μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς



Σχετικά έγγραφα
μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

Π ( ):Layout 1 4/3/ :38 μ Page 192. πλέσους 192

1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Καλλιεργώντας τη γη. νιν ή ινίν σκάλα του αμπελιου

ΛΙΟΝΤΑΡΙ. O βασιλιάς των ζώων. Η οικογένεια των λιονταριών. Λιοντάρια

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

Γράφουν τα παιδιά της Β 1 Δημοτικό Σχολείο Αγίου Δημητρίου

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ 12. Οιδίποδας Επτά επί Θήβας

Περιεχόμενα. Εφτά ξύλινα αλογάκια κι ένα αληθινό Αν έχεις τύχη Η μεγάλη καφετιά αρκούδα κι εμείς... 37

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Η πριγκίπισσα με τη χαρτοσακούλα

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Αυτήν εκεί την κοπελιά την ξέρεις; Πού είναι τα παιδιά; Γιατί δεν είναι μέσα στις τάξεις τους;


ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ 1 ΠΟΙΗΜΑ από κάθε συλλογή του Η ΛΗΣΜΟΝΗΜΕΝΗ (1945)

Μύθοι του Αισώπου σε μορφή κόμικς. Εργασία από τα παιδιά της Ε τάξης

Εικόνες: Eύα Καραντινού

ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΩΝ ΜΑΘΗΤΩΝ ΤΗΣ Ε ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ (Ε1) ΣΤΗΝ ΕΥΕΛΙΚΤΗ ΖΩΝΗ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 2 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Επίσκεψη στο Μουσείο Λαϊκής Τέχνης

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Τι όμορφη μέρα ξημέρωσε και σήμερα. Ως συνήθως εγώ ξύπνησα πιο νωρίς από όλους και πήγα δίπλα στην κυρία Σταυρούλα που κοιμόταν. Την ακούμπησα ελαφρά

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Φερφελή Ιωάννα του Ευαγγέλου, 9 ετών

ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Ανάποδο προφιτερόλ, από τον Ακη και το akispetretzikis.com!

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Ο γιος του ψαρά. κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώστου κλότσο να γυρίσει παραμύθι ν' αρχινήσει...

Λιναρδάτου Θεοδώρα Μαρίνα του Γεράσιμου, 7 ετών

Φρόντισε το σημείο που θα ανάψεις φωτιά να μην είναι κοντά σε: θάμνους η κάτω από δέντρα.

Εικόνες: Δήμητρα Ψυχογυιού. Μετάφραση από το πρωτότυπο Μάνος Κοντολέων Κώστια Κοντολέων

Λιουλης Χρήστος του Μελετίου, 8 ετών

Υλικά για την ζύμη. 230 γρ. αλεύρι για πίτες. ½ κ.γ αλάτι. ½ κ.γ ζάχαρη. 30 γρ. βούτυρο σε κύβους. 30 γρ. ηλιέλαιο. 110 γρ. περίπου χλιαρό νερό

Μαματσή Μερόπη του Μιχαήλ, 9 ετών

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Τ Ο Υ Κ Ω Ν Σ Τ Α Ν Τ Ι Ν Ο Υ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ ΜΕ ΣΧΕΔΙΑ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ ΔΟΥΚΑ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΕΘΙΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΩΝ. Αλεξανδρος Δημήτρης

ΘΕΑΤΡΙΚΟ:ΤΟ ΚΟΥΡΔΙΣΤΟ ΑΥΓΟ

«Η νίκη... πλησιάζει»

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Σακελλάρη Πελαγία του Εμμανουήλ, 12 ετών

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΖΑΧΡΑ ΙΜΠΡΑΧΗΜ ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΖΑΣ

ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΟΥΝ ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΓΥΜΝΑΖΕΤΑΙ (Κωµικό σκετς)

17.Β. ΜΙΚΡΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΜΕ ΤΟΝ ΤΟΤΟ 4 - ΧΑΤΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΜΑΡΙΑ

Δασκαλάκης Αντώνης του Ιωάννη, 8 ετών

Διατροφικές συνήθειες στον αρχαίο πολιτισμό της Ελλάδας

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

Σταμελάκη Φωτεινή του Δημητρίου, 9 ετών

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Τοποθεσία: Σπίτι του κυρίου Μάριου

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Παναγιώτης Σκάρπας του Νικολάου, 13 ετών

Ιερά Μητρόπολις Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως Ευλογηµένο Καταφύγιο Άξιον Εστί Κατασκήνωση Αγοριών ηµοτικού

Τσιαφούλης Λεωνίδας του Αριστείδη, 10 ετών

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

Ζούσε στην άκρη ενός χωριού που το έλεγαν Κεφαλοχώρι. Το Κεφαλοχώρι βρισκόταν στην κορυφή ενός βουνού και είχε λογής λογής κατοίκους.

ΣΕΡΒΙΣ ΒΑΤΣΑΚΛΗΣ ΧΡΗΣΤΟΣ

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

Σταυροπούλου Φωτεινή του Θεοδώρου, 12 ετών

Σταμελάκη Αντωνία του Δημητρίου, 8 ετών

Γράφει η Ευρυδίκη Αμανατίδου

«Το δαμαλάκι με τα χρυσά πόδια»

Παραγωγή γραπτού λόγου

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

Κεσίσογλου Παρθενία Θεοφανία του Ιορδάνη, 10 ετών

Δεν είναι λοιπόν μόνο οι γυναίκες που έχουν αυτήν την ανάγκη, αλλά κι οι άντρες επίσης, όσο σκληροί κι αν το παίζουν.

Οι αριθμοί σελίδων με έντονη γραφή δείχνουν τα κύρια κεφάλαια που σχετίζονται με το θέμα. ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΜΑΘΗΜΑ

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

Η πορεία προς την Ανάσταση...

Μουτσάκης Κωνσταντίνος του Γεωργίου, 8 ετών

ΑΛΕΞΑΝΤΕΡ ΠΟΟΥΠ ΩΔΗ ΣΤΗΝ ΜΟΝΑΞΙΑ

ΜΑΘΗΤΕΣ Δ1 7 ου Δ.Σ. ΛΑΜΙΑΣ

Ένα παραμύθι φτιαγμένο από τα παιδιά της Δ, Ε και Στ τάξης του Ζ Δημοτικού Σχολείου Πάφου κατά τη διάρκεια της συνάντησής τους με τη συγγραφέα Αμαλία

Θεατρικό παιχνίδι «Η άνοιξη στον κήπο μας»

Ήθη και έθιμα του Πάσχα σε όλη την Ελλάδα

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

Transcript:

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 168 Ξ ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς του σπίτ!» μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξάκριγια επίρ. < ξ(ε) + άκριγια < μσν. άκρια < άκρη ξαγηρ κό (το) (επίθ.) < ξ(ε) < άκρη-άκρη, ξώπετσα, επιφανειακά: αγέρ-ας + -ικό «τ ν έφαγη (τη σφαίρα) ξάκριγια τσι μέρος που το «πιάνει» ο αέρας, που αερίζεται καλά: «εμ τι ξαγηρ κό, που είνι του σπίτ σας!» ξαδειάζου ρ. < ξ (ε) + αδειάζω όντας αποσχολημένος με πολλή δουλειά, βρίσκω κάποιον ελεύθερο χρόνο, ευκαιρώ: «- άμα ξαδειάγ ς, πέραση απού του σπίτ, που ση θέλου - ε ξαδειάζου να κατουρήσου» ξαίνου ρ. < αρχ. ξαίνω αραιώνω τις τρίχες του μαλλιού, το λαναρίζω, το χτενίζω Το μαλλί των προβάτων, αφού πρώτα το έπλεναν καλά, το έξαιναν με τα λανάρια (βλ. λ.), για να αφαιρέσουν τις όποιες ξένες ύλες υπήρχαν σ αυτό και να το κάνουν αφράτο και απαλό, κατάλληλο για γνέσιμο φρ.: «θα ση ξάνου τρίχα-τρίχα του γλίτουση» ξαμουλέρνου ρ. (αόρ. ξαμόλαρα) < ξ(ε) + αμουλέρνου < αμολέρνω < βεν. molar ή < ιταλ. mollare ή ammollare αφήνω ελεύθερο, εξαποστέλλω, ξεφορτώνομαι, εξορίζω: «θα πάρου του σ τσύλου στου β νό, να τουν ξαμουλάρου» ξανατσύλ μα (το) < ξανακυλ-ώ + -ημα υποτροπή αρρώστιας μτφ.: άνθρωπος φορτικός, πολύ ενοχλητικός, ανυπόφορος: «αυτός είνι αρρουστιά τσι ξανατσύλ μα» ξανατσ λώ ρ. < ξανα + κυλώ υποτροπιάζει η αρρώστια μου: «πάνου που αν ξη τα μάτια τ, ξανατσύλ ση» ξανοίγου ρ. < μσν. ξανοίγω < αρχ. ἐξανοίγω

