ΑΡΗΣ ΣΤΟΥΓΙΑΝΝΙΔΗΣ ΓΛΩΣΣΟΛΟΓΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ ΑΕΝΑΟΝ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΕΝΑΩΣ ΕΝΗΜΕΡΟΥΜΕΝΕΣ 217 11 Αυγούστου 2016
ΕΙΣΑΓΩΓΗ Ειδος υπο εξαφανιση! Παλαιοτατης αρχης και προελευσεως. Την συνατουμε στους πρωτοπλαστους και την χανουμε στις μερες μας. Βεβαια η ντροπη μπορει να χαθηκε, αλλά αφησε πάρα πολλα καταλοιπα στην γλωσσα διατυπωμενα σε φρασεις και ρητα αλλά και σε λεξεις που ακομα αναφέρουμε. Για την Ιστορια λοιπον συνεταξα αυτό το κειμενο για να αναπολουν οι παλαιοι και να μαθαινουν (ή και να γελουν αναισθητως) οι νεοι. 1
Λεξιλογιο Αδαιομαι αἰδέομαι, ποιητ. επίσης αἴδομαι, μτχ. αἰδόμενος, προστ. αἴδεο παρατ., Ε- πικ. γʹ ενικ. αἴδετο, πληθ. αἰδέοντο, Αττ. ᾐδοῦντο μέλ. αἰδέσομαι, Επικ. αἰδέσσομαι Μέσ. αορ. αʹ ᾐδεσάμην, Επικ. προστ. αἴδεσσαι Παθ. αορ. αʹ ᾐδέσθην, Επικ. γʹ πληθ. αἴδεσθεν παρακ. ᾔδεσμαι I. 1. Αποθ., ντρέπομαι, αισχύνομαι να πράξω κάτι με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ. σπανίως με μτχ., αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων, να ντρέπεσαι γιατί τον ε- γκαταλείπεις, σε Σοφ. απόλ., αἰδεσθείς, από αίσθημα ντροπής, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. προσ., σέβομαι, στέκομαι με σεβασμό, φοβάμαι, υπολήπτομαι αἰδεῖο θεούς, στο ίδ., σε Όμηρ. κ.λπ. λέγεται και για πράγματα, αἴδεσσαι μέλαθρον, δείξε σεβασμό στην οικία, σε Ομήρ. Ιλ. ὅρκον αἰδεσθείς, σε Σοφ. II. σέβομαι τη δυστυχία του άλλου, φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον, δείχνω ενδιαφέρον και συμπάθεια για κάποιον, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μηδ' ἐλαίρων, σε Ομήρ. Οδ. Αζομαι ἅζομαι ( ΑΓ, βλ. ἅγος), αποθ. μόνο στον ενεστ. και παρατ. Ενεργ. μόνο στη μτχ. ἅζοντα 1. σέβομαι, φοβάμαι κάποιον, ιδίως τους θεούς και τους γονείς, σε Όμηρ. ακολουθ. από απαρ., συστέλλομαι από την εκτέλεση πράγματος, στον ίδ. επίσης, ἅζομαι μή..., σε Ομήρ. Ιλ. 2. απόλ. σε μτχ., κατατρομαγμένος, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ. αιδοιος αἰδοῖος, -α, -ον (αἰδέομαι), I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σεβάσμιος λέγεται και για γυναίκες, αυτές που αξίζουν σεβασμό, τρυφερότητα, στοργή, σε Όμηρ. II. Ενεργ., ντροπαλός, ταπεινός, ευλαβής, σε Ομήρ. Οδ. επίρρ. -ως, με σεβασμό, στο ίδ. III. συγκρ. αἰδοιότερος, σε Ομήρ. Οδ. υπερθ. αἰδοιέστατος, σε Πίνδ. αἰσχύνω Ιων. παρατ. αἰσχύνεσκε μέλ. -ῠνῶ, Ιων. -υνέω αόρ. αʹ ᾔσχῡνα Α. Παθ. με Μέσ. μέλ. αἰσχῠνοῦμαι, αόρ. αʹ ᾐσχύνθην, απαρ. αἰσχυνθῆναι, ποιητ. -ῆμεν παρακ. ᾔσχυμμαι I. 1. ασχημίζω, παραμορφώνω, καθιστώ κάτι δύσμορφο, βλάπτω πρόσωπον, κόμην, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ηθική σημασία, ατιμάζω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, καταντροπιάζω γένος πατέρων, στο ίδ. κ.