ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ



Σχετικά έγγραφα
ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ «ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ»,

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : Ν.ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΡΙΝΑ) ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 17/02/2013. Κείμενο

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΚΕΙΜΕΝΟ

Α1. Ταυτίζεται ο αφηγητής με το συγγραφέα στο διήγημα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια την αντιγραφήν).

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΙ ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΩΝ ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ 2013 ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ (απόσπασμα)

Ήµην ϖτωχόν βοσκόϖουλον εις τα όρη. εκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

χαμένο πρόβατο (απολωλός πρόβατον). ος σκύλος με το σκοινί), όπου δίνονται συμβουλές στους νέους για την αντιμετώπιση του σαρκικού πειρασμού.

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : Ν. ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Γ ΛΥΚΕΙΟΥ (ΘΕΡΙΝΑ) ΣΕΙΡΑ: ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 17/02/2013 ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΘΕΜΑ Α

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ Γ ΗΜΕΡΗΣΙΩΝ ΚΑΙ ΕΣΠΕΡΙΝΩΝ

β) Στην περιγραφή της Μοσχούλας ενσωματώνονται επίθετα με μεταφυσικό περιεχόμενο, γεγονός που

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΕΜΠΤΗ 29 ΜΑΪΟΥ 2003 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ (απόσπασμα)

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ: "Όνειρο στο κύμα", Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Απόσπασμα: Ἤμην πτωχόν βοσκόπουλον εἰς τά ὄρη Ὅλα ἐκεῖνα ἦσαν ἰδικά μου.

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Γεώργιος Βιζυηνός, Το αµάρτηµα της µητρός µου (απόσπασµα).

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΦΝΙΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ 2/12/2012

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

Αλέξανδρος Παπαδιαµάντης: Όνειρο στο κύµα (Νεοελληνική Λογοτεχνία Κατευθύνσεων Γ Λυκείου)


ΠΑΝΕΛΛΑΔΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΚΑΙ Δ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΤΕΤΑΡΤΗ 4 IOYNIOY ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ:

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Γεώργιο Βιζυηνό, Το αµάρτηµα τη µητρό µου (απόσπασµα).

Γ ΛΤΚΕΙΟΤ ΛΟΓΟΣΕΧΝΙΑ ΚΑΣΕΤΘΤΝΗ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ «ΟΜΟΚΕΝΤΡΟ» Α. ΦΛΩΡΟΠΟΥΛΟΥ

Στὴν ἀρχὴ ἦταν ὁ Λόγος. Ὁ Λόγος ἦταν μαζὶ μὲ

Ανακτήθηκε από την ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗ ΚΛΙΜΑΚΑ edu.klimaka.gr ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης - Ὄνειρο στὸ κύμα

Α. ΚΕΙΜΕΝΟ Γεώργιος Βιζυηνός, Το αμάρτημα της μητρός μου (απόσπασμα).

ΝΑΖΙΜ ΧΙΚΜΕΤ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Η ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΗ ΘΑΛΑΣΣΑ

πρωίμως στρυφνόν, ἡλιοκαές πρόσωπόν μου νά γυαλίζεται εἰς τά ρυάκια καί τάς βρύσεις, κ' ἐγύμναζα τό εὐλύγιστον, ὑψηλόν

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2003 ΕΚΦΩΝΗΣΕΙΣ

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2003

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ

Κυψέλης 47 τηλ.: FΑΧ: ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Τηλ./Fax: , Τηλ: Λεωφόρος Μαραθώνος &Χρυσοστόµου Σµύρνης 3,

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ. Κείμενο: «Όνειρο στο κύμα» : Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης

Λόγοι για την παιδαγωγική της οικογένειας (Γέρων Εφραίμ Κατουνακιώτης)

ΧΑΡΤΑΕΤΟΣ UÇURTMA Orkun Bozkurt

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Από όλα τα παραμύθια που μου έλεγε ο πατέρας μου τα βράδια πριν κοιμηθώ, ένα μου άρεσε πιο πολύ. Ο Σεβάχ ο θαλασσινός. Επτά ταξίδια είχε κάνει ο

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2003

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Γ ΤΑΞΗΣ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 2003

Κάιν καί Ἄβελ. ΜΑΘΗΜΑ 3ο. Γένεσις 4,1-15

Εὐλογημένη ἡ ἐπιθυμία τοῦ πλούσιου νέου σήμερα νά

ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΟΝΟ ΕΝΑΣ ΘΕΟΣ!

ΗΜ/ΝΙΑ :. ΟΝΟΜΑΤΕΠΩΝΥΜΟ :..

Ο εγωιστής γίγαντας. Μεταγραφή : Γλυμίτσα Ευθυμία. Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης. «Αλέξανδρος Δελμούζος»

Παπαδιαµάντη ο νεαρός βοσκός είναι το πρόσωπο που πρωταγωνιστεί στη σχέση του ανθρώπου µε τα ζώα και ο ίδιος είναι φτωχός, καθώς το κοπάδι ανήκει στο

Γυµνάσιο Σιταγρών Θεατρικοί διάλογοι από τους µαθητές της Α Γυµνασίου. 1 η µέρα. Χιουµορίστας: Καληµέρα παιδιά, πρώτη µέρα στο Γυµνάσιο.

Π Ι Σ Τ Ο Π Ο Ι Η Σ Η Ε Π Α Ρ Κ Ε Ι Α Σ Τ Η Σ ΕΛΛΗΝΟΜΑΘΕΙΑΣ Κ Α Τ Α Ν Ο Η Σ Η Π Ρ Ο Φ Ο Ρ Ι Κ Ο Υ Λ Ο Γ Ο Υ Π Ρ Ω Τ Η Σ Ε Ι Ρ Α Δ Ε Ι Γ Μ Α Τ Ω Ν

Κατανόηση προφορικού λόγου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Η ζωή είναι αλλού. < <Ηλέκτρα>> Το διαδίκτυο είναι γλυκό. Προκαλεί όμως εθισμό. Γι αυτό πρέπει τα παιδιά. Να το χρησιμοποιούν σωστά

Ρένα Ρώσση-Ζαΐρη: Στόχος μου είναι να πείσω τους αναγνώστες μου να μην σκοτώσουν το μικρό παιδί που έχουν μέσα τους 11 May 2018

Λίγα λόγια για την προσευχή με το κομποσχοίνι.

