ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ: «ΣΥΓΧΡΟΝΕΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΤΑ ΚΕΙΜΕΝΑ» ΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΚΛΑΣΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΗ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ: Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΕΣΣΑΡΩΝ ΑΙΤΙΩΝ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΟΝ ΠΛΑΤΩΝΑ ΠΟΥΡΝΙΑ ΕΥΘΥΜΙΑ Α.Μ. 146 ΕΠΙΒΛΕΠΩΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ: ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΡΑΓΚΟΣ ΕΞΕΤΑΣΤΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ: ΣΤΑΣΙΝΟΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΕΑΣ, ΜΕΛΙΝΑ ΜΟΥΖΑΛΑ ΠΑΤΡΑ 2017 1
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 3 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η σκοποθεσία του ερωτήματος-μελέτη του χωρίου Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 24-983b 6..5 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η έννοια των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων των φυσικών μεταβολών.11 2.1. Η έννοια του υλικού των μεταβολών..11 2.2. Η έννοια του ποιητικού αιτίου των μεταβολών..13 2.3. Η έννοια του ειδικού αιτίου των μεταβολών..14 2.4. Η έννοια του τελικού αιτίου των μεταβολών..22 ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Η αναγωγή των τεσσάρων αριστοτελικών αιτιών ως εννοιών στο έργο του Πλάτωνα. 31 3.1. Η αριστοτελική κριτική διερεύνηση της πλατωνικής οντολογίας περί συλλήψεως της τετραπλής αιτιότητας στην φύση στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 6..31 3.2. Ο Αριστοτέλης παραβλέπει να αναγνωρίσει έννοιες του υλικού, ποιητικού, ειδικού και τελικού αιτίου στον Πλάτωνα...40 3.2.1. Ανάλυση της κριτικής του Ross: Ο Αριστοτέλης παραβλέπει να αναγνωρίσει έννοιες ποιητικού και τελικού αιτίου στον Πλάτωνα.40 3.2.2. Η Υποδοχή του πλατωνικού Τιμαίου ως το αριστοτελικό υλικό αίτιο των μεταβολών.. 55 3.2.3. Το Υπόδειγμα στον πλατωνικό Τίμαιο ως το αριστοτελικό ειδικό αίτιο του σύμπαντος... 58 Συμπεράσματα...60 2
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Στην παρούσα εργασία θα διερευνήσω το ερώτημα της προέλευσης των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων της φυσικής πραγματικότητας σε σχέση με τον Πλάτωνα. Ο κεντρικός άξονας μελέτης του ερωτήματος θα αποτελέσει το κεφάλαιο Α 6 των Μετὰ τὰ Φυσικὰ καθώς και η μελέτη των αντίστοιχων πλατωνικών χωρίων όπου, σύμφωνα με τον Ross (1924, 176-177), είναι εμφανής η σύλληψη της ποιητικής και τελικής αιτιότητας, αλλά ο Αριστοτέλης παραβλέπει να την αναγνωρίσει. Επιπρόσθετα, θα αναλύσω την θέση ότι η Υποδοχή στον πλατωνικό Τίμαιο μπορεί να ερμηνευθεί ως το αριστοτελικό υλικό αίτιο της δημιουργίας του σύμπαντος, μολονότι ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 6 δεν υποστηρίζει αυτήν την θέση. Ακόμη, θα υποστηρίξω ότι το νοητό Υπόδειγμα του πλατωνικού Τιμαίου μπορεί να ερμηνευθεί ως το αριστοτελικό ειδικό αίτιο του σύμπαντος. Ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 6, διερευνά το ερώτημα ποια από τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια πρόκλησης των φυσικών μεταβολών έχει ανακαλύψει ο Πλάτων. Στόχος της εργασίας μου θα αποτελέσει: Α) η μελέτη της ερμηνείας που επιτελεί ο Αριστοτέλης επί της πλατωνικής οντολογίας στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 6, όσον αφορά το ερώτημα: ποιά από τα τέσσερα αίτια έχει συλλάβει επιτυχώς ο Πλάτων στο έργο του, σύμφωνα με την κρίση του Αριστοτέλη; Β) Αφού θα έχουμε αναλύσει: 1) τα αντίστοιχα πλατωνικά χωρία, όπου, κατά τον Ross (1924, 176-177), ο Πλάτων υποστηρίζει την δράση της ποιητικής και τελικής αιτιότητας σε αντίθεση με την κρίση του Αριστοτέλη, ο οποίος στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 6 τα αγνοεί παντελώς, 2) την θέση ότι η Υποδοχή στον πλατωνικό Τίμαιο μπορεί να εννοηθεί ως το αριστοτελικό υλικό αίτιο του σύμπαντος, 3) την θέση ότι το νοητό Υπόδειγμα του Τιμαίου μπορεί να εννοηθεί ως το αριστοτελικό ειδικό αίτιο του κόσμου, θα απαντήσω στο ερώτημα: οι έννοιες των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων ανάγονται, εν τέλει, στην φιλοσοφική σκέψη του Πλάτωνα; Ο Ross δικαιούται να ασκεί κριτική στον Αριστοτέλη διότι παραβλέπει να αναγνωρίσει την σύλληψη της ποιητικής και τελικής αιτιότητας σε συγκεκριμένους πλατωνικούς διαλόγους; Πώς όμως εκπηγάζει το ερώτημα της προέλευσης των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων σε σχέση με τον Πλάτωνα; Στο πρώτο κεφάλαιο της εργασίας μου θα αναλύσω την σκοποθεσία του ερωτήματος αναφορικά με την προέλευση των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων, ως εννοιών, σε σχέση με τον Πλάτωνα. Θα δείξω 3
ότι το χωρίο, το οποίο αποτελεί αφορμή για την μελέτη του ερωτήματος, είναι τα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 24-983b 6. Στο χωρίο αυτό, ο Αριστοτέλης, αφού ανακεφαλαιώνει με συντομία τις έννοιες των τεσσάρων αιτίων που προκαλούν τις μεταβολές στην φύση αλλά και στην τέχνη (τις οποίες έχει πραγματευθεί επαρκώς, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται στις φυσικές πραγματείες του), αναφέρει ότι στο εξής θα διερευνήσει κριτικά τις φυσικές θεωρίες των προκατόχων του και θα χρησιμοποιήσει τα πορίσματα τους ως βοηθητικό εργαλείο στην δική του έρευνα περί της φυσικής αιτιότητας. Ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3-Α 10, θα διερευνήσει κριτικά την επιτυχή ή ανεπιτυχή σύλληψη των τεσσάρων αιτίων από όλους τους εκπροσώπους του φιλοσοφικού παρελθόντος, καταλήγοντας να μας παραδώσει την πρώτη ιστορία της φιλοσοφίας. Εμείς θα επικεντρωθούμε στην μελέτη του κεφαλαίου Α 6 των Μετὰ τὰ Φυσικά. Ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 6, θα μελετήσει το ερώτημα ποια από τα τέσσερα αίτια της φυσικής πραγματικότητας συνέλαβε ο Πλάτων στην οντολογική θεωρία του. Η απάντηση στο κεντρικό ερώτημα της εργασίας μου, εάν και σε ποιό βαθμό οι έννοιες των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων προέρχονται από τα πορίσματα της πλατωνικής οντολογίας, θα αναδειχθεί μέσω της κριτικής διερεύνησης της πλατωνικής μεταφυσικής που επιτελεί ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 6, αλλά και μέσω της μελέτης των πλατωνικών διαλόγων: Τίμαιος, Σοφιστής, Φίληβος και Νόμοι, όπου ο Πλάτων πραγματεύεται ζητήματα υλικής, ποιητικής, ειδικής και τελικής αιτιότητας του σύμπαντος. Προκειμένου να απαντηθούν τα Α) και Β) ερωτήματα, θεωρώ ότι θα ήταν χρήσιμο να δοθούν αρχικά οι έννοιες των τεσσάρων αιτίων των μεταβολών, έτσι όπως παρουσιάζονται από τον Αριστοτέλη στα Φυσικά Β 3 194b 16-195b 30, Β 7 198a 14-198b8, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 24-1014a 25, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 3 983a 24-32. Η περιγραφή της αριστοτελικής καταλαγογράφησης των τεσσάρων αιτίων θα μας βοηθήσει ως προς την ανίχνευση της φυσικής αιτιότητας στο πλατωνικό corpus. Η ανάλυση των εννοιών των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων θα αποτελέσει τα περιεχόμενο του δευτέρου κεφαλαίου της παρούσας εργασίας. Στο τρίτο κεφάλαιο θα επιχειρήσω να απαντήσω στα προαναφερθέντα ερωτήματα Α) και Β). Ειδικότερα, στην ενότητα 3. 1., θα αναλύσω την ερμηνεία που επιτελεί ο Αριστοτέλης επί της πλατωνικής οντολογίας στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 4