λπ. 3. ατιμάζω γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. Παθ., I. ατιμάζομαι νέκυς ᾐσχυμμένος, λέγεται για τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ. II. απόλ., ντρέπομαι, νιώθω ντροπή, σε Ομήρ. Οδ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., ντρέπομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. επίσης με δοτ. πράγμ., σε Αριστοφ. κ.λπ. και με προθέσεις, αἰσχύνομαι ἐπί τινι, σε Ξεν. ἔν τινι, σε Θουκ. ὑπέρ τινος, σε Δημ. με μτχ., ντρέπομαι επειδή κάνω κάτι (και παρ' όλα αυτά το κάνω), σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ. αλλά με απαρ., ντρέπομαι να κάνω κάτι (και επομένως δεν το κάνω), σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. με αιτ. προσ., αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ. 2
Σε συνθεση απαντα ως καταισχύνω (ντροπιαζω ολοκληρωτικα, εντελως). Πβ τον ορκο των Αθηναιων εφηβων :«Οὐ καταισχυνῶ ὅπλα τα ἵερά» Κατησχυμένος είναι ο καταντροπιασμενος προσοχη να μην συγχεεται με το κατισχυω =υπερτερω, νικω. Αιδως αἰδώς, -όος, συνηρ. -οῦς (ἡ) (από το αἰδέομαι), I. 1. αίσθημα ντροπής, ντροπή, μετριοφροσύνη, αυτοεκτίμηση, σε Όμηρ. κ.λπ. προσωποποιημένη, Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδώς, η Αιδώς που μοιράζεται το θρόνο του Δία, σε Σοφ. 2. φροντίδα για τους άλλους, έγνοια, σεβασμός, ευλάβεια, σέβας, σε Θέογν. τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σεβασμό προς εμένα, σε Αισχύλο. II. καθετί που προκαλεί ντροπή. 1. αισχύνη, σκάνδαλο, σε Ομήρ. Ιλ. ως επιφών., ντροπή! αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ' ἐλέγχεα! στο ίδ. αἰδώς, ὦ Λύκιοι ποῖ φεύγετε; στο ίδ. 2. τὰ αἰδοῖα, στο ίδ. Αιδημοσυνη Ιδιοτης του αιδημονος (βλ. αιδημων) Αιδημων αἰδήμων, -ον, γεν. -ονος (αἰδέομαι), ντροπαλός, κόσμιος, σε Ξεν. υπερθ. αἰδημονέστατος, στον ίδ. επίρρ. -μόνως, στον ίδ. Αναιδεια Η ελλεψη αιδους, ξεδιαντροπια. Συνθως λεγεται για τροπο ομιλιας και για απρεπη συμπεριφορά. Απρεπεια Ανεπιτρεπτη συμπεριφορα πιθανον από αναιδες, αναισχυντο ατομο. Πβ. τον αντιθετο νεολογισμο «καθωσπρεπει» που είναι αποδοση στα ελληνικα του γαλλικου «comme il