ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό-



Σχετικά έγγραφα
1. για λεχθέντα: υποβαθμίζω την προσπαθώ να βρω κάτι: «έψαξα ούλου του σπίτ τσι δεν ήβρα τα κλεισβητώ. λ.)

Π ( ):Layout 1 4/3/ :38 μ Page 192. πλέσους 192

Νίκος Λ. Πασχαλούδης

Εικόνες: Eύα Καραντινού

Παροιμίες Ζώα Θηλαστικά Πρόβατο Αν είν τ αρνιά σου αμέτρητα, πες πως αρνιά δεν έχεις. [Ελληνική]

Σ ( ):Layout 1 4/3/ :31 μμ Page σουθύρ

Σειρά: ΠΑΙΔΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ Τίτλος: ΑΙΣΩΠΟΥ ΜΥΘΟΙ ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΒΕ. Copyright Γιάννης Ζουγανέλης, Χρήστος Προμοίρας Copyright 2015:

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Παιχνίδια. 2. Το σπίτι

βάτραχος: «σα τ βαθρακού πητάξαν όξου τα μάτια τ» βακέτα (η) < ιταλ. vacchetta (δαμάλι)

ΣΧΕ ΙΑΣΜΟΣ ΚΑΙ ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΣΧΕ ΙΟ ΜΑΘΗΜΑΤΟΣ ΘΕΜΑ: εξιότητες κοψίματος Σβούρες ΤΑΞΗ: Α-Β

«Του πιδούδ' μι ντ πίτα»

Θα φύγω :: Παπαϊωάννου Ι. - Ευγενικός Α. :: Αριθμός δίσκου: GA

ΑΤΥΠΑ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

Μια νύχτα. Μπαίνω στ αμάξι με το κορίτσι μου και γέρνει γλυκά στο πλάϊ μου και το φεγγάρι λες και περπατάει ίσως θέλει κάπου να μας πάει

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq σwω ψerβνtyuςiopasdρfghjklzx cvbn nmσγqwφertyuioσδφpγρa ηsόρ ωυdf ghjργklαzxcvbnβφδγωmζq wert

ια φορά κι έναν καιρό, σε μια πολύ μακρινή χώρα, τόσο μακρινή

Μάθημα: Νέα Ελληνική Λογοτεχνία ΑΔΙΔΑΚΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ ( ) Αναφορά στον Γκρέκο (απόσπασμα)

Σαράντα από τις φράσεις που αποθησαυρίστηκαν μέσα από το έργο του Καζαντζάκη επίκαιρες κάθε φορά που τις διαβάζουμε:

ΛΕΟΝΑΡΝΤ ΚΟΕΝ. Στίχοι τραγουδιών του. Δεν υπάρχει γιατρειά για την αγάπη (Ain t no cure for love)

Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, τότε που όλη η γη ήταν ένα απέραντο δάσος, ζούσε μέσα στο ξύλινο καλύβι της, στην καρδιά του δάσους,

Βεδουΐνα :: Χιώτης Μ. - Λαζαρίδου Θ. :: Αριθμός δίσκου: B

Ο φίλος μου ο Γκρεγκουάρ

Μήνυμα από τους μαθητές του Ε1. Σ αυτούς θέλουμε να αφιερώσουμε τα έργα μας. Τους έχουν πάρει τα πάντα. Ας τους δώσουμε, λοιπόν, λίγη ελπίδα»

Συμμετοχή στην έκθεση για τις προσωπικότητες της " Μη βίας"

ALBUM ΤΟ ΚΛΕΙΔΙ 2010 ΦΥΣΑΕΙ

Εργασίες παιδιών 3 ης τάξης µε θέµα «Ένα σπίτι στην πόλη»

ΕΙΔΙΚΕΣ ΒΟΥΛΗΤΙΚΕΣ ΕΝΔΟΙΑΣΤΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΕΙΔΙΚΕΣ ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ. Εισάγονται με τους συνδέσμους: ότι, πως, που

ΕΡΩΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΜΑΘΗΤΏΝ ΚΑΙ ΜΑΘΗΤΡΙΩΝ

Αυήγηση της Οσρανίας Καλύβα στην Ειρήνη Κατσαρού

Ξεκίνησα τεχνοκράτισσα... Να υπολογίζω νούμερα και αριθμούς... Τα πάντα να είναι λογική και υπολογισμοί... Αυτά συνήθως φέρνουν και απαισιοδοξία.

