Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου

Σχετικά έγγραφα
Α. ΑΛΦΑΒΗΤΙΚΟ ΕΥΡΕΤΗΡΙΟ ΥΛΗΣ

ΜονΠρωτΑθ 4870/2006 Πρόεδρος: Δημήτριος Μάκος Γραμματέας: Χρυσάνθη Βαρβαρέσου Δικηγόροι: Γεώργιος Καπόγιαννης, Κωνσταντίνος Παπαβασιλείου

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΑΙΤΗΜΑ ΩΣ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΘΕΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΣΤΑΣΗΣ. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΚΑΙ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ.

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ Της ΜΑΤΙΝΑΣ ΜΑΤΖΟΥΝΗ ΤΟΥ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ (Α.Μ. 1551) ΤΙΤΛΟΣ: «ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ»

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

ΠΡΟΣΕΠΙΚΛΗΣΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΕΓΓΥΗΤΗ 1. Γενικά. Η προσεπίκληση δικονομικού εγγυητή αποτελεί μία από τις περιοριστικά στο νόμο αναφερόμενες περιπτώσεις

Δ Ι Κ Η Γ Ο Ρ Ι Κ Ο Γ Ρ Α Φ Ε Ι Ο Δ Η Μ Η Τ Ρ Ι Ο Υ Ε - Γ Κ Α Ρ Υ Δ Η

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Αριθμός 1349/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Α1' Πολιτικό Τμήμα

ΜΠρΑθ 10689/2008 [Διαδικασία συνδιαλλαγής κατά τον ΠτΚ - Προληπτικά μέτρα*] (παρατ. Ι. Σπυριδάκης)

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Ιστορικά Λειτουργική αποστολή της ρυθμίσεως Επισκόπηση των ρυθμίσεων 8-15α Αρχές της ρυθμίσεως και συγκρουόμενα

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

*ΛΟΙΠΕΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΕΣ * Νο. 5

Αριθμός 1118/2013 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ. Β1' Πολιτικό Τμήμα

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Δικονομία, έννοια και κλάδοι, λειτουργική

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Γ Ν Ω Μ Ο Δ Ο Τ Η Σ Η

Αριθμός Γνωμοδοτήσεως 336/2014. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Τμήμα Ε' Συνεδρίαση της 4πς Νοεμβρίου 2014

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7

Κύκλος ικαιωµάτων του Ανθρώπου ΥΠΟΧΡΕΩΣΗ ΣΥΜΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΗΣ ΙΟΙΚΗΣΗΣ ΣΕ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΙΚΑΣΤΙΚΗ ΙΑΤΑΓΗ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΘΕΜΑΤΑ ΙΑΜΟΝΗΣ ΑΛΛΟ ΑΠΩΝ

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ Καλλιθέα Αριθμός απόφασης: 3174

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

ΠΡΑΚΤΙΚΟ ΝΟ. 3 ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΤΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγµατος ΙΚΑΙΩΜΑ ΠΡΟΣΩΡΙΝΗΣ ΙΚΑΣΤΙΚΗΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

ΠΟΡΙΣΜΑ. ΘΕΜΑ: ιακοπή κρατήσεων της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων (ΕΑΣ) στους συνταξιούχους του ηµοσίου

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΠINAKAΣ ΠEPIEXOMENΩN

Ενδικοφανής προσφυγή Δικαίωμα ακρόασης. Σύνθεση Δημοσίου Δικαίου Αικατερίνη Ηλιάδου

Πίνακας περιεχομένων

ΣΤΕ 376/2019 [ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΚΑΙ ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΠΑΝΑΚΑΘΟΡΙΣΜΟ ΟΡΙΟΓΡΑΜΜΗΣ ΑΙΓΙΑΛΟΥ-ΠΑΡΑΛΙΑΣ ΣΤΟ ΚΑΒΟΥΡΙ]

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

ΓΝΩΜΑΤΕΥΣΗ. ΘΕΜΑ: Τρόποι δικαστικής διεκδίκησης αχρεωστήτως καταβληθεισών εισφορών υπέρ ΤΣΜΕ Ε και λοιπών τρίτων.

TΟ ΕΠΧΣΑΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΤΑ ΤΗ ΛΗΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΡΕΜΟΔΙΚΙΑΣ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

ΕΠΙΜΟΡΦΩΤΙΚΟ ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ ΕΣΔΙ, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ «ΟΜΟΔΙΚΙΑ, ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ ΤΡΙΤΩΝ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΗ, ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗ ΜΗ

ΠΡΟΣΩΡΙΝΗ ΔΙΑΤΑΓΗ META THN KATAΡΓΗΣΗ του 938 ΚΠολΔ. ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ

Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας, εκπροσωπουμένης από

ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟ. ΓΝΩΜΟΔΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ (Περί ισχύος προσωρινής διαταγής επί αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων από συμβασιούχους)

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 6 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Τμήμα Νομικής. Μεταπτυχιακό Β Ιδιωτικού Δικαίου Κατεύθυνση Πολιτικής Δικονομίας

ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΑΣΤΙΚΟ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ [02]

18 Οκτωβρίου, [ΝΙΚΟΛΑЇΔΗΣ, Δ/στής] ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ DEEPA THANAPPULI HEWAGE,

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

Α. Πεδίο εφαρμογής ΠΟΛ. 1213

Ανακύπτοντα ζητήματα διαχρονικού δικαίου στην κατ έφεση δίκη μετά την έναρξη ισχύος του ν /2015 Ελευθερία Χ. Κώνστα Πρόεδρος Πρωτοδικών

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

της 10ης Δεκεμβρίου 1968*

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

ΙΚΑΝΟΤΗΤΑ ΔΙΚΟΛΟΓΕΙΝ ΥΠΟΧΡΕΩΤΙΚΗ ΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΜΕ ΔΙΚΗΓΟΡΟ ΠΛΗΡΕΞΟΥΣΙΟΤΗΤΑ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

Εννοιολογικός προσδιορισμός της αναγκαίας ομοδικίας

ΕΤΟΣ 2013/ΤΕΥΧΟΣ 2. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΑΘΑΝΑΣΑΣ Δικηγόρος Αθηνών. ΙΩΑΝΝΗΣ Α. ΑΘΑΝΑΣΑΣ Δικηγόρος Αθηνών

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 3 ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Αριθμός 925/2002 ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ Ζ' Πολιτικό Τμήμα

ΕΤΟΣ 2013 / ΤΕΥΧΟΣ 10

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΑΝΑΓΚΑΣΤΙΚΗ ΕΚΤΕΛΕΣΗ (Ζ ΕΞΑΜΗΝΟ) ΧΕΙΜΕΡΙΝΟ ΕΞΑΜΗΝΟ [επίκ. καθ. Απόστολος Σοφιαλίδης]

ΧΡΕΗ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ Το ισχύον νομοθετικό καθεστώς ν.4321 με τροπ. με ν.4337/2015

Ο αναιρετικός έλεγχος των πλημμελειών σε σχέση με τις αιτήσεις. 1.- Προδιάθεση

ΠΡΟΛΟΓΟΣ V ΕΙΣΑΓΩΓΗ Το προς επίλυση πρόβλημα Η διαχρονική νομοθετική προσπάθεια αντιμετώπισής του... 6 ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο ΝΟΜΟΣ

Αριθμός ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ ΣΕ ΤΑΚΤΙΚΗ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Κύκλος Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ΠΟΡΙΣΜΑ. Θέμα: ΑΠΟΔΟΧΉ ΜΕΤΑΦΡΆΣΕΩΝ ΔΙΚΗΓΌΡΟΥ

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

το ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑ(ΟΥ

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Transcript:

ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΟ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Α.Π.Θ. Αστικό Δικονομικό Δίκαιο Διπλωματική εργασία Θέμα Το επιτρεπτό της αναγκαστικής εκτέλεσης σε βάρος του ελληνικού Δημοσίου για χρηματικές απαιτήσεις, με έμφαση στο ζήτημα του εκτελεστού τίτλου Εισηγητής: Νικόλαος Ντόβας Θεσσαλονίκη, Σεπτέμβριος 2007

ΔΙΑΓΡΑΜΜΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ ΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ 2. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 322 1 ΚΠΟΛΔ 3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ 4. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ Α. Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ Β. Η ΘΕΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ 5. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ 2

Καθώς η πολιτική δίκη διεξάγεται με κύριο σκοπό την κατά τρόπο δεσμευτικό αναγνώριση αμφισβητούμενων ιδιωτικών δικαιωμάτων, είναι εύλογο οι δικαστικές αποφάσεις (πιο συγκεκριμένα οι τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις) να αναδίδουν ως κύρια συνέπειά τους τη δεσμευτική ενέργεια του περιεχομένου τους. Αυτή ακριβώς η δεσμευτική ενέργεια που απορρέει από τη δικαστική κρίση σχετικά με τη έκβαση του δικαστικού αγώνα που αφορά καλείται δεδικασμένο 1. Πρόκειται για κεντρική έννοια του δικονομικού μας δικαίου, η οποία αποσκοπεί όχι μόνο στην προστασία του νικήσαντος διαδίκου (δηλαδή της αναγνωρισμένης δικαστικά έννομης θέσης του), αλλά, επιπρόσθετα, στην αποκατάσταση (και στη συνέχεια στη διατήρηση) της κοινωνικής ειρήνης και στην εμπέδωση από τους πολίτες ενός αισθήματος ασφάλειας δικαίου 2. Πράγματι, η υποχρέωση των διαδίκων για συμμόρφωση προς τις τελεσίδικες δικαστικές αποφάσεις 3, όπως και η αδυναμία να επαναφέρεται άπειρες φορές ενώπιον των δικαστηρίων η ίδια ιδιωτική διαφορά, θωρακίζουν την έννομη προστασία των διαδίκων και δεν επιτρέπουν τη διαιώνιση ερίδων και αμφισβητήσεων, ενώ παράλληλα αποτρέπεται η έκδοση αντιφατικών αποφάσεων και ίσως αναγκαστικής εκτέλεσης, η οποία θα πρέπει εκ των υστέρων να ανατραπεί. Μία βασική διάκριση του δεδικασμένου είναι εκείνη σε τυπικό και ουσιαστικό δεδικασμένο. Στο εσωτερικό δικονομικό μας δίκαιο το τυπικό δεδικασμένο ρυθμίζεται από το άρθρο 321 ΚΠολΔ, το οποίο ορίζει ότι: «Όσες αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση είναι τελεσίδικες και αποτελούν δεδικασμένο», και πρόκειται για το απρόσβλητο μιας δικαστικής απόφασης με τακτικά ένδικα μέσα. Όσον αφορά το ουσιαστικό δεδικασμένο, απορρέει κυρίως από τα άρθρα 322 ΚΠολΔ (το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά) και 324 ΚΠολΔ (δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων με την ίδια ιδιότητα μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και την ίδια ιστορική και νομική αιτία) 1 Κεραμεύς, Αστικό Δικονομικό Δίκαιο (Γενικό Μέρος, 1986), σελ. 295. 2 Κονδύλης, Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1983) σελ. 30 επ. 3 Σε συνδυασμό πάντοτε με την εκτελεστότητα, την απειλή δηλαδή προσφυγής σε αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης. 3