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 169 169 ξηβγάζω ξεχερσώνω, μετατρέπω άγονη έκταση σε καλλιεργήσιμη, βγάζοντας από αυτήν άγριους θάμνους και βράχια, ξεχερσώνω (γ προσ.) ξανοίγ, ξάν ξη: σταμάτησε η βροχή, αραιώνουν τα σύννεφα: «ξάν ξη τσι θα μπουρέσου να πάγου στη δ λειά» ξάν μα (το) < ξάνοιγμα < ξανοίγω η εργασία του ξεχερσώματος η έκταση που έχουμε ξεχερσώσει μέρος με ανοιχτό ορίζοντα, ξέφωτο τοπωνύμιο δυτικά του χωριού (Βασιλικά) ξαπλανταρώνου ρ. < ξαπλάρ-ω (-ντα- για επίταση) < μσν. εξαπλώ ξαπλώνω και πιάνω ολόκληρο τον χώρο με ανοιχτά χέρια και πόδια, ξαπλώνω ανέμελα: «πήγη τσι ξηπλαντάρουση τσι ε τουν καίγητι καρφί» μτχ. παθ. πρκμ. ξηπλανταρουμένους: «τσείτι (κείτεται) ξηπλανταρουμένους κάτου απ τη σ τσιά (συκιά)» σωριάζομαι στο έδαφος: «μόλις έφαγη μια γρουθιά, ξηπλαντάρουση» ξαρρουστ κά (τα) < ξ(ε) αρρωστ-ώ (βλ. λ.) + -ικά δώρα που πήγαιναν στον άρρωστο (γλυκά, παξιμάδια, χυμούς) για να του ευχηθούν καλή ανάρρωση ξαρρουστώ ρ. < ξ(ε) + αρρωστώ αναρρώνω, είμαι σε ανάρρωση: «τουν έπιαση γρίπ τσι έκανη ένα μήνα να ξαρρουστήσ» ξαρχαίνου ρ. (αμετ.) (πιθ.ξ(ε) + αχνίζω αποβάλλω αχνούς (υδρατμούς) και θερμοκρασία, κρυώνω: «άση του φαγί να ξηρχάν!» (να φύγουν οι αχνοί, να κρυώσει) ξάφ (το) < χ(ρυ)σάφι < χρυσάφι χρυσάφι ξέκουμμα (το) < ξεκόβ-ω + κατάλ. -μα άτομο που έχει απομακρυνθεί από την εθνική ή κοινωνική του ομάδα και έχει προσκολληθεί σε άλλη περιφρονητική έκφραση για άτομο από ξένο τόπο: «ήρταν τα ξηκόμματα τσι γίναν αθρώπ!» ξη πρόθ. < ξε < αρχ. εκ (εξ) πρόθεση που σημαίνει: βγάλσιμο έξω (ξηδουντιάζου) ακύρωση προηγούμενης ενέργειας ή αποτελέσματος προηγούμενης ενέργειας (παγώνου - ξηπαγώνου - ξηπάγωμα), επίταση (κουφαίνου - ξηκουφαίνου) κ.ά. πολλά ξηβγάζω ρ. < ξε + βγάζω συνοδεύω κάποιον που φεύγει ως την Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 170 Ξ αντιλαμβάνομαι: «τι ξηδιάληξης απ αυτά π άκ σης;» ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι: «τι ξηδιάληξης που πήγης τσι του πρόκανης;» ξηδιαντρέπουμι ρ. < ξε + δια + ντρέπομαι παύω να ντρέπομαι κάποιον, ξεπληρώνοντας κάποια υποχρέωση που του είχα: «πήγα τσι τουν μάζηψα πέντη μέρης ηλιές τσι τουν ξηδιαντράπ κα, που πήγη τ μάννα μ στου νουσουκουμείου» ξηδιάντρουπους -η -ου < μσν. ξεδιάντροπος < ξ(ε) + αδιάντροπος αυτός που έχει αποβάλει εντελώς το αίσθημα της ντροπής, αδιάντροπος, ξετσίπωτος ξηκατνιάζουμι ρ. (αόρ. ξηκατνιάστ κα) < ξε + κατίν-α (ράχη ) + -ιάζομαι «μου βγαίνει» η κατίνα από τη μεγάλη προσπάθεια ή από το σήκωμα μεγάλου φορτίου, κουράζομαι υπερβολικά: «ξηκατνιάστ κα σήμηρα να σ κώνου ούλ τ μέρα δίχτυα απ τ ς ηλιές» ξηκατουριέμι ρ. < ξε + κατουριέμαι < αρχ. κατουρῶ έχω μεγάλη ανάγκη να ουρήσω, βιάζομαι να ουρήσω μτχ. παθ. πρκμ. ξηκατουρμένους: μτφ. ο πολύ βιαξηβράκουτους 170 πόρτα, ξεπροβοδίζω (ξέβγαλ -μα) μτφ.: στέλνω στον άλλο κόσμο: «τουν ξέβγαλη του Μαρίγ τουν Δημητρό» ξεπλένω: «θα ξηβγάλου τα ρούχα τσι θα τ απλώσου» ξηβράκουτους -η -ου < ξε-βρακώ -(νω) + -τος αυτός που δεν έχει βρακί να φορέσει, ο πάμφτωχος ξεβράκωτη (γυναίκα χωρίς προίκα): «ποιος θα τ πάρ έφτην τ ξηβράκουτ!» ξηγανιάζου ρ. < ξε + γάν-α (βλ. λ.) + -ιάζω μου φεύγει η γάνα που είχα: «ήπια κουμμάτ νηρο τσι ξηγάνιασα» μτφ.: ικανοποιούμαι μερικώς για κάτι που επιθυμούσα πολύ: «τα είπα τσι ξηγάνιασα», «χόρηψα κουμμάτ τσι ξηγάνιασα» ξηγουνιαδιάζου ρ. < ξε - γωνιάδ-(ι) + -ιάζω αφαιρώ από το καρβέλι γύρω-γύρω το ξεροψημένο μέρος (τις γωνίες): «η Γιώρ ς ξηγουνιαδιάση ούλου του ψουμί τσι αφήτση μόνου ς ψίχης» ξηδιαλέγου ρ. < μσν. ξεδιαλέγω < ξε + διαλέγω κάνω διαλογή, ξεχωρίζω από τα πολλά: «έχου να ξηδιαλέξου απ τα σύκα τα ψτάλια» καταλαβαίνω,

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 171 171 ξημπατ κώνου στικός: «ήρτη σα τουν ξηκατουρμένου!», «σα ξηκατουρμένους κάν!» ξηκουλιάζουμι ρ. < ξε + κώλ-ος + -ιάζομαι «μου βγαίνει ο κώλος» από τη μεγάλη κούραση, ξεθεώνομαι: «ξηκουλιάστ κα ίσιαμι να καθαρίσου του σπίτ» ξηλ μανίζου ρ. < ξε + λιμάν-ι + -ίζω βγαίνω έξω από το λιμάνι, ταξιδεύω, πηγαίνω σε άλλα μέρη μτφ.: ψυχαγωγούμαι, ξεσκάω, βγαίνω έξω από το σπίτι «να πάρω τον αέρα μου», ύστερα από μεγάλο διάστημα που έμενα κλεισμένος: «μη κάθησι μέσα τσι σκας! έβγα όξου να ξηλ μανίγ ς κουμμάτ!» ξηλουγιάζου -ουμι ρ. < μσν. ξελογιάζω < ξε + λόγ-ος + -ιάζω 1. τρομάζω, πανικοβάλλω, τρέπω σε φυγή: «έβγα τσι ξηλόγιαση τ ς όρθης», «ξηλουγιαστήκαν τα πρόβατα απ τ τφητσιά (τουφεκιά)» 2. ξεγελώ, εξαπατώ, αποπλανώ: «μη του πε, πε, πε, τ ξηλόγιαση τ κουπηλούδα» ξηλουρίζου ρ. < ξε + λουρ-ίδα + -ίζω αποσπώ βίαια λουρίδες, ξεσχίζω, κομματιάζω: «θα του πιάσου του π κάμ σου σ να του ξηλουρίσου» ξηλουχίζου ρ. (και ξηλουχώ, αμετ.) < ξε (εκ) + λόχ-η (φλόγα) + -ίζω βγάζω, πετώ φλόγες: «μη ρίχν ς άλλα ξύλα! ξηλόχ ση η φουτιά!» ξηματίζου ρ. (και ξηματώ) < μσν. εξομματίζω κόβω, βγάζω το μάτι (αφαιρώ από τα κουκιά το επάνω μαύρο μέρος του φλοιού (μάτι), για να βράσουν ευκολότερα και καλύτερα): «ήταν μια γριγιά τσι ξημάτ ζη κ τσιά» ξημαυλίζου ρ. < ξε (εκ) + μαυλίζω εκμαυλίζω, παρασύρω σε κακές συνήθειες, ξελογιάζω: «ήταν άμαθου του κουπηλούδ τσι του ξημαύλ ση» ξημηρδίζου ρ. ξε + μερίδ-α + -ίζω αποσπώ βίαια κομμάτια, ξεκολλώ μέρη, ξεσκίζω, κομματιάζω: «θα νέρτου τσι θα ση ξημηρδίσου!» ξημουραίνου -ουμι ρ. < μσν. εκμωραίνω κάνω κάποιον να συμπεριφέρεται σαν μωρός: «η Θιος τουν ξημώρανη!», «ξημουράθ τση γέρους άθρηπους τσι θέλ παντριγιά!» ξημπατ κώνου ρ. < ξε + μπατ κώνου (βλ. λ.) βγάζω ή βοηθώ κάποιον να βγει από τη λάσπη, μέσα στην οποία έχει κολλήσει, ξελασπώνω: «έλα βάλη Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 172 Ξ ξημπρουστιάζου 172 ένα χέρ να ξημπατ κώσουμε τ αυτουκίνητου» μτφ. (αμετ.): ξεχρεώνω, βγαίνω από τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, που βρισκόμουν: «πούλ σα κουμμάτ λάδ τσι ξημπάτ κουσα» ξημπρουστιάζου ρ. < ξε + μπροστ-ά + -ιάζω ξεσκεπάζω, με κατ αντιπαράσταση εξέταση μπροστά σε τρίτους, τα σφάλματα ή τους ψευδείς ισχυρισμούς κάποιου ξημπρόστιασμα (το) < ξημπρουστιάζου (βλ. λ.) το ξεσκέπασμα μπροστά σε τρίτους του σφάλματος ή του ψέματος κάποιου:«ε μ αρέσιν μένα τα ξημπρουστιάσματα» ξην σκουμένους -η -ο < ξε + νηστικ-ός + -ωμένος μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. *ξενηστικώνομαι πολύ πεινασμένος, θεονήστικος, ξελιγωμένος: «τρώγ σαν ξην σκουμένους» μτφ.: πλεονέχτης, λαίμαργος, αχόρταγος: «μάξηψη τόσου μαξούλ τσι δε χουρταίν η ξην σκουμένους» ξηνουγηννώ ρ. ξένος + γεννώ (για όρνιθες) γεννώ σε ξένη φωλιά και όχι στη δική μου: «τ μαύρ τ ν όρθα θα τ σφάξου, γιατί ούλου ξηνουγηννά» μτφ. (για άνδρες): έχω εξωσυζυγικές σχέσεις: «η Γιώρ ς, δυο χρόνια παντρημένους, τσι ξηνουγηννά» ξηπαραδιάζου -ουμι ρ. < ξε + παράδ-ες + -ιάζω αφαιρώ από κάποιον όλα τα χρήματά του (τους παράδες του) μεσ.: χάνω ή ξοδεύω όλα μου τα χρήματα: «πάντρηψη τ κόρ υτ τσι ξηπαραδιάστ τση» ξηπαραλιώ ρ. < ξεπαραλώ < ξε + παρά + ηλώ (μτγν. ἐξηλῶ = βγάζω τους ήλους, τα καρφιά, ξεκαρφώνω) ξεφτίζω πλεκτό, ξηλώνω τις ραφές ρούχου μτφ. (αμετ.): φεύγω από τη ζωή, πεθαίνω: «έτοιμους είνι η Γιώρ ς να ξηπαραλήσ!» ξηπαρδαλώνου -ουμι < ξε + παρτάλ-ι < τουρκ. partal - (κουρέλι) + -ώνω κουρελιάζω, κομματιάζω: «ξηπαρδαλουθήκαν τα παπούτσια μ! Θέλιν σόλιασμα!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξηπαρδαλουμένους -η -ου: διαλυμένος, κουρελιασμένος: «η πόρτα είνι ξηπαρδαλουμέν» ξηπαρμένους -η -ο < μετοχή παθ. πρκμ. του αρχ. ρ. (ξε) ἐπαίρομαι (μτχ. ἐπηρμένος)

