Προτεινόμενες λύσεις Πανελλήνιες 2017 ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΥ 9/6/2017 Διδαγμένο κείμενο Πλάτωνος Πρωταγόρας 322d 323c Α1. Μετάφραση Στις άλλες δηλαδή ικανότητες, όπως λες εσύ, αν κάποιος ισχυρίζεται ότι είναι ικανός αυλητής ή (ικανός) σε οποιαδήποτε άλλη τέχνη, στην οποία όμως δεν είναι, τον περιγελούν ή θυμώνουν μαζί του, και οι συγγενείς του τον πλησιάζουν (πλησιάζοντάς τον) και τον συμβουλεύουν σαν να είναι τρελός στη δικαιοσύνη όμως και στις άλλες πολιτικές αρετές, κι αν ακόμη ξέρουν για κάποιον ότι είναι άδικος, αν αυτός ο ίδιος λέει την αλήθεια εναντίον του εαυτού του μπροστά σε πολλούς άλλους, εκείνο το οποίο θεωρούσαν στην πρώτη περίπτωση (:στις άλλες ικανότητες) πως είναι σωφροσύνη, να λέει δηλαδή κάποιος την αλήθεια, στη δεύτερη περίπτωση (:στη δικαιοσύνη και στις άλλες πολιτικές αρετές) το θεωρούν τρέλα και ισχυρίζονται ότι πρέπει όλοι να λένε ότι είναι δίκαιοι, είτε είναι είτε όχι, ειδεμή λένε ότι είναι τρελός αυτός που δεν προσποιείται ότι είναι δίκαιος γιατί είναι ανάγκη ο καθένας να συμμετέχει σ αυτήν οπωσδήποτε ή, αλλιώς, να μην έχει θέση ανάμεσα στους ανθρώπους. Β1. Αποδεικτέα θέση: «Ἵνα δὲ μὴ οἴῃ ἀπατᾶσθαι ὡς τῷ ὄντι ἡγοῦνται πάντες ἄνθρωποι πάντα ἄνδρα μετέχειν δικαιοσύνης τε καὶ τῆς ἄλλης πολιτικῆς ἀρετῆς, τόδε αὖ λαβὲ τεκμήριον.» Ο Πρωταγόρας για να αποδείξει τη θέση του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής προβαίνει στη συγκριτική εξέταση δύο παραδειγμάτων από την αθηναϊκή κοινωνία. Το πρώτο αναφέρεται στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στους ειδικούς σε έναν τεχνικό τομέα, εδώ σε έναν αυλητή, και το δεύτερο στη στάση της κοινής γνώμης απέναντι στον πολίτη και στη σχέση του με τη δικαιοσύνη. Η διαφορετική στάση της κοινής γνώμης στη μια και στην Σελίδα 1 / 6
άλλη περίπτωση είναι για τον Πρωταγόρα επαρκής λόγος για να πείσει τον Σωκράτη και το ακροατήριό του για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής. Τα παραδείγματα που τεκμηριώνουν την αποδεικτέα θέση: 1ο παράδειγμα: «Ἐν γὰρ ταῖς ἄλλαις ἀρεταῖς, ὥσπερ σὺ λέγεις, ἐάν τις φῇ ἀγαθὸς αὐλητὴς εἶναι, ἢ ἄλλην ἡντινοῦν τέχνην ἣν μή ἐστιν, ἢ καταγελῶσιν ἢ χαλεπαίνουσιν, καὶ οἱ οἰκεῖοι προσιόντες νουθετοῦσιν ὡς μαινόμενον» Η αρετή, εδώ, δεν έχει ηθικό περιεχόμενο, αλλά αποδίδει την ικανότητα και τις γνώσεις σε έναν ειδικό τομέα. Η κοινή γνώμη των Αθηναίων, απορρίπτει αυστηρά όποιον ισχυρίζεται ότι έχει ειδικές γνώσεις, ενώ δεν έχει, δηλαδή όποιον δεν διαθέτει τη στοιχειώδη αυτογνωσία για το τι γνωρίζει και τι είναι. Όσον αφορά, λοιπόν, την ικανότητα ή τις γνώσεις σε κάποια τέχνη, επαινείται το να λέει κανείς την αλήθεια. Διαφορετικά, καταδικάζεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης. 