David Benioff, 2008 φιγούρες εξωφύλλου: Colin Thomas. Πρώτη έκδοση: ιανουάριος 2009, 2.000 αντίτυπα. ιsbn 978-960-453-501-9



Σχετικά έγγραφα
ΤΟ ΟΝΕΙΡΟ ΚΑΙ ΤΟ Σ ΑΓΑΠΑΩ

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Θα σε γαργαλήσω! Μάικ ο Φασολάκης. Μαρί Κυριακού. Εικονογράφηση: Λήδα Βαρβαρούση. Μαρί Κυριακού, 2010

«Ο Αϊούλαχλης και ο αετός»

ΕΚ ΟΣΕΙΣ ΨΥΧΟΓΙΟΣ Α.Ε.

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

25 μαγικές ιστορίες για μικρά παιδιά

ΘΕΑΤΡΙΚΟ 2 ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΟΥΖΙΝΑ

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Ο Αϊ-Βασίλης και...το όνομα του παιδιού σας...

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

ÅéêïíïãñÜöçóç: Λήδα Βαρβαρούση

Αγγελική Δαρλάση. Το παλιόπαιδο. Εικονογράφηση Ίρις Σαμαρτζή

ΑΛΕΞ Τ. ΣΜΙΘ. Ο στην πόλη. Η σειρά προβάλλεται στο

ΙΕ ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΛΕΜΕΣΟΥ (Κ.Α.) ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ:

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

9 Η 11 Η Η Ο Ο

ΜΑΝΟΣ ΓΑΒΡΑΣ. Οι φίλοι με φωνάζουν ΦΙΣΤΙΚΗ! Εικονογράφηση: Mαργαρίτα Ζεβελάκη

ΜΙΚΡΕΣ ΚΑΛΗΝΥΧΤΕΣ. Η Τρίτη μάγισσα. Τα δύο αδέρφια και το φεγγάρι

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΑΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΚΟΥΒΕΝΤΙΑΣΑΜΕ ΚΑΙ ΝΙΩΣΑΜΕ.. ΠΟΣΟ ΠΟΛΥΤΙΜΟΙ ΕΙΜΑΣΤΕ Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟΝ!

ΟΝΕΙΡΟ ΜΙΑΣ ΚΑΠΟΙΑΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ. ακριβώς το που.την μητέρα μου και τα αδέρφια μου, ήμουν πολύ μικρός για να τους

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Τα λουλούδια που δεν είχαν όνομα ''ΜΥΘΟΣ''

Πριν από λίγες μέρες πήγα για κούρεμα.

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Και ο μπαμπάς έκανε μία γκριμάτσα κι εγώ έβαλα τα γέλια. Πήγα να πλύνω το στόμα μου, έπλυνα το δόντι μου, το έβαλα στην τσέπη μου και κατέβηκα να φάω.

Ο νονός μου είναι ο καλύτερος συγγραφέας τρελών ιστοριών του κόσμου.

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

«Πώς να ξέρει κανείς πού στέκει; Με αγγίζεις στο παρελθόν, σε νιώθω στο παρόν» Μυρσίνη-Νεφέλη Κ. Παπαδάκου «Νερό. Εγώ»

ΑΛΕΞ Τ. ΣΜΙΘ. Ο πάει διακοπές. Η σειρά προβάλλεται στο

Η λεοπάρδαλη, η νυχτερίδα ή η κουκουβάγια βλέπουν πιο καλά μέσα στο απόλυτο σκοτάδι;

Παραμύθι για την υγιεινή διατροφή

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΑΛΕΞ Τ. ΣΜΙΘ. Ο στο τσίρκο. Η σειρά προβάλλεται στο

Eκπαιδευτικό υλικό. Για το βιβλίο της Κατερίνας Ζωντανού. Σημαία στον ορίζοντα

Τα παραμύθια της τάξης μας!

έξι Χρωµάτισε µε γαλάζιο τον αριθµό.

Σε μια μικρή παραθαλάσσια πόλη

Η χριστουγεννιάτικη περιπέτεια του Ηλία

Μια μέρα καθώς πήγαινα στο σπίτι είδα έναν κλέφτη να μπαίνει από το παράθυρο και να είναι έτοιμος να αρπάξει τα πάντα...

Μαμά, γιατί ο Φώτης δε θέλει να του πιάσω το χέρι; Θα σου εξηγήσω, Φωτεινή. Πότε; Αργότερα, όταν μείνουμε μόνες μας. Να πάμε με τον Φώτη στο δωμάτιό

ΤΑ ΜΠΑΛΟΝΙΑ ΤΗΣ ΦΙΛΙΑΣ

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αποστολή. Κρυμμένος Θησαυρός. Λίνα Σωτηροπούλου. Εικόνες: Ράνια Βαρβάκη

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Οι μουσικοί της Βρέμης. Αφού περπάτησε λίγη ώρα βρήκε στο δρόμο ξαπλωμένο ένα κυνηγόσκυλο να βαριανασαίνει.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ. Εισαγωγή Τεχνικές για ηρεμία Ηρεμία στο σπίτι Κοιμήσου καλά, νιώσε καλά Αίσθηση ηρεμίας στη δουλειά...

Προσπάθησα να τον τραβήξω, να παίξουμε στην άμμο με τα κουβαδάκια μου αλλά αρνήθηκε. Πιθανόν και να μην κατάλαβε τι του ζητούσα.

Ο Τοτός και ο Μπόμπος εξετάζονται από το δάσκαλό τους. Ο Μπόμπος βγαίνει από την αίθουσα και λέει στον Τοτό:

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

17.Γ. ΠΡΟΣΤΧΑ ΑΝΕΚΔΟΣΑ ΜΕ ΣΟΝ ΣΟΣΟ 4 - ΧΑΣΖΗΑΛΕΞΑΝΔΡΟΤ ΜΑΡΙΑ

«ΠΩΣ Ν ΑΛΛΑΞΟΥΜΕ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ!!!» ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ: «ΗΤΕΧΝΗ ΣΑΝ ΠΑΡΑΜΥΘΙ» ΤΜΗΜΑ ΕΝΤΑΞΗΣ ΟΜΑΔΑ Γ (ΜΑΘΗΤΕΣ Γ ΤΑΞΗΣ)

Χαρούμενη Άνοιξη! Το μαθητικό περιοδικό του 12ου Δημοτικού Σχολείου Περιστερίου ΜΑΡΤΙΟΣ 2014

ΤΟΡΜΠΕΝ ΚΟΥΛΜΑΝ. Το περιπετειώδες ταξίδι ενός ποντικού στο φεγγάρι. ΚΥΚΛΟφΟΡΕί σε 19 χώρεσ

ΠΑΝΤΕΛΗΣ ΚΑΝΑΡΑΚΗΣ ΤΟ ΔΙΛΗΜΜΑ ΤΟΥ ΕΡΜΗ. Εικονογράφηση Βίλλυ Καραμπατζιά

3 ο βραβείο ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΤΑΜΟΥΛΗ. Βασιλεία Παπασταύρου. 1 ος Πανελλήνιος διαγωνισμός λογοτεχνικής έκφρασης για παιδιά ( )

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Χαμπάρι ο Γιαννάκης. Η μάνα χαμηλώνει το στερεοφωνικό... Ο Γιαννάκης επιτέλους, γυρίζει! Βλέπει τη μάνα... θυμώνει... της βάζει τις φωνές...

κι η τιμωρία των κατηγορουμένων. Βέβαια, αν δεν έχεις πάρει καθόλου βάρος, αυτό θα σημαίνει ότι ο κατηγορούμενος

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

στον κίνδυνο (ΒΙΒΛΙΟ 2)

Μια φορά και έναν καιρό ζούσε στα βάθη του ωκεανού µια µικρή σταγόνα, ο Σταγονούλης. Έπαιζε οληµερίς διάφορα παιχνίδια µε τους ιππόκαµπους και τις

Εκμυστηρεύσεις. Πετρίδης Σωτήρης.

Σχολικές αναμνήσεις. Η γιαγιά του Χάρη θυμάται

ΑΝ ΚΑΙ ΖΩ ΣΤΟΝ ΒΥΘΌ, το ξέρω καλά πια. Ο καλύτερος τρόπος να επικοινωνήσεις με τους ανθρώπους και να τους πεις όσα θέλεις είναι να γράψεις ένα

ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΤΟΥ ΤΡΟΜΟΥ

Κείμενα Κατανόησης Γραπτού Λόγου

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Εργασία Οδύσσειας: θέμα 2 ο «Γράφω το ημερολόγιο του κεντρικού ήρωα ή κάποιου άλλου προσώπου» Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Τριγωνοψαρούλη, μην εμπιστεύεσαι ΠΟΤΕ... αχινό! Εκπαιδευτικός σχεδιασμός παιχνιδιού: Βαγγέλης Ηλιόπουλος, Βασιλική Νίκα.

