Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 89 Z ζαβλακουμένους -η -ου < μτχ. του νομαι, δεν μπορώ να δω την πραγματικότητα: «ζαβώθ κα, κόρ υμ, τσι ζαβλακώνουμι (βλ. λ.) αυτός που τα έχει χαμένα, που είναι δώκα του γιο μ σ έφτην τ ν ανάξια» ζαλισμένος και δεν μπορεί ν αντιδράσει: «τα χαση ούλα στα χαρτιά λο) < μσν. ζάλον < αρχ. σάλος ζάλα (τα) (σπάνια στον ενικό το ζά- τσι τώρα γυρίζ μες στ ς δρόμ ζαβλακουμένους» χιόνι από το πέρασμα ζώου, οι πατη- τα βήματα τα ίχνη στο χώμα ή στο ζαβλακώνουμι ρ. < από συμφυρμό μασιές: «ήβραμη τα ζάλα τ λαγού των λ. ζαβώνομαι + βλακώνομαι πα στου χιόν» βρίσκομαι σε κατάσταση ψυχοσωματικής και διανοητικής κατάπτω- επθμ. -ούρα ζαλούρα (η) < ζάλ-η + μεγεθυντ. σης ζαλίζομαι, αποβλακώνομαι, έγνοια, φροντίδα που μας απασχολεί, σκοτούρα: «ε φτάν η ζαλούρα τα χάνω, δεν ξέρω πώς να ενεργήσω: «ζαβλακώθ τση απ τ μηγάλ τ που έχου στου τσηφάλ υμ, έχου τσι φαμ λιά τ» σένα» θόρυβος, μεγάλη φασαρία: ζαβός -ή -ό < μσν. ζαβός «να πάν τα μουρά στου σκουλειό, να στραβός άμυαλος, ανόητος, τρελός, βλάκας: «πήγη ένας ζαβός, εί- ζαμάνια (τα) < τουρκ. zaman (χρό- λείψ η ζαλούρα τουν» πη ψέματα στου δικαστήριου, τσι τουν νος, καιρός) χώσαν μέσα» μόνο στον πληθ. στη φράση «χρόνια ζαβώνου -ουμι ρ. < ζαβ-ός (βλ. λ.) + τσι ζαμάνια» για δήλωση μεγάλου -ώνω χρονικού διαστήματος: (τι γίν τσης, ρε στραβώνω, αποβλακώνω: «η Θιος Μιστοκλή; χρόνια τσι ζαμάνια έχουμη τουν ζάβουση τσι τσακώθ τση μη τουν να ση δούμε), «ε ρε παλιά ζαμάνια, μες αδηρφό τ» μεσ. ζαβώνουμι: γίνομαι ζαβός, τυφλώνομαι, αποβλακώστε βρέφη, μέσα στις τα κουλόπανα!» (από τότες που ήμα- φασκιές)
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 90 ζαμπαραλίκ 90 ζαμπαραλίκ (το) < τουρκ. zamparalik (πόρνη) η ιδιότητα του ζαμπαρά (βλ. λ.), το να είναι κάποιος ζαμπαράς ζαμπαράς (ο) < τουρκ. zampara ερωτύλος, γυναικάς, μπερμπάντης ο άνθρωπος που επιδιώκει να έχει πολλές ερωτικές σχέσεις ζαμπάς (ο) < τουρκ. zambak (κρίνος) αυτοφυής άγριος κρίνος του αγρού, συνήθως χρώματος μωβ ή λευκού. Πολλοί ζαμπάδες φύτρωναν στις Μέλισσες (τοπων. Βασιλικών) ζαμπνεύγου ρ. (αμετ.) < ζαμπούν-ης (βλ. λ) + επθμ. -εύω αρρωστώ, είμαι αδιάθετος: «ζαμπούνηψη του μουρό, έχ πυρητό» ζαμπ νιά (η) < ζαμπούν-ης (βλ. λ.) + κατάλ. -ιά αρρώστια, αδιαθεσία: «πάρ τ ν ουκνιά μ τσι τ ζαμπνιά μ τσι πάνη την μες σ Αραπίνας του χάλασμα» (επίκληση των παιδιών στους γερανούς, που ταξίδευαν αρχές του Φθινόπωρου για τον Νοτιά) ζαμπούκους (ο) < ιταλ. sambuko είδος φυτού, η κουφοξυλιά. Ο φλοιός, τα φύλλα, τα άνθη και ο καρπός του έχουν θεραπευτικές ιδιότητες. Οι βλαστοί εσωτερικά έχουν ψίχα (εντεριώνη), που αφαιρείται εύκολα. Μετά την αφαίρεση της ψίχας οι βλαστοί απομένουν κούφιοι και μ αυτούς τα παιδιά έφτιαχναν διάφορα παιχνίδια (ζαμπούνες, φλογέρες, στην Αγιάσο και «τλάπια»). αμπούκος υπήρχε στο χωριό (Βασιλικά) εκεί, όπου σήμερα το πάρκο στην Κάτω Αγορά. ζαμπούνα (η) < αντιδ. < μσν. τσαμπούνα < ιταλ. zampogna < λατ. symphonia < αρχ. συμφωνία είδος φλογέρας, που έφτιαχναν τα παιδιά από βλαστό βρόμης ή από καλάμι, η οποία έβγαζε μονότονο ήχο ζαμπούν ς - σα - κου < ζαμπούνης < τουρκ. zabun άρρωστος, μακρόχρονα αδιάθετος με πυρετό: «ε μπουρώ να έρτου, έχου τ μάννα μ ζαμπούν σα» ζάπ (το) (και ζάφτ ) < ζάπι τουρκ. zapti ζάφτι, ο έλεγχος, ο συγκρατημός, η τιθάσευση, δάμασμα: «ε γίνητι ζαπ» (δεν ελέγχεται, δε συγκρατιέται) ζαπτιές (ο) < τουρκ. zaptiye αστυνόμος, χωροφύλακας ζαρίφ ς (ο) < ζαρίφης < τουρκ. zarif
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 91 91 ζηυγάρ κομψός, λεπτός, χαριτωμένος θηλ. ζαρίφισσα ζαριφιά (η) < ζαρίφ-ης + -ιά κομψότητα, χάρη, ομορφιά: «γυρίζεις την τη βόλτα με τόση ζαριφιά, γυρίζεις και μου παίρνεις δυο φύλλ απ την καρδιά...» (παλιό λαϊκό τραγούδι) ζαχαρουκούτσια (τα) < ζάχαρη + κουκιά πολύχρωμα στρογγυλά κουφετάκια, ζαχαρωτά, που χρησιμοποιούνταν στο στόλισμα των «π ταριών» (βλ. λ.) του χαλβά και των κόλλυβων. Τα παιδιά τρελαίνονταν για ζαχαρουκούτσια. ζ γάβου ρ. (και ζ γάφτου) < συν + αρχ. ἰάπτω (χτυπώ, τραυματίζω) δέρνω, χτυπώ: «α ση ζ γάψου μια α χάγ ς τουν κόσμου» ζγάρα (η) < άγν. ετυμ. ο πρόλοβος, η γούλα των πτηνών ζ γούρ (το) < μσν. ζυγούριν < ζυγός (διπλός) το αρσενικό πρόβατο, το κριάρι ζεύλα (η) (και ζεύγλα) < αρχ. ζεύγλη καμπυλωτή βέργα εξάρτημα του ζυγού για το ζεύξιμο των βοδιών ζεύγου ρ. (αόρ. έζηψα) < αρχ. ζευγνύω ζεύω, βάζω (τα βόδια) στο ζυγό μτφ.: εκμεταλλεύομαι την παρουσία κάποιου και τον βάζω να δουλέψει: «πέραση να πει καλημέρα τσι τουν ζέψαν στη δ λειά» ζηπληπίδια (τα) < τουρκ. leblebi (στραγάλι) στραγάλια: «θα βρέξου αρβίθια να κάνου ζηπληπίδια». (Τα χρόνια που τα αγαθά σπάνιζαν, τα ζηπληπίδια τα έφτιαχναν στο