2ο παράδειγμα: «ἐν δὲ δικαιοσύνῃ καὶ ἐν τῇ ἄλλῃ πολιτικῇ ἀρετῇ, ἐάν τινα καὶ εἰδῶσιν ὅτι ἄδικός ἐστιν, ἐὰν οὗτος αὐτὸς καθ αὑτοῦ τἀληθῆ λέγῃ ἐναντίον πολλῶν, ὃ ἐκεῖ σωφροσύνην ἡγοῦντο εἶναι, τἀληθῆ λέγειν, ἐνταῦθα μανίαν» Αντίθετα, όσον αφορά τη δικαιοσύνη (και την πολιτική αρετή γενικότερα), θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Όποιος αποκλίνει από τη στάση αυτή, δεν μπορεί να γίνεται αποδεκτός ως μέλος της κοινωνίας. Φαίνεται εδραιωμένη η αντίληψη ότι η κοινωνική συνύπαρξη των ανθρώπων δεν συμφωνεί με την αδικία, η οποία απειλεί με διάσπαση τη συνοχή της κοινωνίας, και ότι δεν υπάρχει άνθρωπος που τουλάχιστον δεν καταφάσκει στη δικαιοσύνη. Η άποψη του Πρωταγόρα για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής συμπληρώνεται και στηρίζεται από δύο ακόμη αιτιολογήσεις, που αποδίδονται ως σχόλια της κοινής γνώμης: α) «καί φασιν πάντας δεῖν φάναι εἶναι δικαίους»: όλοι πρέπει να λένε ότι κατέχουν την πολιτική αρετή, Σελίδα 2 / 6
β) «ὡς ἀναγκαῖον οὐδένα ὅντιν οὐχὶ ἁμῶς γέ πως μετέχειν αὐτῆς, ἢ μὴ εἶναι ἐν ἀνθρώποις.»: Είναι ανάγκη όλοι οι άνθρωποι να έχουν μερίδιο στην πολιτική αρετή και να συμμετέχουν στη δικαιοσύνη, ή έστω να αποδέχονται καταρχήν το δίκαιο, για να μπορούν να υπάρξουν κοινωνίες. Β2. Ο Πρωταγόρας προσπαθεί να θεμελιώσει τη θέση του ότι όλοι οι άνθρωποι συμμετέχουν στη δικαιοσύνη και σε κάθε άλλη πολιτική αρετή και προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία. Συγκεκριμένα: στις άλλες τέχνες όλοι περιγελούν κάποιον, ο οποίος ισχυρίζεται ότι γνωρίζει μια τέχνη, ενώ στην πραγματικότητα δεν τη γνωρίζει. Αντίθετα, στη δικαιοσύνη και στην πολιτική αρετή θεωρείται σωστό το να λένε όλοι ότι είναι δίκαιοι, ακόμα κι αν δεν είναι. Η κοινή γνώμη αποδέχεται ότι ο καθένας είτε είναι δίκαιος είτε όχι πρέπει να υποστηρίζει ότι είναι ή να φαίνεται δίκαιος. Ειδικότερα, το σκεπτικό του Πρωταγόρα μπορεί να ερμηνευθεί και ως εξής: α) ακόμα κι ένας άδικος είναι σε θέση να διακρίνει τη δίκαιη από την άδικη πράξη. Αυτό σημαίνει ότι έχει μέσα του κάποια στοιχεία δικαιοσύνης, που όμως δεν έχουν καλλιεργηθεί επαρκώς, ώστε να τον αποτρέψουν από τη διάπραξη της αδικίας. Άρα, δεν θα πει αλήθεια, αν ισχυριστεί ότι είναι άδικος. β) το να ομολογεί κάποιος δημόσια την αλήθεια, ότι δηλαδή είναι άδικος, θεωρείται παραφροσύνη, διότι: o θα υποστεί ποινές, o θα αμαυρωθεί η δημόσια εικόνα του. Κανένας λογικός άνθρωπος δεν θέλει να του συμβεί κάτι τέτοιο. Ο Πρωταγόρας φαίνεται να διεισδύει στη νοοτροπία των ανθρώπων και να παρατηρεί ότι δεν τους ενδιαφέρει το τι πρέπει ή είναι σωστό να κάνουν, αλλά το τι τους συμφέρει να κάνουν. Προκειμένου, λοιπό, να τεκμηριώσει τη θέση του ότι όλοι συμμετέχουν στην πολιτική αρετή ο Πρωταγόρας στηρίζεται στη συμβατική αντίληψη της αθηναϊκής κοινωνίας ότι δεν μπορεί να υπάρχει άνθρωπος (ούτε κοινωνία) χωρίς στοιχειώδη αίσθηση δικαιοσύνης, γι αυτό και δεν ανέχονται οι Αθηναίοι κανέναν να ομολογεί ότι είναι άδικος, ότι δηλαδή αρνείται τη δυνατότητα, το δικαίωμα και την υποχρέωση να είναι δίκαιος. Σελίδα 3 / 6
