ΣYΛΛOΓH XEΛI ONIA Το παιδί μες στη βαλίτσα
Γεννήθηκα το 1965 στην Αθήνα κι από μικρός αγαπούσα τα βιβλία και τα ζώα. Σπούδασα βιολόγος και κατόπιν άρχισα να γράφω βιβλία και να μεταφράζω από τα αγγλικά και τα γαλλικά. Έχω μεταφράσει πολλούς διάσημους συγγραφείς, όπως τον Έρνεστ Χέμινγουεϊ, τον Ρέι Μπράντμπερι, τον Αντουάν ντε Σαιντ Εξυπερύ, τον Τζον Στάινμπεκ, κ.ά. Έχουν εκδοθεί οχτώ βιβλία που έγραψα για ενήλικες και δύο για παιδιά. Εγώ και η Αναστασία, η σύζυγός μου, που είναι κι αυτή μεταφράστρια και επίσης αφηγείται παραμύθια, μένουμε στη Λευκάδα με τα δυο μας παιδιά την εξάχρονη Αθηνά και τον τετράχρονο Χρίστο. Τα καλοκαίρια τα περνάμε σ ένα μικρό χωριό στην Ήπειρο.
MIXAΛHΣ MAKPOΠOYΛOΣ Το παιδί μες στη βαλίτσα Eικονογράφηση ΜΑΡΑ ΤΣΑΦΑΝΤΑΚΗ ΣYΛΛOΓH XEΛI ONIA
Tο παρόν έργο πνευματικής ιδιοκτησίας προστατεύεται κατά τις διατάξεις της ελληνικής νομοθεσίας (N. 2121/1993 όπως έχει τροποποιηθεί και ισχύει σήμερα) και τις διεθνείς συμβάσεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Aπαγορεύεται απολύτως η άνευ γραπτής αδείας του εκδότη κατά οποιονδήποτε τρόπο ή μέσο (ηλεκτρονικό, μηχανικό ή άλλο) αντιγραφή, φωτοανατύπωση και εν γένει αναπαραγωγή, εκμίσθωση ή δανεισμός, μετάφραση, διασκευή, αναμετάδοση στο κοινό σε οποιαδήποτε μορφή και η εν γένει εκμετάλλευση του συνόλου ή μέρους του έργου. Εκδόσεις Πατάκη Σύγχρονη λογοτεχνία για παιδιά και για νέους Συλλογή Χελιδόνια 183 Μιχάλης Μακρόπουλος, Το παιδί μες στη βαλίτσα Εικονογράφηση: Mάρα Tσαφαντάκη ιορθώσεις: Σ. Πατάκης AEΕ Ε DTP: Nίκη Aντωνακοπούλου Φιλµ-μοντάζ: Mαρία Ποινιού-Pένεση Copyright Σ. Πατάκης AEΕ Ε (Εκδόσεις Πατάκη) και Μιχάλης Μακρόπουλος, 2011 Copyright για την εικονογράφηση Σ. Πατάκης AEΕ Ε (Εκδόσεις Πατάκη), 2013 Πρώτη έκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, Σεπτέμβριος 2013 KET 7486 KEΠ 691/13 ISBN 978-960-16-4899-6 ΠANAΓH TΣAΛ APH (ΠPΩHN ΠEIPAIΩΣ) 38, 104 37 AΘHNA, THΛ.: 210.36.50.000, 210.52.05.600, 801.100.2665 ΦAΞ: 210.36.50.069 KENTPIKH IAΘEΣH: EMM. MΠENAKH 16, 106 78 AΘHNA, THΛ.: 210.38.31.078 YΠOKΑΤΑΣΤΗMA BOPEIAΣ EΛΛA AΣ: KOPYTΣAΣ (TEPMA ΠONTOY ΠEPIOXH B KTEO) 570 09 KAΛOXΩPI ΘEΣΣAΛONIKHΣ, Τ.Θ.1213, ΤΗΛ.: 2310.70.63.54, 2310.70.67.15, 2310.75.51.75 ΦAΞ: 2310.70.63.55 Web site: http://www.patakis.gr e-mail: info@patakis.gr, sales@patakis.gr
Στον Χρίστο
8