και σημαίνει τη δεσμευτική ενέργεια της δικαιοδοτικής κρίσης 4. Το ουσιαστικό δεδικασμένο με τη σειρά του διακρίνεται σε ουσιαστικό δεδικασμένο επί ουσιαστικού ζητήματος και σε ουσιαστικό δεδικασμένο επί των κριθέντων δικονομικών ζητημάτων. Αντικείμενο της παρούσας εισήγησης αποτελεί το ουσιαστικό δεδικασμένο των κριθέντων δικονομικών ζητημάτων που αναφύονται σε μία τελεσίδικη δικαστική απόφαση. Αφού προηγηθεί μια σύντομη ιστορική αναδρομή, επιχειρείται η οριοθέτηση της κρίσιμης έννοιας του δικονομικού ζητήματος και ακολουθεί η ανάλυση του ειδικότερου προσδιορισμού της φύσης και της λειτουργίας του δεδικασμένου επί δικονομικών ζητημάτων. ΙΙ. ΕΙΔΙΚΟΤΕΡΑ ΤΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΖΗΤΗΜΑΤΩΝ 1. ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ Υπό την προϊσχύσασα ΠολΔ/1834, δεν γινόταν λόγος για δεδικασμένο επί δικονομικών ζητημάτων, αφού η μοναδική διάταξη του άρθρου 274 ΠολΔ/1843 που ρύθμιζε το ουσιαστικό δεδικασμένο όριζε ότι: «Τελεσιδικία υπάρχει τότε μόνον, όταν περί του αυτού αντικειμένου ως εκ του αυτού πραγματικού γεγονότος μεταξύ αυτών των διαδίκων και υπό την αυτήν ιδιότητα, πρόκειται να ζητηθή το αυτό δίκαιον εις νέαν δίκην». Κατά την εφαρμογή της προαναφερθείσας διάταξης νομολογία και μερίδα της θεωρίας διατύπωσαν τη γνώμη ότι δεδικασμένο παράγουν μόνο οι δικαστικές αποφάσεις που τέμνουν κατ ουσία την ένδικη διαφορά και όχι εκείνες που απορρίπτουν την αγωγή (ή κάθε άλλο ισοδύναμο ένδικο βοήθημα) για τυπικούς λόγους. Ενδεικτικά, κρίθηκε ότι δεν αναπτύσσουν δεδικασμένο οι αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή ως αόριστη, ως απαράδεκτη εξαιτίας ακυρότητας του δικογράφου, ως πρόωρα ασκηθείσα, ως απαράδεκτη λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης κ.ά 5. 4 Κεραμεύς, ό.π., σελ. 296. 5 Βλ. Δημητρίου, Δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος (1999), σελ. 31 επ., όπου και περαιτέρω παραπομπές σε θεωρία και νομολογία. 4

Πάντως, είχε ήδη υποστηριχθεί στη θεωρία η άποψη ότι οι αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή για κάποιο τυπικό λόγο δεν αποτελούν βέβαια δεδικασμένο για την ουσία της υπόθεσης, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως στερούνται παντελώς της ισχύος του δεδικασμένου 6. Αντίθετα, οι αποφάσεις αυτές παράγουν δεδικασμένο ως προς το κριθέν δικονομικό ζήτημα, το οποίο ανάγεται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης (π.χ. αναρμοδιότητα του δικαστηρίου). Παρά την επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, με πειστικότερη ίσως τη σκέψη ότι η κρατούσα γνώμη επέτρεπε την επανέγερση απαράλλακτων αγωγών που είχαν ήδη απορριφθεί για τυπικό λόγο (καταστρατηγώντας με τον τρόπο αυτό τη φύση και το σκοπό του δεδικασμένου), η κρατούσα γνώμη δεν μεταβλήθηκε και το ζήτημα εξακολούθησε να προκαλεί διχογνωμίες μέχρι τη θέσπιση του ΚΠολΔ. Προκειμένου λοιπόν να επιλυθούν οι ως τότε υπάρχουσες αμφισβητήσεις, ο εισηγητής των ρυθμίσεων για το δεδικασμένο επί του σχεδίου του ΚΠολΔ Γ. Ράμμος πρότεινε τη θέσπιση ειδικής διάταξης που να ορίζει ρητά ότι δεδικασμένο αποτελούν και οι αποφάσεις που κρίνουν οριστικά και τελεσίδικα επί διαδικαστικού ζητήματος (και όχι μόνο όσες αποφαίνονται επί της ουσίας). Τελικά, παρά τις αμφισβητήσεις που διατυπώθηκαν για τη σκοπιμότητα μιας τέτοιας ρύθμισης, κατά πλειοψηφία υιοθετήθηκε η θέση του εισηγητή και τελικά έλαβε, με μικρές τροποποιήσεις, τη σημερινή μορφή του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ. 2. Η ΡΥΘΜΙΣΗ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 322 1 ΚΠΟΛΔ Σύμφωνα λοιπόν με το άρθρο 322 1 ΚΠολΔ, «το δεδικασμένο εκτείνεται στο ουσιαστικό ζήτημα που κρίθηκε, αν η απόφαση έκρινε οριστικά για μια έννομη σχέση που έχει προβληθεί με αγωγή, ανταγωγή, κύρια παρέμβαση ή ένσταση συμψηφισμού. Το δεδικασμένο εκτείνεται επίσης και στο δικονομικό ζήτημα που κρίθηκε οριστικά». Ρητά πλέον ο νόμος δέχεται την επέκταση του (ουσιαστικού) δεδικασμένου και στα οριστικώς κριθέντα δικονομικά ζητήματα. Δικαιολογητικό λόγο της επιλογής αυτής αποτέλεσε, όπως διαφάνηκε από τα παραπάνω, ο ίδιος ο δικαιοπολιτικός σκοπός του δεδικασμένου. Εφόσον δεν αναγνωρίζαμε δύναμη δεδικασμένου σε μία απόφαση που 6 Βλ. Δημητρίου, ό.π., σελ. 33 επ. 5

απορρίπτει την αγωγή για τυπικό λόγο, θα εξέλιπε από μια τέτοια απόφαση οποιοδήποτε ουσιαστικό περιεχόμενο, καθώς ούτως ή άλλως δεν θα καλύπτεται από το δεδικασμένο η αξίωση του ουσιαστικού δικαίου, την οποία δεν ερεύνησε το δικαστήριο. Με τον τρόπο όμως αυτό καταλύεται ο δεσμός της νομικής και λογικής αναγκαιότητας (που πρέπει να) υφίσταται μεταξύ του αποτελέσματος της απόφασης (απόρριψη της αγωγής) και της αποχρώσας αιτίας γι αυτό (δικονομικό ελάττωμα), ενώ είναι δυνατή η συνεχής επανέγερση αγωγών που φέρουν πάντα το ίδιο ελάττωμα. 3. Η ΕΝΝΟΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ Η προεκτεθείσα διάταξη του άρθρου 322 ΚΠολΔ παραλείπει να ορίσει την έννοια του δικονομικού ζητήματος (όπως και την αντίστοιχη του ουσιαστικού ζητήματος), η οποία άλλωστε δεν οριοθετείται και από κάποια άλλη διάταξη του δικονομικού μας δικαίου. Το γεγονός αυτό έχει ως συνέπεια να ανακύπτει εύλογα το ερώτημα εάν το ουσιαστικό δεδικασμένο επί δικονομικών ζητημάτων καλύπτει μόνο έννομες σχέσεις (όπως συμβαίνει με και στην περίπτωση του δεδικασμένου επί ουσιαστικών ζητημάτων) ή μήπως κάτι διαφορετικό, με δεδομένο ότι, τουλάχιστον από τη διατύπωση της διάταξης, το δεδικασμένο για δικονομικό ζήτημα φαίνεται να αντιδιαστέλλεται προς το δεδικασμένο επί ουσιαστικού ζητήματος 7. Η νομολογία τόσο των δικαστηρίων της ουσίας όσο και του Αρείου Πάγου δεν είναι ιδιαίτερα διαφωτιστική για την επίλυση του ζητήματος. Τα δικαστήρια περιορίζονται στο να αποφαίνονται in concreto κάθε φορά κατά πόσο ένα ζήτημα που τίθεται υπόψη του συνιστά ή όχι δικονομικό ζήτημα και, κατά συνέπεια, εάν καταλαμβάνεται ή όχι από το ουσιαστικό δεδικασμένο, αποφεύγοντας να κάνει οποιαδήποτε προσπάθεια διατύπωσης γενικότερων θέσεων. Ενδεικτικά, έχει κριθεί ότι δημιουργείται δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος στις εξής περιπτώσεις 8 : 7 Κονδύλης, ό.π., σελ. 219, Δημητρίου, ό.π., σελ. 26 επ. και 141 επ. 8 Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι μερίδα της νομολογίας δέχεται τη δημιουργία δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος μόνο επί απόρριψης της αγωγής ως απαράδεκτης εξαιτίας της έλλειψης κάποιας διαδικαστικής προϋπόθεσης και όχι όταν υπάρχει απόρριψη λόγω αοριστίας ή μη εγγραφής στα βιβλία διεκδικήσεων [ΠολΠρΙωαν 155/1977 ΝοΒ 1977.1010, ΠολΠρΚυπ 1265/1989 Δ 1992. 581 επ. (με ενημ. Σημ. Παναγόπουλου και παρατ. Μπέη)]. 6

