ΔΙΔΑΚΤΚΗ ΠΟΙΗΣΗ. Ένας από τους σηµαντικότερους

Σχετικά έγγραφα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΕΠΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ

Οι ρίζες του δράματος

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Εισαγωγικά στην αρχαία Ελληνική ιστοριογραφία

Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ (Μέρος Β )

ΓΕΩΜΕΤΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΘΟΔΟΣ ΤΩΝ ΔΩΡΙΕΩΝ ΜΕΤΑΚΙΝΗΣΗ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ ΕΙΛΩΤΕΣ-ΠΕΡΙΟΙΚΟΙ. 11ος αι. 8 ος αι.π.χ.

Η φιλοσοφία και οι επιστήμες στα Αρχαϊκά χρόνια. Μαριάννα Μπιτσάνη Α 2

Μύθοι. Τοπικοί μύθοι Η ανάγκη των ανθρώπων οδήγησε στη δημιουργία μύθων

ΕΠΑΝΑΛΗΨΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗΣ :ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΧΡΟΝΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΣΥΝΘΕΣΗΣ ΤΩΝ ΟΜΗΡΙΚΩΝ ΕΠΩΝ

Οι Πυθαγόρειοι φιλόσοφοι είναι μια φιλοσοφική, θρησκευτική και πολιτική σχολή που ιδρύθηκε τον 6ο αιώνα π.χ από τον Πυθαγόρα τον Σάμιο στον Κρότωνα

Χαρακτηριστικές εικόνες από την Ιλιάδα του Ομήρου

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ (σελ.84-97) Α. Βασιλεία α. Δικαίωμα να ψηφίζουν για ζητήματα της πόλης είχαν όλοι οι πολίτες, ακόμα και οι πιο φτωχοί

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΠΑΓΚΑΛΟΣ. Συντροφιά με την Κιθάρα ΕΚΔΟΣΗ: ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΙΕΡΟΥ ΝΑΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΡΙΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

1 Αρχαία γενικής παιδείας ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΗΣ «ΑΝΤΙΓΟΝΗΣ»

ΟΜΗΡΙΚΑ ΕΠΗ: ΟΔΥΣΣΕΙΑ

ΣΑΑΝΤΙ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ: «Ο ΚΗΠΟΣ ΜΕ ΤΑ ΡΟΔΑ» ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΑΔΑΜ

ΑΡΧΑΪΚΗ ΕΠΟΧΗ ΤΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ Η ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΟΙΗΣΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

«ΕΛΕΝΗ» ΕΥΡΙΠΙΔΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οδύσσεια Τα απίθανα... τριτάκια! Tετάρτη τάξη. Επαναληπτικές Ασκήσεις 2 ης ενότητας - Αρχαϊκά χρόνια. Αρχαϊκά Χρόνια

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ. «Μόνο γιατί µ αγάπησες» (Οι τρίλιες που σβήνουν, 1928, σελ σχολικού βιβλίου) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ

Θεογονία: Πώς ξεκίνησαν όλα.

Ίωνες Φιλόσοφοι. Οι σημαντικότεροι Ίωνες φιλόσοφοι επιστήμονες

ιονύσιος Σολωµός ( )

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Πρόλογος 5. Πρόλογος

Τσώτα Ελένη και Στρατηγοπούλου Δήμητρα

Αρχαίοι Σπαρτιάτες Ποιητές και Φιλόσοφοι

ΑΓΑΠΩ ΤΟΥΣ ΗΡΩΕΣ Οι 300 του. Λεωνίδα. και οι επτακόσιοι Θεσπιείς. Κείμενα: Αναστασία Δ. Μακρή Εικόνες: Μιχάλης Λουκιανός

ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΦΥΣΗ - ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟ ΕΤΟΣ

Σύλλογος Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας «σὺν Ἀθηνᾷ»

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ: ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΚΑΙ ΠΑΡΟΧΗ ΤΩΝ ΚΡΑΤΩΝ ΜΕ ΣΤΟΧΟ ΤΗΝ ΕΥΕΞΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΖΩΗΣ

Ποιος φταίει; (Κυριακή του Τυφλού)

Το φως αναφέρεται σε σχετικά έντονο βαθμό στη μυθολογία, τόσο στην ελληνική όσο και στη μυθολογία άλλων αρχαίων λαών που το παρουσιάζουν σε διάφορες

Ερωτήσεις ανοικτού τύπου

Πρόταση Διδασκαλίας. Ενότητα: Γ Γυμνασίου. Θέμα: Δραστηριότητες Παραγωγής Λόγου Διάρκεια: Μία διδακτική περίοδος. Α: Στόχοι. Οι μαθητές/ τριες:

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

Κείμενα - Εικονογράφηση. Διονύσης Καραβίας ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Πολιτιστική διαδρομή στην Κάτω Ιταλία

Η συγγραφέας Πένυ Παπαδάκη και το «ΦΩΣ ΣΤΙΣ ΣΚΙΕΣ» Σάββατο, 21 Νοεμβρίου :20

Ελληνιστική Περίοδος Πολιτισμός. Τάξη: Α4 Ονόματα μαθητών : Παρλιάρου Βάσω Σφήκας Ηλίας

Τίτλος Μαθήματος: Αρχαία Ελληνική Θρησκεία και Μυθολογία

τι είναι αυτό που κάνει κάτι αληθές; τι κριτήρια έχουμε, για να κρίνουμε πότε κάτι είναι αληθές;

Από τις «Άγριες θάλασσες» στην αθανασία, χάρη στο νέο βιβλίο της Τέσυ Μπάιλα


Ένα γόνιμο μέλλον. στο παρόν και πνευματικές ιδιότητες που εκδηλώνουν οι Έλληνες όταν κάνουν τα καλά τους έργα

Μελέτη Ελληνισμού ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΣΕΜΙΝΑΡΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΟΦΙΛΟΣΟΦΙΚΟΥ ΛΟΓΟΥ ΚΥΚΛΟΣ ΚΖ. ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟ ΦΙΛΟΣΟΦΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ [

Κατανόηση προφορικού λόγου

Υπεύθυνη καθηγήτρια: κα. Π. Γιαννακοπούλου Μαθήτριες: Ασσάτωφ Άννα, Μιχαλιού Μαντώ, Αργύρη Μαρία, Τσαουσίδου - Πετρίτση Σοφία Τμήμα: Α3

ΤΖΑΛΑΛΑΝΤΙΝ ΡΟΥΜΙ. Επιλεγμένα ποιήματα. Μέσα από την Αγάπη. γλυκαίνει καθετί πικρό. το χάλκινο γίνεται χρυσό

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Σύγχρονο Λαϊκό Πανεπιστήμιο Δήμου Νέας Σμύρνης

ΟΜΗΡΙΚΗ ΕΠΟΧΗ (

ΣΚΗΝΙΚΑ. Η ιστορία διαδραματίζεται έξω από το σπίτι της Μήδειας στην Κόρινθο. Άρα σκηνικό θα είναι η πρόσοψη του σπιτιού.

ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΡΗΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΕΠΙΓΡΑΜΜΑΤΑ

ΣΟΦΟΚΛΗΣ. Επιμέλεια: Αγκιλάρ Νίκη - Γλάρου Αναστασία. 2 ο Γυμνάσιο Μελισσίων. Σχολικό Έτος Τμήμα Γ1, Α Τετράμηνο ΔΡΑΜΑΤΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΟΔΥΣΣΕΙΑ: ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ ΚΑΙ ΑΦΗΓΗΜΑΤΙΚΕΣ ΤΕΧΝΙΚΕΣ

ISBN

ΓΝΩΣΤΙΚΟ ΑΝΤΙΚΕΙΜΕΝΟ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΤΥΡΑΝΝΟΣ ΤΑΞΗ: Β ΛΥΚΕΙΟΥ. Οι μαθητές και οι μαθήτριες να είναι σε θέση να:

Διδακτικοί Στόχοι. Να διαµορφώσουµε µια πρώτη εικόνα για τον Μενέλαο, τον άλλο βασικό ήρωα του δράµατος.

Σήμερα επηρεάζει έντονα Κίνα, Ιαπωνία, ανατολική και νοτιοανατολική Ασία.

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ Ι. Το δράμα ΙΙ. Η τραγωδία

ΜΥΘΟΣ, ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΊΑ,ΑΝΑΠΑΡΑΣΤΑΣΗ ΘΕΏΝ

Έπος σημαίνει: λόγος, διήγηση και ειδικότερα αφηγηματικό ποίημα με περιεχόμενο μυθολογικό, διδακτικό, ηρωικό.


Οδύσσεια Τα απίθανα... τριτάκια! Tετάρτη τάξη. 3 Ο ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΜΑΘΗΜΑ ΙΣΤΟΡΙΑΣ Οι Περσικοί Πόλεμοι (κεφ ) Οι Περσικοί Πόλεμοι (κεφ.

Πλάτωνος Βιογραφία Δευτέρα, 23 Μάιος :55

ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΑΔΑ ΑΓΓΕΛΗ ΕΥΓΕΝΙΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΒΙΛΛΗ ΕΦΗ ΓΕΩΡΒΑΣΙΛΗ ΤΖΟΥΛΙΑ

ΑΝΘΟΛΟΓΙΟ ΑΡΧΑΪΚΗΣ ΛΥΡΙΚΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (Θεωρητικής Κατεύθυνσης)

ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Επιµέλεια: Μαρία Γραφιαδέλλη

ΜΑΘΗΜΑ 11 Ο Η ΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΙΑ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗ:

ΘΩΜΑΣ ΑΚΙΝΑΤΗΣ

Μουσική και Μαθηματικά!!!

Γιάννης Ρίτσος: Ανυπόταχτη Πολιτεία (Κ.Ν.Λ. Γ Λυκείου, σσ )

Πολιτεύματα Πολιτειακές εξελίξεις

ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ ΕΡΕΤΡΙΑΣ ΑΙΩΝΙΟ ΦΩΣ

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

32. Η Θεσσαλονίκη γνωρίζει μεγάλη ακμή

Επιστολή : Νεοελληνική Γλώσσα για το Γυμνάσιο

13Κ7: Εισαγωγή στην Ιστοριογραφία. Ηρόδοτος (Α Εξάμηνο) 13Κ31_15: Ηρόδοτος - Θουκυδίδης Ξενοφών (Δ Εξάμηνο)

ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΜΕ ΤΑ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑ ΤΟΥ JOSTEIN GAARDER

Η δημιουργία του ανθρώπου

Η ΥΠΕΥΘΗΝΗ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: Αλεξανδρή Ελευθερία. Η ΕΛΙΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ: Δημαράκης Κοσμάς Δράκου Άννα Καίρης Μάριος Κομίνη Ιωάννα Σουλάνδρος Τάσος

Η φιλοσοφία και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι

Πέρσες και Έλληνες. υο κόσ'οι συγκρούονται

ΠΡΟΛΟΓΟΣ: 1 η σκηνή: στίχοι 1-82

Κεφάλαιο: Ονοματεπώνυμο Μαθητή: Ημερομηνία: 20/11/2017 Επιδιωκόμενος Στόχος: 70/100. Ι. Μη λογοτεχνικό κείμενο

μακέτα δημοτικό τραγουδι.qxp_layout 1 5/12/16 11:22 π.μ. Page 3 ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Γεννήθηκε το 1883 στο Ηράκλειο της Κρήτης Υπήρξε φιλόσοφος, ποιητής, θεατρικός συγγραφέας Έργα: µυθιστορήµατα, ποίηση, θεατρικά,

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Αρχαϊκή εποχή. Πότε; Π.Χ ΔΕΜΟΙΡΑΚΟΥ ΜΑΡΙΑ

ΣΧΕΔΙΑΓΡΑΜΜΑ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΑ

Αίγυπτος, Βαβυλωνία : επιγραφές, έγγραφα. Σκοπός : απαθανάτιση : κατορθώµατα/επιτεύγµατα ηγεµόνων.

