. Το κορίτσι που είχε σειρά μετά ισχυρίστηκε ότι οι γραμμές της ήταν χαρούμενες. Το ίδιο επανέλαβε και ένα άλλο κορίτσι που είχε σειρά έπειτα από δύο αγόρια. Το επόμενο, αγόρι δήλωσε ότι έκανε γραμμές χαρούμενες και ανάρυθμες, ενώ το άλλο αγόρι που κάθονταν δίπλα του χαρακτήρισε τις γραμμές του ως θυμωμένες και αριθμημένες. Έδειξε σε όλους την πιο θυμωμένη γραμμή. Το τρίτο αγόρι είπε πως οι γραμμές του ήταν δυνατές. Στη συνέχεια ένα άλλο κορίτσι χαρακτήρισε τις γραμμές της ως αγωνιώδεις και έδειξε την γραμμή που είχε περισσότερη αγωνία. Έπειτα μία μητέρα (όχι η δική της) την ρώτησε τι είδους αγωνίας είχε εκείνη η γραμμή, ωστόσο οι εμψυχώτριες θέλοντας να αποφύγει το κορίτσι τη δύσκολη ερώτηση απάντησαν ότι, οι γραμμές μπορεί να έχουν μία γενική αγωνία όχι για ένα συγκεκριμένο λόγο. Μετά, η μητέρα που σχολίασε πριν, πρόσθεσε ότι «το κορίτσι αγωνιά για να ζωγραφίσει και άλλο». Το τελευταίο κορίτσι είπε ότι οι γραμμές της είχαν όρεξη για νότες, ωστόσο η μία εμψυχώτρια συμπλήρωσε ότι οι γραμμές της ήταν μελωδικές. Η δεύτερη μητέρα ισχυρίστηκε ότι δεν μπορούσε να πει με σιγουριά το είδος των γραμμών της αλλά ήταν σίγουρη ότι ήταν τουλάχιστον μελωδικές, ωστόσο μία εμψυχώτρια πρόσθεσε ότι οι γραμμές της μάλλον ήταν άγνωστες ή μυστήριες και ρώτησε τους υπόλοιπους πως θα μπορούσαν να τις χαρακτήριζαν σύμφωνα με το πρώτο σχόλιο της μητέρας. Το γιος της ονόμασε τις γραμμές της μητέρας του μυστηριώδεις. Η τελευταία μητέρα δήλωσε ότι γραμμές της
ήταν πεδινές, πράσινες σε πεδιάδα. Ωστόσο τελείωσε η γνωριμία στην ομάδα παρουσιάζοντας ταυτόχρονα τις προσωπικές γραμμές. Στη συνέχεια οι εμψυχώτριες μοίρασαν καινούργιες κόλλες Α4 και ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να επιλέξουν άλλο χρώμα μολυβιού. Σε αυτό το σημείο κάποια μολύβια χρειάζονταν ξύσιμο, ωστόσο κάποια παιδιά προσέφεραν τις ξύστρες τους. Για ακρόαση μουσικής χρησιμοποίησαν μία ορχηστρική μελωδία από ένα πολύ γνωστό ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι με χορευτική διάθεση και πολύ ζωντανό ύφος. Παρατηρήθηκε ότι οι συμμετέχοντες ακολουθούσαν την ακρόαση και με κινήσεις του σώματός τους ή του κεφαλιού. Κάποιοι άλλοι χτυπούσαν τα μολύβια σύμφωνα με το ρυθμό της μουσικής. Ζωγράφισαν μέχρι να τέλος του τραγουδιού. Σαν πρώτο σχόλιο η μία εμψυχώτρια είπε ότι «άλλαξαν οι γραμμές». Έπειτα το πρώτο κορίτσι που πήρε το λόγο ισχυρίστηκε ότι έκανε κυματιστές και χορευτικές γραμμές. Κυματιστές χαρακτήρισε τις γραμμές της και ένα άλλο κορίτσι. Στη συνέχεια το πρώτο αγόρι που πήρε το λόγο δήλωσε ότι έκανε μυτερές γραμμές, μικρές