ἀρετή f ἄριστος ἀγαθός ἀµείνων, -ον κρείττων, -ον βέλτιστος ἄριστα βελτίων, -ον ἄγαµαι λῴων λῴστος κράτιστος ἀγγελία f παραγγέλλω ἀγανακτέω ἀγγέλλω

Σχετικά έγγραφα
Θετικός βαθμός Συγκριτικός βαθμός Υπερθετικός βαθμός. σοφώ-τερον. σοφώ-τατα ἀνδρεῖος. ἀνδρειό-τερον. ἀνδρειό-τατα ἁπλοῦς.

College Greek Exam Syllabus Fourth Annual Exam (2012)

expertise εὐχή, ἡ θόρυβος, ὁ noise, din, hustle and bustle κίνδυνος, ὁ danger Λακεδαιµόνιος, Spartan θύρα, ἡ κελευστής, ὁ

College Greek Exam Syllabus Fifth Annual Exam (2013)

Το παρόν βοήθημα απευθύνεται σε μαθητές όλων των τάξεων Γυμνασίου και Λυκείου

Vocabulari de freqüència

3. δυνητικό: ἄν, ποὺ σημαίνει κάτι ποὺ μπορεὶ ἤ ποὺ μποροῦσε νὰ γίνει.

Chapter 2 Omit none. Chapter 3 Nouns: omit γέφυρα, Μοῦσα. Chapter 4 Nouns: omit Ἀθῆναι, Ἀθήνη, ναύτης, Ξέρξης, Πέρσης, Σπάρτη, ταμίας

ἥλιος, ὁ υἱός, ὁ ἵππος, ὁ region old man γέρων (γεροντ-), ὁ νοῦς (νόος contr.) mind, sense πλοῖον, τό πόλεµος, ὁ ῥαψῳδός, ὁ στρατηγός, ὁ δοῦλος, ὁ

Auswertung der Projektlistenstatistiken

Αὕτη δ ἐστίν ἡ καλουμένη πόλις καί ἡ κοινωνία ἡ πολιτική.

Greek Vocabulary List For: Antiphon, Second Tetralogy. Count, Word, Short Definition,

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

πρῶτον μὲν τοῦτον τὸν λόγον ἀναλάβωμεν ὃν σὺ λέγεις περὶ τῶν δοξῶν μέν congr. cmpl. subj. bep. bij bijzinskern

1st and 2nd Person Personal Pronouns

πρεσβύτης, ὁ ambassador πυρά, ἡ funeral pyre gods δεσπότης, ὁ γεωργός, ὁ δοῦλος, ὁ Vocabulary to be learnt: through Section 4 nouns: first declension

Κείμενο διδαγμένο από το πρωτότυπο Δημοσθένους, Ὑπὲρ τῆς Ῥοδίων ἐλευθερίας, 17-18

Ὁ πιστὸς φίλος. Πιστεύω¹ τῷ φίλῳ. Πιστὸν φίλον ἐν κινδύνοις γιγνώσκεις². Ὁ φίλος τὸν

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

Η ελεύθερη έκφραση μέσω του τύπου. Κάνω κάτι πιο φιλελεύθερο Η πίστη και η αφοσίωση στην ιδέα της ελευθερίας.

Shell Remove Greek Vacation Work

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

English to Greek vocabulary in lessons 1-6

Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΗΡΗΣΕ ΕΝΟΣ ΛΕΠΤΟΥ ΣΙΓΗ. Ἡ καρδιά (ἔλεγε κάποτε ὁ γέροντας Παΐσιος) εἶναι ὅπως τό ρολόι.

Vocabulary Used 50+ Times in NT (BibleWorks)

ΘΕΜΑ 2o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΘΕΜΑ 61ο Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 9-11

Ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τη σύνδεση των προτάσεων στα αρχαία ελληνικά. Παράλληλα θα δίνονται παραδείγματα και στα Νέα Ελληνικά (ΝΕ)

2o ΘΕΜΑ ΠΡΟΣΟΜΟΙΩΣΗΣ ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΩΝ ΕΞΕΤΑΣΕΩΝ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟ ΤΟ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ

ιδαγµένο κείµενο 'Αριστοτέλους 'Ηθικά Νικοµάχεια (Β6, 4-10)

Vocabulary to be learnt: through Section 6

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γεγραμμένον

R. A. Whitacre, A Patristic Greek Reader Appendix A: Vocabulary List

Konsonantische Deklination : ρ- und ν-stämme. ὁ μήν τοῦ μην-ός τῷ μην-ί τὸν μῆν-α (ὦ μήν) ὁ κρατήρ τοῦ κρατῆρ-ος τῷ κρατῆρ-ι τὸν κρατῆρ-α (ὦ κρατήρ)

Δ ι α γ ω ν ί ς μ α τ α π ρ ο ς ο μ ο ί ω ς η σ 1

βέλτιστος λῷστος ἀγγελία f

Institut Vicenç Plantada GREC. PRIMER DE BATXILLERAT. DEURES D ESTIU 2018

ἡ πάλαι γλῶττα ἡ Ἑλληνικὴ, κατὰ τὸν αὐτὸμορφον τρόπον ὑπὸ Ἰακώβου τοῦ Δονάλδοῦ γέγραπται

ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΑΠΑΝΤΗΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Β ΛΥΚΕΙΟΥ (ΑΓΝΩΣΤΟ)

Greek New Testament Vocabulary Use Percentage List Order of Frequency

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY STEMS ENDING in VOWELS

Vocabulary in Lessons 1 7 Try to remember the highlighted vocabulary!

Σε μια περίοδο ή ημιπερίοδο σύνθετου λόγου οι προτάσεις συνδέονται μεταξύ τους με τρεις τρόπους:

APPENDIX FREQUENT NEW TESTAMENT VOCABULARY. (Words occurring more than 50x in the NT in order of frequency = 310 words)

αὐτόν φέρω αὐτόν τὸ φῶς τὸ φῶς αὐτόν τὸ φῶς ὁ λόγος ὁ κόσμος δι αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ ὁ κόσμος αὐτὸν οὐκ ἔγνω αὐτόν

εἰ δὲ μή, παῦσαι ἤδη, ὦ θαυμάσιε, πολλάκις μοι λέγων τὸν αὐτὸν λόγον, bepaling cmpl. attribuut complement (object)

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΓΛΩΑ Β ΓΥΜΝΑΙΟΥ

ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ Ο. ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΝΟΥ

[NOUN -proper] god, God (n) lord, master, the Lord man, human Christ father, Father day, lifetime, time period wind; breath; spirit, Spirit son

Words Used 41 or more times in Greek NT (sorted by frequency)

Το υποκείμενο. Όλα τα υποκείμενα: ρημάτων / απαρεμφάτων / μετοχών μεταφράζονται με Ονομαστική. 1. Ονομαστική: όταν είναι υποκείμενο ρήματος

ΣΟΦΟΚΛΕΟΥΣ ΑΝΤΙΓΟΝΗ Κείµενο από το πρωτότυπο (στ ) ΧΟΡΟΣ ηλοῖ τὸ γέννηµ' ὠµὸν ἐξ ὠµοῦ πατρὸς 471 τῆς παιδὸς εἴκειν δ'οὐκ ἐπίσταται κακοῖς.