faut» Ασχημοσυνη Στη Βιβλο χρησιμοποειται αντι του αιδοια Γιβεντισμα Από το γαλλικο gibet (ικριωμα). Λεξη του κρητικου ιδιωματος, σημαινει την διαπομπευση. Λεγεται και γωβέντα, γίβεντα. Η διαπομπευθεισα λεγονταν γιβεντισμενη ἤ ξεγιβεντισμένη (το ξε- εδω είναι επιτατικο ) Διαπομπευση Ντροπιασμα καποιου με δημοσια περιαγωγη, πομπη, συγισρισμα. Δες Α. Στουγιαννίδη Διαπομπευση 3
Εντροπη Συνθετο από το εν και τροπη= στριψιμο. Από την χαρακτηριστικη κινηση του αιδημονος (ντροπαλου) που σκυβει (τρεπει) το κεφαλι προς τα κατω. Στην ομιλουμενη το ε απεβληθη και εχουμε την «ντροπη» και το ρημα ντρεπομαι. Αυτος που δεν ντρεπεται λεγεται αδιαντροπος ἤ ξεδιαντροπος. ντροπιαζω σημανει κανω καποιον να ντραπει. Συνηθως με επιπληξη αλλά και με διαπομμπευση. Συνωνυμα συγυριζω, πομπευω, εξευτελιζω, γιβεντιζω (ιδιωμ.), προσβάλλω Μπομπη Αντι του ορθου πομπή. Συνηθως με τη εννοια της διαπομευσης. Λεγεται ομως και για κάποιο αναιδες πιτσιρικι σαν σουσιαστικο. Ετσι προεκυψε και το ουσιαστικο μπομπηρας ἤ μπομπιρας. Ντροπη Βλ. εντροπη Ονειδος Ξεδιαντροπια Παρασυνθετη λεξη > ξε (επιτατικο) +αδιαντροπια Πομπη πομπή, ἡ (πέμπω), I. 1. α) οδηγία, συνοδεία, πομπή, σε Όμηρ. κ.λπ. οὐρία πομπή, πορεία ούριου ανέμου, σε Ευρ. β) ως αθροιστικό σύνολο, συνοδεία, κομπανία, συντροφιά, σε Αισχύλ., Ευρ. 2. αποστολή μακριά από, επιστροφή στην πατρίδα, σε Ομήρ. Οδ. 3. πομπή, αποστολή, σε Ηρόδ., Πλάτ. απλώς, αποστολή, ξύλων, σε Θουκ. II. 1. ιερή πομπή, Λατ. pompa, ὑπὸ πομπῆς, σὺν πομπῇ, πομπή, σε Ηρόδ. μήλων κνισάεσσα πομπή, κρέας προβάτων που θυσιάστηκαν, φερόταν σε πομπή, σε Πίνδ. τὰς πομπὰς πέμπουσιν, σε Δημ. 2. τείνειν πομπήν, οδηγώ μακρά πομπή, λέγεται για στρατιωτική εκστρατεία, σε Αισχύλ., Ευρ. Στα μεσαιωνικα ελληνικα σημαινε τη διαπομπευτικη περιαγωγη. Από την εναρθρη αιτιατικη «την πομπη» εγινε η μπομπη. Συστολή Από το συστέλλομαι = μαζευομαι από φοβο ή ντροπή. Και σημερα λεμε τον ντροπαλο συνεσταλμενο. Το ασυστόλως είναι επιρρημα λογιο που λεγεται αντι του ξενδιαντροπα. Τα ασυστολα ψευδη εχουν γινει πλεον καθημερινα. Τυφλα Τυφλα η τυφλωση, αμεσα συνδεδεμενη με την διαπομπευση. Πβ τη μουντζα, το χαρακτηριστικο διαπομευτικο σχημα, που συνοδευεται συνηθως και με την εκφωνηση της λεξης «Τυφλα!» 4
Ετσι η «τυφλα» κατά συνεκδοχη σημαινει διαπομπευση, μπομπη, γιβεντισμα κλπ. 5