Απ' το Μαρόκο η Εσμέ :: Τούντας Π. - Περπινιάδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: AO

Το Τζιβαέρι είναι παραδοσιακό τραγούδι της ξενιτιάς με προέλευση. από την Μικρά Ασία. Σε αυτό το τραγούδι εκφράζεται η αγάπη

ΗΡΑΚΛΗΣ. Fotografias del Artista canadiense Gregory Colbert

Πώς μπορούμε να δημιουργούμε γεωμετρικά σχέδια με τη Logo;

Ενημερωτικό Φυλλάδιο. Πσρεηός (Fever) Τι είναι ο πυρετός;

ΕΡΓΑΣΙΕΣ. Α ομάδα. Αφού επιλέξεις τρία από τα παραπάνω αποσπάσματα που σε άγγιξαν περισσότερο, να καταγράψεις τις δικές σου σκέψεις.

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Άνοιξε και μετάνιωσα :: Χιώτης Μ. - Καζαντζίδης Σ. :: Αριθμός δίσκου: DG

Η ιστορία του Φερδινάνδου Συγγραφέας: Μούνρω Λιφ. Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου

«ΖΩΑ ΠΟΥ ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ»

μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

Η γυναίκα με τα χέρια από φως

ΤΟ ΣΤΕΡΕΟ ΠΟΥ ΤΡΩΕΙ ΣΟΚΟΛΑΤΑ

«Ο Σάββας η κλώσσα και ο αετός»

Κρατς! Κρουτς! Αχ! Ουχ!

Ορισμοί γραμμών : Μεσοστιχίδα : Όγκος + Μάζα = Ε-Μ / Ε2

ΖΑΚ ΠΡΕΒΕΡ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΣΕΝΑ ΑΓΑΠΗ ΜΟΥ

Λογοτεχνικό Εξωσχολικό Ανάγνωσμα Περιόδου Χριστουγέννων

1. Αερόπλανο θα πάρω - Δίσκος Columbia DG-454 / 1933 Συνθ.: Πάνος Τούντας, Τραγ.: Ρόζα Εσκενάζυ

2 Aγαπώ τα ζώα. Δείτε και δείξτε. η γάτα ο σκύλος το καναρίνι. η κατσίκα η αγελάδα το πρόβατο. το γουρούνι το άλογο το γαϊδούρι

ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ ΟΜΑΔΙΚΑ ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ

Χάνς Κρίστιαν Άντερσεν

Το ημερολόγιο της Πηνελόπης

Στόχος του βιβλίου αυτού είναι να κατακτήσουν οι μικροί μαθητές

Τι μπορεί να δει κάποιος στο μουσείο της Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #16. «Η κόρη η μονάχη» (Καστοριά - Μακεδονία) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

Μια φορά κι ένα γαϊδούρι

Ας αναζητήσουµε τις φωτογραφίες που λείπουν

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Τα παιδιά της Πρωτοβουλίας και η Δώρα Νιώπα γράφουν ένα παραμύθι - αντίδωρο

ΕΚΦΡΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΑ Η ΑΓΑΠΗ

ΤΡΑΚΑΡΑΜΕ! ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΜΕ ΤΙΤΛΟ ΚΑΙ ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ. Β ο Δημοτικό Σχολείο Ευόσμου

Άρχισαν τα όργανα :: Σουγιούλ Μ. - Γούναρης Ν. :: Αριθμός δίσκου: DG-7043 DG-7584 DCG-279 DT-502

ΚΕΝΤΡΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥΠΟΛΗΣ

Η τέχνη της συνέντευξης Martes, 26 de Noviembre de :56 - Actualizado Lunes, 17 de Agosto de :06

μαλλί σ!» (φοβέρα: θα σε ξεμαλλιάσω) ξαγηρίζου ρ. < ξ (ε) + αέρ-ας + -ίζω ανανεώνω τον αέρα, δροσίζω: «άν ξη κουμμάτ του παναθύρ να ξαγηρίγ ς

Σαμποτάζ στα. Χριστούγεννα

Χρήστος Ιωάννου Τσαρούχης. Στάλες. Ποίηση

Μια φορά και ένα καιρό, σε μια μουντή και άχρωμη πόλη κάπου στο μέλλον, ζούσαν τρία γουρουνάκια με τον παππού τους. Ο Ανδρόγεως, το Θρασάκι και ο

