ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

Σχετικά έγγραφα
ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ

ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΔΙΚΑΙΗ ΙΚΑΝΟΠΟΙΗΣΗ ΛΟΓΩ ΥΠΕΡΒΑΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΛΟΓΗΣ ΔΙΑΡΚΕΙΑΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ, ΣΤΑ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΑ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ.

Oργάνωση της δικαιοσύνης - Πορτογαλία

ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ Π Ε - ΤΕ ΓΕΝΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Α. Έννοια Β. Πηγές.

ΣΕΜΙΝΑΡΙΟ Ε.Α.Ν.Δ.Α. ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΑΣΚΟΥΜΕΝΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ. Εισηγητές

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4493,

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :0. Αρθρο :1 Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :12

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

Δίκαιο των Ανηλίκων. Ενότητα 8: Η θέση του ανηλίκου ως κατηγορουμένου

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Χρυσούλα Παρασκευά, Αντιπρόεδρο του Αρείου. Πάγου, Μαρία Γαλάνη - Λεοναρδοπούλου - Εισηγήτρια, Δημήτριο Χονδρογιάννη,

Πίνακας νομοθετικών μεταβολών*

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Ποινική ικονομία I. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

Ποινική ικονομία II. Υποχρεωτικό. Πτυχίο (1ος Κύκλος) Θα ανακοινωθεί

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015) 1

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΠΟΙΝΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Μαρία Καρ. Μάρκου, Δικηγόρος ΔΕΙΓΜΑ ΕΡΩΤΗΣΕΕΩΝ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

Της αναιρεσείουσας: Π. συζύγου Λ. Ν., κατοίκου..., η οποία δεν παρασταθηκε στο ακροατήριο.

Αριθ. 1384/2000 Τμ. Στ

Σύνοψη περιεχομένων. ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ Ο δικαστικός έλεγχος της διοικήσεως και η έννομη προστασία του ιδιώτη

Ε.Ε. Π α ρ.ι(i), Α ρ.4229, 5/2/2010

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η θέση της πολιτικής αγωγής στην ποινική δίκη. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Νομιμοποίηση του πολιτικώς ενάγοντος

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜ ΟΚΡΑΤΙΑ ΥΠΟΥΡΓΟΣΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

'Αρθρο 3 : Προσωρινή δικαστική προστασία 1. Ο ενδιαφερόμενος μπορεί να ζητήσει προσωρινή δικαστική

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ...9 ΠΡΟΛΟΓΟΣ Α ΕΚ ΟΣΗΣ...11 ΠΕΡΙΛΗΨΗ...13 ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ...15 ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α

ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ (ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΑ)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΟλΑΠ 18/1999

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ ΕΝΔΙΚΑ ΜΕΣΑ - ΕΙΔΙΚΑ: Η ΑΙΤΗΣΗ ΑΝΑΙΡΕΣΕΩΣ 1. ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ: ΑΝΑΓΚΗ ΥΠΑΡΞΗΣ ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΟΥΣ

ΕΞΙ ΠΙΝΑΚΕΣ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΠΟΛΔ (Ν. 4335/2015)

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΔΕΥΤΕΡΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΡΩΤΗΣ ΕΚΔΟΣΗΣ.... ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΕΙΣΑΓΩΓΗ Α. Ορισμός του Ποινικού Δικονομικού

Ενημερωτικό σημείωμα για το νέο νόμο 3886/2010 για τη δικαστική προστασία κατά τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων. (ΦΕΚ Α 173)

Συνήγορος του Καταναλωτή Νομολογία ΠολΠρωτΑθ 528/2002

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΘΕΜΑ: ΟΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΚΩΔΙΚΑ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ 4322/2015

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

Διοικητικό Δίκαιο. Διοικητικές προσφυγές. Αν. Καθηγήτρια Ευγ. Β. Πρεβεδούρου Νομική Σχολή Α.Π.Θ.

Αθήνα, Αριθ.Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1289/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 28/2015

ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΩΝ ΔΗΜΟΣΙΟΛΟΓΩΝ Η ΑΚΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΝΩΠΙΟΝ ΤΟΥ ΣΤΕ ΚΑΙ ΤΩΝ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΩΝ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΩΝ. Ιωάννης Ελ. Κοϊμτζόγλου. Δικηγόρος, Δ.Ν.

ΠΡΟΣ ΑΡΧΗΓΕΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Νάξου. Με αυτό το περιεχόμενο ο λόγος αυτός της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένος και το Εφετείο, το οποίο έκρινε ομοίως απορρίπτοντας τον περί

Εισαγωγή Ι. Ο προβληματισμός για την αρχή της αμεσότητας

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ. Εξουσία που απονέμεται από το δίκαιο στο φυσικό ή νομικό πρόσωπο (δικαιούχος) για την ικανοποίηση έννομων συμφερόντων του.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΔΑΠ ΝΔΦΚ ΝΟΜΙΚΗΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Οι κυριότερες τροποποιήσεις του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015

Α Π Ο Φ Α Σ Η 48/2012

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΩΤΟ ΒΙΒΛΙΟ. Γενικοί ορισμοί ΠΡΩΤΟ ΤΜΗΜΑ Ποινικά δικαστήρια και δικαστικά πρόσωπα... 11

ΔΙΑΜΕΣΟΛΑΒΗΣΗ 104/2014 (Άρθρο 77 παρ. 3 Ν.3852/2010) Kοινοποίηση

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων ΕΚΤΕΛΕΣΉΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΒΑΣΗΣ ΓΙΑ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΠΛΩΜΑ ΕΥΡΕΣΙΤΕΧΝΙΑΣ ΓΙΑ 1ΉN ΚΟΙΝΗ ΑΓΟΡΑ

1843 Ν. 187/91. Ο ΠΕΡΙ ΤΕΚΝΩΝ (ΣΥΓΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΝΟΜΙΚΗ ΥΠΟΣΤΑΣΗ) ΝΟΜΟΣ ΤΟΥ 1991 ΚΑΤΑΤΑΞΗ ΑΡΘΡΩΝ Άρθρο 1. Συνοπτικός τίτλος. ΜΕΡΟΣ Ι ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

ΤΜΗΜΑ Α ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΣΥΝΕ ΡΙΑΣΕΩΣ ΚΑΙ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ TΡΙΜΕΛΟΥΣ ΣΤΡΑΤΟ ΙΚΕΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΛΑΟΥ

Α Π Ο Φ Α Σ Η 14/2012

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΑΠΟΦΑΣΗ Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

ΤΡΑΠΕΖΑ ΝΟΜΙΚΩΝ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΩΝ ΝΟΜΟΣ (INTRASOFT INTERNATIONAL) Αρθρο :15. Πληροφορίες Νομολογίας & Αρθρογραφίας :6. Αρθρο :16

Α Π Ο Φ Α Σ Η 141/2012

Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2011

18(Ι)/2014 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΝΟΕΙ ΓΙΑ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΔΙΕΡΜΗΝΕΙΑ ΚΑΙ ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ. Η Βουλή των Αντιπροσώπων ψηφίζει ως ακολούθως:

Σχέδιο Νόμου Μέρος Α Άρθρο 1 Σύσταση ενεχύρου στις περιπτώσεις των νόμων 3213/2003, 3691/2008, 4022/2011, 2960/2001 και των υπόχρεων του νόμου

«Θέμα Ποινικού Δικαίου και Ποινικής Δικονομίας ΘΕΜΑ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΚΑΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Διοικητικό Οικονομικό Δίκαιο

της δίωξης ή στην αθώωση.

ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ 218/2016 Α2 Τμ.

ΔΙΚΑΙΟ ΗΜΕΔΑΠΩΝ ΣΗΜΑΤΩΝ 4072/2012. Επιμέλεια: Αλέξανδρος Μάρης

Γεωργία Καζάκου, ΠΕ09. Οικονομολόγος. Πολιτική Παιδεία. Β Τάξη Γενικού Λυκείου

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η 60/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 145/2011

Α Π Ο Φ Α Σ Η 154/2011

ΣτΕ 599/2012 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΤΜΗΜΑ Γ

Ε.Ε. Παρ. ΙΙ(Ι), Αρ. 4096, Δ.Κ. 3/2014

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ ΣΤ Διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης. Υποπαράγραφος ΣΤ.1.

Ο ΠΡΟΪΣΤΑΜΕΝΟΣ ΤΗΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΣ ΕΠΙΛΥΣΗΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Α Π Ο Φ Α Σ Η ΑΡ. 26/2004

ΘΕΜΑ: «Διευκρινίσεις σχετικά με τις επιδόσεις και τον χειρισμό δικαστικών προσφυγών κατά αποφάσεων της Διεύθυνσης Επίλυσης Διαφορών»

Α Π Ο Φ Α Σ Η 21 /2012

Αριθμός Απόφασης 3424/2018 Αριθμός κατάθεσης αίτησης: 25529/2627/2018 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΑΣΦΑΛΙΣΤΙΚΩΝ ΜΕΤΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 4013/2017 ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων)

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4433, (Ι)/2014

Α Π Ο Φ Α Σ Η 151/2011

Άρθρο 66 Π.. 169/2007 Κανονισμός των συντάξεων και ένδικα μέσα

δικαίου προς τις διατάξεις του καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου που κυρώθηκε με τον ν. 3003/2002 (ΦΕΚ Α 75)»

Δικαστές: Β. Ταουσιάνη, Πρόεδρος Εφετών, Μαρία Αντζουλάτου και Χριστίνα Μπέκου Εφέτες Δ.Δ.

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/4266/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 79/2011

καθώς επιλαμβάνεστε των καθηκόντων σας, θεωρώ αναγκαίο να θέσω υπόψη σας τα εξής:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ ΜΕΣΩ ΤΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΗΣ ΠΟΛΙΤΩΝ (Κ.Ε.Π.)