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Α1. Η επίδραση του Ευρωπαϊκού Ρομαντισμού είναι πρόδηλη στο έργο του

Να συμπληρώσετε κάθε μια από τις προτάσεις 1, 2, και 3 επιλέγοντας τη σωστή

Transcript:

ΔΙΔΑΚΤΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Ως οµηρικοί «Ύµνοι» ή «Προοίµια» έχουν παραδοθεί 33 ποιήµατα, τα οποία ατόπως αποδίδονταν στον Όµηρο. Αµφίβολη παραµένει η άποψη ότι ένα ή δύο από αυτά είναι έργα του ίδιου του Οµήρου, κυρίως γιατί έχουν συντεθεί µε το ίδιο ύφος και την ίδια στιχουργική µε το οµηρικό έπος. Είναι πολύ πιθανόν να υπήρχαν ύµνοι πριν από τον Όµηρο, αλλά τα ποιήµατα που διασώθηκαν φαίνεται να έχουν γραφτεί κατά τον 7ο αιώνα π.χ., µερικά ίσως και κατά τον 6ο αιώνα π.χ. Ο όρος «Προοίµια» προσδιορίζει και τη λειτουργική σηµασία των ποιηµάτων. Ήταν φυσικό οι ραψωδοί, πριν από την απαγγελία µιας οµηρικής περικοπής, να επικαλούνται τη βοήθεια µιας θεότητας και να παρεµβάλουν έναν σύντοµο µύθο, σχετικό προς τον υµνούµενο θεό. Έτσι, ο ύµνος, παράλληλα µε τον προοιµιακό του χαρακτήρα, απέκτησε και αυτοτέλεια. Από τους Ύµνους τέσσερις είναι οι πιο σπουδαίοι: οι Ύµνοι της Δήµητρας, του Απόλλωνα, του Ερµή και της Αφροδίτης. Γενικώς, η ποιητική ουσία των Ύµνων είναι αµφίβολη. Άλλοι διαπνέονται από βαθύ θρησκευτικό συναίσθηµα και άλλοι αναφέρονται στις ερωτικές περιπέτειες των θεών. Ο Ύµνος στη Δήµητρα, για παράδειγµα, διακρίνεται για µια θρησκευτικότητα σεµνοπρεπή, σχεδόν ιερατική. Αφηγείται την αρπαγή της κόρης της Δήµητρας από τον Άδη, τον θεό του Κάτω Κόσµου. Ο Ύµνος του Απόλλωνα προοριζόταν, κατά πάσα πιθανότητα, για απαγγελία. Υµνεί τη γέννηση του θεού στη Δήλο. Υπάρχει άνεση και χάρη στο ποίηµα, παράλληλα όµως µε κάποια ψυχρότητα. Ο ποιητής του Ύµνου της Αφροδίτης υµνεί τη γέννηση της θεάς και στη συνέχεια διηγείται πολλές και χαριτωµένες λεπτοµέρειες από την ένωση της θεάς µε τον Τρωαδίτη Αγχίση. Αν και το θέµα είναι τολµηρό, ο ποιητής κατορθώνει να περισώσει το θεϊκό µεγαλείο. Τέλος, ο Ύµνος του Ερµή διακρίνεται για την πρωτοτυπία της έµπνευσης και το χιούµορ. Ένας από τους σηµαντικότερους οµηρικούς Ύµνους που Ο Ησίοδος Μετά τους σκοτεινούς αιώνες (10ος-8ος αιώνας π.χ.), που ακολούθησαν την κάθοδο των Δωριέων, αρχίζει σιγά-σιγά να ετοιµάζεται η αναγέννηση που θα θέσει τέλος στον τραχύ Μεσαίωνα και θα οδηγήσει στην άνθηση του 8ου αιώνα π.χ. Σε όλη τη διάρκεια του ελληνικού Μεσαίωνα οι πιέσεις των ευγενών θα παραγκωνίσουν τους βασι-

λείς. Έτσι, οι ευγενείς θα αποτελέσουν τη βασική οικονοµική και κοινωνική µονάδα του ελληνικού χώρου και στυγνά θα εκµεταλλευτούν τον ιδρώτα και τον µόχθο των πολλών. Εκφραστής αυτής της περιόδου γίνεται ο ποιητής Ησίοδος, που έζησε και µόχθησε στη µικρή πόλη της Βοιωτίας Άσκρα, κοντά στις Θεσπιές. Ο Ησίοδος γεννήθηκε στην αιολική Κύµη της Μικράς Ασίας. Η παράδοση αναφέρει το 846 και το 777 π.χ. ως έτη της γέννησης και του θανάτου του, αν και πολλοί από τους µελετητές πιστεύουν ότι έζησε έναν αιώνα νωρίτερα. Ο πατέρας του, κουρασµένος από τη φτώχεια, µετανάστευσε στην Άσκρα, την οποία ο ποιητής περιγράφει ως «αθλίαν τον χειµώνα, ανυπόφορον το καλοκαίρι και ποτέ καλήν». Στις πλαγιές του Ελικώνα, περιφερόµενος ως βοσκός, ονειρεύτηκε ότι οι Μούσες ενεφύσησαν στο σώµα του την ψυχή της ποίησης. Άρχισε, λοιπόν, να γράφει ποιήµατα, να τραγουδά και να κερδίζει βραβεία. Πρώτα-πρώτα συνέθεσε µια Θεογονία ή γενεαλογία των θεών, από την οποία έχουν διασωθεί χίλιοι συναρπαστικοί στίχοι: «Από τις Μούσες τις Ελικώνιες ας αρχίσουµε το τραγούδι... Αυτές λοιπόν δίδαξαν στον Ησίοδο το ωραίο τραγούδι, σαν έβοσκε τα πρόβατά του κάτω από τον Άγιο Ελικώνα και τούτον πρώτα-πρώτα οι θέαινες µου είπαν τον λόγο οι Μούσες του Δία, που κρατάει την καταιγίδα, οι Ολύµπιες κόρες: Βοσκοί που ζείτε στους αγρούς, σεις θλιβερά ντροπιάσµατα, κοιλιές µονάχα! Ξέρουµε ψέµατα πολλά να λέµε όµοια µ αλήθειες, µα ξέρουµε, όταν θέλουµε, κι αλήθειες να ιστορούµε. Έτσι του Δία του µεγάλου οι κόρες είπαν που το στόµα τους δεν σφάλει και µου δώσανε τη χάρη σκήπτρο εξαίσιο, δάφνης µεγαλόβλαστης κλαρί να δρέψω και το θεσπέσιο µου ενέπνευσε τραγούδι, να µπορώ να ψάλλω και όσα στο µέλλον θα γενούν και όσα πέρασαν και των µακάρων να ανυµνώ το γένος µε πρόσταξαν που αιώνια ζούνε κι αυτές τις ίδιες πρώτα-πρώτα και στερνά πάντα να ψάλλω». (Θεογονία 1-2, 22-34, µτφρ. Π. Λεκατσά) Ο πρόλογος αυτός του έργου διαπνέεται από βαθιά θρησκευτική πίστη. Οι Μούσες για τον ποιητή δεν είναι ψυχρές αλληγορίες αλλά παντοδύναµες θεές, στις οποίες χρωστά την έµπνευσή του. Στη συνέχεια διηγείται τις γενεαλογίες των θεών, αρχίζοντας από το Χάος, τη Γη και τον Έρωτα. Πρόκειται, λοιπόν, για ένα είδος «Γενέσεως» Κοσµογονικής και Θεογονικής, που εµψυχώνεται για µια ειλικρινή διάθεση και σε ορισµένα Προτοµή του ποιητή Ησίοδου, πατέρα της διδακτικής ποίησης,

σηµεία από µια ποίηση προσωπική και πρωτότυπη. Αλλά εάν η Θεογονία ανήκει πραγµατικά στον Ησίοδο, έχει συντεθεί πριν από το ποίηµα Έργα και Ηµέραι, έργο στο οποίο ο ποιητής συσσωρεύει τους καρπούς της πιο µεγάλης πείρας του ώριµου ανθρώπου. Το ποίηµα έχει τη µορφή µιας µακράς επιπλήξεως και συµβουλής προς τον αδελφό του ποιητή, Πέρση, ο οποίος εµφανίζεται τόσο παράδοξα και πιθανόν να αποτελεί φιλολογικό τέχνασµα: «Τώρα θα σου µιλήσει µε καλή πρόθεση, άπειρε και ανόητε Πέρση». Ο Πέρσης εξαπάτησε τον Ησίοδο και έλαβε την πατρική κληρονοµιά. Έτσι, ακολουθεί στο ποίηµα το πρώτο γνωστό κήρυγµα για την αξιοπρέπεια της εργασίας, την τιµιότητα, τον µόχθο, τη λιτότητα, ως αντίδοτο της πολυτέλειας: «Μπορείς να διαλέξεις εύκολα τη διαστροφή, αλλά µπροστά µας οι θεοί έθεσαν τον ιδρώτα του µόχθου». Και ο ποιητής θέτει τους κανόνες της γεωργίας, ορίζει τις ηµέρες της όργωσης, της σποράς, του θερισµού. Συµβουλεύει τον Πέρση να πίνει λίγο κατά το θέρος και να ντύνεται βαριά τον χειµώνα. Περιγράφει τους χειµώνες της Βοιωτίας και εύχεται για µία καλοχτισµένη καλύβα, κοντά στη σύντροφό του που τον αποζηµιώνει για το κακό που προκάλεσε η γυναίκα στον άντρα, οµιλεί µε τόση δριµύτητα εναντίον των γυναικών που, όπως παρατηρεί ο W. Durent, θα πρέπει να ήταν άγαµος ή χήρος, για να αποδώσει όλα τα δεινά στην ωραία Πανδώρα. Ο µύθος της Πανδώρας διδάσκει ότι ο άνθρωπος πρέπει συνεχώς να εργάζεται για να βελτιώσει τη θλιβερή µοίρα που έταξαν γι αυτόν οι θεοί. Γιατί ο Δίας, τον οποίο ξεγέλασε ο Προµηθέας προσφέροντας τη φωτιά στους ανθρώπους, κατασκευάζει την Πανδώρα και τη στέλνει στη γη, φέρνοντας ένα πιθάρι µαζί της στους µέχρι τότε ευτυχισµένους θνητούς. «Μα η γυναίκα, βγάζοντας µε τα χέρια της το µεγάλο βούλωµα του πιθαριού, το σκόρπισε και στους ανθρώπους έφερε βαριές θλίψεις. Μονάχη η Ελπίδα έµεινε εκεί µέσα, στην άσπαστη φυλακή της, κάτω από τα χείλη του πιθαριού, ούτε πέταξε έξω γιατί πρόφτασε η Πανδώρα και έβαλε το βούλωµα του πιθαριού µε τη θέληση του Δία του νεφελοσυνάχτη που κρατάει την αιγίδα. Κι άλλα µύρια πάθια γυρίζουν ανάµεσα στους ανθρώπους γιατί είναι γεµάτη η γη, γεµάτη η θάλασσα από κακά κι οι αρρώστιες πάνε όπως θέλουν στους ανθρώπους, άλλες νύχτα και άλλες µέρα, κακά στους ανθρώπους φέρνοντας αµίλητες, γιατί τους αφαίρεσε τη µιλιά ο συνετός Ζευς. Έτσι δεν υπάρχει Ο Ησίοδος επικαλείται στη «Θεογονία» του τις Μούσες, τις