Αυτό το βιβλίo είναι μέρος μιας δραστηριότητας του Προγράμματος Comenius

ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ

Όροι και συντελεστές της παράστασης Ι: Αυτοσχεδιασμός και επινόηση κειμένου.

ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ ΚΟΡΝΗΛΙΕ ΣΚΕΨΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ ΑΠΟ ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΔΙΑΒΑΣΕΙ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Modern Greek Beginners

ΟΥΛΙΤΣ Α ΡΑ Φ 6 ΕΤ. Παναγιώτα Πλησή ΣΙΑ ΓΝΩ ΑΝΑ ΦΙΛ ΖΩΝΗ. Εικονογράφηση: Γιώργος Σγουρός ΟΥ Θ ΓΙΑ ΜΑ. την οικογένεια

Ποια είναι η ερώτηση αν η απάντηση είναι: Τι έχει τέσσερις τοίχους;

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

ΙΑ ΧΕΙΡΙΣΗ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΩΝ

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ ΠΛΗΜΜΥΡΙΖΟΥΝ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ

Δοκίμιο Τελικής Αξιολόγησης

& TM 2010 Gummybear International Inc./Christian Schneider. Πρώτη έκδοση: Μάρτιος 2010 ΙSBN

Το βιβλίο αυτό ανήκει στην:...

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ ΚΟΥΤΣΙΚΟΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟ ΦΑΡΚΑΔΟΝΑΣ ΤΡΙΚΑΛΩΝ Γ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ «ΠΡΟΣΕΧΕ ΤΙ ΠΕΤΑΣ, ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΡΔΙΑ ΜΟΥ»

ΠΟΛΕΜΟΣ ΦΩΤΙΤΣΑΣ - ΣΤΑΓΟΝΙΤΣΑΣ

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

Η καλύτερη στιγμή των Χριστουγεννιάτικων διακοπών

Έρικα Τζαγκαράκη. Τα Ηλιοβασιλέματα. της μικρής. Σταματίας

Transcript:

TITΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ: CITY OF THIEVES Από τις Εκδόσεις VIKING, Νέα Υόρκη 2008 ΤιΤΛΟΣ βιβλιου: Η Πολιτεία των Ληστών ΣΥγγΡΑφΕΑΣ: David Benioff μεταφραση: Καίτη Οικονόμου ΕΠιμΕΛΕιΑ ΔιΟΡθΩΣη ΚΕιμΕΝΟΥ: Ελένη γεωργοστάθη ΣΧΕΔιΑΣμΟΣ ΕΞΩφΥΛΛΟΥ: Hodder & Stoughton ηλεκτρονικη ΣΕΛιΔΟΠΟιηΣη: Ελένη Σταυροπούλου ΕΚΤΥΠΩΣη: Σταμάτιος Κοτσάτος & ΣιΑ Ο.Ε. βιβλιοδεσια: Κωνσταντίνα Παναγιώτου & ΣιΑ Ο.Ε. David Benioff, 2008 φιγούρες εξωφύλλου: Colin Thomas ΕΚΔΟΣΕιΣ ΨΥΧΟγιΟΣ Α.Ε., Αθήνα 2009 Πρώτη έκδοση: ιανουάριος 2009, 2.000 αντίτυπα ιsbn 978-960-453-501-9 Τυπώθηκε σε χαρτί ελεύθερο χημικών ουσιών χλωρίου και φιλικό προς το περιβάλλον. Το παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις του Ελληνικού Νόμου (Ν. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Απαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής άδειας του εκδότη κατά οποιοδήποτε τρόπο ή μέσο αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή (ηλεκτρονική, μηχανική ή άλλη) και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. ΕΚΔΟΣΕιΣ ΨΥΧΟγιΟΣ Α.Ε. PSICHOGIOS PUBLICATIONS S.A. Έδρα: Tατοΐου 121 Head office: 121, Tatoiou Str. 144 52 μεταμόρφωση 144 52 Metamorfossi, Greece βιβλιοπωλείο: μαυρομιχάλη 1 Bookstore: 1, Mavromichali Str. 106 79 Αθήνα 106 79 Αthens, Greece Τηλ.: 2102804800 Tel.: 2102804800 Telefax: 2102819550 Telefax: 2102819550 www.psichogios.gr www.psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr e-mail: info@psichogios.gr

ÌåôÜöñáóç: Καίτη Οικονόµου

για την Αμάντα και τη φράνκι

Κι αν πέσει η πόλη και ξεφύγει μόνο ένας άνθρωπος θα κουβαλάει μέσα του την Πόλη στους δρόμους της εξορίας θα είναι η πόλη Ζμπίγκνιεβ Χέρμπερτ Ο Σενκ νόμιζε ότι κατάλαβε επιτέλους κι άρχισε να γελά πιο δυνατά. Ύστερα σοβαρεύτηκε απότομα και ρώτησε «Πιστεύεις ότι οι Ρώσοι είναι ομοφυλόφιλοι;» «θα το διαπιστώσεις όταν τελειώσει ο πόλεμος», απάντησα. Κούρτσιο μαλαπάρτε

Η Πολιτεία των Ληστών

Οπαππούς μου, ο πολεμιστής με το μαχαίρι, είχε σκοτώσει δύο γερμανούς πριν κλείσει τα δεκαοχτώ του χρόνια. Δε θυμάμαι να μου το είπε κανένας ήταν κάτι που ήξερα πάντα, όπως ήξερα ότι οι γιάνκις φορούσαν ριγέ στολές στα εντός έδρας παιχνίδια και γκρι στα εκτός. Αλλά δε γεννήθηκα μ αυτή τη γνώση. Ποιος μου το είπε; Πάντως όχι ο πατέρας μου, που ήταν μυστικοπαθής, ή η μητέρα μου, που απέφευγε σχολαστικά κάθε αναφορά σε πράγματα δυσάρεστα, σε οτιδήποτε είχε σχέση με αίματα, καρκίνο ή παραμορφώσεις. Ούτε η γιαγιά μου, που ήξερε όλες τις λαϊκές παραδόσεις της παλιάς πατρίδας της πολλές απ αυτές ανατριχιαστικές, με παιδιά που τα κατασπάραξαν λύκοι και τ αποκεφάλισαν μάγισσες αλλά δε μιλούσε ποτέ μπροστά μου για τον πόλεμο. Και σίγουρα όχι ο ίδιος ο παππούς μου, ο χαμογελαστός φύλακας των παιδικών μου αναμνήσεων, ο αθόρυβος λεπτός άντρας με τα μαύρα μάτια, που με κράταγε από το χέρι όταν διασχίζαμε τις λεωφόρους, που καθόταν σ ένα παγκάκι του πάρκου και διάβαζε τη ρωσική εφημερίδα του όταν εγώ κυνηγούσα περιστέρια και βασάνιζα αυστραλέζικα μυρμήγκια με σπασμένα φτερά. Το σπίτι των παππούδων μου ήταν δυο τετράγωνα παρακάτω από το δικό μας και τους έβλεπα σχεδόν κάθε μέρα. Είχαν μια μικρή ασφαλιστική εταιρεία και δούλευαν από το

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ διαμέρισμά τους, στην μπέι μπριτζ, με βασικό κορμό της πελατείας τους άλλους Ρώσους μετανάστες. η γιαγιά μου πουλούσε ασφάλειες από το τηλέφωνο. Κανείς δεν μπορούσε να της αντισταθεί. Τους γοήτευε ή τους εκφόβιζε, αλλά και στις δύο περιπτώσεις έκλειναν ασφάλειες. Ο παππούς μου είχε αναλάβει το γραφείο κι έκανε όλη τη γραφική εργασία. Όταν ήμουν μικρός, καθόμουν στα γόνατά του και κοίταζα τον κολοβωμένο δείκτη του αριστερού χεριού του, που ήταν τόσο στρογγυλός και λείος, με τόσο καθαρή την τομή που αφαίρεσε τις δύο πρώτες κλειδώσεις, ώστε νόμιζες πως είχε γεννηθεί χωρίς αυτές. Τα καλοκαίρια, όταν έπαιζαν οι γιάνκις, το ραδιόφωνο θα μετέδιδε τον αγώνα όταν έκλεισε τα εβδομήντα, ο μπαμπάς τού αγόρασε μια έγχρωμη τηλεόραση. Δεν έχασε ποτέ την προφορά του, δεν ψήφισε ποτέ στις εκλογές, δεν άκουσε ποτέ αμερικάνικη μουσική, αλλά έγινε πιστός οπαδός των γιάνκις. Στα τέλη της δεκαετίας του 90 ένας ασφαλιστικός όμιλος έκανε μια προσφορά εξαγοράς της εταιρείας των παππούδων μου. Όλοι είπαν πως ήταν καλή προσφορά, οπότε η γιαγιά μου ζήτησε τα διπλάσια. Πρέπει να έγινε σκληρό παζάρι, αλλά, αν με είχε ρωτήσει ο όμιλος, θα τους έλεγα ότι τα παζάρια με τη γιαγιά μου ήταν χαμένος χρόνος. Στο τέλος τής έδωσαν αυτά που ήθελε και οι παππούδες μου, τηρώντας την παράδοση, πούλησαν το διαμέρισμά τους και μετοίκησαν στη φλόριντα. Αγόρασαν ένα μικρό σπίτι στο γκαλφ Κοστ, ένα αριστουργηματικό κτίσμα που κατασκευάστηκε το 1949 κι ο αρχιτέκτονάς του θα είχε γίνει διάσημος αν δεν πνιγόταν τον ίδιο χρόνο. φτιαγμένο από ατσάλι και τσιμέντο, στέκει αυστηρό κι επιβλητικό στην κορυφή ενός απότομου βράχου με θέα στον κόλπο, και σίγουρα δεν είναι το σπίτι που θα φανταζόσουν για ένα ζευγάρι συνταξιούχων, αλλά οι παππούδες μου δε μετακόμισαν στο νότο για να μαραθούν στον ήλιο και να πε-