6, όσον αφορά την επιτυχή ή ανεπιτυχή σύλληψη της τετραπλής αιτιότητας στην φύση και στην τέχνη. Θα απαντήσω στο ερώτημα: ποιά από τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια που προκαλούν και εξηγούν τις μεταβολές στην φύση και στην τέχνη, έχει συλλάβει ο Πλάτων, σύμφωνα με την αριστοτελική ερμηνεία του έργου του; Στην ενότητα 3. 2. θα παραθέσω και θα συμφωνήσω με την κριτική που ασκεί ο Ross (1924) στον Αριστοτέλη, ότι δηλαδή ο Αριστοτέλης παραβλέπει ποικίλες εκδοχές ποιητικού και τελικού αιτίου στον Πλάτωνα. Θα αναλύσω την θέση του Ross και θα μελετήσω τα αντίστοιχα πλατωνικά χωρία, όπου, κατά τον Ross, καθίσταται εμφανής η ποιητική και η τελική αιτιότητα. Επιπρόσθετα, θα υποστηρίξω ότι ο Αριστοτέλης παραβλέπει να αναγνωρίσει την έννοια του υλικού αιτίου στον πλατωνικό Τίμαιο. Ακόμη, θα αναλύσω και θα υποστηρίξω την θέση ότι το παράδειγμα («το νοητό υπόδειγμα») του Τιμαίου αποτελεί, με αριστοτελικούς όρους, το ειδικό αίτιο του κόσμου. Έχοντας πλέον εντοπίσει, με αριστοτελικούς όρους, την ποιητική, υλική, ειδική και τελική αιτιότητα στον Πλάτωνα, πρόκειται να συμπεράνω ότι τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια που προκαλούν και εξηγούν τις μεταβολές στην φύση και στην τέχνη προέρχονται ως έννοιες από τα πορίσματα της πλατωνικής οντολογίας. Ο Αριστοτέλης προφανώς έχει επηρεαστεί, ως προς την διατύπωση της έννοιας της τετραπλής αιτιότητας, από τον δάσκαλό του, Πλάτωνα. Τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια ανάγονται ως καταβολές ήδη σε εκείνον. Παρατηρούμε όμως ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης έχουν διαφορετική υφολογική στόχευση στα συγγράματά τους, ως προς την διατύπωση της τετραπλής αιτιότητας των μεταβολών. Ο Αριστοτέλης περιγράφει την τετραπλή αιτιότητα στην φύση και στην τέχνη μέσω της συστηματικής καταλογογράφησης, κυρίως μέσω της παράθεσης παραδειγμάτων. Ο Πλάτων, αντίθετα, ως φιλόσοφος-λογοτέχνης, εκφράζει τα τέσσερα αίτια στην φύση με λογοτεχνική υφή, χωρίς να τα ταξινομεί καταλογογραφικά, όπως ο Αριστοτέλης. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Η σκοποθεσία του ερωτήματος-μελέτη του χωρίου Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 24-983b 6. Στο παρόν κεφάλαιο θα διερευνήσουμε το ερώτημα: Ποιο χωρίο απ το αριστοτελικό corpus αποτελεί αφορμή για την μελέτη της προελεύσεως των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων σε σχέση με την πλατωνική οντολογία περί της 5
φυσικής αιτιότητας; Ο Αριστοτέλης θέτει την σκοποθεσία του ερωτήματος στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ A 3 983a 24-983 b6: Ἐπεὶ δὲ φανερὸν ὅτι τῶν ἐξ ἀρχῆς αἰτίων δεῖ λαβεῖν ἐπιστήμην (τότε γὰρ εἰδέναι φαμὲν ἕκαστον, ὅταν τὴν πρώτην αἰτίαν οἰώμεθα γνωρίζειν), τὰ δ' αἴτια λέγεται τετραχῶς, ὧν μίαν μὲν αἰτίαν φαμὲν εἶναι τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἦν εἶναι (ἀνάγεται γὰρ τὸ διὰ τί εἰς τὸν λόγον ἔσχατον, αἴτιον δὲ καὶ ἀρχὴ τὸ διὰ τί πρῶτον), ἑτέραν δὲ τὴν ὕλην καὶ τὸ ὑποκείμενον, τρίτην δὲ ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως, τετάρτην δὲ τὴν ἀντικειμένην αἰτίαν ταύτῃ, τὸ οὗ ἕνεκα καὶ τἀγαθόν (τέλος γὰρ γενέσεως καὶ κινήσεως πάσης τοῦτ' ἐστίν), τεθεώρηται μὲν οὖν ἱκανῶς περὶ αὐτῶν ἡμῖν ἐν τοῖς περὶ φύσεως, ὅμως δὲ παραλάβωμεν καὶ τοὺς πρότερον ἡμῶν εἰς ἐπίσκεψιν τῶν ὄντων ἐλθόντας καὶ φιλοσοφήσαντας περὶ τῆς ἀληθείας. Επειδή, από την μια μεριά, είναι φανερό ότι πρέπει να αποκτήσουμε την επιστήμη των αρχικών αιτίων (διότι τότε λέμε ότι γνωρίζουμε κάθε πράγμα, όταν νομίζουμε ότι γνωρίζουμε την πρώτη αιτία), και καθώς τα αίτια εννοούνται με τέσσερις τρόπους, ένα αίτιο λέμε ότι είναι η ουσία δηλαδή αυτό που ήταν να είναι το πράγμα (διότι το γιατί ανάγεται ως τελευταίο στον ορισμό και το πρωταρχικό γιατί είναι αίτιο και αρχή). Άλλο αίτιο λέμε ότι είναι η ύλη και το υποκείμενο. Τρίτο αιτίο λέμε ότι είναι το αίτιο απ όπου προέρχεται η αρχή της μεταβολής. Τέταρτο αίτιο λέμε ότι είναι το αίτιο το οποίο αντίκειται σ αυτό, το αίτιο χάριν του οποίου γίνεται μία μεταβολή δηλαδή το αγαθό (διότι αυτό είναι ο σκοπός της γέννησης και κάθε μεταβολής). Αυτά τα αίτια τα έχουμε πραγματευτεί επαρκώς στις πραγματείες σχετικά με την φύση. Όμως ας μελετήσουμε και αυτούς οι οποίοι πρωτύτερα από εμάς ασχολήθηκαν συστηματικά με την εξέταση των όντων και οι οποίοι φιλοσόφησαν σχετικά με την αλήθεια. Ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ A 3 983a 24-983b 6, θέτει το ερώτημα της διερεύνησης των ἐξ ἀρχῆς αιτίων, δηλαδή των πρώτων αιτίων της πραγματικότητας. Η ανάγκη, η οποία επιτάσσει την μελέτη των πρώτων αιτίων της πραγματικότητας αποτελεί το πόρισμα που εξήγαγε ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 2 982b 7-10: δεῖ γὰρ ταύτην τῶν πρώτων ἀρχῶν καὶ αἰτιῶν εἶναι 6
θεωρητικήν («διότι πρέπει η σοφία να διερευνά τις πρώτες αρχές και αίτια»). Τα πρώτα αίτια και αρχές αποτελούν τα αντικείμενα μελέτης της επιζητουμένης επιστήμης της σοφίας. Ο Αριστοτέλης περιγράφει τα τέσσερα αίτια των μεταβολών στα Φυσικά Β 3 194b 16-195b 30, Β 7 198a 14-198b8, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 24-1014a 25 και στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 26-32, με τρόπο όμως συνοπτικό, χωρίς να μας εξηγεί την συλλογιστική πορεία που ακολούθησε προκειμένου να καταλήξει στην καταλογογράφηση των τεσσάρων αιτίων. Παρά ταύτα, ο Αριστοτέλης στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983b 1-6 μας παραδίδει ένα στοιχείο της συλλογιστικής μεθόδου του. Αφού ανακεφαλαιώνει με συντομία τις έννοιες των τεσσάρων αιτίων των μεταβολών στην φύση και στην τέχνη, αναφέρει ότι στο εξής θα διερευνήσει κριτικά τις φυσικές θεωρίες των προκατόχων του και θα χρησιμοποιήσει τα πορίσματα τους ως βοηθητικό εργαλείο στην δική του έρευνα περί της φυσικής αιτιότητας. Ο Αριστοτέλης εφαρμόζοντας την διαλεκτική μέθοδο διερεύνησης των ἐνδόξων («οι κοινές πεποιθήσεις περί ενός ζητήματος»), δηλώνει ότι θα διερευνήσει κριτικά τις παλαιές φυσικές θεωρίες με σκοπό είτε να επιβεβαιώσει την δική του θεωρία των τεσσάρων αιτίων που εξηγούν κάθε φυσική μεταβολή είτε να ανακαλύψει κάποιο άλλο είδος αιτίας πρόκλησης των φυσικών φαινομένων, το οποίο τυχόν είχε διαφύγει της προσοχής του. Η εξέταση των προγενέστερων φυσικών θεωριών θα αποτελέσει χρήσιμο εργαλείο για τον δικό του τρόπο διερεύνησης της φυσικής αιτιότητας (983b 1-6), καθώς, κατά τον Αριστοτέλη, α) και εκείνοι διερεύνησαν την ἀλήθεια («την αρχή της πραγματικότητας») και εξέτασαν τα φυσικά όντα (Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983b 2) β) και οι παλαιοί φιλόσοφοι υποστηρίζουν στις θεωρίες τους την δράση αρχών και αιτίων που δρούν και προκαλούν τις φυσικές μεταβολές (Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983b 3). Ας απαντήσουμε όμως στο ερώτημα πώς εκπηγάζει το ζήτημα της προέλευσης των τεσσάρων αιτίων σε σχέση με τον Πλάτωνα στην αριστοτελική φυσική θεωρία. Αφορμή μελέτης του ερωτήματος αποτελεί το παραπάνω χωρίο Α 3 983a 24-983b 6 των Μετὰ τὰ Φυσικά. Εφόσον ο Αριστοτέλης δηλώνει ότι θα επιχειρήσει μία ανίχνευση, επιβεβαίωση ή διάψευση των τεσσάρων αιτίων στις προηγούμενες φυσικές θεωρίες, εύλογα γεννάται το ερώτημα: Ο Αριστοτέλης χρωστά σε κάποιο 7
βαθμό την έμπνευση και διατύπωση των εννοιών των τεσσάρων αιτίων στους προγενέστερους του στοχαστές, εν προκειμένω, πιο ειδικά, στον Πλάτωνα; Προκειμένου να εξετάσουμε το ζήτημα εάν ο Αριστοτέλης ανάγει τις καταβολές του ως προς την έννοια των τεσσάρων αιτίων στην πλατωνική οντολογία, θα μελετήσουμε το κεφάλαιο Α 6 των Μετὰ τὰ Φυσικά. Στα Μετὰ τὰ Φυσικά Α 6, ο Αριστοτέλης, ερμηνεύοντας τα πορίσματα της πλατωνικής οντολογίας, ανιχνεύει την έννοια της ειδικής και υλικής αιτιότητας στο πλατωνικό οντολογικό σύστημα. Όμως, όπως θα αναλύσω στο τρίτο κεφάλαιο της εργασίας μου, ο Αριστοτέλης παραβλέπει να αναγνωρίσει την παρουσία ποικίλων εκδοχών ποιητικής και τελικής αιτιότητας στον Πλάτωνα. Ποιά όμως αίτια εννοεί ο Αριστοτέλης ως τα ἐξ ἀρχῆς αίτια (983a 24); Ο Αλέξανδρος Αφροδισιεύς (19.24-28) διαφωτίζει με ακρίβεια την έννοια των πρώτων αιτίων στον Αριστοτέλη: «τὰ ἐξ ἀρχῆς αἴτια συνιστούν τα πρώτα αίτια», δηλαδή τα τέσσερα αίτια των μεταβολών. «Ο Αριστοτέλης δεικνύει ότι η επιστημονική γνώση εξαρτάται από την γνώση των πρώτων αρχών και αιτίων και στην αρχή της Φυσικὴς ἀκροάσεως αλλά και στα Ἀναλυτικὰ Ὕστερα, και τώρα ομοίως αυτό υποστηρίζει». Όπως σωστά υποστηρίζει ο Αλέξανδρος, ως πρώτα αίτια εννοούνται τα κατ εξοχήν πρωταρχικά αίτια, τα οποία εξηγούν πληρέστατα τις μεταβολές στην φύση και στην περιοχή της τέχνης. Μάλιστα, ο Αριστοτέλης τονίζει ότι η αναγκαία προϋπόθεση για την απόκτηση της επιστήμης αποτελεί η γνώση των πρώτων αιτίων μιας φυσικής μεταβολής στα παρακάτω χωρία: Α) Φυσικά Α 184a 10-18: Ἐπειδὴ τὸ εἰδέναι καὶ τὸ ἐπίστασθαι συμβαίνει περὶ πάσας τὰς μεθόδους, ὧν εἰσὶν ἀρχαὶ ἢ αἴτια ἢ στοιχεῖα, ἐκ τοῦ ταῦτα γνωρίζειν (τότε γὰρ οἰόμεθα γιγνώσκειν ἕκαστον, ὅταν τὰ αἴτια γνωρίσωμεν τὰ πρῶτα καὶ τὰς ἀρχὰς τὰς πρώτας καὶ μέχρι τῶν στοιχείων), δῆλον ὅτι καὶ τῆς περὶ φύσεως ἐπιστήμης πειρατέον διορίσασθαι πρῶτον τὰ περὶ τὰς ἀρχάς. Επειδή η γνώση και η εξειδίκευση εφαρμόζεται σ όλες τις μεθόδους, στις οποίες υπάρχουν αρχές ή αίτια ή αδιαίρετα μέρη, από τα οποία γνωρίζουμε (διότι τότε θεωρούμε ότι γνωρίζουμε κάθε ένα πράγμα, όταν γνωρίσουμε τα αίτια τα πρώτα και τις 8
αρχές τις πρώτες και μέχρι τα αδιαίρετα μέρη), είναι φανερό ότι και για την επιστήμη σχετικά με την φύση πρέπει πρώτα να ορίσουμε αυτά που είναι σχετικά με τις αρχές). Β) Ἀναλυτικὰ Ὕστερα Β 11 94a 20-24: Ἐπεὶ δὲ ἐπίστασθαι οἰόμεθα ὅταν εἰδῶμεν τὴν αἰτίαν, αἰτίαι δὲ τέτταρες, μία μὲν τὸ τί ἦν εἶναι, μία δὲ τὸ τίνων ὄντων ἀνάγκη τοῦτ εἶναι, ἑτέρα δὲ ἡ τί πρῶτον ἐκίνησε, τετάρτη δὲ τὸ τίνος ἕνεκα, πᾶσαι αὖται διὰ τοῦ μέσου δείκνυνται. Επειδή θεωρούμε ότι γνωρίζουμε καλά όταν γνωρίζουμε την αιτία, και μάλιστα οι αιτίες είναι τέσσερις, μία αιτία είναι αυτό που ήταν να είναι κάτι, μία άλλη αιτία είναι από ποιες προϋποθέσεις αναγκαία προέρχεται αυτό που ήταν να είναι ένα πράγμα, μία άλλη αιτία είναι αυτή που προκάλεσε πρώτη την μεταβολή κάποιου πράγματος, τέταρτη αιτία είναι η αιτία χάριν της οποίας γίνεται κάτι, όλες αυτές λοιπόν οι αιτίες αποδεικνύονται με τον μέσο όρο. Γ) Φυσικά Β 3 194b 16-195a 3: Διωρισμένων δὲ τούτων ἐπισκεπτέον περὶ τῶν αἰτίων, ποῖά τε καὶ πόσα τὸν ἀριθμόν ἐστιν. ἐπεὶ γὰρ τοῦ εἰδέναι χάριν ἡ πραγματεία, εἰδέναι δὲ οὐ πρότερον οἰόμεθα ἕκαστον πρὶν ἂν λάβωμεν τὸ διὰ τί περὶ ἕκαστον (τοῦτο δ' ἐστὶ τὸ λαβεῖν τὴν πρώτην αἰτίαν), δῆλον ὅτι καὶ ἡμῖν τοῦτο ποιητέον καὶ περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς καὶ πάσης τῆς φυσικῆς μεταβολῆς, ὅπως εἰδότες αὐτῶν τὰς ἀρχὰς ἀνάγειν εἰς αὐτὰς πειρώμεθα τῶν ζητουμένων ἕκαστον. Αφού αυτά έχουν ορισθεί, πρέπει να διερευνήσουμε για τα αίτια, ποια και πόσα είναι ως προς τον αριθμό. Επειδή λοιπόν η πραγματεία συγγράφεται προς χάριν της γνώσης και καθώς δεν θεωρούμε ότι γνωρίζουμε πρωτύτερα καθένα πράγμα προτού αντιληφθούμε το γιατί σχετικά με καθένα πράγμα (και αυτό είναι το να αντιληφθούμε την πρώτη αιτία), είναι φανερό ότι αυτό πρέπει να γίνει και από εμάς, σχετικά με την γένεση και την φθορά και με κάθε φυσική μεταβολή, ώστε γνωρίζοντας τις αρχές αυτών, να προσπαθήσουμε να ανάγουμε σ αυτές τις αρχές καθένα από τα αντικείμενα της έρευνας. 9
Τί εννοεί όμως ο Αριστοτέλης με τον όρο «αίτιο»; Ο Frede (1980, 218) διερευνώντας την αυθεντική έννοια της αιτιότητας, επισημαίνει ότι «θα αντιμετωπίζαμε δυσκολίες ως προς το να χρησιμοποιήσουμε τον όρο «αίτιο» για τα είδη πραγμάτων που ο Αριστοτέλης ονομάζει «αίτια» Διότι το τέλος, το είδος, ή η ύλη δεν φαίνονται να είναι τα κατάλληλα είδη αντικειμένων τα οποία προκαλούν κάτι, πόσο μάλλον να είναι αίτια Υπάρχει μία ισχυρή τάση να συλλαμβάνουμε τα αίτια ως ενεργητικά αίτια. 1 Και φαίνεται ότι η δυσκολία με τα αριστοτελικά αίτια οφείλεται στο γεγονός ότι δεν μπορούμε να τα αντιληφθούμε μ αυτόν τον τρόπο μόνο με το ποιητικό αίτιο του Αριστοτέλη θεωρούμε ότι έχουμε αντιληφθεί γιατί θα πρέπει να ονομαστεί αίτιο». Όπως επισημαίνει ο Frede (1980, 218), ο όρος «αίτιο» στην σύγχρονη γλωσσική ορολογία λαμβάνει αρκετά στενότερη εννοιολογική εμβέλεια απ αυτή που καταλαμβάνει στο φιλοσοφικό σύστημα του Αριστοτέλη. Σήμερα, οι γλωσσικοί ομιλητές, όταν εκφέρουν τον όρο «αίτιο» εννοούν μόνο το ποιητικό αίτιο του Αριστοτέλη και όχι το υλικό, ειδικό και τελικό αίτιο. Ας επιχειρήσουμε όμως να διακρίνουμε εάν τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια εννοούνται με οντολογικούς όρους, δηλαδή εάν τα αριστοτελικά αίτια εννοούνται ως τα αίτια που προκαλούν την δημιουργία μιας χ μεταβολής, ως χωριστοί οντολογικοί παράγοντες, ή με γνωσιολογικούς όρους, δηλαδή εάν τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια εννοούνται ως τα αίτια τα οποία εξηγούν την δημιουργία μιας χ μεταβολής. Οι Moravcsik (1991, 31), Hocutt (1974, 388), Charlton (1992, 99) τάσσονται υπέρ της νοηματοδότησης των αριστοτελικών αιτίων ως εξηγήσεων. Ο Stein (2011, 703-704) τάσσεται υπέρ και των δύο απόψεων. Κατά τον Stein, «Φαίνεται ότι ο Αριστοτέλης αποδέχεται τους εξής ισχυρισμούς: (α) Υπάρχουν τέσσερεις διακριτές μεταφυσικές σχέσεις-η ειδική, η τελική, η υλική και η ποιητική αιτιότητα, (β) μόνο και μόνο αυτές οι τέσσερεις μεταφυσικές σχέσεις σχετίζονται με την επιστημονική και φιλοσοφική κατανόηση. Οι αιτιακές σχέσεις, με άλλα λόγια, ενισχύουν την εξήγηση». Θεωρώ ότι τα τέσσερα αριστοτελικά αίτια εννοούνται ταυτόχρονα και με οντολογικούς αλλά και με γνωσιολογικούς όρους. Τα τέσσερα αίτια στο σύστημα 1 Ο Frede (1980, 218) εντοπίζει τον περιορισμό στην αντίληψη του αιτίου ως το ποιητικό αίτιο των μεταβολών στον Σέξτο Εμπειρικό (Πυρρώνειαι Ὑποτυπώσεις, III 14), ο οποίος ορίζει το αίτιο ως δι ὅ ἐνεργοῦν γίνεται τὸ ἀποτέλεσμα («αυτό εξ αιτίας του οποίου, όταν ενεργεί, προκαλείται το αποτέλεσμα»). 10