σπίτι. Αλάτιζαν μουσκεμένα ρεβίθια και τα έψηναν στο τηγάνι) ζηρβός -ή -ό < μσν. ζερβός < ζαρβός < ζαβρός < ζαβός αριστερόχειρας μτφ.: αδέξιος ζηρβουκτάλα (η) < ζηρβός (αριστερός) + κ τάλα (κουτάλα, ωμοπλάτη) ο αριστερόχειρας ζήτουλας (ο) < μσν. ζήτουλας < ζητώ ζητιάνος, επαίτης: «να τουν δω ζήτουλα μη τουν τρουβά στουν ώμου» (κατάρα) ζηυγάρ (το) < μσν. ζευγάριν < αρχ. ζευγάριον < υποκορ. του ζεύγος δυο βόδια ζεμένα στον ζυγό ζευγάρισμα, όργωμα: «σήμηρα θα είμι στου ζηυγάρ» (θα ζευγαρίζω), «του
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 92 ζηυγαρίζου 92 χουράφ είνι τρεις μέρης ζηυγάρ» (τριών ημερών ζευγάρισμα) ζηυγαρίζου ρ. < ζευγάρ-ι + κατάλ. -ίζω κάνω ζευγάρι, οργώνω με το αλέτρι που το σέρνει το ζεύγος βοδιών ζηυγάς (ο) < μσν. ζευγάς < ζεύγ-ος + -άς αυτός που έχει στην κατοχή του ζεύγος βοδιών και κατά κύριο λόγο ασχολείται με το ζευγάρισμα, γεωργός: «για παπάς, παπάς, για ζηυγάς, ζηυγάς» (παροιμ.) ζ(γ)κάβγου ρ. (αμετ.) < συν + κάβγου (καίω) ερεθίζεται (συγκαίγεται) το δέρμα μου στις μασχάλες, ανάμεσα στα σκέλη κτλ.: «ε του άλλαξη του μουρό τσι ζγκάγ τση» ζ(γ)καμένους (ο) < μτχ. παθ. πρκμ. του ζγκάβγου αυτός που έχει συγκαεί: «πώς παγαίν έδγιτς η Γιώρ ς, σα ζ γκαμένους;» ζ(γ)κόλλ μα (το) < ζ γκουλλιέμι (βλ. λ.) αυτός που προσκολλάται απρόσκλητα, που μας ακολουθεί παρά τη θέλησή μας, ο ανεπιθύμητος: «διώξ του τούτου του στσ λάρ! κακό ζγκόλλ μα γίντση!» ζ(γ)κουλλιέμι ρ. < σγκουλλιέμι < συν + κουλλιέμι (αρχ. συγκολλάομαι -ώμαι) προσκολλιέμαι σε κάποιον απρόσκλητα, γίνομαι φορτικός και ενοχλητικός (κολλιτσίδα, τσιμπούρι) ζ μί (το) < μσν. ζουμίν < ζωμίν < μτγν. ζωμίον, υποκορ. του αρχ. ζωμός το ζουμί: «η γριγιά γη όρθα έχ του ζ μί» (παροιμ.) ζ μπώ ρ. (συνήθως στο γ εν. πρόσωπο ενεστ. και αορ. ζ μπεί - ζύπ ση) < άγν. ετυμ., πιθ. συμποιώ (συν + ποιώ) = βοηθώ, συνεργώ ωφελώ, είμαι ευνοϊκός για κάποιον: «ε μας ζύπ ση φέτους του Καλουτσαίρ» (δεν μας πήγε καλά, δεν μας βοήθησε εφέτος το Καλοκαίρι) ζ νίχ (το) < αβέβ. ετυμ. πιθ. μσν. ζινίχιον = δερμάτινο λουρί υποδημάτων (λεξ. Σούδα, Παπύρου, Ανδριώτη 1951) < κατ άλλη εκδοχή από το ινίο, το πίσω και κάτω μέρος του κρανίου το σβέρκο, ο τράχηλος: «κάτση πα στου ζ νιχ υμ» (κάθισε στο σβέρκο μου, με καταπιέζει, με κουμαντάρει) ζορ - ζορινά επίρ. < τουρκ. zor + -ινά