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

ΓΙΟΡΤΗ ΠΟΛΥΤΕΧΝΕΙΟΥ ΤΡΑΓΟΥ ΙΑ

2 Η γλώσσα είναι η γνωστή καθαρεύουσα. Αλλά η αναδροµή στο χρόνο γίνεται µε τη γλώσσα που τότε µιλούσε: Α. «Βρέθηκα εδώ χωρίς να ξέρω,. κοπέλα µου» Β.

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ. Εργασία για το σπίτι. Απαντούν μαθητές του Α1 Γυμνασίου Προσοτσάνης

Ευχαριστώ Ολόψυχα για την Δύναμη, την Γνώση, την Αφθονία, την Έμπνευση και την Αγάπη...

ΠΑΝΑΓΙΩΣΑ ΠΑΠΑΔΗΜΗΣΡΙΟΤ. Δέκα ποιήματα για τον πατέρα μου. Αλκιβιάδη

ΝΗΦΟΣ: Ένα λεπτό µόνο, να ξεµουδιάσω. Χαίροµαι που σε βλέπω. Μέρες τώρα θέλω κάτι να σου πω.

Το παραμύθι της αγάπης

ΜΑΘΗΜΑ / ΤΑΞΗ : Νεοελληνική λογοτεχνία / Γ λυκείου-θεωρητική κατεύθυνση ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 01/03/2015

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

Τράντα Βασιλική Β εξάμηνο Ειδικής Αγωγής

ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ (ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ)

μετάφραση: Μαργαρίτα Ζαχαριάδου

Το αντικείμενο [τα βασικά]

ΑΡΧΗ 1ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. ΚΕΙΜΕΝΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙ ΕΣ

Γεια σας, παιδιά. Είμαι η Μαρία, το κοριτσάκι της φωτογραφίας, η εγγονή

Δουλεύει, τοποθετώντας τούβλα το ένα πάνω στο άλλο.

Αντιστοιχήστε ένα γράμμα της πρώτης στήλης με έναν αριθμό της δεύτερης στήλης (στη δεύτερη στήλη δύο επιλογές περισσεύουν).

Τί είναι Δημοκρατία; Τί είναι Δικτατορία;

Μια φορά και έναν καιρό, σ' ένα μεγάλο κήπο, ήταν ένα σαλιγκάρι μέσα στην φωλιά του. Ένα παιδάκι ο Γιωργάκης, έξω από την φωλιά του σαλιγκαριού

Αϊνστάιν. Η ζωή και το έργο του από τη γέννησή του έως το τέλος της ζωής του ΦΙΛΟΜΗΛΑ ΒΑΚΑΛΗ-ΣΥΡΟΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΥ. Εικόνες: Νίκος Μαρουλάκης

Θαύματα Αγίας Ζώνης (μέρος 4ο)

Ο χαρούμενος βυθός. Αφηγητής : Ένας όμορφος βυθός. που ήταν γαλαζοπράσινος χρυσός υπήρχε κάπου εδώ κοντά και ήταν γεμάτος όλος με χρυσόψαρα.

Ελισάβετ Μουτζάν-Μαρτινέγκου, Αυτοβιογραφία

Συγγραφέας: Αλεξίου Θωμαή ΕΠΙΠΕΔΟ Α1 ΘΕΜΑΤΙΚΗ ΕΝΟΤΗΤΑ: ΚΑΤΟΙΚΙΑ ΔΙΑΜΟΝΗ. Κατανόηση γραπτού λόγου. Γεια σου, Μαργαρίτα!

Ελαβον την επιστολήν σου και εχάρην τα μέγιστα μαθών ότι είσαι καλά.

Το δικό µου σκυλάκι. Ησαΐα Ευτυχία

Άντον Τσέχωφ, Ο Βάνκας

Γ ΤΑΞΗ ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ ΤΕΛΟΣ 2ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ

Πριν από πολλά χρόνια ζούσε στη Ναζαρέτ της Παλαιστίνης μια νεαρή κοπέλα, η Μαρία, ή Μαριάμ, όπως τη φώναζαν. Η Μαρία ήταν αρραβωνιασμένη μ έναν

Γυμνάσιο Αγ. Βαρβάρας Λεμεσού. Τίτλος Εργασίας: Έμαθα από τον παππού και τη

Εἰς τήν Κυριακήν τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ. (Β Κυριακή τῶν Νηστειῶν).

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Ας µιλήσουµε Ελληνικά

ΑΓΓΛΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Χρόνος: 1 ώρα. Οδηγίες

ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ

Χάρτινη Αγκαλιά Συγγραφέας: Ιφιγένεια Μαστρογιάννη

Μαρία Τζιρίτα: Να μην παύουμε ποτέ να παλεύουμε για τον καλύτερο εαυτό μας

Τζ. Τζόυς, «Έβελιν» (Ν.Ε.Λ. Β Λυκείου, Β11, σ. 248)

Βούλα Μάστορη. Ένα γεμάτο μέλια χεράκι

ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ. β)ποια στοιχεία αντλούμε από το απόσπασμα για το εθιμικό της υιοθεσίας στη

Transcript:

28/12/2010 ΘΕΡΙΝΑ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΟΝΕΙΡΟ ΣΤΟ ΚΥΜΑ ΚΕΙΜΕΝΟ: Α. Ημην πτωχὸν βοσκοπουλον εἰς τὰ ὅρη. Δεκαοκτῶ ἔτων, καὶ δεν ἠξευρα ἀκομη ἄλφα. Χωρὶς να τὸ ἠξευρω, ἥμην εὐτυχής. Τὴν τελευταίαν φορὰν ὅπου ἐγευθην τὴν εὐτυχίαν ἦτον τὸ θέρος ἐκεῖνο τοῦ ἔτους 187 Ἡμὴν ὡραῖος ἔφηβος, κ ἐβλεπα τὸ πρωιμως στρυφνόν, ἡλιοκαὲς πρόσωπόν μου να γυαλιζεται εἰς τὰ ῥυακια καὶ τάς βρυσεις, κ ἐγυμναζα τὸ εὐλυγιστον, ὑψηλὸν ἀνάστημα μου ἀνὰ τοὺς βραχους καὶ τὰ βουνα. Τὸν χειμῶνά που ἠρχισ εὐθὺς κατόπιν μ ἐπῆρε πλησίον τοῦ ὃ γηραιὸς πάτερ Σισωης, ἡ Σισωνης, καθὼς τὸν ὠνομαζομ οἱ χωρικοι μας, καὶ μ ἔμαθε γράμματα. Ἦτον πρῴην διδάσκαλος, καὶ μέχρι τέλους τὸν προσαγορευον ὅλοι εἰς τὴν κλητικὴν «δασκαλε». Εἰς τοὺς χρόνους τῆς Ἐπαναστάσεως ἦτον μοναχὸς καὶ διάκονος. Εἰτα ἠγάπησε μίαν Τουρκοπουλαν, καθὼς ἐλεγαν, τὴν ἐκλεψεν, ἀπὸ ἔνα χαρεμι τῆς Σμυρνης, τὴν ἐβαπτισε καὶ τὴν ἐνυμφευθη. Εὐθὺς μετὰ τὴν ἀποκατάστασιν τῶν πραγμάτων, ἐπὶ Καποδιστρια κυβερνήτου, ἐδίδασκεν εἰς διαφόρα σχολεῖα ἀνὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ εἶχέν οὐ μικραν φήμην, ὑπὸ τὸ ὄνομα «ὁ Σωτηρακης ὁ δασκαλος». Ἀργοτερα ἀφοῦ ἐξησφαλισε τὴν οἰκογενειαν τοῦ, ἐνθυμηθῇ τὴν παλαιὰν ὑποχρεωσιν τοῦ, ἐφορεσε καὶ πάλιν τὰ ῥασα, ὡς ἁπλοῦς μοναχὸς τὴν φορὰν ταύτην, κωλυόμενος να ἱερατευση, κ ἐγκαταβιωσεν ἐν μετανοίᾳ, εἰς τὸ Κοινοβιον τοῦ Εὐαγγελισμου. Ἐκεῖ ἔκλαυσε τὸ ἁμάρτημα τοῦ, τὸ ἔχον γενναίαν ἀγαθοεργίαν ὡς ἐξόχως ἐλαφρυντικην περίστασιν, καὶ λεγουν ὅτι ἐσώθη. Ἀφοῦ ἐμαθα τὰ πρῶτα γράμματα πλησίον τοῦ γηραιοῦ Σισωη, ἐστάλην ὡς ὑποτροφος τῆς μονῆς εἴς τινα κατ ἐπαρχίαν ἱερατικὴν σχολήν, ὅπου κατετάχθην ἀμέσως εἰς τὴν ἀνωτερα τάξιν, εἰτα εἰς τὴν ἓν Ἀθήναις Ῥιζαρειον. Τέλος, ἀρχισας τάς σπουδάς μου σχεδὸν εἰκοσαετής, ἐξηλθα τριακοντουτης ἀπὸ τὸ Πανεπιστημιον ἐξηλθα δικηγόρος μὲ διπλωμα προλυτου Μεγάλην προκοπήν, ἐννοεῖται, δεν ἐκαμα. Σήμερον ἐξακολουθω να ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκομη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινος δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμενος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ Σελίδα 1 από 10

δύναμαι να ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἰονει αὐλικοῦ. Καθὼς ὁ σκυλος, ὁ δεμενος μὲ πολὺ κοντὸν σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου τοῦ, δεν ἠμπορει να γαυγιζη οὔτε να δαγκαση ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοιως κ ἐγὼ δεν δύναμαι οὔτε να εἴπω, οὔτε να πράξω τιποτε περισσότερον παρ ὅσον μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου... Β. Μόνον διαρκῇ γείτονα, ὅταν κατηρχόμην κατω, εἰς τὴν ἀκρην τῆς περιοχῆς μου, εἰχα τὸν κυρ Μόσχον, ἔναν μικρὸν ἄρχοντα λίαν ἰδιότροπον. Ὁ κυρ Μόσχος ἐκατοικει εἰς τὴν ἐξόχην, εἰς ἔνα ὡραῖον μικρὸν πύργον μαζὶ μὲ τὴν ἀνεψιαν τοῦ τὴν Μοσχουλαν, τὴν ὁποίαν εἶχεν υἱοθετησει, ἐπειδὴ ἦτον χηρευμενος καὶ ἄτεκνος. Τὴν εἶχε προσλαβει πλησίον τοῦ, μονογενῆ, ὀργάνην ἐκ κοιλίας μητρός, καὶ τὴν ἠγάπα ὡς να ἧτο θυγάτηρ τοῦ. Ὁ κυρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καὶ ταξιδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικοὺς πτωχοὺς γείτονας να τοῦ πωλησουν τοὺς ἀγροὺς τῶν, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτῶ ἡ δέκα συνεχομένα χωραφια, τὰ περιετοιχισεν ὅλα ὅμου, καὶ ἀπετέλεσεν ἐν μέγα διὰ τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατονταδῶν στρεμμάτων ἐκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ να κτισθῇ ἐστοιχισε πολλά, ἴσως περισσοτέρα ἡ ὅσα ἠξιζε τὸ κτῆμα ἀλλὰ δεν τὸν ἔμελλε δι αὐτὰ τὸν κυρ Μόσχον θέλοντα να ἔχῃ χωριστὸν οἰκονει βασίλειον δι ἑαυτὸν καὶ διὰ τὴν ἀνεψιαν τοῦ. Ἔκτισεν εἰς τὴν ἀκρη πυργοειδῆ ὑψηλὸν οἰκίσκον, μὲ δύο πατωματα, ἐκαθαρισε καὶ περιεμαζευσε τοὺς ἐσκορπισμενους κρουνοὺς τοῦ νερου, ἠνοιξε καὶ πηγαδι πρὸς κατασκευὴν μαγγάνου διὰ τὸ πότισμα. Διηρεσε τὸ κτῆμα εἰς τεσσαρα μέρη εἰς ἄμπελον, ἐλαιῶνα, ἀγροκήπιον μὲ πλῆθος ὀπωροφόρων δενδρὼν καὶ κήπους μὲ ἀμαισιας ἡ μποστανια. Ἐγκατεσταθη ἐκεῖ, κ ἔζη διαρκῶς εἰς τὴν ἐξόχην τῆς θαλάσσης, κ ἐνῶ ὁ ἐπάνω τοῖχος ἔφθανεν ὡς τὴν κορυφὴν τοῦ μικροῦ βουνοῦ, ὁ κατω τοῖχος, μὲ σφοδρὸν βορρᾶν πνέοντα, σχεδὸν ἐβρεχετο ἀπὸ τὸ κῦμα. Ὁ κυρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιαν τὸ τσιμπουκι τοῦ, τὸ κομβολογι τοῦ, τὸ σκαλιστηρι τοῦ καὶ τὴν ἀνεψιαν τοῦ τὴν Μοσχουλαν. Ἡ παιδίσκη θὰ ἦτον ὡς δύο ἔτη νεωτέρα ἑμοῦ. Μικρὴ ἐπηδα ἀπὸ βραχον εἰς βραχον, ἔτρεχεν ἀπὸ κολπισκον εἰς κοπλισκον, κατω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἐβγαζε κοχυλια, κ ἐκυνηγουσε καβουρια. Ἦτον θερμοαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνον τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινη, κ ἐνθυμιζε τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἠλιοκαυμενην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρὸς τῆς εἰχαν Σελίδα 2 από 10