του Αριστοτέλη εννοούνται και ως χωριστοί οντολογικοί παράγοντες που προκαλούν τις μεταβολές, παραδείγματος χάριν, ο αγαλματοποιός προκαλεί την κατασκευή του αγάλματος ως χωριστός οντολογικός παράγοντας, συνιστά δηλαδή το αίτιο απ όπου προέρχεται η μεταβολή (το αίτιο ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως) αλλά και ως εξηγήσεις των μεταβολών, παραδείγματος χάριν η κατασκευή του αγάλματος εξηγείται: α) από το σχέδιο κατασκευής που ενυπάρχει στον νου του αγαλματοποιού, δηλαδή από το ποιητικό και ειδικό αίτιο της κατασκευής του αγάλματος, β) από την κατασκευαστική δράση του αγαλματοποιού, δηλαδή το ποιητικό αίτιο της κατασκευής του αγάλματος, γ) από το υλικό από το οποίο είναι κατασκευασμένο το άγαλμα, π.χ. χαλκός, δηλαδή από το υλικό αίτιο της κατασκευής του αγάλματος, δ) από τον σκοπό χάριν του οποίου ο αγαλματοποιός κατασκευάζει το άγαλμα, π.χ. για να κοσμήσει έναν χώρο, δηλαδή το τελικό αίτιο της κατασκευής του αγάλματος. ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: Η έννοια των τεσσάρων αριστοτελικών αιτίων των φυσικών μεταβολών. Στο κεφάλαιο 2 θα καταγράψω και θα εξετάσω συγκριτικά τις έννοιες των τεσσάρων αιτίων των μεταβολών στην φύση και στην τέχνη, όπως δίδονται από τον Αριστοτέλη: α) λεπτομερώς μέσω παράθεσης παραδειγμάτων στα Φυσικὰ Β 3 194b 16-195b 30, Β 7 198a 14-198b8, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 24-1014a 25, β) συνοπτικά στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 3 983a 24-32. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αριστοτέλης παρουσιάζει τις έννοιες των τεσσάρων αιτίων των μεταβολών σε ολοκληρωμένη ήδη μορφή, χωρίς ο ίδιος να εξηγεί την μέθοδο που ακολούθησε προκειμένου να καταλήξει στην λεκτική διατύπωση των εννοιών. 2.1. Η έννοια του υλικού αιτίου των μεταβολών. Ο Αριστοτέλης εννοεί το υλικό αίτιο των πραγμάτων ως: Α) τὸ ἐξ οὗ γίγνεταί τι ἐνυπάρχοντος οἷον ὁ χαλκὸς τοῦ ἀνδριάντος καὶ ὁ ἄργυρος τῆς φιάλης καὶ τὰ τούτων γένη («ως αίτιο εννοείται το ενυπάρχον υπόστρωμα από το οποίο δημιουργείται κάτι, για παράδειγμα ο χαλκός είναι αίτιο του ανδριάντος και ο άργυρος είναι αίτιο του δοχείου και τα γένη αυτών», Φυσικά Β 3 194b 24, Μετὰ τὰ 11
Φυσικὰ Δ 2 1013a 24-25), Β) ως η ὕλη 2 καὶ τὸ ὑποκείμενον («η ύλη, δηλαδή το υπόστρωμα, το οποίο υπόκειται στις μεταβολές», Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 3 983a 29-30), Γ) ἐν τοῖς γιγνομένοις ἡ ὕλη («στα πράγματα που δημιουργούνται ως αίτιο εννοείται η ύλη», Φυσικά, Β 7 198a 20-21), Δ) τὸ τίνων ὄντων ἀνάγκη τοῦτ εἶναι 3 («το αίτιο από το οποίο αναγκαία έπεται το συμπέρασμα», Ἀναλυτικὰ Ὕστερα Β 11 94a 21), Ε) αἱ ὑποθέσεις τοῦ συμπεράσματος ὡς τὸ ἐξ οὗ αἴτιά ἐστιν («οι υποθέσεις του συμπεράσματος είναι αίτια ως τα αίτια από τα οποία γίνεται κάτι», Φυσικά, 195a 18 και Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013b 20-21). Α) Ο Σιμπλίκιος υπομνηματίζοντας τα Φυσικά Β 3 194b 24 επισημαίνει ότι τὸ ἐξ οὗ γίγνεταί τι ἐνυπάρχοντος ἐστὶ τὸ ὑλικὸν καὶ ὐποκείμενον («το ενυπάρχον υπόστρωμα από το οποίο δημιουργείται κάτι είναι το υλικό υπόστρωμα και το υποκείμενο», 310. 1-2). Κατά τον Σιμπλίκιο, το ἐξ οὗ («το αίτιο από το οποίο γίνεται κάτι») είναι συνώνυμο με την ὕλην. Τὸ γινόμενον γίνεται ἐξ ἐκείνης («το πράγμα που δημιουργείται, δημιουργείται από την ύλη», η ὕλη αποτελεί το ενυπάρχον υπόστρωμα/υποκείμενο, το οποίο μεταβάλλεται ἐξ ἄλλης διαθέσεως εἰς ἄλλην («η ύλη μεταβάλλεται από μία κατάσταση σε άλλη»), δηλαδή η ύλη δεχόμενη κάθε φορά τον καθορισμό του είδους, λαμβάνει και διαφορετικές ἕξεις («ιδιότητες»)/διαθέσεις (310.5-6). Κατά τον Σιμπλίκιο, οὐ μόνον δὲ ἡ προσεχὴς ὕλη αἰτία τοῦ γινομένου έστίν, άλλὰ καὶ τὰ ταύτης γένη. Οὐ γὰρ μόνον ὅδε ὁ χαλκὸς τοῦ ἀνδριάντος αἴτιος καὶ ὅδε ὁ ἄργυρος τῆς φιάλης, ἀλλὰ καὶ χαλκὸς ἁπλῶς καὶ ἄργυρος («όχι μόνο η συγκεκριμένη ύλη είναι αιτία του πράγματος που δημιουργείται, αλλά και τα γένη αυτής. Διότι όχι μόνο αυτός εδώ ο χαλκός είναι αίτιος του ανδριάντος και αυτός εδώ ο άργυρος είναι αίτιος της φιάλης, αλλά και ο χαλκός εν γένει και ο άργυρος εν γένει»). Β) Ο όρος ὕλη αποτελεί τεχνικό όρο στο λεξιλόγιο του Αριστοτέλη. Η λέξη ὕλη στη αρχαία ελληνική γλώσσα σημαίνει ξύλο. Πρώτος ο Αριστοτέλης απέδωσε 2 Βλ. επίσης Περὶ γενέσεως καὶ φθορᾶς, 320a 2-5: Ἐστὶ δὲ ὕλη μάλιστα μὲν καὶ κυρίως τὸ ὑποκείμενον γενέσεως καὶ φθορᾶς δεκτικόν, ὅτι πάντα δεκτικὰ τὰ ὑποκείμενα ἐναντιώσεών τινων. («Η ύλη είναι, κατεξοχήν και κυρίως, το υποκείμενο, το οποίο είναι δεκτικό της γέννησης και της φθοράς, επειδή όλα τα υποκείμενα μπορούν να δεχθούν κάποιες αντίθετες ιδιότητες»). 3 Κατά τον Ross (1924, 126), «στα Ἀναλυτικὰ Ὕστερα Β 11, ως υλικό αίτιο εννοείται τὸ τίνων ὄντων ἀνάγκη τοῦτ εἶναι, και αυτό εξηγείται ως οι δύο προκείμενες από τις οποίες έπεται ένα 12
φιλοσοφικό περιεχόμενο στην λέξη ὕλην, ως το υλικό συστατικό ενός πράγματος, ως ενός εκ των τεσσάρων αιτίων που προκαλούν και εξηγούν τις φυσικές μεταβολές. Ο όρος ὑποκείμενον εδώ εννοείται ως το υλικό υπόστρωμα του πράγματος (substratum), δηλαδή το πρώτο ενυπάρχον συστατικό του πράγματος, το οποίο υπόκειται στις μεταβολές και υφίσταται τα πάθη/συμβεβηκότα («περιστασιακές ιδιότητες») (βλ. Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 29-30). Δ), Ε) Ο Αριστοτέλης στα Ἀναλυτικὰ Ὕστερα Β 11 94a 21 και στα Φυσικά 195a 18, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013b 20-21 εννοεί μεταφορικά ως το υλικό αίτιο των μεταβολών τις προκείμενες προτάσεις ενός συλλογισμού. 