Μια αληθινή ταξιδιωτική βαλίτσα Όταν ο παππούς Χρίστος πέθανε, άφησε στον καθέναν κι από κάτι. Ήταν γραμμένα όλα στη διαθήκη του. Να τι έλεγε ακριβώς: ΔIAΘHKH Εγώ, ο παππούς Χρίστος, με τούτη τη διαθήκη αφήνω τα εξής στις αγαπημένες μου θυγατέρες, στους αγαπημένους μου γαμπρούς και στα αγαπημένα μου εγγόνια: Στη Χαρά, την πρωτογέννητή μου, αφήνω την καλή μου ομπρέλα. Στην Αθηνά, τη δεύτερη θυγατέρα μου, αφήνω το ρολόι μου, που δεν έχασε ποτέ ούτε λεπτό σ όλη μου τη ζωή. Στην Αναστασία, την τρίτη θυγατέρα μου, αφήνω το μπαστούνι του παππού Δημήτρη, του πατέρα μου. Στον Γιάννη, τον γαμπρό μου, αφήνω ένα ιστορικό βιβλίο για τον Εμφύλιο, γιατί του αρέσει η ιστορία. 9
Στον Μιχάλη, τον άλλο μου γαμπρό, αφήνω μια Αγία Γραφή, μήπως και τη διαβάσει κι αλλάξει γνώμη (ο παππούς Χρίστος πίστευε στον Θεό και πάντοτε τον στενοχωρούσε που ο Μιχάλης είχε τις αμφιβολίες του). Στον Μανόλη, τον εγγονό μου, αφήνω το αναγνωσματάριό μου της Α Δημοτικού. Στην Αθηνά, την εγγονή μου, αφήνω ένα βιβλίο με παραμύθια. Στον Χρίστο, τον εγγονό μου, αφήνω τη βαλίτσα μου. Ήταν μια συνηθισμένη βαλίτσα, παλιά αλλά γερή. Τεράστια, καφέ δερμάτινη, μ ένα πλαστικό μπάλωμα στη μια μεριά και με μεταλλικές γωνίες. Κι απάνω ήταν γεμάτη στάμπες σ άγνωστες γλώσσες, από μέρη που ο εννιάχρονος Χρίστος ούτε που μπορούσε να διανοηθεί πού βρίσκονταν. Ήταν μια πολυταξιδεμένη ταξιδιωτική βαλίτσα. Ο πατέρας του ο Μιχάλης τον βοήθησε να την ανεβάσει στην κάμαρά του. Ανεβαίνοντας, έπρεπε να στριμώχνεται συνεχώς πλάγια πάνω στον τοίχο για να χωρέσει η βαλίτσα ανάμεσα σ αυτόν και στα κάγκελα της σκάλας τόσο μεγάλη κι άβολη στο κουβάλημα ήταν. «Ουφ» είπε μπαίνοντας στην κάμαρα του Χρίστου. «Ορίστε η βαλίτσα σου. Ορίστε και το κλειδάκι. Την ξεκλειδώνεις εδώ κι εδώ» είχε δυο μικρές κλειδωνιές «κι ανοίγει». 10
«Σ ευχαριστώ, μπαμπά» είπε ο Χρίστος. «Με θες τίποτε άλλο;» «Όχι, μπαμπά. Σ ευχαριστώ». «Ωραία. Πάω κι εγώ, λοιπόν, να διαβάσω το βιβλίο μου». Το βράδυ, όταν είχε πια τελειώσει όλες του τις δουλειές, του Μιχάλη του άρεσε να κάθεται μία ώρα και να διαβάζει, απορροφημένος από τις περιπέτειες που ζούσαν οι ήρωες στο βιβλίο. Μόνος του πια ο Χρίστος, ξεκλείδωσε πρώτα τη μια κλειδωνιά κι ύστερα την άλλη. Η αγορίστικη καρδιά του χτυπούσε σαν τρελή. Σήκωσε σιγά σιγά το σκέπασμα και να τι είχε μέσα η βαλίτσα: Κατ αρχάς είχε πολύ περισσότερο χώρο, μέσα, απ όσο φαινόταν απ έξω να έχει. Κι απ έξω έδειχνε τεράστια όταν όμως την άνοιγες, μέσα ήταν ευρύχωρη σαν ολόκληρο αυτοκίνητο. Ταχτοποιημένα σε θήκες, υπήρχαν διάφορα χρήσιμα ταξιδιωτικά αντικείμενα: ένα ζευγάρι στρογγυλά γυαλιά πιλότου, ένας ζεστός μάλλινος σκούφος κι ένα κασκόλ, εξίσου ζεστό, και τόσο μακρύ που ο Χρίστος το τύλιξε γύρω από τον λαιμό του ίσαμε δέκα φορές για να μην του κρέμονται οι άκρες του κασκόλ μέχρι τα πόδια. Υπήρχε, διπλωμένη, μια γερή νιτσεράδα (έτσι λέγεται το πανωφόρι από μουσαμά που φοράνε οι ναυτικοί), μια πυξίδα κι ένας παγκόσμιος χάρ- 11