PRINCIPAL PARTS OF GREEK VERBS in CORE VOCABULARY COMPOUND VERBS

EDU IT i Ny Testamente på Teologi. Adjunkt, ph.d. Jacob P.B. Mortensen

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟ. 1) Στις παρακάτω φράσεις: α) να χαρακτηρίσετε τα απαρέμφατα, β) να

ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ: ΠΛΑΤΩΝ ΚΑΙ Η ΘΕΩΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ

ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΞΗ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

1. ιδαγµένο κείµενο από το πρωτότυπο Θουκυδίδου Ἱστοριῶν Β 36

ΠΡΟΑΓΩΓΙΚΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΗΜΕΡΗΣΙΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΣΑΒΒΑΤΟ 22 ΜΑΪΟΥ 2004 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ

ΡΗΜΑΤΙΚΑ ΕΠΙΘΕΤΑ ΣΕ -τὸς και -τέος

ἡ ψυχή ἡ φωνή ὁ χρόνος ὁ βίος γράφειν λύειν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὁ ἵππος ὁ δοῦλος ὁ φίλος ὁ ἄγγελος

ΤΕΛΟΣ 1ης ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

Ο ΟΙΚΟΣ Εjercicios complementarios

ΠΡΩΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ. Τὰ γράμματα. Γράμμα Ὄνομα Φωνή

ΛΥΚΕΙΟ ΣΟΛΕΑΣ Σχολική χρονιά Ονοματεπώνυμο: Τμήμα:

Προληπτική µέριµνα για την ηθική διαπαιδαγώγηση 41-42

ΘΕΜΑ 1o Λυσία, Ἐν βουλῇ Μαντιθέῳ δοκιμαζομένῳ ἀπολογία, 1-3

ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

CH7 α GRK 101 Handout

Εισαγωγή στη Φιλοσοφία

ALFABETISCH REGISTER

44 Χρόνια Φροντιστήρια Μέσης Εκπαίδευσης

ΑΡΧΗ 2ΗΣ ΣΕΛΙ ΑΣ. Α. Από το κείµενο που σας δίνεται, να µεταφράσετε στο τετράδιό σας το τµήµα: "Εἰ γὰρ ἐθέλεις... δηµοσίᾳ.

Το κατηγορούμενο. Ασκήσεις συντακτικού

ΤΡΙΩΡΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΣΤΑ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ Γ ΛΥΚΕΙΟΥ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ 3 ΑΠΡΙΛΙΟΥ 2011 ΕΙΣΗΓΗΤΕΣ : ΖΩΗΣ ΜΑΡΙΟΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ ΣΤΑΥΡΙΑΝΟΣ ΕΠΩΝΥΜΟ:... ΟΝΟΜΑ:...

ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Λυσίου Ὑπέρ Μαντιθέου, παράγρ. 3-7

Η Θεωρια Αριθμων στην Εκπαιδευση

Greek New Testament Vocabulary Use Percentage List Alphabetical Order

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Αριστοτέλους Ηθικά Νικομάχεια Β 1,5-8

Πλάτωνος Ἀπολογία Σωκράτους

[24e] ἀλλ' οὐ τοῦτο ἐρωτῶ, ὦ βέλτιστε, ἀλλὰ τίς ἄνθρωπος, ὅστις πρῶτον καὶ αὐτὸ τοῦτο οἶδε, τοὺς νόμους;

ΘΕΜΑ 242ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 3, Να μεταφραστεί το τμήμα: Ἐγώ, ὦ βουλή, νομίζω ἡμεῖς θανατοῦμεν. Μονάδες 30

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Δʹ ΤΑΞΗΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 25 ΜΑΪΟΥ 2001 ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΠΡΩΤΟΝ ΜΑΘΗΜΑ. Τὰ γράμματα. Γράμμα Ὄνομα Φωνή

ΕΠΑΝΑΛΗΠΤΙΚΟ ΚΡΙΤΗΡΙΟ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ ΣΤΟ ΜΑΘΗΜΑ : ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ, ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ Α. ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ...

ΘΕΜΑ 331ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 4,

Πῶς σὺ Ιουδαῖος ὢν παρ ἐμοῦ πεῖν αἰτεῖς γυναικὸς Σαμαρίτιδος οὔσης;

ΤΕΛΟΣ 1ΗΣ ΑΠΟ 5 ΣΕΛΙΔΕΣ

ΘΕΜΑ 481ο: Ξενοφῶντος Ἑλληνικά, 2, 4,

Total de palabras: Palabras distintas: Frecuencia media: Palabras clave: 117. Palabras que salen una vez: 1018.

1 Ο ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ. ἄνθρωπος antrop(o)- βίος bio- καλός cal li- λέγει -leg -loga, -logia. οἰκεῖ eco- οἶκος

[Γραμματική. Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο Αρσενικό Θηλυκό Ουδέτερο

AS Level Ancient Greek vocabulary (2009 ed.)

ἔ-λου-σα-ν ἐ-λού-σα-σθεσθε Thematische Verben auf - ω Aoristbildung: (1) schwacher Aorist -σα oder -α Sg. Sg. Pl. Pl.

ΠΡΩΤΑΓΟΡΑ 322Α - 323Α

ΝΟΜΟΙ A. [624a] Ἀθηναῖος θεὸς ἤ τις ἀνθρώπων ὑμῖν, ὦ ξένοι, εἴληφε τὴν αἰτίαν τῆς τῶν νόμων διαθέσεως;

ΑΠΟΛΥΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ Γ ΤΑΞΗΣ ΕΝΙΑΙΟΥ ΛΥΚΕΙΟΥ 2013 ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑ ΘΕΜΑΤΑ ΕΞΕΤΑΖΟΜΕΝΟ ΜΑΘΗΜΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΗΣ: ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ

θ ἔνατον μάθημα 9 / αἱ τρίχες/ἡ κόμη τὸ σκέλος τέλος δ εἰσὶν οἱ πόδες ἐν οἷς καὶ δακτύλους ἔχομεν. ταῦτα οὖν τὰ μέρη τοῦ σώματος.