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ θάνουν. Ο παππούς μου περνά τον περισσότερο χρόνο του μπροστά στον υπολογιστή του, παίζοντας «ον λάιν» σκάκι με παλιούς του φίλους. η γιαγιά μου, που βαρέθηκε την απραξία μέσα σε λίγες μόλις βδομάδες μετά τη μετακόμιση, επινόησε μια δουλειά για τον εαυτό της σ ένα προαστιακό κολέγιο της Σαρασότα, όπου διδάσκει ρωσική λογοτεχνία σε ηλιοκαμένους μαθητές οι οποίοι κρίνοντας από τη μία και μοναδική επίσκεψή μου στην τάξη της βρίσκονται σε κατάσταση μόνιμης νευρικότητας από την αθυροστομία της, τον δίχως όρια σαρκασμό της και τη λέξη προς λέξη αποστήθιση των στίχων του Πούσκιν. Κάθε βράδυ οι παππούδες μου τρώνε στη βεράντα του σπιτιού τους αγναντεύοντας τη σκοτεινή θάλασσα που οδηγεί στο μεξικό. Κοιμούνται με τα παράθυρα ανοιχτά ενώ οι νυχτοπεταλούδες χτυπάνε τα φτερά τους στις σίτες. Σε αντίθεση με τους άλλους συνταξιούχους που γνώρισα στη φλόριντα, αυτοί δεν ανησυχούν για την εγκληματικότητα. η εξώπορτά τους είναι ξεκλείδωτη τις περισσότερες φορές και δεν υπάρχει σύστημα συναγερμού. Δε φορούν ζώνες στο αυτοκίνητο δε βάζουν αντηλιακό όταν κάθονται στον ήλιο. Έχουν αποφασίσει ότι το μόνο που μπορεί να τους σκοτώσει είναι ο ίδιος ο θεός, και δεν πιστεύουν καν σ αυτόν. Εγώ μένω στο Λος Άντζελες και γράφω σενάρια για μεταλλαγμένους υπερήρωες. Πριν από δύο χρόνια μού ζήτησαν να γράψω ένα αυτοβιογραφικό άρθρο για ένα περιοδικό που ασχολείται με το σενάριο, και κάπου στην πορεία συνειδητοποίησα πως είχα ζήσει μιαν απελπιστικά βαρετή ζωή. Όχι ότι παραπονιέμαι. Αν και η συνοπτική αφήγηση της ζωής μου αποτελεί ένα ανιαρό ανάγνωσμα σχολείο, κολέγιο, δουλειές του ποδαριού, πανεπιστημιακές σπουδές, δουλειές του ποδαριού, κι άλλες πανεπιστημιακές σπουδές, μεταλλαγμένοι υπερήρωες, περνάω μια χαρά. Αλλά, καθώς ιδροκοπούσα

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ για να γράψω το άρθρο, αποφάσισα πως δεν ήθελα να γράψω ούτε πεντακόσιες λέξεις για τη ζωή μου. Ήθελα να γράψω για το Λένινγκραντ. Οι παππούδες μου με παρέλαβαν από το αεροδρόμιο της Σαρασότα έσκυψα να τους φιλήσω και μου χαμογέλασαν, λίγο σαστισμένοι όπως πάντα μπροστά στο γίγαντα Αμερικανό εγγονό τους με ύψος 1,88, φαντάζω δίπλα τους σαν γίγαντας. Στο δρόμο για το σπίτι αγοράσαμε μια λίτσα από την τοπική ψαραγορά ο παππούς μου την έκανε ψητή, προσθέτοντας μόνο βούτυρο, αλάτι και φρέσκο λεμόνι. Όπως όλα του τα φαγητά, φτιάχτηκε πανεύκολα, χρειάστηκε μόνο δέκα λεπτά και ήταν ό,τι πιο νόστιμο είχα φάει τον τελευταίο χρόνο στο Λος Άντζελες. η γιαγιά μου δε μαγειρεύει είναι γνωστή στην οικογένεια για την άρνησή της να ετοιμάσει οτιδήποτε πιο σύνθετο από ένα μπολ δημητριακά με γάλα. μετά το φαγητό η γιαγιά άναψε τσιγάρο και ο παππούς σερβίρισε τρία ποτήρια σπιτική βότκα από μαύρες σταφίδες. Ακούγαμε τη χορωδία των τζιτζικιών και των τριζονιών, αγναντεύαμε τον σκοτεινό κόλπο και διώχναμε τα κουνούπια. «Έχω φέρει μαζί μου ένα κασετοφωνάκι. Σκέφτηκα μήπως μιλήσουμε για τον πόλεμο». μου φάνηκε πως είδα τη γιαγιά μου να κάνει ένα μορφασμό καθώς τίναζε στο χορτάρι τη στάχτη του τσιγάρου της. «Τι;» «Είσαι σαράντα χρόνων. Τώρα θυμήθηκες να ρωτήσεις;» «Είμαι τριάντα τεσσάρων». Κοίταξα τον παππού μου κι εκείνος μου χαμογέλασε. «Τι τρέχει; μήπως ήσασταν ναζί; μήπως κρύβετε το ναζιστικό παρελθόν σας;» «Όχι», είπε ο παππούς χαμογελώντας ακόμη. «Δεν ήμασταν ναζί». «Νόμιζες πως είμαι σαράντα χρόνων;» «Τι τριάντα τέσσερα, τι σαράντα» η γιαγιά έβγαλε

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ εκείνο τον σφυριχτό ήχο που συνόδευε πάντα την περιφρονητική χειρονομία με την οποία απέρριπτε τη βλακεία. «Τι σημασία έχει; βρες μια γυναίκα να παντρευτείς». «μιλάς σαν όλες τις γιαγιάδες της φλόριντα». «Χα», έκανε πειραγμένη. «θέλω να μάθω πώς ήταν. Τόσο φοβερό είναι;» Κούνησε το κεφάλι προς τη μεριά του παππού μου ενώ μ έδειχνε στρέφοντας προς τα μένα την καύτρα του τσιγάρου της. «θέλει να μάθει πώς ήταν». «Καλό μου παιδί», είπε ο παππούς μου. μόνο αυτό, τίποτε άλλο, αλλά η γιαγιά έσβησε το τσιγάρο της στη γυάλινη επιφάνεια του τραπεζιού. «Έχεις δίκιο», μου είπε. «θέλεις να γράψεις για τον πόλεμο και καλά κάνεις». η γιαγιά σηκώθηκε, με φίλησε στην κορυφή του κεφαλιού, φίλησε και τον παππού στα χείλη και πήγε μέσα τα πιατικά. μείναμε σιωπηλοί για μερικά λεπτά, ακούγοντας το φλοίσβο των κυμάτων. Ο παππούς ξαναγέμισε με βότκα τα ποτήρια μας, ευχαριστημένος που είχα αδειάσει το δικό μου. «Έχεις φιλενάδα;» «Ε» «Την ηθοποιό;» «Ναι». «μ αρέσει». «Το ξέρω». «θα μπορούσε να είναι Ρωσίδα», είπε. «Έχει τα μάτια Αν θέλεις να μιλήσουμε για το Λένινγκραντ, θα μιλήσουμε για το Λένινγκραντ». «Δε θέλω να μιλήσουμε. θέλω να μιλήσεις». «Εντάξει, θα μιλήσω. Αύριο;» Κράτησε το λόγο του. Την επόμενη εβδομάδα καθόμασταν

