ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΤΑΪΝΧΕΦΕΛ ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΡΙΓΚΑΤΟΝΙ



Σχετικά έγγραφα
Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Λήστευαν το δημόσιο χρήμα - Το B' Μέρος με τους αποκαλυπτικούς διαλόγους Άκη - Σμπώκου

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

λινη βάση του κουνιστού αλόγου την είχε μισοφάει

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Modern Greek Beginners

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν 02

Γίργκεν Μπανσέρους. H πίπα του Σέρλοκ

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Κάτι μου λέει πως αυτή η ιστορία δε θα έχει καλό

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

ΣΚΕΤΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ. ΑΡΗΣ (Συναντώνται μπροστά στη σκηνή ο Άρης με τον Χρηστάκη.) Γεια σου Χρηστάκη, τι κάνεις;

Ιωάννα Κυρίτση. Η μπουγάδα. του Αι-Βασίλη. Εικονογράφηση Ελίζα Βαβούρη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

Τοπαλίδης Ιπποκράτης, 13 ετών

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Βρισκόμαστε σε ένα μικρό νησί, που βρίσκεται εκεί που ο κόσμος, όχι όλος, πίστευε και θα πιστεύει ότι παλιά υπήρχε η Ατλαντίδα, δηλαδή για να σας

Σιώμος Θεόδωρος του Κωνσταντίνου, 11 ετών

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

Modern Greek Beginners

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

ΤΟ ΓΙΟΡΝΑΝΙ ΜΕ ΤΑ ΚΟΚΚΙΝΑ ΓΑΡΟΥΦΑΛΛΑ

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΕΛΕΥΘΕΡΟ ΣΤΗΝ ΠΟΛΗ

ΜΠΑ Μ! Μ Π Α Μ! Στη φωτογραφία μάς είχαν δείξει καλύτερη βάρκα. Αστραφτερή και καινούρια, με χώρο για όλους.

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένα ολοκαίνουριο κόκκινο τετράδιο. Ζούσε ευτυχισμένο με την τετραδοοικογένειά του στα ράφια ενός κεντρικού βιβλιοπωλείου.

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Το παραμύθι της αγάπης

Την ώρα ακριβώς που ετοιμαζόμουν να φύγω για το σχολείο, ο ταχυδρόμος έφερε

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Δύο μικρά δεινοσαυράκια θέλουν να πάνε σχολείο μαζί με τα παιδάκια

Κατερίνα Ανωγιαννάκη Ο ΧΟΡΟΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ. Εικόνες: Πετρούλα Κρίγκου

2016 Εκδόσεις Vakxikon.gr & Κατερίνα Λουκίδου

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06


Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

μονόλογος. του γιώργου αθανασίου.

Αδαμοπούλου Μαρία του Δημητρίου, 9 ετών

Κολόνες Μπαλόνια Έγκατα Αιώνες Κουμπότρυπες Όλα Σύννεφα Πρίγκιπες Αγριοπερίστερα...

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Ο Ray Mesterio είναι ένας εξαιρετικός παλαιστής που ξέρει πολλές τεχνικές. Φοράει συνέχεια μια χρωματιστή μάσκα κι έτσι δεν ξέρουμε πώς είναι το

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Μπεχτσή Μαρία του Κωνσταντίνου, 11 ετών

Κατερίνα Κατράκη. Παράθυρο. Ποίηση

Κατερίνα Χριστόγερου. Είμαι 3 και μπορώ. Δραστηριότητες για παιδιά από 3 ετών

O πιο. άγγελος. μικρός. Xίλντε Κέλερ-Τιμ. εικόνες: Στέφανι Ράιχ

ΕΝΑΣ ΓΑΤΟΣ ΜΑ ΤΙ ΓΑΤΟΣ Του Θανάση Μεσσήνη

Από τα παιδιά της Α 2 τάξης

Ουλρίκε Ράιλανς. Τα μυστήρια της. εικονογραφηση. Λ ι ζ α Χ e ν σ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Λίνα Μουσιώνη H ΡΟΥΜΠΙΝΗ ΤΩΝ ΔΑΣΩΝ. Εικόνες: Σάντρα Ελευθερίου

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

- Γιατρέ, πριν την εγχείρηση δεν είχατε μούσι... - Δεν είμαι γιατρός. Ο Αγιος Πέτρος είμαι...

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

Η Κωνσταντίνα και οι αράχνες

Η ΆΝΝΑ ΚΑΙ Ο ΑΛΈΞΗΣ ΕΝΆΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΧΑΡΆΚΤΕΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

μη μου πεις! Εκπαιδευτήρια «Διονύσιος Σολωμός»

ΘΕΑΤΡΙΚΟ: ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΔΙΑΤΡΟΦΑΚΗ (ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ: ΟΜΑΔΑ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤ3, )

Συγγραφή: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ: A1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΕΛΕΥΘΕΡΟΣ ΧΡΟΝΟΣ - ΔΙΑΣΚΕΔΑΣΗ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ. ΑΠΟ:

Νηπιαγωγείο Νέα Δημιουργία Ιούνιος, 2014

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Γεωργαλή Μελίνα του Νικολάου, 11 ετών

Σκηνή 1 η. Μπαίνει η γραμματέας του φουριόζα και τον διακόπτει. Τι θες Χριστίνα παιδί μου; Δε βλέπεις που ομιλώ στο τηλέφωνο;

Transcript:

ΑΝΤΡΕΑΣ ΣΤΑΪΝΧΕΦΕΛ ΡΙΚΟ ΚΑΙ ΟΣΚΑΡ ΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΡΙΓΚΑΤΟΝΙ 1

ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟ ΜΑΚΑΡΟΝΙ ΣΤΟ ΠΕΖΟΔΡΟΜΙΟ

Το μακαρόνι ήταν πεσμένο στο πεζοδρόμιο. Ήταν χοντρό και κοντό και με ρίγες, και με μια τρύπα στη μέση από τη μιαν άκρη του ως την άλλη. Είχε ξεραμένη σάλτσα από τυρί, είχε και βρoμιές κολλημένες πάνω του. Το σήκωσα, τίναξα τις βρoμιές και κοίταξα την πρόσοψη της πολυκατοικίας που βρισκόταν στο νούμερο 93 της οδού Ντίφε. Ανέβηκα παράθυρο παράθυρο ως τον καλοκαιρινό ουρανό. Ούτε ένα συννεφάκι. Ούτε μια από τις άσπρες ουρές που αφήνουν πίσω τους κάτι αεροπλάνα που τα λένε αεριωθούμενα. Έτσι κι αλλιώς, σκέφτηκα, οι επιβάτες των αεροπλάνων δεν μπορούν ν ανοίξουν το παραθυράκι τους και να πετάξουν έξω το φαγητό τους. Μπήκα στην πολυκατοικία, όρμησα στο κλιμακοστάσιο με τους κίτρινους βαμμένους τοίχους, ανέβηκα τρέχοντας ως τον τρίτο όροφο και χτύπησα το κουδούνι της κυρίας Ντάλινγκ. Είχε τα μαλλιά της τυλιγμένα σε μεγάλα πολύχρωμα μπικουτί, όπως κάθε Σάββατο. «Σαν ριγκατόνι μού φαίνεται. Η σάλτσα πάντως είναι σίγουρα γκοργκοντζόλα» είπε. «Πολύ ευγενικό εκ μέρους σου που μου το φερες, καρδούλα μου, αλλά δεν το πέταξα εγώ στο πεζοδρόμιο. Ρώτα καλύτερα τον Φίτσκε». Και μου χαμογέλασε συνωμοτικά ρίχνοντας μια λοξή ματιά προς τα πάνω. Ο Φίτσκε μένει στον τέταρτο. Δεν τον χωνεύω. Κι έτσι κι αλλιώς δεν το πίστευα ότι ήταν δικό του το μακαρόνι. Η κυρία Ντάλινγκ ήταν η πρώτη μου σκέψη, γιατί πετάει συχνά διάφορα από το παράθυρο πέρυσι τον χειμώνα, ας πούμε, είχε πετάξει την τηλεόραση στον δρόμο. Πέντε λεπτά αργότερα πέταξε έξω και τον άντρα της, 13

αυτόν όμως από την πόρτα, όχι από το παράθυρο. Ύστερα ήρθε και μας χτύπησε, και η μαμά μου της έβαλε μια γουλιά τονωτικό, να συνέλθει. «Έχει αγαπητικιά!» είχε εξηγήσει απελπισμένη η κυρία Ντάλινγκ στη μαμά μου. «Και να τανε τουλάχιστον η βρομιάρα νεότερη από μένα! Βάλε μου μια γουλίτσα ακόμα, κορίτσι μου!» Την άλλη μέρα, με το χαζοκούτι στα σκουπίδια και τον άντρα της φευγάτο, η κυρία Ντάλινγκ αγόρασε μια σούπερ μοντέρνα τηλεόραση με επίπεδη οθόνη και DVD. Από τότε πηγαίνουμε συχνά και βλέπουμε μαζί της ταινίες, αισθηματικές ή αστυνομικές αλλά μόνο τα Σαββατοκύριακα, όταν δε δουλεύει και μπορεί να κοιμηθεί λίγο παραπάνω. Τις καθημερινές η κυρία Ντάλινγκ εργάζεται στο σουπερμάρκετ της Χέρμανπλατς, στον πάγκο με τα κρεατικά. Τα χέρια της είναι πάντα κατακόκκινα, γιατί πίσω από τον πάγκο της κάνει φοβερό κρύο. Όταν βλέπουμε τηλεόραση, τρώμε σαντουιτσάκια με ζαμπόν, με αυγό ή με σολομό καπνιστό. Αν το έργο είναι αισθηματικό, η κυρία Ντάλινγκ κάνει μούσκεμα τουλάχιστον δέκα χαρτομάντιλα μα στο τέλος θυμώνει, ακούς εκεί, ο άντρας και η γυναίκα έγιναν ζευγάρι, αλλά τώρα θ αρχίσουν τα βάσανα, κι ας μην το δείχνει αυτό η ταινία, ποτέ δεν το δείχνουν αυτό οι ταινίες, είναι ψεύτρες με περικεφαλαία θέλεις άλλο ένα σαντουιτσάκι, Ρίκο; «Είμαστε εντάξει για σήμερα το βράδυ;» φώναξε πίσω μου η κυρία Ντάλινγκ, καθώς συνέχιζα τρεχάτος προς τον τέταρτο, ανεβαίνοντας δυο δυο τα σκαλιά. 14

«Και βέβαια!» Η πόρτα της έκλεισε κι εγώ χτύπησα την πόρτα του Φίτσκε. Όποιος θέλει τον Φίτσκε πρέπει να χτυπάει την πόρτα του, το κουδούνι του έχει χαλάσει, από το 1910 μάλλον. Νωρίτερα δεν το πιστεύω το 1910 χτίστηκε η πολυκατοικία μας. Περιμένω, περιμένω, περιμένω. Μετά ακούω τα βήματά του να σέρνονται, να σέρνονται, να σέρνονται πίσω από τη βαριά πόρτα. Μετά, επιτέλους, βλέπω τον Φίτσκε τον ίδιο, φοράει όπως πάντα τις σκούρες μπλε πιτζάμες με τις γκρίζες ρίγες. Το ζαρωμένο πρόσωπό του είναι αξύριστο και τα γκρίζα μαλλιά του αχτένιστα και λαδωμένα. Τα χάλια του έχει το κεφάλι του! Μυρωδιά κλεισούρας και μούχλας με χτυπάει στα ρουθούνια. Ποιος ξέρει τι έχει στοιβαγμένο εκεί μέσα ο Φίτσκε. Μέσα στο διαμέρισμα, θέλω να πω. Όχι μέσα στο κεφάλι του. Προσπάθησα να ρίξω μια ματιά στο εσωτερικό, αλλά στάθηκε μπροστά μου και δε μ άφησε. Επίτηδες! Έχω μπει σ όλα τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας μας, μόνο στου Φίτσκε δεν έχω μπει. Δε μ αφήνει να μπω στο σπίτι του, επειδή δε με χωνεύει. «Μπα! Ο χαζούλιακας!» γρύλισε. Εδώ θα πρέπει μάλλον να εξηγήσω ότι με λένε Ρίκο και είμαι μια ιδιομορφία. Το μυαλό μου είναι λίγο αργό. Αυτό δε θα πει ότι έχω λιγότερο μυαλό από τους άλλους ανθρώπους. Έχω όσο μυαλό έχουν όλοι. Το μυαλό μου σκέφτεται, και μάλιστα πολύ. Απλώς σκέφτεται αργά. Κι έτσι οι 15