Ι ΑΓΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ Ἀριστοτέλους, Ἠθικὰ Νικομάχεια Β 6, 9-13

Transcript:

ἀγαθός ἀρετή f ἀµείνων, -ον ἄριστος Nenne auch die vier Komparative und Superlative! τινός, ἤ ἄριστα βελτίων, -ον βέλτιστος κρείττων, -ον τινός, ἤ τινός, ἤ κράτιστος λῴων λῴστος ἄγαµαι τινός, ἤ D.P. ἀγανακτέω ἀγγέλλω παραγγέλλω ἀγγελία f

ἄγγελος m ἅγιος ἀγορά f ἄγριος ἄγω ἄγε δή ἀπάγω διάγω alleinstehend oder τὸν βίον διάγω εἰσάγω ἡγέοµαι διηγέοµαι + Partizip εἰσηγέοµαι ὑφηγέοµαι ἡγεµών, -ῶνος m ἡγεµονία f

ἀγών, -ῶνος m ἀδελφός m ἀεί ἀείδω, ᾄδω κωµῳδία f τραγῳδία f ἀθρέω ἁθρόος ἁθροίζω αἰδέοµαι αἰδώς, -οῦς f ἐπαἰνέω D.P. ἔπαἰνος m αἴνιγµα, -ατος n αἰνίττοµαι αἱρέω

αἱρέοµαι ἀναιρέω ἀφαιρέω ἀφαίρεσις, εως f τινός, τινί, τινά τι ἐξαιρέοµαι αἴρω αἰσθάνοµαι αἴσθησις, -εως f αἰσχρός αἰσχίων, -ον αἴσχιστος αἰσχύνη f Nenne auch Komparativ und Superlativ! αἰσχύνοµαι αἰσχύνοµαι αἰσχύνοµαι ἀναισχυντέω D.P. allein oder + τι / τινά D.P. + Partizip D.P. + Infinitiv + Partizip

ἀναίσχυντος ἀναισχυντία f αἰτέω παραιτέοµαι αἰτία f αἰτιάοµαι ἐν αἰτίᾳ ἔχειν ἐν αἰτίᾳ (ἐν)ἔχεσθαι τινός αἴτιος ἐπαΐω ἐπαΐων, -οντος m ἀκολουθέω τινός τινί ἐπακολουθέω ἀκούω ὑπακούω ἀκροάοµαι τινί

ἀκροατής m ἀκριβής, -ές ἀλγεινός ἀλγέω ἀλεκτρυών, -όνος m f ἀληθής, -ες τἀληθῆ ἀλήθεια f ἀληθεύω ὡς ἀληθῶς ἁλίσκοµαι ἀναλίσκω ἀλλά ἀλλ' ἴθι, ἀλλ' ἄγε ἄλλος τἆλλα auch

ἄλλως ἀλλοῖος ἀλλότριος ἄλλο τι ἤ ἄλλοθι ἄλλοσε ἀλλήλων, ἀλλήλοις, ἀπαλλάττω ἀλλήλους τινός ἀπαλλάττοµαι ἀπαλλαγή f διαλλάττω µεταλλάττω D.P. τινός τινός ἅµα ἁµαρτάνω ἁµάρτηµα, -ατος n ἐξαµαρτάνω

ἀµείβοµαι ἀµύνω ἀµύνοµαι ἀµφί + Α ἀµφισβητέω ἄν (episch: κεν) ἀνάγκη f ἀνάγκη (ἐστίν) ἀναγκάζω ἀναγκαῖος ἁνδάνω αὐθαδής, -ες αὐθαδίζοµαι ἄνεµος m ἄνευ + G ἀνήρ, ἀνδρος m

ἀνδρεία f ἀνδρεῖος ἀνανδρία f ἀντί + G ἄνθρωπος m ἀνθρώπειος, ἀνθρώπινος ἄξιος ἀνάξιος τινός τινός ἀξιόω κατὰ τὴν ἀξίαν ἅπαξ ἀπατάω τινός ἐξαπατάω ἀπάτη f ἅπτω ἅπτοµαι

συνάπτω ἆρα ἆρα µή ἆρ' οὐ am Satzanfang (auch Nebensatz) am Satzanfang am Satzanfang ἄρα καταράοµαι ἀργής, ές ἐναργής, -ές nie am Satzanfang! ἀργύριον n ἀρέσκω ἄριθµος m ἄρτι πάλαι ἀρχή f ἄρχω / ἄρχοµαι ἄρχοµαι ἄρχω ἀρχήν τινός + Partizip

ἄρχων, -οντος m κατ' ἀρχάς ἐξ ἀρχῆς ὑπάρχω ἀσπάζοµαι ἄστυ, ἄστεως n ἀστός m ἀστεῖος ἀτάρ ἅτε αὖ αὖθις αὐτίκα αὐλός m αὐλητής m αὔριον, εἰς αὔριον

αὐτός ἑαυτοῦ / αὑτοῦ, -ῷ, -όν σφισί(ν), σφι ἀπὸ τοῦ αὐτοµάτου ἀφικνέοµαι ἄχθος, -ους n ἄχθοµαι βαίνω ἀναβαίνω διαβαίνω παραβαίνω συµβαίνει βιβάζω ἀναβιβάζω βάλλω ἀποβάλλω

διαβάλλω διαβολή f ἐκβάλλω παραβάλλω συµβάλλω σύµβολον n συµβάλλεται βάρβαρος m βαρβαρικός βαρύς, βαρεῖα, βαρύ βάρος, -ους n βαρύνω βέβαιος βεβαιόω βία f βίαιος

βιάζοµαι βιβλίον n βίος m βιόω βιωτός m βλάπτω βλαβερός βλέπω ἀναβλέπω ἀποβλέπω ὑποβλέπω βοάω βοή f βοηθέω βοήθεια βοηθός m f τινί

βούλοµαι βούλει βουλεύω βουλεύοµαι D.P. τινί συµβουλεύω σύµβουλος m f βουλή f βουλευτής m τινί βραδύς, βραδεῖα, βραδύ γαµέω γαµέοµαι γάµος m τινά τινί auch im Plural γάρ γελάω καταγελάω τινός καταγέλαστος