βαλεῖ να φυλαη τ ἀμπέλια «Ἰδοὺ εἰ καλῇ, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἰ καλῇ ὀφθαλμοί σου περιστεραί». Ὁ λαιμὸς τῆς, καθὼς ἐφεγγε καὶ ὑπεφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιαν τῆς, ἧτο ἀπείρως λευκοτερος ἀπὸ τὸν χρωτὰ τοῦ προσώπου τῆς. Ἦτον ὠχρά, ῥοδινη, χρυσαυγιζουσα καί μου ἐφαίνετο να ὁμοιαζη μὲ τὴν μικρὴν στερφαν αἶγα, τὴν μικροσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ καταστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποίαν ἑγὼ εἰχα ὀνομάσει Μοσχουλαν. Τὸ παραθυρον τοῦ πύργου τὸ δυτικὸν ἠνοιγετο πρὸς τὸν λογγον, ὁ ὁποῖος ἠρχιζε να βαθύνεται πέραν τῆς κορυφῆς τοῦ βουνοῦ, ὅπου ἦσαν χαμοκλαδα, εὐώδεις θάμνοι, καὶ ἀργιλλώδης γῆ τραχεῖα. Ἐκεῖ ἠρχιζεν ἡ περιοχή μου. Ἕως ἐκεῖ κατηρχόμην συχνά, κ ἐβοσκα τάς αἶγας τῶν καλογήρων, τῶν πνευματικῶν πατέρων μου... Γ. Ἦτον ἀπόλαυσις, ὄνειρον, θαῦμα. Εἶχεν ἀπομακρυνθη ὡς πέντε ὀργυιὰς ἀπὸ τὸ ἄντρον, καὶ ἐπλεε, κ ἔβλεπε τώρα πρὸς ἀνατολάς, στρεφούσα τὰ νῶτα πρὸς τὸ μέρος μου. Ἐβλεπα τὴν ἀμαυρὰν καὶ ὅμως χρυσιζουσαν ἀμυδρῶς κόμην τῆς, τὸν τραχηλον τῆς τὸν εὔγραμμον, τάς λεύκας ὡς γαλᾶ ὠμοπλάτας, τοὺς βραχίονας τοὺς τορνευτούς, ὅλα συγχεομενα, μελιχρα καὶ ὀνειρώδη εἰς τὸ φέγγος τῆς σελήνης. Διεβλεπα τὴν ὀσφὺν τῆς τὴν εὐλυγιστον, τὰ ἰσχία τῆς, τάς κνήμας, τοὺς πόδας τῆς, μεταξὺ σκιᾶς καὶ φωτός, βαπτιζομενα εἰς τὸ κῦμα. Ἐμαντευα τὸ στέρνον τῆς, τοὺς κόλπους τῆς, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους ὅλας τῆς αὔρας τάς ῥιπὰς καὶ τῆς θαλάσσης τὸν θεῖον ἄρωμα. Ἦτον πνοή, ἴνδαλμα ἀφάνταστον, ὄνειρον ἐπιπλέον εἰς τὸ κῦμα ἧτο νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλεούσα, ὡς πλέει ναῦς μαγική, ἡ ναῦς τῶν ὀνείρων Δ. Ἡ Μοσχουλα ἔζησε, δεν ἀπέθανε. Σπανίως τὴν εἰδα ἔκτοτε, καὶ δεν ἠξευρω τὶ γινεται τώρα, ὁπότε εἶναι ἁπλὴ θυγάτηρ τῆς Εὕας, ὅπως ὅλαι. Ἀλλ ἑγὼ ἐκπληρωσα τὰ λύτρα διὰ τὴν ζωὴν τῆς. Ἡ ταλαίπωρος μικρή μου κατσικα, τὴν ὁποίαν εἰχα λησμονησει πρὸς χάριν τῆς, πράγματι «ἐσχοινιασθη» περιεπλάκη κακὰ εἰς τὸ σχοινίον, μὲ τὸ ὁποῖον τὴν εἰχα δεμενην, καὶ ἐπνίγη!... Μετρίως ἐλυπήθην, καὶ τὴν ἐκαμα θυσίαν πρὸς χάριν τῆς. Κ ἑγὼ ἐμαθα γράμματα, ἐξ εὐνοίας καὶ ἐλέους τῶν καλογήρων, κ ἐγθβα δικηγόρος Ἀφοῦ ἐπερασα ἀπὸ δύο ἱερατικὰς σχολάς, ἦτον ἑπόμενον! Τάχα ἡ μοναδικὴ ἐκείνη περίστασις, ἡ ὀνειρώδης ἐκείνη ἀνάμνησις τῆς λουομένης κόρης, μ ἔκαμε να μὴ γινω κληρικος; Φεῦ! ἀκριβῶς ἡ ἀνάμνησις ἐκείνη ἔπρεπε να μὲ καμῂ να γινω μοναχός. Σελίδα 3 από 10