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 173 173 ξηρουβήχου υπερόπτης, αλαζόνας, καυχησιάρης: «κάτι (κάθεται) ένας ξηπαρμένους τσι καυτσιέτι πους μαζεύγ πηνήντα μόδια ηλιές» ξεμυαλισμένος: «ξηπαρμέν γ ναίκα» (γυναίκα, που έχουν πάρει τα μυαλά της αέρα, η ελαφρών ηθών): «αφήτση μια ξηπαρμέν τουν άντρα τ ς τσι τα μουρέλια τ ς τσι ακλούθ ση έναν αξ πόλ του» ξηπαστρεύγου ρ. < μσν. ξεπαστρεύω σκοτώνω, αφανίζω: «τ ς παραφ λάξαν τσι τ ς ξηπαστρέψαν έναν-έναν» ξεχερσώνω, από χέρσα γη ξεριζώνω τους άγριους θάμνους και την κάνω καλλιεργήσιμη: «ξηπάστρηψα ούλου του χουράφ» ξηπητσουριάζου ρ. < ξε + πητσούρ (βλ. λ.) + -ιάζω βγάζω από το ψωμί το «πετσούρι» (την κόρα) ξηπηταρούδ (το) < ξεπετ-ώ + υποκορ. επθμ. -αρούδι πουλάκι που αρχίζει να πετά και ν απομακρύνεται από τη φωλιά παιδάκι που μεγάλωσε πια αρκετά, προέφηβος ξηπητώ ρ. < ξε + πετώ πεταρίζω, φτερουγίζω: πρόληψη: όταν ξεπετά το μάτι σου, είναι σημάδι πως θα δεις, ύστερα από καιρό, κάποιο γνωστό σου πρόσωπο: «του μάτ υμ ξηπητά! άθρηπου θα δω!» μτφ.: λαχταρώ, έχω έντονη επιθυμία: «ξηπητά η καρδιά μ να πάγου στου χουριό» ξηπουρτίζου ρ. < ξε + πόρτ-α + -ίζω < μσν. εξωπορτίζω φεύγω κρυφά από το σπίτι για διασκέδαση ή παράνομες ερωτικές σχέσεις, εγκαταλείπω το σπίτι μτφ.: παίρνω τον κακό δρόμο: «απού μ κρή αρχίν ση να ξηπουρτίζ» ξηράδ (το) < ξηρ-ός + επθμ. -άδι οι ελιές που ξηραίνονται και πέφτουν από το δέντρο προτού ωριμάσουν: «αξ στιάτ κου ξηράδ» (αυγουστιάτικο ξεράδι) κομμάτι ξερό ψωμί, ξεροκόμματο: «ρίξη στου στσύλου ένα ξηράδ» μτφ.: χέρι ή πόδι: «κάτου τα ξηράδια σ!» ξηρουβήχου ρ. < μσν. ξεροβήχω < ξερο + βήχω προσποιούμαι πως βήχω, για ν αποφύγω απάντηση: «τουν ρώτ σα γιατί τουν έδιουξη απ τη δ λειά τσι τσείνους ξηρόβ ξη» προσποιούμαι πως βήχω από αμηχανία, μπροστά σε αδιέξοδο: πρβλ.: «απορία ψάλτου βηξ» βήχω για να κάνω φανε- Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 174 Ξ ξηρουλιθιά 174 ρή την παρουσία μου: «τουν είδα που έκληβγη τα λουλούδια τσι ξηρόβ ξα» ξηρουλιθιά (η) < μσν. ξηρόλιθ-ος + -ιά τρόπος χτισίματος πέτρας χωρίς συνδετικό υλικό (λάσπη, ασβέστη, τσιμέντο), αλλιώς ξηνουτρόχαλο. Με ξηρουλιθιά χτίζονται «σέτια» (βλ. λ.) και τοίχοι για περίφραξη χωραφιών ξησάζου ρ. ξε + αρχ. ἰσάζω ετοιμάζω, τακτοποιώ: «απαντέχου μ σαφιριά τσι ξησάζου του σπίτ» ξησιέρνου ρ. < ξε + σέρνω (τραβώ) τραβώ (δίνω έκταση σε) κάτι περισσότερο από όσο πρέπει: φρ. μτφ.: «μη του ξησιέρν ς του στσοινί» (μη παρατραβάς το σκοινί, μην οδηγείς την υπόθεση στα άκρα) ξησκαντάλα (η) < ξε + μτγν. σκάνδαλον (= ξύλινο εξάρτημα παγίδας) παγίδα για πιάσιμο πουλιών Λειτουργούσε κι έπιανε με θηλιά το πουλί από τα πόδια, όταν αυτό πατούσε σε μικρό ξυλάκι της ξεσκαντάλας (στο «σκάνδαλον»), το οποίο έπεφτε με το παραμικρό άγγισμα ή βάρος μτφ.: ό, τι είναι έτοιμο να καταρρεύσει, το ετοιμόρροπο: «ξησκαντάλα είνι η τοίχους! έτοιμους είνι ν αλέσ! (να γκρεμιστεί)» ξησκουλίζου ρ. < ξε-σκολ-ειό + -ίζω τελειώνω το σχολειό έχω αποκτήσει πείρα σε κάτι και δεν μπορεί να με ξεγελάσει κανένας: «έχου ξησκουλήσ, είμι ξησκουλ σμένους» ξητσίπουτους (ο) < ξετσιπώ-νομαι + -τος αυτός που δεν έχει «τσίπα», που έχει αποβάλει το αίσθημα της ντροπής, ο αδιάντροπος: «τι ν απαντέχ κανείς απού έναν ξητσίπουτου!» «ξητσίπουτ γ ναίκα»: γυναίκα ελευθερίων ηθών, πόρνη ξητσιώνουμι ρ. < (εξ) αιτιώνομαι < από το αρχ. ρ. αἰτιῶμαι (μέμφομαι, κατηγορώ) επιχαίρω για το κακό που βρήκε τον εχθρό μου: «η Γιώρ ς ξητσιώνητι που ψόφ ση του βόδ τ Δημητρού» ξηυτιλίζου: < μτγν. ἐξευτελίζω μειώνω ηθικά, θίγω, προσβάλλω, ταπεινώνω, ρεζιλεύω: «τουν έφτ ση μπρουστά στουν κόσμου τσι τουν ξηυτέλ ση» ξηφαν κός (ο) < ξε + φαν- (αόρ. φάν-ηκα του ρ. φαίνομαι, φαίνω = φέρνω στο φως, φωτίζω) + -ικός αυτός που φαίνεται καθαρά, που

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 175 175 ξ λώνου μπορείς να τον δεις ανεμπόδιστα, που τον λούζει το φως: «του σπίτ μας είνι πουλύ ξηφαν κό» (πρβλ. Ιλιάδα Π, στ. 299 «προβάλνουν τα ξέφαντα λιβάδια», μετ. Αλ. Πάλλη) ξηφτέρ (το) < ξεφτέρι < μσν. ξεφτέριν < λατιν. accipiter (κατά Μπαμπινιώτη από το μτγν. οξυπτέριον < υποκορ. του επίθ. οξύπτερος «αυτός που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά του»: γεράκι μτφ: πανέξυπνοςάνθρωπος, αυτός που τα έχει μάθει όλα: «γίν τση ξηφτέρ στου χουρό» ξηφτ λίζου ρ. < ξε + φιτίλ-ι + -ίζω 1.τραβώ (μεγαλώνω) το φιτίλι του καντηλιού: «ξηφτίλ ση του καντήλ!» (τράβα, μάκρυνε, το φιτίλι του κα-ντηλιού) 2. καθαρίζω, ξεβουλώνω με φιτίλι: «ξηφτίλ ση τ αφτιά σ, ν ακούς!» ξηφτούρα (η) < ξεφτούρα < μτγν. επιθ. οξύπτερος - οξυπτέρα (αυτή που πετά γρήγορα, που κινεί γρήγορα τα φτερά της, βλ. λ. ξηφτέρ ) η όρνιθα πετά πάνω από τον φράχτη και το σκάει από το κοτέτσι μτφ.: η γυναίκα που ξεπορτίζει, που γυρίζει τις νύχτες ξηχρουνίζου ρ. < ξε + χρόν-ος + -ίζω αργώ, καθυστερώ, κάνω έναν ολόκληρο χρόνο: «πήγη να πάρ ψουμί απ τουν φούρνου τσι ξηχρόν ση» ξιτσ (το) < ξίκι < τουρκ. eksik (έλλειψη) ελλιπές, λειψό βάρος ξίτσ κους (ο) < τουρκ. eksik (λειψός, ελλιπής) ξίκικος, αυτός που του λείπει βάρος: «ξίτσ κα δράμια», «ξίτσ κα μυαλά» αυτός που δείχνει βάρος μεγαλύτερο από το πραγματικό: «ξιτσ τσια ζ γαριά» ξιω - ξιέμι ρ. < βλ. λ. ξύνου - ξύνουμι ξ λουγαϊδάρα (η) < ξύλο + γαϊδάρα ξύλινο φορείο, υποβασταζόμενο από δύο, για μεταφορά βαριών αντικειμένων (π.χ. βράχων): «πα στ ξ λουγαϊδάρα να ση φέριν» (κατάρα: να σε φέρουν νεκρό πάνω στη...) ξ λουμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. ξ λώνου (βλ. λ.) αυτός που του έχουν φύγει οι ήλοι (τα καρφιά) ο ξεκάρφωτος, διαλυμένος μτφ. ασύνδετος, ασυνάρτητος, αφηρημένος, απρόσεχτος, χαζός: «ξ λουμένα λόγια» ξ λώνου -ουμι ρ. < μσν. ξηλώνω < μτγν. ἐξηλῶ (βγάζω τους ήλους = τα καρφιά, ξεκαρφώνω) Ξ

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 176 Ξ ξ νήθρα 176 1. αφαιρώ μέρη από ένα σύνολο: «ξ λώνου τα μανίκια απ του παλτό» 2. αποσπώ την προσοχή, απασχολώ: «ξ λώνου του μουρό», «ξ λώθ κα μη τ τηληόρασ τσι έκαψα του φαγί» 3. μένω κατάπληκτος, αποσβολώνομαι: «ξ λώθ κα μη τα λόγια τ» ξ νήθρα (η) < ξιν-ός + -ήθρα άγριο χόρτο με ξινό χυμό, που φυτρώνει σε σχισμές βράχων και σε θάμνους. Μοιάζει με το λάπατο. ξόμπλ (το) < μσν. ε-ξόμπλι-ον στολίδι, κέντημα μτφ.: ψεγάδι, μειονέκτημα, κατηγόριο: «άμα θελ ς ν ακούγ ς τα ξόμπλια σ, πέ του!» ξός, ξή, ξό < χ(ρυ)σός < αρχ. χρυσός χρυσός: «τα χειρέλια τ είνι ξα», «ξο μουρό» ξουδιάζου ρ. < μσν. ξοδιάζω ξοδεύω: «ξουδιάση (ξόδεψε) τα μαλλιά τ τσηφαλιού τ» ξουμπλιάζου ρ. < ξόμπλ-ι + -ιάζω στολίζω, διακοσμώ με κεντήματα ή άλλα στολίδια (ξόμπλια) μτφ.: βρίσκω ψεγάδια, κακολογώ, κουτσομπολεύω: «ήρτη στου σπίτ υμ για να ξουμπλιάσ!» ξούρ (το) < κουσούρι < τουρκ. kusur ελάττωμα, αδυναμία, ψεγάδι: «η Γιώρ ς έχ ένα ξουρέλ! τουν αρέσ του ρακέλ!» ξουριάζου ρ. < ξούρ-ι + -ιάζω βρίσκω ξούρια σε κάποιον, τον κακολογώ: «κάτι (κάθεται) τσι ξουριάζ τ νύφ υτ ς!» ξουρίζου ρ. < ξε + ορίζω < αρχ. ἐξορίζω βγάζω κάποιον έξω από τα όρια του τόπου του εκτοπίζω σε απομακρυσμένο και ακατοίκητο μέρος: «πάρ τουν του στσύλου τσι ξούρ ση τουν» ξουχάρ ς - σα - κου < ξοχάρης < εξοχ-ή + -άρης άνθρωπος που εργάζεται ή διαμένει στην εξοχή, αγρότης ξ πάζου ρ. (αμετ., και ξ πώ) < μσν. ξυπάζω 1. ξιπάζω, αλαζονεύομαι, υπερηφανεύομαι, «το παίρνω στη μύτη μου»: «είδη πέντη παράδης στ τσέπ υτ τσι ξίσπαση!» μτχ. παθ. πρκμ.: ξ πασμένους: ο φαντασμένος, «που νομίζει πως είναι αυτός και όχι (κανένας) άλλος» 2. τρομάζω, ξαφνιάζομαι: «μα ξ πάσαν τα μ λάρια, πητάξαν απ τ ς κατίνης τα σαμάρια» ξύνου -ουμι ρ. (και ξύω - ξυέμι) < ξύνω -ομαι < αρχ. ξέω (για ξύλο, πέτρα, μάρμαρο κτλ.) και ξύω - ξύομαι (για σάρκα)

Ξ (168-177):Layout 1 4/3/2011 11:07 μ Page 177 177 ξύστρους ξύνω: «ξύν τα νύχια τ για καβγά» ξυω: «θ αφήσουμη τη δ λειά μας, να ξυούμη τα μηριά μας» (παροιμ.) ξύνουμι: «ξύνητι σα ψουριάρ ς» ξυέμι: «ξυέτι στ τσιουμπάν τ γκατζουρίδα» (παροιμ.) ξύστρους (ο) < ξύστρος < ξύνω τριγωνική μεταλλική σπάτουλα με την οποία έξυναν τα τοιχώματα της σκάφης μετά την αφαίρεση της ζύμης από αυτήν Ξ