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ μαζί κάθε μέρα στην τσιμεντένια βεράντα και μαγνητοφωνούσα τις ιστορίες του. Λίγες ώρες το πρωί, διάλειμμα για μεσημεριανό και ύστερα πάλι το απόγευμα ο παππούς μου, που ήταν ζήτημα αν έλεγε δύο συνεχόμενες προτάσεις όταν ήταν με παρέα (εννοώ με άλλη παρέα εκτός από τη γιαγιά μου), γέμιζε τη μια μίνι κασέτα μετά την άλλη. Τόσο πολλές λέξεις που δε χωρούσαν σ ένα βιβλίο μερικές φορές η αλήθεια είναι πιο παράξενη από τα μυθιστορήματα, αλλά χρειάζεται έναν καλύτερο επιμελητή. για πρώτη φορά στη ζωή μου άκουσα τον παππού μου να βλαστημάει και να μιλάει ανοιχτά για το σεξ. μίλησε για τα παιδικά του χρόνια, για τον πόλεμο, για τον ερχομό του στην Αμερική. Αλλά βασικά μίλησε για μια εβδομάδα του 1942, την πρώτη εβδομάδα του χρόνου, την εβδομάδα που γνώρισε τη γιαγιά μου, έκανε τον πρώτο του φίλο και σκότωσε δύο γερμανούς. Όταν τελείωσε τις ιστορίες του, τον ρώτησα διάφορες λεπτομέρειες ονόματα, τοποθεσίες, καιρικές συνθήκες σε συγκεκριμένες ημέρες. με ανέχτηκε για λίγο, αλλά στο τέλος έσκυψε και πάτησε το στοπ στο κασετόφωνο. «Έχει περάσει πάρα πολύς καιρός», είπε. «Δε θυμάμαι τι φορούσα. Δε θυμάμαι αν είχε λιακάδα». «θέλω απλώς να βεβαιωθώ ότι θα τα γράψω όλα σωστά». «Δε θα τα γράψεις». «Είναι η ζωή σου. Δε θέλω να τα κάνω μαντάρα». «Ντέιβιντ» «Υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν τα καταλαβαίνω». «Ντέιβιντ», είπε. «Είσαι συγγραφέας. βάλε τη φαντασία σου να δουλέψει».

Δεν είχαμε νιώσει ποτέ τέτοια πείνα δεν είχαμε νιώσει ποτέ τέτοιο κρύο. Όταν κοιμόμασταν, αν κοιμόμασταν, ονειρευόμασταν τα ξέγνοιαστα τσιμπούσια μας πριν από εφτά μήνες, όλο εκείνο το ψωμί με βούτυρο, τις μπουλέτες με πατάτα και τα λουκάνικα, που τα τρώγαμε αδιάφορα, τα καταπίναμε χωρίς να τα γευόμαστε, αφήνοντας τόσα ψίχουλα και λίπη στα πιάτα μας. Τον ιούνιο του 1941, πριν έρθουν οι γερμανοί, πιστεύαμε πως ήμασταν φτωχοί. μα το χειμώνα ο ιούνιος φάνταζε παράδεισος. Τη νύχτα ο αέρας φυσούσε τόσο δυνατά και ακατάπαυστα που ξαφνιαζόσουν όταν έπαυε οι μεντεσέδες των παραθυρόφυλλων του καμένου καφενείου στη γωνία σταματούσαν να τρίζουν απειλητικά για λίγες ανησυχητικές στιγμές, όπως όταν πλησιάζει ένα αρπακτικό και τα μικρά ζώα μουλώνουν από το φόβο τους. Τα ίδια τα παραθυρόφυλλα τα είχαν ξηλώσει από τον Νοέμβριο για να τα χρησιμοποιήσουν για καυσόξυλα. Δεν είχε μείνει ούτε μια σκλήθρα ξύλου στο Λένινγκραντ. Όλες οι ξύλινες πινακίδες, οι σανίδες από τα παγκάκια των πάρκων, τα ξύλινα δάπεδα των ερειπωμένων κτιρίων όλα είχαν καεί στις στόφες. Είχαν εξαφανιστεί και τα περιστέρια, που τα είχαν πιάσει και τα είχαν μαγειρέψει σε λιωμένο πάγο από τον Νέβα. Κανείς δεν ενοχλούνταν για τη σφαγή των περιστεριών. Είχαν ενστάσεις μόνο για 1

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ τους σκύλους και τις γάτες. Τον Οκτώβριο υπήρξαν φήμες ότι κάποιος έψησε το μούργο της οικογένειας και τον μοίρασε στα τέσσερα στο τραπέζι γελάσαμε και κουνήσαμε τα κεφάλια μας χωρίς να το πιστέψουμε, αλλά αναρωτηθήκαμε αν είναι νόστιμος ο σκύλος με μπόλικο αλάτι υπήρχε ακόμη άφθονο αλάτι, ακόμα κι όταν τελείωσαν όλα τ άλλα είχαμε αλάτι. Τον ιανουάριο οι φήμες έγιναν πραγματικότητα. μόνον όσοι ήταν πολύ καλά δικτυωμένοι είχαν τη δυνατότητα να ταΐζουν ακόμη τα ζώα τους, κι έτσι άρχισαν τα ζώα να ταΐζουν εμάς. Υπήρχαν δύο θεωρίες σχετικά με τους χοντρούς και τους αδύνατους. η μία έλεγε ότι όσοι ήταν χοντροί πριν από τον πόλεμο είχαν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης: μια βδομάδα χωρίς φαγητό δεν μπορεί να μεταμορφώσει έναν χοντρό άνθρωπο σε σκελετό. Άλλοι έλεγαν πως οι αδύνατοι ήταν περισσότερο προσαρμοσμένοι στο λίγο φαγητό και μπορούσαν ν αντιμετωπίσουν με μεγαλύτερη επιτυχία το σοκ της πείνας. Εγώ είχα προσχωρήσει στο δεύτερο στρατόπεδο, για λόγους καθαρής υστεροβουλίας. Ήμουν από τα γεννοφάσκια μου τσιλιβήθρα. μεγάλη μύτη, μαύρα μαλλιά, δέρμα γεμάτο ακμή ομολογώ ότι δεν ήμουν ο άντρας των ονείρων των κοριτσιών. Ο πόλεμος όμως μ έκανε πιο ελκυστικό. Άλλοι σούρωσαν όταν άρχισαν οι διαρκείς περικοπές στα δελτία συσσιτίου, με αποτέλεσμα άντρες γεροδεμένοι σαν πεχλιβάνηδες πριν από την εισβολή να μείνουν οι μισοί. Εγώ δεν είχα ποντίκια να χάσω. Ήμουν φτιαγμένος για εποχές στέρησης, σαν τις μυγαλές που έτρωγαν τα κουφάρια όταν ψοφούσαν γύρω τους οι δεινόσαυροι. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς καθόμουν στην ταράτσα της Κίροφ, της πολυκατοικίας που μέναμε από τότε που ήμουν πέντε χρόνων αν και δεν είχε όνομα μέχρι το 34, που δολοφονήθηκε ο Κίροφ, οπότε η μισή πόλη πήρε το όνομά

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ του, και παρακολουθούσα τα μεγάλα γκρίζα αντιαεροπορικά αερόστατα που πετούσαν κάτω από τα σύννεφα περιμένοντας τα βομβαρδιστικά. Αυτή την εποχή του χρόνου ο ήλιος μένει στον ουρανό μόλις έξι ώρες, τρέχει από τον έναν ορίζοντα στον άλλο σαν κυνηγημένος. Κάθε νύχτα τέσσερις από μας φύλαγαν τρίωρες βάρδιες στη στέγη, εφοδιασμένοι με κουβάδες νερού, κουβάδες άμμου, σιδερένιες λαβίδες και φτυάρια, φορώντας όλα τα πουκάμισα, τα πουλόβερ και τα σακάκια που είχε ο καθένας μας, και παρατηρούσαμε τον ουρανό. Ήμασταν οι πυροσβέστες. Οι γερμανοί είχαν αποφασίσει πως μια έφοδος στην πόλη θα είχε μεγάλο κόστος, κι έτσι μας περικύκλωσαν για να μας πεθάνουν στην πείνα, να μας βομβαρδίσουν και να μας κάψουν. Προπολεμικά έμεναν στην πολυκατοικία Κίροφ χίλια εκατό άτομα. Την παραμονή εκείνης της Πρωτοχρονιάς ο αριθμός τους ήταν πιο κοντά στους τετρακόσιους. Τα περισσότερα παιδιά είχαν φύγει πριν από τον Σεπτέμβριο, που έσφιξαν τον κλοιό οι γερμανοί. η μητέρα μου και η μικρή μου αδελφή, η Ταϊσία, πήγαν στη βιάζμα να μείνουν με το θείο μου. μια μέρα πριν φύγουν τσακώθηκα με τη μητέρα μου το βράδυ και ήταν ο πρώτος μας καβγάς ή, για την ακρίβεια, η πρώτη φορά που σήκωσα κεφάλι. Ήθελε, φυσικά, να πάω μαζί τους, μακριά από τους εισβολείς, βαθιά στην καρδιά της χώρας, όπου δε θα μας έβρισκαν τα βομβαρδιστικά. Αλλά εγώ δεν είχα σκοπό να εγκαταλείψω την Πετρούπολη. Ήμουν άντρας και θα υπερασπιζόμουν την πόλη μου, θα γινόμουν ένας Νιέφσκι του εικοστού αιώνα. Ίσως πάλι να μην ήμουν τόσο γελοίος. Είχα ένα πειστικό επιχείρημα: αν έφευγε κάθε αξιόμαχος άντρας, το Λένινγκραντ θα έπεφτε στους φασίστες. Και χωρίς Λένινγκραντ, χωρίς την Πόλη των Εργατών, που κατασκεύαζε τανκς και τουφέκια για τον Κόκκινο Στρατό, τι ελπίδες είχε η Ρωσία;