γελοῖος γέλως, -ωτος m κατάγελως, -ωτος m γέµω τινός γῆ / γαῖα f γεωργός m γίγνοµαι παραγίγνοµαι τινί συγγίγνοµαι γένος, γένους n γνήσιος γενναῖος τινί γενναίως γεννάω πρόγονος m γεραιός, γηραιός

γέρων, -οντος γῆρας, -ως n γιγνώσκω ἀναγιγνώσκω καταγιγνώσκω ἀγνοέω γράφω γράµµα n τινός τι γράφοµαι γραψάµενος m γραφή f ἀντιγραφή f γυµνάζω γυµναστική f γυνή, γυναικός f δαίµων, -ονος m f sc. τέχνη

δαιµόνιος δαιµόνιον n δαιµόνιον n εὐδαίµων, -ον im allg. Sinn bei Sokrates εὐδαιµονία f εὐδαιµονίζω δάκρυ, -υος n δακρύω ἀποδακρύω δείδω ἀδεής, -ες δείκνυµι ἀποδείκνυµι ἐνδείκνυµαι ἐπιδείκνυµι παράδειγµα n

δεινός δεινός δεῖπνον n δειπνέω + Infinitiv δέκα δεσπότης m δεῦρο δέχοµαι ὑποδέχοµαι δεῖ (δέω) δέοµαι δέει τινός oder Infinitiv D.P. τινός ἐνδεής, -ές δέω δεσµός m δεσµωτήριον n

διώκω δή δῆτα δήπου τινά δῆλος δῆλον ὅτι, δήλονοτι ἄδηλος κατάδηλος δηλόω δῆµος m δηµοκρατία f δηµιουργός m δηµόσιος / κοινός ἴδιος δηµοσίᾳ / κοινῆ ἰδίᾳ ἀποδηµέω ἀποδηµία f

ἐπιδηµέω διά διά διὰ τί + G + Α διὰ τοῦτο / ταῦτα διδάσκω διδάσκαλος m f διδαχή f δρόµος m ἀποδιδράσκω δίδωµι ἀποδίδωµι µεταδίδωµι προδίδωµι δῶρον δωρέοµαι τινός

δίκη f δίκαιος δικαιοσύνη f δικαστής m δικαστήριον n δικάζω δίκην ἐπιτίθηµι ἀδικέω τινί ἀνταδικέω ἀδίκηµα, -ατος n δόξα f παρὰ δόξαν δοκέω δοκεῖ δοκεῖ µοι δέδοκταί µοι + Infinitiv

δοκῶ µοι συνδοκεῖ µοι εὐδόκιµος εὐδοκιµέω προσδοκάω δοκιµάζω δοῦλος m δουλεύω δουλόω δραχµή f δράω δύναµαι D.P. δυνατός ἀδύνατος δυνατόν ἐστιν ἀδύνατόν ἐστιν

δύναµις, -εως f δύο δυοῖν δύω δύοµαι δυσµή f ἐάω ἐάω χαίρειν meist Pl.: αἱ δυσµαί ἐγγυή f ἐγγυάοµαι ἐγγυητής m ἐγγύς + G ἐγείρω ἐγείροµαι ἑπεγείρω ἐγώ, (ἐ)µοῦ, (ἐ)µοῖ, ἐ(µέ)

ἔγωγε ἐµός ἐµαυτοῦ, -ῷ, -όν ἐγᾦµαι οὑγώ οὑµός τοὐµόν ἔθος, -ους n ἦθος, -ους n ἐθίζω ἐθίζοµαι εἴωθα D.P. ἀήθης, -ες συνήθης, -ες εἰ εἴπερ

εἰ µὴ ἄρα εἴτε εἴτε ἐάν, ἤν, ἄν ἐάνπερ εἰκός εἰκός ἐστιν εἰκότως, κατὰ τὸ εἰκός, ἐκ ἔοικεν τοῦ εἰκότος εἰκῆ εἰκάζω ἐπιεικής, -ές ἐπιεικῶς εἴκω ὑπείκω εἱµαρµένη f εἶµι τινί

ἔρχοµαι ἄπειµι, ἀπέρχοµαι δίειµι, διέρχοµαι διέξειµι, διεξέρχοµαι εἴσειµι, εἰσέρχοµαι εἰσέρχεταί µοι ἔξειµι, ἐξέρχοµαι ἔπειµι ἐπιοῦσα ἡµέρα / νύξ f ἐπάνειµι, ἐπανέρχοµαι πάρειµι, παρέρχοµαι περίειµι, περιέρχοµαι πρόσειµι, προσέρχοµαι ἴθι ἴτω εἰµί τινί

ἔσῃ / ἔσει εἶεν ἴσθι ἴστε ἔστιν ἔξεστιν ἐξουσία f οὐκ ἔστιν ὡς / ὅπως ἔνειµι µέτεστίν µοι πάρειµι παρόντες m f τινός παρόν, -όντος n ἐν τῷ παρόντι περίειµι, περιγίγνοµαι σύνειµι τινός τινί

οἱ συνόντες m f συνουσία f τῷ ὄντι ἐστὶ παίζοντος τινί ἦ δ' ὅς ἦν δ' ἐγώ ἐκ, ἐξ ἐκ παίδων + G ἐκ τούτων ἕκαστος ἑκάστοτε ἐκεῖ ἐκεῖθεν ἐκεῖσε ἐκεῖνος κἀκεῖνοι

ἐκκλησία f ἐκκλησιαστής m ἑκών, ἑκοῦσα, ἑκόν ἄκων, ἄκουσα, ἄκον ἑκούσιος ἀκούσιος ἐλαύνω ἀπελαύνω, ἐξελαύνω ἐλέγχω ἐξελέγχω ἔλεγχον δίδωµι ἔλεγχος ἀνέλεγκτος εὐέλεγκτος ἐλεέω ἔλεος m τινά und τινός

ἐλεινός, ἐλεεινός ἐλευθερία f ἐλεύθερος ἀνελεύθερος ἐλευθερόω ἐναντίος, ἐνάντιος ἐναντίον, τοὐναντίον n τοὐναντίον auch auch ἐναντιόοµαι ἕνδεκα ἕνδεκα mit Artikel: οἰ ἕνεκα D.P. ἕνδεκα m + G ἔνθα ἐνθάδε ἐνθένδε ἐνταῦθα

ἐνταυθοῖ ἐντεῦθεν ἔνιοι ἐνίοτε ἐξετάζω ἐξέτασις, -εως f ἐπείγω ἐπεί ἐπειδή ἐπείπερ ἐπειδήπερ ἐπεάν, ἐπήν, ἐπάν ἐπειδάν ἔπειτα ἐπί ἐπί + G + D