σκέψεις μου κρατάνε περισσότερη ώρα απ όσο οι σκέψεις των άλλων ανθρώπων. Δε φταίει το μυαλό μου, το μυαλό μου δουλεύει μια χαρά. Αλλά να, μερικές φορές κάτι ξεφεύγει από τη θέση του και δεν το βρίσκω. Κι ούτε ξέρω ποτέ από πριν τι θα ξεφύγει ή από πού. Έπειτα είναι και το άλλο: δυσκολεύομαι να συγκεντρωθώ όταν λέω κάτι. Και συχνά χάνω την κόκκινη κλωστή, δηλαδή εγώ νομίζω ότι είναι κόκκινη, αλλά η κλωστή μπορεί να είναι και πράσινη ή μπλε κι ακριβώς αυτό είναι το πρόβλημα. Μέσα στο κεφάλι μου γίνεται καμιά φορά μεγάλο μπέρδεμα. Πώς γυρίζουν οι λαχνοί μέσα στη μεγάλη γυάλα που βγάζει τα νούμερα στο μπίνγκο; Έτσι. Μπίνγκο παίζουμε κάθε Τρίτη με τη μαμά μου στη λέσχη των συνταξιούχων «Οι Γκριζομπάμπουρες». Οι Γκριζομπάμπουρες μαζεύονται στην αίθουσα εκδηλώσεων της εκκλησίας. Δεν ξέρω γιατί της αρέσει τόσο πολύ της μαμάς μου το μπίνγκο με τους Γκριζομπάμπουρες μόνο συνταξιούχοι πάνε εκεί. Άσε που μερικοί μάλλον μένουν εκεί: εγώ τους βλέπω κάθε Τρίτη με τα ίδια ρούχα, δεν αλλάζουν ποτέ, όπως δεν αλλάζει κι ο Φίτσκε τις πιτζάμες του και υπάρχουν κάποιοι που μυρίζουν περίεργα. Μπορεί να της αρέσει, επειδή χαίρεται που κερδίζει συχνά. Λάμπει ολόκληρη όποτε ανεβαίνει στην εξέδρα και παίρνει άλλη μια φτηνή πλαστική τσάντα τις περισσότερες φορές φτηνές πλαστικές τσάντες κερδίζει. Οι συνταξιούχοι δεν παίρνουν χαμπάρι, πολλοί κοιμούνται σκυμμένοι πάνω στις κάρτες τους, ή τα χουν χαμένα έτσι κι αλλιώς. Πριν από λίγες βδομάδες ένας καθόταν ακούνητος κι αμίλητος όσο έβγαιναν τα νούμερα. Όταν το 16

παιχνίδι τελείωσε και οι άλλοι έφυγαν, αυτός δε σηκώθηκε. Κι όταν η καθαρίστρια προσπάθησε να τον ξυπνήσει, τον βρήκε πεθαμένο. Η μαμά μου αναρωτήθηκε τότε μήπως είχε πεθάνει από την προηγούμενη Τρίτη κιόλας. Ούτε εγώ τον είχα προσέξει, για να πω την αλήθεια. «Καλημέρα, κύριε Φίτσκε» είπα. «Δε σας ξύπνησα, ελπίζω». Ο Φίτσκε μοιάζει πιο γέρος από τον συνταξιούχο που πέθανε στο μπίνγκο. Και πιο βρόμικος. Μάλλον θα πεθάνει κι αυτός όπου να ναι, γι αυτό και φοράει συνέχεια την πιτζάμα του ακόμα κι όταν πάει ως τη γωνία να ψωνίσει. Έτσι και πέσει, θα είναι τουλάχιστον σωστά ντυμένος. Από μικρός είχε πρόβλημα με την καρδιά του, το χει πει ο ίδιος στην κυρία Ντάλινγκ, γι αυτό και λαχανιάζει μόλις κάνει δυο βήματα και ξαφνικά, είναι σίγουρος, ΜΠΑΜ, θα σωριαστεί κάτω ξερός! Αμ, αν είναι να πεθάνει, σκέφτομαι εγώ, γιατί να μην πεθάνει κανονικά ντυμένος σαν άνθρωπος; Αν πάλι είναι αποφασισμένος να φοράει πιτζάμα, γιατί δεν την πλένει αυτή την πιτζάμα πότε πότε; Κάθε Χριστούγεννα, ας πούμε. Εγώ, δηλαδή, δε θα θελα να πέσω ξερός μέσα στο σουπερμάρκετ, μπροστά στον πάγκο με τα τυριά, και να βρομοκοπάω απαίσια, παρόλο που θα χω πεθάνει πριν από ένα μόλις λεπτό. Ο Φίτσκε με κοιτάζει αμίλητος. Κι έτσι του δείχνω το μακαρόνι. «Δικό σας είναι;» «Πού το βρήκες;» «Στο πεζοδρόμιο. Η κυρία Ντάλινγκ είπε ότι είναι μάλλον ριγκατόνι. Η σάλτσα πάντως είναι σίγουρα γκοργκοντζόλα». 17

«Ήταν πεσμένο κατάχαμα;» με ρωτάει δύσπιστα. «Έτσι σκέτο;» «Ποιο πράγμα;» «Άντε ν αγοράσεις πέντε δράμια μυαλό, βλάκα! Για το μακαρόνι ρωτάω!» «Τι ρωτήσατε;» Ο Φίτσκε παίρνει βαθιά ανάσα. Για να μη σκάσει. «Ρώτησα αν το βρήκες έτσι πεσμένο στο πεζοδρόμιο, το παλιομακάρονο! Σκέτο και μόνο του. Ή ανακατεμένο με τίποτ άλλο. Με ακαθαρσίες σκύλου, ας πούμε». «Σκέτο και μόνο του» απάντησα. «Τότε για φέρε να δω». Μου πήρε το μακαρόνι από το χέρι και το στριφογύρισε στα δάχτυλά του. Μετά το έβαλε στο στόμα του το μακαρόνι που είχα βρει εγώ! και το κατάπιε. Χωρίς να το μασήσει. ΜΠΑΜ! Μου κλεισε και την πόρτα στα μούτρα. Δεν είναι στα καλά του ο άνθρωπος! Το επόμενο μακαρόνι που θα βρω, το πήρα απόφαση, θα το πασαλείψω πρώτα με ακαθαρσίες σκύλου και ύστερα θα το πάω στον Φίτσκε κι όταν με ρωτήσει αν το βρήκα σκέτο και μόνο του, θα του πω ότι έτσι το βρήκα κι αυτά που έχει πάνω είναι σάλτσα μπολονέζ, με κιμά. Α, πα, πα, πα! 18

Είχα σκοπό να ρωτήσω πόρτα πόρτα όλη την πολυκατοικία για το μακαρόνι, αλλά τώρα το μακαρόνι μου είχε εξαφανιστεί, μέσα στο βρομερό στόμα του Φίτσκε. Στενοχωρήθηκα. Έτσι στενοχωριόμαστε όλοι όταν χάνουμε κάτι: στην αρχή δε μας φαίνεται και τόσο σπουδαίο, μετά όμως καταλαβαίνουμε ότι ήταν το καλύτερο μακαρόνι του κόσμου. Το ίδιο έπαθε και η κυρία Ντάλινγκ. Πέρυσι όλο τον χειμώνα έβριζε τον άντρα της, επειδή είχε πιάσει αγαπητικιά ο καταραμένος, αλλά τώρα βλέπει τη μια αισθηματική ταινία μετά την άλλη και αν ο καταραμένος γύριζε πίσω, θα τον καλωσόριζε με ανοιχτές αγκάλες. Ετοιμάστηκα να κατέβω από του Φίτσκε στον δεύτερο, αλλά μετάνιωσα και τελικά χτύπησα το κουδούνι στο απέναντι διαμέρισμα. Εκεί μένει ο καινούριος, που μετακόμισε πριν από δυο μέρες. Δεν τον έχω δει ακόμη. Το μακαρόνι βέβαια δεν το είχα πια αλλά ήταν ευκαιρία να πω ένα γεια. Μπορεί και να με καλέσει να μπω μέσα. Μ αρέσει πολύ να μπαίνω στα διαμερίσματα των άλλων. Αυτό εδώ το διαμέρισμα ήταν άδειο καιρό, επειδή ήταν ακριβό. Η μαμά σκέφτηκε να το νοικιάσει για μας, επειδή στον τέταρτο έχει πιο πολύ φως απ ό,τι στον δεύτερο και πιο πολλή θέα: βλέπει κανείς πάνω από τα δέντρα και πάνω από το παλιό νοσοκομείο, που είναι στην απέναντι μεριά του δρόμου. Αλλά όταν άκουσε πόσο ήταν το νοίκι, σταμάτησε να το σκέφτεται. Ευτυχώς, δηλαδή. Γιατί, αν μετακομίζαμε στον τέταρτο, θα είχαμε δίπλα μας τον Φί- 19

τσκε. Τον φαταούλα. Τον βρομιάρη που καταπίνει ξένα μακαρόνια. Τον καινούριο τον λένε Ντεξ-Ιάρ, το γράφει το καρτελάκι στο κουδούνι του. Δεν ήταν σπίτι του και εδώ που τα λέμε, ανακουφίστηκα λιγάκι. Θα ζοριστώ όταν θα πρέπει να τον πω με το όνομά του τον καινούριο. Γιατί εγώ το αριστερό και το δεξί πάντα τα μπερδεύω. Όταν ακούω δεξιά κι αριστερά, αρχίζει αμέσως το ανακάτεμα μέσα στο μυαλό μου. Θύμωσα την ώρα που κατέβαινα τις σκάλες. Αν δε μου είχε φάει ο Φίτσκε το αποδεικτικό μου στοιχείο, θα μπορούσα μια χαρά να ερευνήσω την υπόθεση. Ο αριθμός των υπόπτων, βλέπετε, ήταν πολύ μικρός. Στο πέμπτο πάτωμα, με τα δύο πολυτελή ρετιρέ, ούτε που θα ανέβαινα. Οι Ρούνγκε-Μπλαβέτσκι έφυγαν χτες για διακοπές. Κι ο Μάρακ, που μένει δίπλα τους, έχει δυο μέρες να φανεί. Μάλλον έμεινε πάλι στη φιλενάδα του, που του πλένει και τα ρούχα. Βδομάδα παρά βδομάδα τον βλέπουμε τον Μάρακ να κουβαλάει μια πελώρια σακούλα γεμάτη ρούχα, πέρα δώθε, πέρα δώθε τα πάει τα ρούχα του. Η κυρία Ντάλινγκ είπε μια μέρα ότι έχει παραγίνει το κακό με τους νεαρούς σήμερα, στα νιάτα της έπαιρναν μόνο την οδοντόβουρτσά τους όταν πήγαιναν να ξενοκοιμηθούν, τώρα κουβαλάνε τη μισή τους ντουλάπα. Ο Μάρακ πάντως λείπει. Στο γραμματοκιβώτιό του, κάτω στην είσοδο, είναι ακόμη τα διαφημιστικά τα χτεσινά μέσα. Εμένα μ αρέσουν τα αστυνομικά έργα καλύτερα από τα αισθηματικά. Τέτοιες λεπτομέρειες τις προσέχω. 20