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ η μητέρα μου θεώρησε βλακώδες αυτό το επιχείρημα. Ήμουν μόλις δεκαεφτά χρόνων. Δεν οξυγονοκολλούσα τεθωρακισμένα στο εργοστάσιο και δεν μπορούσα να καταταγώ στο στρατό πριν περάσει ένας χρόνος. Δεν είχα καμιά δουλειά με την άμυνα του Λένινγκραντ ήμουν άλλο ένα στόμα που έπρεπε να φάει. Αγνόησα αυτές τις προσβολές. «Είμαι πυροσβέστης», της είπα, γιατί ήταν αλήθεια, οι δημοτικές Αρχές είχαν διατάξει να συσταθούν δέκα χιλιάδες πυροσβεστικές μονάδες κι εγώ ήμουν ο υπερήφανος διοικητής της ταξιαρχίας πέμπτου ορόφου της Κίροφ. η μητέρα μου δεν ήταν ακόμη σαράντα χρόνων, αλλά τα μαλλιά της είχαν ήδη γκριζάρει. Καθόταν απέναντί μου στο τραπέζι της κουζίνας, κρατώντας το ένα μου χέρι στα δικά της. Ήταν πολύ κοντή γυναίκα, μόλις 1,52, και τη φοβόμουν από τα γεννοφάσκια μου. «Είσαι βλάκας», μου είπε. Τώρα, ίσως αυτό ν ακούγεται προσβλητικό, αλλά η μητέρα μου μ αποκαλούσε πάντα «βλάκα της» και το θεωρούσα πια ένα τρυφερό χαϊδευτικό. «η πόλη υπήρχε πριν από σένα. Και θα συνεχίσει να υπάρχει ύστερα από σένα. η Ταϊσία κι εγώ σε χρειαζόμαστε». Είχε δίκιο. Ένας καλύτερος γιος θα πήγαινε μαζί της, ένας καλύτερος αδελφός. η Ταϊσία με λάτρευε, ορμούσε πάνω μου όταν γύριζα στο σπίτι από το σχολείο, μου διάβαζε τα ανόητα ποιηματάκια που τους έβαζε η δασκάλα για να αποδώσουν τιμή στους μάρτυρες της επανάστασης, σκιτσάριζε στο τετράδιό της το προφίλ μου με τη μεγάλη μύτη. γενικά, μου ερχόταν να τη στραγγαλίσω. Δεν είχα καμιά διάθεση να περιφέρομαι στην επαρχία με τη μαμά μου και τη μικρή μου αδελφή. Ήμουν δεκαεφτά χρόνων, απόλυτα πεπεισμένος για το ηρωικό μου πεπρωμένο. η δήλωση του μολότοφ στο ραδιοφωνικό του μήνυμα την πρώτη ημέρα του πολέμου Ο ΑγΩΝΑΣ μασ ΕιΝΑι ΔιΚΑιΟΣ! Ο ΕΧθΡΟΣ θα ηττηθει!

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ θα ΝιΚηΣΟΥμΕ! είχε τυπωθεί σε χιλιάδες αφίσες που τοιχοκολλήθηκαν στην πόλη. Πίστευα στον αγώνα μας δε θα τρεπόμουν σε φυγή μπροστά στον εχθρό δε θα ήμουν απών στο θρίαμβο. η μητέρα και η Ταϊσία έφυγαν το άλλο πρωί. Έκαναν με λεωφορείο ένα μέρος της διαδρομής, έκαναν οτοστόπ σε στρατιωτικά καμιόνια και πεζοπόρησαν αμέτρητα χιλιόμετρα σε εξοχικούς δρόμους με τις σολιασμένες μπότες τους. Χρειάστηκαν τρεις εβδομάδες για να φτάσουν εκεί, αλλά στο τέλος τα κατάφεραν να φτάσουν σώες και αβλαβείς. η μητέρα μού έστειλε ένα γράμμα όπου περιέγραφε το ταξίδι τους, τον τρόμο και την κούραση. Ίσως ήθελε να νιώσω ενοχές που τις εγκατέλειψα, και πράγματι ένιωσα, ήξερα όμως πως ήταν καλύτερα που έφυγαν. η μεγάλη μάχη πλησίαζε και δεν είχαν καμιά θέση στο μέτωπο. Στις 17 Οκτωβρίου οι γερμανοί κατέλαβαν τη βιάζμα κι έπαψα να παίρνω γράμματα. θα θελα να πω ότι μου έλειψαν όταν έφυγαν και ότι μερικές νύχτες ένιωθα μοναξιά και νοσταλγούσα τα φαγητά της μάνας μου, αλλά φαντασιωνόμουν ότι ζούσα μόνος μου από τόσο δα παιδάκι. Τα αγαπημένα μου λαϊκά παραμύθια είχαν ήρωες πανέξυπνα ορφανά που έβρισκαν το δρόμο τους στο σκοτεινό δάσος, γλίτωναν απ όλους τους κινδύνους χάρη στις έξυπνες λύσεις που έδιναν στα προβλήματα, ξεγελούσαν τους εχθρούς τους και μέσ από τις περιπλανήσεις τους έβρισκαν την τύχη τους. Δε λέω πως ήμουν ευτυχισμένος ήμασταν πολύ πεινασμένοι για να νιώσουμε ευτυχία, αλλά πίστευα ότι εδώ τουλάχιστον υπήρχε ένας ιερός σκοπός. Αν έπεφτε το Λένινγκραντ, θα έπεφτε η Ρωσία αν έπεφτε η Ρωσία, ο φασισμός θα κυριαρχούσε σε όλο τον κόσμο. Όλοι το πιστεύαμε αυτό. Και το πιστεύω ακόμη. Ήμουν λοιπόν πολύ μικρός για το στρατό αλλά αρκετά μεγάλος για να σκάβω αντιαρματικά ορύγματα την ημέρα

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ και να φυλάω σκοπιά στις στέγες τη νύχτα. η ομάδα μου επανδρωνόταν από φίλους μου στον πέμπτο όροφο τη βέρα Οσίποβνα, μια ταλαντούχα βιολοντσελίστρια, και τους κοκκινομάλληδες δίδυμους Αντοκόλσκι, που το μόνο γνωστό ταλέντο τους ήταν να κλάνουν συγχρονισμένα. Τις πρώτες μέρες του πολέμου καπνίζαμε τσιγάρα στην ταράτσα, ποζάραμε σαν στρατιώτες, γενναίοι και δυνατοί, με τετράγωνα σαγόνια, και ψάχναμε στον ουρανό για τον εχθρό. Στα τέλη Δεκεμβρίου δεν υπήρχαν τσιγάρα στο Λένινγκραντ, τουλάχιστον φτιαγμένα με καπνό. μερικές απελπισμένες ψυχές θρυμμάτιζαν ξερά φύλλα, τα τύλιγαν σε χαρτί και τα αποκαλούσαν φθινοπωρινά Λάιτ, ισχυριζόμενες ότι με τα σωστά φύλλα φτιαχνόταν ένα υποφερτό χαρμάνι, αλλά στην Κίροφ, που βρισκόταν σε πολύ μεγάλη απόσταση από το πλησιέστερο όρθιο δέντρο, δεν υπήρχε τέτοια δυνατότητα. Περνούσαμε τον ελεύθερο χρόνο μας κυνηγώντας ποντίκια, που πρέπει να νόμιζαν ότι η εξαφάνιση των γάτων της πόλης ήταν η απάντηση σε όλες τις πανάρχαιες προσευχές τους, μέχρι που συνειδητοποίησαν πως δεν υπήρχε τίποτα φαγώσιμο στα σκουπίδια. Ύστερα από μήνες αεροπορικών επιδρομών είχαμε μάθει ν αναγνωρίζουμε τους διάφορους τύπους γερμανικών αεροπλάνων από τον ήχο των κινητήρων τους. Εκείνη τη νύχτα ήταν τα γιούνκερ 88, όπως συνήθως τις τελευταίες βδομάδες, που είχαν αντικαταστήσει τα Χάινκελ και τα Ντορνίρ, με τα οποία είχαν εξασκηθεί στο σημάδι οι μαχητές μας καταρρίπτοντάς τα. Όσο ρημαγμένη κι αν έδειχνε η πόλη μας στο φως της μέρας, όταν σκοτείνιαζε υπήρχε μια αλλόκοτη ομορφιά στην πολιορκία. Όταν είχε φεγγαράδα, βλέπαμε όλο το Λένινγκραντ από την ταράτσα της Κίροφ: το βέλος του πύργου του Ναυαρχείου πασαλειμμένου τώρα με γκρίζα μπογιά για να κρυφτεί από τα βομβαρδιστικά το φρούριο Πέ-