ἐπί ἐπὶ τούτῳ ἑπτά ἑβδοµήκοντα + A ἐπίσταµαι ἐπιστήµη f ἐπιστήµων, -ονος m f ἐπιτηδεύω D.P. ἐπιτήδευµα, -ατος n ἐπιτήδειος ἐπίτηδες ἕποµαι τινί ἔργον n ἔργῳ λόγῳ ἐργάζοµαι ἐξεργάζοµαι

εὐεργετέω εὐεργεσία f εὐεργέτης m ἐρευνάω ἔρηµος ἐρηµία f ἐρωτάω ἀνερωτάω ἐρήσοµαι ἐσθίω ἑσπέρα f ἔσχατος ἑταῖρος m ἕτι ἕτοιµος ἔτος, -ους n

ἔτη γεγονώς ἑβδοµήκοντα εὑρίσκω ἐξευρίσκω εὔχοµαι τινί εὐχή f ἐφεξῆς ἐχθρός ἀπεχθάνοµαι ἀπέχθεια f ἔχω ἔχω ἔχω + Adverb + Infinitiv ἔχων, -οντος ἀνέχοµαι ἀπέχω ἐπέχω

κατέχω παρἔχω, παρέχοµαι εὐωχέοµαι ἕως und D.P. ἕωσπερ τέως ζητέω ζήτησις, -εως f ζήω ζῷον n ζυγόν n ζεύγνυµι ζεῦγος, -ους n ἤ ἤ - ἤ ἦ immer am Satzanfang

ἦ µήν ἤτοι ἤδη ἡδύς, ἡδεῖα, ἡδύ ἡδέως ἀηδής, -ες ἥδοµαι ἡδονή f D.P. ἥκω προσήκει προσήκοντες m f ἥλιος m τινί κάθηµαι παρακάθηµαι καθίζω καθίζοµαι, καθέζοµαι

ἀνακαθίζοµαι προσκαθίζω ἡµεῖς, ἡµῶν, ἡµῖν, ἡµᾶς ἡµέτερος ἡµῶν αὐτῶν, ἡµῖν αὐτοῖς... ἡµέρα f, ep. ἧµαρ, -ατος n καθ' ἡµέραν τήµερον, σήµερον ἥρως, -ωος m ἥσυχος ἡσυχία f ἡσυχίαν ἔχω / ἄγω ἤχη f θάνατος m ἀθάνατος ἀποθνῄσκω

θνητός θάπτω τάφος n θαρράλεος θαρρέω θαυµάζω θαυµάσιος θαυµαστός τινός und τινά θεάοµαι θεωρέω θεωρία f θέλω = ἐθέλω ἐθέλω = θέλω θέλω verneint: οὐ θέλω, ἐθέλω verneint: οὐ θέλω, θέµις, θέµιστος f οὐκ ἐθέλω οὐκ ἐθέλω

θεµιτός οὐ θεµιτόν ἐστιν θεός m f θείος ἄθεος ἡµίθεος m f θόρυβος m θορυβέω θυµός m ἐνθυµέω ἐπιθυµέω ἐπιθυµία f τινός προθυµέοµαι προθυµία f ῥᾴθυµος θύρα f D.P.

θύρωρος m ἰατρός m ἰατρική f ὁράω sc. τέχνη ὄψει εἶδος, -ους n εὐείδης, -ες ἴδιος δηµόσιος / κοινός ἰδίᾳ δηµοσίᾳ / κοινῆ ἰδιώτης m ἱερός ἱερεύς, έως m ἱερόν n ἵηµι ἀφίηµι ἐφίηµι

παρίεµαι συνίηµι ἱκανός ἱκετεύω ἱκετεία ἵλεως ἱµάτιον n ἵνα + Indikativ ἵνα ἵππος m f ἵστηµι ἵσταµαι + Konjunktiv, Optativ (, Futur) ἀνίστηµι ἀνίσταµαι ἀφίσταµαι ἐξανίστηµι

ἐξανίσταµαι ἐφίσταµαι ἐπιστάτης m καθίστηµι ἰσχύς, -ύος f ἰσχυρός ἰσχύω ἴσος ἴσως ἐξ ἴσου καθαρός καθαίρω κάθαρσις, εως f καθαρεύω καί καί - καί

κἄν καίπερ καίτοι καινός οὐδὲν καινόν / καινότερον καιρός m κάω, καίω κακός Nenne auch die drei Komparative und Superlative! ἥττων, -ον ἧττον ἥκιστα χείρων, -ονος χείριστος κακουργέω κακῶς ποιέω εὖ ποιέω, κακῶς ἀκούω εὐεργετέω τινά

καλέω ἐγκαλέω ἔγκληµα n καλός τινά (τι) τινί τι καλῶς λέγω καλῶς ποιέω εὖ εὖ πράττω εὖ ποιέω, εὐεργετέω καλύπτω ἔγκαλύπτω ἐκκαλύπτω κακῶς ποιέω τινά κάµνω ἀποκάµνω κάµπτω συγκάµπτω + Partizip + Partizip

κατά κατά κελεύω παρακελεύοµαι + A + G τινά τι τινί παρακέλευσις f κεράννυµι συνκεράννυµι κρᾶσις, -εως f κέρδος, -ους n κερδαίνω κήδοµαι κηδεστής m und D.P. τινός κίνδυνος m κινδυνεύω κινέω κινέοµαι D.P.

κλαίω, κλάω ἀποκλαίω, -κλάω κλέπτω ἐκκλέπτω κλίνω κατακλίνω κλίνη f κνήµη f κοινός ἴδιος κοινῇ κοινῇ / δηµοσίᾳ ἰδίᾳ κοινωνέω τινός κολάζω κόλασις, -εως f ἀκόλαστος ἄκολασία f

εὔκολος δύσκολος κοµίζω κόπτω κορυφή f κορυφαῖος κόσµος m κοσµέω κόσµιος κράτος, -ους n καρτερέω κρίνω κρίσις, -εως f ἀποκρίνοµαι κρύπτω ἀποκρύπτοµαι

κτάοµαι κτῆµα n κτῆσις, -εως f ἀποκτείνω ἀποκτείνυµι κύλιξ, -ικος f κύριος κύων, κυνός m f τινός κωλύω οὐδὲν κωλύει λαµβάνω λαβών, -όντος ἀναλαµβάνω (λόγον) καταλαµβάνω µεταλαµβάνω ὑπολαµβάνω + Infinitiv

