Κώτη Ευδοκία του Κωνσταντίνου, 12 ετών Το πρώτο Πάσχα της ζωής μου Των Κάρμεν Ρουγγέρη και Χριστίνας Κουλουμπή Μεγάλο Σάββατο! Δειλινό! Λίγες ώρες πριν την Ανάσταση. Μπροστά στο αναμμένο τζάκι εγώ, ο Λάκι, ο μαυρόασπρος κυνηγετικός σκύλος, μισοκοιμάμαι ξαπλωμένος, αμέριμνος και νωχελικός. -Γαααβ ωραία που περνάω! Τα δύο κοριτσάκια της οικογένειας παίζουν επιτραπέζιο. Η μαμά μαγειρεύει τη μαγειρίτσα και ο κύριος του σπιτιού ετοιμάζει τη σούβλα για το επόμενο πρωί. Οι μυρωδιές που έρχονται από την κουζίνα μού χαϊδεύουν τα ρουθούνια. Νιώθω ότι τα μάτια μου κλείνουν και είμαι έτοιμος να κοιμηθώ η ευτυχία μου δεν περιγράφεται! Τότε Κάτι σαν όνειρο έρχεται να μου θυμίσει το πρώτο Πάσχα της ζωής μου, που, για να πω την αλήθεια, δεν ήταν και το καλύτερο. Φέρνω στο νου μου τις μυρωδιές που πλημμύριζαν το σπίτι μας εκείνη την ημέρα, ίδιες ήταν κι αυτές. Βέβαια δεν είχα δοκιμάσει ακόμα την ομορφιά που δίνει στη γεύση ένα κόκαλο από σουβλιστό αρνάκι ή κατσικάκι γιατί, όπως καταλαβαίνετε, τρεφόμουν ακόμα με το γάλα της μανούλας μου. Πάντως, η περιέργειά μου ήταν μεγάλη και, αν θυμάμαι καλά, ζήλευα κιόλας τη μητέρα μου, που πάντα ροκάνιζε με ευχαρίστηση τα κόκαλα που έμεναν στο πιάτο ύστερα από κάθε γεύμα ή δείπνο της οικογένειας.
Ευχόμουν να κυλήσει έτσι η ζωή μου και να μην αλλάξει τίποτα από αυτήν τη σκυλίσια μου ζωή. Τότε δεν το ξερα, τώρα το ξέρω καλά, πως όταν κάνεις όνειρα και προγραμματίζεις κάτι, ο Θεός που είναι εκεί ψηλά γελάει. Θυμάμαι πολύ αυτά τα λόγια, τα έλεγε το αφεντικό μου και, για να πω την αλήθεια, τότε δεν τα καταλάβαινα, τώρα το καταλαβαίνω πολύ καλά. Γιατί τα λέω αυτά, εξηγώ. Είχαμε μείνει στο ότι Ήταν το πρώτο Πάσχα της ζωής μου και αισθανόμουν πολύ ευτυχισμένος. Όμως, ένα αναπάντεχο γεγονός εκείνη την ημέρα αναποδογύρισε την ευτυχία μου. Ήταν έντεκα το πρωί, ανήμερα του Πάσχα, ακόμα έχω στα αυτιά μου το χτύπημα της πόρτας και ανατριχιάζω. Δυστυχία μου. Δύο ξέφρενα αγοράκια εισέβαλαν στο σπίτι μας μαζί με τους γονείς τους. Φιλιά, αγκαλιές των μεγάλων. Φασαρία, πολλή φασαρία από τους τέσσερις μικρούς που ένωσαν τις καταστροφικές δραστηριότητες γκρεμίζοντας την ηρεμία μου και προκαλώντας μου έναν αβάσταχτο πονοκέφαλο. Αμέσως οι δύο άντρες καταπιάστηκαν με τη σούβλα, ενώ οι μαμάδες άρχισαν να κόβουν τις σαλάτες στην κουζίνα. Λίγο πιο πέρα τα τέσσερα παιδιά, ξεφωνίζοντας, παίζανε ό,τι παιχνίδι τους κατέβαινε. Εγώ έτρεξα να κρυφτώ στο σπιτάκι μου μέσα στην αγκαλιά της μαμάς μου, από εκεί δεν τους άκουγα, αλλά μπορούσα να τους βλέπω. Έτσι, κάποια στιγμή είδα ότι οι δύο κύριοι κάθισαν κάτω από ένα δέντρο και άρχισαν να ξεφυλλίζουν ένα περιοδικό. Κοίταξα καλύτερα και είδα πως το περιοδικό αυτό ήταν τα «ΚΥΝΗΓΕΤΙΚΑ ΝΕΑ», που συνήθιζε να το αγοράζει το αφεντικό μου κάθε μήνα. Ξαφνικά άκουσα να με φωνάζουν:
Λάκι, Λάκι έλα να σου γνωρίσω τον κύριο Κώστα. Ήταν η φωνή του αφεντικού μου. Τι να κάνω και εγώ, έτρεξα κοντά του κουνώντας την ούρα μου από ευγένεια για να δείξω ότι δεν μου είχαν χαλάσει την ηρεμία γιατί, για να πω την αλήθεια, δεν είχα καμιά όρεξη να γνωρίσω τον κύριο Κώστα. -Αυτός είναι ο Λάκι, λοιπόν είπε τότε ο κύριος Κώστας χαϊδεύοντας το κεφάλι μου. Υστέρα με σήκωσε ψηλά και άρχισε να με περιεργάζεται -Φαίνεται πολύ δυνατός, είπε στο τέλος. -Δυνατός και έξυπνος, απάντησε το αφεντικό μου. -Καθαρόαιμο κυνηγόσκυλο, είπε πάλι ο κύριος Κώστας. -Και αν κρίνω από τη μάνα του, θα είναι πιστό, πολύ πιστό σκυλί, πρόσθεσε το αφεντικό. Ως εδώ μου άρεσαν πολύ αυτά που έλεγαν γιατί, όπως καταλαβαίνετε, με κολάκευαν. Σε ποιον, άλλωστε, δεν αρέσουν οι κολακείες! Έτσι, κάθισα στα πόδια τους και αποκοιμήθηκα. Ξύπνησα λίγες ώρες αργότερα μέσα σε ένα αυτοκίνητο όπου οδηγούσε ο κύριος Κώστας, δίπλα καθόταν οι γυναίκα του κι εγώ ήμουν σφηνωμένος ανάμεσα στα δύο άτακτα παιδιά του. Θύμωσα! Στεναχωρήθηκα! Πείσμωσα! Αναρωτήθηκα! -Αραγε με είχαν πουλήσει ή με είχαν χαρίσει; Τι τους είχα κάνει και μου χάλασαν την ευτυχία; Επιστράτευσα τη λογική μου και κάποια στιγμή ηρέμησα και άρχισα να σκέφτομαι πώς θα μπορούσα να το σκάσω και να γυρίσω πίσω. Άρχισα τότε να καταστρώνω ένα σχέδιο...
Τα σχέδιά μου ήταν περίπλοκα αλλά η σκυλίσια μου συνείδηση μού έλεγε: Σκέψου σαν σκύλος, σκέψου σαν σκύλος! Ήταν το μόνο λογικό σχέδιο, αφού τα υπόλοιπα ήταν περαιτέρω απάνθρωπα και φαντασιόπληκτα. Ως επί το πλείστον, κανείς δεν γνωρίζει τις σκέψεις ενός σκυλίσιου εγκεφάλου Τι να κάνω κι εγώ, αποφάσισα να σκεφτώ σαν σκύλος! Θυμήθηκα ότι πριν με πάρουν από το σπίτι είχα πιεί ένα γαλόνι νερό που μ αυτό θα έβρεχα το κάθισμα του αυτοκινήτου. Ξέρετε τι εννοώ Έτσι και έγινε! Μούσκεμα το κάθισμα! Η κ. Ιωάννα, η μητέρα του Σάββα και του Θεμιστοκλή, κοίταξε τα αγόρια αλαφιασμένη και τα ρώτησε: Σας έρχεται καμία δυσάρεστη οσμή; Εγώ, χαμογέλασα ικανοποιητικά και το μόνο που είχα να περιμένω, ήταν να καταλάβουν ότι εγώ έβρεξα το κάθισμα και να με βγάλουν έξω από το αμάξι, ώστε να το σκάσω και να επιστρέψω στο σπίτι μου! Όμως τίποτα! Άδικος κόπος! Περνούσαν τα λεπτά, οι ώρες και η βαρεμάρα Δηλαδή νομίζετε ότι είναι εύκολο να περάσει ένας σκύλος την ώρα του; Μέχρι να το καταλάβω φτάσαμε! Βρεθήκαμε αντικριστά με τεράστιες εγκαταστάσεις, κτίρια μεγαλοπρεπή και άξια θαυμασμού. Βγήκαμε από το αμάξι και η κ. Ιωάννα με πήρε