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ τρου και Παύλου με βέλη τυλιγμένα σε δίχτυα καμουφλάζ τους τρούλους του Αγίου ισαάκ και του Ναού του Χυμένου Αίματος. βλέπαμε τους χειριστές των αντιαεροπορικών πυροβόλων στις ταράτσες των γειτονικών κτιρίων. Ο Στόλος της βαλτικής είχε αγκυροβολήσει στον Νέβα στέκονταν εκεί σαν γιγάντιοι γκρίζοι φρουροί, βάλλοντας με τα μεγάλα κανόνια τους κατά των θέσεων του γερμανικού πυροβολικού. Τη μεγαλύτερη ομορφιά την είχαν οι αερομαχίες. Τα γιούνκερ και τα Σουχόι έκοβαν κύκλους πάνω από την πόλη, αόρατα από το έδαφος εκτός κι αν έπεφταν πάνω τους οι δέσμες των πανίσχυρων προβολέων. Τα Σουχόι είχαν ζωγραφισμένα στην κάτω πλευρά των φτερών τους μεγάλα κόκκινα αστέρια για να μην τα καταρρίπτουν οι χειριστές των αντιαεροπορικών μας. Κάθε λίγες νύχτες βλέπαμε μια μάχη φωτισμένη από τους προβολείς σαν ν ανέβαινε στη σκηνή. Τα πιο βαριά και αργά γερμανικά βομβαρδιστικά έπαιρναν απότομα ύψος για να μπορέσουν οι πυροβολητές τους να βάλουν στο στόχαστρο τα πιο ευέλικτα ρωσικά μαχητικά. Όταν καταρρίπταμε κάποιο γιούνκερ και το φλεγόμενο κουφάρι του γκρεμιζόταν από τον ουρανό σαν εκπεσών άγγελος, αντιλαλούσε μια μυριόστομη ιαχή απ όλες τις στέγες της πόλης κι όλοι οι πυροβολητές και πυροσβέστες σήκωναν τη γροθιά τους για να χαιρετήσουν τον θριαμβευτή πιλότο. Είχαμε ένα ραδιοφωνάκι μαζί μας στην ταράτσα. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ακούσαμε το ρολόι του Πύργου του Σωτήρος στο Κρεμλίνο να παίζει τη «Διεθνή». η βέρα είχε βρει κάπου μισό κρεμμύδι το έκοψε στα τέσσερα σ ένα πιάτο αλειμμένο με ηλιέλαιο. Όταν φάγαμε το κρεμμύδι, σκουπίσαμε το ηλιέλαιο με το ψωμί που είχαμε πάρει με το δελτίο. Το ψωμί του δελτίου δεν είχε γεύση ψωμιού. Όταν βομβάρδισαν οι γερμανοί τις αποθήκες σιτηρών μπαντάγεφ, οι αρτοποιοί της πόλης άρχισαν ν αυτοσχεδιάζουν. Ό,τι μπο-

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ ρούσε να προστεθεί στη συνταγή χωρίς να δηλητηριάσει τον κόσμο προστέθηκε. η πόλη λιμοκτονούσε, κανείς δεν είχε αρκετό φαγητό, παρ όλα αυτά βλαστημούσαν όλοι το ψωμί, που είχε μια γεύση σαν πριονίδι και γινόταν σκληρό σαν πέτρα στο κρύο. Ο κόσμος έσπαγε τα δόντια του όταν προσπαθούσε να το μασήσει. Ακόμα και σήμερα, που έχω ξεχάσει τα πρόσωπα των ανθρώπων που αγαπούσα, θυμάμαι ακόμη τη γεύση εκείνου του ψωμιού. μισό κρεμμύδι κι ένα φραντζολάκι ψωμί 125 γραμμαρίων μοιρασμένα στα τέσσερα θεωρούνταν ένα ικανοποιητικό γεύμα. Ξαπλώσαμε ανάσκελα τυλιγμένοι στις κουβέρτες μας και χαζεύαμε τα αντιαεροπορικά αερόστατα που ανασάλευαν στον άνεμο δεμένα στα μακριά σκοινιά τους, ακούγοντας το μετρονόμο του ραδιοφώνου. Όταν δεν είχαν να παίξουν μουσική ή να μεταδώσουν ειδήσεις, ο ραδιοφωνικός σταθμός εξέπεμπε τον ήχο ενός μετρονόμου, το ακατάπαυστο τικ τακ που μας έλεγε ότι η πόλη δεν είχε κατακτηθεί ακόμη, ότι οι φασίστες βρίσκονταν ακόμη εκτός των πυλών. Ο ήχος του μετρονόμου ήταν ο χτύπος της καρδιάς της Πετρούπολης και οι γερμανοί δεν τον σταμάτησαν ποτέ. η βέρα ήταν εκείνη που είδε τον άνθρωπο να πέφτει από τον ουρανό. Τον έδειξε φωνάζοντας και σηκωθήκαμε όλοι να δούμε καλύτερα. Ένας προβολέας φώτιζε έναν αλεξιπτωτιστή που έπεφτε στην πόλη, με τη μεταξωτή ομπρέλα του αλεξίπτωτού του σαν άσπρο άνθος τουλίπας από πάνω του. «φριτς θα είναι», είπε ο Όλεγκ Αντοκόλσκι και είχε δίκιο βλέπαμε την γκρι στολή της Λούφτβαφε. Από πού ξεφύτρωσε; Δεν είχαμε ακούσει θορύβους αερομαχίας ή αναφορές κατάρριψης. Δεν είχαμε ακούσει κανένα βομβαρδιστικό να περνά πάνω από τα κεφάλια μας εδώ και μία ώρα. «Ίσως ν άρχισε», είπε η βέρα. Τις τελευταίες βδομάδες ακούγαμε φήμες ότι οι γερμανοί ετοίμαζαν μαζική ρίψη αλε-

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ξιπτωτιστών την τελική επιδρομή για να βγάλουν το ενοχλητικό αγκάθι του Λένινγκραντ από την πλάτη του προελαύνοντος στρατού τους. Περιμέναμε ότι ανά πάσα στιγμή θα κοιτάζαμε στον ουρανό και θα βλέπαμε χιλιάδες ναζί να πέφτουν στην πόλη, ότι θα βλέπαμε τα άσπρα αλεξίπτωτα να κρύβουν τον ουρανό σαν χιόνι, αλλά δεκάδες προβολείς έψαξαν στο σκοτάδι και δε βρήκαν άλλους εχθρούς. Ήταν μόνο αυτός και, κρίνοντας από τον άτονο τρόπο που κρεμόταν το κορμί του από τους ιμάντες του αλεξίπτωτου, ήταν ήδη νεκρός. Τον είδαμε, παγιδευμένο στο φως του προβολέα, να κατεβαίνει τόσο χαμηλά ώστε διακρίναμε ότι έλειπε μια από τις μαύρες μπότες του. «Έρχεται προς τα μας», είπα. Ο άνεμος τον έσπρωχνε προς την οδό βόινοβα. Οι δίδυμοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους. «Λούγκερ», είπε ο Όλεγκ. «η Λούφτβαφε δεν έχει Λούγκερ», είπε ο γκρίσα. Ήταν πέντε λεπτά μεγαλύτερος και αυθεντία στα όπλα των ναζί. «μάλλον βάλτερ ΡΡΚ». η βέρα μου χαμογέλασε. «γερμανική σοκολάτα». Τρέξαμε στην πόρτα του κλιμακοστασίου, εγκαταλείποντας τα μέσα πυρόσβεσης, κι ορμήσαμε στη σκοτεινή σκάλα. Ήταν μεγάλη βλακεία, φυσικά. Ένα γλίστρημα σ εκείνα τα σκοτεινά τσιμεντένια σκαλοπάτια, χωρίς λίπος ή μυς να απαλύνουν την πτώση, σήμαινε σίγουρα ένα σπασμένο κόκαλο, κι ένα σπασμένο κόκαλο σήμαινε θάνατο. μα δε μας ένοιαζε. Ήμασταν πολύ νέοι κι ένας νεκρός γερμανός έπεφτε στην οδό βόινοβα φέρνοντας δώρα από τη Vaterland, την Πατρίδα. Ξεχυθήκαμε στην αυλή και σκαρφαλώσαμε στην κλειδωμένη καγκελόπορτα. Όλα τα φώτα του δρόμου ήταν σβηστά. Όλη η πόλη σκοτεινή πρώτον, για να κάνουμε δύσκολη τη δουλειά των βομβαρδιστικών και, δεύτερον, γιατί το μεγαλύτερο μέρος του ηλεκτρικού ρεύματος της πόλης διο-