Ο ΠΡΟΕ ΡΟΣ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ Εκδίδοµε τον ακόλουθο νόµο που ψήφισε η Βουλή:

προστίμου ΚΒΣ του Προϊσταμένου της Δ.Ο.Υ..., οι οποίες εκδόθηκαν στην συνέχεια της από (και θεώρησης ) έκθεσης ελέγχου ΚΒΣ των εφοριακών

Δικαίωμα δικαστικής προστασίας. Λίνα Παπαδοπούλου Επ. Καθηγήτρια Συνταγματικού Δικαίου

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΩΝ ΕΛΑΧΙΣΤΩΝ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΩΝ ΑΜΟΙΒΩΝ

Οι τροποποιήσεις του ν. 4335/2015 στις γενικές διατάξεις (άρθρ ΚΠολΔ) που αφορούν στα Πρωτοδικεία Η ενδιάμεση διαδικασία

«Ειδικά θέματα υπαλληλικού και πειθαρχικού δικαίου - Σχέση με ποινική δίκη» Σύντομη επισκόπηση της νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

859/2010 (ΣΤ, ΠΟΙΝΙΚΕΣ)

Αριθμός 287/2011 (αριθ. έκθ. κατ. δικογράφου: /ΕΜ / ) ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΛΑΜΙΑΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΕΚΟΥΣΙΑΣ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑΣ

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΔΙΚΑΙΟ

Transcript:

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ ΤΟΜΕΑΣ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΑΙ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΛΟΓΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Α ΕΠΙΠΕΔΟΥ ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑ Επιβλέπων Καθηγητής : Λάμπρος Μαργαρίτης ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΘΕΜΑ : ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΕΝΔΙΚA ΜΕΣA ΧΡΥΣΗ ΖΑΡΔΑΒΑ Α.Μ. 611 Θεσσαλονίκη, Δεκέμβριος 2011

ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΑΠ Αρμ Βλ. Εδ. Επ. Εφ ΚΠΔ ΝοΒ Ό.π. ΠΚ ΠοινΔικ ΠοινΛογ ΠοινΧρον Πρβλ. Σελ. Συμβ Τομ. Υπερ Άρειος Πάγος Αρμενόπουλος Βλέπε Εδάφιο Επόμενα Εφετείο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας Νομικό Βήμα Όπως παραπάνω Ποινικός Κώδικας Ποινική Δικαιοσύνη Ποινικός Λόγος Ποινικά Χρονικά Παράβαλε Σελίδα Συμβούλιο Τόμος Υπεράσπιση

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ..σελ. 1 ΙΙ. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΑΣΚΗΜΕΝΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ...σελ. 4 ΙΙΙ.ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ. σελ. 10 ΙV. ΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΣΕ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΑ...σελ.18 Α. Ο ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ.....σελ. 18 Β. ΤΑ ΟΡΙΖΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 465 ΚΠΔ ΠΡΟΣΩΠΑ. σελ. 21 Γ. Ο ΜΗΝΥΤΗΣ Ή ΕΓΚΑΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΤΡΙΤΟΣ...σελ. 25 Δ. Ο ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ..σελ. 26 Ε. Ο ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ....σελ. 29 V. ΟΙ ΠΡΟΒΛΕΠΟΜΕΝΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΝΟΜΟ ΔΙΑΤΥΠΩΣΕΙΣ....σελ.33 VI. ΤΥΠΟΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΔΗΛΩΣΕΩΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ....σελ.41 VII. ΟΡΙΑ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ.....σελ.43 VIII. ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ...σελ.46 IX. ΤΟ ΠΑΡΑΔΕΚΤΟ ΤΟΥ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ.σελ. 49 X. ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΠΑΡΑΙΤΗΣΕΩΣ Α.ΤΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΩΣ ΜΗΔΕΠΟΤΕ ΑΣΚΗΜΕΝΟ...σελ. 52 Β.ΚΗΡΥΞΗ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΩΣ ΑΠΑΡΑΔΕΚΤΟΥ.σελ. 53 Γ.ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΛΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ..σελ. 56 Δ.ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΠΕΚΤΑΤΙΚΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ.σελ. 58 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΘΡΟΓΡΑΦΙΑ

Ι. ΕΙΣΑΓΩΓΗ Κάθε δικαστική απόφαση οποιουδήποτε ποινικού δικαστηρίου τεκμαίρεται καταρχήν ορθή, εφόσον εκδόθηκε από το αρμόδιο δικαστήριο και εφαρμόστηκαν όλοι οι τιθέμενοι διαδικαστικοί κανόνες που ρυθμίζουν τον τρόπο διεξαγωγής της ποινικής δίκης, ενόψει κυρίως των θεσπισμένων εγγυήσεων ορθής απονομής της δικαιοσύνης αλλά και του κύρους και της αυθεντίας του δικαστηρίου που την εξέδωσε 1. Ωστόσο υφίσταται πάντοτε το ενδεχόμενο η πρωτοβάθμια απονομή της δικαιοσύνης να εμφανίζεται εσφαλμένη 2, κάτι που εξάλλου συναντάται πολύ συχνά σε πρακτικό επίπεδο και δεν αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Και τούτο διότι κάθε δικαστική κρίση στο μέτρο που συνιστά ανθρώπινο έργο εμπεριέχει «εν σπέρματι» τον κίνδυνο του λάθους, δεδομένου ότι στηρίζεται σε διαπιστώσεις και αξιολογήσεις και ως εκ τούτου υφίσταται πάντοτε το ενδεχόμενο μιας μεγαλύτερης ή μικρότερης δικαστικής πλάνης 3. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι το σφάλμα μιας δικαιοδοτικής κρίσης σε βάρος ενός κατηγορουμένου δεν μπορεί και δεν πρέπει να διαιωνίζεται στη βάση της επίκλησης της αυθεντίας του δικαστικού οργάνου που την εξέδωσε. Υπαγορεύεται επομένως η ανάγκη χορήγησης στον καταδικασθέντα μιας δυνατότητας προσφυγής σε ένα ανώτερο δικαστήριο με τη μορφή παραπόνου και με το αίτημα ορθής επανάκρισης 4. Η εν λόγω ανάγκη εξυπηρετείται δια της ασκήσεως των ενδίκων μέσων. 1 Βλ. Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, Σάκκουλας 1999, σελ. 47. 2 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 48, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, Σάκκουλας 2005, σελ. 1, Παπαδαμάκη Α., Ποινική Δικονομία, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2006, σελ. 481. 3 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2007, σελ. 237. 4 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 237.

Οι κυριότεροι λόγοι που επιτάσσουν την καθιέρωση της δυνατότητας άσκησης ενδίκων μέσων, ήτοι της δευτερογενούς κρίσης της υπόθεσης, θα μπορούσαν να θεωρηθούν οι εξής: α) το ενδεχόμενο της δικαστικής πλάνης 5, β) η τόνωση του αισθήματος ευθύνης των προσώπων που απονέμουν την υποκείμενη σε ένδικο μέσο δικαιοδοτική κρίση, γ) η ενίσχυση του κύρους της δικαιοσύνης αφενός μεν ως πολιτειακού θεσμού αφετέρου δε ως οργανωμένου συστήματος αρμονικής και κυρίως αποτελεσματικής εφαρμογής των κανόνων δικαίου και ταυτόχρονα η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των πολιτών προς αυτήν, δ) η εξασφάλιση της ορθής ερμηνείας και εφαρμογής των κανόνων του ουσιαστικού ποινικού και ποινικού δικονομικού δικαίου, ε) ο έλεγχος της ειδικής και εμπεριστατωμένης αιτιολογίας των ποινικών αποφάσεων, η οποία άλλωστε συνιστά και συνταγματική επιταγή κατ άρθρο 93 3 Σ και στ) η παροχή της δυνατότητας στους διαδίκους να διορθώσουν τυχόν παραλείψεις τους που έλαβαν χώρα στην πρωτοβάθμια διαδικασία 6. Πάντως δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι η θέσπιση της δυνατότητας ασκήσεως ενδίκων μέσων αποτελεί εξαιρετικό φαινόμενο σε μία έννομη τάξη 7, δεδομένου ότι ουσιαστικά προβλέπεται η δυνατότητα προσβολής και απόδοσης παραπόνου σε έγκυρες κατ αρχήν πράξεις μίας εκ των τριών συντεταγμένων εξουσιών κατά το άρθρο 26 του Συντάγματος. Γι αυτό ακριβώς το λόγο και ο νομοθέτης δύναται να υποβάλει την άσκηση των ενδίκων 5 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 2, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 482, Ανδρουλάκη Ν., ό.π. σελ. 242. 6 Για όλους τους προαναφερθέντες λόγους βλ. αναλυτικά Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 2 6, Παπαδαμάκη Α. ό.π., σελ. 481-490. 7 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 9.

μέσων σε περιορισμούς 8, ιδίως όσον αφορά τις προϋποθέσεις παραδεκτής άσκησης τούτων (οι οποίες και προβλέπονται στη διάταξη του άρθρου 476 ΚΠΔ) 9. Όπως γίνεται γενικά δεκτό η αυτεπάγγελτη έρευνα του παραδεκτού του ενδίκου μέσου περιλαμβάνει τις εξής προϋποθέσεις: 1) το επιτρεπτό του ενδίκου μέσου, που αναφέρεται α) στο είδος της προσβαλλόμενης δικαιοδοτικής κρίσεως και β) στην ιδιότητα του προσώπου που ασκεί το ένδικο μέσο, 2) την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος στο πρόσωπο εκείνου που το ασκεί, 3) την τήρηση ορισμένου τύπου και ορισμένης προθεσμίας και 4) την ανυπαρξία νόμιμης παραιτήσεως που αποτελεί και το θέμα της παρούσας εργασίας 10. 8 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 1567/2006, ΠοινΔικ 2007, σελ. 369, ΣυμβΑΠ 1377/2005, ΠοινΔικ 2006, σελ. 40, ΣυμβΑΠ 887/2005, ΠοινΔικ 2005, σελ. 1247, ΑΠ 389/2005, ΠοινΔικ 2005, σελ. 915. 9 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 69, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 515. 10 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 71 επ., Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 490 επ., Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2007, σελ. 868 επ.