ΑΤΥΠΟ ΤΕΣΤ ΓΛΩΣΣΑΣ ΦΩΝΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΓΝΩΣΗ Ικανότητα διάκρισης της ομοιότητας ή διαφοράς μεταξύ προφορικών λέξεων

ΤΑ ΡΗΜΑΤΑ Τα ρήματα Έχουν δύο φωνές: την ενεργητική και την παθητική Ενεργητική φωνή: ω. Παθητική φωνή: -μαι. Οι καταλήξεις των ρημάτων, ω, -άβω

ΚΑΤΡΙΝΑ ΤΣΑΝΤΑΛΗ. ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΕΧΟΥΝ ΕΝΑΝ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΜΑΓΙΚΟ ΚΩΔΙΚΑ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΜΕ ΤΑ ΖΩΑ

Ο πόλεμος της ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ

Η Μόνα, η μικρή χελώνα, μετακόμισε σε ένα καινούριο σπίτι κοντά στη λίμνη του μεγάλου δάσους.

ΠΑΡΑΜΥΘΙ #14. «Ο μικρός βλάκας» (Τραγάκι Ζακύνθου - Επτάνησα) Διαγωνισμός παραδοσιακού παραμυθιού ebooks4greeks.gr

ΧΑΡΤΙΝΗ ΑΓΚΑΛΙΑ ΟΜΑΔΑ Β. Ερώτηση 1 α

Βαλεντσιάνες :: Λαύκας Γ. - Χασκήλ Σ. :: Αριθμός δίσκου:

Τάξη: Γ. Τμήμα: 2ο. Υπεύθυνη τμήματος : ΑΝΕΣΤΗ ΑΣΗΜΙΝΑ. Εκθέσεις μαθητών.. ΜΑΘΗΤΗΣ: ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΠΟΥΛΟΣ ΙΩΑΝΝΗΣ.

qwφιertyuiopasdfghjklzxερυυξnmηq

Το αγαπημένο μου ζώο

ταγάρ (τo) < μσν. ταγάριον τρουβάς (βλ. λ.) μτφ.: φρεάτιο, στο οποίο συγκενρώνονταν τα απόβλητα ο λιόσμος (βλ. λ.). Από τα

T: Έλενα Περικλέους

Μπορεί να υπάρχει ρατσισμός στου κόσμου τις πατρίδες Όμως εγώ θα αντιδρώ γιατί έχω ελπίδες

Ζωναράδικος ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Κατανόηση προφορικού λόγου

Π Ε Ρ Ι E Χ Ο Μ Ε Ν Α

0,00 2,61 7,50 8,76 8,85 0,00 2,61 4,89 1,26 0,09 ΣΥΝΟΛΙΚΑ ΧΛΜ ΜΕΡΙΚΑ ΧΛΜ ΣΕΛΙ Α ,61 61,82 2ω20λ ΧΛΜ ΙΑ ΡΟΜΗΣ: ΜΕΡΙΚΑ ΧΛΜ: ΧΡΟΝΟΣ:

Συντάχθηκε απο τον/την manikhs Δευτέρα, 14 Δεκέμβριος :48 - Τελευταία Ενημέρωση Τρίτη, 15 Δεκέμβριος :53

Ι ΑΚΤΙΚΟ ΣΕΝΑΡΙΟ: Το κοκοράκι κικιρικικί

Τα περισσότερα παιδιά έχουν κατοικίδια στην αυλή τους. Υπάρχουν πολλά αδέσποτα στο Δήμο που δηλητηριάζονται. Η επιθυμία των παιδιών να γνωρίσουν τα

Εμένα με νοιάζει. Επαναληπτικό μάθημα. Ήρθαν οι μπλε κάδοι. 1 Αντιστοίχισε τις πρώτες ύλες με τα παράγωγά τους:

Μια μέρα στη ζωή μιας γυναίκας που φτιάχνει «μαρτενίτσες»

ΠΕΡΙΓΡΑΦΩ ΕΙΚΟΝΕΣ ΜΕ ΠΕΡΙΟΡΙΣΜΟΥΣ. Μια ολοκληρωμένη περιγραφή της εικόνας: Βρέχει. Σήμερα βρέχει. Σήμερα βρέχει όλη την ημέρα και κάνει κρύο.