της σε κλίμακα 1:1000000000000000, αλλά τόσο τέλεια σχεδιασμένος, κι ας ήταν τόσο μικρός, που είχε μέσα ως και το πιο μικρό χωριό της πιο μακρινής χώρας και μαζί υπήρχε κι ένας μεγεθυντικός φακός, για να μπορεί αυτός που είχε τον χάρτη να τον διαβάζει κιόλας. Για να μην τα πολυλογώ, μέσα στη βαλίτσα υπήρχαν όλα τα αναγκαία για ένα μακρύ, πολύ μακρύ ταξίδι διά αέρος, θαλάσσης και ξηράς. Αυτά ήταν τα πράγματα που υπήρχαν μέσα στη βαλίτσα. Το πιο θαυμαστό, όμως, ήταν τα ίδια τα εξαρτήματα της βαλίτσας. Μια συνηθισμένη βαλίτσα, φυσικά, έχει λουριά, αγκράφες, θήκες και τίποτε άλλο. Αλλά αυτή η βαλίτσα μόνο συνηθισμένη δεν ήταν. Στη μια της μεριά είχε ένα τιμονάκι, από κάτω υπήρχαν δύο πετάλια και παραδίπλα ήταν τρεις διακόπτες. Ο ένας διακόπτης έλεγε: Ξηρά. Ο δεύτερος διακόπτης έλεγε: Θάλασσα. Ο τρίτος διακόπτης έλεγε: Αέρας. Το αγόρι έμεινε να κοιτά με θαυμασμό ανάκατο με φόβο το μικρό τιμόνι και τους τρεις διακόπτες. Άπλωσε το χέρι να πατήσει τον έναν ύστερα το τράβηξε, σαν να του έκαψε ο διακόπτης τα δάχτυλα. Τελικά, 12
όμως, η παιδική περιέργεια νίκησε τον παιδικό φόβο. Ο Χρίστος πάτησε τον διακόπτη της Ξηράς και τέσσερις ρόδες πετάχτηκαν από τα πλαϊνά της βαλίτσας, δύο από κάθε μεριά. Πίεσε δισταχτικά 13
με το πόδι του το δεξί πετάλι, και η βαλίτσα άρχισε να κυλά σιγά σιγά. Πίεσε το αριστερό πετάλι και η βαλίτσα σταμάτησε. Όταν πάτησε τον διακόπτη της Θάλασσας, μεμιάς οι ρόδες μαζεύτηκαν κι από την πίσω μεριά της βαλίτσας ξεπρόβαλαν δύο μικροί έλικες. Κι όταν πάτησε τον διακόπτη του Αέρα, οι μικροί έλικες ξεδιπλώθηκαν, φτάνοντας σε ύψος ίσο με του αγοριού, κι άλλοι δύο έλικες ξεπρόβαλαν απ το μπροστινό μέρος της βαλίτσας και ξεδιπλώθηκαν κι αυτοί. Ήταν μια αληθινή ταξιδιωτική βαλίτσα. Το αγόρι πάτησε ξανά τον διακόπτη του Αέρα και οι τέσσερις έλικες μαζεύτηκαν. Στο σκέπασμα της βαλίτσας, από μέσα, υπήρχε μια ταμπελίτσα που έλεγε: Όταν ξεκινάς για μακρύ ταξίδι, μην ξεχνάς να χεις πάντα μαζί σου: νερό, φαΐ, ζεστά ρούχα (δύο αλλαξιές οπωσδήποτε). Κι ένα καλό βιβλίο δε θα έβλαπτε. Ο Χρίστος άκουσε στη σκάλα τα βήματα της μητέρας του, έκλεισε γρήγορα γρήγορα τη βαλίτσα, κι όταν η Αναστασία άνοιξε την πόρτα, το αγόρι φορούσε ήδη το σακάκι της πιτζάμας του κι έβαζε και το παντελόνι. «Αύριο δε θα ξυπνάς, Χρίστο. Κοιμήσου» του είπε, ύστερα τον φίλησε στο μέτωπο, του χάιδεψε τα μαλλιά κι έσβησε το φως. 14