2.2. Η έννοια του ποιητικού αιτίου των μεταβολών. Ο Αριστοτέλης εννοεί το ποιητικό αίτιο των μεταβολών ως: Α) ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως («το αίτιο από το οποίο προέρχεται η αρχή της μεταβολής», Μετὰ τὰ Φυσικὰ A 3 983a 30), Β) ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς μεταβολῆς ἡ πρώτη ἢ τῆς ἠρεμήσεως, οἷον ὁ βουλεύσας αἴτιος, καὶ ὁ πατὴρ τοῦ τέκνου, καὶ ὅλως τὸ ποιοῦν τοῦ ποιουμένου καὶ τὸ μεταβάλλον τοῦ μεταβαλλομένου («το αίτιο από όπου προέρχεται η πρώτη αρχή της μεταβολής ή η αρχή της ακινητοποίησης, για παράδειγμα αυτός που πήρε μία απόφαση για μία πράξη είναι αίτιος αυτής της πράξης, και ο πατέρας είναι αίτιος του παιδιού, και συνολικά αυτό που κατασκευάζει κάτι είναι αίτιο αυτού που κατασκευάζεται και αυτό που προκαλεί μία μεταβολή είναι αίτιο του πράγματος που μεταβάλλεται», Φυσικά Β 3 194b 29-32, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 29-32). Γ) ἀνάγεται τὸ διὰ τί [ ] ἢ εἰς τὸ κινῆσαν πρῶτον (οἷον διὰ τί ἐπολέμησαν; ὅτι ἐσύλησαν) [«Το γιατί ανάγεται σ αυτό που μετέδωσε πρώτο την μεταβολή (παραδείγματος χάριν γιατί πολέμησαν; επειδή προκάλεσαν λεηλασίες)», Φυσικά Β 7 198a 19, 33]. Είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι, κατά τον Αριστοτέλη, το ποιητικό αίτιο εννοείται ως το αίτιο από όπου προέρχεται η πρώτη, χρονικά, αρχή της μεταβολής ή της ακινητοποίησης του όντος. Παραδείγματα ποιητικού αιτίου: 1) ὁ βουλεύσας αἴτιος, δηλαδή ο άνθρωπος που σκέφτεται και επιδιώκει την επιτέλεση συμπέρασμα. Οι προκείμενες ενός συλλογισμού εννοούνται ως μία εκδοχή υλικού αιτίου στα Φυσικά, 195a 18 (Δ 1013b 20)». 13
μίας πράξης συνιστά το ποιητικό αίτιο αυτής της πράξης ή του πράγματος. 2) ὁ πατὴρ τοῦ τέκνου, δηλαδή ο πατέρας του παιδιού συνιστά το ποιητικό αίτιο της γέννησης του παιδιού. Στην περίπτωση όμως των τεχνουργημάτων, ο Αριστοτέλης εννοεί ως ποιητικό αίτιο το εἶδος/μορφή («σχέδιο κατασκευής του τεχνουργήματος»), το οποίο ενυπάρχει στον νου του τεχνίτη (Φυσικά 195a 6, 195 b 22-25, βλ. και Περὶ ζῴων μορίων Α 640a 29-32: Ἡ δὲ τέχνη λόγος τοῦ ἔργου ὁ ἄνευ τῆς ὕλης ἐστίν). 2.3. Η έννοια του ειδικού αιτίου των μεταβολών. Ο Αριστοτέλης εννοεί το ειδικό αίτιο των μεταβολών ως: Α) τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἦν εἶναι (ἀνάγεται γὰρ τὸ διὰ τί εἰς τὸν λόγον ἔσχατον, αἴτιον δὲ καὶ ἀρχὴ τὸ διὰ τί πρῶτον) [«η ουσία δηλαδή αυτό που ήταν να είναι ένα πράγμα (διότι το γιατί ανάγεται τελικά στον ορισμό και το πρωταρχικό γιατί είναι αίτιο και αρχή)», Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 27-29]. Β) τὸ εἶδος καὶ τὸ παράδειγμα, τοῦτο δ' ἐστὶν ὁ λόγος ὁ τοῦ τί ἦν εἶναι καὶ τὰ τούτου γένη (οἷον τοῦ διὰ πασῶν τὰ δύο πρὸς ἕν, καὶ ὅλως ὁ ἀριθμός) καὶ τὰ μέρη τὰ ἐν τῷ λόγῳ [«ως αίτιο εννοείται το είδος και το πρότυπο, αυτό είναι ο ορισμός του τί ήταν να είναι ένα πράγμα και τα γένη αυτού (παραδείγματος χάριν το διάστημα της οκτάβας είναι η αναλογία δύο προς ένα, και γενικά ο αριθμός) και τα μέρη τα οποία ανήκουν στον ορισμό», Φυσικά B 3 194b 26-29, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 26-29]. Γ) ἢ γὰρ εἰς τὸ τί ἐστιν ἀνάγεται τὸ διὰ τί ἔσχατον, ἐν τοῖς ἀκινήτοις (οἷον ἐν τοῖς μαθήμασιν εἰς ὁρισμὸν γὰρ τοῦ εὐθέος ἢ συμμέτρου ἢ ἄλλου τινὸς ἀνάγεται ἔσχατον) [«διότι ή το γιατί ανάγεται τελικά στο τι είναι ένα πράγμα, στην περίπτωση των αμετάβλητων όντων (παραδείγματος χάριν στα μαθηματικά αντικείμενα διότι το γιατί ανάγεται τελικά στον ορισμό της ευθείας γραμμής ή του σύμμετρου αριθμού ή κάποιου άλλου μαθηματικού αντικειμένου)», Φυσικά Β 7 198a 16-18]. Α) (Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 27-29): Ο σύνδεσμος καὶ στην έκφραση τὴν οὐσίαν καὶ τὸ τί ἦν εἶναι είναι επεξηγηματικός: Η οὐσία του όντος συνιστά τὸ τί ἦν εἶναι του όντος. Ο Αλέξανδρος (20.5-8) επισημαίνει ότι η οὐσία ταυτίζεται με το 14
εἶδος ενός πράγματος. 4 Ο όρος τί ἦν εἶναι δηλώνει το είδος του όντος, δηλαδή την δομή του όντος και αποτυπώνεται λεκτικά στον λόγον («ορισμό») του πράγματος. Ο λόγος/ ορισμός αποτελεί την λεκτική φόρμουλα της οὐσίας. Ο Ross (1924, 127) εξηγεί τον όρο οὐσία, παραπέμποντας στα Μετὰ τὰ Φυσικά Z 1028b 33: «Παρά το γεγονός ότι ο όρος οὐσία δεν έχει δεσμευτική σημασία, δηλαδή σημαίνει το πιο πραγματικό στοιχείο σ ένα πράγμα, οπουδήποτε και αν αυτό βρίσκεται-στο τι είναι ένα πράγμα, στο καθόλου ή στο γένος στο οποίο υπάγεται ή στο υλικό υπόστρωμα του πράγματος (Μετὰ τὰ Φυσικά Z 1028b 33)-ο Αριστοτέλης έχει την τάση συνεχώς να τον χρησιμοποιεί με την έννοια σύμφωνα με την οποία ο ίδιος πιστεύει ότι είναι το πιο πραγματικό στοιχείο σ ένα πράγμα, δηλαδή η μορφή του ή αυτό που είναι το πράγμα (essentia) (Z 1041b 7-9). Η χρήση του όρου οὐσία ως ισοδύναμου με τον όρο τὸ τί ἦν εἶναι (στο χωρίο Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3, 983a 27-29) αποτελεί αναμονή του αποτελέσματος έρευνας στο οποίο θα φτάσει ο Αριστοτέλης στο βιβλίο Ζ των Μετὰ τὰ Φυσικά». Κατά τον Ross (1924, 127), «ο όρος τὸ τί ἦν εἶναι συνιστά την απάντηση στην ερώτηση: τί επρόκειτο να είναι ένα πράγμα υπό συγκεκριμένη-καθορισμένη μορφή/είδος. Ο όρος τί ἦν εἶναι ένα πράγμα συνίσταται στο είδος αυτού του πράγματος (το γένος και ειδοποιός διαφορά) χωρίς την ύλη». Ας αναλύσουμε όμως την κρίση του Ross ότι δηλαδή ο όρος τί ἦν εἶναι ένα πράγμα συνίσταται στο είδος αυτού του πράγματος (το γένος και την ειδοποιό διαφορά) χωρίς την ύλη: Ο όρος τί ἦν εἶναι («τί ήταν να είναι ένα πράγμα») δηλώνει λεκτικά τον ορισμό του πράγματος, την δομή του, με ποιο τρόπο η δομή του είναι προκαθορισμένη να είναι διαμορφωμένη με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά που αποτυπώνονται λεκτικά στον ορισμό του. Σύμφωνα με το αριστοτελικό φιλοσοφικό σύστημα, ο ορισμός ενός πράγματος αποδίδεται λεκτικά εάν εντάξουμε αυτό το πράγμα σ ένα γένος και ταυτόχρονα δηλώσουμε και τις ειδοποιούς διαφορές που διαχωρίζουν αυτό το 4 Λέγει μὲν τὴν κατὰ τὸ εἶδος οὐσίαν, εἰκότως δὲ εἶπεν οὐσίαν ἑκάστου τὸ εἶδος κατὰ γὰρ τὸ εἶδος ἑκάστῳ τὸ εἶναι τοῦτο ὅ ἐστιν. διὰ γὰρ τοῦτο καὶ οἱ ὁρισμοὶ κατὰ τοῦτο γίνονται τῶν ὁριστῶν τί ἦν εἶναι γὰρ τὸν ὁρισμὸν καὶ τὸν λόγον λέγει («ο Αριστοτέλης εννοεί την ουσία σύμφωνα με το είδος, ευλόγως λοιπόν ονόμασε το είδος καθενός πράγματος ουσία διότι σύμφωνα με το είδος καθενός πράγματος, καθένα πράγμα είναι αυτό που είναι. Διότι εξ αιτίας του είδους και σύμφωνα μ αυτό γίνονται οι ορισμοί των οριστέων πραγμάτων διότι ο όρος «τί ήταν να είναι ένα πράγμα» αποδίδεται στον ορισμό και τον λόγο»). 15