ΙΙ. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΑΣΚΗΜΕΝΟ ΕΝΔΙΚΟ ΜΕΣΟ Η διάταξη του άρθρου 475 ΚΠΔ ορίζει στην παράγραφο 1 ότι «ο διάδικος μπορεί να παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που έχει ασκήσει». Σύμφωνα δε με τη διάταξη του άρθρου 462 ΚΠΔ «ένδικα μέσα είναι, εκτός από όσα ορίζονται με ειδικές διατάξεις του κώδικα, η έφεση και η αναίρεση». Από το συνδυασμό των διατάξεων προκύπτει με σαφήνεια ότι παραίτηση μπορεί να γίνει τόσο από την ασκηθείσα έφεση όσο και από την ασκηθείσα αναίρεση είτε αυτές στρέφονται κατά βουλεύματος είτε κατά αποφάσεως. Η έφεση και η αναίρεση (αμφότερα τόσο κατά απόφασης όσο και κατά βουλεύματος), ως ρητά αναγνωρισμένα από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ένδικα μέσα, είναι δικονομικές πράξεις οι οποίες εμπεριέχουν διατύπωση παραπόνου (αν ασκούνται από τον διάδικο) ή μομφής (αν ασκούνται από τον εισαγγελέα) και με τις οποίες επιδιώκεται ο έλεγχος της ορθότητας και η εξαφάνιση ή μεταρρύθμιση ορισμένης δικαιοδοτικής κρίσης από ανώτερο όργανο 11. Τα εν λόγω ένδικα μέσα καλούνται «γνήσια» ένδικα μέσα, ακριβώς γιατί στρέφονται εναντίον μιας κατεξοχήν δικαιοδοτικής κρίσης, ήτοι απόφασης ή βουλεύματος. Η διάταξη του άρθρου 462 ΚΠΔ ωστόσο, όπως προαναφέρθηκε, κάνει λόγο και για ένδικα μέσα «που ορίζονται με ειδικές διατάξεις του Κώδικα». Τέτοια είναι η προβλεπόμενη στο άρθρο 48 ΚΠΔ προσφυγή 12, η οποία ασκείται από τον εγκαλούντα ενώπιον του εισαγγελέα εφετών και στρέφεται κατά της διάταξης του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που απέρριψε την έγκλησή του, η προσφυγή κατά της διατάξεως του ανακριτή περί εγκλεισμού του κατηγορουμένου σε δημόσιο ψυχιατρείο στο δικαστικό συμβούλιο 11 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 10, όπου διευκρινίζεται περαιτέρω ότι «ανώτερο όργανο είναι όχι μόνο το συντιθέμενο από ιεραρχικά ανώτερους αλλά και το συγκροτούμενο από περισσότερους, του ίδιου βαθμού, δικαστές», Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 479, Καρρά Α., ό.π., σελ. 861, Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 237-240. 12 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 206.

κατ άρθρο 200 1 ΚΠΔ 13, η προσφυγή κατά της διάταξης του ανακριτή, με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις στον αμελήσαντα πραγματογνώμονα στο δικαστικό συμβούλιο κατ άρθρο 201 2 ΚΠΔ 14, η προσφυγή κατά του εντάλματος ή της διατάξεως του ανακριτή με τα οποία επιβάλλονται προσωρινή κράτηση ή περιοριστικοί όροι αντίστοιχα στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατ άρθρο 285 1 ΚΠΔ 15, η προσφυγή κατά της διάταξης του ανακριτή που απορρίπτει αίτηση άρσεως ή αντικαταστάσεως προσωρινής κράτησης ή περιοριστικών όρων στο δικαστικό συμβούλιο κατ άρθρο 286 2 ΚΠΔ 16, η προσφυγή κατά της διάταξης του ανακριτή, με την οποία αντικαθίσταται η προσωρινή κράτηση με περιοριστικούς όρους ή αυτοί με προσωρινή κράτηση ή με άλλους όρους στο συμβούλιο πλημμελειοδικών κατ άρθρο 286 3 ΚΠΔ 17, η προβλεπόμενη στο άρθρο 322 1 και 3 ΚΠΔ προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως με την οποία παραπέμπεται ο κατηγορούμενος στο ακροατήριο και η οποία ασκείται ενώπιον του εισαγγελέα ή του συμβουλίου εφετών (σε περίπτωση που πρόκειται για πρόσωπο ιδιάζουσας δωσιδικίας όπως αυτά προβλέπονται στο άρθρο 111ΚΠΔ) 18, η προσφυγή κατά των διατάξεων που εκδίδονται από τον πρόεδρο του δικαστηρίου σε ολόκληρο το δικαστήριο κατ άρθρο 335 2 ΚΠΔ, οι αντιρρήσεις κατά της αποφάσεως που εκδίδεται επί πταίσματος που βεβαιώθηκε με έκθεση στο πταισματοδικείο κατ άρθρο 415 ΚΠΔ και τέλος η προσφυγή κατά της διατάξεως του εισαγγελέα πλημμελειοδικών που έκρινε αμφισβητήσεις σχετικές με την τήρηση του ποινικού μητρώο ενώπιον του συμβουλίου πλημμελειοδικών κατ άρθρο 580 1 ΚΠΔ. 13 Βλ. Μαργαρίτη Μ., Ερμηνεία Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, Σάκκουλας 2008, σελ. 402, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 732. 14 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 739. 15 Βλ. Ζησιάδη Ι., Ποινική Δικονομία, τόμ. Γ, Γ έκδοση, Σάκκουλας 1977, σελ. 271, Μαργαρίτη Μ., ό.π., σελ. 564, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 1031. 16 Βλ. Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 396, Μαργαρίτη Λ., Προσωρινή κράτηση: Άρση Αντικατάσταση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 82, Μαργαρίτη Λ., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, Νομική Βιβλιοθήκη 2010, σελ. 1042. 17 Βλ. Μαργαρίτη Μ., ό.π., σελ. 570, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 1050. 18 Βλ. Καλφέλη Γρ., Η προσφυγή κατά της απευθείας κλήσεως, Σάκκουλας 1990, σελ. 24 επ.

Τα εν λόγω ένδικα μέσα, που βρίσκονται εγκατεσπαρμένα σε διάφορες διατάξεις του Κώδικα, ομοιάζουν με τα «γνήσια» ένδικα μέσα ως προς το ότι αφενός αποδίδουν σφάλμα και αφετέρου ζητείται η εξέταση εκδίκασή τους από ανώτερο όργανο, διαφέρουν όμως από αυτά ως προς το ότι δεν στρέφονται κατά αποφάσεως ή βουλεύματος αλλά κατά διατάξεως εισαγγελέα ή δικαστή. Γι αυτό και καλούνται «οιονεί» ένδικα μέσα 19. Από τα γνήσια και «οιονεί» ένδικα μέσα, όπως αυτά οριοθετήθηκαν προηγουμένως, θα πρέπει να διακρίνονται τα ένδικα βοηθήματα. Τα τελευταία αποτελούν δικονομικές πράξεις, με τις οποίες, χωρίς να αποδίδεται σφάλμα, ζητείται η επανεκτίμηση ορισμένης κρίσης ή κάποιων δεδομένων που συνεπάγονται έννομες συνέπειες από την ίδια δικαιοδοτική αρχή 20. Ένδικα βοηθήματα προβλέπονται στις διατάξεις των άρθρων 232 1 ΚΠΔ ανακοπή κατά της καταδικαστικής για λιπομαρτυρία αποφάσεως, 286 2 ΚΠΔ αίτηση του κατηγορουμένου στον ανακριτή για άρση ή αντικατάσταση της επιβληθείσας προσωρινής κράτησης ή επιβληθέντων περιοριστικών όρων, 341 ΚΠΔ αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας, 392 2 ΚΠΔ αίτηση ακυρώσεως αποφάσεως με την οποία επιβλήθηκε ποινή στους απόντες ενόρκους, 430 ΚΠΔ αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως, 525επ. ΚΠΔ επανάληψη της διαδικασίας 21 και 586 2 ΚΠΔ - προσφυγή του εγκαλούντα ή του μηνυτή που καταδικάστηκε στα έξοδα και τέλη. 19 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα μέσα Ι, Σάκκουλας 2005, σελ. 11, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 480, Καρρά Α., ό.π., σελ. 866 ο οποίος χρησιμοποιεί τον όρο «ειδικά» ένδικα μέσα για να τα διαχωρίσει από τα «γενικά» ένδικα μέσα, ήτοι την έφεση και την αναίρεση. 20 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 15, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 480, Καρρά Α., ό.π., σελ. 862, Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ. 246. 21 Βλ. όμως και Ανδρουλάκη Ν., ό.π., σελ 247 250, σύμφωνα με τον οποίο η προβλεπόμενη στο άρθρο 525ΚΠΔ επανάληψη της διαδικασίας συνιστά «έκτακτο» ένδικο μέσο διότι στρέφεται κατά αποφάσεως που έχει περιβληθεί την ισχύ του δεδικασμένου και η άσκησή του δεν υπόκειται σε προθεσμία αλλά ασκείται όποτε ανακύψουν τα έκτακτα περιστατικά και δεδομένα που δικαιολογούν την άσκησή του. Εν τούτοις, όπως ορθώς επισημαίνεται, η αίτηση επαναλήψεως δεν χαρακτηρίζεται καν από τον νομοθέτη ως ένδικο μέσο αλλά ως έκτακτη διαδικασία, βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 19 και Καρρά Α., ό.π., σελ. 862.

Η πρακτική σημασία της διάκρισης των ενδίκων μέσων σε κατηγορίες έγκειται στην ανάγκη να διαπιστωθεί αν οι γενικές αρχές των ενδίκων μέσων, όπως αυτές καθορίζονται στις διατάξεις των άρθρων 462 476 ΚΠΔ, μπορούν να τύχουν εφαρμογής και στα «οιονεί» ένδικα μέσα και στα ένδικα βοηθήματα. Σύμφωνα με την απολύτως κρατούσα άποψη «οι γενικοί ορισμοί του ΚΠΔ που αφορούν τα γνήσια ένδικα μέσα εφαρμόζονται τόσο στα «οιονεί» ένδικα μέσα όσο και στα ένδικα βοηθήματα, εκτός αν υφίσταται αντίθετη ειδική πρόβλεψη ή αν από τη φύση του πράγματος επιβάλλεται η αντίθετη λύση» 22. Για παράδειγμα, η γενική ρύθμιση του άρθρου 476 2 ΚΠΔ, που αναγνωρίζει δυνατότητα ασκήσεως αποκλειστικά και μόνο αναίρεσης κατά της απόφασης που απορρίπτει το ένδικο μέσο ως απαράδεκτο, δεν εφαρμόζεται στη περίπτωση που απορριφθεί ως απαράδεκτη η αίτηση ακυρώσεως της διαδικασίας. Και τούτο γιατί το εδάφιο δ της παραγράφου 2 του άρθρου 341 προβλέπει ότι το δικαστήριο αποφασίζει επί της ασκηθείσας αιτήσεως ακυρώσεως της διαδικασίας αμετάκλητα και η εν λόγω απαγορευτική ρύθμιση υπερισχύει ως ειδική της διατάξεως του άρθρου 476 2 ΚΠΔ που είναι γενική 23. Εφόσον λοιπόν ο θεσμός της παραίτησης από το ένδικο μέσο κατ άρθρο 475 ΚΠΔ συγκαταλέγεται μεταξύ των γενικών ορισμών που αφορούν τα ένδικα μέσα, συμπεραίνεται ότι δύναται να δηλωθεί παραίτηση και από οποιοδήποτε ασκημένο «οιονεί» ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα, όπως και από το δικαίωμα άσκησης τούτων. Προς την ίδια κατεύθυνση κινείται τόσο η θεωρία 24 όσο και η νομολογία των δικαστηρίων, η οποία, για παράδειγμα, δέχεται σταθερά 22 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 18, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 480, Καρρά Α., ό.π., σελ. 862. 23 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία και Πράξη, Σάκκουλας 1993, σελ. 362, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 481 24 Βλ. Τσιρίδη Π., Η επανάληψη της διαδικασίας σε όφελος του καταδικασμένου ΝοΒ 1996, σελ. 776, Δαλακούρα Θ., Η επανάληψη της διαδικασίας, Σάκκουλας 2007, σελ. 346επ.