τρόπος να ξεφύγει κανένας τις βουλές του Διός». (Έργα και Ηµέραι, 34-101, µτφρ. Π. Λεκατσά) Από δω και πέρα αρχίζει η πτώση των ανθρώπων από το χρυσό γένος στο αργυρό, και από κει στο γένος των ηρώων και, τέλος, στο σιδερένιο που βιώνει ο ποιητής και η γενιά του. Αυτή είναι η θεολογία της ιστορίας, µε την οποία ο Ησίοδος εξηγεί την πενία και την αδικία της εποχής του. Αποκαλύπτει έτσι µε ωµή ειλικρίνεια τα δεινά της ελληνικής κοινωνίας κατά την εποχή του, την πενία των δούλων και των µικροκαλλιεργητών, την εκµετάλλευση από τους ευγενείς, τις σκληρές συνθήκες ζωής, τους µόχθους και τις θυσίες της εργατικής τάξης. Ο Όµηρος έψαλλε τους ήρωες και τους βασιλείς, ο Ησίοδος τους απλούς ανθρώπους. Μέσα από τους στίχους του υπόκωφη ακούγεται η βοή των επικείµενων επαναστάσεων των χωρικών, που έφεραν στην Αττική τις µεταρρυθµίσεις του Σόλωνα και την τυραννία του Πεισίστρατου. Αποδίδεται ακόµη στον Ησίοδο ο Γυναικών κατάλογος, το τελευταίο µέρος της Θεογονίας, το οποίο περιλαµβάνει κατάλογο των θεαινών που γέννησαν ανθρώπους. Μέρη αυτού του καταλόγου µνηµονεύονται ως Ἠοιαι. Το τρίτο αποδιδόµενο στον Ησίοδο ποίηµα είναι η Ασπίς του Ηρακλέους. Ο Ηρακλής παρουσιάζεται στο ποίηµα ως υπερασπιστής της απολλώνιας τάξης εναντίον του τέρατος Κύκνου. Κατά τον Albin Lesky «πρόκειται για ένα φανταχτερό κοµµάτι µε το οποίο ο ποιητής ήθελε να δώσει την περιγραφή της ασπίδας, από την οποία οραµατίστηκε το ποίηµα. Αυτό σηµαίνει ανταγωνισµό προς τον Όµηρο ενώ όµως η ασπίδα του Αχιλλέα συλλαµβάνει στις σκηνές της την ποικιλία της ζωής, στην Ασπίδα του Ηρακλέους περιγράφονται τα δεινά του πολέµου και συγκεντρώθηκαν οι δαίµονες της καταστροφής» (Lesky, 1978 4, Ιστορία της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας, σελ. 167). Όσον αφορά στη γλώσσα και στη στιχουργία, ο Ησίοδος ακολούθησε την οµηρική παράδοση. Τα ποιήµατά του είναι, όπως η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, γραµµένα σε δακτυλικούς εξάµετρους στίχους και το ύφος, όπως και το λεξιλόγιο, οµηρικό. Σπάραγµα από το έργο του Ησίοδου «Γυναικών κατάλογος»

ΠΟΙΗΣΗ - ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ Λυρική ποίηση Η λυρική ποίηση συνδέεται µε τη µεγάλη ανάπτυξη της Ελλάδας, την εµπορική της άνθηση, την αποικιακή εξάπλωση, τον οικονοµικό γιγαντισµό της, προπάντων όµως µε τη φιλελευθεροποίηση της πολιτικής ζωής. Είναι η περίοδος ανάµεσα στον 7ο και τον 5ο αιώνα π.χ., όπου ο ποιητής δεν είναι πια ο φτωχός αοιδός που ψυχαγωγεί τους κύκλους των ηγεµόνων τώρα είναι ο λογοτέχνης, ο οποίος θα εκφράσει µε ελεύθερο φρόνηµα τον παλµό της ζωής, την πνευµατική δράση της εποχής του, τη µέριµνα του πολίτη για τα κοινωνικά προβλήµατα. Με τη λυρική ποίηση, δηλαδή, ο καλλιτέχνης ποιητής θα εκφράσει µε τον στίχο την εσωτερική του ζωή, την προσωπικότητά του, αλλά και τους λαϊκούς πόθους. Λυρικό ονοµάστηκε ήδη από την αρχαιότητα κάθε ποίηµα που τραγουδιόταν βασικά µε συνοδεία λύρας (ή φόρµιγγας ή κιθάρας), αλλά πολλές φορές και µε αυλό. Δυστυχώς, όµως, ελάχιστα γνωρίζουµε για την αρχαία ελληνική µουσική. Γνωστοί είναι µόνο οι τρεις µουσικοί τρόποι: ο σοβαρός Δώριος, ο ευχάριστος και γρήγορος Λύδιος και ο ενδιάµεσος Φρύγιος, ενώ από τα µουσικά όργανα κυρίαρχη θέση κατείχε η λύρα, το αγαπηµένο όργανο του Απόλλωνα. Από την εποχή των αλεξανδρινών φιλολόγων γνωρίζουµε τη διάκριση της λυρικής ποίησης σε µονωδία και χορικό άσµα για το τελευταίο κάνει λόγο και ο Πλάτων στους Νόµους του. Η µονωδία πάλι χωρίστηκε στην ελεγεία, στον ίαµβο και στην ωδή. Λυρική ονοµάστηκε η ποίηση που τραγουδιόταν µε τη συνο- Η ελεγεία Στην αρχή είχε θρηνητικό χαρακτήρα και έµοιαζε µε τα γνωστά µοιρολόγια της δηµοτικής µας ποίησης. Τραγουδιόταν µε τη συνοδεία αυλού, που λεγόταν έλεγος, και η µορφή της αποτελούσε µικρή παραλλαγή του έπους, γιατί το ελεγειακό πεντάµετρο είχε αντικαταστήσει το δακτυλικό εξάµετρο, προκειµένου ο ποιητής να εκφράσει µε πιο λυρικό τρόπο την πολιτική και κοινωνική σκέψη του καιρού του ή τη θρησκευτική αφοσίωση και την πολεµική αρετή. Ο παλαιότερος και πρώτος µεγάλος ελεγειακός ποιητής ήταν ο Καλλίνος από την Έφεσο. Στα µέσα του 7ου αιώνα π.χ. µε µια πολεµική ελεγεία ξεσήκωσε τους συµπατριώτες

του εναντίον των Κιµερίων, άγριων λαών από την περιοχή της Μαύρης θάλασσας, που είχαν εισβάλει στην Ιωνία και τη λεηλατούσαν. Τα δύο αποσπάσµατα που σώζονται από αυτή την ελεγεία, περίπου είκοσι στίχοι, παρακινούν σε αντίσταση και αγώνα. Με τον Τυρταίο µεταφερόµαστε στη Σπάρτη την περίοδο του Β Μεσσηνιακού πολέµου (650 π.χ.). Σύµφωνα µε την παράδοση, ο Τυρταίος ήταν κουτσός και τον έστειλαν οι Αθηναίοι για να περιπαίξουν τους Σπαρτιάτες, όταν εκείνοι τους ζήτησαν βοήθεια. Από το έργο του Τυρταίου µε τίτλο Ὑποθῆκαι έχουν σωθεί µικρά αποσπάσµατα, τα οποία απηχούν τη δόξα του πολεµιστή, καθώς επιστρέφει νικητής, αλλά και την αξιοθρήνητη µοίρα των νικηµένων. Εξάλλου, η ελεγεία του Ευνοµία είχε σκοπό να συµφιλιώσει τους Λακεδαιµονίους, οι οποίοι φιλονικούσαν εξαιτίας των ατυχιών του πολέµου. Διαφορετικό ήταν το περιεχόµενο των ελεγειών του Μίµνερµου του Κολοφώνιου (περί το 630 π.χ.), ο οποίος έγραψε και πολεµικούς στίχους, αλλά έγινε ονοµαστός µε τις ερωτικές του ελεγείες. Στις δεύτερες τραγουδά τους πόθους και τις ανησυχίες της νιότης, τις χαρές και τις λύπες της ζωής. Ιδιαίτερα θρηνεί τη σύντοµη διάρκεια της νεότητας, τη φρίκη των γηρατειών και τον θάνατο. Υµνεί τον έρωτα, το µοναδικό αντίδοτο του θανάτου, και εύχεται «ό,τι είναι χαρωπό κι ωραίο να µην πεθαίνει». Το ποίηµα του Μίµνερµου Ναννώ έγινε για τους Αλεξανδρινούς και τους Ρωµαίους το πρότυπο της ερωτικής ελεγείας, ενώ ο ίδιος χαρακτηρίστηκε ως ο πατέρας της ελληνικής και της λατινικής ερωτικής ποίησης. Ο σοφός νοµοθέτης των Αθηναίων, Σόλων (639-559 π.χ.), γιος του Εξηστεκίδη, είναι ο πρώτος λυρικός ποιητής από την Αττική. Έγινε γνωστός µε την ειρηνική του µεταρρυθµιστική επανάσταση, µε την οποία παραχώρησε δικαιώµατα και στον λαό για την εκλογή των αρχόντων, ενώ κατόρθωσε και να συνδιαλλάξει το µεγάλο πλήθος του αθηναϊκού λαού µε τους ευγενείς. Γι αυτό και ο Αριστοτέλης τονίζει ότι µε τον Σόλωνα έχουµε τις αρχές της αθηναϊκής δηµοκρατίας. Ο Σόλων έγραψε ελεγειακούς αλλά και ιαµβικούς στίχους. Η ποίησή του έχει πολιτικό, ηθικό και φιλοσοφικό χαρακτήρα. Οι ιδέες του για τη θρησκεία και την ηθική εκφράζουν, κατά βάση, την εποχή του. Η ύβρις (= αλαζονεία), έλεγε, ωθεί τους ανθρώπους σε υπερβολές και αυθαιρεσίες, γι αυτό και η τιµωρία του Δία είναι αναπόφευκτη. Αυτή την αντίληψη τη βρίσκουµε αργότερα πιο έντονη στην αττική τραγωδία. Ο Σόλων, εξάλλου, είχε στραµµένο το νου του στο µέλλον πίστευε στην πρόοδο και αγωνιζόταν Ο Θέογνης από τα Μέγαρα, µέλος της αριστοκρατίας του

για τη συνεργασία των πολιτών, ώστε να αποφευχθούν οι αιµατοχυσίες και να µη στερηθεί η πόλη-κράτος πολλῶν ἀνδρῶν. Ευρισκόµενος ανάµεσα στις αντιµαχόµενες πολιτικές µερίδες ὡς λύκος ἐν κυσίν πολλήσιν (= σαν λύκος ανάµεσα σε πολλούς σκύλους), πίστευε πως η δικαιοσύνη στο τέλος κάθε προσπάθειας θριαµβεύει. Η ειλικρίνεια, η έµπνευση και η σαφήνεια ήταν τα γνωρίσµατα της ποίησης του Σόλωνα. Ο σηµαντικότερος ποιητής της γνωµικής ελεγειακής ποίησης είναι ο Θέογνις από τα Μέγαρα (545-492 π.χ.). Άνηκε στην τάξη των αριστοκρατών και υπήρξε θύµα του εµφυλίου πολέµου, από τον οποίο σπαράσσονταν τα Μέγαρα τον 6ο αιώνα π.χ. Στον Θέογνη έχει αποδοθεί µία συλλογή από 1.390 ελεγειακούς στίχους µε περιεχόµενο ηθικό, συµποσιακό και ερωτικό. Σήµερα η έρευνα δέχεται ότι πολλοί από τους στίχους αυτούς δεν ανήκουν στον Θέογνη, αλλά είναι ανθολογία από ποιητές που έζησαν πριν απ αυτόν και έως τα µέσα του 5ου αιώνα π.χ. Γι αυτό και τη συλλογή αυτή την ονοµάζουµε Θεογνίδεια. Τις ελεγείες του ο ποιητής τις απευθύνει σε κάποιον ευγενή νέο, τον Κύρνο τον Πολυπαΐδη, τον οποίο συµβουλεύει µε βάση τις παραδοσιακές ηθικές αντιλήψεις των αριστοκρατών. Χαρακτηριστικά των Θεογνιδείων είναι η λεπτή ευαισθησία, η απλή και ζωηρή έκφραση, η ακρίβεια στην περιγραφή και η ζωηρότητα των εικόνων. Αυτά φανερώνουν πηγαία έµπνευση και αξιόλογη τέχνη. Με τον Φωκυλίδη από τη Μίλητο (µέσα 6ου αιώνα π.χ.) κλείνει ο κύκλος των γνωµικών ελεγειακών ποιητών. Ωστόσο, για τον ποιητή αυτόν ελάχιστα γνωρίζουµε, αν και ήταν σύγχρονος του Θέογνη. Οι στίχοι του θυµίζουν την ποίηση του Ησίοδου, από τον οποίο, όπως φαίνεται, επηρεάστηκε σηµαντικά. Ο ίαµβος Η ιαµβική ποίηση έχει ρυθµό ανάλαφρο, πεταχτό και παιγνιώδη, γι αυτό και οι στίχοι αυτοί τέθηκαν στην υπηρεσία της λαϊκής σάτιρας. Οι ίαµβοι, δηλαδή, ήταν λαϊκά τραγούδια γεµάτα αστεία και πειράγµατα. Ωστόσο, οι ιαµβογράφοι ποιητές µε τους δηκτικούς στίχους τους επιχείρησαν να θίξουν κοινωνικά και πολιτικά προβλήµατα ή να καυτηριάσουν ελαττώµατα του λαού ή και επωνύµων πολιτών. Ο Αρχίλοχος από την Πάρο (α µισό του 7ου αιώνα π.χ.) ήταν ο πρώτος µεγάλος ιαµβογράφος που κατόρθωσε να εκφράσει µε απαράµιλλη δύναµη τα ανθρώπινα πάθη σε όλη τους την έκταση, από τον έρωτα έως τον σαρκασµό και το µίσος. Ο πατέρας του, Ο Αρχίλοχος ο Πάριος, κυριότερος εκφραστής της ιαµβι-