και μεγάλες. Γενικά, παρατηρήθηκε ότι τα παιδιά σε αυτό το σημείο έδειχναν να αγωνιούν να δείξουν τις γραμμές τους και να τις ονόμαζαν. Τα άλλα δύο αγόρια χαρακτήρισαν τις γραμμές τους τυχαίες και σπαθιές αντίστοιχα, ενώ τα άλλα δύο κορίτσια διαμαντένιες και μαχητικές. Μία μητέρα τις χαρακτήρισε κοφτές, ενώ οι άλλες δύο δεν ζήτησαν το λόγο. Κοφτερές και στρογγυλές γραμμές χαρακτήρισε τις γραμμές της η μία εμψυχώτρια ενώ η άλλη χορευτικές του κλασικού μπαλέτου. Η επόμενη δραστηριότητα απαιτούσε δύο άτομα σαν ζευγάρι να ζωγραφίσουν στην ίδια κόλλα με δυο διαφορετικά χρώματα μολυβιών. Κάποια κορίτσια ζήτησαν να χρησιμοποιήσουν δικούς τους μαρκαδόρους. Κάποιοι άλλοι έπρεπε να ζωγραφίσουν γραμμές τρείς μαζί, καθώς μία μητέρα αποχώρησε προσωρινά για οικογενειακές υποχρεώσεις. Δόθηκε η οδηγία τα ζευγάρια να λάβουν υπόψη το χώρο του άλλου στο χαρτί. Σε αυτό το σημείο πριν ξεκινήσει η ακρόαση της μουσικής δύο αγόρια τράβηξαν μία κάθετη γραμμή να χωρίσουν το χαρτί και ρώτησαν μία εμψυχώτρια αν θα έπρεπε. Ωστόσο εκείνη τους εξήγησε ότι θα έπρεπε να μοιράσουν το χώρο στο χαρτί, ο ένας θα μπορούσε να ακολουθήσει το χέρι του άλλου ή να ζωγραφίσει πάνω στις γραμμές του. Για ακρόαση της μουσικής επιλέχτηκε ένα ξένο ορχηστρικό κομμάτι αρκετά γνωστό με αργό ρυθμό, ήσυχο ύφος και με πολλά στοιχεία από την φύση, διάρκειας περίπου τριών λεπτών. Παρατηρήθηκε ότι αυτή η δραστηριότητα φάνηκε να ήταν πολύ διασκεδαστική προς τα παιδιά.
Στο τέλος της ακρόασης της μουσικής το ζευγάρι των εμψυχωτριών έδωσαν τον τίτλο κύματα, ένα άλλο ζευγάρι αποτελούμενο από μία μητέρα και ένα κορίτσι ονόμασαν τις γραμμές τους «τα ψαράκια στη θάλασσα», ενώ ένα ζευγάρι κοριτσιών ονόμασαν τις γραμμές τους «διαμαντένια νερά». Το ζευγάρι των αγοριών έδειξε την εργασία άλλα δήλωσε ότι χρειάζονταν περισσότερο χρόνο για να σκεφτεί τον τίτλο, ενώ οι τρείς ονόμασαν την εργασία του «παίζω με τις γραμμές». Στη συνέχεια χωρίστηκαν σε ομάδα των τριών άτομα που δεν είχαν συνεργαστεί μεταξύ τους. Δημιουργήθηκαν τέσσερεις ομάδες των τριών ατόμων και μία των δύο. Για ακρόαση επιλέχτηκε ένα γρήγορο κομμάτι με πολύ χαρούμενο και παιγνιώδης ύφος, πολύ μικρής διάρκειας. Η πρώτη ομάδα έδωσε στις γραμμές τους τον τίτλο «η αστραπή», η δεύτερη «μεσ τη τρελή χαρά», «τρελούτσικες γραμμές» - η ομάδα των εμψυχωτριών και η τελευταία ομάδα «τρελοπαρέα». Η μία εμψυχώτρια σχολίασε ότι η λέξη τρέλα χρησιμοποιήθηκε από πολλές ομάδες, ωστόσο μία μητέρα δικαιολογώντας τον τίτλο πρόσθεσε ότι η μουσική ήταν πολύ χαρούμενη. Έπειτα οι ομάδες ερωτήθηκαν για πως τους φάνηκε η συνεργασία. Οι