δυνατότητα παραίτησης από την επανάληψη της διαδικασίας κατ αναλογική εφαρμογή του άρθρου 475 1 ΚΠΔ 25. Όσον αφορά δε τον τρόπο με τον οποίο απαιτείται να συντελεσθεί η παραίτηση για να είναι παραδεκτή πρέπει να γίνει η ακόλουθη διάκριση : αν το «οιονεί» ένδικο μέσο ή το ένδικο βοήθημα ασκείται σύμφωνα με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 474 1 διατυπώσεις, τότε με τις ίδιες ακριβώς διατυπώσεις θα πρέπει να γίνει και η παραίτηση από αυτό, όπως άλλωστε ρητά ορίζεται τούτο στο άρθρο 475 1 εδ. β ΚΠΔ. Αν όμως για την παραδεκτή άσκηση ορισμένου «οιονεί» ενδίκου μέσου ή ενδίκου βοηθήματος προβλέπεται στο νόμο η τήρηση διαφορετικών, από τους αναφερόμενους στο άρθρο 474 1 ΚΠΔ, διατυπώσεων, η παραίτηση από αυτό δέον να γίνει κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι αν η παραίτηση συντελεσθεί σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 474 ΚΠΔ θα απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω μη νομότυπης δήλωσής της 26. Η λύση αυτή κρίνεται η ορθότερη και η πλέον ενδεδειγμένη για την εξεταζόμενη περίπτωση, διότι μπορεί μεν η διάταξη του άρθρου 475 ΚΠΔ ευθέως να παραπέμπει στο άρθρο 474 1 ΚΠΔ για να καθορίσει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να γίνεται η παραίτηση από το δικαιούμενο προς τούτο πρόσωπο ώστε να είναι νομότυπη, αλλά βούληση του δικονομικού νομοθέτη κατά την εισαγωγή της διάταξης ήταν να γίνεται η παραίτηση από το ένδικο μέσο κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο με τον οποίο πραγματοποιείται και η άσκησή του 27. Προφανής σκοπός του ήταν να διευκολύνει με τον τρόπο αυτό τον δηλούντα την παραίτηση, ο οποίος, γνωρίζοντας τη διαδικασία που έχει ήδη ακολουθήσει για την άσκηση του ενδίκου μέσου, να μπορεί ανά πάσα στιγμή να προβεί 25 Βλ. ενδεικτικά ΑΠ 422/1984 ΠοινΧρον ΛΔ, 843, ΑΠ 239/1990, ΠοινΧρον Μ, 1023, ΑΠ 590/2000 ΠοινΧρον Ν, σελ. 1003, ΑΠ 1402/2008 σε ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2028/2009 σε www.areiospagos.gr. 26 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 180, Κονταξή Α., Κώδικας Ποινικής Δικονομίας, τομ. Β, Δ έκδοση, Σάκκουλας 2006, σελ. 2808 υποσημ.1. 27 Βλ. Διάγραμμα του Σχεδίου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας του 1932 σε «Ελληνική Ποινική Δικονομία», έκδοση Ζαχαροπούλου, 1950, σελ. 340.

στην ίδια ακριβώς διαδικασία ώστε να παραιτηθεί από αυτό. Βέβαια σε κάθε περίπτωση η παραίτηση από το «οιονεί» ένδικο μέσο ή το ένδικο βοήθημα, που έγινε σύμφωνα με τις οριζόμενες στο άρθρο 474 1 ΚΠΔ διατυπώσεις, παρ ότι για την παραδεκτή άσκησή του προβλέπονται διαφορετικές διατυπώσεις, θα είναι έγκυρη καθώς θα πρόκειται για ευθεία εφαρμογή του προβλεπόμενου στο άρθρο 475 ΚΠΔ τρόπου παραιτήσεως. Απλά παρέχεται ένας επιπλέον τρόπος ασκήσεώς της προς όφελος του ενδιαφερόμενου διαδίκου. Έτσι για παράδειγμα, ο εγκαλών που άσκησε προσφυγή κατά της διάταξης του εισαγγελέα που απέρριψε την έγκλησή του ενώπιον του γραμματέα της εισαγγελίας πλημμελειοδικών, όπου υπηρετεί ο εκδώσας την απορριπτική διάταξη εισαγγελέας ή ενώπιον του γραμματέα του πταισματοδικείου ( ή του ειρηνοδικείου, όπου δεν υπάρχει ειδικός πταισματοδίκης, εφόσον κάθε ειρηνοδικείο είναι συγχρόνως και πταισματοδικείο σύμφωνα με το άρθρο 3 ΚΠΔ) της κατοικίας ή της διαμονής του, όπως προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 48 ΚΠΔ, δύναται να παραιτηθεί από αυτήν νομότυπα είτε ενώπιον των ως άνω αναφερομένων γραμματέων είτε ενώπιον των αναφερομένων στο άρθρο 474 1 ΚΠΔ προσώπων, όπως στον διευθυντή των φυλακών, αν εν συνεχεία κρατήθηκε για οποιονδήποτε λόγο στις φυλακές.

ΙΙΙ. ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΑΣΚΗΣΗΣ ΕΝΔΙΚΟΥ ΜΕΣΟΥ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ Η διάταξη του άρθρου 475 ΚΠΔ ρυθμίζει ρητά μόνο την περίπτωση παραιτήσεως από το ήδη ασκημένο ένδικο μέσο αφήνοντας αρρύθμιστη την περίπτωση παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου. Η έλλειψη σαφούς ρυθμίσεως οδήγησε την επιστήμη του ποινικού δικονομικού δικαίου σε διάσταση απόψεων σχετικά με την ερμηνευτική προσέγγιση του εν λόγω ζητήματος. Ειδικότερα, διατυπώθηκαν τρεις απόψεις. Σύμφωνα με την πρώτη 28 η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως των ενδίκων μέσων είναι εντελώς ανεπίτρεπτη, διότι αφενός η ρύθμιση της διατάξεως του άρθρου 475 ΚΠΔ είναι περιοριστική και όχι ενδεικτική και αφετέρου τα ένδικα μέσα στην ποινική δίκη παρέχονται υπέρ του γενικότερου συμφέροντος και αφορούν τη δημόσια τάξη 29. Σύμφωνα με την απολύτως αντίθετη άποψη 30 είναι δυνατή η παραίτηση και από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου επί τη βάση επιχειρημάτων που αντλούνται από την εξάρτηση του δικαιώματος ασκήσεως του ενδίκου μέσου από τη βούληση του δικαιούχου, την δυνατότητα παρέλευσης άπρακτης της σχετικής προθεσμίας και την πρόβλεψη του άρθρου 169 2 ΚΠΔ. Ειδικότερα, σύμφωνα με την άποψη αυτή, εφόσον το δικαιούμενο σε άσκηση του ενδίκου μέσου πρόσωπο είναι αυτό που ασκεί το ένδικο μέσο με δική του πρωτοβουλία κατά λογική ακολουθία θα πρέπει να του αναγνωρίζεται η δυνατότητα να παραιτηθεί από το δικαίωμά του 28 Βλ. Μπουρόπουλο A., Ερμηνεία του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας, τομ. Β, B έκδοση, Σάκκουλας 1957, σελ. 170, Στάικου Α., Επίτομος Ερμηνεία της Ελληνικής Ποινικής Δικονομίας, τομ. Γ, 1955, σελ. 292 29 Βλ. ΑΠ 783/1999, Υπερ 2000, σελ. 1181 με παρατηρήσεις Ζαχαριάδη Α., ΑΠ 1971/2004 ΠοινΛογ 2004, σελ. 2368. 30 Βλ. Ζησιάδη Ι., ό.π., σελ. 137, Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 200-208, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ӏ, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 190, του ίδιου, Ποινική Δικονομία και Πράξη, Σάκκουλας 1993, σελ. 366, Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 543, Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2808, Μαργαρίτη Μ., ό.π., σελ. 963.

αυτό χωρίς να απαιτείται προηγουμένως να το ενεργοποιήσει. Στο ίδιο άλλωστε αποτέλεσμα καταλήγουμε και αν ο διάδικος ή ο εισαγγελέας «αφήσει» να εκπνεύσει η προθεσμία που θέτει ο νόμος για την παραδεκτή άσκηση του ενδίκου μέσου, ενέργεια η οποία ισοδυναμεί στην πραγματικότητα με παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου, καθώς δεν γίνεται χρήση του. Περαιτέρω, προς επίρρωση της ως άνω άποψης επιστρατεύτηκε επιχείρημα αντλούμενο από τη διάταξη του άρθρου 169 2 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο «ο διάδικος που προς όφελός του ορίζεται κάποια προθεσμία μπορεί να παραιτηθεί ή να συναινέσει στη συντόμευσή της με γραπτή ή προφορική δήλωσή του στο γραμματέα του δικαστηρίου ή της εισαγγελίας». Από την εν λόγω διάταξη προκύπτει ότι εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του διαδίκου να επιλέξει αν θα παραιτηθεί από κάθε προθεσμία που του χορηγείται, επομένως και από την προθεσμία που τάσσεται υπέρ του για την άσκηση του ενδίκου μέσου. Παραιτούμενος από την προθεσμία αυτή, «χάνει» το δικαίωμά του να ασκήσει το χορηγούμενο σε αυτόν ένδικο μέσο, το οποίο στην ουσία ταυτίζεται με την παραίτηση από το εν λόγω δικαίωμα 31. Σε κάθε δηλαδή περίπτωση, κι αν ακόμη δεν αναγνωριστεί στον διάδικο η δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου, αυτός μπορεί έμμεσα να «παραιτηθεί» από αυτό χρησιμοποιώντας άλλες «μεθόδους» που του χορηγεί ο νόμος. Τέλος, διατυπώθηκε μία ενδιάμεση άποψη 32 σύμφωνα με την οποία ναι μεν είναι επιτρεπτή η παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως των ενδίκων μέσων, γιατί αφενός δεν υπάρχει στον νόμο ρητή αντίθετη διάταξη που να την αποκλείει και αφετέρου ο δημόσιος χαρακτήρας της ποινικής δικονομίας δεν αποκλείει, άνευ ετέρου, τη χορήγηση της δυνατότητας στον δικαιούμενο να 31 Βλ. Δασκαλόπουλο Ι., Περί της αμετακλήτου καταδικαστικής αποφάσεως εν άρθρω 525 Κ.Π.Δ., ΠοινΧρον ΙΒ, σελ. 2. 32 Βλ. Δέδε Χ., Η παραίτησις από του ενδίκου μέσου εις τον ΚΠΔ, ΝοΒ 1967, σελ. 1-3, του ιδίου, Ποινική Δικονομία, ένατη έκδοση, Σάκκουλας 1990, σελ. 546.