ο Τελεσικλής, ήταν ευγενής, αλλά η µητέρα του ήταν δούλη. Ο ίδιος αναγκάστηκε από τη φτώχεια του να φύγει από την Πάρο και να εγκατασταθεί στη Θάσο, την αποικία των Παρίων. Άνθρωπος µε δύσκολο χαρακτήρα, ο Αρχίλοχος ασχολήθηκε άλλοτε µε την εξόρυξη χρυσού στη Θάσο και άλλοτε µε τον πόλεµο. Σε µια εκστρατεία εναντίον των Θρακών Σαΐων έγινε ρίψασπις (πέταξε την ασπίδα) για να σωθεί, γεγονός για το οποίο διασκεδάζει µε ύφος αντιηρωικό σε µία ελεγεία του. Επιστρέφοντας στην Πάρο, µνηστεύθηκε τη Νεοβούλη, αλλά ο πατέρας της Λυκάµβης διέλυσε για άγνωστο λόγο τη µνηστεία. Τότε ο Αρχίλοχος καταφέρθηκε εναντίον της οικογένειας της Νεοβούλης µε τέτοιους σαρκαστικούς ιάµβους, ώστε κατά την παράδοση ολόκληρη η οικογένεια αυτοκτόνησε. Ο ποιητής σκοτώθηκε σε µια µάχη εναντίον των Ναξίων. Οι ιαµβικοί στίχοι του Αρχίλοχου έχουν χαρακτήρα πολύ προσωπικό, ζωντανό και απαλλαγµένο από κάθε συµβατικότητα. Ως δηµιουργός της λαϊκής σάτιρας δεν διστάζει µε καταπληκτική αθυροστοµία να χλευάσει τους πάντες. Οι αρχαίοι θαύµαζαν τον ποιητή και τον έβαζαν πλάι στον Όµηρο. Στη Γραµµατολογία φέρεται ως ο αντιπρόσωπος της αρχαίας ρεαλιστικής ποίησης και ως ο πρώτος «ποιητής του µίσους» στον δυτικό κόσµο. Ο Σηµωνίδης ο Αµοργινός (διαφορετικός από τον Σιµωνίδη τον Κείο) έζησε τον 7ο αιώνα π.χ. και έγραψε ιάµβους και ελεγείες. Από ένα µακροσκελές ιαµβικό ποίηµα που µας διέσωσε το Ανθολόγιο του Στοβαίου, διαπιστώνουµε ότι η σάτιρα του Σηµωνίδη περνάει από το προσωπικό επίπεδο στους ανθρώπινους τύπους, σαν εκείνους που διακωµωδούνται στη Νέα Αττική κωµωδία. Ο ποιητής σατιρίζει σε αυτό εννέα τύπους γυναικών, κατατάσσοντάς τες σε τύπους που γεννήθηκαν από αντίστοιχα ζώα. Για παράδειγµα, ο τύπος της πονηρής γυναίκας προήλθε από την αλεπού, της φιλάρεσκης από τον ίππο κλπ. Μια γυναίκα µόνο προβάλλει ως ηθική και καλή, αυτή που προήλθε από τη µέλισσα. Με τον Ιππώνακτα τον Εφέσιο, που έζησε τον 6ο αιώνα π.χ., η ιαµβική σάτιρα στράφηκε και πάλι προς το λαϊκό και το χυδαίο. Ο ποιητής φαίνεται πως ήταν αριστοκρατικής καταγωγής, αλλά κατέληξε να ζει στις Κλαζοµενές εξόριστος και πάµφτωχος. Τα αποσπάσµατα από τους ιαµβικούς του στίχους, που διασώθηκαν, φανερώνουν ότι ο Ιππώναξ χρησιµοποιούσε λαϊκή γλώσσα, ο στίχος του ήταν πολύ φροντισµένος και τα θέµατα της ποίησής του ήταν σκηνές του δρόµου.

Η ωδή Η ωδή λεγόταν και µέλος και ο ποιητής µελοποιός. Τα ποιήµατα αυτά γράφονταν για να τραγουδηθούν και εξέφραζαν τα ποικίλα και έντονα συναισθήµατα των δηµιουργών τους. Πολλοί χαρακτηρίζουν την ωδή ως την κυρίως λυρική ποίηση και την ξεχωρίζουν από την ιαµβική και την ελεγειακή. Η ωδή ως µελική ποίηση καλλιεργήθηκε ιδιαίτερα από τους Αιολείς, σε αντίθεση µε τη χορική που βρήκε πρόσφορο έδαφος στην επικράτεια των Δωριέων. Οι αρχαίοι διέκριναν τρεις τύπους ωδικών ασµάτων: τα ερωτικά, τα συµποτικά και τα στασιωτικά (= πολεµικά). Ο Λέσβιος ποιητής Τέρπανδρος (µέσα του 7ου αιώνα π.χ.) φαίνεται ότι καλλιέργησε σηµαντικά τον προσωπικό λυρισµό. Ως τραγουδιστής και κιθαρωδός µετέτρεψε την τετράχορδη κιθάρα σε εννιχορδη και την έκανε γνωστή στους Σπαρτιάτες, οι οποίοι τον προσκάλεσαν για να κατασιγάσει τα πολιτικά πάθη. Ο Αλκαίος ανήκε στην αιολική αριστοκρατία της Λέσβου, που αγαπούσε τον πλούτο, είχε πάθος για την ελευθερία και στρεφόταν ιδιαίτερα προς τις χαρές της ζωής, το κρασί και τον έρωτα. Χρονολογικό πλαίσιο της ζωής του είναι ο 7ος αιώνας π.χ. (µοναδική ασφαλής χρονολογία είναι το 612 π.χ., όταν φονεύτηκε ο τύραννος Μυρσίλος, εναντίον του οποίου αγωνίστηκε ο ποιητής). Πήρε µέρος στον αγώνα των Λεσβίων εναντίον των Αθηναίων και σε κάποια φάση της µάχης πέταξε τα όπλα του για να σωθεί. Όταν οι Μυτιληναίοι ανέδειξαν τον Πιττακό αισηµνήτη, ο Αλκαίος στράφηκε εναντίον του. Μετά τη νίκη των δηµοκρατικών, ο Αλκαίος ως επιφανής αριστοκρατικός πήρε τον δρόµο της εξορίας. Κατά την επιστροφή του φαίνεται ότι συµφιλιώθηκε µε τον Πιττακό και έζησε ήρεµα στο νησί έως το τέλος της ζωής του. Τα ποιήµατα του Αλκαίου ύµνοι, στασιωτικά, συµποτικά και ερωτικά χαρακτηρίζονται από τη ζωηρότητα και τη µεγαλοπρέπεια του λόγου. Επίσης εντυπωσιάζουν η σαφήνεια των εικόνων και η ποιητική χάρη. Η αλκαϊκή στροφή αποτελεί συµβολή στη λυρική ποίηση και φέρει τη σφραγίδα της υψηλής του ποίησης. Για όλα αυτά οι Αλεξανδρινοί θεωρούσαν τον Αλκαίο ως το άριστο υπόδειγµα του προσωπικού λυρισµού. Σχεδόν σύγχρονη του Αλκαίου ήταν και η Σαπφώ, η οποία γεννήθηκε στην Ερεσό της Λέσβου, αλλά πατρίδα της ήταν η Μυτιλήνη, στην οποία έζησε και έδρασε. Ανήκε στην αριστοκρατική τάξη, γι αυτό και εξορίστηκε κατά το διάστηµα που επικράτησαν Η υψηλή ποίηση του Αλκαίου εκφράζει, µέσα από τη µεγαλο-

οι δηµοκρατικοί στη Λέσβο. Από τον γάµο της µε τον πλούσιο Κερκώλα απέκτησε µία κόρη, την Κλεΐδα, την οποία η ποιήτρια αγαπούσε ιδιαίτερα. Το σπίτι της Σαπφούς ήταν τόπος συγκέντρωσης των νέων γυναικών της Μυτιλήνης, όπου διδάσκονταν µουσική και ποίηση. Φαίνεται ότι τα µαθήµατα ήταν το τραγούδι, ο χορός, η λύρα και η απαγγελία ποιητικών έργων. Τη διδασκαλία αναλάµβαναν ώριµες καλλιεργηµένες γυναίκες, όπως ήταν η Γοργώ, η Ανδροµέδα και η ίδια η Σαπφώ. Το γεγονός αυτό σε συνδυασµό και µε ορισµένα τολµηρά ερωτικά της ποιήµατα έγινε αιτία να κατηγορηθεί Ωδή στην Αφροδίτη Πλουµιστόθρονη, αθάνατη Αφροδίτη, του Δία κόρη, δολοπλόκα, σε ικετεύω µε πίκρες, Δέσποινα, και βάσανα µη µου παιδεύεις την καρδιά. αλλά σιµά µου έλα, αν κι άλλοτε ποτέ ακούγοντας από µακριά την προσευχή µου µε εισάκουσες και το παλάτι του πατέρ αφήνοντας ήρθες εδώ, αφού έζεψες το άρµα το χρυσό. Κι ωραία, γρήγορα σπουργίτια σε φέραν στη µαύρη γη από τον ουρανό χτυπώντας τα φτερά τους που σκίζαν τον αιθέρα κι ήρθαν γοργά και συ, µακαριστή, µε χαµόγελο στην αθάνατη µορφή τι πάλι έπαθα µε ρώτησες και γιατί πάλι σε καλώ και τι προπάντων η τρελή καρδιά µου λαχταρά ποια λοιπόν να πείσω πάλι στη σαγήνη του έρωτά σου να µπλεχτεί; Ποια, Σαπφώ, σε βασανίζει; κι αν ακόµα σ αποφεύγει, γρήγορα κοντά σου θάρθει κι αν δε δέχεται τα δώρα, όµως θα σου δώσει εκείνη κι αν αυτή δε σ αγαπά, γρήγορα θα σ αγαπήσει κι αν ακόµα δεν το θέλει. Έλα κοντά µου τώρα εσύ και λύτρωσέ µε απ τις βασανιστικές τις έγνοιες κι όσα η καρδιά ποθεί κάµε να πραγµατωθούν κι η ίδια συ έλα και γίνε σύµµαχός µου. Ρώµας, 1995, Σαπφώ (191.1Β. et D.), σελ. 112-115.