πράγμα από τα υπόλοιπα πράγματα που υπάγονται μαζί με αυτό στο ίδιο γένος. Ορίζουμε ένα πράγμα σύμφωνα με την σχέση: Το Α είναι Β+Γ. Παραδείγματος χάριν, 1) Το τρίγωνο είναι το επίπεδο σχήμα με τρείς γωνίες. Η μεταβλητή Α δηλώνει το οριστέο πράγμα-definiendum (το τρίγωνο), η μεταβλητή Β δηλώνει το γένος (το επίπεδο σχήμα) στο οποίο εντάσσεται το Α (τρίγωνο) ως ένα επιμέρους είδος το οποίο υπάγεται στο γένος (επίπεδο σχήμα), η μεταβλητή Γ δηλώνει την ειδοποιό διαφορά (τις τρείς γωνίες), η οποία διαχωρίζει το οριστέο πράγμα Α (τρίγωνο) από τα υπόλοιπα πράγματα που εντάσσονται μαζί υπό το γένος επίπεδο σχήμα. 2) Ο άνθρωπος είναι ζῶον λογικόν. Η μεταβλητή Α δηλώνει το οριστέο πράγμα (ο άνθρωπος), η μεταβλητή Β δηλώνει το γένος των ζωντανών όντων υπό του οποίου εντάσσεται το είδος του ανθρώπου, η μεταβλητή Γ δηλώνει την ειδοποιό διαφορά (η κατοχή της λογικής ιδιότητας) βάσει της οποίας το είδος του ανθρώπου διαχωρίζεται από τα υπόλοιπα είδη των ζωντανών όντων (τα έμβια όντα που στερούνται της λογικής ιδιότητας). Το δεύτερος μέλος της ισότητας (Β+Γ) συνιστά το definiens («ο όρος διά του οποίου ορίζουμε το αντικείμενο που θέλουμε να ορίσουμε»). Επομένως, συμπεραίνουμε ότι ο Αριστοτέλης, στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 3 983a 27, χρησιμοποιεί τον όρο οὐσίαν με την έννοια του τί ἦν εἶναι ένα πράγμα (essentia), και όχι με την έννοια του υλικού υποστρώματος ενός πράγματος (substratum), το οποίο είναι δεκτικὸν τῶν ἐναντίων («η ύλη δέχεται τις διαφορετικές κάθε φορά ιδιότητες»), όπως ορίζεται η οὐσία στις Κατηγορίες (4a 10). Ο όρος οὐσία στα Μετὰ τὰ Φυσικὰ Α 3 983a 27 σημαίνει αυτό που πραγματικά είναι ένα πράγμα, εννοείται ως τὸ τί ἦν εἶναι (essentia) του όντος, δηλαδή αυτό που ήταν να είναι το όν, το είδος του, το οποίο αποτελεί την καθοδηγητική αρχή δημιουργίας του όντος. Ο Αριστοτέλης επεξηγεί τον όρο οὐσίαν (essentia), δηλαδή το τί ἦν εἶναι ένα πράγμα, το είδος του πράγματος στην παρενθετική πρόταση (983a 28-29). Ειδικότερα, ο Αριστοτέλης στο 983a 28-29, μέσω ενός επιχειρήματος, υποστηρίζει ότι ένα εκ των τεσσάρων πρώτων αιτίων είναι η οὐσία δηλαδή το τί ἦν εἶναι. 1. Το «γιατί» ανάγεται τελικά στον ορισμό. 2. Το «γιατί» συνιστά πρώτο αίτιο και αρχή. 3. (1,2) Ο ορισμός αποτυπώνει το πρώτο αίτιο/ «γιατί». 16
4. Το «γιατί» ταυτίζεται με την ουσία/το τί ἦν εἶναι. 5. (1,2,3,4) Η οὐσία/το τί ἦν εἶναι συνιστά ένα από τα τέσσερα πρώτα αίτια. Η απάντηση στο ερώτημα διὰ τί («γιατί») συμβαίνει ένα φυσικό φαινόμενο, ανάγεται εσχάτως στον ορισμό. Εάν απαντήσουμε στο ερώτημα «γιατί» συμβαίνει ένα φυσικό φαινόμενο, τότε αποδίδουμε τον ορισμό αυτού του φυσικού φαινομένου. Παραδείγματος χάριν, ο Αριστοτέλης στα Ἀναλυτικά Ὕστερα 95a 14, 93b 7, 90a 15, Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1044b 14, υποστηρίζει ότι η απάντηση στο ερώτημα «γιατί» συμβαίνει η έκλειψη της σελήνης μας δίνει την διατύπωση του ορισμού του φαινομένου της έκλειψης της σελήνης: Ἀναλυτικά Ὕστερα 95a 14: Οἷον διὰ τί γέγονεν ἔκλειψις; διότι ἐν μέσω γέγονεν ἡ γῆ. Παραδείγματος χάριν, γιατί έχει γίνει η έκλειψη; Διότι η γη έχει παρεμβληθή στο μέσον. Ἀναλυτικά Ὕστερα 93b 7: ἔστι γὰρ ἡ ἔκλειψις ἀντίφραξις ὑπὸ γῆς. Διότι η έκλειψη είναι αντίφραξη από την γη. Ἀναλυτικά Ὕστερα 90a 15: τί ἐστιν ἔκλειψις; στέρησις φωτὸς ἀπὸ σελήνης ὑπὸ γῆς ἀντιφράξεως. Τί είναι έκλειψη; Η στέρηση του φωτός από την σελήνη εξ αιτίας της παρεμβάσεως της γης. Μετεωρολογικὰ 367b 21: [ ] ἥλιον ἐκλείπειν σελήνης ἀντιφράξει. [ ] ότι ο ήλιος εκλείπει εξ αιτίας της παρεμπόδισης που υφίσταται η σελήνη. Μετὰ τὰ Φυσικὰ 1044b 14: οἷον τί ἔκλειψις; στέρησις φωτός. Παραδείγματος χάριν, τί είναι η έκλειψη; Η στέρηση του φωτός. Κατά τον Αριστοτέλη, η απάντηση που θα δώσουμε στο ἔσχατον διὰ τί, δηλαδή στο τελευταίο χρονικά θέμα της διερεύνησης «γιατί συμβαίνει μία χ 17
μεταβολή», κατά την χρονική δηλαδή αποπεράτωση της γνωστικής μας πορείας από τα πράγματα που είναι ασαφή για εμάς προς τα πράγματα που είναι σαφέστερα και γνωριμώτερα κατά την φύση, (βλ. Ἀναλυτικά Ὕστερα A 71b 33-72a 4, Φυσικά Α 184a16-18), αποδίδει λεκτικά το είδος/τί ἦν εἶναι της χ μεταβολής (essentia). Η λεκτική απόδοση του είδους της μεταβολής συνιστά τον ορισμό της. 1) Ἀναλυτικά Ὕστερα A 71b 33-72a 4: Πρότερα δ ἐστὶ καὶ γνωριμώτερα διχῶς οὐ γὰρ ταὐτὸν πρότερον τῇ φύσει καὶ πρὸς ἡμᾶς πρότερον, οὐδὲ γνωριμώτερον καὶ ἡμῖν γνωριμώτερον. Λέγω δὲ πρὸς ἡμᾶς μὲν πρότερα καὶ γνωριμώτερα τὰ ἐγγύτερον τῆς αἰσθήσεως, ἁπλῶς δὲ πρότερα και γνωριμώτερα τὰ πορρώτερον. Τα αίτια εννοούνται ως πιο πρωταρχικά και πιο γνώριμα με δύο τρόπους διότι δεν είναι το ίδιο πράγμα αυτό που είναι πιο πρωταρχικό στην φύση και αυτό που είναι πιο πρωταρχικό σ εμάς, ούτε είναι το ίδιο πράγμα αυτό που είναι γνωριμώτερο στην φύση και αυτό που είναι γνωριμώτερο σ εμάς. Εννοώ ότι τα πράγματα που είναι πιο κοντά στις αισθήσεις μας είναι πιο πρωταρχικά και πιο γνώριμα σ εμάς, ενώ τα πράγματα που είναι πιο μακριά από τις αισθήσεις μας είναι πιο πρωταρχικά και πιο γνώριμα απόλυτα. Ο Αριστοτέλης, στα Ἀναλυτικά Ὕστερα A 71b 33-72a 4, υποστηρίζει ότι τα πράγματα που είναι εγγύτερα στις αισθητηριακές μας ικανότητες είναι πιο γνώριμα σ εμάς. Αντίθετα, τα πράγματα που είναι πιο γνώριμα και πιο πρωταρχικά απόλυτα, στην φύση, υφίστανται πιο μακριά από εμάς, δηλαδή από την ανθρώπινη δυνατότητα να τα γνωρίσουμε. Τα πράγματα που θα γνωρίσουμε εμείς, κατά το χρονικό τέλος μίας γνωστικής πορείας, θα είναι τα πιο πρωταρχικά και τα πιο γνώριμα πράγματα στην φύση. Η απάντηση που θα δώσουμε στο τελευταίο ερώτημα που θέτουμε χρονικά «γιατί συμβαίνει η χ μεταβολή», κατά τον τερματισμό δηλαδή της γνωστικής μας πορείας, θα αποτελέσει ταυτόχρονα το πρωταρχικό «γιατί» που εξηγεί πληρέστατα την δομή, δηλαδή το είδος της χ μεταβολής. Η απάντηση στο πρωταρχικό ερώτημα «γιατί συμβαίνει η χ μεταβολή» διατυπώνεται λεκτικά στον ορισμό αυτής μεταβολής. Η διατύπωση του ορισμού περιλαμβάνει ήδη και αναγκαία την απάντηση στο ερώτημα διὰ τί (γιατί συμβαίνει ένα φυσικό φαινόμενο). Η απάντηση στο ερώτημα διὰ τί αποτελεί αναγκαία 18
προϋπόθεση για την απόδοση του ορισμού ενός φαινομένου (βλ. παραπάνω το παράδειγμα: ο ορισμός της εκλείψεως της σελήνης). 2) Φυσικά Α 184a 16-18: διόπερ ἀνάγκη τὸν τρόπον τοῦτον προάγειν ἐκ τῶν ἀσαφεστέρων μὲν τῇ φύσει ἡμῖν δὲ σαφεστέρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα τῇ φύσει καὶ γνωριμώτερα. Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι ανάγκη να προάγουμε αυτόν τον τρόπο έρευνας από τα πράγματα που είναι πιο ασαφή στην φύση και σαφέστερα σ εμάς προς τα πράγματα που είναι πιο σαφή και πιο γνώριμα στην φύση. Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά, Α 184a 16-23 τονίζει ότι η γνωσιολογική πορεία (ὁδός) που ακολουθούμε προς την κατάκτηση της επιστήμης εκ φύσεως εκκινείται από την διερεύνηση των πραγμάτων που είναι πιο γνώριμα και σαφή σ εμάς, σύμφωνα με τις περιορισμένες αισθητηριακές μας ικανότητες, προς την γνώση των πραγμάτων που είναι πιο γνώριμα και σαφή για την φύση, δηλαδή προς την γνώση των πρώτων αρχών, αιτίων και στοιχείων (δηλαδή των αδιαίρετων συστατικών) των πραγμάτων. Η γνώση των πρώτων αρχών, αιτίων και στοιχείων των πραγμάτων αποτελούν τα πρῶτα φύσει, δηλαδή τα πιο πρωταρχικής σημασίας αίτια ως προς τον καθορισμό των όντων, αλλά κατακτώνται γνωστικά από τα ανθρώπινα υποκείμενα τελευταία κατά την γνωσιακή διαδικασία. Επομένως, ο Αριστοτέλης, στα δύο παραπάνω χωρία, δεικνύει ότι τα πράγματα που γνωρίζουμε τελευταία χρονικά κατά την διερεύνηση ενός φαινομένου ταυτίζονται με τα πράγματα που είναι πιο φανερά από την φύση. Τα πράγματα που γνωρίζουμε τελευταία χρονικά κατά την γνωσιολογική τάξη (:ordo cognoscendi) συνιστούν τα πράγματα που είναι τα πιο σαφή, γνώριμα και φανερά από την φύση. Τα πράγματα που είναι τα πιο γνώριμα από την φύση ορίζονται ως τα πιο πρωταρχικής σημασίας πράγματα σύμφωνα με την οντολογική τάξη των πραγμάτων (:ordo essendi), δηλαδή αποτελούν τα πρώτα αίτια, τις πρώτες αρχές και τα στοιχεία των πραγμάτων. Ο Αλέξανδρος (20.10-12, 21.13-18) εξηγεί με ποια έννοια το ερώτημα διὰ τί ανάγεται ως ἔσχατον στον ορισμό του πράγματος: 19