Ὀρθῶς ἔλεγεν ὁ γηραιὸς Σισωης ὅτι «ἂν ἠθελαν να μὲ καμουν καλογερον, δεν ἔπρεπε να μὲ στειλουν ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι». Δία τὴν σωτηρίαν τῆς ψυχῆς μου ἤρκουν τὰ ὀλίγα ἐκεῖνα κολλυβογραμματα, τὰ ὁποῖα αὐτὸς μὲ εἶχε διδάξει, καὶ μάλιστα ἦσαν καὶ πολλά!... Καὶ τώρα, ὅταν ἐνθυμοῦμαι τὸ κοντὸν ἐκεῖνο σχοινίον, ἀπὸ τὸ ὁποῖον ἐσχοινιασθη κ ἐπνίγη ἡ Μοσχουλα, ἡ κατσικα μοῦ, καὶ ἀναλογιζομαι τὸ ἄλλο σχοινίον τῆς παραβολῆς, μὲ τὸ ὁποῖον εἶναι δεμενος ὁ σκυλος εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ ἀφεντη τοῦ, διαπορω μέσα μου ἂν τὰ δύο δεν εἰχαν μεγάλην συγγένειαν, καὶ ἂν δεν ἦσαν ὡς «σχοινισμα κληρονομίας» δι ἐμέ, ὅπως ἡ Γραφὴ λέγει. Ὤ! ἂς ἡμὴν ἀκομη βοσκὸς εἰς τὰ ὅρη!... (Δία τὴν ἀντιγραφήν) ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α1. Ταυτίζεται ο αφηγητής με το συγγραφέα στο διήγημα αυτό; Στην απάντησή σας να σχολιάσετε τη φράση στο τέλος του διηγήματος (Δια την αντιγραφήν). Μον. 15 Β1. Σε ποιο κοινωνικό πλαίσιο τοποθετούνται τα δεδομένα της αφήγησης και ποιος κοινωνικός προβληματισμός διαφαίνεται από τα παραπάνω χωρία (να απαντήσετε σε δύο παραγράφους); Μον. 10 Β2. α. Με ποια εκφραστικά μέσα αποδίδει ο Αλ. Παπαδιαμάντης το κάλλος της Μοσχούλας; Μον. 10 Β2. β. Να αναφερθείτε στη γλώσσα του διηγήματος. Αναζητείστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα για να αναδείξετε τη γλωσσική ποικιλία και σχολιάστε το αισθητικό της αποτέλεσμα. Μον. 12 Γ1. Πώς χαρακτηρίζετε το είδος της συγκεκριμένης αφήγησης με βάση την οπτική γωνία από την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα (120 140 λέξεις); Μον. 13 Σελίδα 4 από 10

Γ2. «Ένα από τα γνωρίσματα του Αλ. Παπαδιαμάντη είναι το θρησκευτικό συναίσθημα και η χριστιανική ευλάβεια». Να επισημάνετε τα στοιχεία θρησκευτικότητας στα παραπάνω αποσπάσματα (120-140 λέξεις). Μον. 20 Δ1. Να συγκρίνετε τη Λιαλιώ στο παραπάνω απόσπασμα με τη Μοσχούλα στο Όνειρο στο κύμα. Ποια στοιχεία της γυναικείας εμφάνισης φαίνεται να εκτιμά ιδιαίτερα ο συγγραφέας; Μον. 20 [Η νοσταλγός] Η Λιαλιώ έμεινε με το μεσοφούστανον, κοντόν έως τας κνήμας, λευκόν όσον και το κολόβιον, και με τας λευκάς περικνημίδας, υφ ας εμάντευέ τις τας τορνευτάς και κομψάς κνήμας, λευκοτέρας ακόμη. Έμεινε με τα κρίνα του λαιμού της ατελώς καλυπτόμενα από την πορφύραν μεταξωτήν τραχηλιάν της, κι εκάθισε συνεσταλμένην παρά την πρύμνην, βραχυσωματέρα ή όσον ήτο, με το μέτριον και χαρίεν ανάστημα Η χάρις του λιγυρού αναστήματός της δεν εξηλείφετο από την άνευ μέσης περιβολήν την οποία εφόρει. Και τα κατσαρά, τα οποία εκόσμουν το ηδυπαθές μέτωπόν της, ησαν φυσικά και όχι επίπλαστα. Η λάμψις των βαθέων και μαύρων οφθαλμών της έκαιεν αμαυρά, υπο τας καμαρωτάς οφρύς, και τα πορφυρά χείλη της ερρόδιζον επι της ωχράς και διαυγούς χροίας των παρειών της, αίτινες εβάπτοντο μ ελαφρόν ερύθημα εις τον παραμικρόν κόπον ή εις την ελάχιστην συγκίνησιν. Αλλά το λεπτόν και ήρεμον πυρ των οφθαλμών της έκαιε την καρδίαν του νέου. Α. Παπαδιαμάντης Σελίδα 5 από 10