α) το παραδεκτό και εμπρόθεσμο της ανακοπής κατά της εκτελέσεως 9 (και γενικότερα κάθε αίτησης για την παροχή έννομης προστασίας), β) η απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης εξαιτίας της έλλειψης μίας ή περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων, όπως η εκκρεμοδικία 10, η δικαιοδοσία 11 και η αρμοδιότητα 12 του δικαστηρίου, το ορισμένο του εισαγωγικού δικογράφου της δίκης 13, το ορισμένο του αιτήματος 14, το ίδιο το δεδικασμένο 15, γ) οι δικονομικού δικαίου ενστάσεις (προταθείσες ή μη) κατά των αποδεικτικών μέσων, όπως η ένσταση περί ακυρότητας εγγράφου που περιέχει εξώδικη ομολογία 16, δ) όταν απορρίπτεται έφεση ως απαράδεκτη, επειδή στρέφεται κατά απόφασης εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής, δημιουργείται δεδικασμένο που δεσμεύει το δικαστήριο που θα κρίνει την ανακοπή που θα ασκηθεί κατά της εκτέλεσης με τον ίδιο λόγο (δηλαδή τη μη οριστικότητα της προσβαλλόμενης απόφασης) 17, ε) αν μία απόφαση απορρίψει έφεση ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα, η κρίση του σχετικά με το χρονικό σημείο που δέχεται ότι λήγει η προθεσμία της έφεσης και αρχίζει εκείνη της αναίρεσης δεσμεύει αργότερα τον Άρειο Πάγο στην εκδίκαση αναίρεσης που τυχόν ασκηθεί 18, στ) το σύνολο των διαδικαστικών προϋποθέσεων, τη συνδρομή των οποίων αναγκαίως δέχθηκε το δικαστήριο εκδίδοντας επί της ουσίας απόφαση 19. Στο χώρο της θεωρίας οι σημαντικότερες απόψεις για την οριοθέτηση του δικονομικού ζητήματος είναι οι ακόλουθες: Σύμφωνα με μία πρώτη γνώμη 20, ως δικονομικό ζήτημα κατά το άρθρο 322 1 εδ.β ΚΠολΔ νοείται κυρίως η απόρριψη ως απαράδεκτης της αγωγής λόγω έλλειψης μίας ή περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων. Οι κατ ιδίαν διαδικαστικές προϋποθέσεις δεν αποτελούν έννομη σχέση ούτε ιδιαίτερο αντικείμενο 9 ΑΠ 802/1975 ΝοΒ 1976.162. 10 ΕφΘεσ 453/1979 Αρμ 1980.453. 11 ΕφΑθ 4106/1975 ΝοΒ 1975.1095. 12 ΑΠ 1940/1988 ΝοΒ 1989.1039. 13 Ενδεικτικά ΑΠ 368/1976 ΝοΒ 1976.883, 282/1977 ΝοΒ 1977/1316, 41/1987 ΕλλΔνη 1988.1342, 648/1991 ΝοΒ 1991.763. 14 ΠολΠρΘεσ 8975/1995 Αρμ 1996.1232. 15 ΑΠ 707/1969 ΝοΒ 1970.648. 16 ΕφΑθ 6552/1986 Δ 1987.334. 17 ΕφΘεσ 2373/1987 Αρμ 1987.1037, με παρατ. Νίκα. 18 ΑΠ 404/1990 ΝοΒ 1991.739 επ. 19 Αντί άλλων ΑΠ 75/1972 ΝοΒ 1972.630, ΕφΘεσ 1426/1983 ΕΕΝ 1983.721. 20 Κονδύλης, ό.π., σελ. 214 επ. 7

δίκης και συνεπώς δεν καλύπτονται από το δεδικασμένο αυτοτελώς και ανεξάρτητα από το συγκεκριμένο νομικό συλλογισμό, αλλά ερευνώνται σε αναφορά προς το συγκεκριμένο αντικείμενο δίκης. Επομένως, μόνο όταν εγείρεται νέα αγωγή όμοια με την προηγούμενη (με το ίδιο αντικείμενο και το ίδιο δικονομικό ελάττωμα) πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω δεδικασμένου για την έλλειψη της εν λόγω διαδικαστικής προϋπόθεσης, ενώ αν με τη δεύτερη αγωγή συμπληρώνεται η έλλειψη αυτή, δεν αποκλείεται να απορριφθεί λόγω έλλειψης άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης, παρόλο που προηγούμενα είχε κριθεί ότι υπήρχε, διότι η συγκεκριμένη κρίση δεν αποτέλεσε στοιχείο του νομικού συλλογισμού, δηλαδή της απορριπτικής κρίσης, και δεν παράγει δεδικασμένο. Στην περίπτωση τώρα που εκδοθεί επί της ουσίας απόφαση, ως δικονομικό ζήτημα χαρακτηρίζεται το σύνολο των διαδικαστικών προϋποθέσεων που το δικαστήριο δέχθηκε ότι συντρέχουν, ώστε να προχωρήσει στην έκδοση επί της ουσίας απόφασης. Αντίθετα, δεχόμενη η άποψη αυτή ότι η παρεμπίπτουσα κρίση για το παραδεκτό του ενδίκου μέσου δεν αποτελεί έννομη σχέση και δεν εμπίπτει στην έννοια του άρθρου 331 ΚΠολΔ 21, φαίνεται να αποκλείει από την έννοια του δικονομικού ζητήματος κάθε παρεμπίπτουσα κρίση για διαδικαστικά ζητήματα. Για παράδειγμα, η κρίση του δικαστηρίου της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης για την προγενέστερη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκηση ενδίκου μέσου δεν δεσμεύει το δικαστήριο κατά την εκδίκαση του ένδικου μέσου αναφορικά με τη νομότυπη και εμπρόθεσμη άσκησή του. Η άποψη αυτή (αντίθετη ως ένα βαθμό με προς τη νομολογία), παρόλο που σαφώς δηλώνει ότι δικονομικά ζητήματα αποτελούν μόνο δικονομικές έννομες σχέσεις, δεν προσδιορίζει ειδικότερα τα κριτήρια με βάση τα οποία οριοθετείται η κρίσιμη αυτή έννοια, περιοριζόμενη στο να αναφέρει συγκεκριμένα δικονομικά ζητήματα που δεν αποτελούν δικονομικές έννομες σχέσεις 22. Σύμφωνα με δεύτερη γνώμη 23, δικονομικό ζήτημα αποτελεί η ορθότητα της γενόμενης δικαστικής διάπλασης, δηλαδή της ακύρωσής μιας διαδικαστικής πράξης ή της απόρριψής της ως απαράδεκτης, αφού η δικονομική ακυρότητα και το δεδικασμένο αποτελούν έννομες συνέπειες και, συνεπώς, έννομες σχέσεις κατά την 21 Κονδύλης, ό.π., σελ. 108 σημ. 47. 22 Δημητρίου, ό.π., σελ. 159 επ. 23 Μπέης, Πολιτική Δικονομία σελ. 1312. 8

έννοια του άρθρου 322 ΚΠολΔ. Σε άλλη θέση η έννοια του δικονομικού ζητήματος αντιδιαστέλλεται προς την αντίστοιχη του ουσιαστικού ζητήματος και ορίζεται ως η δικονομική σχέση που συνδέει τους ίδιους διαδίκους σε δύο διαδοχικές δίκες τους και έχει ανάγκη δικαστικής διάγνωσης, υπογραμμίζοντας ότι πρόκειται κυρίως για το παραδεκτό της αγωγής ή κάποιας άλλης αυτοτελούς αίτησης δικαστικής προστασίας, αλλά και για άλλες δικονομικές σχέσεις που ανακύπτουν ως προδικαστικά ζητήματα σε μελλοντική δίκη μεταξύ των ίδιων διαδίκων, όπως το ίδιο το δεδικασμένο, στην περίπτωση που κρίθηκε τελεσίδικα η ύπαρξη ή η ανυπαρξία του 24. Ουσιαστικά αποδίδει στην έννοια της δικονομικής έννομης σχέσης το ίδιο ακριβώς νόημα με την έννομη σχέση του ουσιαστικού δικαίου, με τη διαφορά ότι είναι συνέπεια κανόνα του δικονομικού δικαίου. Αντίθετα, η παρεμπίπτουσα κρίση του δικαστηρίου της ανακοπής κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης σχετικά με το νομότυπο και εμπρόθεσμο της ανακοπής ερημοδικίας (και όχι γενικά οι όροι του παραδεκτού ενός ενδίκου μέσου) θεωρείται νομική εκτίμηση αποδεδειγμένων πραγματικών γεγονότων και δεν αποτελεί έννομη σχέση, μη προκαλώντας και αντίστοιχη δέσμευση στο δικαστήριο που θα κρίνει την ανακοπή ερημοδικίας. Τρίτη γνώμη 25 θεωρεί ότι σε περίπτωση τυπικής απόρριψης της αγωγής το δεδικασμένο που δημιουργείται καλύπτει μόνο την έλλειψη συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης που οδήγησε στην απόρριψή της, με την απαραίτητη διευκρίνιση ότι το δεδικασμένο δεν καταλαμβάνει το συγκεκριμένο δικονομικό ελάττωμα, αλλά τη διαπίστωση ότι τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή δε μπορεί να παρασχεθεί στον ενάγοντα η αιτούμενη έννομη προστασία 26. Η άποψη αυτή, αν και είναι όμοια με τις προηγούμενες, στο μέτρο που θεωρεί ως δικονομικό ζήτημα το παραδεκτό ή το απαράδεκτο της αγωγής (και όχι τις κατ ιδίαν διαδικαστικές προϋποθέσεις), θεωρεί ως δικονομικό ζήτημα μόνο δικαιώματα. Τέταρτη γνώμη 27 ορίζει ως δικονομικό ζήτημα ορισμένη έννομη συνέπεια του δικονομικού δικαίου που διαγιγνώσκεται με την τελεσίδικη απόφαση, όπως το 24 Μπέης, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου Δ 1988. 727 επ. 25 Σαχπεκίδου, Δεδικασμένο από τυπική απόρριψη της αγωγής και επίδρασή του επί του παραδεκτού της ενστάσεως συμψηφισμού που αφορά την ίδια απαίτηση Αρμ 1989.517 επ. 26 Βλ. Μακρίδου, Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της (1994), σελ. 145, η οποία δέχεται ότι η δεσμευτική ενέργεια του δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος εκτείνεται στη διαπίστωση ότι δεν επιτρέπεται η έκδοση απόφασης επί της ουσίας, με βάση τη συγκεκριμένη αίτηση παροχής έννομης προστασίας. 27 Ποδηματά, Δεδικασμένο τόμος Ι [αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων (1995), σελ. 126 επ.. 9