πού παει το λευκό όταν το χιόνι λιωνει;

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΣΤΑΔΑΣ. Ένας λογοτεχνικός μπουφές... για όλες τις ορέξεις

Δημοσιογράφος: Όχι, όχι, δεν θα καθυστερήσετε. Οι ερωτήσεις είναι πολύ λίγες. Έχετε κόψει τελείως κάποια από τις συνήθειες που είχατε παλιότερα;

Μπορεί να έχετε ακούσει ότι το Φενγκ Σούι αποτελείται από δύο Κινέζικους χαρακτήρες, Feng 風 (Άνεμος) και Shui 水 (Νερό). Τι σημαίνουν λοιπόν;

Σκηνή 1η Αγιοβασιλίνα Ξερολάκη Αγιοβασιλίνα Ξερολάκη Αγιοβασιλίνα Ξερολάκη Αγιοβασιλίνα Ξερολάκη Αγιοβασιλίνα Ξερολάκη

το θύμα, ο θύτης και ο θεατής Σοφία Ζαχομήτρου Μαθήτρια της Ε2 Τάξης

Transcript:

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 89 Z ζαβλακουμένους -η -ου < μτχ. του νομαι, δεν μπορώ να δω την πραγματικότητα: «ζαβώθ κα, κόρ υμ, τσι ζαβλακώνουμι (βλ. λ.) αυτός που τα έχει χαμένα, που είναι δώκα του γιο μ σ έφτην τ ν ανάξια» ζαλισμένος και δεν μπορεί ν αντιδράσει: «τα χαση ούλα στα χαρτιά λο) < μσν. ζάλον < αρχ. σάλος ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- τσι τώρα γυρίζ μες στ ς δρόμ ζαβλακουμένους» χιόνι από το πέρασμα ζώου, οι πατη- τα βήματα τα ίχνη στο χώμα ή στο ζαβλακώνουμι ρ. < από συμφυρμό μασιές: «ήβραμη τα ζάλα τ λαγού των λ. ζαβώνομαι + βλακώνομαι πα στου χιόν» βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτω- επθμ. -ούρα ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. σης ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι, έγνοια, φροντίδα που μας απασχολεί, σκοτούρα: «ε φτάν η ζαλούρα τα χάνω, δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «ζαβλακώθ τση απ τ μηγάλ τ που έχου στου τσηφάλ υμ, έχου τσι φαμ λιά τ» σένα» θόρυβος, μεγάλη φασαρία: ζαβός -ή -ό < μσν. ζαβός «να πάν τα μουρά στου σκουλειό, να στραβός άμυαλος, ανόητος, τρελός, βλάκας: «πήγη ένας ζαβός, εί- ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό- λείψ η ζαλούρα τουν» πη ψέματα στου δικαστήριου, τσι τουν νος, καιρός) χώσαν μέσα» μόνο στον πληθ. στη φράση «χρόνια ζαβώνου -ουμι ρ. < ζαβ-ός (βλ. λ.) + τσι ζαμάνια» για δήλωση μεγάλου -ώνω χρονικού διαστήματος: (τι γίν τσης, ρε στραβώνω, αποβλακώνω: «η Θιος Μιστοκλή; χρόνια τσι ζαμάνια έχουμη τουν ζάβουση τσι τσακώθ τση μη τουν να ση δούμε), «ε ρε παλιά ζαμάνια, μες αδηρφό τ» μεσ. ζαβώνουμι: γίνομαι ζαβός, τυφλώνομαι, αποβλακώστε βρέφη, μέσα στις τα κουλόπανα!» (από τότες που ήμα- φασκιές)

