Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή



Σχετικά έγγραφα
ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ( τρίτο τμήμα ) της 13ης Ιουλίου 1989 *

δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας ή δημοσίας υγείας (EE ειδ. έκδ. 05/001,

Θεσσαλονίκη, Νοέμβριος Αλκιβιάδης Φερεσίδης Πρόεδρος Πρωτοδικών Αθηνών. Σημασία του μηχανισμού υποβολής προδικαστικού ερωτήματος

Εισαγωγή στο δίκαιο ΕΕ

της 19ης Νοεμβρίου 1975 *

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 22ας Ιουνίου 1993 *

Η άποψη του Δικαστηρίου

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 13ης Νοεμβρίου 1990 *

Γονική μέριμνα σε υποθέσεις διασυνοριακού χαρακτήρα, συμπεριλαμβανομένης της απαγωγής παιδιού

GROSOLI ΑΠΟΦΑΣΗ TOY ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΤΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΕΚΤΙΜΗΣΗΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΩΝ. που συνοδεύει το έγγραφο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βρυξέλλες, 24 Νοεμβρίου 2015 (OR. fr)

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧEΔΙΟ EΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2119(INI)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 2ας Φεβρουαρίου 1989 *

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ. στην ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ. Ένα νέο πλαίσιο της ΕΕ για την ενίσχυση του κράτους δικαίου

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα) της 10ης Φεβρουαρίου 2004 *

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΔ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα) της 18ης Δεκεμβρίου 1997 *

10116/14 ΜΧΡ/νικ/ΚΣ 1 DG D 2B

José Pedro Pessoa e Costa κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ 9 Μαΐου 1985 *

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2011/2275(INI)

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ. 4ο ΚΛΙΜΑΚΙΟ

Υπόθεση C-459/03. Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων κατά Ιρλανδίας

Ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων στην Ένωση

Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ι

ΙΙΙ. (Προπαρασκευαστικές πράξεις) ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ

ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα) της 13ης Δεκεμβρίου 1989 *

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

Οικονομικής Κοινότητος», που υπογράφηκε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου. Εταιρίας Περιορισμένης Ευθύνης R. και V. Haegeman, Βρυξέλλες,

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 14ης Απριλίου 1994 *

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΙΑ 93/13/ΕΟΚ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 5ης Απριλίου 1993 σχετικά με τις καταχρηστικές ρήτρες των συμβάσεων που συνάπτονται με καταναλωτές

Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

Stuart, προέδρους τμήματος, Α. Μ. Donner, R. Monaco, J. Mertens de Wilmars (εισηγητή), της 12ης. προς το Δικαστήριο, δικαστηρίου μεταξύ

1. Η κρατική μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση κατά το Σύνταγμα. Το δικαίωμα στην κοινωνική ασφάλιση αποτελεί κοινωνικό δικαίωμα, το περιεχόμενο

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 25ης Μαΐου 1993 *

Περιεχόμενο: H έννομη προστασία στην Ευρωπαϊκή Ένωση

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ της 3ης Ιουνίου 1986 *

Η ΠΡΟΤΥΠΗ ΔΙΚΗ ΩΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΣ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΣ ΕΛΕΓΧΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΑΠΟ ΤΟ ΣτΕ

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/1382/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 24/2014

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL 2013/2117(INI)

Εργαλείο φοροαποφυγής οι καταχρηστικοί φορολογικοί σχεδιασμοί Προτάσεις Γενικής Εισαγγελέα Kokott

Η άποψη του Δικαστηρίου

Η ΧΟΡΗΓΗΣΗ ΑΠΟ ΠΡΟΞΕΝΙΚΗ ΑΡΧΗ ΘΕΩΡΗΣΗΣ ΕΙΣΟΔΟΥ (VISA) ΓΙΑ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΗ ΣΥΝΕΝΩΣΗ

Η αρχή της επικουρικότητας

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 3ης Μαρτίου 1994 *

PUBLIC ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣΕΝΩΣΗΣ. Βρυξέλλες,27Μαΐου 2014 (OR.en) 10296/14 LIMITE JUR321 JAI368 POLGEN75 FREMP104

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟ ΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝ/ΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΜΕΤΑΠΤΥΧΙΑΚΩΝ ΣΠΟΥ ΩΝ ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ. ΕΡΓΑΣΙΑ 5 η :

THIEFFRY ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο τμήμα) της 1ης Ιουλίου 1993 *

«Σύμβαση των Βρυξελλών Ασφαλιστικά μέτρα Εξέταση μάρτυρα»

ΟΔΗΓΙΑ 93/109/EK ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών Ημερίδα της Ζητήματα Φορολογικού Δικαίου

Πρόταση Ο ΗΓΙΑ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

Άποψη περί εφαρμογής ν 4030/2011.

Επίσηµη Εφηµερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης

συγκείμενο από τους P. Jann, πρόεδρο τμήματος, S. von Bahr, A. La Pergola, M. Wathelet (εισηγητή) και C. W. A. Timmermans, δικαστές,

Ημερ: Αρ. Πρωτ.:1571 Εθνική Επιτροπή Τηλεπικοινωνιών και Ταχυδρομείων Λεωφ. Κηφισίας 60, Μαρούσι Αθήνα, ΤΚ 15125

Ε.Ε. ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΗ ΛΗΘΗ

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις Τ-125/03 R και Τ-253/03 R. Akzo Nobel Chemicals Ltd και Akcros Chemicals Ltd κατά Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Οι περιπτώσεις στις οποίες εφαρμόζεται η διαδικασία έγκρισης περιγράφεται εξαντλητικά στις Συνθήκες. Κατά βάση είναι οι εξής:

ECB-PUBLIC ΓΝΩΜΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ. της 15ης Φεβρουαρίου σχετικά με τους λογαριασμούς πληρωμών (CON/2017/2)

της δίωξης ή στην αθώωση.

Ο νόµος 3900/2010 και η ταχύτητα εκδίκασης φορολογικών υποθέσεων από την επταµελή σύνθεση του Β Τµήµατος του ΣτΕ το έτος 2018

ΣΧΕΔΙΟ ΕΚΘΕΣΗΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL. Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο 2015/2326(INI)

JUR.4 EΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ. Βρυξέλλες, 20 Μαρτίου 2019 (OR. en) 2018/0900 (COD) PE-CONS 1/19 JUR 15 COUR 2 INST 4 CODEC 46

ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ. Οδός Βαλαωρίχου 12, ΛΟήνα. ΓνωίΛοδόιηση. Α' Εοώτηαα

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

# εργασία αρ.3# ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣτΕ ΟΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΤΗΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗΣ ΑΞΙΑΣ Σ Χ Ε Ι Α Γ Ρ Α Μ Μ Α 5]ΑΝΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 8-A ΑΠΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ

Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Διοικητικό Δίκαιο. Η γνωμοδοτική διαδικασία και η αιτιολογία της διοικητικής πράξης - 2 ο μέρος Περιεχόμενο και τύπος διοικητικής πράξης

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 30ής Μαρτίου 1993 *

Επιτροπή Πολιτικών Ελευθεριών, Δικαιοσύνης και Εσωτερικών Υποθέσεων ΣΧΕΔΙΟ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΗΣ. προς την Επιτροπή Νομικών Θεμάτων

ΨΗΦΙΣΜΑ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ/ΑΠΟΜΙΜΗΣΗΣ (ACTA) B7-0618/2010

Πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL A8-0366/8. Τροπολογία. Josep-Maria Terricabras εξ ονόματος της Ομάδας Verts/ALE

ΕΓΓΡΑΦΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ. EL Eνωμένη στην πολυμορφία EL

Πρόταση ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

της 3ης Απριλίου 1968*

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 2. Δήμητρα Πάσσιου

ΑΡΧΗ ΕΞΕΤΑΣΗΣ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ (Α.Ε.Π.Π.)