Φρασεολογιο Αιδως Αργειοι Όμηρος, περ. 800-750 π.χ., Ποιητής Ιλιάδα Ε 787, Θ:228, Ο:502 Προσβολη της Δημοσιας αιδους Η κουρβα το γιβεντισμα πανηγυρακι τοχει Η κουρβα είναι η πορνη η οποια θεωρει ως διασκεδαση την διαπομπευση, που συνηθως γινονταν με την περιαγωγη της πορνης γυμνης και καθισμενης αναποδα σε ένα γαιδαρο. Εξ ου και μια αλλά παροιμια που λεει γελατε εσεις αλλά εγω καβάλα πηγαινω. Αιδημων σιωπη Η σιωπη που τηρει καποιος επειδη ντρεπεται Αιδοιλειχια Το αντιστροφον του πεοθηλασμου. Εδώ αφορα το γυναικειον αιδοιον. Θα σε συγυρισω Θα σε διαπομπευσω Θα σου κοψω τ αφτια Αυτια, χερια και μυτες κοβοντουσαν νομιμως και επακολουθους η διαπομπευση. Σα δε ντρεπεσαι! Ντροπης πραγματα Μας ντροπιασες Βλ. Δημώδες Κυπρου «Η Αντρονικη» -Κρίμα σε Αντρονίκη, την τεγνην πόπιασες Ουλην την γεννεαν μας εσού αντρόπιασες Ριχνω τα μουτρα μου Δεν εχω μουτρα να τον δω Δεν ημπορω τα ματια μου ψηλα να τα σηκωσω Δεν ημοπορω τα ματια μου ψηλά να τα σηκωσω Και την καημενη μου καδια παρηγορια να δώσω Δημοτικο Προποντιδος Βγαίνω ασπροπροσωπος Δεν εχω διαπομπευθει και το πρωσωπο μου δεν δεχθηκε τις μουντζες. Ντραπου τον ένα ντραπου τον άλλο δεν εκανα με τον αντρα μου παιδι. Από απιστη συζυγο που ενεδιδε στις εξωσυζυγικες σχεσεις διοτι «ντρέπονταν» να αρνηθει την επαφη για να μην θεωρηθει αγενης. 6
Ντράπου η κόρη, εβρέθη γκαστρωμένη. Ομοιου νοηματος με την προηγουμενη. Άμα δε το χιτώνι εκδυομένω εκδύεται και την αιδώ γυνή. Ηρόδοτος, 480-420 π.χ., Αρχαίος Έλληνας ιστοριογράφος Εμοί μεν όνειδος η πατρίς, συ δε τη πατρίδι. Ανάχαρσις, 6ος π.χ. αιών, Σκύθης ηγεμόνας & φιλόσοφος μτφρ: για μένα είναι ντροπή η πατρίδα μου, ενώ εσύ είσαι ντροπή για την πατρίδα σου Και ήσαν οι δύο γυμνοί, ό τε Αδάμ και η γυνή αυτού, και ουκ ησχύνοντο. Παλαιά Διαθήκη Γένεσις Β 18 Ο άνθρωπος είναι το μόνο ζώο που κοκκινίζει ή που θα έπρεπε να το κάνει. Mark Twain, 1835-1910, Αμερικανός συγγραφέας Αγρότης είναι ένας άνθρωπος που ιδρώνει για να κάνει το γιο του κύριο, που αργότερα θα ντρέπεται για τον πατέρα του. Adrien Decourcelle, 1824-1892, Γάλλος συγγραφέας Όποιος ντρέπεται, πολλά καλά στερεύεται. Οποιος ντρεπεται δεν παντρευεται Αν ντρεπεσαι να βαλεις ένα κοσκινο Έμαθε ξεβράκωτος και ντρέπεται ντυμένος. Παλιά αμαρτία, καινούργια ντροπή. Μισή ντροπή δική μου - μισή ντροπή δική σου. Να πάει πίσω ντρέπεται, να πάει εμπρός φοβάται. Έμαθε γυμνός και ντρέπεται ντυμένος. Εβγα έξω και πομπέψου κι έμπα μέσα και πορέψου. ΕΠΙΛΟΓΟΣ Το λεξικο θα εχει επεκτασεις και αναθεωρησεις όπως τα περισσοτερα δημοσιευματα του ΑΕΝΑΟΝ. Σχολια και προσθηκες είναι ευπροσδεκτα. 7