για σχέσεις µε τα κορίτσια του κύκλου της. Σήµερα όλα αυτά θεωρούνται επινοήσεις των αρχαίων κωµωδιογράφων. Οι συκοφαντίες κατά της ποιήτριας δεν επισκίασαν τη δόξα της. Οι αρχαίοι την αποκάλεσαν δέκατη Μούσα και οι Μυτιληναίοι µετά τον θάνατό της έκοψαν νοµίσµατα προς τιµήν της. Τα ποιήµατά της ερωτικά, επιθαλάµια και ύµνοι διακρίνονται για την αµεσότητα, το αίσθηµα και το πάθος. Και είναι χαρακτηριστικό ότι η ζωντάνια στην έκφραση και η θέρµη του αισθήµατος δεν παραχωρούν τη θέση τους ούτε για µια στιγµή στην ψυχρή λογική. Η γλώσσα είναι απλή και ο στίχος οµαλός γλώσσα και ρυθµός του στίχου δηµιουργούν µουσικότητα. Οι πλούσιες εικόνες από τη φύση, οι παραβολές και οι παροµοιώσεις, οι εµπνεύσεις της από την προσωπική της ζωή όλα αυτά κάνουν την ποίησή της ανώτερη από την ποίηση του Αλκαίου, λεπτότατη και συγκινητική. Την πηγαία και αυθόρµητη έµπνευση του Αλκαίου και της Σαπφούς δεν βρίσκουµε στον Ανακρέοντα τον Τήιο (= από την Τέω της Μικράς Ασίας), ο οποίος έζησε στα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. Ο Ανακρέων έγραψε στην ιωνική διάλεκτο και τα τραγούδια του απηχούν τη χαρά της ζωής, των συµποσίων και του έρωτα. Ο ποιητής ταξίδευε συχνά και προσάρµοζε τα ποιήµατά του ανάλογα µε τις συνθήκες που αντιµετώπιζε στο περιβάλλον των αρχόντων που τον φιλοξενούσαν. Εγκατέλειψε την πατρίδα του εξαιτίας της επιδροµής των Περσών και ήρθε στα Άβδηρα. Κατόπιν επισκέφτηκε τον τύραννο Πολυκράτη στη Σάµο και στη συνέχεια ήρθε στην Αθήνα µε πρόσκληση του Ιππάρχου. Τέλος, έζησε και στη Θεσσαλία, στην αυλή των Αλεναδών. Γέρος πια 85 ετών γύρισε στην πατρίδα του και πέθανε. Η ποίηση του Ανακρέοντα διακρίνεται πιο πολύ για την τέχνη της παρά για την ένταση και το πάθος. Ο πόλεµος, η πολιτική, η φιλοσοφία της ζωής δεν ενδιέφεραν πιο πολύ γοητευόταν από τη µυθολογία και τα συνηθισµένα περιστατικά της καθηµερινής ζωής. Η τέχνη του Ανακρέοντα επηρέασε τους φιλολόγους της Αλεξανδρινής εποχής, γι αυτό και τον τύπο της λεσβιακής ωδής τον ονόµασαν ανακρεόντειο, σε αντίθεση προς την Πινδαρική ωδή. Πάντως, τα φερόµενα στην Παλατινή Ανθολογία ως Ανακρεόντεια ποιήµατα δεν ανήκουν στον Ανακρέοντα, αλλά είναι έργα των Αλεξανδρινών και των µεταγενεστέρων. Η Σαπφώ από τη Μυτιλήνη ονοµάστηκε µετά το θάνατό

Χορική ποίηση και δράµα Η χορική ποίηση εξωτερικεύει τα οµαδικά συναισθήµατα του λαού στις µεγάλες εκδηλώσεις της αρχαίας πόλης. Σε αυτές τις εκδηλώσεις οµάδων πολιτών, δηλαδή χοροί, µε ρυθµικές κινήσεις και µε συνοδεία µουσικής υµνούσαν τους θεούς και τους ήρωές τους. Διάλεκτος της χορικής ποίησης ήταν κυρίως η δωρική, αφού κέντρο της ήταν η Σπάρτη και οι αποικίες της. Ενώ όµως τα πρώτα θέµατα αυτής της ποίησης ήταν θρησκευτικά και ηρωικά, αργότερα η χορική ποίηση κάλυψε θεµατικά όλες τις εκδηλώσεις του λαϊκού βίου. Ανάλογα λοιπόν µε το περιεχόµενο τα χορικά άσµατα ήταν: παιάνες, ύµνοι δηλαδή προς τον Απόλλωνα ή την Άρτεµη, τους οποίους εκτελούσε χορός ανδρών στους ναούς και στις θυσίες υπορχήµατα, ύµνοι και αυτοί προς τιµήν του Απόλλωνα προσόδια, τραγούδια µε συνοδεία αυλού κατά τη µετάβαση στους ναούς εµβατήρια, ρυθµικά τραγούδια των Δωριέων προς τιµήν του Άρη παρθένια, υµέναιοι και επιθαλάµια, ωραία τραγούδια του γάµου που χορεύονταν από αγόρια και κορίτσια σκόλια, παροίνια, εγκώµια και επίνικοι µε ανάλογο περιεχόµενο τέλος, διθύραµβοι, ύµνοι και χοροί προς τιµήν του Διονύσου. Από τους διθυράµβους θα προέλθουν, όπως θα δούµε, τα πρώτα σπέρµατα του δράµατος. Πρώτος αντιπρόσωπος του χορικού άσµατος αναφέρεται ο Αλκµάν, αν και ένας άλλος ποιητής, ο Αρίων από τη Μήθυµνα της Λέσβου, προβάλλει συγχρόνως µε αυτόν. Ο Αλκµάν καταγόταν από τις Σάρδεις της Λυδίας και έζησε τον 7ο αιώνα π.χ. Παραδίδεται ότι στον πόλεµο της πατρίδας του µε τους Κιµµερίους αιχµαλωτίστηκε και µεταφέρθηκε στη Σπάρτη, όπου και πουλήθηκε ως δούλος. Ίσως γι αυτό οι αρχαίες πηγές τον φέρουν Λάκωνα από τη Μεσσόα της Λακωνίας. Ο Αλκµάν θεωρείται από τους µεγάλους λυρικούς ποιητές της αρχαιότητας. Η ποίησή του ήταν συγκεντρωµένη σε έξι βιβλία, από τα οποία τα δύο περιείχαν παρθένια. Τα κορίτσια της Σπάρτης µε την ανδρική αγωγή που λάβαιναν, εκτελούσαν αυτά τα χορικά άσµατα, των οποίων ο Αλκµάν ήταν ο συνθέτης και χοροδιδάσκαλος. Σε αυτά τα ποιήµατα πολλά κορίτσια του χορού ανοίγουν διάλογο µε τον ποιητή, ενώ εκείνος κάνει ιδιαίτερη φιλοφρόνηση στην κορυφαία του χορού, την όµορφη Αγησιχόρα. Η ποίηση του Αλκµάνα συνδυάζει την ιωνική χάρη µε τη δωρική βαρύτητα. Οι στίχοι είναι βραχείς, οι στροφές µικρές και η διάλεκτος δωρική, αλλά µε πολλά αιολικά στοι- Η ποίηση του Ανακρέοντα χαρακτηρίζεται για την άρτια τεχνική

χεία. Ένας τόνος ευθυµίας και απλότητας αναδύεται από τους στίχους αυτούς, ενώ έντονο είναι και το αίσθηµα της φυσιολατρίας. Από τα ποιήµατα του Αλκµάνα σώθηκαν µόνο λίγα αποσπάσµατα. Στην Ιµέρα της Σικελίας γεννήθηκε κατά την 37η Ολυµπιάδα (632-629 π.χ.) ο Στησίχορος, ο οποίος, λόγω πολιτικών ανωµαλιών, αναγκάστηκε να µεταναστεύσει στην Κατάνη, όπου και εγκαταστάθηκε έως το τέλος της ζωής του (553 π.χ.). Στον ποιητή αυτόν ανήκουν οι µεγάλες τεχνικές τελειοποιήσεις στη χορική ποίηση. Πρώτη και βασική καινοτοµία του ήταν η δηµιουργία της τριάδας στις ωδές, δηλαδή στροφή αντιστροφή επωδός. Έπειτα ήταν η χρησιµοποίηση σηµαντικού υλικού από το έπος, όταν διαπίστωσε ότι οι µύθοι είχαν αρχίσει Το τραγούδι της Αγιδώς Οι θεοί φυλάν εκδίκηση κι ευτυχισµένος που καλόκαρδα τη µέρα του τελειώνει δίχως κλάµα ατός µου τραγουδώ της Αγιδώς τη λάµψη θωρώ την σαν τον ήλιο που µάρτυρα η Αγιδώ τον βάνει να φέξει για τους δυο µας εµένα όµως ούτε να την παινέψω ούτε και να την ψέξω διόλου αφήνει του χορού η φηµισµένη αρχηγός τι εκείνη υπέροχη φαντάζει σαν τ αθλοφόρο άλογο, τρανό µες στα κοπάδια µε κροταλιστές οπλές των ανάλαφρων ονείρων Ρώµας 1995, Αλκµάν, (1.23Β, ID), σελ. 20-21. στις µέρες του να ξεχνιούνται. Τέλος, διαµόρφωσε µια πλούσια γλώσσα, καλλιεργηµένη, όπου τα δωρικά στοιχεία διαπλέκονται µε τα ιωνικά έτσι δηµιουργήθηκε η λογοτεχνική δωρική, που αποτέλεσε στο εξής τη γλώσσα της χορικής ποίησης. Οι αρχαίοι θαύµαζαν τη µεγαλοπρέπεια, το ηθικό βάθος και το ήρεµο µεγαλείο της ποίησης του Στησίχορου. Δυστυχώς, από αυτήν διασώθηκαν µόνο ελάχιστα αποσπάσµατα. Από τη Νότια Ιταλία καταγόταν ο Ίβυκος ο Ρηγίνος, ο οποίος τοποθετείται στο β µισό του 6ου αιώνα π.χ. Στην αρχή, όσο δηλαδή ζούσε στο Ρήγιο, η ποίησή του ήταν όµοια µε εκείνη του Στησίχορου έγραφε χορικά άσµατα µε τρόπο επικό-αφηγηµατικό. Το 537 π.χ., όµως, εγκατέλειψε τη Μεγάλη Ελλάδα και ήρθε στην αυλή του τυράννου της Σάµου Πολυκράτη. Εδώ η ποίησή του Η ποίηση του Αλκµάνα, συνδυάζοντας την ιωνική χάρη µε

