ΦΑΤΜΑΓΚΙΟΥΛ Ο ΝΟΥΣ ΤΗΣ ήταν στο χαρτί που της έβαλε με τρόπο στο χέρι ακριβώς την ώρα του αποχωρισμού. Περίμενε να φύγουν οι γειτόνισσες για να το διαβάσει. Ποτέ δεν το διάβαζε αμέσως όταν έπαιρνε γράμμα από τον Μουσταφά. Ανέμενε γεμάτη αγωνία την κατάλληλη στιγμή. Πόσο χαρούμενη την έκανε αυτό το κομμάτι χαρτί που δεν ήξερε τι έγραφε. Θα πρέπει να της είχε γράψει αυτά που δεν μπορούσε να πει. Δεν αρμόζει στους άντρες να μιλούν για αγάπη, για νοσταλγία. Ειδικά στη γλώσσα του Μουσταφά, δεν υπάρχουν αυτές οι λέξεις. Έφτιαξε το τσάι και πήγε να πλύνει τα πρωινά πιάτα. Δεν ήθελε να καθίσει μαζί με τις άλλες γυναίκες. Θα συζητούσαν πάλι για το πότε θα γίνει ο γάμος. Λες κι εγώ δε θέλω. Ο Μουσταφά δεν κάνει λόγο για γάμο εδώ και μήνες. Το σπίτι που τους είχε αφήσει ο πατέρας τους ήταν δυο δωμάτια όλο κι όλο. Η Φατμαγκιούλ ζούσε σε αυτό από τη μέρα που γεννήθηκε. Στο ένα δωμάτιο έμενε ο μεγάλος αδερφός της με τη γυναίκα του και στο άλλο 7
ΒΕΝΤΑΤ ΤΟΥΡΚΑΛΙ ΣΕΜΠΑΧΑΤ ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΟΓΛΟΥ εκείνη με τα παιδιά. Ολάκερος ο κόσμος της βρισκόταν στα καλάθια που είχε κάτω απ το κρεβάτι της. Ο αδερφός της πουλούσε κάθε Σάββατο στο παζάρι τις δαντέλες που έφτιαχνε η Φατμαγκιούλ κι έπαιρνε πολλές παραγγελίες. Στο τέλος του μήνα θα αγόραζαν ένα σεντούκι για την προίκα της. Η Φατμαγκιούλ έβγαινε για να αγοράσει τις κλωστές. Αυτή ήταν και η μόνη της ευκαιρία να ανταμώσει τον Μουσταφά. Ψώνιζε βιαστικά από ένα δυο καταστήματα και προτού επιστρέψει στο χωριό, καθόταν με τον Μουσταφά σε μια ερημιά που είχαν ανακαλύψει στην πλαγιά στο πίσω μέρος του επαρχιακού δρόμου. Έτρωγαν τις τυρόπιτες που έφερνε η Φατμαγκιούλ από το σπίτι κι έπιναν τις γκαζόζες που αγόραζαν από το τσαρσί*. Μετά ο Μουσταφά άναβε τσιγάρο. Άπλωνε τα χέρια του ανάμεσα στα πόδια της. Η Φατμαγκιούλ, παρά τη γλυκιά ανατριχίλα που τη διαπερνούσε, καμωνόταν πως θύμωνε. Άφηνε τον εαυτό της ελεύθερο στο άγγιγμα του άντρα μόλις αυτός τελείωνε το τσιγάρο του. Ο Μουσταφά ήξερε πού να σταματήσει. Βέβαια, δεν τους είχαν δοθεί και πολλές ευκαιρίες. Την τελευταία φορά που είχε πάει στην αγορά έμειναν εκεί μέχρι να σκοτεινιάσει. Και είχε δυσκολευτεί να συγκρατήσει τον Μουσταφά, που ήθελε να προχωρήσει περισσότερο. * Τουρκική λέξη, που θα πει αγορά, παζάρι. (Σ.τ.Ε.) 8