Β3. Ο Πρωταγόρας και ο Σωκράτης ξεκινούν από μια κοινή βάση, για να αποδείξουν ο καθένας κάτι διαφορετικό. Πιο συγκεκριμένα, προκειμένου να αποδείξουν από τη μια ο Σωκράτης ότι η πολιτική αρετή ΔΕΝ διδάσκεται, ενώ ο Πρωταγόρας ότι διδάσκεται βασίζονται και οι δύο στη στάση των Αθηναίων στον δημόσιο βίο τους στην αρχαία Ελλάδα. Ο Σωκράτης, αρχικά, παρατηρώντας τη στάση των Αθηναίων στην εκκλησία του δήμου παρατηρεί ότι όταν πρόκειται να συζητήσουν θέματα που οπωσδήποτε απαιτούν ειδικές γνώσεις δέχονται δημόσια τις συμβουλές μόνο των ειδικών. Αντίθετα, όταν πρόκειται να συζητήσουν θέματα που αφορούν τη διακυβέρνηση της πόλης, τότε ο καθένας άσχετα με το επάγγελμά του, την καταγωγή ή τον πλούτο του διατυπώνει τη γνώμη του γι αυτά, χωρίς προηγουμένως να του έχει γίνει διδασκαλία. Από τη στάση τους λοιπόν μπορεί να συναγάγει κανείς, με βάση τα λεγόμενα του Σωκράτη, ότι η πολιτική τέχνη δεν μπορεί να διδαχθεί όπως οι άλλες ειδικές γνώσεις και γι αυτό οι Αθηναίοι επιτρέπουν σε όλους να διατυπώνουν την άποψή τους για πολιτικά ζητήματα («Άρα, είναι προφανές πως δεν θεωρούν ότι το πράγμα αυτό είναι κάτι που διδάσκεται»). Από την άλλη μεριά ο Πρωταγόρας ερμηνεύει την ίδια ακριβώς στάση οδηγούμενος στο αντίθετο συμπέρασμα. Πιο συγκεκριμένα, δικαιώνει τους Αθηναίους για τη στάση τους στην εκκλησία του δήμου έτσι ανατρέπει, όπως πιστεύει, την επιχειρηματολογία του Σωκράτη. Οι Αθηναίοι, λέει, για πολιτικά ζητήματα είναι πρόθυμοι να ακούν τις γνώμες κάθε πολίτη, γιατί στην πολιτική αρετή μετέχουν όλοι οι πολίτες που μετέχουν στην πολιτική κοινότητα. Οι ρίζες της πολιτικής αρετής είναι η ηθική συστολή (αιδώς) και η δικαιοσύνη (δίκη). Και οι δύο αυτές αρετές δωρίστηκαν σε όλους τους ανθρώπους από τον Δία κι αποτελούν τη βάση της πολιτικής ζωής και της πολιτικής αρετής. Κάθε πολίτης θεωρείται, σύμφωνα με τη δημοκρατική αντίληψη, κάτοχος της πολιτικής αρετής, κι έτσι έχει το δικαίωμα να εκφράσει τη γνώμη του πάνω στα πολιτικά ζητήματα. Ο Πρωταγόρας βλέπουμε ότι υιοθετεί μια δημοκρατική για την πολιτική αρετή αντίληψη, που δέχεται ότι όλοι οι πολίτες έχουν στην ψυχή τους τα συναισθήματα της ηθικής συστολής και της δικαιοσύνης, τα οποία αποτελούν το θεμέλιο της πολιτικής ζωής, και αυτό δικαιολογεί, κατά τον Πρωταγόρα, τη συμπεριφορά των Αθηναίων πολιτών στην εκκλησία του δήμου. Στο σημείο αυτό διαφαίνεται και η κοινωνική ηθική της αθηναϊκής κοινωνίας που απαιτούσε κάθε πολίτης να έχει πολιτική και κοινωνική συνείδηση που στοιχειωδώς εκδηλώνεται με κατάφαση του δικαίου. Αυτό αναγκαστικά οδηγούσε στο να υποστηρίζει Σελίδα 4 / 6