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 178 Ο όξουνους (ο) < όξου (έξω) + νους ο προσποιούμενος τον ανήξερο: «κάν τουν όξουνου» (κάνει τον ανήξερο, κάνει πως δεν καταλαβαίνει) όπιτη επίρ. < μσν. όποτε όποτε, όταν: «έρχητι όπιτη τουν καπνίσ» (παροιμ.), «κάν του ότληγια μπουρείς!» ούγια (η) < μσν. ούια < αρχ. ὄα η άκρη του υφάσματος, από την οποία φαίνεται και η ποιότητά του: «δες ούγια τσι πάρ πανί, δε γουνιό τσι πάρ πιδί» (παροιμ.) οσάκις, κάθε φορά που: ουγραντίζου ρ. (ενεργ. αμετ.) < «όπιτη τουν φουνάξ ς, είνι αλέστα» όρθα (η) < αρχ. όρνις (αιτ. όρνιθα) όρνιθα: «μάς, ε μας κουλλά καμιά όρθα, μόνου πητ νοί μας κουλλούν» (εμάς δεν μας έρχεται τίποτα ευνοϊκό, όλα ανάποδα μάς έρχονται) (παροιμ.) όρση επιφ. < όρισε, προστ. του ορίζω με συγκοπή του -ιορίστε, να, πάρε (με σκωπτική ή υβριστική διάθεση, συνοδευόμενο από μούντζα): «όρση, γαμπρέ μ, συ τσι του μ λάρ π αγόρασης!», «όρση, γαμπρέ μ, κουφέτα!» ότληγια επίρ. < ό,τι + λογής (μτγν. λογή = είδος) όπως, με τον τρόπο που: «ότληγια τουν δεις τουν καθρέφτ, θα ση δει», τουρκ. ugradim, αόρ. του ugramak (πετάγομαι ξαφνικά, πέφτω) τρελαίνομαι από φόβο, έρωτα, χαρά, περηφάνια, ενθουσιασμό κ.ά.: «μόλις είδα του φίδ, ουγράντ σα απ του φόβου μ!», «ήβγη (βγήκε) πρόηδρους τσι ουγράντ ση απ τ χαρά τ», «είδη πέντη παράδης στ μύτ υτ τσι ουγράντ ση» ουγραντ σμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκ. του ρ. ουγραντίζου (βλ. λ.) ξετρελαμένος: «η γέρους είνι ουγραντ σμένους μη τ ημ κρή» ουγρός (ο) < ογρός < αρχ. ὑγρός ο βρεγμένος: «κούνει τουν τουν Κουμνηνό μες του πάπλουμα τ ουγρό!» (παροιμ.) (άσ τον να βαυκαλίζεται, να αυταπατάται)

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 179 179 ουρνιάζου ουκνόστσ λους (ο) < οκνός + σκύλος τεμπελόσκυλο: λέγεται απαξιωτικά και υβριστικά για άνθρωπο πολύ τεμπέλη ουλιά (η) < αρχ. ἰλύς -ύος (λάσπη, κατακάθι) το κατακάθι κρασιού σε βαρέλι, ή άλλο δοχείο (η μτγν. τρυγία) ουλούτσ (το) < τουρκ. oluk (λούκι) λούκι, αυλάκι, υδρορροή ούξου επιφ. < πιθ. έξω επιφώνημα - απάντηση σε κάποιον που μας αποδοκιμάζει με το επιφώνημα «ου... ου...»: «ούξου τσι ξηρό τσι ξηράδια στου λιμό σ!» ουργιά (η) < μτγν. ὀργυιά < αρχ. ὄργυια αυθαίρετη μονάδα μήκους (όσο το άνοιγμα των χεριών): «κάτσ ση (κάκιωσε, μάνισε) η κατσίκα απού τουν πρίνου, τσι πάητση (έφυγε, απομακρύνθηκε) η πρίνους ουργιές τσι πήχεις» (παροιμ.) ουρθουφλιά (η) < πιθ. συμφυρμός των λέξεων όρθα (αρχ. όρνιθα ) + *τυφλιά (τύφλ-α) με αποκοπή του -τυ- και έκταση του -ο- σε -ου- (ορθο <τυ> φλιά, ουρθουφλιά) η περιορισμένη όραση που έχουν οι όρνιθες τη νύχτα Ασθένεια των ματιών, που εμπόδιζε να βλέπεις καθαρά, όταν βασίλευε ο ήλιος. Σ εκείνον που σκόνταφτε ή έκανε κάποια αδικαιολόγητη αβλεψία τού έλεγαν επιτιμητικά: «ουρθουφλιά έχ ς;». Σύμφωνα με αφηγήσεις γερόντων κατοίκων του χωριού, για να θεραπεύσουν κάποιον που έπασχε από ουρθουφλιά τον έβαζαν πάνω σε μια ξ λουγαϊδάρα (βλ. λ.) και τον γύριζαν μέσα στο χωριό. Εκείνος ήταν υποχρεωμένος να φωνάζει «ουρθουφλιά έχου!» και οι άλλοι του απαντούσαν «καλά βλέπ ς!» ουριάζου ρ. < αρχ. ὀρ-ός (βλ. λ. ούριους) + -ιάζω (για τα αβγά): κλουβιάζω ούριους -α -ου < πιθ. από το αρχ. ὀρός, το υγρό που απομένει μετά την πήξη του γάλακτος (για τα αβγά ) μπαγιάτικος, αλλοιωμένος, κλούβιος φρ.: «ούριου τσιφάλ» (άνθρωπος με χαλασμένο μυαλό, που δε σκέφτεται σωστά, ανόητος) ουρνιάζου ρ. < ουρν-ός (βλ. λ.) + -ιάζω ρίχνω σε συκιά αρσενικά άνθη συκιάς (ορνούς) για επικονίαση των θηλυκών, κάνω όρνιασμα Ο

Ο (178-180):Layout 1 4/3/2011 11:12 μ Page 180 ουρνός 180 ουρνός (ο) < αρχ. ἐρινεός άγρια συκιά, συκιά με αρσενικά άνθη (ορνούς), μέσα από τα οποία βγαίνουν μικρά έντομα, που μεταφέρουν τη γύρη στα θηλυκά άνθη και γίνεται η επικονίαση όχινα (η) (και όχιντρα) < μεσν. έχεντρα < αρχ. ἔχιδνα (με τροπή του αρχικού έ σε ό και αποκοπή του δ) η οχιά: «όχινα τσι ασκόντριχα να γέν ς!» (λέγεται σε κάποιον που αρνείται κάτι επίμονα και πεισματικά, λέγοντας συνεχώς «όχι!») Ο

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 181 Π πα επίρ. < απά (νω) < επάνω επάνω τοπ.: «πήγα πα στου φούρνου μας...» χρον.: «πα σ έφτα τα χέρια, να τσι γη γαμπρός» (εκείνη ακριβώς τη στιγμή) παγ βάν (το) < άγν. ετυμ. κομμάτι σκοινιού με το οποίο δένουν τα δυο πόδια του ζώου, για να μην απομακρύνεται. Παλιότερα τοποθετούσαν στα πόδια των νεαρών αλόγων ειδικά κλώστινα σουν. Η φράση υποκρύπτει τη συνήθεια να συνοδεύουν τη διαπομπευόμενη μοιχαλίδα με τυμπανοκρουσίες και σφυρίγματα) γενικά η σφυρίχτρα: «του παγιαύλ τ μπηχτσή, του παγιαύλ τ χουρουφύλακα...» παγιαυλέλ (το) < παγιαύλ (βλ. λ.) + υποκορ. επθμ. -έλ παιχνίδι, πήλινη σφυρίχτρα που λειτουργεί με νερό. Παγιαυλέλια που- παγ βάνια για να συνηθίζουν λούσαν στα πανηγύρια για τα σε ορισμένο τρόπο βαδίσματος, «να παιδιά. μάθιν πουρπατ ξιά» παγ βανώνου ρ. < παγ βάν-ι (βλ. λ.) παζβάντ ς (ο) < παζβάντης < τουρκ. pazvant + -ώνω νυχτοφύλακας του χωριού στις τοποθετώ στα πόδια του ζώου τουρκοκρατούμενες περιοχές, φύλακας, παγ βάνι: «πάνη να παγ βανώγ ς τ ς κατσίκης, μη πάν τσι κάνην καμιά ζημιά!» παγιαύλ (το) < μσν. πλαγιαύλι < μτγν. πλαγίαυλος αυλός, φλογέρα, φλάουτο: «θα ση παίξιν ντούντουρλου (νταούλι) τσι του πααύλ» (θα κοινολογήσουν τα καμώματά σου, θα σε διαπομπεύ- φρουρός. Πληρωνόταν από την Κοινότητα: «τι ήρτης τσι στέτσηση απού πάνου μ σα τουν παζβάντ ;» παθ μένους -η -ου < παθημένος < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. παθαίνω -ομαι μτφ. αυτός που έχουν πάθει τα μυαλά του, βλαμμένος, παλαβός: «παθ μένους είνι! εν έχ σ νώρ σ!»

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 182 Π παλαμαρίδ 182 παλαμαρίδ (το) < η παλαμαρ-ά + υποκορ. επθμ. -ίδι ξύλινο προστατευτικό κάλυμμα της παλάμης, που φορούσαν οι θερίστριες στο αριστερό τους χέρι, με το οποίο έδραχναν τα στάχυα, ενώ με το δεξί κρατούσαν το δρεπάνι και θέριζαν παλαμουδέρνου ρ. < παλάμη + δέρνω αγωνίζομαι (προσπαθώ) με τις παλάμες μου (με τα χέρια μου, με τις σωματικές μου δυνάμεις) να φέρω σε πέρας μια δύσκολη δουλειά μτφ.: παλεύω με δύσκολες καταστάσεις, με ανυπέρβλητες δυσκολίες: «μη τα βηρησέδια τσι τ ν ανηδ λειά, παλαμουδέρν η Γιώρ ς να κρατήσ του μαγαζέλ υτ αν χτό» παλάντζα (η) < βεν. balanza είδος ζυγαριάς με μοχλοβραχίονα και ένα δίσκο, που χρησιμοποιούσαν κυρίως πλανόδιοι μικροπωλητές άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, που γέρνει πότε από τη μια και πότε από την άλλη παλαντζάρου ρ. (και παλαντζέρνου) παλάντζ-α + επθμ. -άρω (-έρνω) γέρνω πότε από τη μια και πότε από την άλλη, «απ όπ φ σήξ γη αγέρας» (με το μέρος του ισχυρού) παμπόρ (το) < ιταλ. vapore βαπόρι, μηχανοκίνητο καράβι: «έκανης του τσηφάλ υμ παμπόρ» (με ζάλισες) πάνα (η) < μεγεθυντ. του πανί < πανί-ον 1. μεγάλο τετράγωνο κομμάτι λευκό ύφασμα για το σπαργάνωμα του μωρού: «φέρη μια πάνα ν αλλάξου του μουρό, τσι (γιατί) κατουρήθ τση» 2. βρεγμένο κομμάτι χοντρό πανί, δεμένο στην άκρη μακριού ξύλου, για το σκούπισμα (πάνισμα) του δαπέδου του φούρνου από στάχτες και κάρβουνα, πριν βάλουν για ψήσιμο τα ψωμιά πανίζου ρ. < πάν-α + -ίζω καθαρίζω με την πάνα (βλ. λ.) το δάπεδο του φούρνου από τα κάρβουνα και τη στάχτη πανουπρούτσ (το) < επάνω + προύκι < προύκα < προίκα επανωπροίκι: μερικές φορές ο γαμπρός ζητούσε από τον μέλλοντα πεθερό του προίκα πέρα από τη συμφωνημένη. Το μέρος αυτό της προίκας ήταν του πανουπρούτσ : «τσι του δίναν πανουπρούτσ έναν