Εντάξει λοιπόν. Ο πέμπτος όροφος αποκλείστηκε. Στον τέταρτο μένει ο Φίτσκε και ο καινούριος με το μπερδευτικό όνομα. Στον τρίτο, απέναντι από την κυρία Ντάλινγκ, μένει ο Κίσλινγκ. Που έτσι κι αλλιώς όλη μέρα λείπει, είναι οδοντοτεχνίτης και δουλεύει ως αργά σε ένα εργαστήριο στο Τέμπελχοφ. Στο αποκάτω πάτωμα: η μαμά κι εγώ. Κι απέναντί μας οι έξι Κέσλερ, που λείπουν επίσης διακοπές. Από το διαμέρισμα των Κέσλερ στον δεύτερο υπάρχει σκάλα που οδηγεί στο ακριβώς αποκάτω διαμέρισμα, γιατί κι αυτό είναι δικό τους. Ο κύριος και η κυρία Κέσλερ χρειάζονται χώρο για τα τέσσερα παιδιά τους. Πιο πολύ είχα χαρεί επειδή θα πήγαινα να ρωτήσω και στο διαμέρισμα του πρώτου απέναντι από τους Κέσλερ, στο διαμέρισμα δηλαδή κάτω από μένα και τη μαμά. Εκεί μένουν ο Μπερτ, η Γιούλε κι ο Μασούντ. Είναι και οι τρεις φοιτητές. Αλλά χωρίς το μακαρόνι, δεν μπορούσα να πάω να τους χτυπήσω. Ο Μπερτ είναι πολύ εντάξει. Τον Μασούντ όμως δε θέλω ούτε να τον βλέπω, γιατί η Γιούλε αγαπάει αυτόν αντί για μένα. Αυτά κι άλλο τίποτα δε θέλω να πω γι αυτό το θέμα. Κρίμα που δεν άρχισα τις έρευνες από το δικό τους διαμέρισμα, ή από τον γερο-μόμσεν, τον θυρωρό μας, που μένει στο ισόγειο. Τώρα ήταν αργά. Πίσω στον δεύτερο λοιπόν. Στο σπίτι. Όταν μπήκα μέσα, βρήκα τη μαμά στον διάδρομο, μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη με τη χρυσή κορνίζα, που έχει σκαλιστά γυμνά παχουλά αγγελάκια. Είχε σηκώσει το 21

μπλε μπλουζάκι της ως το σαγόνι και κοίταζε ανήσυχη το στήθος της, ποιος ξέρει από πόσην ώρα. Είδα το σκεφτικό της πρόσωπο στον καθρέφτη. Πολλοί άνθρωποι, κυρίως άντρες, γυρίζουν και την κοιτάζουν τη μαμά μου στον δρόμο. Στον δρόμο βέβαια δεν περπατάει με ανασηκωμένο το μπλουζάκι της. Αλλά και με το μπλουζάκι στη θέση του είναι πολύ όμορφη. Φοράει πάντα πολύ κοντές και στενές φούστες και στενά μπλουζάκια με βαθύ ντεκολτέ. Φοράει ψηλοτάκουνα πέδιλα, με ασημένια ή χρυσά λουράκια. Έχει μαλλιά ξανθά και μακριά και ίσια, που τ αφήνει να πέφτουν στους ώμους της. Και φοράει ένα σωρό βραχιόλια και αλυσιδίτσες στον λαιμό και σκουλαρίκια. Πιο πολύ απ όλα μ αρέσουν τα νύχια της, που είναι πολύ μακριά. Κάθε βδομάδα η μαμά κολλάει και κάτι άλλο πάνω στα νύχια της, μικρούλικα γυαλιστερά ψαράκια ή σε κάθε νύχι μια τοσηδά πασχαλίτσα. Λέει ότι στους άντρες αρέσουν πολύ τα νύχια της και γι αυτό τα πάει τόσο καλά στη δουλειά της. «Κάποια στιγμή θα κρεμάσουν» λέει η μαμά στον εαυτό της μέσα στον καθρέφτη και σ εμένα. «Σε δυο, τρία χρόνια το πολύ, θα τα νικήσει η βαρύτητα. Η ζωή είναι ένα ημερολόγιο και μία μία σβήνουν οι μέρες». Τη λέξη βαρύτητα δεν την ήξερα, την κοίταξα στο λεξικό. Όταν δεν ξέρω κάτι, το κοιτάζω πάντα στο λεξικό, για να γίνω πιο έξυπνος. Ή ρωτάω τη μαμά ή την κυρία Ντάλινγκ ή τον δάσκαλό μου, τον κύριο Μάγιερ. Ύστερα σημειώνω ό,τι βρίσκω. Κάπως έτσι: 22

ΒΑΡΥΤΗΤΑ: Όταν κάτι είναι πιο βαρύ από κάτι άλλο, τραβάει το κάτι άλλο προς το μέρος του. Η Γη, για παράδειγμα, είναι πιο βαριά απ όλα σχεδόν τα άλλα πράγματα, γι αυτό και κανείς μας δεν ξεκολλάει από πάνω της. Τη δύναμη της βαρύτητας την ανακάλυψε κάποιος που τον έλεγαν Ισαάκ Νεύτωνα. Είναι επικίνδυνη για τα στήθη και για τα μήλα. Ίσως και γι άλλα στρογγυλά πράγματα. «Και τότε;» ρώτησα. «Τότε θα πάρω καινούρια» δήλωσε η μαμά μου αποφασιστικά. «Μην ξεχνάμε πως είναι το κεφάλαιό μου, χάρη σ αυτά δουλεύω». Αναστέναξε, κατέβασε το μπλουζάκι της και γύρισε προς το μέρος μου. «Πώς πήγε το σχολείο;» «Καλά». Δε λέει ποτέ κέντρο για άτομα με ειδικές ανάγκες, επειδή ξέρει ότι το σιχαίνομαι. Ο κύριος Μάγιερ προσπαθεί εδώ και χρόνια μάταια να τακτοποιήσει τα μπαλάκια του μπίνγκο μέσα στο κεφάλι μου. Κάποτε σκέφτηκα να του προτείνω να σταματήσει πρώτα τη γυάλα, ώστε να μη γυρίζει, κι ύστερα να τακτοποιήσει τα μπαλάκια με τους αριθμούς. Δεν το έκανα. Αφού δεν το σκέφτηκε από μόνος του, δικό του το πρόβλημα. «Τι σε ήθελε ο Μάγιερ;» ρώτησε η μαμά. «Αφού χτες ήταν η τελευταία μέρα, σήμερα άρχισαν οι διακοπές». «Για μια εργασία που πρέπει να γράψω στις διακοπές». 23