παραιτηθεί ορισμένης ευχέρειας που του παρέχει ο νόμος, πριν ακόμη κάνει χρήση της, δεν μπορεί όμως να γίνει οποτεδήποτε. Η θέση αυτή δηλαδή θέτει χρονικό περιορισμό στην δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου και συγκεκριμένα επισημαίνει ότι αυτή είναι εφικτή μόνο μετά την έναρξη της σχετικής προθεσμίας προς άσκησή του, ήτοι μετά τη δημοσίευση της απόφασης αν ο δικαιούμενος ήταν παρών κατά την απαγγελία της, άλλως μετά την επίδοσή της σ αυτόν. Θεωρεί με άλλα λόγια, ανεπίτρεπτη την παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου όταν συντελείται σε χρόνο προγενέστερο της δημοσίευσης της αποφάσεως διότι τότε ελλείπει το έννομο συμφέρον, ενώ όταν συντελείται προ της έναρξης της προθεσμίας για άσκηση του ενδίκου μέσου διότι αντίκειται στη δημόσια τάξη. Ορθότερη κρίνεται η δεύτερη άποψη που δέχεται δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου χωρίς να θέτει επιπλέον περιορισμούς. Το γεγονός ότι ο νόμος άφησε εκτός του ρυθμιστικού του πεδίου την περίπτωση της παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου δεν θα πρέπει να οδηγεί στο συμπέρασμα ότι με τον τρόπο αυτό θέσπισε «σιωπηρή» απαγόρευση 33. Περαιτέρω, δεν θα πρέπει να λησμονείται ότι η προβλεπόμενη από τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας διαδικασία ενεργοποιήσεως των ενδίκων μέσων αποτελεί εξαίρεση από την επικρατούσα σε όλες σχεδόν τις φάσεις της ποινικής δίκης αρχή της «αυτεπάγγελτης διεξαγωγής της δίκης» και προσχώρηση στην αρχή της «επιμέλειας των διαδίκων» καθώς αναγνωρίζει στον διάδικο την 33 Βλ. Παπαδαμάκη Α., ό.π., σελ. 543, σύμφωνα με τον οποίο «ο νόμος αναγνώρισε ρητά τη δυνατότητα παραιτήσεως από το ασκημένο ένδικο μέσο (μείζον) χωρίς όμως να αποκλείσει την ευχέρεια παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεως των ενδίκων μέσων (έλασσον)», Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2809 σύμφωνα με τον οποίο «η ρύθμιση στον ΚΠΔ μόνο της παραίτησης από ένδικο μέσο που ασκήθηκε δεν οφείλεται στο ότι ο ΚΠΔ επιτρέπει μόνο αυτή την παραίτηση αλλά στο ότι αυτή έχρηζε ρυθμίσεως ενώ η παραίτηση από ένδικο μέσο που δεν ασκήθηκε είναι λογική και αυτονόητη».

αποκλειστική πρωτοβουλία για άσκηση ενδίκου μέσου 34. Ο δικονομικός νομοθέτης δηλαδή κατά παρέκκλιση της αρχής της «δημόσιας επιμέλειας» αναγνώρισε στους διαδίκους το δικαίωμα να αποφασίζουν κατά βούληση για ορισμένες διαδικαστικές ενέργειες, όπως την άσκηση ή μη των ενδίκων μέσων από μέρους τους, χωρίς την οποία δεν είναι εφικτή η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας. Εφόσον λοιπόν εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του διαδίκου αν θα ενεργοποιήσει ή όχι τη διαδικασία των ενδίκων μέσων θα πρέπει κατά λογική ακολουθία να μπορεί και το αντίστροφο, ήτοι να παραιτηθεί από αυτήν πριν ακόμη την ενεργοποιήσει. Περαιτέρω, η άποψη που αποκλείει τη δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου παρουσιάζει επιπλέον το μειονέκτημα ότι σε πρακτικό επίπεδο εύκολα δύναται να παρακαμφθεί, όπως και ανωτέρω σημειώθηκε, είτε με την παρέλευση άπρακτης της σχετικής προθεσμίας ασκήσεως του ενδίκου μέσου (σιωπηρή παραίτηση) είτε με την ενεργοποίηση του ενδίκου μέσου και την ταυτόχρονη δήλωση παραίτησης από αυτό 35. Σχετικά δε με τον περιορισμό που θέτει ο Δέδες, ορθότερη κρίνεται και πάλι η άποψη που δέχεται δυνατότητα παραιτήσεως από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου σε κάθε περίπτωση, ανεξάρτητα από την απουσία ή μη του διαδίκου κατά την απαγγελία της απόφασης. Και τούτο γιατί από το χρόνο δημοσίευσης της απόφασης είναι δυνατή και η άσκηση του ενδίκου μέσου κατά αυτής, η δε διάκριση που επιχειρεί ο νομοθέτης στη διάταξη του άρθρου 473 1 ΚΠΔ τίθεται προς όφελος του κατηγορουμένου, χωρίς ωστόσο να τον περιορίζει και να τον εμποδίζει σε περίπτωση που ήταν απών κατά την εκδίκαση της υποθέσεως να ασκήσει παραδεκτά το ένδικο 34 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 202, Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ӏ, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 190. 35 Και σαφώς θα ήταν παράλογο να αξιώνεται για το έγκυρο της παραίτησης η προηγούμενη άσκησή του ένδικου μέσου όπως ορθώς επισημαίνεται και στην ΑΠ 671/1992, Υπερ 1993, σελ. 49 με παρατηρήσεις Μαργαρίτη Λ. Ομοίως παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου δέχονται και οι ΑΠ 1252/2002 ΠοινΛογ 2002, σελ. 1363ΑΠ 2131/2004 ΠοινΔικ 2005, σελ. 490.

μέσο και πριν την επίδοση της απόφασης. Κατ αναλογία λοιπόν των ισχυόντων θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι δεν κωλύεται ο διάδικος που επιθυμεί να δηλώσει παραίτηση από το δικαίωμα ασκήσεως π.χ. του ενδίκου μέσου της έφεσης, να πράξει τούτο και πριν την έναρξη της προβλεπόμενης δεκαήμερης προθεσμίας. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται περισσότερο και με βάση το επιχείρημα ότι έτσι κι αλλιώς ο δικαιούχος σε άσκηση ενδίκου μέσου μπορεί να καταλήξει στο ίδιο αποτέλεσμα, ήτοι τη νομότυπη παραίτησή του και πριν από την έναρξη της σχετικής για την άσκηση του ενδίκου μέσου προθεσμίας, αν το ασκήσει παραδεκτά πριν από το χρόνο αυτό και ταυτόχρονα παραιτηθεί από αυτό 36. Τέλος, η παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης του ενδίκου μέσου πριν την έναρξη της προθεσμίας για την άσκησή του δεν φαίνεται να αντίκειται στην ικανοποίηση του δημόσιου συμφέροντος διότι, όπως γίνεται ως επί τον πλείστον δεκτό, το τελευταίο υπολείπεται σε ένταση (χωρίς βέβαια να παραγκωνίζεται) του δικαιώματος επανεξέτασης της υποθέσεως που αναγνωρίζεται στους διαδίκους (και ιδίως στον κατηγορούμενο) μέσω της άσκησης ενδίκων μέσων προς όφελός τους και με δική τους αποκλειστικά πρωτοβουλία 37. Πριν την τροποποίηση του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας με τον νόμο 3904/2010 ( περί εξορθολογισμού και βελτίωσης στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης), ο οποίος κατήργησε τη διάταξη του άρθρου 482 ΚΠΔ με αποτέλεσμα να μην αναγνωρίζεται πλέον δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά βουλευμάτων στους διαδίκους αλλά μόνο στον εισαγγελέα, είχε δημιουργηθεί ζήτημα σχετικά με το 36 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 206-208, Κονταξή Α., ό.π., τομ. Γ, σελ. 2808. 37 Βλ. ειδικότερα Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 65 επ., σύμφωνα με τον οποίο «τα ένδικα μέσα στην ποινική δίκη έχουν προσανατολιστεί και τούτο ισχύει ιδίως ως προς τον κατηγορούμενο να επιτελέσουν μια αμυντική εγγυητική λειτουργία, επιχειρώντας περισσότερο να μεγιστοποιήσουν αλλά και ουσιαστικοποιήσουν την δικαστική του προστασία έναντι της προσβαλλόμενης αποφάσεως, με άμεσο και προφανή σκοπό τη βελτίωση της θέσεώς του και την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του και λιγότερο να προωθήσουν την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας».

χρονικό σημείο που αποτελούσε την αφετηρία για την δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατά βουλεύματος. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 473 1 εδ. τελ. ΚΠΔ (όπως ίσχυε πριν από την κατάργησή της με τον νόμο 3904/2010) «η προθεσμία για αίτηση αναίρεσης κατά του βουλεύματος αρχίζει από την λήξη της προθεσμίας έφεσης». Από την εν λόγω διάταξη σε συνδυασμό με τα όσα ανωτέρω εκτενώς αναλύθηκαν για την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου προέκυπταν τα εξής: Αν επιτρεπόταν έφεση εναντίον του πρωτόδικου βουλεύματος, τότε η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης άρχιζε μετά τη λήξη της δεκαήμερης ( ή τριακονθήμερης αν ο δικαιούμενος διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστη η διαμονή του) προθεσμίας για την άσκηση έφεσης 38. Κατά συνέπεια αν η αναίρεση ασκούνταν πριν από τη λήξη της προθεσμίας αυτής, θα απορριπτόταν ως απαράδεκτη λόγω του ότι δεν μπορούσε να ασκηθεί στο χρόνο αυτό 39. Παραίτηση λοιπόν από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης ήταν δυνατή μετά τη λήξη της ταχθείσης εκ του νόμου προθεσμίας για την άσκηση έφεσης, οπότε και γεννιόταν το δικαίωμα για την άσκηση αναίρεσης 40. Αν δεν επιτρεπόταν έφεση 41 κατά του πρωτόδικου βουλεύματος, τότε η προθεσμία για την παραδεκτή άσκηση 38 Βλ. Μαργαρίτη Λ., Ποινική Δικονομία Ένδικα Μέσα Ӏ, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 93. 39 Βλ. Ζησιάδη Ι., ό.π., τόμ. Γ, σελ. 115, Μπουρόπουλο Α., ό.π., τόμ. Β, σελ. 165. 40 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 214. 41 Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 478 ΚΠΔ, πριν την τροποποίησή του με τον ν. 3904/2010, το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρεπόταν στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παρέπεμπε στο δικαστήριο για κακούργημα, ενώ ταυτόχρονα προέβλεπε στο εδάφιο β αυτού ότι το δικαίωμα της έφεσης εκτεινόταν σε όλα τα εγκλήματα που συνέρρεαν ή ήταν συναφή, έστω και αν επιτρεπόταν για ένα μόνο από αυτά. Σήμερα, μετά την τροποποίηση, το άρθρο 478 ΚΠΔ ορίζει ότι : «το ένδικο μέσο της έφεσης επιτρέπεται στον κατηγορούμενο μόνο κατά του βουλεύματος του συμβουλίου πλημμελειοδικών, το οποίο τον παραπέμπει στο δικαστήριο για κακούργημα και μόνο για τους λόγους : α) της απόλυτης ακυρότητας, β) της εσφαλμένης ερμηνείας και εφαρμογής ουσιαστικής ποινικής διάταξης».