παραδεκτό ή το απαράδεκτο της αγωγής. Αντίθετα, επικρίνει τη θέση της νομολογίας να εντάσσει στην έννοια του δικονομικού ζητήματος την οριστικότητα ή μη της απόφασης ή τη λήξη της προθεσμίας για έφεση. Πιο συγκεκριμένα, η εν λόγω άποψη θεωρεί ότι από την απόφαση που απορρίπτει έφεση ως απαράδεκτη, γιατί στρέφεται κατά απόφασης εν μέρει οριστικής, δικονομική έννομη συνέπεια που καλύπτεται από το δεδικασμένο με βάση το άρθρο 322 1 εδ.β αποτελεί μόνο η κρίση για το απαράδεκτο της έφεσης και όχι η δικαστική κρίση για το χαρακτήρα της εκκαλούμενης απόφασης. Κι αυτό διότι η σχετική κρίση αποτελεί απλό νομικό χαρακτηρισμό, η οποία μετέχει σχετικώς στο δεδικασμένο που δημιουργείται για τη δικονομική έννομη συνέπεια, με την έννοια ότι η τελευταία δε μπορεί να αμφισβητηθεί ούτε μέσω της αμφισβήτησης του νομικού αυτού χαρακτηρισμού. Επιπλέον, η κρίση του εφετείου που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα για το χρονικό σημείο κατά το οποίο έληξε η σχετική προθεσμία δεν αποτελεί διάγνωση προδικαστικής δικονομικής έννομης συνέπειας, αλλά νομική κρίση περί πράγματος, που ανήκει στην ελάσσονα πρόταση του δικανικού συλλογισμού που αποφάνθηκε για το απαράδεκτο της έφεσης. Αντίθετα, προδικαστικό ζήτημα για το παραδεκτό της αναίρεσης αποτελεί μόνο η προηγηθείσα διάγνωση για το παραδεκτό της έφεσης και μόνο ως προς αυτό αναπτύσσεται δεδικασμένο, η ενέργεια του οποίου απαγορεύει την αμφισβήτηση της ελάσσονας πρότασης και, επομένως, και της διάγνωσης που προηγήθηκε για το ακριβές χρονικό σημείο λήξης της προθεσμίας της έφεσης. Πέμπτη τέλος άποψη 28 θεωρεί ότι εμπίπτουν στην έννοια του δικονομικού ζητήματος και κατ επέκταση μπορούν να αποτελούν αντικείμενο του δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος οι παντός είδους έννομες συνέπειες που προκύπτουν από μία δικονομική έννομη σχέση, και όχι αποκλειστικά και μόνο δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Πρόκειται, ειδικότερα, για το αποτέλεσμα κάθε μικτού (δικονομικού) υπαγωγικού συλλογισμού, τη μείζονα πρόταση του οποίου αποτελεί δικονομικός κανόνας που καθιερώνει έννομες συνέπειες σε μια βιοτική έννομη σχέση, οι οποίες αφορούν την έναρξη και την εξέλιξη της συγκεκριμένης δίκης, έστω και αν δεν είναι δικαιώματα ή υποχρεώσεις. Συνεπώς, δικονομικά ζητήματα αποτελούν τόσο οι οριστικές 28 Δημητρίου,ό.π., σελ. 197. 10

δικαιοδοτικές κρίσεις επί του παραδεκτού ή του απαραδέκτου της αγωγής, όσο και οι οριστικές κρίσεις επί των κατ ιδίαν διαδικαστικών προϋποθέσεων της δίκης και γενικότερα των προϋποθέσεων του παραδεκτού της αγωγής. Η αντίληψη αυτή καταρχήν δεν αποδέχεται τη θεωρία περί του διπλού αντικειμένου της δίκης 29, καθώς δεν αναγνωρίζονται στις διαδικαστικές προϋποθέσεις αυτοτελείς έννομες συνέπειες, ώστε να γίνει δεκτή η αναγωγή τους σε αυτοτελές αντικείμενο δίκης 30. Επιχειρώντας τη διεύρυνση της έννοιας του δικονομικού ζητήματος, η προσέγγιση αυτή τονίζει τους κινδύνους που ενέχει η σκέψη ότι, όπως αντικείμενο του ουσιαστικού δεδικασμένου επί ουσιαστικού ζητήματος είναι η μόνο έννομες σχέσεις με τη στενή του όρου έννοια (ταυτίζεται δηλαδή με το αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής), ανάλογα αντικείμενο του ουσιαστικού δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος θα είναι πάλι έννομη σχέση με τη στενή του όρου έννοια (δικονομική αυτή τη φορά). Τότε όμως δε μπορούν να καλυφθούν κριθέντα δικονομικά ζητήματα, όπως το παραδεκτό ή μη της αγωγής, από τη στιγμή που δεν είναι δυνατό να αποτελέσουν αυτοτελές αντικείμενο αναγνωριστικής αγωγής, λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος 31. Περαιτέρω, στην έννοια του δικονομικού ζητήματος κατά το άρθρο 322 ΚΠολΔ εμπίπτουν ακόμα και σειρά (εννόμων συνεπειών) διαδικαστικών ζητημάτων που αντιμετωπίζονται στο πλαίσιο της αποδεικτικής διαδικασίας κατά την κατ ουσία εκδίκαση της διαφοράς, όπως η εγκυρότητα ή μη αποδεικτικού εγγράφου 32 ή της πραγματογνωμοσύνης, η ικανότητα ή μη της εξέτασης ενός προσώπου ως μάρτυρα 33. 29 Με βάση τη θεωρία αυτή, οι διαδικαστικές προϋποθέσεις του παραδεκτού της αγωγής συνιστούν ιδιαίτερο αντικείμενο δίκης, που καλείται δικονομικό αντικείμενο και λειτουργεί ως προδικαστικό ζήτημα έναντι του ουσιαστικού αντικειμένου, με την έννοια ότι μόνο μετά την κατάφαση του πρώτου είναι δυνατή η εξέταση του δεύτερου βλ. (Κεραμεύς, ό.π., σελ. 118). 30 Σύμφωνος με τη θεωρία του ενιαίου αντικειμένου της δίκης ο Κονδύλης, ό.π., σελ. 194. 31 Δημητρίου, ό.π., σελ. 194, ο οποίος παραπέρα αρνείται την προσφυγή και στο άρθρο 324 ΚΠολΔ για την οριοθέτηση του δικονομικού ζητήματος. 32 Έτσι ο Δημητρίου, ό.π., σελ. 198 επ., θεωρώντας ότι με την αίτηση για την κήρυξη ενός εγγράφου ως πλαστού δεν επιδιώκεται η εξακρίβωση αυτής καθαυτής της πλαστότητας του εγγράφου, αλλά η διαπίστωση του αν το έγγραφο εκδηλώνει ή όχι τη δικονομικού δικαίου έννομη συνέπεια της αποδεικτικής του δύναμης (βλ. όμως και την αντίθετη θέση στις παραπομπές σε Γέσιου- Φαλτσή και Αρβανιτάκη. 33 Δημητρίου, ό.π., σελ. 197-198. 11

4. Η ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ ΕΠΙ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ Μετά την προσπάθεια που προηγήθηκε για την εννοιολογική οριοθέτηση του δικονομικού ζητήματος, είναι η κατάλληλη θέση για την αναζήτηση της ενέργειας του δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος. Παρά το σαφές γράμμα της διάταξης του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ, εντούτοις εντύπωση προκαλεί ότι σειρά αποφάσεων έκρινε ότι καμία δέσμευση δεν δημιουργούν οι αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή (ή κάθε άλλη ισοδύναμη αίτηση παροχής έννομης προστασίας) για τυπικούς λόγους 34. Βέβαια μια τέτοια άποψη δε μπορεί να γίνει δεκτή υπό το ισχύον δίκαιο, πρώτα πρώτα διότι αντίκειται στο γράμμα της διάταξης του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ. Μόνο εάν γινόταν παραπέρα δεκτό ότι η απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο δεν αποτελεί δικονομικό ζήτημα κατά την έννοια του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ, θα μπορούσε ενδεχομένως να υποστηριχθεί η παραπάνω άποψη, χωρίς όμως οι εξεταζόμενες αποφάσεις να προχωρούν σ αυτήν τη διαπίστωση. Περαιτέρω, η άποψη αυτή δεν απορρέει με βάση τη συστηματική ερμηνεία της διάταξης και αγνοεί το δικαιολογητικό λόγο του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ, ενώ προσεκτικότερη εξέταση του ζητήματος οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η άποψη αυτή μάλλον γεννήθηκε μέσα από την ατελή διατύπωση δικαστικών αποφάσεων 35. 34 Βλ. αντί άλλων ΑΠ 233/1977 ΑρχΝ 1977.520, 888/1977 ΝοΒ 1978.805, 873/1978 ΝοΒ 1979.752, ΕφΑθ 5660/1982 ΕλλΔνη 1982.495, 4924/1985 ΕλλΔνη 1985.971, ΕφΠειρ 1162/1982 ΝοΒ 1983.390, Εφ Θεσ 2414/1996 Αρμ 1996.1463. 35 Έτσι ο Δημητρίου, ό.π., σελ. 84 επ. Ειδικότερα, η ΑΠ 233/1977 ασχολήθηκε με τα ακόλουθα περιστατικά: Η ενάγουσα με την αγωγή της ζήτησε την αυτούσια απόδοση ορισμένων κινητών πραγμάτων και επικουρικά την καταβολή της αξίας τους σε χρήμα. Το κύριο αίτημα απορρίφθηκε πρωτόδικα και έγινε δεκτό στην κατ έφεση δίκη, ενώ το επικουρικό αίτημα πρωτόδικα είχε απορριφθεί ως πρόωρα ασκηθέν, διότι ο ενάγων δεν ισχυριζόταν πως είναι αδύνατη η αυτούσια απόδοση των κινητών. Στη συνέχεια άσκησε νέα αγωγή και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο προσδιόρισε τη χρηματική αξία των κινητών των οποίων είχε διαταχθεί η αυτούσια απόδοση, χωρίς να παραβιάσει τις περί δεδικασμένου διατάξεις, σύμφωνα με την αρεοπαγιτική απόφαση. Από την εξέταση των πραγματικών περιστατικών προκύπτει ότι δεν τέθηκε με τη δεύτερη αγωγή το ίδιο δικονομικό ζήτημα και μάλιστα με την ίδια έλλειψη που είχε οδηγήσει νωρίτερα στην απόρριψή του. Κατά συνέπεια, η απόφαση δε μπορεί να εννοεί ότι η απορριπτική για τυπικό λόγο απόφαση επί της αγωγής δεν αναπτύσσει κανενός είδους δεδικασμένο (αφού δεν τέθηκε ενώπιόν του το ήδη κριθέν δικονομικό ζήτημα, δηλαδή το παραδεκτό του επικουρικού αιτήματος για καταβολή της αξίας των πραγμάτων σε χρήμα, με την ίδια μάλιστα έλλειψη), αλλά προφανώς ότι δεν παράγει δεδικασμένο επί του (μη κριθέντος) ουσιαστικού ζητήματος. 12