κανείς, έστω με τα λόγια, ότι ήταν δίκαιος, γιατί διαφορετικά θα θεωρούνταν απειλή για τη συνοχή της κοινωνίας. Συνεπώς, ο Πρωταγόρας προβάλλει ως «τεκμήριον» για την καθολικότητα της πολιτικής αρετής το συμβατικό αίσθημα δικαίου που χαρακτηρίζει την αθηναϊκή κοινωνία. Β4. α. ΣΩΣΤΟ β. ΛΑΘΟΣ γ. ΣΩΣΤΟ δ. ΣΩΣΤΟ ε. ΛΑΘΟΣ Β5. ἲωσιν: εισιτήριο δεῖ: ένδεια ἀνέχονται: έξη εἰδῶσιν: συνείδηση Β6. ἀρετῆς: Η έννοια της αρετής αποτελεί θεμελιώδη λίθο της αριστοτελικής ηθικής φιλοσοφίας. λόγος: Ο λόγος, για τον οποίο σου ζητώ να με βοηθήσεις, είναι γιατί πραγματικά βρίσκομαι σε πολύ δυσχερή θέση. δημιουργικῆς: Η δημιουργική γραφή στο μάθημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας καλλιεργεί τη φαντασία των μαθητών. Αδίδακτο κείμενο Γ1. Μετάφραση Γιατί όταν ο λόγος στερηθεί και το κύρος του ρήτορα και τη φωνή του και τις μεταπτώσεις/ ανατροπές που συμβαίνουν στους ρητορικούς λόγους, όταν, επιπλέον, χάσει την επικαιρότητα και το ενδιαφέρον για την υλοποίησή του και όταν δεν υπάρχει τίποτα που μαζί να τον ενισχύει και να πείθει/ να εξασφαλίζει δύναμη πειστική αλλά γίνει έρημος και γυμνός από όλα όσα έχουν προαναφερθεί, τον διαβάζει επίσης κάποιος χωρίς πειστικότητα και χωρίς χαρακτήρα αλλά σα να κάνει απαρίθμηση, εύλογα, νομίζω, φαίνεται ότι είναι ασήμαντος σε όσους τον ακούν. Αυτά βέβαια και θα μπορούσαν να βλάψουν Σελίδα 5 / 6
πάρα πολύ τον λόγο που παρουσιάζεται τώρα και να τον κάνουν να φαίνεται πιο ασήμαντος. Γ2. α. ἀναγιγνώσκη: ἀνάγνωθι ἀπαριθμῶν: ἀπαριθμοῖεν τοῖς ἀκούουσιν: ἀκούσεσθαι μάλιστ': μάλα φαίνεσθαι: φανῆτε Γ2. β. τοῦ μέν προειρημένου ἅπαντος ἔρημοι γένωνται Γ3.α. τῶν μεταβολῶν: αντικείμενο στο «ἀποστερηθῇ» τῶν προειρημένων: επιθετική μετοχή ως γενική αντικειμενική στο «ἔρημος» και «γυμνός» εἰκότως: επιρρηματικός προσδιορισμός του τρόπου στο «δοκεῖ» τοῖς ἀκούουσιν: επιθετική μετοχή ως δοτική προσωπική του κρίνοντος προσώπου στο «δοκεῖ» Γ3.β. Είδος: Κύρια πρόταση κρίσης καταφατική, καθώς η αναφορική αντωνυμία βρίσκεται μετά από τελεία και δεν υπάρχει άλλη κύρια στην περίοδο στην οποία ανήκει. ἅπερ: υποκείμενο στο «ἄν βλάψειε» και στο «ποιήσειεν» (αττική σύνταξη) τόν ἐπιδεικνύμενον: επιθετική μετοχή ως αντικείμενο στο «ἄν βλάψειε» φαυλότερον: κατηγορούμενο στο «τόν ἐπιδεικνύμενον» μέσω του συνδετικού ρηματικού τύπου «φαίνεσθαι» φαίνεσθαι: τελικό απαρέμφατο του σκοπού- αποτελέσματος στο ποιήσειεν/ αντικείμενο στο «ποιήσειεν», τελικό απαρέμφατο. επιμέλεια// Γιάννηλερ Κατερίνα Τσιότσιου Όλγα Σελίδα 6 / 6