εὐλαβέοµαι λανθάνω λανθάνω λανθάνει µε τινός oder µή τι oder alleinstehend + Partizip + Partizip oder ὅτι ἐπιλανθάνοµαί τινος λατρεία f ἀπολαύω λέγω + τι, ὅτι, Infinitiv / AcI λέγω λέγω λέγω λέγω τι οὐδὲν λέγω alleinstehend τινά τι τινά oder τι οὐδὲν λέγω λέγω τι ἐρῶ εἰρηµένα, λελεγµένα n ἀντιλέγω

ἀπολογέοµαι ἀπολογία f διαλέγοµαι ἐκλέγοµαι D.P. τινί ὁµολογέω ὁµολογία f προσλέγω συλλέγω τινά συλλέγοµαι λογίζοµαι ὑπολογίζοµαι ἀγορεύω D.P. ἀπαγορεύω ἀπαγορεύω κατηγορέω κατηγορία f ohne Zusatz + Partizip τινός τι

κατήγορος m προαγορεύω προσαγορεύω λέξις, -εως f τινά λόγος m ἄλογος λόγον / λόγους ποιέοµαι λόγος ἔργον λόγῳ ἔργῳ λόγον ἔχω ἀλόγιστος ῥήτωρ, -τορος m ῥῆµα, -µατος n λείπω ἀπολείπω καταλείπω

λοιπός λευκός λίαν λίθος m λοιδορέω λούω λουτρόν n λύπη f λυπέοµαι λυπηρός λύω ἐπιλύω, ἐπιλύοµαι D.P. καταλύω λυσιτελέω λυσιτελής, -ες λώβη f

λωβάοµαι µά, νή µὰ ία, νὴ τὴν Ἥραν νὴ τὸν κύνα, µὰ τὸν κύνα µακαρός µακάριος µακαρίζω µακρός µάλα µᾶλλον µάλιστα µανθάνω καταµανθάνω προµηθέοµαι µάθηµα, -ατος n µάθησις, -εως f D.P. + µή

µαθητής m ἀµαθής, -ες ἀµαθία f µάντις, -εως m µαντεῖον n µαντεύοµαι µαντική f µάρτυς, µάρτυρος f sc. τέχνη µαρτυρέω µάτην µάχη f µάχοµαι µέγας, µεγάλη, µέγα µείζων, -ον µέγιστος µέγεθος, -ους n Nenne auch Komparativ und Superlativ! τινός, ἤ

µειράκιον n µέλλω µέλλον n µέλος, -ους n πληµµελέω πληµµέλεια f πληµµελής, -ες ἐµµελῶς µέλω µέλει µοι ἀµελέω ἀµέλεια f τινός τινός τινός ἐπιµελέοµαί, ἐπιµέλοµαί µεταµέλει µοι µέµφοµαi µένος n D.P. τινός + Partizip τινί

εὐµενής, -ές µένω ἄναµένω ἐµµένω τινί περιµένω ὑποµένω µέντοι µέρος, -ους n µετά µετά µεταξύ µετέωρα n + A + G (+ G) µέτρον n µέτριος µή µηδέ

µηδείς, µηδεµία, µηδέν µήποτε, µήπω µηκέτι µήτε µήτε µήν µηνύω µήτηρ, µητρός f µηχανή f µηχανάοµαι µιαίνω µιαρός µικρός, σµικρός Nenne auch die zwei Komparative und Superlative! σµικρός ἐλάττων, -ον ἐλάχιστος µισθός m

µισθόοµαι µιµνῄσκοµαι ἀναµιµνῄσκω ἀναµιµνῄσκοµαι D.P. τινός τινά τινος D.P. τινός ἀνάµνησις, -εως f µνήµη f µνᾶ f µόγις µοῖρα f µόνος µόνον µουσική f sc. τέχνη µοχθηρός µῦθος m παραµυθέοµαι µύριοι

µύωψ, -ωπος m f ναῦς, νεώς f ναυµαχία f ναύτης m νεκρός νέος νεότης, -τητος f νεύω νοµίζω νοµίζω νοµίζω νόµος m + Infinitiv / AcI τινά τι τι νόµῳ φύσει παράνοµος νόµιµος εὐνοµέοµαι

νοῦς m νοέω διανοέοµαι διάνοια f D.P. ἐννοέω κατανοέω ἐν νῷ ἔχω νουθετέω νόσος f νοσέω νοσώδης, -ες νύµφη f νῦν νυνδή τοίνυν νύξ, νυκτός f

ξένος ἀνοίγνυµι, ἀνοίγω οἶδα εὖ ἴσθι εὖ ἴστε σύνοιδά τινι σύνοιδα ἐµαυτῷ οἰκία f, οἶκος m + Partizip + Partizip οἰκέω οἴκαδε οἴκοθεν οἰκεῖος οἴκηµα, -ατος n ἀποικία f διοικέω µετοικέω

µετοίκησις, -σεως f οἴοµαι, οἶµαι οἴει οἴχοµαι alleinstehend οἴχοµαι ὀλίγος ὀλίγον µείων, -ον + Partizip Nenne auch die zwei Komparative und Superlative! ἐλάττων, -ον ἐλάχιστος ὀλιγαρχία f ὀλίγου (δεῖν) ὀλιγωρέω ἀπόλλυµι ἀπόλλυµαι διόλλυµι τινός

ὄµνυµι ὅµοιος ὅµως ὄναρ, ὀνείρατος n ὀνειδίζω ὄνειδος, -ους n ὀνίνηµι ὄνοµα, ὀνόµατος n ὀνοµάζω ὄνος m ἡµίονος m ὅπλον n ὅπως / ὡς / ἵνα ὅπως / ὡς ὀργή f ὀργίζοµαι + Konj. / Opt. / Futur + Indikativ D.P.