έγινε εγκωµιαστική. Από τους ελάχιστους στίχους των εγκωµίων, που σώθηκαν, διαπιστώνουµε ότι υµνούσε, όπως λέει, «όχι µόνο τους πιο γενναίους, αλλά και τους πιο ωραίους». Μεγάλος λυρικός ποιητής µε φιλοσοφική διάθεση και γνώση της ανθρώπινης ζωής ήταν και ο Σιµωνίδης ο Κείος (556-467 π.χ.). Άρχισε τη δράση του ως χοροδιδάσκαλος στην Καρθαία της Κέω (=Τζιας) και αργότερα φιλοξενήθηκε από τον Ίππαρχο στην Αθήνα και από τους Σκοπάδες, τους άρχοντες της Θεσσαλίας. Στην περίοδο των περσικών πολέµων τον ξαναβρίσκουµε στην Αθήνα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στην αυλή του Ιέρωνα, τυράννου των Συρακουσών. Ο Σιµωνίδης ασχολήθηκε µε όλα τα είδη της λυρικής ποίησης ιδιαίτερα όµως µε τον διθύραµβο. Έγραψε επίσης εγκώµια, θρήνους, επίνικους, ελεγείες και επιγράµµατα. Από τα τελευταία απέκτησε και τη µεγάλη του φήµη που έφτασε έως τις ηµέρες µας. Περίφηµα είναι τα επιγράµµατα του Σιµωνίδη σε εκείνους που έπεσαν στις Θερµοπύλες και στον Μαραθώνα. Η γλώσσα του ποιητή είναι η φιλολογική δωρική, ενώ το λεξιλόγιό του είναι πλούσιο και η φράση του σύντοµη, καθαρή και παραστατική. Τα θέµατα των ποιηµάτων του είναι η αγάπη για την πατρίδα, η µητρική στοργή, η εξύµνηση της ανδρείας, η τιµή στους νεκρούς των πολέµων, ο ανθρώπινος πόνος. Οι αρχαίοι τον τι- µούσαν για τη σοφία του και τον είχαν κατατάξει στους µεγάλου λυρικούς. Ο ίδιος καυχιόταν ότι είχε νικήσει εξήντα πέντε φόρες σε χορικούς αγώνες στα Μεγάλα Διονύσια. Γι αυτό και γνωστοί συγγραφείς, όπως ο Πλάτων και ο Ξενοφών, τον αναφέρουν συχνά, ενώ και για τους σοφιστές του 5ου αιώνα π.χ. είναι ο ευνοούµενός τους ποιητής γιατί τους εντυπωσίαζε που η ηθική του ήταν θεµελιωµένη στην πείρα της ζωής. Ανιψιός του Σιµωνίδη και ανταγωνιστής του Πινδάρου ήταν ο Βακχυλίδης ο Κείος, ο οποίος έζησε και αυτός στην αυλή του Ιέρωνα των Συρακουσών. Ποιητής παραδοσιακός, χωρίς µεγάλη πρωτοτυπία, στάθηκε µε την ποίηση του πιο κοντά στον µέσο άνθρωπο και στα προβλήµατά του. Οι επινίκιοί του, απλοί και κατανοητοί, διατηρούν τον χαρακτήρα του εγκωµίου, ενώ του Πινδάρου ανάγονται σε θρησκευτικούς ύµνους. Σε ένα επίγραµµα της Παλατινής Ανθολογίας χαρακτηρίζεται η τέχνη του Βακχυλίδη χαριτωµένη και κοµψή, αλλά παρουσιάζεται µε «φλύαρη σειρήνα». Ο Πίνδαρος, ο αριστοκράτης Βοιωτός ποιητής (518-438 π.χ.), χαρακτηρίστηκε ως «το ιερό στόµα των Μουσών». Γεννηµένος στις Κυνός Κεφαλές, στα περίχωρα της Θήβας, Ο ποιητής Ίβυκος ξεκίνησε από το Ρήγιο της Κάτω Ιταλίας γρά-

ήρθε νέος ακόµη στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε µε τους Αλκµεωνίδες και σπούδασε τη χορική ποίηση. Σε ηλικία είκοσι ετών έγραψε τον πρώτο του επίνικο (τον 10ο Πυθιόνικο), ο οποίος σώζεται ανάµεσα σε όλους τους άλλους. Όταν ξέσπασαν οι περσικοί πόλεµοι, οι Θηβαίοι, όπως είναι γνωστό, µήδισαν και ο Πίνδαρος φαίνεται ότι επιδοκίµασε τη στάση των στρατιωτών του. Ύστερα, όµως, από τα ένδοξα κατορθώµατα των Ελλήνων, ο ποιητής αναγνώρισε το σφάλµα του και µε έναν διθύραµβο ύµνησε «Το Άστυ το στεφανωµένο µε µενεξέδες, την έπαλξη της Ελλάδας, την ξακουστή Αθήνα, τη θεϊκή πόλη». Ο Πίνδαρος ταξίδεψε πολύ, ύστερα από προσκλήσεις των τυράννων ή των αρχόντων των διαφόρων πόλεων. Πήγε στον Ακράγαντα στην αυλή του τυράννου Θήρωνα, επισκέφτηκε τον Ιέρωνα, τον τύραννο των Συρακουσών, γύρισε διάφορες πόλεις της Ελλάδας, όπως τη Ρόδο, την Κόρινθο, το Άργος, ήρθε στη Μακεδονία, γνωρίστηκε µε τον τύραννο της Κυρήνης Αρκεσίλαο τον Δ και εξύµνησε τη νίκη του σε αρµατοδροµία στα Πύθια το 462 π.χ. Ωστόσο, στις αυλές των τυράννων ο ποιητής δεν έµενε για πολύ καιρό γνώριζε τόπους και άρχοντες, συνδεόταν µε φιλίες, έγραφε επίνικους και αναχωρούσε, γιατί ήθελε να ικανοποιεί πρώτα τον εαυτό του, όπως έλεγε. Ο Πίνδαρος πέθανε στο Άργος µετά το 446 π.χ. (ίσως το 438 π.χ.), αφού τελείωσε και τον 8ο Πυθιόνικο, στον οποίο αναγνωρίζει την επιθυµία των Αιγινητών να ελευθερωθούν από τους Αθηναίους. Οι Αλεξανδρινοί διαίρεσαν το ποιήµατα του Πινδάρου σε 17 βιβλία. Από αυτά, τα έντεκα βιβλία περιείχαν ύµνους στους θεούς, παιάνες, διθυράµβους, προσόδια και υπορχήµατα τα τέσσερα περιείχαν επίνικους, το ένα θρήνους και το άλλο εγκώµια. Οι επίνικοι, που σώθηκαν και µας παραδόθηκαν ακέραιοι, αναφέρονται στους µεγάλους πανελλήνιους αγώνες: τα Ολύµπια, τα Πύθια, τα Νέµεα και τα Ίσθµια. Σε αυτούς ο ποιητής δεν επιµένει στις λεπτοµέρειες του αγώνα, αλλά στη σηµασία της νίκης και στην προσωπικότητα των νικητών. Εξυµνεί την ευγένεια και τον πλούτο τους, ενώ δεν παραλείπει να υπενθυµίζει στους ηγεµόνες τις αρετές της µετριοφροσύνης, της σωφροσύνης, της δικαιοσύνης και της επιείκειας. Έτσι, σε κάθε επίνικο διακρίνουµε τα εξής στοιχεία: τον έπαινο των θεών, ορισµένες πληροφορίες για την προσωπικότητα του νικητή, µια αναφορά σε σχετικό µε την περίπτωση µύθο και κάποιες συµβουλές ή ηθικά αποφθέγµατα. Κατά βάση, ο επίνικος ήταν ένας θρησκευτικός ύµνος, που µαζί Ο Βοιωτός αριστοκράτης Πίνδαρος, χρησιµοποιώντας σαν

µε τον θεό λάµβαναν µια ιδιαίτερη τιµή ο αθλητής, η οικογένεια και η πόλη του. Ο Πίνδαρος χρησιµοποιώντας το τριαδικό σύστηµα στροφή, αντιστροφή και επωδό κατασκεύαζε τους επινίκους του σπάνια ένας επίνικος ήταν µονοστροφικός. Η γλώσσα που χρησιµοποίησε ήταν η λογοτεχνική δωρική, ανάµεικτη µε αιολικά και επικά στοιχεία. Παρόλο όµως που η ποίησή του ήταν µεγαλόπρεπη, τα νοήµατα δεν διακρίνονταν πάντα για τη σαφήνεια και την καθαρότητα. Ένα πλήθος από πρωτότυπες λέξεις και φράσεις κάνουν τους στίχους του, ακόµη και σήµερα, αινιγµατικούς. Ο κόσµος του Πινδάρου ήταν ο κόσµος της αριστοκρατίας. Άνθρωπος µε σταθερές θρησκευτικές πεποιθήσεις, πίστευε στις βαθιές κληρονοµικές καταβολές, τις οποίες µπορεί η άσκηση να καλλιεργήσει, αλλά ποτέ να τις χαρίσει. Έτσι, και οι νικητές των αγώνων ήταν οι απόγονοι αριστοκρατικών γενών που κατάγονταν από ήρωες. Η ανδρεία ή η αρετή ήταν έµφυτη, κληρονοµική, δώρο των θεών. Δώρο των θεών ήταν και η ποιητική έµπνευση και ο ποιητής ήταν ο ερµηνευτής της θεϊκής σοφίας. Τα πάντα ερµηνεύονται στην ποίηση του Πινδάρου από αυτήν τη θεωρητική αφετηρία. Μετά τον Βακχυλίδη και τον Πίνδαρο η χορική ποίηση παρήκµασε, γιατί έλειψαν οι µεγάλοι λυρικοί ποιητές. Εξάλλου το ενδιαφέρον του λαού στράφηκε στο εξής σε ένα νέο λογοτεχνικό είδος, την τραγωδία, το πρώτο είδος του αρχαίου δράµατος. Η προέλευση του δράµατος είναι σκοτεινή. Το βέβαιο είναι ότι συνδέεται µε τη λατρεία του θεού Διονύσου, ενός θεού που δεν σχετιζόταν µόνο µε το κρασί και την ευθυµία, αλλά και µε τις εποχές του χρόνου, καθώς και µε το πνεύµα της βλάστησης. Ο λαός γιόρταζε τη γέννηση, τη ζωή, τον θάνατο και την αναγέννηση αυτού του θεού. Τον συνέδεε µε τη φύση που πεθαίνει το φθινόπωρο και τον χειµώνα, ενώ αναγεννιέται την άνοιξη. Από τις γιορτές που είχαν ως κέντρο την εύθυµη όψη της ζωής του Διονύσου γεννήθηκε η κωµωδία, ενώ από εκείνες που συνδέθηκαν µε την τελετουργία του θανάτου του προήλθε η τραγωδία. Το δράµα στηρίχτηκε σε ένα βασικό στοιχείο της διονυσιακής λατρείας, την έκσταση. Οι πιστοί του θεού δηλαδή µεταµφιέζονταν σε σατύρους, τους ακολούθους του Διονύσου, και υπό την επίδραση της οινοποσίας και της συναισθηµατικής µέθης ένιωθαν τον εαυτό τους άλλο πρόσωπο. Σε αυτό το στοιχείο στηρίχτηκαν οι µεταµφιέσεις των υποκριτών (= ηθοποιών) και των µελών του χορού του δράµατος. Πρώτο από τα τρία είδη του δράµατος τραγωδίας, κωµωδίας και σατυρικού δράµατος Το δράµα, νέο λογοτεχνικό είδος που κάνει την εµφάνισή του τον