«Εσύ; Εσύ θα γράψεις εργασία;» Η μαμά ζάρωσε τα φρύδια της. «Τι εργασία;» «Μια έκθεση» μουρμούρισα. Δεν ήταν και τόσο απλό βέβαια. Αλλά δεν ήθελα να μιλήσω στη μαμά, πριν δοκιμάσω, ή μάλλον πριν τα καταφέρω. «Μάλιστα, εντάξει». Τα φρύδια της ξεζάρωσαν. «Έχεις φάει τίποτα; Πήρες ντονέρ;» Με το ένα της χέρι μού ανακάτεψε τα μαλλιά, έσκυψε και με φίλησε στο μέτωπο. «Όχι». «Πεινάς δηλαδή;» «Ε, βέβαια πεινάω». «Οκέι. Θα φτιάξω ψαροκροκέτες» είπε και πήγε στην κουζίνα. Πέταξα το σακίδιό μου από την ανοιχτή πόρτα στο δωμάτιό μου και την ακολούθησα, κάθισα στο τραπέζι και την κοίταζα. «Θέλω να σε ρωτήσω κάτι, Ρίκο» είπε η μαμά κι έβαλε λίγο βούτυρο στο τηγάνι να λιώσει. Το κεφάλι μου χώθηκε αυτόματα ανάμεσα στους ώμους μου. Όταν η μαμά με λέει με το όνομά μου και λέει πως θέλει κάτι να με ρωτήσει, αυτό θα πει πως έχει σκεφτεί διάφορα πράγματα. Διάφορα σοβαρά πράγματα. Σοβαρά θα πει δύσκολα. Και δύσκολα θα πει μπάλες του μπίνγκο. «Τι;» ρώτησα, όσο πιο προσεκτικά μπορούσα. «Για τον Μίστερ 2.000». Μακάρι να ταν έτοιμες οι ψαροκροκέτες. Ακόμα κι ένας βλάκας θα καταλάβαινε πού πήγαινε αυτή η κουβέντα. Η μαμά άνοιξε το ψυγείο κι άρχισε να παλεύει μ ένα μαχαίρι μέσα στο ράφι της κατάψυξης, όπου βρισκόταν 24

το κουτί με τις ψαροκροκέτες, κάτω από ένα γαλάζιο στρώμα πάγου. «Άφησε πάλι ένα παιδί ελεύθερο» συνέχισε. «Ένα από το Λίχτενμπεργκ. Είναι το πέμπτο. Το προηγούμενο ήταν από» «Από το Βέντινγκ, ξέρω». Και τα τρία προηγούμενα από το Κρόιτσμπεργκ, από το Τέμπελχοφ και το Σαρλότενμπουργκ. Ο Μίστερ 2.000 έχει κόψει την ανάσα του Βερολίνου εδώ και τρεις μήνες. Στην τηλεόραση είπαν ότι είναι ο πιο πονηρός απαγωγέας παιδιών στην ιστορία του κόσμου. Κάποιοι τον λένε και Άλντι, επειδή έτσι λένε και τα φτηνά σουπερμάρκετ. Κι αυτός ο τύπος ζητάει πολύ λίγα χρήματα. Είναι φτηνός δηλαδή. Ξεγελάει μικρά αγόρια και κορίτσια, τα μπάζει στο αυτοκίνητό του και φεύγει. Ύστερα γράφει γράμμα στους γονείς τους: «Αγαπητοί γονείς, αν θέλετε να ξαναδείτε τη μικρούλα Λουσίλ-Μαρί, θα σας στοιχίσει 2.000 ευρώ. Σκεφτείτε καλά αν αξίζει τον κόπο να ειδοποιήσετε την αστυνομία για ένα τόσο μικρό ποσό. Αν το κάνετε, να ξέρετε ότι θα πάρετε πίσω το παιδί σας κομμάτια». Μέχρι τώρα όλοι οι γονείς ειδοποίησαν την αστυνομία, αφού πρώτα πλήρωσαν και πήραν πίσω το παιδί τους ολόκληρο. Το Βερολίνο σύσσωμο όμως περιμένει με κομμένη την ανάσα τη μέρα που μια μικρή Λουσίλ-Μαρί ή κάποιος Μαξιμίλιαν θα γυρίσει σπίτι του σε δύο ή περισσότερα κομμάτια, επειδή οι γονείς του θα κάνουν το μοιραίο λάθος. Μη νομίζετε! Μπορεί κάποιοι γονείς να χαρούν που το παιδί τους το βούτηξε ο απαγωγέας. Και να μη δώσουν 25