28/12/2010 ΧΕΙΜΕΡΙΝΑ ΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΚΕΙΜΕΝΟ Τό ἀμάρτημα τῆς μητρός μου ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 1 Ο : [...]- Μή μοῦ φέρετε τίποτε, ἔλεγεν ἡ μήτηρ μου, ἐγώ δουλεύω καί τό θρέφω, σάν πώς ἔθρεψα καί σᾶς. Καί ὅταν ἔλθῃ ὁ Γιωργής μου ἀπ τή ξενιτειά, θά τό προικίσῃ καί θά τό πανδρέψῃ. Ἀμ τί θαρρεῖτε! Ἐμένα τό παιδί μου μέ τό ὑποσχέθηκε. Ἐγώ, μάνα, θά σέ θρέψω καί σένα καί τό ψυχοπαῖδί σου. Ναί! ἔτσι μέ τό εἶπε, πού νἄχῃ τήν εὐχή μου! Ὁ Γιωργής ἤμην ἐγώ. Καί τήν ὑπόσχεσιν ταύτην τήν εἶχον δώσει ἀληθῶς, ἀλλά πολύ προτύτερα. Ἦτο καθ ἥν ἐποχήν ἡ μήτηρ μας εἰργάζετο διά νά θρέψῃ τήν πρώτην μας θετήν ἀδελφήν καθώς καί ἡμᾶς. Ἐγώ τήν συνώδευον κατά τάς διακοπάς τῶν μαθημάτων, παίζων παρ αὐτῇ, ἐνῷ ἐκείνη ἔσκαπτεν ἤ ἐξεβοτάνιζεν. Μίαν ἡμέραν διακόψαντες τήν ἐργασίαν ἐπεστρέφομεν ἀπό τούς ἀγρούς φεύγοντες τόν ἀφόρητον καύσωνα, ὑφ οὗ ὀλίγον ἔλειψε νά λιποθυμήσῃ ἡ μήτηρ μου. Καθ ὁδὸν κατελήφθημεν ὑπό ραγδαιοτάτης βροχῆς, ἐξ ἐκείνων, αἵτινες συμβαίνουσι παρ ἡμῖν συνήθως, μετά προηγηθεῖσαν ὑπερβολικήν ζέστήν ἤ λαύραν, καθώς τήν ὀνομάζουν οἱ συντοπῖταί μου. Δέν ἤμεθα πλέον πολύ μακράν τοῦ χωρίου, ἀλλ ἔπρεπε νά διαβῶμεν ἕνα χείμαρρον, ὅστις πλημμυρήσας ἐκατέβαινεν ὁρμητικώτατος. Ἡ μήτηρ μου ἠθέλησε νά μέ σηκώσῃ εἰς τόν ὦμόν της. Ἀλλ ἐγώ ἀπεποιήθην. - Εἶσαι ἀδύνατη ἀπό τή λιποθυμία, τῇ εἶπον. Θά μέ ρίψῃς μεσ στόν ποταμό. Καί ἐσήκωσα τά φορέματά μου καί εἰσῆλθον δρομαῖος εἰς τό ρεῦμα, πρίν ἐκείνη προφθάσῃ νά μέ κρατήσῃ. Εἶχον ἐμπιστευθῆ εἰς τάς δυνάμεις μου πλέον ἤ ὅ,τι ἔπρεπε. Διότι πρίν σκεφθῶ νά ὑποχωρήσω, οἱ πόδες μου ἔχασαν τό στήριγμά των, καί, ἀνατραπείς, παρεσύρθην, ὑπό τοῦ χειμάρρου ὡς κέλυφος καρύου. Μία σπαρακτική κραυγή φρίκης εἶναι πᾶν ὅ,τι ἐνθυμοῦμαι ἐκ τῶν μετά ταῦτα. Ἦτον ἡ φωνή τῆς μητρός μου, ἥτις ἐρρίφθη εἰς τά ρεύματα διά νά μέ σώσῃ. Πῶς δέν ἔγινα αἰτία νά πνιγῇ καί ἐκείνη μετ ἐμοῦ, εἶναι θαῦμα. Διότι ὁ χείμαρρος ἐκεῖνος εἶχεν κακήν φήμην παρ ἡμῖν. Καί ὅταν λέγουν περί τινος «τόν ἐπῆρε τό ποταμι», ἐννοοῦν ὅτι ἐπνίγη εἰς αὐτόν τοῦτον τόν χείμαρρον. Σελίδα 1 από 11

Καί ὅμως ἡ μήτηρ μου λιγόθυμος καθώς ἦτο, κατάκοπος, βεβαρυμένη ἀπό ἐπαρχιακά φορέματα, ἱκανά νά πνίξουν καί τόν δεξιώτερον κολυμβητήν, δέν ἐδίστασε νά ἐκθέσῃ τήν ζωήν αὑτῆς εἰς κίνδυνον. Ἐπρόκειτο νά μέ σώσῃ, καί ἄς ἤμην ἐκεῖνο τῆς τό τέκνον, τό ὁποῖον πρεσέφερεν ἄλλοτε εἰς τόν Θεόν ὡς ἀντάλλαγμα ἀντί τῆς θυγατρός της. Ὅταν ἔφθασεν εἰς τόν οἶκον καί μέ ἀπέθεσε χαμαί ἀπό τόν ὦμόν της, ἤμην ἀκόμη παραζαλισμένος. Δία τοῦτο, ἀντί νά αἰτιαθῶ τήν ἀπρονοησίαν μου διά τό συμβάν, ἀπέδωκα αὐτό εἰς τάς ἐργασίας τῆς μητρός μου. - Μή δουλεύῃς πιά, μάνα, τῇ εἶπον, ἐνῷ ἐκείνη μ ἐνέδυε στεγνά φορέματα. - Ἀμ ποιός θά μᾶς θρέφῃ, παιδί μου, σάν δέ δουλεύω ἐγώ; - Ἠρώτησεν ἐκείνη στεναξασα. - Ἐγώ, μανά! ἐγώ! τῇ ἀπήντησα τότε μετά παιδικοῦ στόμφου. - Καί τό ψυχοπαῖδί μας; - Κ ἐκεῖνο ἐγώ! Ἡ μήτηρ ἐμειδίασεν ἀκουσίως, διά τήν ἐπιβλητικήν στάσιν, ἥν ἔλαβον προφέρων τήν διαβεβαίωσιν ταύτην. Ἔπειτα διέκοψε τήν ὁμιλίαν ἐπειποῦσα - Ἀμ θρέψε δά πρῶτα τόν ἑαυτό σου καί ὕστερα βλέπουμε. Δέν παρῆλθε πολύς καιρός καί ἀπηρχόμην εἰς τά ξένα. Ἡ μήτηρ βεβαίως οὐδ ἐσημείωσε κἄν τήν ὑπόσχεσιν ἐκείνην. Ἐγὼ ὅμως ἐνθυμούμην πάντοτε, ὅτι ἡ αὐταπάρνησίς της μοι ἐχάρισε διά δευτέραν φορὰν τήν ζωήν, τήν ὁποίαν τῇ ὤφειλον. Δία τοῦτο εἶχον τήν ὑπόσχεσιν ἐκείνην ἐπὶ τῆς καρδίας μου, καὶ ὅσον ἐμεγάλωνα, τόσῳ σπουδαιότερον ἐνόμιζον τόν ἑαυτόν μου ὑποχρεωμένον πρός ἐκπλήρωσίν της. - Μή κλαίγῃς μητέρα, τῇ εἶπον ἀναχωρῶν. Ἐγώ πηγαίνω πιά νά κάμω παράδες. Ἔννοια σου! ἀπό τώρα καί νά πάγῃ θά σέ θρέφω καί σένα καί τό παραπαῖδί σου. Ἀλλά, ἀκούεις; Δέν θέλω πιά νά δουλεύῃς! Δέν ἤξευρον ἀκόμη ὅτι δεκαετές παιδίον ὄχι τήν μητέρα, ἀλλ οὐδέ τόν ἑαυτόν του δέν δύναται νά θρέψῃ. Καί δέν ἐφανταζόμην, ὁποῖαι φοβεραί περιπέτειαι μέ περιέμενον καί πόσας πικρίας ἔμελλον ἀκόμη νά ποτίσω τήν μητέρα μου διά τῆς ξενιτείας ἐκείνης, δι ἧς ἤλπιζον νά τήν ἀνακουφίσω. Ἐπί πολλά ἔτη ὄχι μόνον βοήθειαν, ἀλλ οὐδέ μίαν ἐπιστολήν κατώρθωσα νά τῇ στείλω. Ἐπί πολλά ἔτη παρεμόνευεν εἰς τούς δρόμους, ἐρωτῶσα τούς διαβάτας μή μέ εἶδον πουθενά. Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐδυστύχησα ἐν Κωνσταντινουπόλει καί ἐτούρκευσα. Σελίδα 2 από 11