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 183 183 παρακαλητός τζητζηρέ ψιρούκ» (από ταχτάρισμα) πανταχούσα (η) (και απανταχούσα) < αρχ. επίρ. ἀπανταχοῦ (παντού) + -ούσα έγγραφο κρατικής ή άλλης αρχής που εντέλλεται δυσάρεστα για τον παραλήπτη: «τουν ήρτη μια πανταχούσα να πληρώσ τριγιών χρουνών σπασμένα» πάξα (η) < πιθ. μεγεθυντ. του μτγν. παξαμάδιον (παξιμάδι) μεγάλο παξιμάδι μεγάλο κομμάτι από σχισμένο ξύλο μτφ.: το θηλυκό παιδί, η κόρη: «η Γιάνν ς έκανη τ πάξα» (η γυναίκα του γέννησε κορίτσι) παπλαρίζου ρ. < άγν. ετυμ. πιθ. ηχοποίητη λέξη από το παπ, παπ, ήχο που συνοδεύει τα χτυπήματα στην πλάτη χτυπώ χαϊδευτικά στην πλάτη: «παπλάρ ξη του του μουρό να μη κλαίγ!» παπλάρ σμα (το) < παπλαρίζου (βλ. λ.) το θωπευτικό χτύπημα στην πλάτη παπούδα (η) < αρχ. πάππ-ος (σπόρος) + -ούδα το κάθε κομμάτι από ένα σκόρδο, η μια σκελίδα ο καθένας από τους σπόρους των ψυχανθών μουλιασμένο και φουσκωμένο κουκί παπουδιάζου ρ. < παπούδ-α + -ιάζω γίνομαι σαν παπούδα (βλ. λ.): «παπουδιάσαν τα χέρια μ να πλένου ώρης μες τα νηρά» πάπ ς (ο) < πάπης < αρχ. πάππος ο παππούς, ο γέροντας: «έλα, πάπ υμ, να μη δείξ ς τα γουνικά μ» (παροιμ.) παραβαρώ ρ. < παρά + βάρος γίνομαι βάρος, φόρτωμα σε κάποιον, τον επιβαρύνω: «έχου τ συνταξούλα μ τσι δε παραβαρώ κανέναν» παραγιός (ο) (και ψ χουγιός) < παρά + γιος υπηρέτης Μέχρι και τα μισά του 20 ού αιώνα οι μεγαλοκτηματίες και οι μεγαλοκτηνοτρόφοι του χωριού έπαιρναν στη δούλεψή τους εργάτες, που τους παρείχαν στέγη, τροφή, ένδυση και υπόδηση. Ο παραγιός δούλευε χρόνια και χρόνια στο ίδιο αφεντικό χωρίς καμιά άλλη ή με μηδαμινή αμοιβή. Το αφεντικό είχε εμπιστοσύνη στον παραγιό του όπως σε συγγενή του (ψυχογιός). παρακαλητός -ή -ό < παρακαλέ-ω + -τός Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 184 Π παράκαρδα 184 αυτός που πρέπει (ή που θέλει) να τον παρακαλέσουν, για να κάνει κάτι: «παρακαλητός γαμπρός, ξ νό γαμήσ» (παροιμ.) παράκαρδα τροπ. επίρ. < παρά + καρδιά χωρίς όρεξη, με μισή καρδιά: «πήγη στου παναγύρ παράκαρδα» παρακηντές (ο) τουρκ. perakende (λιανοπωλητής) ακτήμονας, παραγιός, εργάτης σε κτήματα άλλων άνθρωπος τιποτένιος, ασήμαντος, κοινωνικά κατώτερος: «μένα η κόρ υμ εν είνι για έφτουν τουν παρακηντέ» παρακόρ (η) παρά + κόρη υπηρέτρια ή και ψυχοκόρη. Οι εύπορες οικογένειες έπαιρναν στο σπίτι τους παρακόρες. Η θέση της παρακόρης ήταν ανάλογη με τη θέση του παραγιού (βλ. λ.). Κορίτσια από την επαρχία έρχονταν στις μεγαλουπόλεις και εργάζονταν ως παρακόρες χρόνια ολόκληρα στα σπίτια πλουσίων. παραματίζου ρ. < παρά + ματ-ίζω < μτγν. αμματίζω (δένω, συνδέω) φτιάχνω κόμβο, βρόχο, θηλειά συμπληρώνω, προσθέτω, ενώνω δυο κλωστές ή σχοινιά με κόμπο αυξάνω το μήκος ενός σχοινιού δένοντας σ αυτό ένα άλλο ειδικά για την ύφανση: περνώ τα νήματα του στημονιού μέσα από τα μιτάρια και το ξυλόχτενο του αργαλειού παραμάτ σμα (το) < παραματίζου (βλ. λ.) η ενέργεια και το αποτέλεσμα του ρήματος παραματίζου παραμάτσ (η) < παραμάτιση < παραματίζω είδος ύφανσης με σχέδια στο υφαντό παράναγκα (τα) < παρά + ανάγκη λόγια και καμώματα, που είναι πέρα από τα αναγκαία, παράξενα, ασυνήθιστα, υπερβολικά, παράλογα: «θα σ κουθώ να παγαίνου! ε μπουρώ να βλέπου έφτα τα παράναγκα!» επίρ.: περισσότερο απ το αναγκαίο, υπερβολικά: «τρώγ τσι πίν παράναγκα» παράνουμα (το) < μσν. παρανόμι < παρά + όνομα παρωνύμιο, παρατσούκλι: «άμα δεν τουν πεις μη του παράνουμα τ, ε τουν βρίστσ ς» παρανουμιάζου ρ. < παράνουμ-α + -ιάζω ονομάζω κάποιον με το παράνουμά του

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 185 185 παρτσιάδ παραν χίδα (η) < παρανυχίδα < μτγν. παρωνυχίς -ίδος παρωνυχίδα, μικρή, επώδυνη σχισμή του δέρματος στη βάση του νυχιού παρασταλιάζου ρ. < παρά + σταλιάζω < στάλ-η (χώρος που σταλιάζουν τα πρόβατα) + -ιάζω μένω ακίνητος σ έναν τόπο για πολλή ώρα στέκομαι άσκοπα σε μια θέση, χωρίς με την παρουσία μου να κάνω ή να προσφέρω κάτι παραστανιό (το) < παρά (για επίταση) + στανιό (βλ. λ.) με το ζόρι, παρά τη θέληση, αναγκαστικά: «πήγη στη δ λειά μη του παραστανιό» παραστόλ (το) < παραστόλι < πιθ. συγγενές με το αρχ. παραστάς (κολόνα) (βλ. και λ. σουβηλίκ ) κάποιος που στέκεται και παρακολουθεί, χωρίς καμιά συμμετοχή στα δρώμενα, σαν ένα διακοσμητικό στοιχείο: «τι θέλ ς να έρτ ς; παραστόλ θα ση βάλου;» παρατζ λιά (η) < παραγγελιά < παραγγέλλω μήνυμα στους νεκρούς. Υπάρχει το έθιμο τη νύχτα πριν από την ταφή «να ξενυχτούν» τον νεκρό, αναφέροντας γεγονότα από τη ζωή του και εκθειάζοντας προτερήματά του. Συγγενείς και φίλοι, που έχασαν πρόσφατα αγαπημένα τους πρόσωπα, αναθέτουν στον νεκρό να μεταφέρει σ αυτά μηνύματά τους: «να πεις στ μαννούλα μ...», «να πεις στ αδηρφέλ υμ...» παρουγδώ ρ. < πιθ. παρουδώ < αρχ. παρῳδῶ σπερμολογώ, διαδίδω ανακριβείς φήμες σε βάρος κάποιου με σκοπό να τον γελοιοποιήσω και να τον εκθέσω παρτσάβλα (η) < μεγεθυντ. του παρτσαβλ-ός (βλ. λ.) η μεγάλη χωλότητα, αλλά και το χωλό πόδι: «σιέρν τ ν παρτσάβλα τ» (κουτσαίνει πολύ, σέρνει το χωλό πόδι) παρτσαβλός -ή -ό (και παρζαβλός) άγν. ετυμ. ο κουτσός, αυτός που σέρνει το ένα του πόδι παρτσιάδ (το) < λατιν. pars - partis (μέρος), τουρκ. parca (τεμάχιο, κομμάτι) μικρό μέρος ενός όλου, τμήμα, κομμάτι: «δ λεύγ ούλ τ μέρα για ένα παρτσιάδ ψουμί» Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 186 Π παρτσιαλαντίζου 186 παρτσιαλαντίζου ρ. < τουρκ. parcalanmak (θρυμματίζω) κομματιάζω, ξεσχίζω: «έβαλη τσινούργιου π κάμ σου τσι του παρτσιαλάντ ση μες στ ς πρίν», «θα ση πιάσου τσι θα ση παρτσιαλαντίσου!» πασαλείβγου ρ. (παθ. αόρ. πασαλείφτ κα) < πασαλείβω < πισσαλείφω < μτγν. πισσαλοιφώ (αλείφω με πίσσα) σκεπάζω πρόχειρα ή άτεχνα μια επιφάνεια με λεπτό στρώμα επιχρίσματος ή χρώματος, ίσα-ίσα για να αποκρύψω υπάρχουσες ατέλειες: «ήρτη η μπουγιατζής, πασάλ ψη κουμμάτ τ ς τοίχ τσι πάητση» λερώνω: «έπιαση να γράψ τσι πασάλ ψη τα χέρια τ μη τα μηλάνια» πασάλ μα (το) < πασαλείβγου (βλ. λ.) πρόχειρο και επιφανειακό επίχρισμα η απόκτηση επιφανειακών γνώσεων πασκάλια (τα) < πληθ. του μσν. πασχάλιον ό,τι έχει σχέση με το Πάσχα, πασχαλινό: «έχαση τ αβγά μη τα πασκάλια» (έχασε τα πάντα) τα μυαλά, τα λογικά: «α φας μια, α χάγ ς τα πασκάλια σ» (πρβλ. «α χάγ ς του μπούσουλα σ» πασπαλάς (ο) < πασπάλι (λεπτή σκόνη) είδος σπιτικού χαλβά από αλεύρι και σιρόπι ή πετιμέζι μτφ.: τιμωρία, ξυλοδαρμός: «θα ση κάνου τουν πασπαλά σ» (θα σε δείρω, θα σε τιμωρήσω) πασπαλίζου ρ. < πασπάλ-η + -ίζω ρίχνω με τα δάχτυλα σκόνη (αλεύρι, ζάχαρη, αλάτι κτλ.) πασπατεύγου ρ. < μσν. πασπατεύω ψαχουλεύω, ψηλαφώ, χαϊδεύω (γυναίκα σε απόκρυφά της μέρη) αργώ, χρονοτριβώ, καθυστερώ να τελειώσω μια δουλειά: «μια ώρα πασπατεύγ ς να ράψ ς ένα κ μπί τσι ακόμα να τηλειώγ ς» παστρεύγου ρ. < μσν. παστρεύω < σπαστρεύω < σπαρτεύω (σκουπίζω με σκούπα φτιαγμένη από σπάρτα) καθαρίζω: «παστρεύγου τ αλών» (καθαρίζω, σκουπίζω το αλώνι) βγάζω άγριους θάμνους από το χωράφι και το κάνω καλλιεργήσιμο: «παστρεύγου του χουράφ απ τ ς πρίν» αφαιρώ από τα δέντρα ξερά κλαδιά, κλαδεύω: «παστρεύγου τ ς ηλιές» αφαιρώ από το σιτάρι τα ξένα σώματα: «παστρεύγου στάρ για του άλησμα» πατερμά (τα) < συμφυρ. πάτερ + ημών τα πάτερ ημών, οι προσευχές