ούτε δεκάρα για να το πάρουν πίσω. Μπορεί άλλοι να είναι φτωχοί και να μην έχουν ούτε πενήντα ευρώ. Άμα δώσεις στον Μίστερ 2.000 πενήντα ευρώ μόνο, μπορεί το πενηντάρικο να φτάνει μόνο για το χέρι του παιδιού σου. Το ερώτημα τότε είναι: τι θα σου στείλει; Το χέρι ή το υπόλοιπο παιδί; Μάλλον το χέρι, θα είναι πιο εύκολο. Άσε που για ένα πακέτο μ ένα σχεδόν ολόκληρο παιδί μέσα, τα πενήντα ευρώ θα του τα πάρουν όλα στο ταχυδρομείο. Εμένα πάντως τα 2.000 ευρώ μού φαίνονται πολλά λεφτά. Στην ανάγκη όμως, μου το εξήγησε ο Μπερτ, ο καθένας μπορεί να τα βρει. Ο Μπερτ σπουδάζει Όμικρον Δέλτα Έψιλον, που έχει σχέση με λεφτά, κι έτσι ξέρει. «Έχεις 2.000 ευρώ;» ρωτάω τη μαμά. Γιατί καμιά φορά δεν ξέρεις. Στην ανάγκη θα της πω να σπάσει τον κουμπαρά μου. Είναι ένα γυάλινο κουτί με μια σχισμή στο πάνω μέρος απ όπου ρίχνω μέσα κέρματα. Τον έχω από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, και τα μαζεμένα μου λεφτά σίγουρα θα φτάνουν για ένα χέρι ή για ένα πόδι. Με είκοσι, τριάντα το πολύ ευρώ, θα έχει έτσι κάτι η μαμά, να με θυμάται. «2.000 ευρώ;» ρωτάει η μαμά. «Σου φαίνομαι άνθρωπος που έχει 2.000 ευρώ;» «Θα μπορούσες να τα βρεις;» «Για χάρη σου; Ακόμα κι αν έπρεπε να κάνω φόνο, αγάπη μου». Ένας κρότος ακούστηκε κι ένα μεγάλο κομμάτι πάγου προσγειώθηκε στο πάτωμα της κουζίνας. Η μαμά το σήκωσε, έβγαλε μια φωνή σαν ουουουχ ή πουουουουφ και το ριξε μέσα στον νεροχύτη. «Πρέπει απαραιτήτως να κάνω απόψυξη. Επειγόντως». 26

«Είμαι πιο ψηλός από τα παιδιά που έχει αρπάξει μέχρι τώρα ο Μίστερ 2.000. Και πιο μεγάλος». «Ναι, το ξέρω». Έσκισε το παγωμένο χαρτόνι κι άνοιξε το κουτί. «Αλλά θα έπρεπε να σε πηγαινοφέρνω εγώ στο σχολείο αυτές τις τελευταίες εβδομάδες». Η μαμά δουλεύει νύχτα, μέχρι το πρωί. Όταν γυρίζει σπίτι, μου δίνει το φρέσκο κρουασάν που έχει πάρει από τον φούρνο, μου δίνει κι ένα φιλί και φεύγω για το σχολείο. Εκείνη πέφτει τότε για ύπνο και κοιμάται ως το απόγευμα, όταν εγώ έχω γυρίσει από ώρα. Δε θα μπορούσε να με πηγαίνει και να με φέρνει στο σχολείο. Κοντοστέκεται και ζαρώνει τη μύτη της. «Μήπως είμαι ανεύθυνη μαμά, Ρίκο;» «Μη λες κουταμάρες!» Με κοιτάζει για μια στιγμή σκεφτική, ύστερα ρίχνει τις κατεψυγμένες ψαροκροκέτες από το κουτί στο τηγάνι. Το βούτυρο είχε κάψει τόσο, που πετάχτηκαν παντού πιτσιλιές τσιτσιρίζοντας. Η μαμά έκανε πίσω μ ένα πήδημα. «Να πάρει! Τώρα θα μυρίζω ψαρίλα!» Έτσι κι αλλιώς θα έκανε ντους πριν φύγει το βράδυ για το κλαμπ. Όταν τρώμε ψαροκροκέτες, κάνει πάντα ντους. Ακόμα και το ακριβότερο άρωμα του κόσμου, μου είπε κάποτε, δεν είναι τόσο επίμονο και διαπεραστικό, όσο η ψαρίλα. Κι ενώ οι ψαροκροκέτες μας τηγανίζονταν, της είπα για το μακαρόνι που είχα βρει και για τον Φίτσκε, που το είχε φάει, και για μένα που τώρα δεν μπορούσα να βγάλω άκρη και να μάθω τίνος ήταν. «Α, ο γερο-ξεκούτης» μουρμούρισε. 27

Η μαμά δεν τον αντέχει τον Φίτσκε. Πριν από μερικά χρόνια, όταν μετακομίσαμε στην οδό Ντίφε, με πήρε και πήγαμε σ όλα τα διαμερίσματα να γνωρίσουμε τους καινούριους μας γείτονες. Το χέρι της, που έσφιγγε το δικό μου, ήταν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Η μαμά είναι θαρραλέα, αλλά όχι ψύχραιμη. Φοβόταν πως οι άνθρωποι δε θα μας συμπαθούσαν όταν θα μάθαιναν ότι εκείνη δούλευε σε νυχτερινό κέντρο κι ότι εγώ ήμουν λιγάκι αργόστροφος. Ο Φίτσκε μάς άνοιξε και στάθηκε μπροστά μας με την πιτζάμα του. Σε αντίθεση με τη μαμά, που δεν αντέδρασε, εγώ χαμογέλασα. Αυτό ήταν το λάθος. Η μαμά είπε τότε (στο περίπου), Καλημέρα, είμαι η καινούρια ενοικιάστρια κι αυτός είναι ο γιος μου ο Ρίκο, είναι λιγάκι αργόστροφος, αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα γι αυτό. Αν τύχει να κάνει καμιά κουταμάρα, λοιπόν Ο Φίτσκε μισόκλεισε τα μάτια και στράβωσε τα χείλια του, σαν να χε δαγκώσει κάτι πικρό και απαίσιο στη γεύση. Ύστερα μας έκλεισε την πόρτα στα μούτρα, χωρίς να πει λέξη. Από τότε με φωνάζει χαζό. «Σε είπε χαζό;» ρώτησε η μαμά. «Όχι». Δεν ωφελεί να συγχύζεται. «Ο γερο-ξεκούτης» ξανάπε. Δε με ρώτησε γιατί ήθελα πάση θυσία να μάθω τίνος ήταν το μακαρόνι. Για κείνη ήταν μια από τις ιδέες του Ρίκο. Και πράγματι έτσι ήταν. Ρωτώντας δε θα έβγαζε τίποτα. Την παρακολουθούσα καθώς γύριζε τις ψαροκροκέτες στο τηγάνι. Σιγομουρμούριζε ένα τραγουδάκι, άλλαζε το βάρος της από το αριστερό πόδι στο δεξί και ξανά πίσω. 28