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έκτο τμήμα) της 2ας Μαΐου 1996 *

Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΚΑΤΑΧΡΗΣΤΙΚΗΣ ΑΣΚΗΣΗΣ ΙΚΑΙΩΜΑΤΟΣ(α.25παρ.3Σ) Με τον όρο γενικές συνταγµατικές αρχες εννοούµε ένα σύνολο

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

Κοινή πρόταση ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ

ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟ

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ ΓΕΝΙΚΗ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΝΑΛΩΤΩΝ

ΕΤΟΣ 2018 / ΤΕΥΧΟΣ 11

Transcript:

Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή Μαρία Ψάρρα * Με μια σειρά αποφάσεών του, αρχής γενομένης από την απόφαση Τhomasdünger, το Δικαστήριο έχει κρίνει παραδεκτά προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, ακόμη κι αν αυτό δεν είχε εφαρμογή de plano. Τούτο, στην περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο παραπέμπει στο περιεχόμενο του ενωσιακού δικαίου για τον προσδιορισμό των κανόνων που εφαρμόζονται σε αμιγώς εσωτερική υπόθεση. Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να αναδείξει τη θεμελίωση αυτής της κατ εξαίρεση αρμοδιότητας, η οποία έτυχε άμεσης αποδοχής από το Δικαστήριο αλλά έντονης αμφισβήτησης από τους Γεν. Εισαγγελείς. Η μεταστροφή όμως της στάσης τους κατά την τελευταία δεκαετία αναδεικνύει τη μακροχρόνια δοκιμασία που χρειάζονται οι σπουδαίες θεσμικές αλλαγές, προκειμένου να παγιωθούν. προδικαστική παραπομπή προϋποθέσεις παραδεκτού αμφισβητούμενη αρμοδιότητα Γεν. Εισαγγελείς μεταστροφή άμεση και ανεπιφύλακτη παραπομπή στο ενωσιακό δίκαιο εκούσια εναρμόνιση Α. Η θεμελίωση της κατ εξαίρεση αρμοδιότητας του ΔΕΕ υπό την ενοποιητική τελολογία Α.1. Η πρώτη σειρά προδικαστικών αποφάσεων επί του ζητήματος Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής, ΔΕΕ ή Δικαστήριο) έχει κρίνει με την πάγια νομολογία του 1 ότι είναι αρμόδιο να αποφαίνεται επί αιτήσεως εκδόσεως προδικαστικών αποφάσεων σχετικά με διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, στις περιπτώσεις στις οποίες τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης δεν εμπίπτουν μεν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, πλην όμως οι διατάξεις αυτές έχουν εφαρμογή βάσει παραπομπής του εθνικού δικαίου 2. * Ασκούμενη δικηγόρος, ΠΜΣ ΕΚΠΑ. Ευχαριστίες οφείλονται στον Καθηγητή Ευρωπαϊκού Δικαίου Β. Χριστιανό στη Νομική Σχολή του ΕΚΠΑ για την επισήμανση του νομικού ζητήματος και τις πολύτιμες παρατηρήσεις του επί της προκείμενης μελέτης. 1. T. TRIDIMAS, Precedent and the Court of Justice, σε J. Dickson / P. Eleftheriadis, Philosophical Foundations of European Union Law, OUP, 2012, σ. 307. Η μελέτη της νομολογίας του ΔΕΕ παρουσιάζει συχνή αναφορά στην ύπαρξη παγιωμένης προγενέστερης νομολογίας του (settled case-law). Η παγιωμένη νομολογία του ΔΕΕ εκφράζει τη συνέχεια του νομικού συστήματος, στο οποίο οι πολίτες στηρίζουν τις προσδοκίες και την καλή τους πίστη. 2. Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Οι μεταστροφές της νομολογίας του ΔΕΚ, εκδ. Αντ. Σάκκουλα, Αθήνα, 1997, σ. 101 επ. (114), όπου προϋποθέσεις είναι α) ο εθνικός νομοθέτης να επεκτείνει σε καθαρά εσωτερικές καταστάσεις απευθείας και χωρίς όρους αυτούσιες τις διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, β) η εθνική νομοθεσία να δεσμεύει τον εθνικό δικαστή να ακολουθεί την ερμηνεία του ΔΕΕ και γ) ο εθνικός δικαστής να θεωρεί αναγκαία την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου για την επίλυση της εσωτερικής διαφοράς που εκκρεμεί ενώπιόν του. Βλ. ενδεικτικά ΔΕΚ C-166/84, Thomasdünger/ Oberfinanzdirektion Frankfurt am Main, 26.09.1985, Συλλ. Ι-3001, ΔΕΚ C-297/88 και C-197/87, Dzodzi, 18.10.1990, Συλλ. I-3763, ΔΕΚ C-231/89, Gmurzynska-Bscher, 08.11.1990, Συλλ. I-4003, ΔΕΚ C-28/95, Leur-Bloem, 17.07.1997 Συλλ. I-4161, ΔΕΚ C-130/95, Giloy, Η πρώτη σειρά προδικαστικών αποφάσεων, που εκδόθηκαν αναφορικά με το εν λόγω νομικό ζήτημα, ξεκινά από το 1985 με την υπόθεση Τhomasdünger 3. Η κύρια υπόθεση αφορούσε την εισαγωγή στη Γερμανία εμπορευμάτων που προέρχονταν από άλλο κράτος μέλος και επομένως δεν ενέπιπταν στο πεδίο εφαρμογής του κοινού δασμολογίου. Ωστόσο παρατηρήθηκε πως οι γερμανικές διοικητικές αρχές για σχετικά ζητήματα εσωτερικής φύσεως χρησιμοποιούν ως σημείο αναφοράς την ενωσιακή ταξινόμηση των προϊόντων, ήτοι το Κοινό Δασμολόγιο (εφεξής, ΚΔ) για τον προσδιορισμό των εθνικών φόρων. Ακολούθως, στην υπόθεση Dzodzi 4 ο εθνικός νομοθέτης, προκειμένου να αποφύγει τις «αντίστροφες διακρίσεις» 5 έναντι των αλλοδαπών συζύγων βέλγων υπηκόων, επέκτεινε στους εν λόγω συζύγους το ευεργέτημα των ενωσιακών κανόνων της Οδηγίας 64/221/ΕΚ, που εφαρμόζονταν στους συζύγους των υπηκόων των άλλων κρατών μελών οι οποίοι διαμένουν στο έδαφος του Βασιλείου του Βελγίου. Την ίδια χρονιά, στην υπόθεση Gmurzynska- Bscher 6 το Δικαστήριο απασχόλησε πάλι ζήτημα ερμηνεί- 17.07.1997, Συλλ. I-4291, ΔΕΚ C-1/99, Kofisa Italia, 11.01.2001, Συλλ. Ι-207, ΔΕΚ C-3/04, Poseidon Chartering, 16.03.2006, Συλλ. I-2505, ΔΕΚ C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, 14.12.2006, Συλλ. I-11987, ΔΕΚ C-280/06, ETI κ.λπ., 11.12.2007, Συλλ. I-10893, ΔΕΚ C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves, 22.12.2008, Συλλ. I-10627, ΔΕΚ C-186/07, Club Náutico de Gran Canaria, 16.04.2008, Συλλ. I-60, ΔΕΕ C-352/08, Modehuis A. Zwijnenburg, 20.05.2010, Συλλ. I-4303, ΔΕΕ C-32/11, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., 14.03.2013, αδημ. 3. ΔΕΚ C-166/84, Thomasdünger/Oberfinanzdirektion Frankfurt am Main, ibid, σκ. 11-12. 4. ΔΕΚ C-297/88 και C-197/87, Dzodzi, ibid, σκ. 16-19. 5. K. LUKAS, Extension of the preliminary rulings procedure out of the scope of Community law: The Dzodzi line of cases, European Integration Online Papers, 2000, σ. 34. 6. ΔΕΚ C-231/89, Gmurzynska-Bscher, ibid, σκ. 9-12.