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 187 187 πέταυρου πατήτηργιης (οι) (η πατήτηργια) < πατή-τρια < πατώ δυο ξύλινα πέλματα, εξαρτήματα του αργαλειού, με το διαδοχικό πάτημα των οποίων ανοιγόκλεινε το στημόνι, για να περνά η σαΐτα με το υφάδι πατιρντί (το) < τουρκ. patirti (φασαρία, σαματάς) μεγάλη φασαρία, αναστάτωση: «πιαστήκαν στα χέρια, γίντση μηγάλου πατιρντί» πατλαντίζου ρ. < τουρκ. patlamak (σκάω, εκρήγνυμαι) κυριεύομαι από έντονο συναίσθημα θυμού, ζήλειας..., «σκάω, κάνω πατ από το κακό μου»: «έμαθη πους αρβουνιάστ τση του Μυρσινιώ τσι πατλάντ ση απ του κακό τ ς» πατλάτσ (το) < πατλάκι, ηχοπ. λέξη από το «πατ» ό,τι σκάει και προξενεί μικρό κρότο: μια φουσκωμένη χαρτοσακούλα, ένα μπαλόνι, μια τρακατρούκα... ψημένοι σπόροι καλαμποκιού (ποπκορν) πατούρ (το) < πιθ. υποκορ. του πάτ-ος + -ούρι μόνο στη φράση: «γίν τση πατούρ στου μηθύσ» (μέθυσε υπερβολικά - συνώνυμες εκφράσεις: γίν τση τλάπ..., φέσ..., τάβλα...) πάτσι (ερωτηματικό μόριο) < μπάκι < μσν. μπας και μήπως, μήπως και...: «πάτσι νόμ σης πους έχου τ ν ανάγκ σ ;» πατσιαβούρα (η) < βεν. spazzaura κουρελιασμένη βρώμικη πετσέτα βρωμοθήλυκο, παλιογυναίκα χυδαίο έντυπο, λαχανοφυλλάδα πατούνα (η) < μσν. πατούσα < πατώ η φτέρνα: «χώθτση έν αγκάθ μες τ πατούνα μ» π δέξ -ιους -ια -ιου < μσν. πιδέξιος < αρχ. ἐπιδέξιος < επί + δεξιός άξιος, ικανός: «τα μηταξουτά βρατσιά, θέλιν πιδέξια σκέλια»(παροιμ.) πέτακας (ο) < πετώ αυτός που πετάει ο τζίτζικας: «πέτακας ελάλησε, μαύρη ρώγα γυάλισε» πέτ κας (ο) < πέτικας < πετώ φλοιός του πεύκου, χρήσιμος στη βαφή ρούχων, διχτυών και δερμάτων. Στη φωτιά σκάει (πετάει), όπως σκάνε οι κρύσταλλοι του αλατιού. πέταυρου (το) < μτγν. πέταυρον < αρχ. πέτευρον (λεπτή σανίδα) μτφ.: γυναίκα πολύ αδύνατη: «απ Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 188 Π πηζηβέγκ ς 188 τ νήστεια γίν τση ένα πέταυρου» πηζηβέγκ ς (ο) < πεζεβέγκης < τουρκ. pezevenk (μαστροπός, νταβατζής) μαστροπός, ρουφιάνος: «...πρώτα με κάνει κερατά κι ύστερα πεζεβέγκη» (από το «τραγούδι της Σούσας») άνθρωπος πονηρός και αχρείος, παλιάνθρωπος, μασκαράς πηζούλα (η) < υποκορ. του αρχ. πέζα (πόδι, το κατώτατο άκρο, ποδιά ) τοίχος (ξηρολιθιά) για συγκράτηση του χώματος σε κατωφερή εδάφη. Σε κτήματα με κατωφερικά εδάφη έχτιζαν σε όλο το μήκος του κτήματος και σε απόσταση τη μια από την άλλη πεζούλες, δημιουργώντας επίπεδα μέρη για καλλιέργεια μικρός λιθόκτιστος καναπές κυρίως δίπλα στην πόρτα αγροτικών σπιτιών και σε ξωκλήσια πηληκάνους (ο) < πελεκ-ώ + -άνος ο τεχνίτης που πελεκάει πέτρες, ο λιθοξόος υποκορ. πηληκανέλ : το παιδί του πελεκάνου πηληκούδα (η) < πελεκούδα < πελεκ-ώ + υποκ. κατάλ. -ούδα φλούδα από το πελέκημα του πεύκου, με υπολείμματα ρητίνης, κατάλληλη για προσάναμμα όπως το δαδί πην νταρέλ (το) < πενήντ-α + υποκορ. κατάλ. -έλι μπουκαλάκι με περιεχόμενο πενήντα δράμια (160 γραμμάρια) ούζο πηριβρημός (ο) < περιβρεμός < περιβρίσκω κατανόηση, διάθεση συνεννόησης: «πηριβρημό εν έχ» (δεν μπορείς να τα βρεις μαζί του, είναι αδύνατο να συνεννοηθείς μαζί του) πηριβρίσκου ρ. < περί + βρίσκω μόνο στη φράση «δεν μπουρείς να τουν πηριεύρ ς(περιεύρεις) μη τίπουτα» (δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, δεν υπάρχει έδαφος συνεννόησης) πηριδρουμιάζου ρ. < περίδρομ-ος + -ιάζω τρώγω μέχρι σκασμού: «έφαγη τουν πηρίδρουμου τ!» πηριχώ ρ. (και πηριχύνω) < περιχώ < αρχ. περιχέω καταβρέχω, διαποτίζω, ρίχνω επάνω σε κάτι άφθονο νερό: «θα πηριχήσου τ μπ γάδα», «θα πηριχήσου τ πλατζιέντα μη του σιρόπ» πηριχιέμι ρ. < περιχιέμαι < αρχ. περιχέομαι ρίχνω επάνω μου υγρό, καταβρέχομαι: «πήγη να βάλ λάδ στου φαγί

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 189 189 π θέψ μου τσι πηριχύθ τση» φρ.: «ούλα τα πηριχύθ κα» (όλα τα δυσάρεστα πέσανε πάνω μου, με βρήκαν όλα τα δεινά) πηρκάτους -η -ου < περκάτος < πέρκα < πέρδικα που έχει κόκκινες βούλες, όπως η πέρδικα: «πηρκάτου πρόβατου», «πηρκάτ προυβατίνα» πησκίρ (το) < τουρκ. peskir (πετσέτα) υφαντή πετσέτα προσώπου: «βάλε πησκίρια μαύρα...» (από το «τραγούδι της Παναγιάς») πητριγιά (η) < πετριά < πέτρα πετροβολιά: «τουν αρχίν ση στ ς πητριγιές τσι δεν ήξηρη πού να κόψ» (πού να τρέξει να σωθεί) πητσούρ (το) < πετσούρι < μσν. πέτσ-α + επθμ. -ούρι η ψημένη σκληρή επιφάνεια του ψωμιού, η κόρα πηυκατσίγγανα (τα) < πεύκο + τσίγανα ή τσίγγανα (= μικρά ξυλάκια) στρώμα από ξερές πευκοβελόνες Χρησίμευαν για προσάναμμα. Κάτω από αυτά βγαίνουν οι πηυτσίτης (βλ. λ.) πηυτσίτ ς (ο) < πευκίτης < πεύκ-ο + κατάλ. -ίτης είδος μανιταριού, που φυτρώνει το φθινόπωρο κάτω από τα πεύκα μτφ.: άνθρωπος με μεγάλα αυτιά, για τον οποίο πιστεύεται ότι θα ζήσει πολλά χρόνια π θαμή (η) < αρχ. σπιθαμή αυθαίρετη μονάδα μέτρησης μήκους. Το μήκος μιας παλάμης με ανοιχτά και τεντωμένα τα δάχτυλα από το άκρο του αντίχειρα ως το άκρο του μικρού δάχτυλου: «έφτου του χουράφ αξίζ π θαμή τσι λίρα» πληθ. οι π θαμές: παιδικό παιχνίδι με υπερπήδηση ύψους ποδιών και σπιθαμών υποτιμητική έκφραση για πολύ κοντό άτομο π θεύγου ρ. (αόρ. πήθηψα) < π θεύω < πιθ. παθ. -εύω < πάθος προκαλώ σε κάποιον έντονη ψυχική κατάσταση, τον εκνευρίζω με λόγια και ενέργειες: «το κανα για να τουν π θέψου!» μεσ. π θεύγουμι, αόρ. π θεύκα: «π θεύκα μη τα λόγια τ τσι τουν έδιουξα» π θεύτ ς (ο) < π θεύτης < π θεύγου (βλ. λ.) εκείνος που π θεύγει: «η Γιώρ ς είνι μηγάλους π θεύτ ς» π θέψ μου (το) < π θεύγου (βλ. λ.) η πρόκληση εκνευρισμού Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 190 Π πιασμός 190 πιασμός (ο) < πιάνω θέρμες, πυρεττός από ελονοσία: «πιασμός να ση πιάσ!» (κατάρα) πιδεύγου -ουμι ρ. < αρχ. παιδεύω 1. επιβάλλω παιδεία - δέχομαι παιδεία, είμαι παιδεμένος: «γω τ γλώσσα μ τ ν έχου πιδημέν!» 2. υποβάλλω σε δοκιμασία, τιμωρώ: «μη του πιδεύγ ς του μουρό!» πίζηρβα (τα) < ουσιαστ. επίθ. κατά παράληψη του ουσ. μέρη < πίζηρβους -η -ου < επίζερβος < απόζερβος < από + ζερβός απόμερα, δύσβατα, απάτητα : «και μια λαφίνα μοναχή δεν πάει μαζί με τ άλλα μόνο στ απόσκια περπατεί, τ απόζερβα αγναντεύει...» (δημοτ. η λαφίνα) πιλατεύγου ρ. < πιλατεύω < Πιλάτος (που οι στρατιώτες του βασάνισαν τον Χριστό) υποβάλλω σε ψυχικό (και σωματικό) μαρτύριο, βασανίζω, τυραννώ: «χρόνια τ ν έχ τσι τ πιλατεύγ πους θα τ ν πάρ τσι σκουπό ε το χ» πισμανεύγου ρ. < τουρκ. pisman olmak (μετανιώνω) μετανιώνω, αλλάζω απόφαση: «έληγα να πάγου στ Χώρα, μα είδα τουν τσιρό τσι πισμάνηψα» πιτσ λιάρ ς -α - κου < πιτσιλιάρης < πιτσούλα (βλ. λ.) < αυτός που το πρόσωπο του είναι γεμάτο φακίδες πιτσ λ-ός -ή -ό < πιτσιλός < πιτσιλώ αυτός που το πρόσωπο (ή και το σώμα) του είναι γεμάτο πιτσούλες πιτσούλα (η) < πιτσίλα < πιτσιλώ πιτσιλάδα, φακίδα, πανάδα του δέρματος π καρής (ο) < τουρκ. baca (καπνοδόχος) καπνοδόχος, καμινάδα, φουγάρο τζακιού: «κατάπιαση η π καρής» (πήρε φωτιά ο π καρής) π καρουπάν (το) < π καρής (βλ. λ.) + πανί ύφασμα με κεντήματα που κρεμούσαν μπροστά στη γωνιά (τζάκι), για να μη φαίνονται οι μουτζούρες από τον π καρή π κρουθάσιου (το) < πικρό + θάσιο (βλ. λ.) θάσιο από πικραμύγδαλα. Η φράση «ήπιη του π κρουθάσιου» λεγόταν ειρωνικά για εκείνον-εκείνη, που τον /την εγκατέλειπε ο ερωτικός του /της σύντροφος πλακάκια (τα) < υποκορ. του πλάκα μτφ.: συγκάλυψη, κουκούλωμα:

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:27 μ Page 191 191 πλέσ -κους «τα κάναν πλακάκια» (τα συγκάλυψαν, τα κουκούλωσαν) είδος τυχερού παιχνιδιού με τραπουλόχαρτα π λαλιά (η) (και πλάλ μα και πλαλ τό) < πηλαλιά < π λαλιώ (βλ. λ.) < μσν. πηλαλώ το γρήγορο και ορμητικό τρέξιμο, η τρεχάλα: «δώτση μια πλαλιά τσι γίν τση καπνός» μτφ.: πλαλήματα και πλαλ τά: «αρχινίσαν τα πλαλ τά» (άρχισαν τα τρεξίματα, τα πήγαινε - έλα για διεκπεραίωση κρίσιμων υποθέσεων) π λαλιώ ρ. < μσν. πηλαλώ τρέχω γρήγορα, ορμητικά, καλπάζω: «τώρα π λαλιεί τσι δε φτάν» (τρέχει και δεν προλαβαίνει) π λάρ (το) < πουλάρι < μσν. πουλάρι(ν) < πωλάρι(ν) < αρχ. πωλάριον υποκορ. του πῶλος το μικρό γαϊδουράκι, που δεν του έχουν ακόμη βάλει σαμάρι: «πήγη τσι κουρεύτση τσι γίντση ένα κουρημένου πλάρ» πλασταριά (η) < πλάθω, αόρ. έ- πλασ-α χαμηλό στρογγυλό τραπέζι, αλλιώς και σοφράς. Χρησίμευε ως τραπέζι φαγητού, αλλά και για το πλάσιμο του ψωμιού και το άνοιγμα φύλλων ζύμης πλάτ (η) < αρχ. πλάτη (πλατύ μέρος) ωμοπλάτη, ράχη: «σήκουση ένα τσ βάλ ηλιές πα στ πλάτ υτ» επίπεδο μέρος στην κορυφή βουνού: «αφήτση μουναχά τα πρόβατα πα στ πλάτ» πλατσιέντα (η) < λατ. placenta < αρχ. πλακοῦς (αιτ. -οῦντα) γλύκισμα από διπλωμένα φύλλα ζύμης, τα οποία ψήνονται με λάδι στο φούρνο σε μεγάλα ανοιχτα ταψιά (σ νιά) και στη συνέχεια περιχύνονται με μέλι και πασπαλίζονται με τριμμένα καρύδια και μυρωδικά, παρόμοιο με τις «δίπλες» π λέλ (το) < πουλέλι < υποκορ. του < μσν. πουλλίν το πουλάκι: «του έξυπνου του πλέλ πιάνιτι απ του πουδαρέλ» (παροιμ.) μτφ.: η ευκαιρία: «πέταξη του πλέλ!» (χάθηκε, πέρασε ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία) πλέσ -κους -τσια -κου < πλέσικος < πλένω βρόμικος, γεμάτος σκουπίδια: «τέτοιου πλέσκου στάρ ε ξανά δα! μόνου χώμα τσι ήρα είνι» Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 192 Π πλέσους 192 πλέσους (ο) < πιθ. πλένω ακάθαρτος, βρομιάρης, με βρόμικα χέρια και ρούχα θηλ. η πλέσα: «απ τα χέρια έφτ νης τ ς πλέσας ε παίρνου τίπουτα, να μη (μου) του χαρίζ» πληχτσιό (το) < αρχ. πλῆξις πλήξη, ανία, αδιαφορία, μαρασμός πληχτσιάζου ρ. < αρχ. πλήσσω νιώθω πλήξη και ανία, βαριεστιμάρα: «πληχτσιάσα έδιου μέσα!» (έπληξα, μαράζωσα, εδώ μέσα!) πλια επίρ. < πλεά < αρχ. πλέα πληθ. του πλέον (περισσότερο) πλέον, πια: «τώρα πλια που ξύπνησης, είν αργά» π λιώ ρ. < μσν. πουλώ < αρχ. πωλώ μτφ. ξεγελώ, εξαπατώ: «φτος, κόρ υμ, ση π λιεί τσι σ αγουράζ» πλουμί (το) < μσν. πλουμίον το (φυσικό) στολίδι, η χάρη, η ομορφιά: «γέραση τσι πάει τσι τα πλουμιά τ τα έχ ακόμα» πλουμίζου ρ. < μσν. πλουμίζω κοσμώ, στολίζω με πλουμιά: «πέρδικά μου πλουμισμένη» πλύμα (το) < αρχ. πλύμα < πλύνω το νερό από το ξέπλυμα της σκάφης μετά το ζύμωμα: «για του γρούν είνι του πλύμα!» (ειρων.: αυτό δεν είναι για τα μούτρα σου, δεν είσαι συ άξιος γι αυτό) πλυσιά (η) (πιθ. χωρίς προτακτικό -α, ως ουδέτερο το πλυσιό) < μτγν. ἀπλυσία το να είναι κανείς βρόμικος, βρομιά: «τ μυτ σ να πιάγ ς απού του πλυσιό» (τη μύτη σου να κλείσεις από τη βρομιά) η ποσότητα των βρόμικων ρούχων που έχουν συγκεντρωθεί για πλύσιμο: «εν έπλυνα τ πηρσμέν τ βδουμάδα τσι έχου τώρα δυο πλυσιές ρούχα» πλυσιάρ ς - σα - κου < πλυσιά (βλ. λ.) άπλυτος, ακάθαρτος, βρόμικος: «απού τότη που τουν βαφτίσαν έχ να πλυθεί η πλυσιάρ ς», «η πλυσιάρ σα (και πλυσιαριά) έχ τα μουρά τ ς τσι γυρίζιν άπλυτα τσι πλυσιάρκα» π νατσίδα (η) < πινακίδα < αρχ. πινακίς (μικρή πινακίδα) μτφ.: κόκαλο της ωμοπλάτης: «έπηση απ τ ν ηλιά τσι έσπαση τ π νατσίδα τ» πόνει ρ. < του πόνει < το (ό) επόνει < πονώ < πόνος μόνο στη φράση «η γριγιά του πόνει τ ς λάλει τσι του πόνει τ ς έληγη» (παροιμ.) (η γριά έλεγε και ξανάλεγε τον πόνο της, αυτό που την πονούσε, που την έκαιγε)

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 193 193 πουμπή πόρτα (η) < μσν. πόρτα < λατιν. porta είσοδος σε κλειστό χώρο, η θύρα 1. φρ.: «όχ(ι), πόρτα θα ση πιάσου!» (ειρων.: σιγά μην κρατήσω ανοιχτή την πόρτα και σου κάνω υποκλιση να περάσεις! δε θα σου χαριστώ!) 2. φρ.: «σαν τουν παλαβό μη τ πόρτα» (ενεργείς όπως ο παλαβός, που του είπαν να κλείσει την πόρτα και αυτός την έβγαλε, την πήρε στον ώμο του κι έφυγε) πόσ (το) < πόσι άγν. ετυμ. (η λέξη απαντάται σε προικοσύμφωνα ως βορειοηπειρωτική και ως βλάχικη ) μεταξωτό μαντίλι Πόσια έδιναν ως δώρο στους τεχνίτες στα γλιτώματα (βλ. λ.) της οικοδομής. Μέσα σε πόσια έστελναν οι κοπέλες κόκκινα αβγά στους γιαβουκλούδες τους. πούβητα επίρ. < μσν. πούπετα (ανομοίωση του π) πουθενά: «πούβητα ε θα πας!» πουδάρ (το) < ποδάρι < αρχ. ποδάριον το πόδι: «σ κουθήκαν τα πουδάρια, να δείριν του τσηφάλ» (παροιμ.) υποκορ. πουδαρέλ : «βαστάτη πουδαρέλια μ, να μη σας φα του χώμα» (παροιμ.) πουδαρώνου ρ. < ποδάρ-ι + -ώνω στέκομαι στα πόδια μου ανακτώ δυνάμεις ύστερα από αρρώστια πουλλουλουγήτ κους -κια -κου < πολλών + λογιών ο αποτελούμενος από πολλών λογιών (ειδών) μέρη: «πουλλουλουγήτ κα πλουμιά» πουμπή (η) < αρχ. πομπή < πέμπω μτφ.: κατηγόρια, ντροπή, αίσχος, μοιχεία: «ε βλέπ τ ς πουμπές υτ ς, μον θέλ να πει για τ ν άλλ!» διαπόμπευση, πόμπεμα. (Η διαπόμπευση -μοιχαλίδων γυναικών κυρίως- γινόταν με κούρεμα, μουντζούρωμα του προσώπου, και γύρισμα της διαπομπευόμενης μέσα στο χωριό πάνω σε γάιδαρο με φτυσίματα, γιουχαΐσματα, βρισιές και ρίψη αντικειμένων (κλούβια αβγά, ντομάτες). Η πομπή (διαπόμπευση) από την Αρχαιότητα πέρασε στο Βυζάντιο και διατηρήθηκε μέχρι τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Στους μικροκλέφτες κρεμούσαν τα κλεμμένα στο λαιμό τους και τους γύριζαν μέσα στο χωριό. Απόηχο της διαπόμπευσης αποτελούν οι εκ- Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 194 Π πουν κός 194 φράσεις: «μ τζουρουμέν, κουρημέν, γηβγηντ σμέν, θα ση γυρίσιν πα σ κούντουρ σ γαϊδάρ, θα στα κρημάσιν στου λιμό σ, θα ση παίξιν ντούντουρλου τσι του παγιαύλ κ.ά.» πουν κός -τσιά -κό < πονικός < πον-ώ + -ικός πονετικός, σπλαχνικός, που νοιώθει συμπόνια για τους άλλους: «πουν κός αδηρφός, πουν τσιά μάννα» πουρδουπλάδα (η) < πορδή + πουλάδα πλάσμα φανταστικό και ανύπαρκτο, που φανερώνει ανεκπλήρωτη υπόσχεση, υπόσχεση χωρίςαντίκρισμα: «- Ω μα (μάννα), τι θα μη φέρ ς απ του παναγύρ ; - μια πουρδουπλάδα μη τα κότσ να (κόκκινα) τα πουδάρια!» (τίποτα) πουρνό (το) < μεσν. πουρνόν < πωρνόν < πρωνόν < πρωινόν, ουδ. του μτγν. πρωινός πρωί: «πάητση (έφυγε) πουρνό- πουρνό στη δ λειά τσι ε τουν είδα καθιόλ» πουρπατ ξιά (η) < περπατησιά < περπατώ το (σωστό ) περπάτημα: «γέρους γάιδαρους, πουρπατ ξιά ε μαθαίν» (παροιμ.) πουρτόγαλου (το) (και προυτόγαλου)< μσν. πρωτόγαλα το πρώτο γάλα μετά τη γέννα. Το πρωτόγαλα των αιγοπροβάτων το έβραζαν και γινόταν σαν μυτζήθρα. Το είχαν για εκλεκτό γλύκισμαφαγητό. πουρτσιέλα (η) άγν. ετύμ. κωλοτούμπα: «έκανη πουρτσiέλης απ τ χαρά τ!» πουτ κουνύφ (η) < ποντικός + νύφη νυφίτσα, σκίουρος μτφ.: μικροκαμωμένη πονηρή γυναίκα πουτσουγκρουμένους -η -ο < μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. (από) τσιγκρώνου (βλ. λ.) πολύ μουτρωμένος, με «κρεμασμένα» μούτρα, θυμωμένος: «ήρτη πουτσουγκρουμένους, γιατί τσaκώθ τση μη τη γ ναίκα τ» πράμα (το) < αρχ. πρᾶγμα λόγος, είδηση, μυστικό: «α ση πω ένα πράμα, ε θα του πεις ση κανέναν;» το γεννητικό όργανο: «ω μα! η Γιάνν ς πιάν του πράμα τ!» πρασήγκουρας (ο) < αρχ. πρασοκουρίς < πράσον + αρχ. κουρίς (μηχανή για την «κουρά» των μαλλιών) γρυλλοτάλπη ή πρασοκουρίς, κοινώς πρασάγγουρας, κολοκυθοκόφτης