ήταν η τραγωδία. Το είδος αυτό, σύµφωνα µε τη µαρτυρία του Αριστοτέλη, προήλθε από τον διθύραµβο ο οποίος, όπως είδαµε, ήταν ένα από τα βασικά είδη της χορικής ποίησης. Κάποιος πρωτοτραγουδιστής του διθυραµβικού χορού παρασταίνοντας µε τη µεταµφίεσή του τον Διόνυσο ή έναν σάτυρο, αντάλλασσε ερωταποκρίσεις µε τα άλλα πρόσωπα του χορού. Έτσι, από τον διθύραµβο προήλθαν τα πρώτα διαλογικά µέρη της τραγωδίας. Σήµερα γίνεται δεκτό ότι ο Λέσβιος ποιητής Αρίων, ο οποίος ζούσε περί το 600 π.χ. στην αυλή του τυράννου της Κορίνθου Περίανδρου, τελειοποίησε τους διθυραµβικούς χορούς και έγινε ευρετής του τραγικοῦ τρόπου, όπως µαθαίνουµε από το λεξικό Σούδα. Αυτό σήµαινε ότι παρουσίασε τους χορευτές του µεταµφιεσµένους σε τράγους, δηλαδή σατύρους. Αλλά και στην τυραννοκρατούµενη Αθήνα, στα µέσα του 6ου αιώνα π.χ. ένας άλλος ποιητής, ο Θέσπις, έδωσε δραµατικές παραστάσεις στα πλαίσια της λατρείας του Διονύσου και µε την πρώτη τραγωδία, που παρουσίασε κάτω από την Ακρόπολη το 534 π.χ., απέκτησε τη φήµη του πρώτου δραµατικού ποιητή. Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι τύραννοι ευνόησαν την ανάπτυξη του δράµατος, γιατί ήθελαν να πάρουν µε το µέρος τους τον λαό και να τον αποµακρύνουν από την επιρροή των ευγενών, οι οποίοι είχαν µονοπωλήσει τις θρησκευτικές εκδηλώσεις. Γι αυτό και ο Πεισίστρατος οργάνωσε τις διονυσιακές τελετές στην Αθήνα και τις εµπλούτισε µε δραµατικές παραστάσεις. Ίδρυσε στα νοτιοανατολικά της Ακρόπολης ιερό προς τιµήν του Διονύσου και µετέφερε σε αυτό από τη Βοιωτία το ξύλινο άγαλµα του Διονύσου του Ελευθερέως. Στο θέατρο που δηµιουργήθηκε σε αυτόν τον χώρο δίνονταν οι δραµατικές παραστάσεις κατά τις διονυσιακές γιορτές, από τις οποίες κορυφαία ήταν τα Μεγάλα ή εν Άστει Διονύσια κατά τον µήνα Μάρτιο. Με την εξάπλωση που έλαβε η λατρεία του Διονύσου σε ολόκληρο τον ελληνικό χώρο, οι δραµατικές παραστάσεις γενικεύτηκαν, αλλά και η δραµατική ποίηση τελειοποιήθηκε και έφτασε σε πλήρη ακµή µε τον θρίαµβο της δηµοκρατίας στην Αθήνα τον επόµενο αιώνα. Ο ποιητής του 7ου αιώνα π.χ. Αρίων, από τη Μήθυµνα της Οι αρχές του πεζού λόγου Τον 6ο αιώνα π.χ. εµφανίζονται τα πρώτα στην αρχή µικρά κείµενα του πεζού λόγου. Γενέτειρά τους θεωρείται η Μίλητος, η πρωτεύουσα πόλη της Ιωνίας, γνωστή για την εµπορική άνθηση και την αξιόλογη πνευµατική της κίνηση. Θα µπορούσαµε

να χαρακτηρίσουµε τα κείµενα αυτά ως τα σπέρµατα της ιστοριογραφίας και τις αρχές του φιλοσοφικού στοχασµού. Τα πρώτα µνηµεία ιστοριογραφίας σε πεζό λόγο ήταν συνθήκες πόλεων, αναγραφές ολυµπιονικών, ονόµατα εφόρων της Σπάρτης ή επώνυ- µων αρχόντων της Αθήνας, ονόµατα ιερειών στο Άργος και πρυτάνεων στην Κόρινθο, κείµενα νόµων και άλλα παρόµοιου περιεχοµένου γραπτά. Τα πρυτανεία των πόλεων διέσωζαν αυτούς τους πίνακες, οι οποίοι είχαν ταξινοµηµένα κατά χρονολογική σειρά ονόµατα και βασικά γεγονότα. Λογογράφοι Οι πρώτοι συγγραφείς που ασχολούνται µε την ιστοριογραφία σε πεζό λόγο καλούνται από τον Ηρόδοτο λογογράφοι. Αυτοί, σε αντίθεση µε τους ποιητές που γράφουν µύθους, ασχολούνται µε την παράθεση σε πεζό λόγο ιστορικών στοιχείων και γεγονότων. Πρόκειται, κατά βάση, για συγγραφείς χρονικών, όπως ήταν οι γενεαλογίες και οι κτίσεις πόλεων. Πηγές της συγγραφής τους ήταν οι προφορικές παραδόσεις, τις οποίες συγκέντρωναν γυρίζοντας διάφορες πόλεις και ερευνώντας τα αρχεία τους. Στις διηγήσεις των λογογράφων εµπλέκεται το γεγονός µε τον µύθο, γιατί δεν είχε αναπτυχθεί ακόµη το κριτικό πνεύµα, ώστε οι συγγραφείς να ενδιαφερθούν για την ιστορική ακρίβεια αντίθετα, γράφουν για να κολακέψουν διάφορα πρόσωπα, συνδέοντας την πόλη τους ή την καταγωγή τους µε κάποια ένδοξη αρχή. Οι λογογράφοι έγραψαν στην ιωνική διάλεκτο, αλλά από το έργο τους λίγα µόνο αποσπάσµατα σώθηκαν. Μνηµονεύονται δώδεκα λογογράφοι µε ποικίλο έργο. Από αυτούς οι πιο αξιόλογοι είναι οι δύο Μιλήσιοι, ο Κάδµος και ο Εκαταίος, καθώς και ο Ελλάνικος από τη Μυτιλήνη. Ο Κάδµος έζησε τον 6ο αιώνα π.χ. και το έργο του αναφέρεται στην κτίση της Μιλήτου. Ο Ελλάνικος, σύγχρονος του Ηρόδοτου, µας παρέχει την πληροφορία ότι οι σπαρτιατικοί νόµοι δεν ήταν του Λυκούργου, αλλά έργο των πρώτων βασιλέων της Σπάρτης Ευρυσθένη και Προκλή. Ο Εκαταίος γεννήθηκε γύρω στο 540 π.χ., είναι ο αξιολογότερος όλων και διαδραµάτισε σηµαντικό ρόλο στην επανάσταση των ιωνικών πόλεων. Σοφός γεωγράφος και ιδρυτής, κατά µία άποψη, της ιστορικής επιστήµης, ταξίδεψε πολύ και µε το ερευνητικό και φιλοπερίεργο πνεύµα του συγκέντρωσε πολλές πληροφορίες αναφερόµενες σε χώρες και λαούς. Στο έργο του Γενεαλογίαι προσπαθεί να καθορίσει τις γενιές των ηρώων του µύθου, ενώ στο άλλο του έργο Γης περίοδος (= περιήγηση της γης) επι-

χειρεί µια γεωγραφική έρευνα της Ευρώπης και της Ασίας. Κατά την επανάσταση των ιωνικών πόλεων συµβούλεψε τους εκπροσώπους των Ιώνων να χρησιµοποιήσουν τους θησαυρούς του ναού του Διδυµαίου Απόλλωνα της Μιλήτου για τη ναυπήγηση στόλου, αλλά δεν εισακούστηκε το αποτέλεσµα ήταν να λεηλατηθεί ο ναός από τους Πέρσες και να καταστραφεί. Ο Εκαταίος διαφέρει πολύ από τους άλλους λογογράφους και η προσπάθειά του για σαφή διάκριση ανάµεσα στον µύθο και στην ιστορία θυµίζει την ιστορική έρευνα του Θουκυδίδη. Αυτό το νόηµα έχουν οι παρακάτω λόγοι του: «Γράφω ό,τι πιστεύω πως είναι αλήθεια, γιατί οι διάφορες ιστορίες των Ελλήνων είναι, κατά την γνώµη µου, γελοίες». Από το έργο του Εκαταίου σώθηκαν µόνο αποσπάσµατα. Αισώπειοι µύθοι Όπως συµβαίνει µε την ιστορία όλων των αρχαίων λαών, έτσι κατεξοχήν συνέβη και µε τον ελληνικό οι µύθοι του αποτέλεσαν ένα από τα πρώτα είδη λαϊκής λογοτεχνίας, αλλά το περιεχόµενό τους ήταν χωνεµένο µέσα στα ποικίλα δηµιουργήµατα της επώνυµης λογοτεχνίας. Γνωστοί από τα έργα του επικού, λυρικού και θεατρικού λόγου είναι οι λεγόµενοι γενεαλογικοί µύθοι, οι οποίοι αναφέρονται στη γέννηση Λεπτοµέρεια από ερυθρόµορφη κύλικα του 450 π.χ., όπου απει- Οι µύθοι του Αισώπου Στους µύθους του Αισώπου µε όµορφο τρόπο γίνεται η αποδοκιµασία του κακού στις ποικίλες µορφές του. Για το πώς ο πονηρός άνθρωπος δεν µπορεί να ξεγελάσει τους µυαλωµένους, ακόµη και όταν υποδύεται τον ρόλο του καλού, είναι ο µύθος του αγριόγατου για τον άνθρωπο µε κατώτερη µόρφωση, που, όσο κι αν κάνει τον σπουδαίο, τον προδίδει η γλώσσα του, είναι ο µύθος του γαϊδάρου που φόρεσε λιονταροτόµαρο και φοβέριζε τα άλλα ζώα για τον άνθρωπο που τα λόγια του είναι πολύ πιο µεγάλα από τη δύναµη και το ηθικό του ανάστηµα είναι ο µύθος του λιονταριού και του βατράχου για τον ψεύτη που τον ξεσκεπάζουν τα γεγονότα, είναι ο µύθος της αλεπούς και του κροκοδείλου...». Ρούσσος, 1971, Λαϊκή και θρησκευτική λογοτεχνία, (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους) τ. 2, σελ. 180.

θεών, ηµίθεων και ηρώων. Μία άλλη κατηγορία µύθων, όµως, περιέχει ιστορίες µε ζώα. Πρόκειται για τους αλληγορικούς µύθους που είχαν µεγάλη διάδοση κατά την Αρχαϊκή εποχή και ήταν πολύ αγαπητοί στον λαό, γιατί είχαν έντονα τα γνωρίσµατα της λαϊκής θυµοσοφίας. Σκοπός των µύθων αυτών ήταν, µαζί µε την τέρψη, η άσκηση κοινωνικής κριτικής και η µετάδοση ηθοπλαστικών διδαγµάτων µε τρόπο ευχάριστο, χωρίς να πληγώνουν. Σε αυτή την κατηγορία των µύθων ανήκουν οι φερόµενοι ως Αισώπειοι µύθοι ή λόγοι ή απόλογοι. Ο Αίσωπος, σύµφωνα µε την παράδοση, έζησε τον 6ο αιώνα π.χ., αλλά όσα λέγονται για τη ζωή του είναι κατά το ήµισυ ιστορία και άλλο τόσο µύθος. Θεωρείται δούλος απελεύθερος από τη Σάµο, που η καταγωγή του όµως ήταν από τη Φρυγία. Είχε ταξιδέψει σε πολλές χώρες και είχε γνωρίσει τη νοοτροπία και τα ήθη των διαφόρων λαών. Στο τέλος, έφτασε µε εντολή του Κροίσου στους Δελφούς, για να προσφέρει χρήµατα στους εκεί κατοίκους. Εκείνοι, όµως, φθόνησαν τη δόξα του και τον γκρέµισαν από έναν ψηλό βράχο. Όµως ο Απόλλων τον τίµησε και τον έκανε ονοµαστό σε όλο τον κόσµο. Οι µύθοι του Αισώπου καταγράφηκαν σε πεζό λόγο ίσως όµως η προηγούµενη µορφή τους να ήταν έµµετρη. Η πρώτη συλλογή τους είναι εκείνη του Δηµητρίου Φαληρέα (4ος αιώνας π.χ.) µε τίτλο Λόγων Αἰσωπείων συναγωγαί. Πάντως οι συλλογές που έχουµε σήµερα δεν είναι οι µύθοι του Αισώπου, αλλά στηρίζονται στους µυθίαµβους του Βαβρίου και είναι µεταγενέστερες δηµιουργίες. Στους µύθους του Αισώπου τα ζώα σκέφτονται, µιλούν και ενεργούν σαν άνθρωποι έτσι, µέσα από τις αλληγορικές τους ιστορίες, εύκολα ο αναγνώστης ανάγεται στην ανθρώπινη συµπεριφορά, ιδιαίτερα στον χώρο των κοινωνικών αρετών. Η αποδοκιµασία του κακού στις ποικίλες µορφές του και η προβολή της αρετής είναι ο απώτερος σκοπός των µύθων και αυτός προβάλλεται µε τρόπο ευχάριστο και χαριτωµένο. Κατά την Αρχαϊκή εποχή µεγάλη διάδοση είχαν οι αλληγορικές Προσωκρατικοί φιλόσοφοι Η καλλιέργεια της φιλοσοφικής σκέψης στην Ελλάδα του 6ου αιώνα π.χ. προέκυψε ως αποτέλεσµα δύο βασικών παραγόντων. Πρώτος ήταν η κατάργηση της βασιλείας. Ο βασιλιάς διαχειριζόταν τη γνώση, ανάµεικτη µε τον θρησκευτικό µύθο, κατά τρόπο απόλυτα αυθεντικό. Τώρα τη θέση του βασιλιά κατέλαβε ο φιλόσοφος, ο οποίος, αντί