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 90 ζαμπαραλίκ 90 ζαμπαραλίκ (το) < τουρκ. zamparalik (πόρνη) η ιδιότητα του ζαμπαρά (βλ. λ.), το να είναι κάποιος ζαμπαράς ζαμπαράς (ο) < τουρκ. zampara ερωτύλος, γυναικάς, μπερμπάντης ο άνθρωπος που επιδιώκει να έχει πολλές ερωτικές σχέσεις ζαμπάς (ο) < τουρκ. zambak (κρίνος) αυτοφυής άγριος κρίνος του αγρού, συνήθως χρώματος μωβ ή λευκού. Πολλοί ζαμπάδες φύτρωναν στις Μέλισσες (τοπων. Βασιλικών) ζαμπνεύγου ρ. (αμετ.) < ζαμπούν-ης (βλ. λ) + επθμ. -εύω αρρωστώ, είμαι αδιάθετος: «ζαμπούνηψη του μουρό, έχ πυρητό» ζαμπ νιά (η) < ζαμπούν-ης (βλ. λ.) + κατάλ. -ιά αρρώστια, αδιαθεσία: «πάρ τ ν ουκνιά μ τσι τ ζαμπνιά μ τσι πάνη την μες σ Αραπίνας του χάλασμα» (επίκληση των παιδιών στους γερανούς, που ταξίδευαν αρχές του Φθινόπωρου για τον Νοτιά) ζαμπούκους (ο) < ιταλ. sambuko είδος φυτού, η κουφοξυλιά. Ο φλοιός, τα φύλλα, τα άνθη και ο καρπός του έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Οι βλαστοί εσωτερικά έχουν ψίχα (εντεριώνη), που αφαιρείται εύκολα. Μετά την αφαίρεση της ψίχας οι βλαστοί απομένουν κούφιοι και μ αυτούς τα παιδιά έφτιαχναν διάφορα παιχνίδια (ζαμπούνες, φλογέρες, στην Αγιάσο και «τλάπια»). αμπούκος υπήρχε στο χωριό (Βασιλικά) εκεί, όπου σήμερα το πάρκο στην Κάτω Αγορά. ζαμπούνα (η) < αντιδ. < μσν. τσαμπούνα < ιταλ. zampogna < λατ. symphonia < αρχ. συμφωνία είδος φλογέρας, που έφτιαχναν τα παιδιά από βλαστό βρόμης ή από καλάμι, η οποία έβγαζε μονότονο ήχο ζαμπούν ς - σα - κου < ζαμπούνης < τουρκ. zabun άρρωστος, μακρόχρονα αδιάθετος με πυρετό: «ε μπουρώ να έρτου, έχου τ μάννα μ ζαμπούν σα» ζάπ (το) (και ζάφτ ) < ζάπι τουρκ. zapti ζάφτι, ο έλεγχος, ο συγκρατημός, η τιθάσευση, δάμασμα: «ε γίνητι ζαπ» (δεν ελέγχεται, δε συγκρατιέται) ζαπτιές (ο) < τουρκ. zaptiye αστυνόμος, χωροφύλακας ζαρίφ ς (ο) < ζαρίφης < τουρκ. zarif

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 91 91 ζηυγάρ κομψός, λεπτός, χαριτωμένος θηλ. ζαρίφισσα ζαριφιά (η) < ζαρίφ-ης + -ιά κομψότητα, χάρη, ομορφιά: «γυρίζεις την τη βόλτα με τόση ζαριφιά, γυρίζεις και μου παίρνεις δυο φύλλ απ την καρδιά...» (παλιό λαϊκό τραγούδι) ζαχαρουκούτσια (τα) < ζάχαρη + κουκιά πολύχρωμα στρογγυλά κουφετάκια, ζαχαρωτά, που χρησιμοποιούνταν στο στόλισμα των «π ταριών» (βλ. λ.) του χαλβά και των κόλλυβων. Τα παιδιά τρελαίνονταν για ζαχαρουκούτσια. ζ γάβου ρ. (και ζ γάφτου) < συν + αρχ. ἰάπτω (χτυπώ, τραυματίζω) δέρνω, χτυπώ: «α ση ζ γάψου μια α χάγ ς τουν κόσμου» ζγάρα (η) < άγν. ετυμ. ο πρόλοβος, η γούλα των πτηνών ζ γούρ (το) < μσν. ζυγούριν < ζυγός (διπλός) το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι ζεύλα (η) (και ζεύγλα) < αρχ. ζεύγλη καμπυλωτή βέργα εξάρτημα του ζυγού για το ζεύξιμο των βοδιών ζεύγου ρ. (αόρ. έζηψα) < αρχ. ζευγνύω ζεύω, βάζω (τα βόδια) στο ζυγό μτφ.: εκμεταλλεύομαι την παρουσία κάποιου και τον βάζω να δουλέψει: «πέραση να πει καλημέρα τσι τουν ζέψαν στη δ λειά» ζηπληπίδια (τα) < τουρκ. leblebi (στραγάλι) στραγάλια: «θα βρέξου αρβίθια να κάνου ζηπληπίδια». (Τα χρόνια που τα αγαθά σπάνιζαν, τα ζηπληπίδια τα έφτιαχναν στο σπίτι. Αλάτιζαν μουσκεμένα ρεβίθια και τα έψηναν στο τηγάνι) ζηρβός -ή -ό < μσν. ζερβός < ζαρβός < ζαβρός < ζαβός αριστερόχειρας μτφ.: αδέξιος ζηρβουκτάλα (η) < ζηρβός (αριστερός) + κ τάλα (κουτάλα, ωμοπλάτη) ο αριστερόχειρας ζήτουλας (ο) < μσν. ζήτουλας < ζητώ ζητιάνος, επαίτης: «να τουν δω ζήτουλα μη τουν τρουβά στουν ώμου» (κατάρα) ζηυγάρ (το) < μσν. ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον < υποκορ. του ζεύγος δυο βόδια ζεμένα στον ζυγό ζευγάρισμα, όργωμα: «σήμηρα θα είμι στου ζηυγάρ» (θα ζευγαρίζω), «του