ὀρέγω ὀρθός ὀρθότης, -ητος f ὄρθρος m ὄρος, -ους n ὀρύττω κατορύττω ὀρφανός ὀρφανία f ὅσιος ἀνόσιος ἀφοσιόω οὐ, οὐκ, οὐχ οὐδέ οὐκέτι οὐδείς, οὐδεµία, οὐδέν

οὐδέποτε, οὐδέπω, οὐδὲ ὁπωστιοῦν οὔτε οὔτε οὔτοι οὐδεπώποτε οὖν οὐρανός m οὐράνιος οὖς, ὠτός ὀφείλω ὤφελε, εἰ ὤφελε ὄφελος ὀφλισκάνω + Infinitiv ὠφελέω ὀψέ πάθος, -ους n πάθηµα, -ατος n

πάσχω δεινὰ πάσχω παῖς, παιδός m f παῖς ὤν/οὖσα παιδίον n παιδεύω ἐκπαιδεύω παιδεία f παίζω παιδοτρίβης m παλαιός πάλαι ἄρτι πάλιν παρά παρά παρά + D + Α + G

παρ' ὀλίγον παρὰ πολύ πᾶς, πᾶσα, πᾶν ἅπας πάγκαλος παντάπασιν πανταχοῦ πάνυ πάνυ µὲν οὖν παράπαν, τὸ π. n σύµπαντες πατήρ, πατρός m πατρίς, -ίδος f πατρῷος παύω παύοµαι alleinstehend

παύοµαι πείθω πείθοµαι πείσοµαι + Partizip ἀπειθέω ἀναπείθω πιθανός πιστός πίστις, -εως f πιστεύω ἀπιστέω ἄπιστος πεῖρα f ἄπειρος πειράοµαι, ἀποπειράοµαι πέµπω D.P. τινός oder + Infinitiv

ἐπιπέµπω µεταπέµποµαι πένης, -ητος πενία f πέντε πεµπτός πεµπτός αὐτός περί + A περί ἡλικία f ἡλικιώτης m οἷός τέ εἰµι + G οἷόν τέ ἐστιν πήγνυµι πήγνυµαι πιέζω D.P.

πίνω ἐκπίνω πῶµα, -ατος n πίπτω µεταπίπτω πλάττω πλέω πλοῖον n πλήν πλήσιος παραπλήσιος πλησιάζω + G πλῆθος, -ους n πληρής, -ες πίµπληµι ἀναπίµπληµι

πλήττω πληγή f ἐκπλήττω ἐκπλήττοµαι D.P. πλοῦτος m πλούσιος πλουτίζω πνέω, ἐµπνέω πνεῦµα n ποιέω ποιέω ποιέω τι τινά τι + Infinitiv εὖ ποιέω εὖ ποιέω ἄντιποιέω ἐµποιέω + Partizip τινά

προσποιέοµαι περὶ πολλοῦ ποιέοµαι περὶ πλέονος ποιέοµαι περὶ πλείστου ποιέοµα περὶ ἐλαχίστου ποιέοµαι πλέον τι ποιέω ποίησις, -εως f ποιητής m ποίηµα, -ατος n πόλεµος m πολεµέω πολέµιος πολεµικός πόλις, -εως f πολίτης m πολιτικός

πολιτική f πολιτικά n πολιτεύοµαι πολύς, πολλός sc. τέχνη und D.P. Nenne auch Komparativ und Superlativ! πλέων / πλείων, -ον πλεῖστος πολλοί πολλοί m. Artikel: οἱ πολλοί πλεῖστοι πλεῖστοι m. Artikel: οἱ πολύ πολλοῦ δεῖ πλεῖστοι πολλάκις πολλαχοῦ πόνος m πονέω

πονηρός πονηρία f πόρος m πορεία f πορεύοµαι ἄπορος ἀπορέω ἀπορία f D.P. πόρρω πούς, ποδός m ἐµποδών οὐδὲν ἐµποδών (ἐστιν) πράττω πράττω πράττοµαι µισθόν / πρᾶγµα n + Adverb χρήµατα

πράγµατα n πράγµατα παρέχω πράξις, -εως f πρᾶος τινί πολυπραγµονέω πρέπει πρεσβύς, πρεσβεῖα, πρεσβεύω τινί πρεσβύ προοίµιον n πρός πρός πρός + D + A + G πρόσθεν ἔµπροσθεν πρόσωπον n πρύµνα f + G + G

πρύτανις, -εως m πρυτανεῖον n πρυτανεύω πρῶτος πρῶτον πρότερος πρότερον προτεραία f πρωΐ, πρῴ πρῴην πυκνός πυνθάνοµαι - Nenne auch Komparativ und Superlativ! ῥᾴδιος ῥᾴων, -ον ῥᾴστος σαφής, -ες Nenne auch Komparativ und Superlativ!

σέβοµαι ἀσεβής, -ες ἀσέβεια f εὐσεβής, -ες D.P. εὐσεβέω εὐσέβεια f σεµνός σελήνη f σῆµα n σηµεῖον n σηµαίνω σιγή f σιγάω σῖτος m σιτέω σκεδάννυµι

σκέλος, -ους n σκέπτοµαι ἐπισκέπτοµαι σκέψις, -εως f σκέµµα, -ατος n σκοπέω ἀνασκοπέω διασκοπέω σκευή f σκεῦος, -ους n κατασκευάζω παρασκευάζω σοφός σοφία f σοφιστής m σοφίζοµαι

σπένδω, ἀποσπένδω σπουδή f σπουδάζω σπουδάζοµαι D.P. τι oder ὅπως ὑπέρ o.ä. oder m. περί, ἀµφί, σπεύδω σπεύδοµαι στέλλω ἐπιστέλλω στερέω = ἀποστερέω ἀποστερέω στέφανος m στέφω τινά τινος u. τινά τι τινά τινος u. τινά τι στρατός m στρατιά f στρατιώτης m στρατηγός m

στρατηγία f στρατεύοµαι στρέφω στρέφοµαι D.P. µεταστρέφοµαι σύ, σοῦ, σοί, σέ σύγε σός D.P. σεαυτοῦ / σαυτοῦ, -ῷ, -όν συχνός σφάλλω σφάλλοµαι D.P. ἀσφαλής, -ές ἀσφάλεια f σφόδρος σχεδόν

σχῆµα, -ατος n σχολή f ἀσχολία f σχολάζω σῶς σῴζω σώφρων, -ον σωφροσύνη f σωτήρ, -ῆρος m σωτηρία f σῶµα, -ατος n ὦ τάν τάττω διατάττω ἐπιτάττω προστάττω

τάξις, -εως f ἀταξία f ταράττω ἀταραξία f ταῦρος m ταυρηδόν ταχύς, ταχεῖα, ταχύ τάχα διὰ ταχέων τε τείνω ἐντείνω nachgestellt τόνος m τεκµήριον n τεκµαίροµαι τελέω

διατελέω τέλος n τέλος τελευτάω + Partizip τελευτάων, τελευτῶν τελευτή f τελευταῖος τελευταῖον n τελευταῖον τέλειος εὐτελῆς, -ες τέχνη f ἄτεχνος ἀτεχνῶς ἀντίτεχνος m f τίθηµι τι