Αντίθετα, με βάση την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία 36 γνώμη, γίνεται δεκτό ότι και από τις αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικούς λόγους παράγεται ουσιαστικό δεδικασμένο για το κριθέν δικονομικό ζήτημα, κατά τον αντίστοιχο τρόπο με τον οποίο δημιουργείται δεδικασμένο γα το ουσιαστικό ζήτημα από τις αποφάσεις που απορρίπτουν την αγωγή ως ουσία αβάσιμη. Πρέπει πάντως στο σημείο αυτό να αναφερθεί ότι μια μικρή κατηγορία αποφάσεων 37, διακρίνοντας την απόρριψη μιας αγωγής ως απαράδεκτης αφενός λόγω έλλειψης μίας ή περισσότερων διαδικαστικών προϋποθέσεων κι αφετέρου λόγω αοριστίας ή οποιουδήποτε άλλου τυπικού λόγου, δέχονται μόνο στην πρώτη περίπτωση τη δημιουργία δεδικασμένου επί του κριθέντος δικονομικού ζητήματος 38. Στο δικονομικό μας δίκαιο είναι γνωστή η διάκριση ανάμεσα στην αρνητική και τη θετική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου. Η πρώτη εκδηλώνεται όταν το αντικείμενο του ουσιαστικού δεδικασμένου ταυτίζεται με το αντικείμενο της δεύτερης δίκης και λειτουργεί, τουλάχιστον με βάση την κρατούσα γνώμη, ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, με αποτέλεσμα η δεύτερη αγωγή να απορρίπτεται ως απαράδεκτη 39. Η δεύτερη εκδηλώνεται όταν η ύπαρξη (ή η ανυπαρξία) της έννομης σχέσης που καταλαμβάνεται από το δεδικασμένο αποτελεί στοιχείο του πραγματικού της έννομης συνέπειας, της οποίας ζητείται η αναγνώριση με τη δεύτερη αγωγή (όταν δηλαδή υπάρχει σχέση προδικαστικότητας ανάμεσά τους 40 ) και συνίσταται στο ότι το δεύτερο δικαστήριο οφείλει να θεωρήσει ως υπάρχουσα (ή μη) την έννομη συνέπεια που καλύπτεται από το δεδικασμένο και σ 36 Βλ. αντί άλλων ΑΠ 802/1975 ΝοΒ 1976.162, 31/1985 ΝοΒ 1985.1419, 404/1990 ΝοΒ 1991.739, Εφ Αθ 361/1993 Δ 1994.733 (με παρατ. Μπέη) Εφ Θεσ 2373/1987 (με παρατ. Νίκα) 37 ΠολΠρΙωαν 155/1977 ΝοΒ 1977.1010, ΠολΠρΚυπ 1265/1989 Δ 1992. 581 επ. (με ενημ. Σημ. Παναγόπουλου και παρατ. Μπέη). 38 Βλ. όμως και τον αντίλογο στην άποψη αυτή, Δημητρίου, ό.π., σελ. 89 επ. η οποία επικεντρώνεται στην αντίθεσή της προς το γράμμα του άρθρου 322 1 εδ.β ΚΠολΔ, όπως και στο γεγονός ότι από καμία διάταξη του δικονομικού μας δικαίου δεν προβλέπεται μια τέτοιου είδους διαφοροποίηση για τη δέσμευση που προκύπτει σχετικά με διάφορους όρους του παραδεκτού (εξάλλου η μόνη γνωστή διαφοροποίηση σχετίζεται με τη συνέπεια της μη συνδρομής όρου του παραδεκτού, δηλαδή η αναβολή της συζήτησης της αγωγής ή απόρριψή της ως απαράδεκτης). 39 Στα πλαίσια της κρατούσας αυτής άποψης, ο Κονδύλης (ό.π., σελ. 115 επ.) υποστηρίζει ότι το δεδικασμένο δεν θα λειτουργήσει ως αρνητική διαδικαστική προϋπόθεση, αφενός όταν ο ενάγων, παρά την τελεσίδικη αναγνώριση της απαίτησής του, έχει έννομο συμφέρον να ασκήσει νέα αγωγή (διότι λόγου χάρη πρέπει να διακόψει την παραγραφή, καθώς πλησιάζει η συμπλήρωση εικοσαετίας από την τελεσιδικία της απόφασης), αφετέρου όταν η εμμονή στην αρνητική λειτουργία του δεδικασμένου οδηγεί κατ αποτέλεσμα σε αρνησιδικία (όπως όταν η τελεσίδικη απόφαση δεν είναι δυνατό να εκτελεστεί στην αλλοδαπή) 40 Κονδύλης (ό.π. σελ. 122 επ.), το ίδιο και ο Κεραμεύς, ό.π. σελ. 301 (η θετική λειτουργία του δεδικασμένου οφείλεται στη διαπλοκή των σχέσεων του ουσιαστικού δικαίου, που διατάσσονται σε εξαρτώσες και εξαρτώμενες και εμφανίζονται στη διατύπωση των κανόνων δικαίου οι μεν ως προϋπόθεση των άλλων). 13

αυτή τη θέση να στηρίξει την απόφασή του, χωρίς να επιτρέπεται στους διαδίκους η οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή επίκληση αντίθετων ισχυρισμών και αποδεικτικών μέσων 41. Α. Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ Ενώ είδαμε ότι η πάγια κρατούσα άποψη, τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, δέχονται την επέκταση του δεδικασμένου και επί του κριθέντος δικονομικού ζητήματος, ωστόσο, στους κόλπους αυτής της κρατούσας αντίληψης έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις για το είδος της αρνητικής λειτουργίας του δεδικασμένου των απορριπτικών για τυπικούς λόγους αποφάσεων. Σύμφωνα με μία πρώτη άποψη, η ενέργεια του δεδικασμένου των απορριπτικών για τυπικούς λόγους αποφάσεων είναι σε κάθε περίπτωση διαφορετική από εκείνη που δημιουργούν οι απορριπτικές για ουσιαστικούς λόγους αποφάσεις 42. Η διαφοροποίηση αυτή δικαιολογεί τη δυνατότητα εκ νέου άσκησης της αγωγής που απορρίφθηκε για τυπικό λόγο ως απαράδεκτη (εφόσον βέβαια θεραπευθεί το ελάττωμα που επέφερε την απόρριψή της), ενώ κάτι τέτοιο καταρχήν είναι αδύνατο, όταν η αγωγή έχει απορριφθεί ως νόμω ή ουσία αβάσιμη. Ειδικότερα, η δικαιοδοτική κρίση που απορρίπτει μία αγωγή για ουσιαστικούς λόγους είναι το αποτέλεσμα μιας πλήρους έρευνας του αντικειμένου της δίκης από κάθε νομική άποψη, ώστε να μην υπάρχει ανάγκη για την εκ νέου άσκησή της. Στην περίπτωση όμως της αγωγής που απορρίφθηκε για τυπικό λόγο, το δικαστήριο δεν έχει υπεισέλθει στην ουσία της διαφοράς και υπονοείται ότι η κρίση που έλαβε χώρα για το δικονομικό ζήτημα είναι οριστική αλλά ταυτόχρονα και περιορισμένης χρονικής διάρκειας, δηλαδή μέχρι τη στιγμή που η αγωγή θα εγερθεί εκ νέου απαλλαγμένη από το προηγούμενο δικονομικό της ελάττωμα. Είναι προφανές ότι οι δυνατότητες ανατροπής μιας τέτοιας απόφασης είναι πολύ περισσότερες σε σχέση με την ανατροπή των δεδομένων στα ποία στηρίχθηκε μια απόφαση που έκρινε επί της ουσίας τη διαφορά. Σύμφωνα με δεύτερη άποψη, η οποία είναι η κρατούσα τόσο στη θεωρία όσο και στη νομολογία, το ουσιαστικό δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος έχει την 41 Κονδύλης, ό.π. σελ. 124. 42 Βλ. Δημητρίου, ό.π., σελ. 66 επ. 14