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 92 ζηυγαρίζου 92 χουράφ είνι τρεις μέρης ζηυγάρ» (τριών ημερών ζευγάρισμα) ζηυγαρίζου ρ. < ζευγάρ-ι + κατάλ. -ίζω κάνω ζευγάρι, οργώνω με το αλέτρι που το σέρνει το ζεύγος βοδιών ζηυγάς (ο) < μσν. ζευγάς < ζεύγ-ος + -άς αυτός που έχει στην κατοχή του ζεύγος βοδιών και κατά κύριο λόγο ασχολείται με το ζευγάρισμα, γεωργός: «για παπάς, παπάς, για ζηυγάς, ζηυγάς» (παροιμ.) ζ(γ)κάβγου ρ. (αμετ.) < συν + κάβγου (καίω) ερεθίζεται (συγκαίγεται) το δέρμα μου στις μασχάλες, ανάμεσα στα σκέλη κτλ.: «ε του άλλαξη του μουρό τσι ζγκάγ τση» ζ(γ)καμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του ζγκάβγου αυτός που έχει συγκαεί: «πώς παγαίν έδγιτς η Γιώρ ς, σα ζ γκαμένους;» ζ(γ)κόλλ μα (το) < ζ γκουλλιέμι (βλ. λ.) αυτός που προσκολλάται απρόσκλητα, που μας ακολουθεί παρά τη θέλησή μας, ο ανεπιθύμητος: «διώξ του τούτου του στσ λάρ! κακό ζγκόλλ μα γίντση!» ζ(γ)κουλλιέμι ρ. < σγκουλλιέμι < συν + κουλλιέμι (αρχ. συγκολλάομαι -ώμαι) προσκολλιέμαι σε κάποιον απρόσκλητα, γίνομαι φορτικός και ενοχλητικός (κολλιτσίδα, τσιμπούρι) ζ μί (το) < μσν. ζουμίν < ζωμίν < μτγν. ζωμίον, υποκορ. του αρχ. ζωμός το ζουμί: «η γριγιά γη όρθα έχ του ζ μί» (παροιμ.) ζ μπώ ρ. (συνήθως στο γ εν. πρόσωπο ενεστ. και αορ. ζ μπεί - ζύπ ση) < άγν. ετυμ., πιθ. συμποιώ (συν + ποιώ) = βοηθώ, συνεργώ ωφελώ, είμαι ευνοϊκός για κάποιον: «ε μας ζύπ ση φέτους του Καλουτσαίρ» (δεν μας πήγε καλά, δεν μας βοήθησε εφέτος το Καλοκαίρι) ζ νίχ (το) < αβέβ. ετυμ. πιθ. μσν. ζινίχιον = δερμάτινο λουρί υποδημάτων (λεξ. Σούδα, Παπύρου, Ανδριώτη 1951) < κατ άλλη εκδοχή από το ινίο, το πίσω και κάτω μέρος του κρανίου το σβέρκο, ο τράχηλος: «κάτση πα στου ζ νιχ υμ» (κάθισε στο σβέρκο μου, με καταπιέζει, με κουμαντάρει) ζορ - ζορινά επίρ. < τουρκ. zor + -ινά