Στο μεταξύ έστρωσε και το τραπέζι. Ο ήλιος έμπαινε από το παράθυρο και ο αέρας μύριζε νόστιμα: μύριζε καλοκαίρι και ψάρι. Ένιωθα πολύ καλά. Μ αρέσει όταν η μαμά ετοιμάζει κάτι να φάμε. Ή όταν κάνει κάτι άλλο απ αυτά τα φροντιστικά που κάνουν οι μαμάδες. «Πουρέ από αίμα θέλεις;» με ρώτησε όταν τελείωσε. «Ναι-ναι-ναι». Ακούμπησε το μπουκάλι με την κέτσαπ στο τραπέζι κι έσπρωξε το πιάτο μου προς το μέρος μου. «Να μη σε πηγαινοφέρνω λοιπόν στο σχολείο;» Κούνησα το κεφάλι μου αρνητικά. «Έτσι κι αλλιώς τώρα μόλις άρχισαν οι διακοπές. Ώσπου να ξαναρχίσουν τα σχολεία, μπορεί να τον πιάσουν». «Είσαι σίγουρος;» «Ναι-ναι-ναι». «Εντάξει». Καταβρόχθισε τις ψαροκροκέτες της βιαστικά. «Πρέπει να φεύγω» μου εξήγησε όταν την κοίταξα απορημένος. «Θα πάω με την Ιρίνα στο κομμωτήριο». Η Ιρίνα είναι η καλύτερή της φίλη. Δουλεύει κι αυτή στο κλαμπ. «Ξανθό της φράουλας. Τι λες;» «Κόκκινο, δηλαδή;» «Όχι. Ξανθό, με μια υποψία προς το κοκκινωπό». «Και τι σχέση έχει με τις φράουλες;» Και τι θα πει υποψία; «Έχουν κι αυτές μια μικρή υποψία κόκκινο». «Οι φράουλες είναι εντελώς κόκκινες». «Όταν είναι ώριμες». 29

«Πριν ωριμάσουν είναι πράσινες. Τι θα πει υποψία;» «Έτσι το λένε». Της μαμάς δεν της αρέσει όταν τη ζαλίζω με τέτοιες ερωτήσεις. Κι εμένα δε μ αρέσει όταν μιλάει με λέξεις που δεν τις καταλαβαίνω. Μερικά πράγματα έχουν πολύ χαζά ονόματα. Πώς να μη ρωτάω λοιπόν γιατί τα λένε έτσι όπως τα λένε; Δεν μπορώ να καταλάβω, ας πούμε, πώς είναι δυνατόν οι φράουλες να έχουν υποψίες. Αφού είναι φρούτα. Η μαμά έσπρωξε από μπροστά της το άδειο πιάτο. «Πρέπει να πάρουμε δυο τρία πραγματάκια για το Σαββατοκύριακο. Θα μπορούσα να πεταχτώ εγώ να ψωνίσω, αλλά» «Θα πάω εγώ». «Είσαι το καλύτερο παιδί του κόσμου». Χαμογέλασε με ανακούφιση, σηκώθηκε και ψαχούλεψε βιαστικά τις τσέπες της. «Κάπου έβαλα τη λίστα, περίμενε» Τα παντελόνια της μαμάς είναι τόσο στενά, που καμιά φορά σκέφτομαι ότι θα πρέπει να ψαλιδίσω το ύφασμα για να τη βοηθήσω να γδυθεί. Παρ όλα αυτά χώνει τα πάντα στις τσέπες της κι αναρωτιέμαι γιατί. Έχει κερδίσει τουλάχιστον δέκα πλαστικές τσάντες στο μπίνγκο, αλλά δεν τις χρησιμοποιεί ποτέ. Δεν τις κρατάει καν. Τις πουλάει στο ebay. «Δεν είναι πολλά». Επιτέλους καταφέρνει να ψαρέψει από την τσέπη της το τσαλακωμένο χαρτάκι. «Λεφτά έχει στο συρτάρι. Το κυριότερο είναι η οδοντόπαστα. Βούτυρο δεν έχω γράψει, αλλά να πάρεις, γιατί τελείωσε. Θα το θυμηθείς ή να το» 30

Κάρφωσα με το πιρούνι μου την πρώτη ψαροκροκέτα και τη βούτηξα με σούπερ άνετη κίνηση και σούπερ άνετο ύφος στον πουρέ από αίμα. «Θα το θυμηθώ» είπα. Ελπίζω. 31

Με λένε Ρίκο. Και είμαι ντετέκτιβ. Προσέχω πράγματα που κανένας άλλος δε βλέπει. Όπως, ας πούμε, ένα μακαρόνι πεσμένο στο πεζοδρόμιο. Κι όλα όσα γίνονται μέσα στην πολυκατοικία μας. Που είναι πολλά Το πρόβλημα είναι το πώς σκέφτομαι. Μη νομίσετε ότι σκέφτομαι λιγότερο από τους άλλους ανθρώπους. Απλώς σκέφτομαι λίγο πιο αργά. Εντάξει. Αρκετά πιο αργά. Ο Όσκαρ πάλι είναι το εντελώς αντίθετο από μένα. Σκέφτεται σαν αστραπή. Ο Όσκαρ είναι ιδιοφυΐα. Εγώ είμαι ιδιομορφία. Αλλά μαζί και οι δυο μας μπορούμε να ρίξουμε φως και στην πιο μυστήρια υπόθεση. Μια ιστορία τρυφερή, συναρπαστική, αστεία και ανατρεπτική Μια ωραία φιλία, απ αυτές που κρατούν μια ζωή. Ένα μυθιστόρημα που μιλάει ίσια στην καρδιά, ένα βιβλίο που δεν το ξεχνάς εύκολα! «Ο Αντρέας Σταϊνχέφελ είναι ένας από τους καλύτερους συγγραφείς παιδικών κι εφηβικών βιβλίων της Γερμανίας». Die Zeit ISBN: 978-960-501-975-4 ΒΟΗΘ. ΚΩΔ. ΜΗΧ/ΣΗΣ 5975