ίδια ακριβώς λειτουργία με τη λειτουργία που επιτελεί το ουσιαστικό δεδικασμένο επί ουσιαστικού ζητήματος 43. Η λειτουργία αυτή συνίσταται στον αποκλεισμό κάθε νέας συζήτησης και απόφασης για το ήδη κριθέν δικονομικό ζήτημα από κάθε δικαστήριο ενώπιον του οποίου αχθεί στο μέλλον η ίδια διαφορά. Επομένως, όταν μία αγωγή έχει ήδη απορριφθεί τελεσίδικα ως απαράδεκτη (λόγου χάρη λόγω άσκησής της σε αναρμόδιο καθ ύλη δικαστήριο), η δεύτερη αγωγή που ενδεχομένως ασκηθεί ενώπιον του ίδιου δικαστηρίου θα απορριφθεί και πάλι βέβαια ως απαράδεκτη, αλλά αυτή τη φορά λόγω της συνδρομής της αρνητικής διαδικαστικής προϋπόθεσης του δεδικασμένου και όχι εξαιτίας της έλλειψης της διαδικαστικής προϋπόθεσης της καθ ύλη αρμοδιότητας του δικαστηρίου. Συνεχίζοντας η άποψη αυτή δέχεται ότι η αγωγή που απορρίπτεται για τυπικό λόγο απορρίπτεται μόνο προσωρινά ως απαράδεκτη, χωρίς όμως από αυτό να μπορεί να συναχθεί ότι το δεδικασμένο που δημιουργείται λειτουργεί διαφορετικά σε σχέση από το δεδικασμένο επί απόρριψης της αγωγής για ουσιαστικούς λόγους. Και η κρίση για την απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο μπορεί να είναι τελειωτική (με την έννοια ότι δεν είναι δυνατή η επαναφορά της στο μέλλον) και χωρίς να έχει χωρήσει κρίση επί της ουσίας, όταν για παράδειγμα έχει γίνει δεκτή η ένσταση περί υπαγωγής της διαφοράς στη διαιτησία (όσο βέβαια ισχύει η συμφωνία προσφυγής στη διαιτησία). Μάλιστα το δεδικασμένο της συγκεκριμένης απόφασης εμφανίζεται ισχυρότερο από εκείνο της απόφασης που απορρίπτει την αγωγή ως αβάσιμη, επειδή για παράδειγμα δεν έχει καταστεί ληξιπρόθεσμη η αξίωση. Με βάση τα παραπάνω, η δυνατότητα της επανέγερσης της αγωγής που απορρίφθηκε τελεσίδικα για τυπικό λόγο δεν οφείλεται σε τυχόν διαφορετική ενέργεια του δεδικασμένου, αλλά αντιθέτως η θεραπεία του δικονομικού ελαττώματος που επέφερε την απόρριψη της αγωγής αποτελεί επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών που δεν καλύπτονται από το σχετικό δεδικασμένο, δηλαδή περιστατικών που επιτρέπουν την εκ νέου άσκηση της αγωγής και όταν έχει απορριφθεί για ουσιαστικούς λόγους. Συνεπώς, και στην τυπική απόρριψη της αγωγής η δυνατότητα εκ νέου άσκησής της σε τελευταία ανάλυση συνδέεται με τα χρονικά και γενικά τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου 44. 43 Νίκας, Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚπολΔ (1981), σελ. 123 σημ. 112, Αρβανιτάκης, Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου, σελ. 147. 44 Νίκας, ό.π.,σελ. 123, Αρβανιτάκης, ό.π., σελ. 148 επ., Ποδηματά, ό.π., σελ. 134. 15

Νομολογιακά η παραπάνω άποψη υιοθετήθηκε για πρώτη φορά από την ΑΠ 386/1976 45, η οποία έκρινε ότι απόφαση που απέρριψε αγωγή ως αόριστη αποτελεί δεδικασμένο το οποίο δεσμεύει το δικαστήριο που εξετάζει την ίδια αγωγή, εφόσον αυτή εμφανίζει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα. Εάν όμως στη νέα αγωγή περιλαμβάνονται τα ουσιώδη πραγματικά γεγονότα που διαπιστώθηκε με την πρώτη απόφαση ότι δεν συνέτρεχαν, παύει να υφίσταται το δεδικασμένο εκείνης της απόφασης και επιτρέπεται η νέα άσκηση της αγωγής. Όλες σχεδόν οι αποφάσεις που εκδόθηκαν στη συνέχεια 46 ακολουθούν την ΑΠ 368/1976 και, αφού εξετάσουν αν η δεύτερη αγωγή έχει ή όχι το ίδιο δικονομικό ελάττωμα με την πρώτη, ανάλογα απορρίπτουν τη δεύτερη αγωγή λόγω δεδικασμένου είτε προχωρούν στην παραπέρα εξέταση των λοιπών όρων του παραδεκτού της και, ενδεχομένως, στην ουσία της. Είδαμε λοιπόν ότι με βάση την κρατούσα σε θεωρία και νομολογία γνώμη το δεδικασμένο που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο δεν διαφέρει από εκείνο που δημιουργείται από την απόφαση που απορρίπτει την αγωγή για ουσιαστικούς λόγους και είναι δυνατό να ανατραπεί και σ αυτήν την περίπτωση με την επίκληση νέων πραγματικών περιστατικών. Εντούτοις, ενώ για την έννοια των πραγματικών αυτών περιστατικών επικρατεί ομοφωνία για την περίπτωση απόρριψης της αγωγής για ουσιαστικούς λόγους (ότι δηλαδή νέα πραγματικά περιστατικά είναι μόνο τα οψιγενή), όταν απορρίπτεται μία αγωγή για τυπικό λόγο έχουν υποστηριχθεί οι ακόλουθες απόψεις: α) Η εκ νέου άσκηση της αγωγής που προηγουμένως έχει απορριφθεί για τυπικούς λόγους είναι επιτρεπτή μόνο με την επίκληση οψιγενών γεγονότων, δηλαδή γεγονότων που συνέβησαν μετά την τελευταία συζήτηση της δίκης στην οποία η αγωγή απορρίφθηκε για τυπικό λόγο 47. Βασικό θεμέλιο της γνώμης αυτής αποτελεί η συνέπεια προς την παραπάνω εκτεθείσα θέση ότι το δεδικασμένο που παράγεται από την απόρριψη της αγωγής για τυπικό λόγο δεν διαφέρει από εκείνο που δημιουργείται από την απόφαση που απορρίπτει την αγωγή για ουσιαστικούς λόγους και άρα είναι δυνατό να ανατραπεί μόνο υπό τις ίδιες προϋποθέσεις. Με βάση αυτή την άποψη, αν για παράδειγμα η αγωγή απορρίφθηκε επειδή ο ανήλικος διάδικος δεν διέθετε 45 ΝοΒ 1976.882 επ. 46 Βλ. ιδίως ΑΠ 41/1987 ΕλλΔνη 1988.1342, 229/1987 ΕλλΔνη 1988.1354, 786/1987 ΕΕΝ 1988.317. 47 Μπέης, ό.π., σελ. 1312, Νίκας, ό.π., σελ. 137 επ., Κονδύλης. ό.π., σελ. 280 και 284. Πρβλ. όμως και Μπέης, ό.π., σελ. 367, όπου χωρίς ειδική αιτιολόγηση θεωρεί στην περίπτωση της αοριστίας του δικογράφου δυνατή την εκ νέου άσκησή της συμπληρωμένης και με στοιχεία που αφορούν τη νομιμοποίηση και υπήρχαν ήδη κατά την πρώτη δίκη. 16

ικανότητα δικαστικής παραστάσεως (άρθρο 63 ΚΠολΔ\, μπορεί να ασκηθεί μόνο μετά την ενηλικίωσή του. β) Η άποψη αυτή, μολονότι δέχεται ότι είναι ταυτόσημη η ενέργεια του δεδικασμένου των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικούς ή ουσιαστικούς λόγους, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κοινή εφαρμογή των κανόνων για τη χρονικά όρια του δεδικασμένου, καθώς η χρονική οριοθέτηση της δεσμευτικής ισχύος της απόφασης συνδέεται ευθέως με τα αντικειμενικά όρια του εκάστοτε παραγόμενου δεδικασμένου 48. Ειδικότερα, το δεδικασμένο των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικό λόγο περιορίζεται αποκλειστικά στα όρια που περιγράφει το άρθρο 322 1 εδ.β, χωρίς να εκτείνονται και σε άλλα ζητήματα, όπως συμβαίνει με το επί της ουσίας δεδικασμένο 49. Ο περιορισμός των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικό λόγο προκύπτει από το σκοπό της καθιέρωσής του, καθώς ο νομοθέτης, με την κάλυψη από το δεδικασμένο και του κριθέντος δικονομικού ζητήματος, επιθυμεί την αποτροπή της επανάληψης πανομοιότυπων αγωγών, οι οποίες χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη του ίδιου δικονομικού ελαττώματος, χωρίς να αποσκοπεί στον αποκλεισμό της συμπλήρωσής τους, προκειμένου τελικά να καταστεί δυνατή η επί της ουσίας εξέτασή τους. Η περιορισμένη επέκταση των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικό λόγο διαφαίνεται επίσης από το γεγονός ότι η δέσμευσή του δεν επεκτείνεται σ αυτό καθαυτό το δικονομικό ελάττωμα, ούτε σε οποιαδήποτε άλλη ουσιαστική ή δικονομική έννομη συνέπεια που απορρέει από τον ίδιο το λόγο του απαραδέκτου, όπως επίσης και από το ότι, τουλάχιστον σύμφωνα με την άποψη αυτή, δεν εκδηλώνεται η θετική (ή προδικαστική) λειτουργία του. Αυτό λοιπόν που αποκλείεται από το δεδικασμένο των αποφάσεων που απορρίπτουν την αγωγή για τυπικό λόγο είναι η επάνοδος του διαδίκου είτε με αγωγή που περιέχει το ίδιο δικονομικό ελάττωμα είτε με ισχυρισμούς που αμφισβητούν την κρίση του δικαστηρίου σχετικά με την ύπαρξη του ελαττώματος. Λόγου χάρη, αποκλείεται τόσο η αμφισβήτηση της ορθότητας της κρίσης του δικαστηρίου ως προς την απόρριψη της αγωγής ως απαράδεκτης λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου όσο και η προσκομιδή νέων αποδεικτικών περιστατικών προς απόδειξη ήδη προβληθέντων ισχυρισμών που κρίθηκαν ανεπαρκείς. Με δεδομένο όμως ότι το 48 Αρβανιτάκης, ό.π., σελ. 147. 49 Αρβανιτάκης, ό.π., σελ. 148. 17