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ χετευόταν στα εργοστάσια όπλων, αλλά το φεγγάρι φώτιζε αρκετά. η βόινοβα ανοιγόταν έρημη έπειτα από έξι ώρες απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Δεν υπήρχε ούτε ένα αυτοκίνητο. μόνο τα στρατιωτικά και κρατικά οχήματα είχαν βενζίνη και όλα τα ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα είχαν επιταχθεί τους πρώτους μήνες του πολέμου. Στα παράθυρα ήταν τοποθετημένες σταυρωτά χάρτινες λουρίδες, που, όπως μας έλεγε το ραδιόφωνο, τα έκαναν πιο ανθεκτικά στο σπάσιμο. Ίσως να ήταν αλήθεια, αλλά είχα περάσει μπροστά από πάρα πολλές βιτρίνες του Λένινγκραντ όπου το μόνο που απέμενε στο πλαίσιο του τζαμιού ήταν μια κρεμασμένη χάρτινη λουρίδα. μόλις βγήκαμε στο δρόμο, κοιτάξαμε στον ουρανό αλλά δεν είδαμε πουθενά τον άνθρωπό μας. «Πού πήγε;» «Λες να προσγειώθηκε σε καμιά ταράτσα;» Οι προβολείς σάρωναν τον ουρανό, αλλά βρίσκονταν όλοι σε ταράτσες ψηλών κτιρίων και κανείς δεν ήταν τοποθετημένος σε τέτοια γωνία ώστε να φωτίζει το οδόστρωμα της οδού βόινοβα. η βέρα τράβηξε το γιακά του πανωφοριού μου, μιας παλιάς ναυτικής χλαίνης που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου και μου έπεφτε ακόμη μεγάλη αλλά ήταν το πιο ζεστό απ όλα μου τα ρούχα. γύρισα και είδα τον γερμανό μας να κατεβαίνει στο δρόμο, τη μαύρη μπότα του να γλιστρά στο παγωμένο πεζοδρόμιο ενώ η τεράστια ομπρέλα του άσπρου του αλεξίπτωτου ήταν ακόμη φουσκωμένη από τον άνεμο, που τον έσπρωχνε προς την καγκελόπορτα της Κίροφ, με το πιγούνι του κρεμασμένο στο στήθος, τα μαύρα μαλλιά του πασπαλισμένα με κρυστάλλους πάγου, το πρόσωπό του ωχρό στο φεγγαρόφωτο. Σταθήκαμε ασάλευτοι και τον κοιτάζαμε καθώς πλησίαζε. Εκείνο το χειμώνα είχαμε δει πράγματα που δεν έπρε-

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ πε ν αντικρίσει ανθρώπου μάτι, πιστεύαμε πως τίποτα πια δεν μπορούσε να μας εκπλήξει, αλλά κάναμε λάθος, κι αν ο γερμανός τραβούσε το βάλτερ του κι άρχιζε να πυροβολεί, κανείς μας δε θα κατάφερνε να κουνήσει έγκαιρα τα πόδια του. μα ο νεκρός έμεινε νεκρός και στο τέλος ο άνεμος υποχώρησε και ξεφούσκωσε το αλεξίπτωτο, κι ο γερμανός σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο και σύρθηκε μερικά μέτρα ακόμα, πεσμένος μπρούμυτα, σ έναν έσχατο εξευτελισμό. μαζευτήκαμε γύρω από τον πιλότο. Ήταν ψηλός άντρας, καλοκαμωμένος, κι αν τον είχαμε δει να βαδίζει στους δρόμους της Πετρούπολης με πολιτικά ρούχα, θα καταλαβαίναμε αμέσως πως ήταν εισβολέας γιατί είχε το σώμα του ανθρώπου που τρώει καθημερινά κρέας. Ο γκρίσα γονάτισε κι έβγαλε από τη θήκη το πιστόλι του. «βάλτερ ΡΡΚ. Σας το είπα». γυρίσαμε ανάσκελα τον γερμανό. Το χλομό πρόσωπό του ήταν γρατζουνισμένο, το δέρμα του γδαρμένο στην άσφαλτο και οι αμυχές άχρωμες σαν το άθικτο δέρμα. Οι νεκροί δεν παθαίνουν μελανιές. Δε φαινόταν αν είχε πεθάνει φοβισμένος ή θυμωμένος ή γαλήνιος. Δεν υπήρχε ίχνος ζωής ή προσωπικότητας στο πρόσωπό του ήταν σαν ένα πτώμα που γεννήθηκε πτώμα. Ο Όλεγκ του έβγαλε τα μαύρα δερμάτινα γάντια και η βέρα το κασκόλ και τα αεροπορικά γυαλιά. βρήκα ένα θηκάρι δεμένο στον αστράγαλο του πιλότου κι έβγαλα ένα καλοζυγισμένο μαχαίρι με ασημένιο προστατευτικό κάλυμμα για το χέρι και λεπίδα μήκους δεκαπέντε εκατοστών, με μία κόψη, όπου ήταν σκαλισμένο κάτι που δεν μπορούσα να το διαβάσω στο φεγγαρόφωτο. θηκάρωσα το μαχαίρι και το έδεσα στον δικό μου αστράγαλο, νιώθοντας για πρώτη φορά έπειτα από μήνες ότι άρχιζε να εκπληρώνεται το ηρωικό μου πεπρωμένο.

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ Ο Όλεγκ βρήκε το πορτοφόλι του νεκρού και χαμογέλασε καθώς μετρούσε τα γερμανικά μάρκα. η βέρα έβαλε στην τσέπη της ένα χρονόμετρο με διπλάσιο μέγεθος από ρολόι χειρός, που ο γερμανός το φορούσε πάνω από το μανίκι του αεροπορικού μπουφάν του. Ο γκρίσα βρήκε ένα ζευγάρι πτυσσόμενα κιάλια σε δερμάτινη θήκη, δύο έξτρα γεμιστήρες για το βάλτερ κι ένα πλακέ μεταλλικό φλασκί. Ξεβίδωσε το καπάκι, μύρισε και μου έδωσε το φλασκί. «Κονιάκ;» Ήπια μια γουλιά κι ένευσα καταφατικά. «Κονιάκ». «Πότε δοκίμασες κονιάκ;» με ρώτησε η βέρα. «Έχω ξαναδοκιμάσει». «Πότε;» «για να δω», είπε ο Όλεγκ και το μπουκάλι πέρασε από χέρι σε χέρι, κι έτσι όπως καθόμασταν ανακούρκουδα γύρω από τον νεκρό πιλότο, ήπιαμε όλοι από το ποτό, που θα μπορούσε να είναι κονιάκ ή μπράντι ή αρμανιάκ. Κανείς μας δεν μπορούσε να καταλάβει τη διαφορά. Ό,τι κι αν ήταν, ζέστανε τα σπλάχνα μας. η βέρα κοίταξε το πρόσωπο του γερμανού. η έκφρασή της δε φανέρωνε ούτε οίκτο ούτε φόβο, μόνο περιέργεια και περιφρόνηση ο εισβολέας ήρθε να ρίξει τις βόμβες του στην πόλη μας κι αντί γι αυτό έπεσε ο ίδιος. Αν και δεν τον καταρρίψαμε εμείς, νιώθαμε θρίαμβο. Κανείς άλλος στην Κίροφ δεν είχε βρει πτώμα εχθρού. Το πρωί θα γινόμασταν το θέμα συζήτησης σ όλη την πολυκατοικία. «Πώς λέτε να πέθανε;» ρώτησε. Το σώμα του δεν είχε τραύματα από σφαίρες, δεν υπήρχαν ίχνη καψαλίσματος στα μαλλιά και στο δέρμα, δεν υπήρχε κανένα σημάδι βίαιου θανάτου. μπορεί το δέρμα του να ήταν υπερβολικά άσπρο για ζωντανό άνθρωπο, αλλά δεν το είχε διαπεράσει τίποτα. «Πέθανε από το κρύο», τους είπα. Το είπα σε τόνο που δε