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 93 93 ζουρμπάς με το ζόρι, θέλοντας και μη, αναγκαστικά, με τη βία: «ζορ-ζορινά πιε, γάιδαρη, νηρό» (παροιμ.) ζουμπηρλέκ (το) < τουρκ. zemberek (ελατήριο) μτφ.: το κεφάλι, το μυαλό, η «βίδα»: «θα στρίψ του ζουμπηρλέκ υμ» (θα τρελαθώ) ζουμπούλ (το) < ζουμπούλι < τουρκ. sümbül ζουμπούλι, υάκινθος: «ζουμπούλι μου μαβί, μαβί...» ζουντάν (το) < υποκορ. του ζωνταν-ός + -ι αυτός που «ζωντάνεψε», έγινε καλά, ύστερα από μεγάλη αρρώστια ζουντανό (το) (ουσιστικοπ. επίθ.) < ουδ. του επιθ. ζωντανός κατοικίδιο ζώο: «πήγη να πουτίσ τα ζουντανά υποτιμητικός χαρακτηρισμός: βλάκας, ηλίθιος, ζώο ζούπα (η) < ζουπώ (βλ. λ.) κάτι το πολύ ζουπισμένο, που έχει λιώσει από το ζούπισμα: «τα ζούλ ξης τα σύκα μες του καλάθ τσι τα κανης ζούπα» ζουπώ ρ. < αρχ. διοπίζω (βγάζω με ζούλημα τον χυμό) πιέζω δυνατά, ζουλώ, στύβω πιάνω με τη χούφτα και πιέζω έντονα χουφτώνω: «ζούπ ξη τα β ζιά τ ς κουπηλούδας» ζούρα (η) < μσν. ζούρα < σούρα κακή υγεία, καχεξία,μαρασμός ζουριάζου ρ. (μτχ. παθ. πρκμ. ζουριασμένους -η -ου) < ζούρ-α (βλ. λ.) + -ιάζω φθίνω, μαραίνομαι, ζαρώνω μτφ.: συστέλλομαι, μικραίνω σε όγκο, κουλουριάζομαι: «ζούριαση σ ένα μπουτσιάκ σα του στσύλου» ζουριάρ ς - σα - κου < ζούρ-α + -ιάρης (με μειωτική σημασία) καχεκτικός, αδύνατος, μαραμένος: «πού του ήβρης τσι του πήρης έφτου του ζουριάρ κου του στσ λάρ ;» ζουρλαντίζου -ουμι ρ. < τουρκ. zorlamak (αναγκάζω, εκβιάζω, υποχρεώνω): «μη του ζουρλαντίγ ς του μουρό να φα ούλου του φαγί τσι κάν μητό!» ζουρλός -ή -ό < μσν. ζουρλός < βεν. zurlo τρελός, παλαβός: «ζουρλός παπάς ση βάφτ ση;» ζουρμπαλίκ (το) < τουρκ. zorbalik (τυραννία) η ιδιότητα του ζορμπά, το νταϊλίκι ζουρμπάς (ο) < ζορμπάς < τουρκ. zorba αυταρχικός, νταής
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 94 ζούρους 94 ζούρους (ο) < ζούρ-ος ζαρωμένος, μικρόσωμος σαν νάνος, κοντοστούπης ζώνου ρ. < ζώνω < αρχ. ζωννύω περιβάλλω, περικυκλώνω: «κατηβήκαν οι λύκ τσι ζώσαν του μαντρί» μτφ.: κυριεύομαι: «τουν ζώσαν οι πόν», «τουν ζώσαν μαύρα φίδια» (ανησυχίες)
Z-H (89-95):Layout 1 3/3/2011 1:52 μμ Page 95 H ήπατα (τα) < αρχ. ήπατα, πληθ. του ήρα (η) < αρχ. αἴρα ήπαρ (το συκώτι) ζιζάνιο των σιτηρών φρ. μτφ.: φρ.: «κουπήκαν τα ήπατα μ!» (παρέλυσα από φόβο, τρόμαξα πολύ) (να ξεχωρίσει το καλό απ το κακό, «να καθαρίσ γ ήρα απ του στάρ!» η αλήθεια απ το ψέμα κτλ.)