αγκαλιά. Προχωρήσαμε στο πιο μεγάλο κτίριο που είχε στην πρόσοψή του μια φρεσκοβαμμένη επιγραφή που έγραφε «Κυνηγετικός Όμιλος». Σιμώσαμε στο κατώφλι του και οι γονείς άφησαν τα δίδυμα στον χώρο φύλαξης, ή για παιδιά ή για τέρατα, δεν θυμάμαι τώρα Πάντως νομίζω στη φύλαξη για τέρατα! Εμείς ανεβήκαμε μια γυριστή εσωτερική μαρμάρινη σκάλα και φτάσαμε σε ένα τεράστιο, διαμπερές δωμάτιο με κομμωτές και σχεδιαστές μόδας! Υπήρχαν κυνηγετικά σκυλιά του είδους μου, αλλά και από άλλες ράτσες επίσης! Έτσι όπως ήμουν αφηρημένος και κοίταζα με περιέργεια, με άρπαξε αγκαλιά μια κοκκινομάλλα κομμώτρια και με τοποθέτησε πάνω σε έναν ξύλινο πάγκο. Με έλουσε, με περιποιήθηκε, με χτένισε και μου σφήνωσε αυτά τα φανταχτερά και σένια ρουχαλάκια που φοράνε τα σκυλάκια του καναπέ και τα τσιουάουα και επιπλέον μου κόλλησε κι έναν φιόγκο στο τρίχωμά μου! Μα είναι κατάσταση αυτή; Όχι πείτε μου, κοτζάμ αρσενικό! Τώρα θα δούνε! Μόλις πάνε για να με βάλουν να φωτογραφηθώ με αυτά τα ανώριμα σκυλιά, θα θα Γύρισα το κεφάλι μου και αντίκρισα ένα τόσο όμορφο και τόσο γοητευτικό μπουλντόγκ! Το σκέφτηκα καλά καλά και εντέλει απόφασισα να παραμείνω για λίγο στην φωτογράφιση, ίσως για καμία εβδομαδούλα μόνο! Όμως οι δικοί μου, άνθρωποι και σκύλοι, μου έλειπαν πολύ και έπρεπε να βρω ένα σχέδιο απόδρασης! Αλλά πώς; Να αφήσω το μπουλντόγκ; Νο νο νο νο νο Αποκλείεται! Αλλά ίσως ή πρέπει να! Ήμουν εντελώς αναποφάσιστος! Το προηγούμενο πανούργο σχέδιο που είχα σκαρφιστεί, είχε αποτύχει παταγωδώς και πλέον είχα χάσει τις ελπίδες μου! Ήμουν πια σίγουρος ότι δεν θα ξαναέβλεπα το αφεντικό μου ούτε τη μανούλα μου! Απελπίστηκα και απογοητεύτηκα θύμωσα με τον εαυτό μου και πείσμωσα! Αποφάσισα λοιπόν να εφαρμόσω το παρακάτω ευφυές σχέδιο: Θα βρω κατσαβίδι και θα το πάρω με τις πατούσες μου. Θα το βάλω στο στόμα, θα ανοίξω τον αεραγωγό που βρίσκεται πίσω από εκείνο το κινέζικο βάζο μινγκ και θα χωθώ μέσα χωρίς να αφήσω πίσω μου αποδεικτικά στοιχεία ή άλλοθι! Μετά, θα πάρω έναν φακό και θα περιπλανιέμαι στους αεραγωγούς με «γατίσιο βήμα» (ειρωνεία εάν σκεφτείτε ότι είμαι σκύλος) ώστε να μην κάνω θόρυβο και με ακούσει κανείς, μέχρι να βρω τον εσωτερικό σκουπιδοφάγο που οδηγεί στα σκουπίδια. Έπειτα, θα βγω από τον κάδο και θα επιστρέψω στο σπίτι μου! Καλές ήταν οι σκέψεις μου σε γενικές γραμμές, οπότε αποφάσισα να θέσω το σχέδιό μου σε εφαρμογή! Άρπαξα ένα κατσαβίδι χωρίς να το πολυσκεφτώ και βάδισα σιγά σιγά κοντά στο κινέζικο βάζο μινγκ. Το μετακίνησα αργά με το σώμα μου προσέχοντας να μη σπάσει και άνοιξα με λίγη δυσκολία τον αεραγωγό. Τρύπωσα μέσα και γλιστρώντας στην κεντρική εσωτερική ένωση