Ξύπνιο στο σκοτάδι το αγόρι σκεφτόταν, κι αργά τη νύχτα πήρε μια απόφαση. Ήταν από τις αποφάσεις που κάνουν την καρδιά σου να σφίγγεται και ταυτόχρονα την κάνουν να φουσκώνει και να φουσκώνει, τόσο ώστε λες ότι δε θα αντέξει και θα σκάσει ώσπου τελικά αυτό το κάτι, που σαν αέρας γεμίζει την καρδιά σου, ξεφεύγει κι ανεβαίνει στο κεφάλι σου, ζαλίζοντάς σε. Σηκώθηκε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, φόρεσε ζεστά ρούχα και ταχτοποίησε μια δεύτερη αλλαξιά, καλά διπλωμένη, μες στη βαλίτσα. Το πιο δύσκολο ήταν να κατέβει στην κουζίνα χωρίς να τον καταλάβουν. Ο πατέρας του συνήθως κοιμόταν του καλού καιρού, αλλά η μητέρα του έκανε ελαφρύ ύπνο κι είχε πάντα τον νου της μήπως κάποια στιγμή, μες στη νύχτα, το αγόρι ήταν ανήσυχο. Φορώντας μόνο κάλτσες για να μην κάνει θόρυβο, άρχισε να κατεβαίνει ένα ένα, προσεχτικά, τα σκαλιά όταν άκουσε απ την κρεβατοκάμαρα των γονιών του τη μητέρα του να ρωτά: «Χρίστο, τι έχεις; Είσαι καλά;». «Ναι, μαμά» είπε. «Κατεβαίνω στην κουζίνα να πιω νερό και θα ξανανέβω». Πήρε δυο μπουκάλια νερό, και σε μια σακούλα έβαλε ό,τι φρούτα, μπισκότα και σοκολάτες βρήκε στην κουζίνα. Ύστερα ανέβηκε ξανά στην κάμαρά του, αθόρυβα όπως είχε κατέβει όμως η μητέρα 15
7486_xelidoni_paidi_valitsa_7486_xelidoni_paidi_valitsa 5/9/13 10:31 π.μ. Page 16
του είχε ξανακοιμηθεί, ήσυχη τώρα πως το αγόρι δεν είχε τίποτε και πως απλώς διψούσε. Ταχτοποίησε το νερό και τα τρόφιμα στη βαλίτσα, φόρεσε τα καλά του αθλητικά παπούτσια, άνοιξε διάπλατα το παράθυρο και βολεύτηκε μες στη βαλίτσα (που είχε επένδυση στον πάτο και ήταν πράγματι τόσο βολική όσο και η πιο αναπαυτική πολυθρόνα). Φεύγω, σκέφτηκε. Επειδή αυτή σίγουρα ήταν η πιο σπουδαία στιγμή της ζωής του, θα θελε να σκεφτεί και κάτι ακόμα, αλλά δεν ήξερε τι. Έτσι, ξανάπε μέσα του: Φεύγω, και πάτησε τον διακόπτη του Αέρα. Οι τέσσερις έλικες, μπρος και πίσω στη βαλίτσα, ξεδιπλώθηκαν. Σιγά σιγά πάτησε το δεξί πετάλι οι έλικες άρχισαν να γυρνούν, η βαλίτσα υψώθηκε στον αέρα και βγήκε από το ανοιχτό παράθυρο έξω στη νύχτα. Και τότε το αγόρι σκέφτηκε και κάτι άλλο εκτός από το ότι έφευγε. Ξέχασα να πάρω μαζί μου κι ένα καλό βιβλίο, σκέφτηκε. Αλλά ήταν αργά πια η βαλίτσα, με το αγόρι μέσα της, ήδη ταξίδευε πάνω απ την πόλη. 17