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 93 93 ζουρμπάς με το ζόρι, θέλοντας και μη, αναγκαστικά, με τη βία: «ζορ-ζορινά πιε, γάιδαρη, νηρό» (παροιμ.) ζουμπηρλέκ (το) < τουρκ. zemberek (ελατήριο) μτφ.: το κεφάλι, το μυαλό, η «βίδα»: «θα στρίψ του ζουμπηρλέκ υμ» (θα τρελαθώ) ζουμπούλ (το) < ζουμπούλι < τουρκ. sümbül ζουμπούλι, υάκινθος: «ζουμπούλι μου μαβί, μαβί...» ζουντάν (το) < υποκορ. του ζωνταν-ός + -ι αυτός που «ζωντάνεψε», έγινε καλά, ύστερα από μεγάλη αρρώστια ζουντανό (το) (ουσιστικοπ. επίθ.) < ουδ. του επιθ. ζωντανός κατοικίδιο ζώο: «πήγη να πουτίσ τα ζουντανά υποτιμητικός χαρακτηρισμός: βλάκας, ηλίθιος, ζώο ζούπα (η) < ζουπώ (βλ. λ.) κάτι το πολύ ζουπισμένο, που έχει λιώσει από το ζούπισμα: «τα ζούλ ξης τα σύκα μες του καλάθ τσι τα κανης ζούπα» ζουπώ ρ. < αρχ. διοπίζω (βγάζω με ζούλημα τον χυμό) πιέζω δυνατά, ζουλώ, στύβω πιάνω με τη χούφτα και πιέζω έντονα χουφτώνω: «ζούπ ξη τα β ζιά τ ς κουπηλούδας» ζούρα (η) < μσν. ζούρα < σούρα κακή υγεία, καχεξία,μαρασμός ζουριάζου ρ. (μτχ. παθ. πρκμ. ζουριασμένους -η -ου) < ζούρ-α (βλ. λ.) + -ιάζω φθίνω, μαραίνομαι, ζαρώνω μτφ.: συστέλλομαι, μικραίνω σε όγκο, κουλουριάζομαι: «ζούριαση σ ένα μπουτσιάκ σα του στσύλου» ζουριάρ ς - σα - κου < ζούρ-α + -ιάρης (με μειωτική σημασία) καχεκτικός, αδύνατος, μαραμένος: «πού του ήβρης τσι του πήρης έφτου του ζουριάρ κου του στσ λάρ ;» ζουρλαντίζου -ουμι ρ. < τουρκ. zorlamak (αναγκάζω, εκβιάζω, υποχρεώνω): «μη του ζουρλαντίγ ς του μουρό να φα ούλου του φαγί τσι κάν μητό!» ζουρλός -ή -ό < μσν. ζουρλός < βεν. zurlo τρελός, παλαβός: «ζουρλός παπάς ση βάφτ ση;» ζουρμπαλίκ (το) < τουρκ. zorbalik (τυραννία) η ιδιότητα του ζορμπά, το νταϊλίκι ζουρμπάς (ο) < ζορμπάς < τουρκ. zorba αυταρχικός, νταής

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 94 ζούρους 94 ζούρους (ο) < ζούρ-ος ζαρωμένος, μικρόσωμος σαν νάνος, κοντοστούπης ζώνου ρ. < ζώνω < αρχ. ζωννύω περιβάλλω, περικυκλώνω: «κατηβήκαν οι λύκ τσι ζώσαν του μαντρί» μτφ.: κυριεύομαι: «τουν ζώσαν οι πόν», «τουν ζώσαν μαύρα φίδια» (ανησυχίες)

Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 95 H ήπατα (τα) < αρχ. ήπατα, πληθ. του ήρα (η) < αρχ. αἴρα ήπαρ (το συκώτι) ζιζάνιο των σιτηρών φρ. μτφ.: φρ.: «κουπήκαν τα ήπατα μ!» (παρέλυσα από φόβο, τρόμαξα πολύ) (να ξεχωρίσει το καλό απ το κακό, «να καθαρίσ γ ήρα απ του στάρ!» η αλήθεια απ το ψέμα κτλ.)