ΦΑΤΜΑΓΚΙΟΥΛ Από τις ονειροπολήσεις της την έβγαλε η φωνή της νύφης της: «Φατμαγκιούλ, τι έγινε το τσάι;» «Το φέρνω». Σκούπισε τα χέρια της και καθώς ετοίμαζε το δίσκο έστησε αφτί για να ακούσει τι έλεγαν μέσα. Η Μουκάντες είχε μείνει ξάγρυπνη πάλι. Ο άντρας της επέστρεφε αργά κάθε βράδυ και την ξυπνούσε με ερωτικές διαθέσεις πάνω στο πιο συναρπαστικό σημείο του ονείρου της. Πάντως, δεν έμενε έγκυος εδώ και δύο χρόνια. Μια φορά που αγανάκτησε, τόλμησε να αντιδράσει, αλλά έφαγε πολύ ξύλο. Μήπως ήταν διαφορετικές οι άλλες γυναίκες; Μήπως θα γίνω κι εγώ σαν τη Μουκάντες; αναρωτήθηκε. Όχι βέβαια, γιατί να γίνει έτσι; Μπορεί να μην είχαν ολοκληρώσει, αλλά αγγίζονταν με πάθος με τον Μουσταφά. Τις περισσότερες φορές το ήθελε εκείνη. Συνεχίζονταν τα χάχανα όταν μπήκε μέσα με το δίσκο. Η Χατιτζέ είπε: «Σουτ, δε λένε τέτοια πράγματα μπροστά στα κορίτσια». Συνέχισε σαν να ήθελε να ελέγξει τι ήξερε και τι δεν ήξερε η Φατμαγκιούλ. «Ο Μουσταφά θα πάει στα σφουγγάρια. Έγραψε το όνομά του μαζί με το γιο του αδερφού του άντρα μου». 9
ΒΕΝΤΑΤ ΤΟΥΡΚΑΛΙ ΣΕΜΠΑΧΑΤ ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΟΓΛΟΥ Η Φατμαγκιούλ κοντοστάθηκε. Κοιτάχτηκαν στα μάτια με τη νύφη της. «Δεν έχω ιδέα, Χατιτζέ, ποια σφουγγάρια;» Θυμήθηκε αμέσως το γράμμα. Μήπως της έγραφε αυτό στο γράμμα; Δεν της το είπε, φαίνεται, και της το έγραψε. Αν και είχε έρθει η άνοιξη, δεν είχε πάει για δουλειά στα ξενοδοχεία. Μήπως είχε βάλει στο νου του τα σφουγγάρια; «Το είπε χθες βράδυ. Η κυβέρνηση θα επιβάλει απαγόρευση στα σφουγγάρια. Να βγούμε πριν έρθει το έγγραφο. Χρειάζονται δυο άνθρωποι. Ο Μουσταφά είπε Γράψτε κι εμένα». «Ο Μουσταφά είχε πει ότι δε θα πάει στα σφουγγάρια...» Δεν μπόρεσε να εμποδίσει το τρεμούλιασμα της φωνής της. Βγήκε αθόρυβα απ το δωμάτιο. Κάθισε στον πίσω τοίχο του σπιτιού κι έβγαλε βιαστικά το χαρτί από τη μέση της φούστας της. Φατμαγκιούλ μου, Είχα δώσει το λόγο μου, αλλά δεν υπάρχει άλλος τρόπος. Χρειάζονται άνθρωπο για τα σφουγγάρια. Είναι καλύτερα από το να χτυπά κανείς ξένες πόρτες. Σάμπως παθαί- 10