- Νά φάνε τή γλῶσσά τούς πού τὤβγαλαν! ἀπεκρίνετο ἡ μήτηρ μου. Αὐτός πού λενε, δέν μπορεί νά ἦτον τό παιδί μου! Ἀλλά μετ ὀλίγον ἐκλείετο περίτρομος εἰς τό εἰκονοστάσιόν μας, καί προσηύχετο δακρυρροοῦσα πρός τόν Θεόν, διά νά μέ φωτίσῃ νά ἐπανέλθω εἰς τήν πίστιν τῶν πατέρων μου. Πότε τῇ ἔλεγον, ὅτι ἐναυάγησα εἰς τάς ἀκτάς τῆς Κύπρου, καί ἐπαιτῶ ρακένδυτος εἰς τούς δρόμους. - Φωτιά νά τούς κάψῃ, ἀπεκρίνετο ἐκείνη. Τό λέν ἀπό τή ζούλια τους. Τό παιδί μου θενἄκανε κατάστασι καί πά στόν Ἅγιο Τάφο. Ἀλλά μετ ὀλίγον ἐξήρχετο εἰς τούς δρόμους, ἐξετάζουσα τούς διαβατικούς ἐπαίτας, καί μετέβαινε ὅπου ἠκούετο κανείς «καραβοτσακισμένος» μέ τήν θλιβερήν ἐλπίδα ν ἀνακαλύψῃ ἐν αὐτῷ τό ἴδιόν της τέκνον, μέ τήν πρόθεσιν νά δώσῃ εἰς αὐτόν τά στερήματά της, ὅπως τά εὕρω ἐγὼ εἰς τά ξένα ἀπό τάς χεῖρας τῶν ἄλλων.[...]. ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ 2 Ο : - Έ! τι να γίνη! Κ εγώ το ήθελα καλλίτερο, μα - η αμαρτία μου, βλέπεις, δεν εσώθηκεν ακόμη. Και το έκαμεν ο Θεός τέτοιο, δια να δοκιμάση την υπομονή μου, και να με σχωρέση. Ευχαριστώ σε, Κύριε! Και ταύτα λέγουσα, έθηκε την δεξιάν επί του στήθους, ύψωσε τους οφθαλμούς αυτής πλήρεις δακρύων προς τον ουρανόν, και έμεινεν ούτως επι τίνας στιγμάς σιγώσα. - Κάτι θα έχης στην καρδιά, μητέρα, είπον τότε μετά τινος δειλίας. Μή θυμώνης! Και λαβών εφίλησα την παγεράν αυτής χείρα προς εξιλέωσιν. - Ναι! είπεν εκείνη αποφασιστικώς. Έχω κάτι εδω μέσα βαρύ, πολύ βαρύ, παιδί μου! Ώς τώρα το γνωρίζει μόνον ο Θεός και ο πνευματικός μου. Εσύ είσαι διαβασμένος και συντυχαίνεις καμμιά φορά σαν τον ίδιο τον πνευματικό, και καλύτερα. Σήκω, κλείσε τη θύρα, και κάτσε να σε το πω, ίσως με παρηγορήσεις ολίγο, ίσως με λυπηθής, και αγαπήσης το Κατερινιώ, σαν να ταν αδελφή σου. Οι λόγοι ούτοι, και ο τρόπος με τον οποίον τους επρόφερεν, ενέβαλον την καρδιάν μου εις μεγάλην ταραχήν. Τι είχε να μ εμπιστευθή η μήτηρ μου χωριστά από τους αδελφούς μου; Όλας τας κατά την απουσίας μου δυστυχίας της μοί τας είχεν αφηγηθή. Όλον τον προτού της βίον τον εγνώριζον ωσάν Σελίδα 3 από 11