Ψάρρα: Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην ας των δασμολογικών κλάσεων του ΚΔ, ο οποίος, όπως και στην υπόθεση Τhomasdünger, ετίθετο σε εφαρμογή κατά παραπομπή του γερμανικού δικαίου περί φόρων κύκλου εργασιών, προκειμένου να εξευρεθεί ο επιβαλλόμενος φόρος κατά το εθνικό φορολογικό δίκαιο. Στις ανωτέρω αποφάσεις το ΔΕΕ απεφάνθη υπέρ του παραδεκτού εκδόσεως προδικαστικής απόφασης ερμηνεύσασας διατάξεις του ενωσιακού δικαίου, προκειμένου να καταστήσει δυνατό στο εθνικό δικαστήριο να εφαρμόσει το εθνικό δίκαιο το οποίο παραπέμπει σ αυτήν 7. Η επιχειρηματολογία του Δικαστηρίου, προκειμένου να θεμελιώσει την κρίση του, μπορεί να συστηματοποιηθεί σε δύο σημεία. Ξεκινώντας από τα κλασσικά κριτήρια ερμηνείας του δικαίου 8, ήτοι το γράμμα του τότε άρθρου 177 ΣυνθΕΚ (νυν 267 ΣΛΕΕ) και τη βούληση του ιστορικού νομοθέτη, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως αμφότερα δεν αποκλείουν την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να αποφαίνεται επί προδικαστικών παραπομπών που αφορούν διάταξη ενωσιακού δικαίου, στην ειδική περίπτωση κατά την οποία το εθνικό δίκαιο κράτους μέλους παραπέμπει στο περιεχόμενο της διατάξεως αυτής για τον προσδιορισμό των κανόνων που εφαρμόζονται σε καθαρώς εσωτερική κατάσταση του κράτους αυτού 9. Στη συνέχεια υπογραμμίστηκε πως, εφόσον τα ερωτήματα αφορούν την ερμηνεία διατάξεως ενωσιακού δικαίου, το Δικαστήριο είναι καταρχήν υποχρεωμένο να αποφαίνεται 10. Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, όπου προκύπτει πρόθεση καταστρατήγησης του σκοπού της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής, το Δικαστήριο δύναται να αρνηθεί να ασκήσει την κατ άρθρο 267 ΣΛΕΕ αρμοδιότητά του. Τούτο συμβαίνει, είτε όταν η διαδικασία αυτή αποσκοπεί, στην πραγματικότητα, να οδηγήσει το Δικαστήριο να αποφανθεί μέσω κατασκευασμένης διαφοράς είτε όταν είναι προφανές ότι η διάταξη ενω- σιακού δικαίου, η ερμηνεία της οποίας ζητήθηκε από το Δικαστήριο, δεν μπορεί να εφαρμοστεί 11.Τέτοια εξαιρετική περίπτωση όμως έκρινε πως δεν συντρέχει, όταν το δίκαιο κράτους μέλους καθιστά εφαρμοστέα τη διάταξη ενωσιακού δικαίου, η ερμηνεία της οποίας ζητείται από το Δικαστήριο, έστω και εκτός του πεδίου εφαρμογής που ορίζει το ίδιο το ενωσιακό δίκαιο 12. Από τα ανωτέρω dicta συνάγεται ότι το Δικαστήριο θέτει ως προτεραιότητα να διασφαλιστεί το πρόδηλο συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία των διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, ανεξαρτήτως των συνθηκών υπό τις οποίες εφαρμόζεται. Έτσι, δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος ερμηνείας της ίδιας διάταξης με διαφορετικό τρόπο, γεγονός που θα δημιουργήσει σύγχυση ως προς την ορθή ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου 13. Τούτο άλλωστε επιδιώκουν, αφενός, ο εθνικός νομοθέτης με την εκούσια παραπομπή του στο ενωσιακό δίκαιο, αφετέρου δε, ο εθνικός δικαστής με την αίτηση προδικαστικής παραπομπής στο ΔΕΕ. Παράλληλα με το εν λόγω νομολογιακό ρεύμα, δόθηκε το στίγμα μιας νέας προστατευταίας αξίας, ήτοι της εκούσιας εναρμόνισης σε επίπεδο νομικής μεταχείρισης μεταξύ ενωσιακών και εσωτερικών υποθέσεων 14.Το Δικαστήριο, άλλωστε, διακρίθηκε εξ αρχής για το τολμηρό νομολογιακό του έργο, το οποίο ήταν πάντα προσανατολισμένο στην προώθηση του ενωσιακού κεκτημένου 15. Έτσι, δεν θα μπορούσε να μην αγκαλιάσει το φαινόμενο αυτό, το οποίο εκδηλώθηκε μάλιστα σε κρίσιμους για την κοινή αγορά τομείς, όπως η έμμεση φορολογία και ο ανταγωνισμός. Πέραν τούτων όμως δεν προσδιόρισε με σαφήνεια τις προϋποθέσεις επέκτασης της συνεργασίας του εθνικού δικαστηρίου με το ΔΕΕ μέσω του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής. Ως μόνη προϋπόθεση ενεργοποίησης του μηχανισμού του άρθρου 267 ΣΛΕΕ σε αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις με την έως τότε νομολογία 7. H. SCHERMERS / D. WAELBROECK, Judicial Protection in the European Communities, Kluwer Law International, 2001, σ. 300. 8. Κ. ΣΤΑΜΑΤΗΣ, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2006, σ. 219, όπου γίνεται αναφορά στην κλασσική διάκριση του Savigny για τις μεθόδους προσέγγισης του δικαίου, οι οποίες δεν τελούν σε σχέση υπεροχής ή προτεραιότητας, αλλά θα πρέπει να συλλειτουργούν στην προσπάθεια κατανόησης των κανόνων δικαίου. G. CONWAY, The Limits of Legal Reasoning and the European Court of Justice, Cambridge University Press, 2012, σ. 143, όπου γίνεται αναφορά για την ασφάλεια δικαίου και την προβλεψιμότητα της γραμματικής ερμηνείας. Ωστόσο contra, Προτάσεις Γεν. Εισαγγελέα, βλ. παρακάτω Κεφάλαιο Β.1. 9. ΔΕΚ C-166/84, Thomasdünger/Oberfinanzdirektion Frankfurt am Main, ibid, σκ. 12. 10. ΔΕΚ C-231/89, Gmurzynska-Bscher, ibid, σκ. 20-21. 11. T. DE LA MARE / C. DONELLY, Preliminary Rulings and EU legal integration: evolution and stasis, σε P. Craig / G. De Búrca, The Evolution of EU Law, OUP, 2011, σ. 369, με ειδικότερη αναφορά στη διαχρονική τάση του Δικαστηρίου να εξαιρεί από την εμβέλεια του προδικαστικού ερωτήματος μόνον ερωτήματα τα οποία προδήλως δεν σχετίζονται με το ενωσιακό δίκαιο. 12. Ibid, σ. 367. 13. Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Εισαγωγή στο Δίκαιο της ΕΕ, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2012, σ. 140, P. DOLLAT, Droit européen et droit de l Union européenne, 3 η εκδ., Sirey, 2010, σ. 339. 14. Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Αμφιλεγόμενες αρμοδιότητες του ΔΕΚ στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, ΕΕΕυρΔ, ειδ. τ.χ., 2001, σ. 575. 15. P. TRIDIMAS, Knocking on Heaven s Door: Fragmentation, Efficiency and Defiance in the Preliminary Reference Procedure, CML Rev., 2003, σ. 40. 2 ΕΕΕυρΔ 4:2013

αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή ήταν η απευθείας παραπομπή του εθνικού νομοθέτη στο ενωσιακό δίκαιο. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα δημιουργούσε τον κίνδυνο να εμπλακεί το Δικαστήριο σε μία συνεργασία με ακαθόριστα όρια, που εξέρχεται του πλαισίου και των συγκεκριμένων σκοπών του μηχανισμού της προδικαστικής παραπομπής 16. Α.2. Η οριοθέτηση του πλαισίου επέκτασης της συνεργασίας εθνικού δικαστηρίου και ΔΕΕ Με την απόφαση Kleinwort Benson 17 άρχισαν τα πρώτα βήματα για την αποκατάσταση του αόριστου πλαισίου, εντός του οποίου θεμελιώθηκε η (κατ εξαίρεση) αρμοδιότητα του ΔΕΕ, όπως αυτή αναπτύχθηκε παραπάνω. Εν προκειμένω, το Ηνωμένο Βασίλειο με το Civil Jurisdiction Act του 1982, εκτός από την κύρωση με νόμο της Σύμβασης των Βρυξελλών του 1968 για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (Σύμβαση Βρυξελλών 1968), συμπεριέλαβε στον ίδιο νόμο αλλά σε ξεχωριστό παράρτημα διατάξεις ρυθμίζουσες συγκρούσεις κατά τόπον αρμοδιοτήτων μεταξύ των Αγγλίας και Ουαλίας, Σκωτίας και Βόρειας Ιρλανδίας. Για τη ρύθμιση αυτής της εσωτερικής κατά τόπον αρμοδιότητας χρησιμοποίησε ως πρότυπο τη Σύμβαση των Βρυξελλών, επαναλαμβάνοντας στο παράρτημα 4 του Civil Jurisdiction Act του 1982 τις διατάξεις της Σύμβασης Βρυξελλών με ορισμένες τροποποιήσεις. Όταν όμως ζητήθηκε η ερμηνεία διάταξης του παραρτήματος 4 του νόμου του 1982, το Δικαστήριο έκρινε πως δεν ήταν αρμόδιο να αποφανθεί. Εκ πρώτης όψεως υποστηρίχθηκε πως υπήρξε μεταστροφή της νομολογίας του Δικαστηρίου, όπως άλλωστε είχε ζητήσει ο Γεν. Εισαγγελέας στις Προτάσεις του 18, ωστόσο μια ενδελεχής μελέτη με τα κατάλληλα μεθοδολογικά εργαλεία 19 καταδεικνύει πως αυτή η άποψη είναι νομικά εσφαλμένη. Πράγματι, ενώ το νομικό ζήτημα είναι το ίδιο, τα πραγματικά περιστατικά 16. M. BROBERG / N. FENGER, Preliminary References to the European Court of Justice, OUP, 2010, σ. 151, όπου γίνεται λόγος για την έντονη κριτική που έχει ασκηθεί στο ΔΕΕ ενόψει αυτών και μεταγενέστερων αποφάσεων. 17. ΔΕΚ C-346/93, Kleinwort Benson, 28.03.1995, Συλλ. Ι-615. 18. Προτ. Γεν. Εισαγγελέα, C-346/93, Kleinwort Benson, σκ. 27. 19. Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Οι μεταστροφές της νομολογίας του ΔΕΚ, ό.π., σσ. 32-33. Όπως επισημαίνεται, κάθε διαφοροποίηση ή απόκλιση καθώς και κάθε μεταβολή ή αλλαγή νομολογίας δεν συνιστά κατ ανάγκη μεταστροφή της νομολογίας του ΔΕΚ. Τέσσερα είναι, κατά το συγγραφέα, τα ουσιώδη γνωρίσματα της μεταστροφής: α) δεν θα πρέπει να έχει επέλθει μεταβολή στον εφαρμοστέο κανόνα επί μιας εννόμου σχέσεως, β) πρέπει να αποφαίνεται το ίδιο δικαστήριο και όχι άλλο, γ) πρέπει αυτό το δικαστήριο να έχει αποφανθεί επί ιδίων ή ομοίων πραγματικών και νομικών περιστατικών και δ) πρέπει το δικαστήριο αυτό να έχει προσδώσει στον κανόνα αυτό διαφορετική ερμηνεία από εκείνη που είχε προσδώσει με προηγούμενη ή προηγούμενες αποφάσεις του. της υπόθεσης αυτής διαφέρουν από εκείνα της προγενέστερης νομολογίας 20. Ειδικότερα, αν και το Δικαστήριο ακολούθησε κατ αποτέλεσμα την Πρόταση του Γεν. Εισαγγελέα για απόρριψη του αιτήματος, εντούτοις δεν θεμελίωσε στην ίδια επιχειρηματολογία την απόφασή του 21. Ειδικότερα το Δικαστήριο διαπίστωσε πως, αντίθετα με τη νομολογία στις αποφάσεις Τhomasdünger, Dzodzi, Gmurzynska-Bscher, ο εθνικός νόμος δεν περιέχει καμία απευθείας και χωρίς όρους παραπομπή στο κοινοτικό δίκαιο, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να καθίσταται εφαρμοστέο το δίκαιο αυτό εντός της εσωτερικής έννομης τάξεως, αντίθετα απλώς χρησιμοποιεί τη Σύμβαση ως πρότυπο και επαναλαμβάνει τη διατύπωσή της με ορισμένες διαφορές από τις αντίστοιχες διατάξεις της Συμβάσεως 22. Παράλληλα, ο νόμος του 1982 όριζε πως τα εθνικά δικαστήρια δεν δεσμεύονται να εφαρμόζουν απόλυτα και απαρέγκλιτα την ερμηνεία της Συμβάσεως, στην οποία προβαίνει, κατόπιν αιτήσεως, το Δικαστήριο αναφορικά με το παράρτημα 4 23. Τούτο θέτει σε κίνδυνο το βασικότερο χαρακτηριστικό της προδικαστικής απόφασης, ήτοι τη δεσμευτικότητά της για το αιτούν δικαστήριο, καθώς αυτή εκτίθεται στον κίνδυνο να εκπέσει σε απλή γνωμοδότηση. Οι παραπάνω διαφοροποιήσεις σε επίπεδο πραγματικού και νομικού πλαισίου οδήγησαν το Δικαστήριο στη χρήση της δικαστικής τεχνικής της διαφοροποίησης 24 από τις προηγούμενες αποφάσεις του, απορρίπτοντας το προδικαστικό ερώτημα ως απαράδεκτο. Η προηγούμενη νομολογία του ΔΕΕ δεν επέβαλλε προϋποθέσεις ως προς τη φύση της παραπομπής και δεχόταν ότι η εκτίμηση της λυσιτέλειάς της και των αποτελεσμάτων της απέκειτο αποκλειστικά στο εθνικό δικαστήριο. Η απόφαση Kleinwort Benson, περιορίζοντας τη ratio decidendi της προηγούμενης νομολογίας του ΔΕΕ, συνέβαλε ταυτόχρονα στην εξέλιξη του υπό κρίση νομικού ζητήματος 25, θέτοντας το κρισιμότερο κριτήριο για την αποδοχή της κατ εξαίρεση αρμοδιότητας του ΔΕΕ, ήτοι την απευθείας και ανεπιφύλακτη παραπομπή του εθνικού στο ενωσιακό δίκαιο. Ταυτόχρονα, οι αποφάσεις Leur 20. Τ. TRIDIMAS, Precedent and the Court of Justice, ό.π., σ. 313. 21. E. BISHOP, Kleinwort Benson: A good example of Judicial Self- Restrain?, E.L.Rev., 1995, σ. 498. 22. ΔΕΚ C-346/93, Kleinwort Benson, ό.π., σκ. 16-17. 23. Ibid, σκ. 23. 24. B. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Οι μεταστροφές της νομολογίας του ΔΕΚ, ό.π., σ. 42. Γενικότερα για την τεχνική της διαφοροποίησης, βλ. S. URBINA, Legal Method and the Rule of Law, Kluwer Law International, 2002, σ. 205. 25. T. TRIDIMAS, Precedent and the Court of Justice, ό.π., σ. 315. ΕΕΕυρΔ 4:2013 3