αναίρεσης ήταν δέκα (ή τριάντα ημέρες) από την επίδοσή του 42. Συνεπώς, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης στην περίπτωση αυτή ήταν δυνατή από της εκδόσεως του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών 43. Αν η γενόμενη επίδοση του βουλεύματος ήταν άκυρη 44 ή αν δεν είχε λάβει χώρα καν επίδοση αυτού, τότε η προθεσμία για την άσκηση έφεσης δεν άρχιζε να «τρέχει», επομένως δεν μπορούσε να ασκηθεί παραδεκτά αναίρεση, διότι λόγω της ακυρότητας ή της μη επίδοσης ήταν ακόμη ενεργής η προθεσμία για την άσκηση έφεσης 45. Εν προκειμένω λοιπόν δεν νοούταν δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης αφού δεν υφίστατο καν δυνατότητα άσκησης αναίρεσης 46. Αν είχε λάβει χώρα νομότυπη παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης της έφεσης ή από την ασκηθείσα έφεση τότε: στην πρώτη περίπτωση η προθεσμία για την άσκηση αναίρεσης ξεκινούσε από την επομένη της γενόμενης παραίτησης 47 ενώ στη δεύτερη περίπτωση ξεκινούσε από την ημέρα που θα άρχιζε αν δεν ασκούνταν η έφεση, ήτοι από την λήξη της δεκαήμερης (ή τριακονθήμερης) προθεσμίας για την άσκησή της. Σε αμφότερες τις περιπτώσεις η παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης μπορούσε να λάβει χώρα από το χρόνο της δηλώσεως της παραίτησης από το δικαίωμα έφεσης ή από την ασκηθείσα έφεση. Και τούτο γιατί από το χρονικό σημείο που συντελούνταν η παραίτηση από την έφεση (από το δικαίωμα έφεσης ή από την ασκηθείσα) μπορούσε να ασκηθεί αναίρεση ανεξαρτήτως της διαφορετικής έναρξης της προθεσμίας για άσκησή της σε κάθε μία από τις δύο 42 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 93. 43 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 214. 44 Το πότε η επίδοση είναι άκυρη θα κριθεί με βάση τις διατάξεις των άρθρων 154 επ. ΚΠΔ σε συνδυασμό με το υπάρχον στη δικογραφία αποδεικτικό επιδόσεως, βλ. σχετικά και Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 96, υποσημ. 16. 45 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 212, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 95, υποσημ. 14. 46 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 214. 47 Βλ. Ζησιάδη Ι., ό.π., τομ. Γ, σελ. 139, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 93.

περιπτώσεις 48 ( και υπό την λογική προϋπόθεση βέβαια ότι στην περίπτωση που είχε λάβει χώρα παραίτηση από ασκηθείσα έφεση, υφίστατο ακόμη η νόμιμη προθεσμία για άσκηση αναίρεσης και να μην έχει εξαντληθεί στο μεσοδιάστημα). Αν εναντίον του βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών είχε ασκηθεί έφεση για ορισμένο μόνο κεφάλαιο της κατηγορίας, ήταν δυνατό για τα υπόλοιπα κεφάλαια μετά τη λήξη της προθεσμίας για άσκηση έφεσης ή την παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης έφεσης να ασκηθεί νομότυπα αναίρεση 49. Στην περίπτωση αυτή η παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης για το μεν κεφάλαιο του βουλεύματος που μεταβιβάστηκε με την άσκηση έφεσης στο Συμβούλιο Εφετών ήταν δυνατό να συντελεσθεί αμέσως μετά την έκδοση του βουλεύματος από το τελευταίο, για το δε κεφάλαιο του πρωτόδικου βουλεύματος που δεν εφεσιβλήθηκε, η παραίτηση από το δικαίωμα άσκησης αναίρεσης κατ αυτού μπορούσε να συντελεσθεί είτε μετά τη λήξη της προθεσμίας για την άσκηση έφεσης είτε μετά την παραίτηση από το δικαίωμα της άσκησης έφεσης για τον εν λόγω κεφάλαιο 50. ΙV. ΤΑ ΔΙΚΑΙΟΥΜΕΝΑ ΣΕ ΠΑΡΑΙΤΗΣΗ ΠΡΟΣΩΠΑ 48 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 215. 49 Βλ. Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 93. 50 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 215.

Το δικαίωμα παραιτήσεως από το ένδικο μέσο παρέχεται, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 475 1 εδ.α, στον διάδικο που το άσκησε 51. Οι διάδικοι στην ποινική διαδικασία όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 72 108 ΚΠΔ 52 είναι ο κατηγορούμενος, ο πολιτικώς ενάγων 53 και ο αστικώς υπεύθυνος 54. Τα πρόσωπα αυτά μπορούν να παραιτηθούν τόσο από το ένδικο μέσο που έχουν ασκήσει όσο και από το σχετικό τους δικαίωμα, χωρίς να ενδιαφέρει αν πρόκειται για έφεση ή αναίρεση ή για οποιοδήποτε άλλο «οιονεί» ένδικο μέσο ή ένδικο βοήθημα. Α. ΚΑΤΗΓΟΡΟΥΜΕΝΟΣ Ειδικά ο κατηγορούμενος, εκτός από τη δυνατότητα παραιτήσεως από το ένδικο μέσο που ο ίδιος έχει ασκήσει, έχει και τη δικονομική ευχέρεια να ματαιώσει με αντίθετη δήλωσή του το ένδικο μέσο που ασκήθηκε για λογαριασμό του εναντίον καταδικαστικής απόφασης από τον παριστάμενο στην συζήτηση συνήγορό του κατά 51 Βλ. Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2808 σύμφωνα με τον οποίο όποιος έχει δικαίωμα ασκήσεως ενδίκου μέσου έχει κατά κανόνα και δικαίωμα παραιτήσεως από αυτό. 52 Οι διατάξεις αυτές αποτελούν το τέταρτο τμήμα του ΚΠΔ με τίτλο «Διάδικοι στην ποινική δίκη». 53 Το δικαίωμα του πολιτικώς ενάγοντος να ασκήσει ένδικα μέσα κατά αποφάσεων προβλέπεται στο άρθρο 468 ΚΠΔ σύμφωνα με το οποίο μπορεί να προσβάλλει την μεν καταδικαστική απόφαση μόνο σε ότι αφορά τις απαιτήσεις του για αποζημίωση, όταν είτε του επιδικάστηκε αυτή είτε απορρίφθηκε η αγωγή του επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο, τη δε αθωωτική απόφαση μόνο στην περίπτωση που έχει καταδικαστεί σε αποζημίωση και στα έξοδα (κατά το άρθρο 71 ΚΠΔ) ή που η πολιτική αγωγή έχει απορριφθεί επειδή δεν στηριζόταν στο νόμο και μόνο ως προς τα κεφάλαια αυτά. 54 Οι προϋποθέσεις για την άσκηση ενδίκου μέσου από τον αστικώς υπεύθυνο ρυθμίζονται στο άρθρο 467 ΚΠΔ και είναι οι εξής: α) η συμμετοχή του στη συζήτηση στο ακροατήριο και η μη αποβολή του από τη δίκη μέχρι την έκδοση της καταδικαστικής για τον κατηγορούμενο απόφασης, β) η εκδοθείσα απόφαση να είναι καταδικαστική και γ) η δυνατότητα προσβολής της απόφασης με ένδικα μέσα από τον κατηγορούμενο. Εφόσον συντρέχουν οι εν λόγω προϋποθέσεις ο αστικώς υπεύθυνος δικαιούται να ασκήσει εναντίον της καταδικαστικής απόφασης όλα τα ένδικα μέσα που χορηγεί ο νόμος στον κατηγορούμενο, όχι μόνο για το κεφάλαιο που αναγνωρίζει την αστική του ευθύνη αλλά και για εκείνο που αναγνωρίζει την ενοχή του κατηγορουμένου. Το ένδικο μέσο το ασκεί ο αστικώς υπεύθυνος για δικό του λογαριασμό και προς το δικό του συμφέρον και επομένως δεν ματαιώνεται από την τυχόν παραίτηση του κατηγορουμένου από το δικαίωμά του προς άσκηση ενδίκου μέσου ή από το ασκηθέν από τον ίδιο ένδικο μέσο.