περισσότεροι συμφώνησαν ότι ήταν διασκεδαστική. Στην επόμενη δραστηριότητα ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να αποτυπώσουν την ακρόαση της μουσικής σε μία εικόνα, ο/η καθένα/μια ξεχωριστά ελεύθερα όπως νόμιζε. Τους δόθηκαν μερικές ιδέες πριν ξεκινήσει η ακρόαση. Ένα κορίτσι σχολίασε ότι είχε σκεφτεί ήδη την εικόνα, ωστόσο εξηγήθηκε σε όλους ότι η ακρόαση της μουσικής θα οδηγούσε τον/την καθένα /μια στην εικόνα. Υπήρχαν και άλλοι που ρώτησαν για το είδος της εικόνας. Επιλέχτηκε ένα κομμάτι μεγαλύτερης διάρκειας περίπου έξη λεπτών για να υπήρχε περισσότερος χρόνος για σκέψη και αποτύπωση, με μέτριο ρυθμό και απαλό ύφος. Παρατηρήθηκε ότι σχεδόν όλοι ήταν προσηλωμένοι στην εργασία τους. Μόλις τελείωσε η μουσική ένα κορίτσι παραπονέθηκε ότι δεν τελείωσε, αλλά στη συνέχεια καθησυχάστηκε από τις εμψυχώτριες ότι θα μπορούσε να πάρει όσο χρόνο χρειάζονταν. Σε αυτό το σημείο η μουσική μπέρδεψε τους συμμετέχοντες γιατί συνεχίστηκε ως μία παραλλαγή σε άλλο ρυθμό πιο γρήγορο και άλλο στιλ, με μια μικρή χορευτική διάθεση. Τέσσερα παιδιά συνέχισαν να ζωγραφίζουν για αρκετή ώρα ακόμα, περίπου ένα τέταρτο. Οι εμψυχώτριες πρότειναν στους υπόλοιπους να καθίσουν σε σχήμα κύκλου, πλάτη, έξω από τα τραπεζάκια, με σκοπό να συζητούσαν τις ατομικές ζωγραφιές και να τις έδειχναν στην ομάδα. Στην ερώτηση ποιος θέλει να ξεκινήσει ακούστηκαν πολλές πρωτοβουλίες.
Ξεκίνησε ένα αγόρι οποίος δήλωσε ότι ζωγράφισε ένα φίλο του, που μία μέρα πήγε στη θάλασσα, έφαγε ένα κομμάτι καρπούζι, έκανε ηλιοθεραπεία και μετά πήγε να κολυμπήσει. Πήρε ένα δυνατό χειροκρότημα για την ιστορία του καθώς και για την ζωγραφιά του. Στη συνέχεια, το δεύτερο αγόρι διηγήθηκε ότι στη ζωγραφιά του ο μικρός Νικόλας έπαιζε μπάλα, ήθελε και τους φίλους του να παίξουν μαζί, αλλά δεν υπήρχε χώρος, γι αυτό ήταν μόνος του. Το τρίτο αγόρι δήλωσε ότι έφτιαξε τις νότες που είχαν μαμά τη Σί- λα «και μπαμπά τον Πίπη» πρόσθεσε η μία εμψυχώτρια. Το κορίτσι που πήρε το λόγο στη συνέχεια δήλωσε ότι ζωγράφισε το καλοκαίρι. Τότε «ένα κορίτσι ήθελε παγωτό φράουλα» και τραγουδούσε. Έβαλε τίτλο «Η φανταστική χώρα του παραμυθιού». Έπειτα μία μητέρα ξεκινώντας την διήγησή της είπε ότι το τραγούδι είχε καλοκαιρινή αύρα, ατμόσφαιρα. Ωστόσο της θύμιζε αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια, τα λουλούδια, τις βροχές, το ουράνιο τόξο που έβγαινε μετά. Τα καλοκαιρινά βράδια φωσφόριζαν οι πυγολαμπίδες. Έβαλε τίτλο «ταξίδι στην Αμερική». Η επόμενη μητέρα δήλωσε ότι έφτιαξε κάτι που δεν είχε πάει ποτέ. Δεν είχε κάνει ποτέ της βαρκάδα. Εκείνη