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 195 195 π στιά έντομο που ζει κάτω από το έδαφος. Ανοίγει μικρές στοές, κόβει τις ρίζες νεαρών φυτών, που έτσι καταστρέφονται πρινάρ (το) < μσν. πρινάριον < αρχ. πρίν-ος + υποκορ. επθμ. -άριον πουρνάρι: «ούλ τ μέρα έκουβγα πρινάρια» προυσφουλώ ρ. < προς + φώλι βάζω το μικρό δάχτυλο στον πισινό της κότας, για να δω αν έχει έτοιμο αβγό να γεννήσει προυταλάτ ς (ο) < πρωτολάτης < πρωτο + ελαύνω (βατεύω) νεαρό κριάρι ή τραγί, που «ελαύνει» (πηδά) για πρώτη φορά, αναλαμβάνοντας κυρίαρχο ρόλο στο κοπάδι προυτσιέρνου ρ. (αόρ. πρόκανα) < προκέρνω < αρχ. προκάμνω 1. προλαβαίνω, προφταίνω: «ε προυτσιέρνου να μαζώξου τ ς ηλιές» 2. μαρτυρώ, προδίνω, σπεύδω να φανερώσω κάποιο μυστικό που μου έχουν εμπιστευθεί: «σ είπα πους του Μαρίγ θα χουρήσ, τσι πήγης τσι του πρόκανης στ μάννα σ» πρυγιόβουλους (ο) < πυριόβουλους < πυρόβολος μεταλλικός χαλκάς, που με «τσιάκτισμα» στην «τσιακμακόπετρα» (βλ. λ.) παρήγαγε σπίθα, με την οποία άναβε η ίσκα πρώμα επίρ. < πρώιμα < αρχ. πρώιμος < πρωί νωρίς, πριν από τον συνηθισμένο χρόνο: «πρώμα-πρώμα φέτους γίναν τα σταφύλια» π σσ νουβρασμένους -η -ου < πίσσα + βρασμένος (μτχ. παθ. πρκμ. του ρ. βράζω) ο αμαρτωλός που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, θα βράζει για τιμωρία του στον Άλλο Κόσμο μέσα σε καζάνια πυρακτωμένης πίσσας (πρβλ. την κατάρα: «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») π σσόσκατους -η -ου < πίσσα + σκατά ο αμαρτωλός, ο κολασμένος, που, κατά τη λαϊκή αντίληψη, στον Άλλο Κόσμο η ψυχή του θα βράζει για τιμωρία του μέσα σε πίσσα και σκατά. (πρβλ. την κατάρα «πίσσα τσι σκατά να βράγ ς») μτφ.: ο σατανάς π σσούδ (το) < πίσσ-α + υποκορ. επθμ. -ούδι μαύρο σαν πίσσα φρ: «όξου είνι π σσούδ» (έξω είναι πολύ σκοτεινά, η νύχτα είναι μαύρη σαν πίσσα) π στιά (η) < αρχ. ὀπισθία δερμάτινη ζώνη στα οπίσθια του Π

Π (181-196):Layout 1 4/3/2011 11:38 μ Page 196 Π π τάρ 196 ζώου, που συγκρατεί το σαμάρι στη θέση του λογοπαίγνιο: «άμα δε του πιστεύγ ς, βάλη μια π στιά» π τάρ (το) (πληθ. τα π τάρια) < πιτάρι < πίτ-α + υποκορ. επθμ. -άριο μικρή πίτα: «π τάρια χαλβά, κουλουτσ θόπ ταρα, αχλιουπ τάρ» π τσί (το) < πουγκί < μσν. πουγγί-ον < υποκ. του πούγγα (η) μικρό σακουλάκι από ύφασμα ή δέρμα για φύλαξη χρημάτων, που το κρεμούσαν στο λαιμό με κορδόνι, το πουγκί : «γω του π τσί μ το χου μες τουν κόρφου μ» πυρήνα (η) < μσν. πυρήνη τα υπολείμματα από το άλεσμα του ελαιόκαρπου, καύσιμη ύλη για τα μαγκάλια (βλ. λ.) πύρ να (τα) (ουσιατικοπ. επίθετο με παράλειψη του ουσιαστικού δάκρυα) < αρχ. πύρινος (μτφ.) μαύρα, πικρά, καφτά: «θα παγαίνου τσι θα κλαις τα πύρ να σ» πυρουκουτσνίζου ρ. αμετ.: < πυροκοκκινίζω < πυρ + κοκκινίζω γίνομαι κατακόκκινος σαν τη φωτιά και καίνε τα μάγουλά μου (από θυμό, ντροπή κτλ.) πυρουλαντίζου ρ. < πυρ + πιθ. αρχ. ἐλαύνω γίνομαι κατακόκκινος από ενοχή, ντροπή, θυμό κτλ.: «είχη χησμέν τ φουλιά τ τσι πυρουλάντ ση μόλις τουν πήραν χαμπάρ» πυρουλάντ σμα (το) < πυρουλαντίζου (βλ. λ.) έντονο κοκκίνισμα του προσώπου από ντροπή, οργή, χαρά κτλ. πυρουμάχ (το) < πυρ + μάχομαι πρόχειρη κατασκευή στο ύπαιθρο για άναμμα φωτιάς και ψήσιμο φαγητού (πρβλ. λ. πυρίμαχος = αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες) πυρουστιά (η) < μσν. πυροστία < πυρεστία < πυρ + αρχ. ἑστία μεταλλικός τρίποδας πάνω από τη φωτιά, στον οποίο τοποθετούσαν το σκεύος για το ψήσιμο του φαγητού πυρώνου -ουμι ρ. < μσν. πυρώνω < αρχ. πυρῶ ζεσταίνω, ζεσταίνομαι: «έλα κουντά στ φουτιά να πυρουθείς» πυτιά (η) < αρχ. πυτία μαγιά για πήξιμο γάλακτος. Όταν έσφαζαν αρνάκι γάλακτος, κρατούσαν το στομάχι του με το περιεχόμενό του, το αποξέραιναν και το χρησιμοποιούσαν στην πήξη του γάλακτος και την παρασκευή τυριού

Ρ (197-199):Layout 1 4/3/2011 12:04 μμ Page 197 Ρ ραβδίζου ρ. < αρχ. ῥαβδίζω χτυπώ με μακρύ ραβδί (ντιμπλί ή ντέμπλα, βλ. λ.) τα κλαδιά δέντρων (ελιάς, αμυγδαλιάς κτλ.) για να πέσει ο καρπός ραβδιστής (ο) < μτγν. ραβδιστής ο εργάτης που ραβδίζει (κυρίως) τις ελιές ράβδους (του) < ράβδος (όπως το θέρος) το ράβδισμα, η εργασία (και η τεχνική) του ραβδίσματος: «του Γληγόρ ησυχία, άνεση, ανεμελιά, τεμπελιά, χουζούρι: «ηύρη του ραχάτ υτ» ραχατλής (ο) < ραχάτ-ι + -λής άνθρωπος που του αρέσει το ραχάτι ραχταρέλια (τα) < υποκορ. του ράχτα (βλ. λ.) μικρά ράχτα γειτονιά του χωριού (Βασιλικά) κοντά στην «Απάνου Αγουρά», όπου υπήρχαν δυο μεγάλοι ριζιμιοί βράχοι ράχτο (το) < αρχ. επίθ. ῥακτός (κρημνώδης, απότομος, τραχύς) ε τουν φτάν κανείς στου ριζιμιός μεγάλος βράχος ράβδους» η εποχή που ραβδίζουν (κυρίως) τις ελιές: «αρχίν ση του ράβδους τσι δε βρίσ τσ ς έναν ραβδιστή» ραίνου ρ. (αόρ. έ-ραν-α) < αρχ. ῥαίνω ρίχνω πάνω σε κάποιον π.χ. ανθόνερο, ρύζι, ροδοπέταλα κτλ.: «ράναν τουν Πιτάφιου», «ράναν του γαμπρό» ράμμα (το) < αρχ. ῥάμμα μακρύ ανθεκτικό νήμα (σπάγκος), που χρησιμοποιούσαν οι χτίστες χια τις ευθυγραμμίσεις των τοίχων ραχάτ (το) < ραχάτι < τουρκ. rahat ρέχα (η) < αρχ. ῥέγχω (φυσώ, ροχαλίζω) ροχάλα, φλέμα ρημπεύγουμι ρ. < άγν. ετυμ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, καμαρώνω: «η ξ πασμέν, ρημπεύγητι σα να νι αυτή τσι όχ άλλ» ρητσέλ (το) τουρκ. recel (γλυκό) κομμάτια κολοκύθας ή κυδωνιού βρασμένα μέσα σε πετιμέζι ρόβους (ο) < αρχ. ὄροβος είδος δημητριακού για τροφή των ζώων, το ρόβι

Ρ (197-199):Layout 1 4/3/2011 12:04 μμ Page 198 Ρ ρόγκους 198 ρόγκους (ο) < άγν. ετυμ. είδος φαγητού από αλεύρι, λάδι και κρεμμύδια ρόζους (ο) < πιθ. αρχ. ὄζος (κλαδί, κόμβος στον κορμό ή μέσα στο ξύλο του δέντρου) σκλήρυνση του δέρματος (κάλος) κυρίως στις παλάμες: «απ τουν καζμά, γημίσαν τα χέρια μ ρόζ» ρουγίδ (το) 1. < ρωγίδι < υποκ. ρώγ-α + -ίδι (μικρή ρώγα σταφυλιού) 2. < ρογίδι < μτγν. ῥοΐδιον < υποκορ. του αρχ. ῥοιά (μικρό ρόδι) η γνωστή μικρή αράχνη, που το σώμα της μοιάζει με μικρή ρώγα σταφυλιού ή με μικρό ρόδι.ο ιστός της είναι γνωστός και ως ρογιά ρουδάν (το) < αρχ. η ῥοδάνη εργαλείο με σχήμα τροχού με το οποίο τύλιγαν την κλωστή από την ανέμη στα μασούρια επειδή κατά το τύλιγμα της κλωστής το ροδάνι έβγαζε ασταμάτητα ήχο, η φράση «πάει η γλώσσα τ ρουδάν» σημαίνει πως κάποιος μιλάει ασταμάτητα, είναι πολύ φλύαρος ρουδανίζου ρ. < ροδάν-ι + -ίζω τυλίγω με το ροδάνι την κλωστή στα μασούρια ρουζιάζου ρ. < ρόζ-ους (βλ. λ.) + -ιάζω γεμίζω ρόζους μτχ. παθ. πρκμ. ρουζιασμένους: φρ.: «ρουζιασμένα χέρια, αγιασμένα χέρια» ρουμάν (το) < τουρκ. orman (δάσος) 1. μέρος με πυκνή θαμνώδη βλάστηση, λόγκος 2. ονομασία παλιού εθίμου του χωριού (Βασιλικά Λέσβου), αντίστοιχο της αρχαίας ειρεσιώνης. Τη Μ. Πέμπτη τα παιδιά περιέφεραν ένα κλαδί δάφνης στολισμένο με χρωματιστά «βαλάδια» και, τραγουδώντας ένα χελιδόνισμα ονομαζόμενο και αυτό ρουμάνι, ζητούσαν από τη νοικοκυρά να τους δώσει κόκκινα αβγά και άλλα φιλέματα ρουμπί (το) < ρουμπίνι < γαλλ. Rubin ρουμπινί, που έχει το χρώμα του ρουμπινιού ρουπάδα (η) < μσν. δρούπ-α + -άδα < μτγν. δρύπ-πα ελιά (καρπός), που ωριμάζει πάνω στο δέντρο και μαζεύεται όταν πέφτει χάμω (χαμάδα), αλλιώς και θρούμπα, επειδή αρωματίζεται με το φυτό θρούμπος (ή θρούμπι) (βλ. λ.)