πρόβλημα για τον περιορισμό της ικανότητας του διαδίκου να επανέλθει με νέα αγωγή μόνο εφόσον επικαλείται οψιγενή πραγματικά περιστατικά σχετίζεται με την συμπληρωματική του δεδικασμένου ενέργεια του αποκλεισμού, η οποία δεν εκδηλώνεται στις δικονομικές αποφάσεις, συνάγεται ότι ως νέα πραγματικά περιστατικά νοούνται όλοι οι μη προταθέντες ισχυρισμοί, ανεξάρτητα από το χρόνο που εμφανίστηκαν. Η αντίθετη εκδοχή ελλοχεύει τον κίνδυνο ένα μη προταθέν πραγματικό περιστατικό που αφορά το παραδεκτό της αγωγής να κρίνει αποφασιστικά την ουσιαστική έκβαση της υπόθεσης 50. Η ίδια λύση υιοθετείται και στις περιπτώσεις απόρριψης της αγωγής ως αόριστης, με το σκεπτικό ότι το δεδικασμένο μιας τέτοιας απόφασης δεν διαφέρει σε τίποτα από την εν γένει δεσμευτική ενέργεια των απορριπτικών για άλλο τυπικό λόγο αποφάσεων 51. Τέλος, την ίδια θεώρηση ακολουθεί και άλλη άποψη, η οποία όμως θεωρεί ότι το δεδικασμένο επί ουσιαστικού ζητήματος δεν είναι δυνατό να παραλληλισθεί με το δεδικασμένο που παράγεται από την κρίση του δικαστηρίου επί του δικονομικού ζητήματος, το οποίο χαρακτηρίζει ως ιδιόμορφο δεδικασμένο 52. γ) Στην ίδια κατ αποτέλεσμα λύση οδηγεί και μία άλλη άποψη 53, η οποία όμως υπεραμύνεται της διαφορετικής φύσης και λειτουργίας του δεδικασμένου επί ουσιαστικού και δικονομικού ζητήματος. Στην περίπτωση των απορριπτικών για τυπικούς λόγους αποφάσεων ο σκοπός της δέσμευσης από το περιεχόμενο της δικαιοδοτικής κρίσεως πρέπει να είναι η αποτροπή της επανειλημμένης απόπειρας κατ ουσία εκδίκασης της διαφοράς, ενόσω διαρκεί το δικονομικό έλλειμμα που οδήγησε στην απόρριψή της. Σ αυτήν ακριβώς τη διαφορετική λειτουργία πρέπει να θεμελιωθεί η αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 330 ΚΠολΔ και, συνεπώς, η δυνατότητα επίκλησης και οψιφανών πραγματικών περιστατικών (και όχι στη φύση της λειτουργίας του αποκλεισμού, όπως δέχεται η μόλις εκτεθείσα άποψη). δ) Η θεραπεία του δικονομικού ελαττώματος κατά κανόνα είναι δυνατή με την προβολή μόνο οψιγενών περιστατικών και κατ εξαίρεση με την προβολή και οψιφανών ισχυρισμών 54. Η ενδιάμεση αυτή θέση αναζητά τη λύση με βάση την 50 Στην ίδια κατ αποτέλεσμα λύση οδηγείται και ο Δημητρίου, ό.π., σελ. 97 επ., ο οποίος όμως υπεραμύνεται του της διαφορετικής φύσης και λειτουργίας του δεδικασμένου επί ουσιαστικού και δικονομικού ζητήματος, στην οποία και πρέπει να θεμελιωθεί η αδυναμία εφαρμογής του άρθρου 330 ΚΠολΔ και, συνεπώς, η δυνατότητα επίκλησης και οψιφανών πραγματικών περιστατικών (και όχι στη φύση της λειτουργίας του αποκλεισμού). 51 Αρβανιτάκης, ό.π., σελ. 150 επ. 52 Μακρίδου, ό.π., σελ. 144 επ. 53 Δημητρίου, ό.π., σελ. 97 επ. 54 Ποδηματά, ό.π., σελ. 137 επ. 18

αδυναμία έμμεσης αμφισβήτησης του πορίσματος του δικανικού συλλογισμού με την αμφισβήτηση των επιμέρους προκειμένων του και κυρίως της ελάσσονας πρότασης. Έτσι διακρίνει αν η ελάσσων πρόταση αποτελεί το αποτέλεσμα πραγματικής (δηλαδή αποδεικτικής ανάπλασης του βιοτικού συμβάντος) ή υποθετικής υπαγωγής. Στην πρώτη περίπτωση, η οποία συντρέχει λόγου χάρη όταν απορρίπτεται αγωγή λόγω έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου γιατί αποδείχθηκε η έλλειψη κατοικίας του εναγόμενου στην ημεδαπή, εφόσον το δικαστήριο περιλαμβάνει στην ελάσσονα πρόταση το αποδεικτικό πόρισμα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που αντιστοιχούν στις προϋποθέσεις του κανόνα δικαίου που προβλέπει την οικεία διαδικαστική προϋπόθεση, αποκλείεται η επανάσκηση της ίδιας αγωγής με την επίκληση είτε πρόσθετων αποδεικτικών μέσων είτε προϋφιστάμενων γεγονότων που δεν είχαν προταθεί 55. Κατεξοχήν όμως στις περιπτώσεις απόρριψης της αγωγής λόγω αοριστίας (ή όταν λόγου χάρη στην αγωγή δεν θεμελιώνεται το έννομο συμφέρον του ενάγοντος για την άσκηση αναγνωριστικής αγωγής ή η νομιμοποίηση του νόμιμου εκπροσώπου του ενάγοντος) είναι δυνατή η επανέγερσή τους με την επίκληση και οψιφανών πραγματικών περιστατικών 56. Στις περιπτώσεις αυτές από τα εκτεθέντα στην αγωγή στοιχεία προκύπτει ότι δεν συντρέχει ορισμένη διαδικαστική προϋπόθεση ή τα στοιχεία αυτά δεν είναι επαρκή ή επαρκώς εξειδικευμένα, ώστε να επιτρέψουν την κρίση για τη συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων. Καθώς η ελάσσονα πρόταση της απορριπτικής απόφασης στηρίζεται αποκλειστικά στα εκτεθέντα στην αγωγή κρίσιμα πραγματικά περιστατικά, αληθή υποτιθέμενα, η επίκληση ακόμα και προγενέστερων γεγονότων δεν συνιστά αμφισβήτηση του πορίσματος του νομικού συλλογισμού και άρα είναι επιτρεπτή 57. Από την πλευρά της η νομολογία, με ελάχιστες εξαιρέσεις 58, προβαίνει απλά σε κρίση της συνδρομής ή μη της δικονομικής έλλειψης που διαπίστωσε το πρώτο 55 Ποδηματά, ό.π., σελ. 138. Σε κάθε φυσικά περίπτωση είναι δυνατή η επανέγερση της αγωγής με την επίκληση γεγονότων μεταγενέστερων της συζήτησης στην οποία εκδόθηκε η τελεσίδικη απόφαση, αφού εκφεύγουν από τα χρονικά όρια του δεδικασμένου. 56 Ποδηματά, ό.π., σελ. 139 επ. 57 Βλ. και Δημητρίου, ό.π., σελ. 104 επ., όπου και διατυπώνονται επιφυλάξεις, ιδίως ως προς το αν ο δικανικός συλλογισμός είναι ή όχι αντικείμενο αποδεικτικής διαδικασίας.. 58 ΑΠ 41/1987 ΕλλΔνη 1988.1342, ΕφΠειρ 389/1990 Δ 1991.957. 19

δικαστήριο, χωρίς περαιτέρω θεωρητικές αναζητήσεις για το αν τα περιστατικά που συμπληρώνουν την παραπάνω έλλειψη μπορεί να είναι οψιγενή ή και οψιφανή 59. Β. Η ΘΕΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟΥ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟΥ Σύμφωνα με την κρατούσα στη θεωρία γνώμη 60, το δεδικασμένο των αποφάσεων που απορρίπτουν μία αγωγή για τυπικό λόγο δεν αναπτύσσει θετική λειτουργία, μη δυνάμενη να αποτελέσει τη βάση περαιτέρω δικαστικής διάγνωσης. Η έλλειψη θετικής λειτουργίας στο δικονομικό δεδικασμένο αποδίδεται: α) είτε γιατί η προδικαστικότητα προϋποθέτει κανόνα του ουσιαστικού δικαίου που να εξαρτά την επέλευση ορισμένης έννομης συνέπειας από το παραδεκτό ή μη της ασκηθείσας αγωγής, η οποία δε φαίνεται να υπάρχει 61, είτε λόγω του ειδικότερου σκοπού του δικονομικού δεδικασμένου, η περιορισμένη εμβέλεια του οποίου δικαιολογεί τη μη εκδήλωση της θετικής του ενέργειας 62. Έχει όμως διατυπωθεί και η αντίθετη γνώμη 63 ότι, έστω και σε σπάνιες περιπτώσεις, η κριθείσα δικονομική έννομη συνέπεια ανακύπτει ως προδικαστικό ζήτημα άλλης δικονομικής έννομης συνέπειας στο πλαίσιο της ίδιας δικονομικής αξιώσεως (λόγου χάρη η κρίση του εφετείου για το παραδεκτό της έφεσης αποτελεί προδικαστικό ζήτημα για την κρίση από τον Άρειο Πάγο του παραδεκτού της αναίρεσης) 64. Στη νομολογία έχει γίνει έμμεσα δεκτό ότι το δεδικασμένο των αποφάσεων που απορρίπτουν μία αγωγή για τυπικό λόγο αναπτύσσει και θετική λειτουργία στις εξής περιπτώσεις: α) Όταν απορρίπτεται έφεση ως απαράδεκτη, επειδή στρέφεται κατά απόφασης εν μέρει οριστικής και εν μέρει μη οριστικής, δημιουργείται δεδικασμένο που δεσμεύει το δικαστήριο που θα κρίνει την ανακοπή που θα ασκηθεί κατά της 59 Δημητρίου, ό.π., σελ. 75, ο οποίος θεωρεί ότι από το όλο περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων συνάγεται πως είναι δυνατή η συμπλήρωση δικονομικής έλλειψης και με οψιφανή πραγματικά περιστατικά. 60 Βλ., εκτός από τις παραπομπές που ακολουθούν, και Μακρίδου, ό.π. σελ. 129. 61 Κονδύλης, ό.π., σελ. 126. 62 Αρβανιτάκης, ό.π., σελ. 148 επ. 63 Ποδηματά, ό.π., σελ. 135. 64 Υπέρ της θετικής λειτουργίας του δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος μάλλον και ο Νίκας, ό.π., σελ. 151. Επιπλέον, βλ. Σαχπεκίδου, ό.π. σελ. 517 επ. 20