(20. 10-12) <ἔσχατον> δέ, ὅτι κατὰ τὴν ἀπόδοσιν τοῦ ὁρισμοῦ οὐκέτι τὸ διὰ τί ἐξετάζομεν, ὡς μεμαθηκότες δηλονότι τὸ τοιοῦτον αἴτιον, περὶ οὗ ἡ ζήτησις ἡμῖν. Το «γιατί» ανάγεται τελευταίο στον ορισμό, επειδή κατά την απόδοση του ορισμού δεν εξετάζουμε πλέον το «γιατί», επειδή έχουμε ήδη μάθει φανερά αυτό το αίτιο, σχετικά με το οποίο διεξάγεται η έρευνα μας. Κατά τον Αλέξανδρο, η απάντηση στο τελευταίο ερώτημα «γιατί» συμβαίνει μία μεταβολή, αποτυπώνεται λεκτικά στον ορισμό αυτής της μεταβολής. Ο ορισμός αυτής της μεταβολής περιλαμβάνει την απάντηση στο τελευταίο ερώτημα «γιατί συμβαίνει η χ μεταβολή» που θέτουμε. Η απάντηση στο τελευταίο «γιατί συμβαίνει η χ μεταβολή» ταυτίζεται με τον ορισμό της χ μεταβολής και την εξηγεί πλήρως, χωρίς να χρειάζεται να θέσουμε περαιτέρω ερωτήματα «γιατί συμβαίνει η χ μεταβολή». (21.13-18): τὸ γὰρ ἔσχατον λεγόμενον ἐν τῇ ἀποδόσει πρῶτόν ἐστιν ἐν τῇ φύσει καὶ αἴτιον διὸ ἐπήνεγκεν <αἴτιον δὲ καὶ ἀρχὴ τὸ διὰ τί πρῶτον.> τὸ μὲν γὰρ ἐν τῇ τοῦ διὰ τί ἀπαιτήσει ἔσχατον ἀποδιδόμενον κυρίως αἴτιον Αυτό που λέγεται τελευταίο στην απόδοση του ορισμού είναι πρωταρχικό στην φύση και αίτιο γι αυτόν τον λόγο ο Αριστοτέλης συνήγαγε ότι το «γιατί» είναι πρώτο αίτιο και αρχή. Διότι αυτό το οποίο αποδίδεται τελευταίο στην διερεύνηση του «γιατί» είναι το κυρίως αίτιο Στο χωρίο 21.13-18, ο Αλέξανδρος επισημαίνει ότι το αίτιο το οποίο αποδίδουμε τελευταίο λεκτικά στον ορισμό της χ μεταβολής αποτελεί το πρωταρχικό αίτιο πρόκλησης αυτής της μεταβολής. Γι αυτόν τον λόγο, ο Αριστοτέλης αναφέρει στα Μετὰ τὰ Φυσικά 983a 28-29 ότι η απάντηση στο τελευταίο «γιατί» συνιστά το πρωταρχικό αίτιο και αρχή. Η απάντηση στο ἔσχατον διὰ τί συμβαίνει ένα φυσικό φαινόμενο, η οποία αποδίδεται τελευταία χρονικά κατά την εξήγηση του φαινομένου, συνιστά το πρῶτο αἴτιον και αρχή του φαινομένου, δηλαδή το αίτιο, το οποίο έχει την πιο πρωταρχική σημασία 20
κατά την διαμόρφωση αυτού του φαινομένου. Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί» συμβαίνει ένα φυσικό φαινόμενο συνιστά το είδος του φαινομένου, το τί ἦν εἶναι το φαινόμενο αυτό, το ειδικό αίτιο πρόκλησης του φαινομένου. Το είδος του φαινομένου αποτυπώνεται λεκτικά στον ορισμό του φαινομένου. Β) (Φυσικά B 3 194b 26-29, Μετὰ τὰ Φυσικὰ Δ 2 1013a 26-29): Ο όρος εἶδος δηλώνει την δομή του πράγματος. Ο όρος παράδειγμα («πρότυπο, υπόδειγμα του όντος») δηλώνει το ένυλο πρότυπο βάσει του οποίου δομείται το ον. Ο Αλέξανδρος τονίζει ότι ο Αριστοτέλης ορίζει το παράδειγμα ως το εἶδος του όντος, οὐχ ὡς οἱ τὰς ἰδέας λέγοντες («όχι όπως υποστηρίζουν αυτοί οι οποίοι μιλούν για τις Ιδέες», 349. 6-7), δηλαδή οι πλατωνικοί φιλόσοφοι. Ο Αλέξανδρος επισημαίνει ότι, σύμφωνα με την αριστοτελική φυσική φιλοσοφία, η αρχή των φύσει όντων δεν δημιουργείται σύμφωνα με κάποιο εξωτερικό πρότυπο. Αντίθετα με τους πλατωνικούς φιλοσόφους, ο Αριστοτέλης ορίζει το παράδειγμα ως το είδος του όντος, τὸ γιγνόμενον ἐν τᾗ ὕλη («το είδος, το οποίο εντάσσεται στην ύλη»). Ο Αλέξανδρος (349.6) επισημαίνει ότι ο λόγος («ορισμός») είναι δηλωτικός του τί ἦν εἶναι ένα όν, δηλαδή του εἴδους του όντος. Ομοίως, επισημαίνει ότι τό τε γὰρ εἶδος τὸ ἑκάστου καὶ ὁ λόγος ὁ σημαίνων τὸ τί ἦν εἶναι καὶ τὰ τοῦ εἴδους τούτου γένη ὁμοίως αἴτια («Το είδος καθενός πράγματος και ο ορισμός ο οποίος σηματοδοτεί αυτό που ήταν να είναι το πράγμα και τα γένη αυτού του είδους είναι με όμοιο τρόπο αίτια», 349.19-20). Επιπρόσθετα, τα μέρη που συναπαρτίζουν τον ορισμό του πράγματος συνιστούν τον λόγο/ορισμό του τί ήταν να είναι (τί ἦν εἶναι) ένα πράγμα. Ο Αλέξανδρος (349.14-16) επισημαίνει την ταύτιση του είδους με το τέλος («ο σκοπός χάριν του οποίου γεννιούνται τα φύσει όντα»). Ομοίως, ο Αριστοτέλης στα Φυσικά Β 7 198a 24-27 ταυτίζει το είδος με το τέλος στα φύσει όντα. Αλέξανδρος, 349.14-16: καὶ τὰ φύσει δὲ γινόμενα πάντα ἕνεκά του γίγνεται καὶ ὡρισμένου τινὸς εἴδους καὶ τελειότητος, ἐν ᾗ γενόμενον αὐτῶν ἕκαστον τοῦ γίνεσθαι παύεται. Τοῦτο ἄρα ἐστὶν αὐτοῖς τὸ παράδειγμα. 21
Και όλα αυτά τα οποία γεννιούνται με φυσικό τρόπο, γεννιούνται χάριν κάποιου καθορισμένου είδους και τελειότητος, στην οποία τελειότητα, αφού γεννηθεί καθένα από τα φυσικά όντα, παύει η διαδικασία της γέννησης. Άρα, αυτό είναι το υπόδειγμα στα φυσικά όντα. Ο Αριστοτέλης επεξηγεί το ειδικό αίτιο των πραγμάτων, αναφέροντας ως παράδειγμα, το είδος του διαστήματος της μουσικής οκτάβας: ο λόγος («ορισμός») του διαστήματος της οκτάβας είναι η αναλογία δύο προς ένα. Το γένος στο οποίο ανήκει η οκτάβα είναι ο ἀριθμός (Φυσικά Β 3 194b 27). Η ειδοποιός διαφορά, η οποία διαφοροποιεί και επιμερίζει το διάστημα της οκτάβας ως εἶδος, το οποίο υπάγεται στο γένος ἀριθμός είναι η αναλογία δύο προς ένα. Κατά όμοιο τρόπο, το εἶδος καὶ τὸ παράδειγμα ορίζεται και ως τὰ μέρη τὰ ἐν τῷ λόγῳ, δηλαδή τα μέρη από τα οποία απαρτίζεται ο ορισμός του πράγματος. Στο παράδειγμα της οκτάβας, οι αριθμοί «δύο», «ένα», η κλασματική σχέση των αριθμών «δύο» και «ένα», αποτελούν μέρη, τα οποία συναπαρτίζουν τον ορισμό του διαστήματος της οκτάβας ως η αναλογία «δύο» προς «ένα». Γ) (Φυσικά Β 7 198a 16-18): Ομοίως με τα Μετὰ τὰ Φυσικά, 983a 27-29, ο Αριστοτέλης ορίζει το ειδικό αίτιο των πραγμάτων ως τὸ τί ἐστιν («τί είναι ένα πράγμα»), δηλαδή ποιο είναι το είδος του, η ουσία του, τὸ τί ἦν εἶναι του πράγματος. Το διὰ τὶ ἔσχατον ανάγεται τελικά στον ορισμό του πράγματος. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ως κατάλληλο παράδειγμα ειδικού αιτίου όπου το διὰ τὶ ἔσχατον ανάγεται στον ορισμό του πράγματος, το ειδικό αίτιο των μαθηματικών αντικείμένων, π.χ. το διὰ τί ανάγεται ἔσχατον στον ορισμό της ευθείας. 2.4. Η έννοια του τελικού αιτίου των μεταβολών. Ο Αριστοτέλης εννοεί το τελικό αίτιο των μεταβολών ως: Α) τετάρτην δὲ τὴν ἀντικειμένην αἰτίαν ταύτῃ, τὸ οὗ ἕνεκα καὶ τἀγαθόν (τέλος γὰρ γενέσεως καὶ κινήσεως πάσης τοῦτ' ἐστίν) Ως τέταρτο αίτιο εννοείται αυτό το οποίο αντίκειται στο ποιητικό αίτιο, το αίτιο χάριν του οποίου γίνεται μία μεταβολή, δηλαδή το αγαθό (διότι αυτό είναι ο σκοπός της γέννησης και κάθε μεταβολής) (Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 31-32), 22