για την αυθεντική γνώση, προέβαλλε απορίες και ερωτήµατα που απαιτούσαν απαντήσεις σε πλαίσια ανοιχτού διαλόγου. Ο δεύτερος παράγοντας ήταν το πέρασµα από την κλειστή κοινωνία των προνοµίων καταγωγής στην ανοιχτή κοινωνία της φιλελεύθερης και δηµοκρατούµενους πόλης, που προϋπέθετε ισότιµους πολίτες. Μέσα σε µια τέτοια κοινωνική και πολιτική πραγµατικότητα αναπτύχθηκε ο φιλοσοφικός στοχασµός, ο οποίος απελευθερώθηκε από στερεότυπες δοξασίες της µυθικής παράδοσης και προσπάθησε να δώσει λογικές εξηγήσεις στα προβλήµατα του κόσµου. Η πρώτη ελληνική φιλοσοφία η προσωκρατική φιλοσοφία έκανε την εµφάνισή της στις ελληνικές αποικίες της Ιωνίας. Εδώ το ελληνικό πνεύµα έθεσε για πρώτη φορά το ερώτηµα της αρχής του κόσµου κατά τρόπο αιτιοκρατικό. Ήταν αυτός ο πρώτος και θεµελιώδης φιλοσοφικός τρόπος σκέψης: να αναζητείται η λογική σχέση ανάµεσα στην αιτία και το αποτέλεσµα. Με βάση την πρώτη αυτή φιλοσοφική κατηγορία, οι προσωκρατικοί προσπάθησαν να αναγάγουν την ποικιλία των όντων και των φαινοµένων σε ένα πρωταρχικό φυσικό στοιχείο. Γιατί πίστευαν ότι στην ουσία τους όλα τα πράγµατα είναι ίδια, αποτελούνται από την ίδια βασική ύλη, η οποία και µεταµορφώνεται σε αναρίθµητα και φαινοµενικά διαφορετικά πράγµατα. Έτσι, λοιπόν, οι Έλληνες φιλόσοφοι, πρώτοι αυτοί, αναζήτησαν πίσω από την ποικιλία των όντων το ένα, που αποτελεί την πρωταρχική αιτία και το στοιχείο ενότητας όλων των άλλων. Ωστόσο, οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι δεν ασχολήθηκαν µόνο µε την πρωταρχική ουσία του κόσµου δηµιουργήµατά τους είναι και οι έννοιες της ύλης, της δύναµης, της γνώσης, των αριθµών, του χώρου, του χρόνου, της νοµοτέλειας του κόσµου και πλήθος άλλες. Ο Ηράκλειτος µίλησε για την αρµονία των αντιθέσεων ο Εµπεδοκλής για την έλξη και την άπωση, δηλαδή τις κοσµικές δυνάµεις που προκαλούν τη γένεση και τη φθορά των όντων ο Δηµόκριτος προχώρησε σε παρατηρήσεις ηθικές και ανθρωπολογικές, ενώ ο Αναξαγόρας ξεχώρισε τον Νοῦν, τον θεό, από τον κόσµο και τον παρουσίαζε ως την κινητήρια δύναµή του. Αξίζει να τονίσουµε συµπερασµατικά ότι, ενώ η προσωκρατική φιλοσοφία στην επαφή της µε τον κόσµο εµπιστευόταν µόνο το φως της λογικής, τον ορθό λόγο, οι λαοί της Ανατολής επέµεναν να κινούνται στον χώρο του µύθου και του µυστικισµού. Αυτή είναι και η ειδοποιός διαφορά ανάµεσα στον πολιτισµό της Ευρώπης και σε εκείνον της Ασίας.

Οι Μιλήσιοι Κοσµολόγοι Ο Θαλής ο Μιλήσιος (α µισό του 6ου αιώνα π.χ.) είναι ο πρώτος Έλληνας επιστήµονας και φιλόσοφος. Υπήρξε γεωµέτρης και αστρονόµος προέβλεψε την έκλειψη του ηλίου το έτος 585 π.χ., ενώ του αποδίδονται και ένα πλήθος από επιστηµονικά επιτεύγµατα. Ο Θαλής προσπάθησε να δώσει µια εξήγηση της αρχής των όντων, η οποία να έχει υλική βάση και να είναι ορθολογική. Αν και δεν διασώθηκε κανένα κείµενό του, παραδίδεται από τον Αριστοτέλη ότι ο Θαλής έθεσε ως πρώτη αρχή των όντων το νερό. Η πρώτη αρχή νοείται ως φύσις ἀεί σωζοµένη (= φυσική ύπαρξη που διατηρείται αιώνια, χωρίς να παράγεται ή να φθείρεται). Η γη, κατ αυτόν, επιπλέει πάνω στο νερό, αλλά και όλα τα όντα τρέφονται από το νερό ή και τα σπέρµατά τους είναι υγρά από τη φύση τους. Άρα το υγρό στοιχείο κυριαρχεί και ποιοτικά και ποσοτικά στη φύση. Με άλλα λόγια, το νερό είναι ο χώρος υποδοχής των όντων, έχει ζωτική δύναµη και αποτελεί την αρχή της ζωής και τη διατήρησή της. Ακόµη, ο Μιλήσιος φιλόσοφος θεώρησε τις κινητικές δυνάµεις στον κόσµο ως ζωτικές λειτουργίες και όλα τα πράγµατα ως έµψυχα. Αυτές οι ψυχές, λοιπόν, που ενυπάρχουν στα όντα, δίνουν πνοή, ζωή και κίνηση σε αυτά. Και το νερό, ως η πρωταρχική ψυχή και το πρώτο θεϊκό στοιχείο, µεταµορφώνει τα όντα και τα κάνει και αυτά ένθεα και κινητικά. Ο Αναξίµανδρος ήταν µαθητής και συµπολίτης του Θαλή. Ένα απόσπασµα που διασώθηκε από το έργο του είναι το πρώτο µνηµείο φιλοσοφικού λόγου και το πρώτο κείµενο της φιλοσοφικής πεζογραφίας. Ο Αναξίµανδρος αστρονόµος, µετεωρολόγος και γεωγράφος µε ένα λογικό άλµα συλλαµβάνει την έννοια του απείρου ως αρχή του κόσµου. Το ἄπειρον (ἀ + πέρας) νοείται ως µια αχανής υλική µάζα, απεριόριστη στον χώρο, απέραντη στον χρόνο και χωρίς εσωτερική συνοχή. Το άπειρο δεν είναι µόνο η πηγή των όντων, αλλά και η δυναµική και απροσδιόριστη ουσία που συγκρατεί και περιβάλλει όλα τα όντα µε τις διαφορετικές τους ιδιότητες και την απέραντη ποικιλία τους. Ως γνωρίσµατα το άπειρο έχει το αγέννητο, το άφθαρτο και το αθάνατο. Όλα τα όντα και οι δυνάµεις του κόσµου βρίσκονται σε ανταγωνιστική σχέση µεταξύ τους (ηµέρα-νύχτα, καλοκαίρι-χειµώνας, γλυκό-πικρό, θερµό-ψυχρό κλπ.). Η ανταγωνιστικότητα αυτή εξασφαλίζει την αιώνια γένεση και φθορά των πάντων, αλλά και την ισορροπία και την ενότητά τους. Ο Θαλής ο Μιλήσιος, ένας από τους πρώτους Έλληνες επιστή-

Ο Αναξίµανδρος παρουσίασε τη γη να έχει µορφή κυλίνδρου, να αιωρείται στο κέντρο του σύµπαντος και να µην αλλάζει ποτέ τη θέση της. Ακόµη µίλησε για την κυκλική κίνηση του ήλιου, της σελήνης και των αστέρων, ενώ χρησιµοποίησε για πρώτη φορά αριθµούς και µαθηµατικές έννοιες για τις σχέσεις των ουράνιων σωµάτων µεταξύ τους. Τέλος, υποστήριξε ότι η ζωή προήλθε από το νερό και ότι ο άνθρωπος κατάγεται από ένα είδος ψαριού, τον καρχαρία. Ο Αναξιµένης, τρίτος στη σειρά των Μιλησίων φιλοσόφων και µαθητής του Αναξίµανδρου, διατύπωσε µια απλούστερη θεωρία για την αρχή των όντων και τη λειτουργία του κόσµου. Σύµφωνα µε τη θεωρία του, κυρίαρχο στοιχείο του κόσµου είναι ο αέρας, ο οποίος νοείται ως ύλη λεπτή, έµψυχη, βάση και υπόστρωµα όλων των αλλαγών. Ο αέρας είναι διάχυτος παντού και ζωοποιεί όλα τα όντα. Τα πάντα σχηµατίζονται από την πύκνωση, την αραίωση, τη θερµότητα ή την ψυχρότητα του αέρα. Έτσι, στη φωτιά, για παράδειγµα, ο αέρας είναι αραιός και θερµός, ενώ περισσότερο πυκνός και ψυχρός είναι στο νερό, στο χώµα ή στις πέτρες. Ακόµη και η ψυχή του ανθρώπου είναι ἀερία (= αέρινη) και σύµφυτη µε τη ζωή. Άρα, κατά τον Αναξιµένη, ο αέρας είναι µια άπειρη και αεικίνητη πνοή που διαπερνά και συγκρατεί τα πάντα, ακόµη και τον άνθρωπο. Ο αστρονόµος, µετεωρολόγος και γεωγράφος Αναξίµανδρος Οι Πυθαγόρειοι Έτσι ονοµάστηκαν τα µέλη µιας κλειστής φιλοσοφικής σχολής, που ήταν συγχρόνως και κοινότητα θρησκευτική και επιστηµονική, και έδρασε στην Κάτω Ιταλία τον 6ο αιώνα π.χ. Ιδρυτής της σχολής αυτής ήταν ο Πυθαγόρας από τη Σάµο, ο οποίος εγκατέλειψε το νησί του, όταν έγινε τύραννος ο Πολυκράτης (532 π.χ.), και εγκαταστάθηκε στον Κρότωνα µαζί µε τους οπαδούς του, στους οποίους επέβαλε έναν αυστηρό κανονισµό υπακοής, πειθαρχίας και σιωπής. Ο Πυθαγόρας, ένα πρόσωπο χαµένο στον µύθο, επιδίωκε την ηθική και πνευµατική αναγέννηση του λαού µέσα από µια ασκητική ζωή, την οποία είχε εµπνευστεί από τις µεταφυσικές και ασκητικές ιδέες των Ορφικών. Το πρόσωπο του Πυθαγόρα προβάλλει ως αυθεντία σοφού και διδασκάλου. Η γνωστή φράση των µαθητών του «Αὐτός ἔφα» (= το είπε αυτός), υποδηλώνει ότι σε ό,τι έλεγε ο Πυθαγόρας δεν υπήρχε αντίρρηση. Οι Πυθαγόρειοι είχαν εισαγάγει µια νέα θεώρηση του κόσµου, µέσα από τα µαθηµατικά. Υποστήριζαν ότι το σύµπαν διέπεται από αριθµητικές και γεωµετρικές σχέσεις. Οι