Ψάρρα: Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην Bloem 26 και Giloy 27, που ακολούθησαν, δεν επικεντρώθηκαν στην επαλήθευση της ύπαρξης αυτών των κριτηρίων, δηλαδή, αν η παραπομπή του εθνικού δικαίου στο ενωσιακό ήταν άμεση και ανεπιφύλακτη ούτε αν το δικαστήριο που υποβάλει το ερώτημα δεσμεύεται από την ερμηνεία του 28. Αντίθετα, εισήχθη το κριτήριο των ιδίων λύσεων. Ειδικότερα, εστίασαν στη διαπίστωση πως ο εθνικός νομοθέτης θέλησε να υιοθετήσει τις ίδιες λύσεις με εκείνες του ενωσιακού δικαίου σε καθαρά εσωτερικές υποθέσεις 29, ώστε να αποφύγει τις αντίστροφες διακρίσεις ή τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού. Η παραπάνω ασάφεια και μεταβλητότητα των επακριβών ορίων, βάσει των οποίων ένα ανάλογο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να γίνει δεκτό, δημιούργησε ένα έντονο κλίμα αβεβαιότητας δικαίου. Το γεγονός αυτό αναμφίβολα συντήρησε την αρνητική στάση των Γεν. Εισαγγελέων του ΔΕΕ, οι οποίοι διατηρούσαν ζωηρές επιφυλάξεις για τον κίνδυνο εκφυλισμού της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής. Β. Η μεταστροφή της αρνητικής στάσης των Γενικών Εισαγγελέων Β.1. Οι επίμονες επιφυλάξεις των Γενικών Εισαγγελέων Οι Προτάσεις των Γεν. Εισαγγελέων, αν και δεν είναι δεσμευτικές, εντούτοις υποβοηθούν το Δικαστήριο στο έργο του, ενώ καμία έρευνα στο χώρο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν είναι ολοκληρωμένη, αν δεν ληφθούν υπόψη οι αναπτύξεις τους 30. Στο πλαίσιο της μελέτης του παρόντος νομικού ζητήματος, είναι αξιοσημείωτο πως όλες οι αποφάσεις, που παγίωσαν την κατ εξαίρεση αρμοδιότητα του Δικαστηρίου, εκδόθηκαν με αποτέλεσμα αντίθετο από εκείνο που είχαν προτείνει οι Γεν. Εισαγγε- 26. ΔΕΚ C-28/95, Leur-Bloem, ό.π. F. HOENJET, The Leur-Bloem judgment: the jurisdiction of the European Court of Justice and the interpretation of the anti-abuse clause in the Merger Directive, EC Tax Review, 1997, σ. 206 επ., όπου ζητήθηκε η ερμηνεία της Οδηγίας 90/434/ΕΟΚ σχετικά με το κοινό φορολογικό καθεστώς για τις συγχωνεύσεις, διασπάσεις, εισφορές ενεργητικού και ανταλλαγές μετοχών που αφορούν εταιρίες διαφορετικών κρατών. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, όμως, οι εμπλεκόμενες εταιρείες ήταν αμφότερες ημεδαπές, συνεπώς η διαφορά ήταν αμιγώς εσωτερική. 27. ΔΕΚ C-130/95, Giloy, ό.π., όπου οι σχετικές διατάξεις του τελωνειακού κώδικα είχαν εφαρμογή επί της διαφοράς αυτής βάσει της εσωτερικής γερμανικής νομοθεσίας και μόνο. 28. L. BLUTMAN, The manifest inapplicability standard: the puzzling story of the Dzodzi jurisprudence, Acta Juridica et Politica, 2008, σ. 83. 29. Ibid, σ. 84. 30. Ε. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδ. Σάκκουλα, Θεσσαλονίκη, 2011, σ. 527. M. JANIS, International Courts for the Twenty- First Century, Martinus Nijhoff Publishers, 1992, σ. 96. λείς στις προτάσεις τους 31. Δύο είναι τα βασικά σημεία στα οποία έδωσαν έμφαση οι Γεν. Εισαγγελείς: πρώτον, υποστήριξαν ότι, βάσει της αρχής των δοτών αρμοδιοτήτων της Ένωσης, τα όργανα αυτής, μεταξύ αυτών και το ΔΕΕ, λειτουργούν εντός των ορίων που καθορίζουν οι Συνθήκες 32. Αυτές όμως δεν αναθέτουν στο Δικαστήριο την επίλυση διαφορών που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Εντονότερη δε ήταν η ανησυχία για την απώλεια του δεσμευτικού χαρακτήρα των προδικαστικών αποφάσεων του Δικαστηρίου, δεδομένου πως ζητείται η ερμηνεία διατάξεων του ενωσιακού δικαίου, οι οποίες δεν είναι εν προκειμένω εφαρμοστέες, εκθέτοντας τις αποφάσεις του Δικαστηρίου στον κίνδυνο να εκπέσουν σε απλές γνωμοδοτήσεις. Η αντίδραση των Γεν. Εισαγγελέων αναμφίβολα διέπεται από έναν πραγματισμό. Τα επιχειρήματα τούτα όμως, αν και εύλογα, δεν είναι αναντίρρητα. α) Η τεχνική των σιωπηρά συναγόμενων αρμοδιοτήτων Η αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων υπήρξε απαραίτητη για την οικοδόμηση του ενωσιακού κεκτημένου. Σύμφωνα με αυτήν, τα όργανα της Ένωσης, μεταξύ αυτών και το ΔΕΕ, ασκούν τις αρμοδιότητές τους μόνο στους τομείς εκείνους και μέσα στα όρια που ορίζονται στις Συνθήκες 33. Η αρχή των δοτών αρμοδιοτήτων είναι άμεσα συνυφασμένη με τη μέθοδο της γραμματικής ερμηνείας, διασφαλίζουσες αμφότερες την ασφάλεια και προβλεψιμότητα του δικαίου. Συναφώς, παγίως με αίτημα προδικαστικής απόφασης το Δικαστήριο μπορεί να ερωτηθεί για την ερμηνεία είτε του πρωτογενούς είτε του δευτερογενούς δικαίου της Ένωσης 34. A contrario, στο πλαίσιο του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, αποκλείεται ο έλεγχος των πραγματικών περιστατικών ή η ερμηνεία του εθνικού δικαίου. Στις υποθέσεις που αναλύθηκαν, αντικείμενο ερμηνείας δεν ήταν το εθνικό αλλά το ενωσιακό δίκαιο, στο οποίο παρέπεμπε ή με το οποίο ευθυγραμμιζόταν το εθνικό δίκαιο. Ωστόσο, η ζητούμενη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου δεν ζητεί- 31. M. BROBERG / N. FENGER, Preliminary References to the European Court of Justice, ό.π., σ. 146. Ενδεικτικά οι Προτάσεις του Γεν. Εισαγγελέα στην υπόθεση Kofisa Italia υπογραμμίζουν την πάγια αντίδραση στους κόλπους των Γενικών Εισαγγελέων (σκ. 22). 32. Ibid, σκ. 33-35. D. Ο KEEFFE, Is the spririt of article 177 under Attack? Preliminary References and Admissibility, E.L.Rev., 1998, σ. 518. 33. Άρθρο 5 ΣΕΕ παρ. 1 και 2. G. SCHWEDT, The Special Legal Character of the EU, GRIN Verlag, 2007, σ. 3. Η έλλειψη compétence de la compétence αποτελούσε ανέκαθεν για τα κράτη μέλη την απαραίτητη ασφαλιστική δικλείδα, ώστε να μη χάσουν ακουσίως μέρος της κρατικής τους κυριαρχίας. 34. U. EVERLING, Η προδικαστική παραπομπή του άρθρου 177 ΣυνθΕΚ και η συνεργασία μεταξύ των εθνικών δικαστηρίων και του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΕΕΕυρΔ, 1984, σ. 225. 4 ΕΕΕυρΔ 4:2013

αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή το εντός του ενδεδειγμένου κανονιστικού πλαισίου, ήτοι εντός του πεδίου του ενωσιακού δικαίου, αλλά στο πλαίσιο αμιγώς εσωτερικών καταστάσεων. Όμως, η ομοιόμορφη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, που επιδιώκεται μέσω των εν λόγω προδικαστικών παραπομπών, δεν θα μπορούσε να διασφαλιστεί, αφενός, από τη γραμματική ερμηνεία ως βάση του νομολογιακού έργου του Δικαστηρίου 35, αφετέρου, από την άτεγκτη εφαρμογή της αρχής των δοτών αρμοδιοτήτων. Συναφώς, ο Γενικός Εισαγγελέας Colomer στις Προτάσεις του αναγνώρισε, αφενός, το μετριασμό του απόλυτου χαρακτήρα των δοτών αρμοδιοτήτων, αφετέρου, την αποδοχή της τεχνικής των σιωπηρά συναγόμενων αρμοδιοτήτων 36. Η αναγνώριση των σιωπηρά συναγόμενων εξουσιών σημαίνει ότι τα ενωσιακά όργανα έχουν τις αναγκαίες εξουσίες για να επιτελούν το έργο που τους έχει ανατεθεί από τις Συνθήκες. Εν προκειμένω, η δυναμική διάσταση που δόθηκε στο ενωσιακό δίκαιο από τον εθνικό νομοθέτη οδήγησε στο συμπέρασμα ότι, εφόσον τίποτα στην οικονομία και τη συστηματική δομή του άρθρου 267 ΣΛΕΕ δεν απαγορεύουν τη θεμελίωση μιας τέτοιας αρμοδιότητας 37, το Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να μείνει αδιάφορο απέναντι στην πρόσκληση του εθνικού νομοθέτη και του εθνικού δικαστή για επιτυχή όσμωση του ενωσιακού και εσωτερικού δικαίου 38. Περαιτέρω η τελολογική μέθοδος ερμηνείας της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ως μέσου ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου, ενισχύει την αποδοχή της υπό κρίση αρμοδιότητας από το Δικαστήριο σε ανάλογες περιπτώσεις. Sine qua non προϋπόθεση, όμως, είναι η διασφάλιση του πλέον θεμελιώδους χαρακτηριστικού της προδικαστικής απόφασης, ήτοι η δεσμευτικότητά της. β) Η αυτονόητη δεσμευτικότητα της προδικαστικής απόφασης 35. J. BENGOETXEA / N. MAcCORMICK / L. SORIANO, Integration and integrity in the legal reasoning of the European Court of Justice σε G. De Búrca / J. Weiler, The European Court of Justice, OUP, 2001, σ. 43. Σύμφωνα με τον MacCormick, ο Δικαστής θα πρέπει να ξεκινά από το γράμμα ενός κανόνα δικαίου και έπειτα να προβαίνει σε μια συστηματική ερμηνεία του κανόνα μέσα στο έννομο σύστημα στο οποίο αυτός εντάσσεται, εν προκειμένω των Συνθηκών ΣΕΕ και ΣΛΕΕ. 36. Προτ. Γεν. Εισαγγελέα, C-1/99, Kofisa Italia, 26.09.2000, σκ. 34, με παραπομπή στην υποσ. 31. P. BILANCIA, The dynamics of the EU integration and the impact on the national constitutional law, Giuffrè, 2012, σ. 40. Η αυστηρότητα της αρχής περί ανατεθειμένων αρμοδιοτήτων μετριάζεται και κατ εφαρμογή των ρητρών περί προσαρμογής, όπως είναι το άρθρο 352 ΣΛΕΕ. 37. Μ. ΠΕΡΑΚΗΣ, Τα δικαιοδοτικά όρια του ΔΕΚ υπό Ευρωπαϊκή διακυβέρνηση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2009, σ. 209. 38. Β. ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΣ, Αμφιλεγόμενες αρμοδιότητες του ΔΕΚ στη διαδικασία προδικαστικής παραπομπής, ό.π., σ. 576. Η εξασφάλιση της ομοιόμορφης ερμηνείας του ενωσιακού δικαίου, ανεξάρτητα από το πλαίσιο στο οποίο ζητείται, προϋποθέτει πως αυτή θα είναι δεσμευτική για το αιτούν δικαστήριο. Η δεσμευτικότητα των προδικαστικών αποφάσεων, ακόμη κι όταν το Δικαστήριο ερμηνεύει ενωσιακό δίκαιο το οποίο είναι απευθείας εφαρμοστέο, δεν αποτυπώνεται ρητά ούτε στις Συνθήκες ούτε στο παράγωγο ενωσιακό δίκαιο 39. Αντίθετα, η δεσμευτικότητα αυτή έχει καθιερωθεί νομολογιακά και αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της ειλικρινούς συνεργασίας και εμπιστοσύνης μεταξύ του εθνικού δικαστηρίου και του ΔΕΕ 40. Το εθνικό δικαστήριο, υποβάλλοντας ερώτημα για την ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου, δεσμεύεται να αξιοποιήσει την απάντηση του Δικαστηρίου, εντάσσοντάς την στη μείζονα πρόταση του δικανικού του συλλογισμού 41. Επομένως, και στις περιπτώσεις, όπου είναι εφαρμοστέο το ενωσιακό δίκαιο κατά παραπομπή, δεν είναι αναγκαίο ο εθνικός νόμος να εξαγγέλλει ρητά ότι το εθνικό δικαστήριο υποχρεούται να ακολουθεί την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπάρχει ρητή εξαγγελία για δυνατότητα απόκλισης από την ερμηνεία του Δικαστηρίου. Κάτι τέτοιο θα οδηγήσει στην απόρριψη του προδικαστικού ερωτήματος ως απαράδεκτου, όπως συνέβη στην απόφαση Kleinwort Benson. Η καλόπιστη συνεργασία, λοιπόν, μεταξύ των δύο αυτών Δικαστηρίων δεν θα μπορούσε να εισαγάγει διακρίσεις στη δεσμευτική φύση της προδικαστικής απόφασης, ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο θα χρησιμοποιηθεί η ερμηνεία του Δικαστηρίου. Άλλωστε, στις σχετικές αποφάσεις τα αιτούντα δικαστήρια, καίτοι δεν δεσμεύονταν ρητά από τον εθνικό νόμο, δήλωναν κατά την υποβολή των προδικαστικών ερωτημάτων ρητά την πρόθεσή τους να αξιοποιήσουν την ερμηνεία του Δικαστηρίου για την έκδοση της απόφασής τους 42. 39. H. SCHERMERS / D. WAELBROECK, Judicial Protection in the European Communities, ό.π., σ. 303. ΔΕΚ C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves, σκ. 25, όπου «το αιτούν δικαστήριο δεν αναφέρει με σαφήνεια, αν και σε ποιο βαθμό η απόφαση του Δικαστηρίου θα το δεσμεύει για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης. Εντούτοις, το γεγονός ότι το δικαστήριο αυτό απευθύνθηκε στο Δικαστήριο, για να του υποβάλει προδικαστικό ερώτημα, οδηγεί στη σκέψη ότι η εν λόγω απόφαση θα δεσμεύει το αιτούν δικαστήριο». Και Poseidon Chartering, σκ. 18, όπου «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν μπορεί να συναχθεί ότι το αιτούν δικαστήριο έχει την ευχέρεια να αποστεί από την ερμηνεία που δίδει το Δικαστήριο στις διατάξεις της Οδηγίας». 40. E. ΣΑΧΠΕΚΙΔΟΥ, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, ό.π., σ. 645. 41. Ibid. 42. Χαρακτηριστικά στην υπόθεση ΔΕΚ C-3/04, Poseidon Chartering, ό.π., η Γραμματεία του Δικαστηρίου ζήτησε από το αιτούν δικαστήριο να επιβεβαιώσει αν, υπό τις συνθήκες αυτές, επιθυμούσε να εμμείνει στο προδικαστικό ερώτημά του. ε την απάντησή του, το αιτούν δικαστήριο επιβεβαίωσε την αίτησή του για έκδοση προδικαστικής αποφάσεως. Βλ. σκ. 11-12. ΕΕΕυρΔ 4:2013 5