το άρθρο 465 2εδ.α ΚΠΔ. Η δυνατότητα αυτή ρητά προβλέπεται στη διάταξη του άρθρου 466 1 ΚΠΔ 55. Η αντίθετη αυτή δήλωση που ματαιώνει, δηλαδή ουσιαστικά ανακαλεί, το ασκημένο ένδικο μέσο και τη συνακόλουθη εκδίκασή του, αντικαθιστά στην ουσία την παραίτηση στην οποία θα μπορούσε να προβεί ο κατηγορούμενος αν το ένδικο μέσο είχε ασκηθεί από τον ίδιο. Άλλωστε αναγνωρίζοντας και ο δικονομικός νομοθέτης την αντιστοιχία μεταξύ των δύο δικαιωμάτων επέτρεψε στον κατηγορούμενο να πραγματοποιεί την αντίθετη δήλωσή του μέχρι την έναρξη της συζητήσεως επί του ενδίκου μέσου, οπότε και η σχετική δήλωση καταχωρίζεται στα πρακτικά 56, όπως ακριβώς προβλέπεται και στην περίπτωση της προφορικής δήλωσης παραίτησης από το ασκημένο ένδικο μέσο στο ακροατήριο. Η διάταξη του άρθρου 465 2 ΚΠΔ δεν προβλέπει όμως μόνο τη δυνατότητα να ασκηθεί το ένδικο μέσο από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση αλλά παρέχει την ίδια δυνατότητα και σε ορισμένους από τους συγγενείς του κατηγορουμένου στην περίπτωση που ο τελευταίος, με βάση την κρίση που περιέχεται στην καταδικαστική απόφαση, βρίσκεται σε διανοητική κατάσταση τέτοια που δεν του επιτρέπει να αντιληφθεί το συμφέρον του και δεν έχει εντούτοις κηρυχθεί ακόμα σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης. Η διάταξη όμως του άρθρου 466 ΚΠΔ δεν ορίζει ρητά αν ο 55 Εξαίρεση από τη δυνατότητα αυτή προβλέπεται στο τελευταίο εδάφιο του άρθρου 466 1 ΚΠΔ το οποίο ορίζει ότι «αν με την απόφαση που έχει προσβληθεί επιβάλλεται στον κατηγορούμενο η ποινή του θανάτου, η αντίθετη δήλωσή του είναι ανίσχυρη». Μετά όμως την κατάργηση του άρθρου 50 ΠΚ που προέβλεπε τη θανατική ποινή για τα εγκλήματα του ΠΚ με το άρθρο 1 12περ.β Ν. 2207/1994 η εν λόγω πρόβλεψη δεν έχει στην ουσία ευρύ πεδίο εφαρμογής. Βλ. σχετικά Μαργαρίτη Λ. Παρασκευόπουλου Ν., Ποινολογία, Άρθρα 50 133 ΠΚ, Στ Έκδοση, Σάκκουλας 2000, σελ. 70επ. 56 Η αντίθετη αυτή δήλωση μπορεί να γίνει και ενώπιον οποιουδήποτε δικαστικού γραμματέα με σύνταξη έκθεσης, όπως επίσης και ενώπιον του διευθυντή των φυλακών, αν ο κατηγορούμενος κρατείται κατ εφαρμογή της ρυθμίσεως του άρθρου 74 ΚΠΔ, διότι στην έννοια των αναφερομένων σε αυτήν δηλώσεων του κρατούμενου κατηγορουμένου περιλαμβάνεται και αυτή του άρθρου 466 παρ. 1 ΚΠΔ με την οποία ματαιώνεται το ένδικο μέσο που άσκησε, κατά το άρθρο 465 παρ. 1 ΚΠΔ, ο συνήγορός του. Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 219-220, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 154, Καρρά Α., ό.π., σελ. 874.

κατηγορούμενος μπορεί με αντίθετη δήλωσή του να ματαιώσει το ένδικο μέσο που άσκησαν οι αναφερόμενοι στο άρθρο 465 2εδ.β συγγενείς του. Ελλείψει σαφούς ρύθμισης του νόμου υποστηρίχθηκαν στη θεωρία τόσο η θετική όσο και η αρνητική εκδοχή για την αντιμετώπιση του εν λόγω ζητήματος 57. Η καταφατική άποψη 58 δέχεται δυνατότητα εφαρμογής της διατάξεως του άρθρου 466 1εδ.α ΚΠΔ λόγω ταυτότητας του νομικού λόγου. Η αντίθετη άποψη αποκλείει την δυνατότητα παραιτήσεως του κατηγορουμένου από το ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τους στο άρθρο 465 2εδ. β ΚΠΔ μνημονευόμενους συγγενείς, στηριζόμενη σε γραμματική ερμηνεία της ρύθμισης και αντλώντας επιχείρημα εξ αντιδιαστολής από αυτήν, η οποία αναφέρεται μόνο στο ένδικο μέσο που ασκήθηκε από τον συνήγορο 59. Ορθότερο κρίνεται να δεχτούμε ότι η ρύθμιση του νόμου στην περίπτωση αυτή είναι περιοριστική, διότι ο νομοθέτης ρυθμίζοντας μόνο την περίπτωση που το ένδικο μέσο έχει ασκηθεί από τον συνήγορο, προφανώς ήθελε να προστατεύσει τα συμφέροντα του κατηγορουμένου όταν ο ίδιος δεν είναι σε θέση να πράξει τούτο εξαιτίας της διαταραγμένης νοητικής του κατάστασης 60 Β. ΤΑ ΟΡΙΖΟΜΕΝΑ ΣΤΟ ΑΡΘΡΟ 465 ΚΠΔ ΠΡΟΣΩΠΑ 57 Αντίθετα ομόφωνα γίνεται δεκτό ότι εφαρμόζεται αναλογικά η ρύθμιση του άρθρου 466 1 εδ. γ ΚΠΔ στην περίπτωση που το ένδικο μέσο ασκήθηκε από τους αναφερόμενους στο άρθρο 465 2 συγγενείς και συνεπώς αν με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβάλλεται η ποινή του θανάτου είναι ανίσχυρη αντίθετη δήλωση του κατηγορουμένου. Βλ. Μπουρόπουλο Α., ό.π, σελ. 139, Δέδε Χ., Ποινική Δικονομία, Ένατη έκδοση, Σάκκουλας 1990, σελ. 537, Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2816. 58 Βλ. Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2816. 59 Βλ. Δέδε Χ., Η παραίτησις από του ενδίκου μέσου εις τον ΚΠΔ, ΝοΒ 1967, σελ. 2, Μπουρόπουλο Α., ό.π., σελ, 139, Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 222. 60 Η βούληση αυτή του νομοθέτη προκύπτει και από την Αιτιολογική Έκθεση του «Σχεδίου Κώδικος Ποινικής Δικονομίας» του 1934, ό.π., σελ. 611 612 όπου στην εξεταζόμενη περίπτωση αναφέρεται «ενάντια τυχόν δήλωσις του κατηγορουμένου δεν λαμβάνεται υπόψιν διότι κατά το άρθρο 476 (αντίστοιχο του ισχύοντος 466) επιτρέπεται εναντία δήλωσις μόνον εις το υπό του συνηγόρου ασκηθέν ένδικο μέσο».

Άλλο είναι το ζήτημα αν τα ανωτέρω πρόσωπα, ήτοι ο συνήγορος και οι αναφερόμενοι στο άρθρο 465 2εδ.β ΚΠΔ συγγενείς, δύνανται να παραιτηθούν οι ίδιοι από το ασκηθέν εκ μέρους τους ένδικο μέσο. Όσον αφορά στη δυνατότητα ή μη παραίτησης του συνηγόρου που είχε παραστεί στη συζήτηση 61 από το ένδικο μέσο που άσκησε υπέρ του κατηγορουμένου κατά της καταδικαστικής απόφασης 62 που εκδόθηκε δεν υπάρχει ομοφωνία στην επιστήμη. Σύμφωνα με την άποψη που υποστηρίζεται από τον Καρρά 63 θα πρέπει να αναγνωρίζεται δικαίωμα παραίτησης του συνηγόρου στην κρινόμενη περίπτωση, όπως και δικαίωμα παραίτησης από τους οριζόμενους στην παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΚΠΔ συγγενείς του κατηγορουμένου. Προτείνει δηλαδή την ενιαία αντιμετώπιση των δύο περιπτώσεων με το επιχείρημα ότι εφόσον ο νόμος δεν καθορίζει την παραίτηση ούτε στη μία ούτε στην άλλη περίπτωση αλλά μόνο την άσκησή τους, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι αν το ένδικο μέσο ασκήθηκε για λογαριασμό του καταδικασθέντος από κάποιο από τα οριζόμενα στην παράγραφο 2 του άρθρου 465 ΚΠΔ πρόσωπα, το αυτό πρόσωπο δύναται και να παραιτηθεί από το ασκηθέν ένδικο μέσο. 61 Και όχι οποιοσδήποτε άλλος δικηγόρος ο οποίος είναι ειδικά εξουσιοδοτημένος να ασκήσει ένδικο μέσο κατά της απόφασης είτε από τον κατηγορούμενο είτε από τον παραστάντα στη συζήτηση συνήγορο. 62 Ο συνήγορος που παραστάθηκε στη συζήτηση μπορεί να ασκήσει ένδικο μέσο μόνο κατά καταδικαστικής απόφασης (ως τέτοια νοείται αυτή που κηρύσσει ενοχή και επιβάλλει ποινή) και όχι κατά βουλεύματος ή κατά απόφασης που απορρίπτει την έφεση ως απαράδεκτη ή ανυποστήρικτη ή καθορίζει συνολική ποινή ή απορρίπτει την αίτηση ακυρώσεως διαδικασίας ή την αίτηση για υπό όρο απόλυση. Ομοίως και οι αναφερόμενοι στο άρθρο 465 2 ΚΠΔ συγγενείς δικαιούνται να ασκήσουν ένδικο μέσο κατά καταδικαστικής μόνο αποφάσεως. Βλ. και Ζαχαριάδη Α., όπ., σελ. 240, όπου και εκεί παραπομπές στη νομολογία. Πρβλ. Καρρά Α., ό.π., σελ. 875 ο οποίος προτείνει τελολογική διασταλτική ερμηνεία της διατάξεως του άρθρου 465 2 ΚΠΔ ώστε να περιλαμβάνει και τις δευτεροβάθμιες αποφάσεις που απορρίπτουν την έφεση ως ανυποστήρικτη ή απαράδεκτη. Για την πρόβλεψη του άρθρου 465παρ.2εδ. α ΚΠΔ γενικά βλ. Ζαχαριάδη Α., παρατηρήσεις στην ΑΠ 1611/1996, Υπερ 1996, σελ. 796 επ. 63 Βλ. Καρρά Α., Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Γ έκδοση, Σάκκουλας 2007, σελ. 886, του ίδιου, Επίτομος Ερμηνεία του ΚΠΔ, Β έκδοση, Σάκκουλας 2005, σελ. 1017.