των αεραγωγών έφτασα σε ένα σταυροδρόμι από αεραγωγούς! Αμάν μπέρδεμα Ακολούθησα τον δεξιό αεραγωγό και περπατούσα αργά και αθόρυβα. Φτάνω στον σκουπιδοφάγο και πέφτω μέσα σαν να κάνω βουτιά στην πισίνα της αφεντικίνας μου. Έπεσα στον κάδο και πήδηξα έξω! Αμέσως άρχισα να τρέχω χαρούμενος και ικανοποιημένος! Μετά από λίγα λεπτά τρεξίματος, είδα ότι πλέον είχα απομακρυνθεί από τον κυνηγετικό όμιλο και σταμάτησα να τρέχω. Μπορούσα πλέον να αναγνωρίσω τον δρόμο για το σπίτι! Καθώς περπατούσα αμέριμνος, άκουσα γαβγίσματα και τρόμαξα! Έτσι, κρύφτηκα πίσω από έναν θάμνο και περίμενα Ξαφνικά πετάγεται ένας τεράστιος πορτοκαλής σκύλος από μια μάντρα ενός σπιτιού, τρέχοντας και γαβγίζοντας! Τελικά, αυτός ο μεγάλος πορτοκαλής σκύλος κάθισε σε μια γωνία του δρόμου λυπημένος! Λοιπόν έπρεπε να αναλάβω δράση. Πήγα σιγά σιγά κοντά τον ρώτησα: Πώς σε λένε; Εμένα με λένε Λάκι! Εκείνος του απάντησε: Κι εμένα Άργο! Χάρηκα για τη γνωριμία! Τότε τον ρώτησα τι έχει κι εκείνος μου απάντησε: Να το αφεντικό με αγαπάει τοοοοοσο πολύ και ειλικρινά δεν ξέρω γιατί, αλλά με έδωσε σε έναν άγνωστο κύριο που με πήρε και με έφερε σε εκείνο το σπίτι που πήδηξα και το έσκασα από τη μάντρα του! Εσύ τι έπαθες; Κι εγώ απάντησα: Αχ να ξερες ακριβώς τα ίδια με εσένα Άργο!Προς τα πού είναι το σπίτι σου; Κι εκείνος, μου έγνεψε προς το μέρος του δικού μου σπιτιού! Απίστευτη σύμπτωση! Έτσι, Λάκι και Άργος ξεκίνησαν μαζί για το σπίτι τους. Στον δρόμο, έκαναν πλάκες και γελούσαν και ο καθένας μιλούσε για τη δική του ζωή, τα αφεντικά του, τις σκυλίσιες ιστορίες του κ.ά. Πριν καταλάβουν ότι πέρασε η ώρα, έφτασαν στο σπίτι του Άργου και οι δύο πλέον φίλοι αποχαιρετήθηκαν. Ο Λάκι
μόλις μύρισε το σπίτι του και είδε τον λευκό φράκτη της αυλής του έτρεξε προς το μέρος του. Η μαμά του, κατα τύχη, ήταν απ έξω και μόλις είδε τον Λάκι να πλησιάζει κοντά της τον αγκάλιασε και πήδηξε πάνω του γαβγίζοντας. Το αφεντικό του χάρηκε τόσο πολύ, αν και εκείνος είχε στείλει τον Λάκι εκεί για φωτογράφιση αλλά ήταν συγκινημένος που ο Λάκι επέστρεψε σπίτι για να βρει τα αφεντικά του. Η μητέρα και τα κορίτσια αγκάλιασαν τον Λάκι, τον έκαναν μπάνιο, τον τάισαν και τον έβαλαν δίπλα στο τζάκι για να ζεσταθεί. Ξαφνικά χτυπάει το τηλέφωνο! Ο κ. Κώστας ήταν και έψαχνε τον Λάκι. Τότε το αφεντικό του Λάκι τού εξήγησε τι συνέβη και εκείνος έβαλε τα γέλια! Μετά οι δύο άνδρες καληνυχτίσανε ο ένας τον άλλο και έκλεισαν το τηλέφωνο. Το αφεντικό μου με κοίταξε στα μάτια και μου είπε: Θα πρέπει να πέρασες πολλά μικρέ μου Λάκι για να ξαναγυρίσεις εδώ! Μου είπε και με χάιδεψε στα αυτιά. Κι εγώ από μέσα μου είπε: Δεν έχεις ιδέα