Ψάρρα: Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην Η επιμονή, πάντως, των Γεν. Εισαγγελέων δεν ήταν άκριτη προσήλωση στην παραδοσιακή αντίληψη, αυτή συνιστά απόρροια της μη ικανοποιητικής οριοθέτηση εκ μέρους του Δικαστηρίου των προϋποθέσεων, υπό τις οποίες κατ εξαίρεση δύναται να ερμηνεύει διατάξεις του ενωσιακού δικαίου εκτός του πεδίου εφαρμογής του. Η αποδοχή της κατ εξαίρεση αρμοδιότητας του ΔΕΕ έγινε αντιληπτό πως δεν μπορεί να γίνεται συμπτωματικά, αλλά θα πρέπει να αποτελεί αποτέλεσμα μια πάγιας και συνεπούς πρακτικής. Β.2. Η κάμψη της αντίστασης των Γενικών Εισαγγελέων Το Δικαστήριο στις νεότερες αποφάσεις του επικεντρώθηκε στη διασαφήνιση των προϋποθέσεων παραδεκτού τέτοιου είδους προδικαστικών ερωτημάτων. Κεντρικό μοχλό της νομικής συλλογιστικής του αποτέλεσε η τεχνική της διαφοροποίησης 43. Έτσι, το Δικαστήριο στην υπόθεση Club Náutico de Gran Canaria 44 με διάταξή του έκρινε απαράδεκτο το προδικαστικό ερώτημα. Ειδικότερα, διαπιστώθηκε πως ο εθνικός νόμος χρησιμοποιούσε απλώς ως πρότυπο τις διατάξεις της Οδηγίας για το κοινό σύστημα περί ΦΠΑ, ενώ παράλληλα προβλεπόταν και η δυνατότητα εξαιρέσεων για λόγους δημοσίου συμφέροντος 45. Ήταν πρόδηλο, συνεπώς, πως δεν υπήρχε πρόθεση εναρμόνισης των λύσεων σε εσωτερικό και κοινοτικό επίπεδο. Επομένως, ματαιωνόταν με τη σειρά του το πρόδηλο συμφέρον της Ένωσης για ομοιόμορφη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου. Επιπλέον, κατά το Δικαστήριο,, δεν υφίστατο ρητή παραπομπή στο ενωσιακό δίκαιο στην υπόθεση Cicala 46. Εν προκειμένω, ο εθνικός νόμος περί διοικητικής διαδικασίας στο άρθρο 1 του Ν. 241/1990 παρέπεμπε στις αρχές που απορρέουν από την έννομη τάξη της Ένωσης σχετικά με την αιτιολόγηση των διοικητικών πράξεων. Ωστόσο, αυτό παραπέμπει γενικώς στις «αρχές που απορρέουν από την κοινοτική έννομη τάξη», και όχι ειδικώς στα άρθρα 296 δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και 41 παρ. 2 στοιχείο γ, του Χάρτη σχετικά με την υποχρέωση αιτιολογήσεως των πράξεων της διοίκησης. Τούτο όμως δεν συνιστά, κατά το Δικαστήριο, άμεση και ανεπιφύλακτη παραπομπή ούτε καταδεικνύει πρόθεση του εθνικού νομοθέτη να μεταχειρισθεί κατά όμοιο τρόπο τις εσωτερικές και τις διεπόμενες από το δίκαιο της Ένωσης καταστάσεις 47. A contrario, η παραπομπή, εκτός από ρητή, θα πρέπει να είναι και ειδική, υποδεικνύοντας ακριβώς εκείνο τον κανόνα του ενωσιακού δικαίου, τον οποίο ο εθνικός νομοθέτης θέλει να επεκτείνει και σε εσωτερικές υποθέσεις. Η νομολογία αυτή του Δικαστηρίου χαρακτηριζόταν από μια σαφήνεια, σε αντίθεση με την εικόνα των ασαφών δικαιοδοτικών ορίων της αρχικής νομολογίας του. Το κριτήριο της άμεσης και ανεπιφύλακτης παραπομπής έτυχε θετικής αποτίμησης από τους Γεν. Εισαγγελείς 48, καθώς άμβλυνε τη νομική αβεβαιότητα. Το γεγονός αυτό καθησύχασε σε ένα βαθμό τους Γεν. Εισαγγελείς, οι οποίοι άρχισαν συν τω χρόνω να μεταστρέφουν τη στάση τους απέναντι στο παραδεκτό των εν λόγω προδικαστικών ερωτημάτων. Στην απόφαση Poseidon Chartering 49, η ολλανδική νομοθεσία, που μετέφερε την Οδηγία περί εμπορικών αντιπροσώπων (86/653/ΕΟΚ), επέκτεινε το πεδίο εφαρμογής όχι μόνο στις εμπορικές πράξεις που αφορούν εμπορεύματα, όπως προέβλεπε η Οδηγία, αλλά και σε αυτές που αφορούν υπηρεσίες. Η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης σύμβαση αφορά την παροχή υπηρεσιών συνεπώς, βρισκόταν εκτός του πεδίου εφαρμογής του ενωσιακού δικαίου. Η έννοια, λοιπόν, της «αναθέσεως σε μόνιμη βάση» της ανωτέρω Οδηγίας θεωρητικά θα μπορούσε να ερμηνευθεί διαφορετικά, ανάλογα εάν επρόκειτο για εσωτερική ή ενωσιακή διαφορά 50. Ωστόσο, όπως υπογράμμισε το αιτούν δικαστήριο, το ίδιο επιθυμεί την αποφυγή αποκλίσεως μεταξύ των δύο πεδίων, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε σύγχυση ως προς την ορθή ερμηνεία των ενωσιακών διατάξεων 51. Συνεπώς, είναι απαραίτητη για το σκοπό αυτόν η ομοιόμορφη ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου. Ενόψει αυτής της αναγκαιότητας το Δικαστήριο με τη σύμφωνη γνώμη του Γεν. Εισαγγελέα 52 έκρινε το αίτημα παραδεκτό. Στην απόφαση Les Vergers du Vieux Tauves 53, ο εθνικός νομοθέτης κατά τη μεταφορά στην εθνική έννομη τάξη της Οδηγίας 90/435 επέκτεινε τις ρυθμίσεις της Οδηγίας και στις σχέσεις μεταξύ ημεδαπών μητρικών και θυγατρικών εταιρειών. Στόχος να αποφευχθεί η δυσμενής διάκριση μεταξύ των βελγικών εταιριών όσον αφορά τη φορολογική μεταχείριση των κερδών, που καταβάλλει μια θυγατρική 43. T. KOOPMAN, Stare decisis in European Law σε D. O Keeffe / H.G. Schermers, Essays in European Law and Integration, Kluwer Law and Taxation, 1982, σ. 25. Όπου το Δικαστήριο σε αντίθεση με τα αγγλοσαξονικά δικαστήρια δεν έχει αναπτύξει ακόμη τη τεχνική της διαφοροποίησης (the art of distinguishing). 44. ΔΕΚ C-186/07, Club Náutico de Gran Canaria, ό.π. 45. Ibid, σκ. 20-23. 46. ΔΕΕ C-482/10, Cicala, 21.12.2011, αδημ. 47. Ibid, σκ. 25-27. 48. C. BARNARD / E. SHARPSTON, The Changing Face of Article 177 References, CML Rev., 1997, σ. 1113. 49. ΔΕΚ C-3/04, Poseidon Chartering, ό.π. 50. S. SAINTIER, Commercial agency in European Union private law σε C. Twigg-Flesner, The Cambridge Companion to European Union Private Law, Cambridge University Press, 2010, σ. 277. 51. Ibid, Προτ. Γεν. Εισαγγελέα, C-3/04, Poseidon Chartering, σκ. 16. 52. Ibid, σκ. 18. 53. ΔΕΚ C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves, ό.π. 6 ΕΕΕυρΔ 4:2013