Η αντίθετη άποψη 64 τάσσεται κατά της αναγνωρίσεως δικαιώματος παραίτησης από το ασκηθέν ένδικο μέσο στον συνήγορο του κατηγορουμένου, επειδή ο νόμος προβλέπει ρητά μόνο την άσκησή του από αυτόν και όχι την παραίτηση. Ορθότερη κρίνεται η άποψη 65, σύμφωνα με την οποία ο συνήγορος μπορεί να παραιτηθεί πριν από τη συζήτηση του ενδίκου μέσου που ο ίδιος άσκησε για λογαριασμό του κατηγορουμένου, εφόσον είναι εφοδιασμένος με ειδικό προς τούτο πληρεξούσιο (στην ουσία δηλαδή να προβεί στην παραίτηση ως αντιπρόσωπος του κατηγορουμένου) ενώ μπορεί να παραιτηθεί στο ακροατήριο πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας (475 1εδ.β ΚΠΔ) εφόσον είναι παρών ο κατηγορούμενος και συναινεί ρητά στην παραίτηση 66. Και τούτο διότι αφενός μόνο κατ αυτόν τον τρόπο προστατεύονται πληρέστερα τα συμφέροντα του κατηγορουμένου και διαφυλάσσεται η βούληση του τελευταίου σχετικά με την τύχη του ενδίκου μέσου και αφετέρου είναι λύση η οποία συνάδει με το πνεύμα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας και συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 466 ΚΠΔ η οποία, όπως ανωτέρω σημειώθηκε, παρέχει τη δυνατότητα στον κατηγορούμενο να ανακαλέσει το ένδικο μέσο που άσκησε ο συνήγορός του. Καθώς λοιπόν ο νόμος χορηγεί την ευχέρεια αυτή στον κατηγορούμενο θα ήταν άτοπο, ως αντίθετο στο πνεύμα του, να υιοθετηθεί η άποψη ότι ο συνήγορος μπορεί ανεξάρτητα από τη βούληση του κατηγορουμένου να παραιτείται οποτεδήποτε από το ασκηθέν ένδικο μέσο αφήνοντάς τον έκθετο στην εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης και χωρίς μάλιστα να έχει περιθώρια αντιδράσεως. Επιπλέον, επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής μπορεί να αντληθεί και 64 Βλ. Δέδε Χ., ό.π., σελ. 547, Στάικο Α., ό.π., σελ. 293. 65 Βλ. Ζησιάδη Ι., ό.π., τομ. Γ,σελ. 140, Μπουρόπουλο Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 171, Ζαχαριάδη Α., Ποινική δίκη και παραίτηση από τα ένδικα μέσα, Σάκκουλας 1999, σελ. 247, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 182, Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2812. 66 Βλ. ΑΠ 1059/2007, Αρμ 2007, σελ. 1385 με παρατηρήσεις Ζαχαριάδη Α., σύμφωνα με την οποία όταν το ένδικο μέσο ασκήθηκε από τον συνήγορο που είχε παραστεί στη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να παράγει έννομα αποτελέσματα η παραίτηση εκ μέρους του θα πρέπει να έχει ειδική προς τούτο εντολή από τον κατηγορούμενο

από το γεγονός ότι ο συνήγορος ενεργεί στην περίπτωση αυτή ως νόμιμος αντιπρόσωπος του κατηγορουμένου και αν ο τελευταίος παραιτηθεί από το ένδικο μέσο που άσκησε ή το δικαίωμα ασκήσεώς του, ο συνήγορος δεν μπορεί πλέον να ενεργοποιήσει το ίδιο ένδικο μέσο ακόμη κι αν δεν παρήλθε η σχετική προθεσμία για την άσκησή του 67. Σχετικά τώρα με τη ύπαρξη ή μη δικαιώματος παραιτήσεως των κατ άρθρο 465 2εδ.β ΚΠΔ συγγενών του κατηγορουμένου από το ένδικο μέσο που άσκησαν για λογαριασμό του τελευταίου 68, κρατούσα είναι η άποψη που δέχεται τέτοια δυνατότητα 69. Και ο δικαιολογητικός λόγος βάσει του οποίου επιτρέπεται η παραίτηση από το ένδικο μέσο των προσώπων αυτών είναι ο ίδιος βάσει του οποίου επιτρέπεται και η άσκησή του από τα πρόσωπα αυτά, ήτοι η διανοητική κατάσταση του κατηγορουμένου, η οποία δεν του επιτρέπει να ενεργήσει με γνώμονα το συμφέρον του. Καθώς μάλιστα για να επιτραπεί η άσκηση του ενδίκου μέσου από τους συγγενείς απαιτείται προηγούμενη δικαστική κρίση σχετικά με την κατάσταση του κατηγορουμένου, ενώ στα πλαίσια της διαδικασίας του άρθρου 476 ΚΠΔ τέτοια κρίση δεν προβλέπεται, ακόμη και στην περίπτωση που η κατάστασή του στο ενδιάμεσο διάστημα βελτιώθηκε θα πρέπει η παραίτηση να γίνεται από τους συγγενείς 70. Αν όμως ο κατηγορούμενος μετά την άσκηση του ενδίκου μέσου από τους συγγενείς κηρύχθηκε σε κατάσταση δικαστικής συμπαράστασης με 67 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 240. 68 Απαραίτητη φυσικά προϋπόθεση για την νομότυπη άσκηση του ενδίκου μέσου από τους οριζόμενους στο άρθρο 465παρ. 2 ΚΠΔ συγγενείς του κατηγορουμένου (και εν συνεχεία της παραιτήσεώς τους από αυτό) είναι η εκφορά κρίσεως από το δικάσαν δικαστήριο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση (στην οποία και θα πρέπει ρητά να αναφέρεται) ως προς την ελλιπή διανοητική κατάσταση του καταδικασθέντος λόγω της οποίας δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί το συμφέρον του, δηλαδή να εκτιμήσει αν τον συμφέρει ή όχι να προσβάλλει με ένδικο μέσο την καταδικαστική απόφαση. Σε κάθε δε περίπτωση η ατελής αυτή διανοητική κατάσταση θα πρέπει σαφώς να είναι μικρότερης έντασης από την στο άρθρο 34 ΠΚ προβλεπόμενη νοσηρή διατάραξη των πνευματικών λειτουργιών. 69 Βλ. Μπουρόπουλο Α., ό.π., σελ. 172, Δέδε Χ., ό.π., σελ. 547, Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 263, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 182, Κονταξή Α., ό.π., τομ. Β, σελ. 2813, Καρρά Α., ό.π., σελ. 886. 70 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 263, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 182.

τελεσίδικη δικαστική απόφαση από τα πολιτικά δικαστήρια, το δικαίωμα παραιτήσεως θα πρέπει να αναγνωρίζεται μόνο στον διοριζόμενο κατά το άρθρο 1669 ΑΚ δικαστικό συμπαραστάτη του. Τέλος, εκ των ανωτέρω με σαφήνεια συνάγεται ότι ο μεν συνήγορος, που παραστάθηκε στη συζήτηση κατά την οποία εκδόθηκε η καταδικαστική απόφαση, δεν μπορεί να παραιτηθεί ούτε από το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου, ενώ αντίθετα οι αναφερόμενοι στο άρθρο 465παρ.2εδ.β ΚΠΔ συγγενείς του κατηγορουμένου έχουν τη δυνατότητα αυτή. Και τούτο γιατί στο μεν συνήγορο, ο νόμος χορηγεί το δικαίωμα ασκήσεως του ενδίκου μέσου αποκλειστικά και μόνο προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κατηγορουμένου, ο οποίος άλλωστε έχει τη δυνατότητα να παραιτηθεί από το δικό του δικαίωμα προς άσκηση του ενδίκου μέσου και κατ αυτόν τον τρόπο να «απενεργοποιήσει» την χορηγούμενη από το άρθρο 465 2 εδ. α ΚΠΔ ευχέρεια στον συνήγορό του, στους δε οριζόμενους στο εδάφιο β της παραγράφου 2 του άρθρου 465 ΚΠΔ συγγενείς, ο νόμος τους χορηγεί αποκλειστικό δικαίωμα ασκήσεως κατά την κρίση τους ενδίκου μέσου, αποκλείοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα αυτή στον καταδικασθέντα. Καθόσον λοιπόν δικαίωμα άσκησης ενδίκου μέσου στην τελευταία περίπτωση αναγνωρίζεται μόνο στους συγγενείς, ο δε κατηγορούμενος δεν μπορεί να αντικρούσει την οποιαδήποτε ενέργειά τους με κανέναν τρόπο, συγχρόνως δε έχουν τη δικονομική ευχέρεια να παραιτηθούν από το ένδικο μέσο που τυχόν άσκησαν, κατά λογική ακολουθία θα πρέπει να τους αναγνωρίζεται και δυνατότητα παραίτησης από το δικαίωμά τους αυτό.

Γ. Ο ΜΗΝΥΤΗΣ Ή ΕΓΚΑΛΩΝ ΚΑΙ Ο ΤΡΙΤΟΣ Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 463 εδ. α ΚΠΔ «ένδικο μέσο μπορεί να ασκήσει μόνο εκείνος που ο νόμος του δίνει ρητά αυτό το δικαίωμα». Πέρα από τους διαδίκους ο νόμος αναγνωρίζει δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων και σε άλλα πρόσωπα, παρ ότι τούτα δεν έχουν την ιδιότητα του διαδίκου. Αυτά είναι ο μη παραστάς ως πολιτικώς ενάγων μηνυτής ή εγκαλών και ο προβάλλων αξιώσεις τρίτος. Ειδικότερα, ο μηνυτής ή εγκαλών που δεν παρέστη στη σχετική δίκη ως πολιτικώς ενάγων, δεν απέκτησε δηλαδή την ιδιότητα του διαδίκου στη ποινική διαδικασία, δικαιούται κατ άρθρο 486 1 περ. β ΚΠΔ να ασκήσει το ένδικο μέσο της έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης του πταισματοδικείου, του μονομελούς ή τριμελούς πλημμελειοδικείου και του τριμελούς εφετείου για πλημμέλημα (στις περιπτώσεις που δικάζει ως πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατά τα οριζόμενα στα άρθρα 111 7 και 116) εφόσον καταδικάστηκε υπέρ του αθωωθέντος κατηγορουμένου σε αποζημίωση ή έξοδα κατά το άρθρο 71 ΚΠΔ και μόνο για το κεφάλαιο αυτό 71. Δικαίωμα άσκησης ενδίκων μέσων χορηγείται και σε ένα ακόμα πρόσωπο το οποίο δεν μετέχει στην ποινική δίκη και αποκαλείται «τρίτος» 72. Ως τρίτος θεωρείται: Α) εκείνος που κατέθεσε την εγγύηση υπέρ του κατηγορουμένου στο πλαίσιο επιβολής κατ αυτού περιοριστικού όρου, ο οποίος έχει δικαίωμα να προσβάλλει με έφεση το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών που αποφαίνεται σχετικά με την τύχη της εγγύησης ( 302 3, 303 1,2 ΚΠΔ). Β) εκείνος του οποίου τις αξιώσεις σε σχέση με πράγματα ή πειστήρια που κατασχέθηκαν ή παραδόθηκαν έκρινε το δικαστικό συμβούλιο, ο οποίος δικαιούται σε άσκηση έφεσης και αναίρεσης 71 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 226-227, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 79. 72 Βλ. Ζαχαριάδη Α., ό.π., σελ. 227-230, Μαργαρίτη Λ., ό.π., σελ. 79.