ΦΑΤΜΑΓΚΙΟΥΛ νουν όλοι τη νόσο των δυτών; Ή μήπως είμαι ατζαμής; Αυτή θα είναι η τελευταία φορά. Από δω και στο εξής θα απαγορεύεται. Και να θέλουμε, δε θα μπορούμε να τα μαζέψουμε. Ξεκινάμε αύριο το ξημέρωμα. Όταν γυρίσω και πουλήσω τα σφουγγάρια, θα κάνουμε το γάμο. Μην κατεβείς στην πόλη. Να σου παίρνει ό,τι θέλεις ο Ραχμί. Σε χαιρετώ Μουσταφά Ήθελε να κλάψει. Διάβασε το γράμμα άλλη μια φορά. Άρα είχε δίκιο η Χατιτζέ. Θα πήγαινε στα σφουγγάρια. Κάθε χρόνο πέθαιναν πολλοί από τη νόσο των δυτών στο χωριό τους. Αυτή την ασθένεια είχε πάθει κι ο πατέρας της. Έμεινε κατάκοιτος τρία χρόνια και πέθανε με αβάσταχτους πόνους τον περασμένο χειμώνα. Όταν πήγε να τη συλλυπηθεί ο Μουσταφά, τον έβαλε να της ορκιστεί ότι δε θα πήγαινε ποτέ ξανά στα σφουγγάρια. Δεν εισακούστηκε όμως ο λόγος μου. Αυτή η καταραμένη η φτώχεια. Όποτε θυμόταν τον πατέρα της, ερχόταν στο νου της η θλιβερή, εξαρτημένη, δυστυχισμένη κατάστασή του. Πώς κατέρρευσε έτσι ένας άντρας που θύμιζε παλαιστή; Κι αν πάθει και ο Μουσταφά τη νόσο των δυτών; Πρέπει να διώχνουμε τις κακές σκέψεις 11
ΒΕΝΤΑΤ ΤΟΥΡΚΑΛΙ ΣΕΜΠΑΧΑΤ ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΟΓΛΟΥ απ το μυαλό μας. Χάρηκε για την αναφορά του στο γάμο. Ξαναμπήκε στο σπίτι και γέμισε τα ποτήρια που είχαν αδειάσει. Προσπάθησε να δείξει αδιάφορη. «Πότε θα γυρίσουν από τα σφουγγάρια;» «Θα λείπουν τουλάχιστον τρεις μήνες. Έχουν πάθει μια αρρώστια τα σφουγγάρια και λιώνουν. Αν η αρρώστια έχει εξαπλωθεί παντού, θα επιστρέψουν γρήγορα», της απάντησε η Χατιτζέ. Η Μουκάντες συνοφρυώθηκε. «Αρρωσταίνουν τα σφουγγάρια; Ό,τι έγινε έγινε εξαιτίας των παραθεριστών. Μπαίνουν βρόμικοι στη θάλασσα. Που να πεθάνουνε». «Είναι εξαιτίας τους, είναι θέλημα Θεού, κανείς δεν ξέρει. Γι αυτό το λόγο επιβλήθηκε και η απαγόρευση», εξήγησε η Χατιτζέ και σηκώθηκε. Αμέσως την ακολούθησαν και οι άλλες. Είχαν να κάνουν δουλειές. Να πλύνουν ρούχα, να μαγειρέψουν. Όταν έφυγαν οι γειτόνισσες, είπε στη νύφη της αυτό που της έγραψε ο Μουσταφά για το γάμο. Το νέο αυτό καθησύχασε τη Μουκάντες. Όταν είχε έρθει εκείνη νύφη στο σπίτι, η Φατμαγκιούλ ήταν σχεδόν παιδί. Αλλά ακόμα και σε τόσο μικρή ηλικία έκανε πολλές δουλειές. Αν δεν είχε τη Φατμαγκιούλ, δε θα τα έβγα 12
ΦΑΤΜΑΓΚΙΟΥΛ ζε πέρα με δυο παιδιά κι έναν κατάκοιτο πεθερό. Ο άντρας της δεν είχε και πολύ μυαλό. Αφού πέθανε ο πεθερός και μεγάλωσαν τα παιδιά, έπρεπε και η Φατμαγκιούλ να αποκατασταθεί μια ώρα αρχύτερα. 13