αμφισβητούμενη αρμοδιότητα του ΔΕΕ στην προδικαστική παραπομπή στη μητρική, ανάλογα με την εθνικότητα της θυγατρικής 54. Η εκούσια προσέγγιση, κατά τη Γεν. Εισαγγελέα Sharpston, του εθνικού προς το ενωσιακό δίκαιο για τη μεταχείριση μιας εσωτερικής υπόθεσης, όπως εν προκειμένω στην κύρια δίκη, αρκεί, για να γίνει δεκτό το αίτημα χορήγησης ερμηνευτικών κατευθυντήριων γραμμών 55. Υπέρ του παραδεκτού ήταν η και πρόταση της Γεν. Εισαγγελέως Kokott στην υπόθεση Modehuis A. Zwijnenburg 56. Και σε αυτήν την περίπτωση, το ολλανδικό δίκαιο ευθυγραμμίστηκε με την Οδηγία 90/434/EK και όσον αφορά αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, ώστε οι δομικές εταιρικές μεταβολές σε εθνικό και διασυνοριακό επίπεδο να υπάγονται στο ίδιο φορολογικό καθεστώς που ισχύει για τις συγχωνεύσεις 57. Επιπρόσθετα, έντονο είναι το φαινόμενο της παραπομπής στο ενωσιακό δίκαιο, ειδικότερα δε στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού 58. Πολλά κράτη μέλη, χρησιμοποιούν εκουσίως ως πρότυπο για το εθνικό δίκαιο το ενωσιακό δίκαιο ανταγωνισμού, προκειμένου να αποφευχθεί η δημιουργία στρεβλώσεων του ανταγωνισμού. Παράλληλα, για να επιτευχθεί ο στόχος αυτός, προβλέπουν πως, κατά την εφαρμογή του εθνικού νόμου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ερμηνεία του Δικαστηρίου αναφορικά με τις εν λόγω ενωσιακές διατάξεις 59. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι αποφάσεις ΕΤΙ 60, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio 61, Allianz Hungária Biztosító 62, στις οποίες το εθνικό δίκαιο ανταγωνισμού των εμπλεκόμενων κρατών μελών είχε για αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις σημείο αναφοράς τις σχετικές διατάξεις του ενωσιακού δικαίου. Αρχικά στην υπόθεση ETI, το Δικαστήριο διαπίστωσε πως οι διατάξεις του εθνικού Ν. 287/90 επαναλάμβαναν mutatis mutandis το γράμμα των άρθρων 81 ΕΚ και 82 ΕΚ 63, ενώ ούτε το γράμμα του νόμου 54. Προτ. Γεν Εισαγγελέα, C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves, σκ. 32. Η εξάλειψη των δυσμενών διακρίσεων υπέρ των ημεδαπών φυσικών ή νομικών προσώπων αποτελεί το βασικότερο δικαιολογητικό ρόλο της εκούσιας εναρμόνισης. S. DOUGLAS-SCOTT, Constitutional Law of the European Union, Longman Group United Kingdom, 2002, σ. 241. 55. Προτ. Γεν. Εισαγγελέα, C-48/07, Les Vergers du Vieux Tauves, σκ. 32. 56. Προτ. Γεν. Εισαγγελέα, C-352/08, Modehuis A. Zwijnenburg, σκ. 31-33. 57. Ιbid. σκ. 30. 58. M. BROBERG / N. FENGER, Preliminary References to the European Court of Justice, ό.π., σ. 146. 59. Ιbid σ. 34. 60. ΔΕΚ C-280/06, ETI κ.λπ., ό.π. 61. ΔΕΚ C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, ό.π. 62. ΔΕΕ C-32/11, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ., ό.π. 63. L. BLUTMAN, Preliminary Rulings in Internal Affairs A Framework Analysis, European Integration Online Papers, 2008, σ. 8. ούτε από την απόφαση περί παραπομπής ούτε από τα λοιπά έγγραφα του φακέλου που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο οδηγείται αυτό στη σκέψη ότι η παραπομπή στο ενωσιακό δίκαιο της εν λόγω διατάξεως εξαρτάται από οποιαδήποτε προϋπόθεση 64. Ιδιαίτερη έμφαση έδωσε μάλιστα η Γεν. Εισαγγελέας «στον από απόψεως περιεχομένου προσανατολισμό στο κοινοτικό δίκαιο» του εθνικού δικαίου 65, αποφαινόμενη υπέρ του παραδεκτού του αιτήματος. Επιπλέον, στην Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, η Γεν. Εισαγγελέας διαπίστωσε πως ο Ν. 16/1989 είχε άμεσα ως πρότυπο το άρθρο 81 παρ. 1, ΕΚ. Ομοίως, το Real Decreto 157/1992, στο άρθρο 1 παρ. 1, στοιχείο β, περιείχε ρητή παραπομπή στο όπως τότε ίσχυε κατά τον Κανονισμό 1984/83 δίκαιο του ανταγωνισμού και προέκυπτε από την αιτιολογία του ότι επιδίωκε την ευθυγράμμιση του ισπανικού εσωτερικού δικαίου προς το ενωσιακό δίκαιο στα αντίστοιχα πεδία εφαρμογής τους 66. Έτσι, η Γεν. Εισαγγελέας J. Kokott τάχθηκε υπέρ του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος. Τέλος, στην Allianz Hungária Biztosító, το Δικαστήριο έκρινε ότι οι ουγγρικές διατάξεις περί ανταγωνισμού επαναλάμβαναν σχεδόν κατά λέξη και χωρίς καμία ουσιώδη διάφορα το γράμμα του άρθρου 101 παρ. 1 ΣΛΕΕ 67 στο πλαίσιο προσεγγίσεως των κανονιστικών ρυθμίσεων της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του ουγγρικού νόμου περί ανταγωνισμού, όπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στο προοίμιο του εθνικού νόμου. Ως εκ τούτου, έκρινε παραδεκτό το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου, εν προκειμένω όμως ο Γεν. Εισαγγελέας Pedro Cruz Villalon είχε προτείνει το αντίθετο, αν και όχι για δογματικούς λόγους. Αντιθέτως, όπως τόνισε στις Προτάσεις του, η υποβολή προδικαστικού ερωτήματος για ερμηνεία του ενωσιακού δικαίου σε πλαίσιο αμιγώς εσωτερικό είναι θεμιτή και πρέπει να τυγχάνει θετικής αποδοχής 68. Τούτο σηματοδοτεί μεν την κάμψη των επιφυλάξεων των Γενικών Εισαγγελέων με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο. Ωστόσο, πρέπει να επισημανθεί πως η τάση αυτή συνοδεύεται από την ιδιαίτερη αυστηρότητα, που διέπει τον έλεγχο τον οποίο ασκούν οι Γενικοί Εισαγγελείς κατά τη διερεύνηση των χαρακτηριστικών που επιβάλλεται να έχει η παραπομπή στο ενωσιακό δίκαιο 69. Επιζητούν να διακριβώσουν την ύπαρξη μιας αλη- 64. ΔΕΚ C-280/06, ETI κ.λπ., ό.π., σκ. 24-25. 65. Προτ. Γεν Εισαγγελέα, C-280/06, ETI κ.λπ., ό.π., σκ. 39. 66. Προτ. Γεν Εισαγγελέα, C-217/05, Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio, ό.π., σκ.25, όπου η Γεν Εισαγγελέας Juliane Kokott τάχθηκε υπέρ του παραδεκτού του προδικαστικού ερωτήματος. 67. ΔΕΕ C-32/11, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ, ό.π., σκ. 22. 68. Ibid, σκ. 30. 69. R. BARENTS, Directory of Case Law on the Preliminary Ruling Procedure, Wolters Kluwer Law & Business, 2009, σ. 39. Πάντως, το Δικαστήριο έχει αποδεχθεί την αρμοδιότητά του να ερμη- ΕΕΕυρΔ 4:2013 7

Ψάρρα: Η μεταστροφή των θέσεων των Γενικών Εισαγγελέων απέναντι στην θινής παραπομπής και όχι μια απλής μνείας εμπνεύσεως ή ενός προτύπου καθώς και μιας παραπομπής στο σύνολο μιας κανονιστικής ρύθμισης και όχι σε μεμονωμένες διατάξεις 70. Τούτο αναμφίβολα αντανακλά την μέριμνά τους η ερμηνεία που θα χορηγήσει στο αιτούν δικαστήριο να είναι αντικειμενικά αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς, ώστε να θωρακίζεται επαρκώς η δεσμευτικότητα της προδικαστικής απόφασης. Αντί Επιλόγου Η παραπάνω νομολογία έθεσε στερεές βάσεις για την προστασία της εκούσιας εναρμόνισης, η οποία συμβάλλει στην ενίσχυση του ενωσιακού κεκτημένου μέσω της νεύσει το ενωσιακό δίκαιο, ακόμη και όταν ο εθνικός νόμος δεν αναπαράγει verbatim το ενωσιακό δίκαιο, αρκεί η ζητούμενη ερμηνεία να είναι απαραίτητη και δεσμευτική για το αιτούν δικαστήριο, προκειμένου να επιλύσει την εκκρεμούσα ενώπιόν του υπόθεση. Βλ. ΔΕΚ C-306/99, BIAO, 07.01.2003, Συλλ. Ι-1, σκ. 92. T. DE LA MARE / C. DONELLY, Preliminary Rulings and EU legal integration, ό.π., σ. 369. 70. ΔΕΚ C-306/99, BIAO, ό.π., σκ. 29. σταδιακής ενοποίησης και ολοκλήρωσης 71. Αξίζει, ωστόσο, να σημειωθεί πως αυτή η εκούσια εναρμόνιση, στην οποία προβαίνει ο εθνικός νομοθέτης, δεν είναι πάντα άξια προστασίας. Όταν ο ευρωπαίος νομοθέτης εκφράζει με τρόπο αναμφισβήτητο ότι η πράξη που εξέδωσε δεν εφαρμόζεται σε ορισμένους τομείς, τότε ναι μεν ο εθνικός νομοθέτης δύναται να υιοθετήσει τις λύσεις της πράξης αυτής στους εξαιρούμενους τομείς, εκλείπει όμως η ανάγκη ομοιόμορφης ερμηνείας και εφαρμογής των εν λόγω πράξεων 72. Τέλος, το ΔΕΕ, ταγμένο στην προώθηση των στόχων της Ένωσης, δεν θα μπορούσε παρά να υποδεχτεί θετικά και να ενδυναμώσει 73 τη σπουδαία αρμοδιότητά του υπό το άρθρο 267 ΣΛΕΕ, ενώ η σταδιακή αποδοχή της και από τους Γεν. Εισαγγελείς δείχνει πως η εξέλιξη που ήταν κάποτε «εν τω γίγνεσθαι» σήμερα είναι πλήρως παγιωμένη. 71. M. McCOWN, Judicial law making and European Integration, σε J. Richardson, European Union: Power And Policy-making, 3η έκδ., Routledge, 2005, σ. 178. 72. ΔΕΕ C-583/10, Nolan, 18.10.12, αδημ., σκ. 54-55. 73. A. ARNULL, The evolution of the Court s Jurisdiction under Article 177 EEC, E.L.Rev., 1993, σ. 137. 8 ΕΕΕυρΔ 4:2013