τίθηµι κεῖµαι διατίθηµι διάκειµαι + AcP + Adverb διάθεσις, -εως f κατάκειµαι ἐπιτίθεµαι περιτίθεµαι προτίθηµι προστίθηµι συντίθηµι συντίθεµαι τινί συνθήκη, auch Pl. τιµή f τιµάω τιµάω συνθῆκαι f τινά, τι τινός

τίµιος ἔντιµος ἀτιµάζω ἀτιµάω τίµηµα, -ατος n τιµωρέω, τιµωρέοµαι τίνω ἐκτίνω τόλµη f τολµάω τόπος m ἄτοπος τράπεζα f τραῦµα, -ατος n τιτρώσκω τρέω

τρεῖς, τρία τριάκοντα τριάκοντα m. Artikel: οἱ τρίτος, ep. τρίτατος τριάκοντα τρέπω τρέποµαι ἀνατρέπω ἀποτρέπω προτρέπω ἐπιτρέπω τρόπος m τρέφω ἐκτρέφω τροφή f τροφεύς, -εως m τρίβω

διατρίβω διατριβή f τύπτω τύραννος m τυφλός τύχη f τύχῃ ἀγαθῇ δυστυχία f δυστυχής, -ές εὐτυχής, -ές εὐτυχία f τυγχάνω τινός τυγχάνω ἐντυγχάνω ἐπιτυγχάνω ὕβρις, -εως f + Partizip τινί τινί

ὑβριστής m ὑβρίζω ὑγιής, ές ὑγίεια f ὑγιεινός υἱός m ὑµεῖς, ὑµῶν, ὑµῖν, ὑµᾶς ὑµέτερος Pl. auch ὑεῖς m ὑµῶν αὐτῶν, ὑµῖν αὐτοῖς... ὑπέρ ὑπέρ ὑπηρέτης m + D, A + G ὑπηρεσία f ὕπνος m ἐνύπνιον n ἀγρυπνία f

ὑπό ὕστερος ὕστερον ὕστατος + G, D, A ὕστατον ὑστεραία f φαίνω φαίνοµαι D.P. φανερός συκοφάντης m φάρµακον n φαῦλος φείδοµαι φέρω φέρε δή ἀναφέρω τινός

διαφέρω ῥᾳδίως φέρω χαλεπῶς συµφέρει συµφορά f τινός φέρω φεύγω ἀποφεύγω διαφεύγω, διαφεύγοµαι ἐκφεύγω φυγή f φηµί φήµη f εὐφηµέω ἀνευφηµέω εὐφηµία f φάσκω διαφθείρω

φθέγγοµαι διαφθείρω διαφθορεύς, έως m ἀδιάφθαρτος φθονέω φθόνος m ἀφθονία f φιλέω φιλία f φίλος φιλοσοφέω φιλότιµος φλυαρέω φλυαρία f φοβέοµαι φόβος m D.P. τι

φοιτάω φορτικός φράζω φρονέω φρόνησις, -εως f φρόνιµος φροντίζω φροντιστής m τινός καταφρονέω ἄφρων, -ον φύω φύοµαι τινός φυτεύω φύσις, -εως f φύσει νόµῳ φυλή f

φύλαξ, -ακος m φυλάττω φυλακτήριον n φωνή f χαίρω χαίρω χαλεπός χαλεπαίνω τινί, τινός + Partizip χάρις, -ιτος f χαριεντίζοµαι χάριν χεῖρ, χειρός f + G χειροτέχνης m ἐπιχειρέω, ἐπιχειρέοµαι εὐχερής, -ές χέω

ἐκχέω χρή χράοµαι / χρήοµαι χρηστός τινί χρῆµα, -ατος n χρήµατα πράττοµαι χρησµός m χρόνος m πάντα τὸν χρόνον, παρὰ χρῶµα, -ατος n χωλός χωρέω π.τ.χρ. ἀναχωρέω ἐγχωρέω ἐγχωρεῖ χώρα f

συγχωρέω, παραχορέω ἐπιχώριος χωρίς ψέγω + G ψόγος m ψεύδοµαι ψευδής, -ες ψῆφος m ψηφίζοµαι ἀποψηφίζοµαι καταψηφίζοµαί ψυχή f τινός ψῦχος, -ους n ψυχρός ψύχω ὥρα f

ὡραῖος ὡς ὡς ὡς 1. = ὅτι 2. = ὁπως 3. = ὥσπερ ὡς ὡς ὡς ὡς ἔπος εἰπεῖν 4. = ὥστε 5. + Superlativ 6. Signalwort beim PC und G abs. ὥσπερ ὥστε πῆ πηλίκος Welche Formen kann das Prädikat im ὥστε-satz haben? πηνίκα πόθεν ποῖ ποῖος

πόσος πότε πότερος πότερον, πότερα direkt fragend (Hauptsatz) πότερον, πότερα ποῦ πῶς τίς, τί indirekt fragend (Nebensatz) ὅς, ἥ, ὅ ὅσπερ, ἥπερ, ὅπερ ὅστις, ἥτις, ὅ τι ὅτοις ὅτου ὅτῳ ὁστισοῦν, ἡτισοῦν, ὁτιοῦν οἷος, οἵα, οἷον

οἱόσπερ, οἱάπερ, οἱόνπερ ὁποῖος, ὁποία, ὁποῖον ὅσος, ὅση, ὅσον ὁπόσος, ὁπόση, ὁπόσον ὁσόσπερ, ὁσήπερ, ἡλίκος ᾗ ὅπῃ ὁσόνπερ ὅθεν ὁπόθεν οἷ ὅποι ὅτε ὅταν ὁπότερος οὗ

ἄττα ἅττα ἄττα... καὶ ἄλλα πῃ ποτε πώποτε ποθεν ποι που πως τις, τι τι του τῳ ὅδε, ἥδε, τόδε οὗτος, αὕτη, τοῦτο

οὑτοσί οὗτω(ς) τοιόσδε, τοιάδε, τοιόνδε τοιοῦτος, τοιαύτη, τοιοῦτο τοιοῦτος, οἷος / ὥστε... τοσόσδε, τοσήδε, τοσόνδε τοσοῦτος, τοσαύτη, τοσοῦτος, ὅσος / ὥστε... τοσοῦτο τηλίκος τηλικόσδε τηλικοῦτος τηνικάδε τότε ἕτερος ἕτεροι θάτερον, θάτερα

οὐδέτερος ἀµφότεροι αὐτοῦ οὐδαµοῦ, µηδαµοῦ οὐδαµόσε ᾗδε ὧδε οὑτωσί τουτί ἄµφω