ΒΕΝΤΑΤ ΤΟΥΡΚΑΛΙ ΣΕΜΠΑΧΑΤ ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΟΓΛΟΥ Ο ΚΑΙΡΟΣ ΔΕΝ ΠΕΡΝΟΥΣΕ από τότε που έφυγε ο Μουσταφά. Είχαν πιάσει για τα καλά και οι ζέστες. Οι μέρες που κυλούσαν ολόιδιες επί εβδομάδες φαίνεται ότι περνούσαν γρηγορότερα όταν ήταν εδώ ο Μουσταφά, γιατί είχε πάντα την ελπίδα πως θα τον συναντούσε. Ξυπνούσε νωρίς το πρωί, τέλειωνε γρήγορα γρήγορα τις δουλειές του σπιτιού, έπλενε τα μεσημεριανά πιάτα και μετά άλλοτε μόνη της και άλλοτε με τα κορίτσια της γειτονιάς έπλεκε δαντέλες, κεντούσε και συμπλήρωνε την προίκα της. Όταν ήταν μόνη, έκανε όνειρα. Αλλά και τα όνειρά της ακόμα ίδια ήταν. Ορισμένες φορές ένιωθε πως την κούραζε να πλάθει συνέχεια το ίδιο όνειρο. Ας ερχόταν επιτέλους... Υπήρχαν πλευρές του Μουσταφά που δεν τις αγαπούσε. Νευρίαζε απότομα και τότε το βλέμμα του θόλωνε. Ο πατέρας και ο αδερφός της ήταν ήπιοι χαρακτήρες. Κυρίως ο αδερφός της... Πόσο πολύ αγαπούσε η Φατμαγκιούλ την αφέλειά του, την οποία οι γύρω του θεωρούσαν υπερβολική. Δεν έβλεπε, δεν αντιλαμβανόταν την κακία. Ή ίσως 14
ΦΑΤΜΑΓΚΙΟΥΛ έκανε πως δεν την έβλεπε. Ο αδερφός της ήταν καλός από γεννησιμιού του. Και ο πατέρας της ήταν ένας φιλήσυχος άνθρωπος. Όταν πέθανε η γυναίκα του κι έπαθε τη νόσο των δυτών, στη σιωπή του προστέθηκε κι ένα βλέμμα γεμάτο ντροπή. Φαίνεται πως η Φατμαγκιούλ είχε πάρει από αυτούς την ηρεμία που τη διέκρινε. Πώς θα συνηθίσω το θυμό του Μουσταφά χωρίς να δείχνω την ενόχλησή μου; αναρωτήθηκε. Τρελαινόταν αν δε γινόταν αυτό που ήθελε. Μια τέτοια κατάσταση μπορούσε να διαρκέσει και δυο μέρες. Μετά έψαχνε τρόπο συμφιλίωσης. Ήθελε να έχει πολλά χρήματα. Κάθε χρόνο έκανε αίτηση για να πάει εργάτης στη Γερμανία, αλλά ενώ εγκρίνονταν οι αιτήσεις άλλων φτωχοδιάβολων, η δική του ποτέ. Αν έφευγε, θα έπαιρνε και τη Φατμαγκιούλ μόλις συμπλήρωνε χρόνο. Για εκείνη δεν είχε καμία διαφορά το εδώ με το εκεί. Όσοι φεύγουν θέλουν να γυρίσουν και όσοι μένουν να φύγουν. Οι διηγήσεις των ανθρώπων που έρχονταν από τη Γερμανία τα καλοκαίρια τής προκαλούσαν φόβο και την έκαναν να αντιμετωπίζει αρνητικά το ενδεχόμενο να πάει εκεί. Εξάλλου, πώς θα μπορούσε να την ενθουσιάσει κάτι που δε γνώριζε; Το όνειρο αυτό του Μουσταφά δεν επισκεπτόταν τα δικά της όνειρα. Περίμενε να 15
ΒΕΝΤΑΤ ΤΟΥΡΚΑΛΙ ΣΕΜΠΑΧΑΤ ΑΛΤΙΠΑΡΜΑΚΟΓΛΟΥ τελειώσει η εκπομπή στο ραδιόφωνο και να ακούσει τη φράση «Η συνέχεια αύριο». Μάζεψε τα κιλίμια για να τα πάει στην παραλία να τα πλύνει. Αν γλίτωνε και το μεσημεριανό ήλιο, θα ήταν πολύ καλά. 16