εκτέλεσης με τον ίδιο λόγο (δηλαδή τη μη οριστικότητα της προσβαλλόμενης απόφασης) 65, β) αν μία απόφαση απορρίψει έφεση ως απαράδεκτη γιατί ασκήθηκε εκπρόθεσμα, η κρίση του σχετικά με το χρονικό σημείο που δέχεται ότι λήγει η προθεσμία της έφεσης και αρχίζει εκείνη της αναίρεσης δεσμεύει αργότερα τον Άρειο Πάγο στην εκδίκαση αναίρεσης που τυχόν ασκηθεί 66, Στο σημείο αυτό οφείλεται η όχι αυτονόητη διευκρίνιση ότι, ακόμα κι αν δεχθεί κανείς θετική ενέργεια στο δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος, η κρίση του πρώτου δικαστηρίου για τη συνδρομή ορισμένων διαδικαστικών προϋποθέσεων (διαφορετικών από εκείνη, της οποίας η έλλειψη οδήγησε εν τέλει στην απόρριψη της αγωγής) δεν δεσμεύει το δεύτερο δικαστήριο, καθώς, πλην των άλλων, αντιτίθεται στη θεμελιώδη δικονομική αρχή της οικονομίας της δίκης 67. Επομένως, αν με τη δεύτερη αγωγή συμπληρώνεται η δικονομική έλλειψη που διαπιστώθηκε στην πρώτη δίκη, δεν αποκλείεται να απορριφθεί λόγω έλλειψης άλλης διαδικαστικής προϋπόθεσης, παρόλο που προηγούμενα είχε κριθεί ότι υπήρχε 68. 5. ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΔΕΔΙΚΑΣΜΕΝΟ ΤΩΝ ΕΠΙ ΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ Όπως είναι γνωστό, η λειτουργία των διαδικαστικών προϋποθέσεων έγκειται στο ότι, εφόσον διαπιστωθεί η συνδρομή τους, επιτρέπουν την εξέταση της ουσίας της διαφοράς. Όταν λοιπόν εκδίδεται απόφαση επί της ουσίας της υπόθεσης, ανεξάρτητα από το ειδικότερο αποτέλεσμά της (αν δέχεται την αγωγή ή την απορρίπτει ως νόμω ή ουσία αβάσιμη), προϋποτίθεται ότι έχει προηγηθεί απόφανση του δικαστηρίου (ρητή ή σιωπηρή) για την κατάφαση των διαδικαστικών προϋποθέσεων. Στο σημείο λοιπόν αυτό τίθεται το ερώτημα αν από μία επί της ουσίας απόφαση παράγεται δεδικασμένο ως προς την συνδρομή των διαδικαστικών προϋποθέσεων και την απουσία τυχόν διαδικαστικών κωλυμάτων. 65 ΕφΘεσ 2373/1987 Αρμ 1987.1037, με παρατ. Νίκα. 66 ΑΠ 404/1990 ΝοΒ 1991.739 επ. 67 Δημητρίου, ό.π., σελ. 123 επ. 68 Κονδύλης, ό.π., σελ. 215. 21

Υπέρ της αναγνώρισης ενός τέτοιου δεδικασμένου τάσσεται το μεγαλύτερο μέρος της θεωρίας, με την επισήμανση όμως ότι η πρακτική του χρησιμότητα είναι εξαιρετικά περιορισμένη, καθώς αυτό ενσωματώνεται στο ουσιαστικό δεδικασμένο για την επί της ουσίας κρίση του δικαστηρίου και ουσιαστικά απορροφάται από το τελευταίο 69. Μετά την επί της ουσίας τελεσίδικη κρίση, όταν ανακύψει ως κύριο ή προδικαστικό το ήδη κριθέν ουσιαστικό ζήτημα, κάθε αμφισβήτηση που αφορά το παραδεκτό προσκρούει αναγκαστικά στο δεδικασμένο επί του ουσιαστικού ζητήματος, αφού το παράπονο για το παραδεκτό υπονοεί ότι δεν έπρεπε να εξεταστεί κατ ουσία η διαφορά. Καθώς η αρνητική λειτουργία του δικονομικού δεδικασμένου απορροφάται από το δεδικασμένο ως προς το ουσιαστικό ζήτημα 70, δε μπορεί να γίνει λόγος ούτε για αυτοτελή και ανεξάρτητη θετική λειτουργία του, ενόψει της ανυπαρξίας σχέσης προδικαστικότητας ανάμεσα στο παραδεκτό της αγωγής και τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της, καθώς επίσης και του αυτεπάγγελτου ελέγχου των διαδικαστικών προϋποθέσεων 71. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με μία γνώμη 72 που θεωρεί ως δικονομικά ζητήματα και ορισμένα που ανακύπτουν κατά την αποδεικτική διαδικασία (για παράδειγμα η εγκυρότητα αποδεικτικού εγγράφου), αναπτύσσεται δεδικασμένο και ως προς αυτά και μάλιστα αυτοτελώς, σε αντιδιαστολή προς ό,τι ισχύει για τις διαδικαστικές προϋποθέσεις της δίκης και το παραδεκτό της αγωγής, ενώ παράλληλα βρίσκει εφαρμογή και το άρθρο 330 ΚΠολΔ 73. Κλείνοντας, πρέπει να σημειωθεί ότι αναφορικά με τα αντικειμενικά, υποκειμενικά και χρονικά όρια του δεδικασμένου επί δικονομικού ζητήματος ισχύουν σε γενικές γραμμές όσα γίνονται δεκτά και για το δεδικασμένο επί ουσιαστικών ζητημάτων. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει στην ανάπτυξη του δικονομικού δεδικασμένου μόνο όταν υπάρχει το ίδιο αντικείμενο δίκης (και όχι μόνο το ίδιο κριθέν δικονομικό ζήτημα), ως απόρροια της φύσης των διαδικαστικών προϋποθέσεων, οι οποίες κρίνονται πάντοτε σε σχέση με συγκεκριμένη διαφορά. 69 Κονδύλης, ό.π., σελ. 215, Νίκας, ό.π., σελ. 124, Ποδηματά, ό.π. σελ. 142 επ. 70 Βλ. όμως και ΠολΠρΘεσ 8975/1995 Αρμ 1996.1232, όπου με βάση τελεσίδικη αναγνωριστική απόφαση εκδόθηκε διαταγή πληρωμής, εναντίον της οποίας ασκήθηκε ανακοπή με λόγο, μεταξύ άλλων, την αοριστία ως προς το καταβλητέο ποσό εξαιτίας της συνομολόγησής του σε ξένο νόμισμα, ο οποίος απορρίφθηκε ως απαράδεκτος, ως καλυπτόμενος από το δεδικασμένο της τελεσίδικης αναγνωριστικής απόφασης. 71 Ποδηματά, ό.π. σελ. 144, βλ. όμως και τον αντίλογο στη θεώρηση αυτή από τον Δημητρίου, ό.π., σελ. 128 επ. 72 Δημητρίου, ό.π., σελ. 135 επ. 73 Βλ. και ΕφΑθ 6552/1986 Δ 1987.334. 22

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Αρβανιτάκης Π., Τα χρονικά όρια του δεδικασμένου (1995). Γέσιου Φαλτσή Π., Δίκαιο αποδείξεως (1986). Δημητρίου Δημ., Δεδικασμένο επί δικονομικού ζητήματος (1999). Καλαβρός Κ., Αντικειμενική σώρευση αγωγών δεδικασμένο δεδικασμένο για δικονομικό ζήτημα απόρριψη της αγωγής λόγω αοριστίας, περιεχόμενο του δεδικασμένου απόρριψη αναγνωριστικής αγωγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος, περιεχόμενο του δεδικασμένου εξώδικη ομολογία (γνωμ.) Δ 1985.718 επ. Κεραμεύς Κ., Αστικό Δικονομικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος (1986). Κεραμεύς / Κονδύλης / Νίκας, Ερμηνεία του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας τόμος Ι (2000). Κονδύλης Δ., Το δεδικασμένον κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας (1983). Κουσούλης Σ., Η νομική φύση του δεδικασμένου (1988). Μακρίδου Κ., Η αόριστη αγωγή και οι δυνατότητες θεραπείας της (1994). Μπέης Κ., Πολιτική Δικονομία Γενικαί αρχαί και κατ άρθρον ερμηνεία. Ο ίδιος, Τα αντικειμενικά όρια του δεδικασμένου (κατά το ελληνικό δίκαιο) Δ 1988.710 επ. Νίκας Ν., Το έννομο συμφέρον ως προϋπόθεση του παραδεκτού των ενδίκων μέσων κατά τον ΚΠολΔ (1981). Ποδηματά Ε., Δεδικασμένο, τόμος Ι [αντικειμενικά όρια ιδίως επί ενστάσεων (1995)]. Σαχπεκίδου Ε., Δεδικασμένο από τυπική απόρριψη της αγωγής και επίδρασή του επί του παραδεκτού της ενστάσεως συμψηφισμού που αφορά την ίδια απαίτηση Αρμ 1989.517 επ. 23