Β) τὸ τέλος τοῦτο δ ἐστὶν τὸ οὗ ἕνεκα, οἷον τοῦ περιπατεῖν ἡ ὑγίεια διὰ τί γὰρ περιπατεῖ; φαμέν «ἵνα ὑγιαίνῃ», καὶ εἰπόντες οὕτως οἰόμεθα ἀποδεδωκέναι τὸ αἴτιον. καὶ ὅσα δὴ κινήσαντος ἄλλου μεταξὺ γίγνεται τοῦ τέλους, οἷον τῆς ὑγιείας ἡ ἰσχνασία ἢ ἡ κάθαρσις ἢ τὰ φάρμακα ἢ τὰ ὄργανα πάντα γὰρ ταῦτα τοῦ τέλους ἕνεκά ἐστιν, διαφέρει δὲ ἀλλήλων ὡς ὄντα τὰ μὲν ἔργα τὰ δ' ὄργανα. Επιπρόσθετα, ως αίτιο εννοείται ο σκοπός. Αυτό είναι το αίτιο «χάριν του οποίου», για παράδειγμα ο σκοπός του να περπατά κάποιος είναι η υγεία. Διότι για ποιόν λόγο κάποιος περπατά; Λέμε «για να είναι υγιής», και αφού έχουμε απαντήσει με αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι έχουμε αποδώσει το αίτιο. Και όσα βεβαίως πράγματα γίνονται ενδιάμεσα πριν από τον σκοπό, όταν άλλο πράγμα προκάλεσε την μεταβολή. Για παράδειγμα, το αδυνάτισμα ή η κάθαρση ή τα φάρμακα ή τα εργαλεία γίνονται ενδιάμεσα με σκοπό την υγεία. Διότι όλα αυτά υπάρχουν χάριν του σκοπού, διαφέρουν όμως μεταξύ τους επειδή αυτά είναι έργα ενώ τα άλλα είναι εργαλεία. (Φυσικά Β 3 194b 32-195a 3, Μετὰ τὰ Φυσικά Δ 2 1013a 32-1013b 2). Γ) τίνος ἕνεκα (ἵνα ἄρξωσιν): [«χάριν ποιου σκοπού έπραξαν έτσι (για να αποκτήσουν εξουσία)», Φυσικά Β 7 198a 20]. Α) (Μετὰ τὰ Φυσικά Α 3 983a 31-32): Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι το τέταρτο αίτιο που εξηγεί κάθε μεταβολή αποτελεί το τελικό αίτιο, δηλαδή το αίτιο χάριν του οποίου (τὸ οὗ ἕνεκα) πραγματοποιείται κάθε φυσική μεταβολή, γέννηση και φθορά και το οποίο συνιστά τἀγαθόν («το βέλτιστο αποτέλεσμα στην φύση»). Ο Αλέξανδρος (22.7-13), σχολιάζοντας το χωρίο 983a 31, επισημαίνει ότι ο Αριστοτέλης, αφού μνημόνευσε το ποιητικό αίτιο (το αίτιο ὅθεν ἡ ἀρχὴ τῆς κινήσεως), δηλαδή το αίτιο από το οποίο προέρχεται η αρχή της μεταβολής, υποστηρίζει ότι το τελικό αίτιο αντίκειται στο ποιητικό αίτιο, καθώς το ποιητικό αίτιο προϋπάρχει της μεταβολής ενώ το τελικό αίτιο αποτελεί το έσχατο αίτιο της μεταβολής: τέλος γὰρ γενέσεως καὶ κινήσεως πάσης τοῦτ ἐστίν («διότι ο σκοπός κάθε γέννησης και μεταβολής είναι το αίτιο χάριν του οποίου γίνεται κάθε γέννηση και μεταβολή»). Επομένως, συμπεραίνουμε ότι το αριστοτελικό ποιητικό αίτιο συνιστά την χρονική αρχή της μεταβολής, ενώ το τελικό αίτιο συνιστά τον σκοπό χάριν του οποίου γίνεται μία μεταβολή. 23
Στο συγκεκριμένο σημείο πρέπει να επισημάνουμε με ποια έννοια το ποιητικό αίτιο αποτελεί ἀρχὴν της μεταβολής και με ποια έννοια τὸ οὗ ἕνεκα και τἀγαθὸν συνιστά τέλος πάσης γενέσεως καὶ κινήσεως. Ο Αριστοτέλης υποστηρίζει ότι τὸ οὗ ἕνεκα και τἀγαθὸν αποτελεί τέλος πάσης γενέσεως καὶ κινήσεως με την έννοια: α) το τέλος εννοείται ως ο σκοπός κάθε γέννησης και μεταβολής και ταυτόχρονα β) το τέλος εννοείται ως το τελευταίο (ἔσχατον) χρονικά αίτιο που εκπληρώνεται κατά την γέννηση και την μεταβολή ενός όντος, αφού η εκπλήρωση του σκοπού χάριν του οποίου γίνεται κάθε γέννηση και μεταβολή επέρχεται στο τέλος χρονικά της διαδικασίας της γέννησης και της μεταβολής. Ταυτόχρονα όμως, όπως επισημαίνει ο Αλέξανδρος, ισχύει ότι το τελικό αίτιο είναι το τελευταίο (ἔσχατον) που εκπληρώνεται χρονικά σε κάθε γέννηση και μεταβολή, αλλά είναι το πρῶτο, το πιο πρωταρχικό αίτιο ως προς την φύση και τον ορισμό του μεταβαλλόμενου όντος: ἔστι δὲ τὸ τέλος αἴτιον τοῦ ποιητικοῦ, τῇ μὲν γενέσει ἔσχατον ὄν, τῇ δὲ φύσει καὶ τῷ λόγῳ πρῶτον («το τελικό αίτιο είναι αίτιο του ποιητικού αιτίου, επειδή είναι τελευταίο ως προς την γέννηση, πρωταρχικό όμως ως προς την φύση και τον ορισμό», 22.11-13). Χρονικά, κάθε γέννηση και μεταβολή εκκινείται από το ποιητικό αίτιο και ολοκληρώνεται με το τελικό αίτιο. Παραδείγματος χάριν, ο πατέρας, ο οποίος αποτελεί το ποιητικό αίτιο της γέννησης του παιδιού, εκκινεί χρονικά την διαδικασία της γέννησης του παιδιού. Το τελικό αίτιο της συγκεκριμένης μεταβολής αποτελεί η γέννηση του παιδιού, η οποία συνιστά τον σκοπό χάριν του οποίου εκκινήθη η διαδικασία γέννησης του παιδιού από τον γεννήτορα και το βέλτιστο αποτέλεσμα αυτής της μεταβολής. Ο Αριστοτέλης στα Φυσικά Β 7 198a 24-27 τονίζει ότι το τελικό αίτιο ταυτίζεται με το ειδικό αίτιο και με το ποιητικό αίτιο στα έμβια όντα. 5 5 ἔρχεται δὲ τὰ τρία εἰς [τὸ] ἓν πολλάκις τὸ μὲν γὰρ τί ἐστι καὶ τὸ οὗ ἕνεκα ἕν ἐστι, τὸ δ' ὅθεν ἡ κίνησις πρῶτον τῷ εἴδει ταὐτὸ τούτοις ἄνθρωπος γὰρ ἄνθρωπον γεννᾷ («τα τρία αίτια πολλές φορές συμπίπτουν διότι το τί είναι ένα πράγμα και το αίτιο χάριν του οποίου δημιουργείται ένα πράγμα αποτελούν ένα αίτιο και το αρχικό αίτιο απ όπου προέρχεται η μεταβολή ταυτίζεται μ αυτά ως προς το είδος διότι ο άνθρωπος γεννά άνθρωπο»). 24
Ο Αλέξανδρος τονίζει την προτερότητα του τελικού αιτίου έναντι των λοιπών τριών αιτίων (ποιητικό, υλικό, ειδικό αίτιο) στην φύση αλλά και στις πράξεις. Ο ίδιος (22.14-15) εναργώς υπογραμμίζει ότι ο σκοπός προϋπάρχει στην φύση: ο σκοπός της γέννησης ενός όντος ή μιας μεταβολής καθορίζει την συγκεκριμένη πορεία-διαδικασία, η οποία, εκκινούμενη από το ποιητικό αίτιο της μεταβολής θα πραγματωθεί υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις και τον σχεδιασμό που ορίζονται από το τέλος της μεταβολής. Ο Αλέξανδρος τονίζει ότι τὸ ἀγαθόν ἐστι τὸ ὡς τέλος αἴτιον («το άριστο αποτέλεσμα είναι το τελικό αίτιο», 22.15-21) και ότι αυτού του είδους η αρχή συνιστά τον σκοπό χάριν του οποίου πραγματοποιείται κάθε γέννηση και μεταβολή, όπως άλλωστε έχει ήδη δηλώσει ο Αριστοτέλης στην αρχή των Ἠθικῶν Νικομαχείων Α 1094 a 1-3: πᾶσα τέχνη καὶ πᾶσα μέθοδος ἀγαθοῦ τινὸς ἐφίεσθαι δοκεῖ («κάθε τεχνική ειδίκευση και κάθε τρόπος έρευνας φαίνεται ότι επιθυμούν κάποιο αγαθό»). Σύμφωνα με την ερμηνευτική γραμμή του Αλεξάνδρου, εάν όλα τα πράγματα που μεταβάλλονται επιθυμούν το οικείο τέλος τους, τότε το τέλος με την κυριότερη σημασία και αυτό το οποίο επιθυμούν όλα τα μεταβαλλόμενα πράγματα θα είναι το ἀγαθόν. Εξ ου και σωστά επισήμανε ο Αριστοτέλης: διὸ καλῶς ἀπεφήναντο τὸ ἀγαθόν, οὗ πάντα ἐφίεται («γι αυτόν τον λόγο με σωστό τρόπο μίλησαν για το αγαθό, αυτό το οποίο όλα τα πράγματα επιθυμούν»). Ο Αλέξανδρος σωστά υπογραμμίζει την προτερότητα του τελικού αιτίου έναντι του υλικού, ποιητικού, ειδικού αιτίου, ως προς την δημιουργία των μεταβολών στην αριστοτελική φυσική. Ο Αριστοτέλης θα υπερασπιστεί την προτερότητα του τελικού αιτίου έναντι του ποιητικού αιτίου στις φυσικές μεταβολές: 1) στην φυσική πραγματεία του Περὶ ζῴων μορίων Α 1 639b 12-17. Μάλιστα, στο χωρίο 642a κ.ε. ο Αριστοτέλης θα αντικρούσει τις μηχανιστικές εξηγήσεις των μεταβολών που προέβαλαν οι φιλόσοφοι Εμπεδοκλής και Δημόκριτος και θα υπερασπιστεί την φυσική τελεολογία. 2) Στα Φυσικά Β 8 198b 16-32. Πιο ειδικά, ο Αριστοτέλης, στα Φυσικά Β 8 198b 16-32, θα διερευνήσει κριτικά δύο απόψεις των μηχανιστών φιλοσόφων. Κατά τους μηχανιστές φιλοσόφους, 2i) η βροχή πέφτει εξ ανάγκης, δηλαδή από μηχανικά αίτια, όταν ο θερμός αέρας ψύχεται και πέφτει στην Γη λόγω του βάρους του σε μορφή βροχής και το φαινόμενο αυτό δεν εξυπηρετεί κάποιον σκοπό. Το φαινόμενο της βροχής, όπως και όλα τα φυσικά φαινόμενα, κατά τους προπλατωνικούς μηχανιστές 25