με τον άντρα της βρισκόντουσαν σε μία βάρκα νύχτα με φεγγάρι. Η μία εμψυχώτρια δήλωσε ότι ζωγράφισε ένα ποτάμι, οπού στην όχθη του βρίσκονταν το σπίτι ενός παιδιού, που κοίταζε από δίπλα τα ψάρια ενώ είχε και δέντρα. Η άλλη εμψυχώτρια διηγήθηκε ότι στη ζωγραφιά της δύο παιδιά έπαιζαν στη παραλία με μία μπάλα, δίπλα σε μία αγριεμένη θάλασσα, μία νύχτα με πανσέληνο. Ένα κορίτσι που μόλις τελείωσε τη ζωγραφιά της είπε ότι έφτιαξε κάποιες καρδούλες και άλλα σχέδια που είχαν κάτι μέσα. Εμπεριείχαν λέξεις στα αγγλικά τις οποίες μετέφρασε η ίδια. Οι λέξεις δήλωναν αγάπη, ρομαντισμός, αλήθεια, ομορφιά, καλό ( καλοσύνη). Το τελευταίο κορίτσι δήλωσε ότι ζωγράφισε ένα ζευγάρι που πετάει μπαλόνια, καρδούλες με μερικές λέξεις «I love Paris». Όλες οι ιστορίες και ζωγραφιές πήραν ένα μεγάλο, δυνατό χειροκρότημα. Πρόσθεσε ότι είχε πάει στο Παρίσι με τη μαμά της. Στη συνέχεια οι συμμετέχοντες χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες για να φτιάξουν ομαδικές ιστορίες με τις εικόνες τους. Η κάθε εμψυχώτρια πήρε από μία ομάδα. Αφού συζήτησαν πρώτα οι ομάδες θέλησαν να δείξουν με ποια σειρά τοποθέτησαν τις εικόνες καθώς θα διηγιόνταν την ιστορία. Δυο παιδιά από την πρώτη ομάδα, ξεκινώντας πρώτα το αγόρι, σχολιάζοντας τις εικόνες της ομάδας δήλωσαν ότι κάποτε ήταν ένα μικρό αγόρι που ζούσε σε ένα σπίτι δίπλα στο ποτάμι, από το οποίο έβλεπε δέντρα και τα ψάρια. Στη συνέχεια κάλεσε μία φίλη του και πήγαν για βαρκάδα. Στη διαδρομή -συνέχισε το κορίτσι - είδαν ένα μέρος που είχε λουλούδια,
πεταλούδες, πουλιά, πασχαλίτσες. Μετά, όταν τελείωσαν τη βαρκάδα έφαγαν ένα τεράστιο καρπούζι, σταφύλι και μπανάνα. Μέσα στην διαδρομή ένιωθαν όμορφα, καλά, ένιωθαν αγάπη. Ήταν μοναδική βόλτα, είπαν αλήθειες. Η άλλη ομάδα ξεκίνησε με τον τίτλο «Η περιπέτεια του μικρού Νικόλα με τους φίλους του». Τότε η πρώτη ομάδα θυμήθηκε ότι ξέχασε να βάλει τίτλο, ωστόσο αποφάσισαν να ονομάσουν την ιστορία τους «βαρκάδα». Ένα αγόρι της δεύτερης ομάδας διηγήθηκε ότι: Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ο μικρός Νικόλας που όπως ξύπνησε από το κρεβάτι είχε δει ένα φανταστικό όνειρο. Ονειρεύτηκε ότι ταξίδεψε στη φανταστική χώρα του παραμυθιού. Μετά ο μικρός Νικόλας πήγε στο Παρίσι- συνέχισε το κορίτσι της ομάδας- όπου βρέθηκε σε ένα τσίρκο και γνώρισε ένα κορίτσι. Πήγαν μαζί στη θάλασσα με το πανσέληνο και την άλλη μέρα πήγαν στο ουράνιο τόξο της αγάπης. Εκεί αγαπήθηκαν, φιλήθηκαν, παντρεύτηκαν και έκαναν παιδάκια. Και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα- συμπλήρωσε η εμψυχώτρια. Το εργαστήριο έλαβε τέλος.