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ σήκωνε αντιρρήσεις γιατί ήξερα πως ήταν αλήθεια και δεν είχα τρόπο να το αποδείξω. Ο πιλότος πήδησε με το αλεξίπτωτο από ύψος χιλιάδων ποδιών πάνω από το Λένινγκραντ. Τη νύχτα η ατμόσφαιρα στο επίπεδο του εδάφους ήταν πάρα πολύ ψυχρή για τα ρούχα που φορούσε πάνω στα σύννεφα, έξω από το ζεστό του πιλοτήριο, δεν είχε καμιά πιθανότητα επιβίωσης. Ο γκρίσα σήκωσε το φλασκί σε πρόποση. «Να ναι καλά το κρύο». Το φλασκί έκανε άλλον ένα γύρο, αλλά δεν πρόλαβε να φτάσει σ εμένα. θα έπρεπε να είχαμε ακούσει τη μηχανή του αυτοκινήτου από δύο τετράγωνα μακριά όταν είχε απαγόρευση της κυκλοφορίας, η πόλη νέκρωνε σαν τη σελήνη, αλλά μας είχαν απορροφήσει το γερμανικό ποτό και οι προπόσεις μας. μόνον όταν έστριψε το GAZ* στη βόινοβα και οι χοντροί τροχοί του στρίγκλισαν στην άσφαλτο και οι προβολείς του στράφηκαν προς το μέρος μας, συνειδητοποιήσαμε τον κίνδυνο. η τιμωρία για παραβίαση της απαγόρευσης κυκλοφορίας χωρίς άδεια ήταν εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. η τιμωρία για εγκατάλειψη της θέσης του πυροσβέστη ήταν εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. η τιμωρία για πλιάτσικο ήταν εκτέλεση με συνοπτικές διαδικασίες. Τα δικαστήρια είχαν πάψει να λειτουργούν οι αστυνομικοί ήταν στην πρώτη γραμμή, οι φυλακές μισοάδειες και συνέχιζαν να αδειάζουν. Ποιος είχε τρόφιμα για έναν εχθρό του κράτους; Αν παραβίαζες το νόμο και σ έπιαναν, ήσουν νεκρός. Δεν υπήρχε χρόνος για νομικά ψιλολογήματα. Το βάλαμε λοιπόν στα πόδια. Κανείς δεν ήξερε την Κίροφ καλύτερα από μας. μόλις περνάγαμε την καγκελόπορτα και * Αρχικά του Εργοστασίου Αυτοκινήτων γκόρκι. μάρκα ρωσικών αυτοκινήτων. (Σ.τ.μ.)

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ μπαίναμε στο παγωμένο σκοτάδι του τεράστιου κτιρίου, δε θα μας έβρισκαν μακάρι να ψαχναν τρεις μήνες. Ακούσαμε τους στρατιώτες να μας φωνάζουν να σταματήσουμε, αλλά τους αγνοήσαμε δε μας φόβιζαν οι φωνές, μόνο οι σφαίρες, και κανείς δεν είχε τραβήξει ακόμη τη σκανδάλη. Ο γκρίσα έφτασε πρώτος στην καγκελόπορτα ήταν ο πιο αθλητικός από τους τέσσερίς μας, σάλταρε στα σιδερένια κάγκελα κι ανέβηκε με μια έλξη. Πίσω του ήταν ο Όλεγκ και πίσω από τον Όλεγκ εγώ. Τα κορμιά μας ήταν αδύνατα και οι μύες μας συρρικνωμένοι από την έλλειψη πρωτεϊνών, αλλά ο φόβος μάς βοήθησε να σκαρφαλώσουμε στη μεγάλη καγκελόπορτα πιο γρήγορα από κάθε άλλη φορά. Λίγο πριν φτάσω στην κορυφή της καγκελόπορτας, κοίταξα πίσω μου και είδα ότι η βέρα είχε γλιστρήσει σ ένα σημείο με πάγο. με κοίταξε με μάτια στρογγυλεμένα από το φόβο, πεσμένη στα τέσσερα, καθώς το GAZ φρέναρε δίπλα στο πτώμα του γερμανού πιλότου και κατέβαιναν τέσσερις στρατιώτες. Ήταν έξι μέτρα πιο πέρα, με τα τουφέκια τους στα χέρια, αλλά προλάβαινα να πηδήξω από την άλλη πλευρά της καγκελόπορτας και να εξαφανιστώ στην Κίροφ. μακάρι να μπορούσα να σας πω ότι δε μου πέρασε καν απ το μυαλό η σκέψη να εγκαταλείψω τη βέρα, ότι η φίλη μου κινδύνευε κι έτρεξα να τη σώσω χωρίς τον παραμικρό δισταγμό. η αλήθεια όμως είναι πως για μια στιγμή μίσησα τη βέρα. Τη μίσησα που στάθηκε τόσο αδέξια τη χειρότερη στιγμή, που με κοίταζε με τα πανικόβλητα μάτια της, που με διάλεξε για σωτήρα της αν και ο μόνος που την είχε φιλήσει ήταν ο γκρίσα. Ήξερα πως δε θα μπορούσα να ζήσω με τη θύμηση αυτών των ματιών που με εκλιπαρούσαν, και το ήξερε κι εκείνη, και τη μισούσα όταν πήδησα από την καγκελόπορτα, την έστησα στα πόδια της και την τράβηξα στα κάγκελα. Ήμουν αδύναμος, αλλά η βέρα δεν πρέπει να ζύγιζε πάνω από σα-

Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΩΝ ΛΗΣΤΩΝ ράντα κιλά. Τη σήκωσα στην καγκελόπορτα καθώς οι στρατιώτες φώναζαν και οι μπότες τους βροντούσαν στο πεζοδρόμιο και τα κλείστρα των τουφεκιών τους έμπαιναν στη θέση τους. η βέρα καβάλησε την καγκελόπορτα και γλίστρησε από την άλλη πλευρά, αγνοώντας τους στρατιώτες. Αν σταματούσα, θα με περικύκλωναν, θα μου έλεγαν πως είμαι εχθρός του κράτους, θα μ έβαζαν να γονατίσω και θα με πυροβολούσαν στο κεφάλι. Τώρα ήμουν εύκολος στόχος, αλλά ίσως ήταν μεθυσμένοι, ίσως ήταν απλά παιδιά της πόλης όπως κι εγώ, που δεν είχαν πυροβολήσει ποτέ στη ζωή τους ίσως ν αστοχούσαν σκόπιμα γιατί ήξεραν πως ήμουν πατριώτης και υπερασπιστής της πόλης κι ο μόνος λόγος που είχα βγει από την Κίροφ ήταν επειδή έπεσε ένας γερμανός από τα είκοσι χιλιάδες πόδια στο δρόμο μου και ποιος δεκαεφτάχρονος Ρώσος δε θα έβγαινε να δει τον νεκρό φασίστα; Το πιγούνι μου ήταν στο ύψος του πάνω μέρους της καγκελόπορτας όταν ένιωσα τα γαντοφορεμένα χέρια ν αρπάζουν τους αστραγάλους μου. Δυνατά χέρια, χέρια στρατιωτών που έτρωγαν δύο γεύματα την ημέρα. Είδα τη βέρα να εξαφανίζεται στο εσωτερικό της Κίροφ χωρίς να κοιτάξει πίσω της. Προσπάθησα να κρατηθώ από τα σιδερένια κάγκελα, αλλά οι στρατιώτες με τράβηξαν κάτω, με πέταξαν στο πεζοδρόμιο και μαζεύτηκαν από πάνω μου, με τις κάννες των Τοκάρεφ τους κολλημένες στα μάγουλά μου. Κανείς τους δεν έδειχνε μεγαλύτερος από δεκαεννιά χρόνων και κανείς τους δεν έδειχνε ότι θα δίσταζε να τινάξει τα μυαλά μου στο δρόμο. «Κοντεύει να χεστεί πάνω του». «Το γλεντούσατε, ε, μικρέ; βρήκατε και ποτά;» «Είναι ό,τι πρέπει για το συνταγματάρχη. θα τον βάλουμε να καθίσει δίπλα στον φριτς».

ΝΤΕΪΒΙΝΤ ΜΠΕΝΙΟΦ Δύο απ αυτούς έσκυψαν, μ έπιασαν απ τις μασχάλες, μ έστησαν στα πόδια μου, με οδήγησαν στο GAZ, που περίμενε μ αναμμένη μηχανή, και μ έχωσαν στο πίσω κάθισμα. Οι άλλοι δύο στρατιώτες σήκωσαν τον γερμανό από τα χέρια και τα πόδια και τον έβαλαν δίπλα μου. «Κράτα τον ζεστό», είπε ο ένας και γέλασαν σαν να ήταν το πιο ξεκαρδιστικό αστείο του κόσμου. Στριμώχτηκαν όλοι μέσα στο αυτοκίνητο κι έκλεισαν τις πόρτες. Σκέφτηκα πως ήμουν ακόμη ζωντανός επειδή ήθελαν να με εκτελέσουν δημόσια, για παραδειγματισμό των πλιατσικολόγων. Πριν από λίγα λεπτά ένιωθα πολύ πιο δυνατός από τον νεκρό πιλότο. Τώρα, καθώς τρέχαμε στον σκοτεινό δρόμο παρακάμπτοντας κρατήρες από βομβαρδισμούς και χαλάσματα, νόμιζα πως μου χαμογελούσε ειρωνικά με τα άσπρα χείλη του, που χάραζαν σαν μαχαιριά το παγωμένο πρόσωπό του. Οδεύαμε στον ίδιο προορισμό.