παραμύθι. Τί ήτο λοιπόν αυτό που μας απέκρυπτε μέχρι τούδε; που δεν ετόλμησε να φανερώση εις κανένα πλην του Θεού και του πνευματικού της ; Όταν επανήλθον να καθίσω πλησίον της, έτρεμον τα γόνατά μου εξ αορίστου αλλ ισχυρού τινος φόβου. Η μήτηρ μου εκρέμασε την κεφαλήν, ως κατάδικος, όστις ίσταται ενώπιον του κριτού του με την συναίσθησιν τρομερού τινός εγκλήματος. - Το θυμάσαι το Αννιώ μας; Με ηρώτησε μετά τινάς στιγμάς πληκτικής σιωπής. - Μάλιστα, μητέρα! Πώς δεν το θυμούμαι! Ήταν η μόνη μας αδελφή, κ εξεψύχησεν εμπρός στα μάτια μου. - Ναι! Με είπεν, αναστενάξασα βαθέως, αλλά δεν ήτο το μόνο μου κορίτσι! Εσύ είσαι τέσσαρα χρόνια μικρότερος από το Χρηστάκη. Ένα χρόνο κατόπι του έκαμα την πρώτη μου θυγατέρα. Ήταν τότε κοντά, που επαντρολογιέτο ο Φωτής ο Μυλωνάς. Ο μακαρίτης ο πατέρας σου παράργησε το γάμο τους, ώς που ν αποσαραντήσω εγώ, για να χαρώ σαν πανδρευμένη, αφού κορίτσι δε μ άφηκεν η γιαγιά σου να χαρώ. Το πρωί τους στεφανώσαμε, και το βράδυ ήταν οι καλεσμένοι στο σπίτι τους και έπαιζαν τα βιολιά, και έτρωγεν ο κόσμος μέσα στην αυλή, κι εγύρνα η κανάτα με το κρασί από χέρι σε χέρι. Και έκαμεν ο πατέρας σου κέφι, σαν διασκεδαστικός που ήταν ο μακαρίτης, και μ έρριψε το μανδήλι του, να σηκωθώ να χορέψουμε. Σαν τον έβλεπα να χορεύη, μου άνοιγεν η καρδιά μου, και σαν νέα που ήμουνε, αγαπούσα κ εγώ το χορό. Μα εμείς χορέψαμε και καλύτερα και πολύτερα. Σαν εκοντέψανε τα μεσάνυχτα, επήρα τον πατέρα σου παράμερα και τον είπα Άνδρα, εγώ έχω παιδί στην κούνια και δεν μπορώ πια να μείνω. Το παιδί πεινά εγώ εσπάργωσα. Πώς να το βυζάξω μεσ στον κόσμο και με το καλό μου το φόρεμα! Μείνε σύ, άν θέλης να διασκεδάσεις ακόμα. Εγώ θα πάρω το μωρό να πάγω στο σπίτι. Έ, καλά, γυναίκα! Είπεν ο σχωρεμένος, και μ επαπάρισε πα στον ώμο. Έλα, χόρεψε κι αυτό το χορό μαζί μου, και ύστερα πηγαίνουμε κ οι δύο. Το κρασί άρχισε να με χτυπά στο κεφάλι, και αφορμή γυρεύω κι εγώ να φύγω. Σαν εξεχορέψαμε κ εκείνο το χορό, επήραμε τη στράτα. Ο γαμβρός έστειλε τα παιχνίδια και μας εξεπροβόδησαν ως το μισό το δρόμο. Μα είχαμε ακόμη πολύ ως το σπίτι. Γιατί ο γάμος έγινε στον Καρσιμαχαλά. Ο δούλος επήγαινε μπροστά με το φανάρι. Ο πατέρας σου εσήκωνε το παιδί και βαστούσε και μένα από το χέρι. Σελίδα 4 από 11

ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ: Α1. Το 1883 µε τη δηµοσίευση στη Nouvel Revue του διηγήµατος «Τό ἀµάρτηµα τῆς µητρός µου», παρατηρείται στροφή προς τη λαογραφία στην ελληνική πεζογραφία. Σε ποιους παράγοντες οφείλεται η στροφή αυτή; Ποια χαρακτηριστικά προσέδωσε στα διηγήµατα του Βιζυηνού η χρήση λαογραφικών στοιχείων; Μον. 15 Β1. α) Αναζητείστε αντιπροσωπευτικά αποσπάσµατα (Απόσπασµα 1 ο ) για να αναδείξετε τη γλωσσική ποικιλία του διηγήµατος. Μον. 10 Β1. β) Να σχολιάστε το αισθητικό αποτέλεσµα των γλωσσικών επιλογών. Μον. 10 Β2. Ποιες αναχρονίες εντοπίζετε στο δοθέν απόσπασµα; (Απόσπασµα 1 ο ). Αφού παρουσιάσετε το περιεχόµενό τους, αναφερθείτε στη λειτουργία τους. Μον. 20 Γ1. Ο Π. Μουλάς υποστηρίζει για τον Βιζυηνό: «Γεννηµένος αφηγητής, ο συγγραφέας µας ξέρει να στήνει µια ιστορία, να κανονίζει τις αναλογίες και τους ρυθµούς της, να δηµιουργεί τις κατάλληλες εντάσεις στην κατάλληλη στιγµή, να κεντρίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη, να σκορπίζει πρόωρες «ενδείξεις» που η σηµασία τους θα φανεί αργότερα». Να επιβεβαιώσετε την άποψή του µε βάση το απόσπασµα που σας έχει δοθεί (Απόσπασµα 2 ο ). Μον. 25 1. Η µάνα και ο Κιαµήλης αντίστοιχα, στα δύο αποσπάσµατα, προετοιµάζουν τον Γιωργή για την επικείµενη αποκάλυψη των «αµαρτηµάτων» τους. Να συγκρίνετε τον τρόπο µε τον οποίο αντιµετωπίζουν το µορφωτικό επίπεδο του Γιωργή; Μον. 20 «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού µου» Γ. Βιζυηνός (Ο Κιαµήλης είναι µουσουλµάνος που έχει διαπράξει φόνο για εκδίκηση, µόνο που τώρα συνειδητοποιεί ότι έχει σκοτώσει λάθος άνθρωπο, διότι βλέπει µπροστά του, αυτόν που θεωρούσε νεκρό από το δικό του χέρι. Στην σκηνή αυτή αποκαλύπτει το αµάρτηµά του στον Γιωργή) Σελίδα 5 από 11

- Ξεύρω, είπε. Εσύ είσαι διαβασµένος άνθρωπος και θα γελάσης. Γι αυτό δεν σε είπα τίποτε ως τώρα. Μα ο Σεϊχης του Τεκέ µας είναι πιο διαβασµένος από σένα, είναι άγιος. Και όποιος κάµνει τον λόγο του, κάµνει την βουλή του Θεού. Τρία χρόνια τώρα µε καταδιώκει ο βρυκόλακας, κανείς δεν µε εγλύτωσε. Στο πανηγύρι επήγαινα, µπροστά µου τον εύρισκα στο παζάρι επήγαινα, µπροστά µου τον εύρισκα, ως που µε απέλπισε, και παράτησα την δουλειά µου και επήγα κ έγινα σοφτάς. Καλά που έκαµα! Γιατί ο Σεϊχης µας που σε είπα, αυτός µ εγλύτωσε. Ας έχουµε την ευλογία του! «Μη τον βλέπεις που µοιάζει τον σκοτωµένο», µε είπεν. «Ο βρυκόλακας είναι µόνον ένα τουλούµι γεµάτο αίµα. Φέρε µε ένα µαυροµάνικο µαχαίρι να σε το διαβάσω και άµα τον ξαναϊδής, τρύπα τον, να χυθή το αίµα! Άλλη µια φορά δεν θα ξαναβγή µπροστά σου». Σελίδα 6 από 11