Διδαγμένο κείμενο Αριστοτέλους Ἠθικά Νικομάχεια Β1, 4-7 Ἒτι ὃσα μέν φύσει ἡμῖν παραγίνεται, τάς δυνάμεις τούτων πρότερον κομιζόμεθα, ὓστερον δέ τάς ἐνεργείας ἀποδίδομεν (ὃπερ ἐπί τῶν αἰσθήσεων δῆλον οὐ γάρ ἐκ τοῦ πολλάκις ἰδεῖν ἢ πολλάκις ἀκοῦσαι τάς αἰσθήσεις ἐλάβομεν, ἀλλ ἀνάπαλιν ἒχοντες ἐχρησάμεθα, οὐ χρησάμενοι ἒσχομεν) τάς δ ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον, ὣσπερ καί ἐπί τῶν ἂλλων τεχνῶν ἃ γάρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν, οἷον οἰκοδομοῦντες οἰκοδόμοι γίνονται καί κιθαρίζοντες κιθαρισταί οὓτω δή καί τά μέν δίκαια πράττοντες δίκαιοι γινόμεθα, τά δέ σώφρονα σώφρονες, τά δ ἀνδρεῖα ἀνδρεῖοι. Μαρτυρεῖ δέ καί τό γινόμενον ἐν ταῖς πόλεσιν οἱ γάρ νομοθέται τούς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς, καί τό μέν βούλημα παντός νομοθέτου τοῦτ ἐστίν, ὃσοι δέ μή εὖ αὐτό ποιοῦσιν ἁμαρτάνουσιν, καί διαφέρει τούτῳ πολιτεία πολιτείας ἀγαθή φαύλης. Ἒτι ἐκ τῶν αὐτῶν καί διά τῶν αὐτῶν καί γίνεται πᾶσα ἀρετή καί φθείρεται, ὁμοίως δέ καί τέχνη ἐκ γάρ τοῦ κιθαρίζειν καί οἱ ἀγαθοί καί οἱ κακοί γίνονται κιθαρισταί. Ἀνάλογον δέ καί οἰκοδόμοι καί οἱ λοιποί πάντες ἐκ μέν γάρ τοῦ εὖ οἰκοδομεῖν ἀγαθοί οἰκοδόμοι ἒσονται, ἐκ δέ τοῦ κακῶς κακοί. Εἰ γάρ μή οὓτως εἶχεν, οὐδέν ἂν ἒδει τοῦ διδάξοντος, ἀλλά πάντες ἂν ἐγίνοντο ἀγαθοί ἢ κακοί. Α. Από το κείμενο που σας δίνεται να μεταφράσετε στο τετράδιό σας το απόσπασμα: «τάς δ ἀρετάς λαμβάνομεν ἐνεργήσαντες πρότερον ὁμοίως δέ καί τέχνη» Β1. Δύναμις, ἐνέργεια: Ποια η σημασία των όρων αυτών στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη; Ποια σχέση έχουν οι παραπάνω έννοιες με όσα υπάρχουν στους ανθρώπους εκ φύσεως και με την ηθική αρετή; Β2. «Μαρτυρεῖ δέ καί τό γινόμενον ἀγαθή φαύλης»: Ποιο επιχείρημα διατυπώνει ο φιλόσοφος στο χωρίο αυτό και πώς επαληθεύει την άποψη ότι «η ηθική φιλοσοφία είναι στην πραγματικότητα μέρος της πολιτικής φιλοσοφίας»; Β3: «Εἰ γάρ μή οὓτως εἶχεν, οὐδέν ἂν ἒδει τοῦ διδάξοντος»: Στο χωρίο αυτό ο Αριστοτέλης τονίζει τον παιδαγωγικό ρόλο του νομοθέτη όσον αφορά την απόκτηση της αρετής. Σε συνδυασμό με το μεταφρασμένο κείμενο που ακολουθεί να δείξετε ότι ο ρόλος του νόμου και του κράτους είναι και παιδαγωγικός. ΜΕΤΑΦΡΑΣΜΕΝΟ ΚΕΙΜΕΝΟ «Και όταν πια φύγουν αυτοί [δηλαδή οι νέοι άντρες] από τους δασκάλους, η πόλη, με τη σειρά της, τους αναγκάζει να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς,
ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι [ ]. Έτσι, και η πόλη, υπογραμμίζοντας τους νόμους, αυτά τα επινοήματα των καλών, παλαιῶν νομοθετῶν, αναγκάζει και όσους ασκούν ένα αξίωμα και όσους άρχονται να συμμορφώνονται με αυτούς. Εκείνος δε ο οποίος τους παραβαίνει, υφίσταται κυρώσεις και οι κυρώσεις αυτές ονομάζονται, και σε σας εδώ [δηλ. Στην Αθήνα] και σε πολλά άλλα μέρη, εὐθύνες, λες και η δικαιοσύνη ξαναβάζει [τον παραβάτη] στην ευθεία.» Πλάτωνος Πρωταγόρας 326C-E Β4. Ποιο νόημα είχε ο όρος «εὐδαιμονία» για τον Ηράκλειτο και το Δημόκριτο; Β5. α) Να βρείτε στο κείμενο από το πρωτότυπο μία ετυμολογικά συγγενή λέξη για καθεμιά από τις παρακάτω λέξεις: λήμμα, χρήμα, οισοφάγος, πραξικόπημα, κάτοπτρο, εξής. Μονάδες 6 β) Για καθεμιά από τις ακόλουθες λέξεις να γράψετε μια ομόρριζη λέξη στη νέα ελληνική (απλή ή σύνθετη) με την κατάληξη που σας δίνεται: ἐθίζοντες: -μο διδάξοντος: -μα ἁμαρτάνουσιν: -τος σώφρονα: -ιμος Μονάδες 4 Γ. Αδίδακτο κείμενο Πλάτωνος, Λάχης 187e 188b Οὒ μοι δοκεῖς εἰδέναι ὃτι, ὃς ἂν ἐγγύτατα Σωκράτους ᾖ λόγῳ, ὣσπερ γένει, καί πλησιάζῃ διαλεγόμενος, ἀνάγκη αὐτῷ, ἐάν ἂρα και περί ἂλλου του πρότερον ἂρξηται διαλέγεσθαι, μή παύεσθαι ὑπό τούτου περιαγόμενον τῷ λόγῳ, πρίν ἂν ἐμπέσῃ εἰς τό διδόναι περί αὑτοῦ λόγον, ὃντινα τρόπον νῦν τε ζῇ καί ὃντινα τόν παρεληλυθότα βίον βεβίωκεν ἐπειδάν δ ἐμπέσῃ, ὃτι οὐ πρότερον αὐτόν ἀφήσει Σωκράτης, πρίν ἂν βασανίσῃ ταῦτα εὖ τε καί καλῶς ἃπαντα. Ἐγώ δέ συνήθης τέ εἰμί τῷδε καί οἶδ ὃτι ἀνάγκη ὑπό τούτου πάσχειν ταῦτα, καί ἒτι γε αὐτός ὃτι πείσομαι ταῦτα εὖ οἶδα χαίρω γάρ, ὦ Λυσίμαχε, τῷ ἀνδρί πλησιάζων, καί οὐδέν οἶμαι κακόν εἶναι τό ὑπομιμνῂσκεσθαι ὃ,τι μή καλῶς ἢ πεποιήκαμεν ἢ ποιοῦμεν, ἀλλ εἰς τόν ἒπειτα βίον προμηθέστερον ἀνάγκη εἶναι τόν ταῦτα μή φεύγοντα, ἀλλ ἐθέλοντα κατά τό τοῦ Σόλωνος καί ἀξιοῦντα μανθάνειν ἓωσπερ ἂν ζῇ, καί οἰόμενον αὐτό τό γῆρας νοῦν ἒχον προσιέναι. Γ1. Να μεταφράσετε το κείμενο που σας δίνεται. Γ2. α. γῆρας, νοῦν: να κλιθούν και στους δύο αριθμούς. Μονάδες 20
β. εἰδέναι, παρεληλυθότα, πάσχειν, οἰόμενον: να μεταφέρετε τους τύπους στο μέλλοντα και τον αόριστο. γ. ἀφήσει: να γράψετε το β ενικό και β πληθυντικό πρόσωπο ενεργητικού αορίστου β σε όλες τις εγκλίσεις. Γ3. α. Να εντοπίσετε και να χαρακτηρίσετε συντακτικά τις δευτερεύουσες προτάσεις της α ημιπεριόδου. β. «ἐπειδάν δ ἐμπέσῃ»: να συμπτύξετε την πρόταση σε μετοχή.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΔΙΔΑΓΜΕΝΟ Α. Αντίθετα αποκτούμε τις αρετές, αφού πρώτα τις εφαρμόσουμε στην πράξη, όπως ακριβώς συμβαίνει και στις άλλες τέχνες γιατί όσα πρέπει να κάνουμε μαθαίνοντάς τα, αυτά τα μαθαίνουμε κάνοντάς τα, για παράδειγμα οικοδόμοι γίνονται με το να κτίζουν σπίτια, και κιθαριστές με το να παίζουν κιθάρα με τον ίδιο τρόπο, κάνοντας δίκαιες πράξεις γινόμαστε δίκαιοι, κάνοντας σώφρονες πράξεις, (γινόμαστε) σώφρονες και κάνοντας ανδρείες πράξεις, (γινόμαστε) ανδρείοι. Αυτά επιβεβαιώνουν και αυτό που συμβαίνει στις πολιτείες οι νομοθέτες δηλαδή κάνουν τους πολίτες καλούς συνηθίζοντάς τους στην απόκτηση συγκεκριμένων συνηθειών, και του κάθε νομοθέτη η θέληση αυτή είναι, όσοι όμως δεν το καταφέρνουν σ αυτό, αποτυχαίνουν στο έργο τους, και σ αυτό διαφέρουν η καλή πολιτεία από τη λιγότερη καλή πολιτεία. Ακόμη, για τους ίδιους λόγους και με τα ίδια μέσα και γεννιέται κάθε αρετή και φθείρεται, και κατά τον ίδιο τρόπο και κάθε τέχνη. Β1. Στη φιλοσοφία του Αριστοτέλη είναι θεμελιώδης η διάκριση συχνά αντιθετική των εννοιών δύναμις και ἐνέργεια. Ο όρος δύναμις φαίνεται ότι περικλείει τη σημασία του δυνάμει και τη σημασία της δραστήριας δύναμης, της αρχικής πηγής της δράσης, της αποτελεσματικής αιτιότητας. Είναι δηλαδή, η δυνατότητα που έχει ένα πράγμα ή ένα ον να γίνει ή να κάνει κάτι. Ἐνέργεια είναι η πραγμάτωση αυτής της δυνατότητας (δυνάμεως) που έχει ένα πράγμα ή ένα ον. Στην αρχή της δεύτερης ενότητας των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης α- ναφέρεται σε όσα υπάρχουν στους ανθρώπους εκ φύσεως (π.χ. η όραση). Στην περίπτωση αυτών ο φιλόσοφος κάνει τη διαπίστωση ότι υπάρχουν εκ των προτέρων μέσα μας ως δυνατότητες και προχωρούμε αργότερα στις σχετικές ενέργειες. Σε όσα λοιπόν υπάρχουν μέσα μας «φύσει» προηγείται η ύπαρξή τους και ακολουθεί η ενέργεια, η χρησιμοποίησή τους, η πραγμάτωση. Δε συμβαίνει όμως το ίδιο με τις ηθικές αρετές. Στην περίπτωση αυτή πρέπει να προηγηθούν οι ενέργειες, η εφαρμογή τους στην πράξη, προκειμένου να αποκτήσει ο άνθρωπος την κάθε επιμέρους ιδιότητα. Για να αποκτήσει π.χ. ο άνθρωπος την αρετή της δικαιοσύνης, θα πρέπει πρώτα να προβεί σε πράξεις δίκαιες. Β2. Κοινό τόπο αποτελεί για τους αρχαίους Έλληνες ο άρρηκτος δεσμός που ένωνε το άτομο με την κοινωνική ομάδα, στενότερη ή ευρύτερη, στην οποία ανήκε. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, θεωρείται απαραίτητο να διαπαιδαγωγείται το άτομο με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξελίσσεται σε δημιουργικό μέλος μιας οργανωμένης πολιτικά κοινωνίας, να συμβάλει στην πρόοδο και την ευημερία της και να ζει αρμονικά με τους συμπολίτες του. Επομένως, η σωστή λειτουργία της "πόλεως-κράτους" αποτελεί παιδευτικό παράγοντα καθοριστικό για την προσωπικότητα και την ηθική διάπλαση του πολίτη. Ο ΣΑΡΑΦΙΔΗΣ Αριστοτέλης έρχεται ακόμη ΗΛΙΑΣ μια φορά να επιβεβαιώσει την παραπάνω σκέψη, επισημαίνοντας την τεράστια σημασία του έργου του νομοθέτη. Ο νομοθέτης δηλαδή επωμίζεται το ρόλο του παιδαγωγού, με την ευρύτερη έν-
νοια, καθώς η θέσπιση σωστών νόμων και η δίκαιη εφαρμογή τους εθίζουν τον πολίτη στην ενάρετη, άρα επιθυμητή, συμπεριφορά. Η καθημερινή πολιτική πράξη, όταν πραγματοποιείται υπό την καθοδήγηση του συνετού νομοθέτη, θα οδηγήσει στην υιοθέτηση από τον πολίτη του επιβεβλημένου (από την κοινωνία) κώδικα αξιών μέσω της άσκησης και του εθισμού. Η ηθικοποίηση ή όχι του πολίτη αποτελεί κατά τον Αριστοτέλη τη λυδία λίθο, το αξιολογικό κριτήριο των πολιτευμάτων. Ως λιγότερο ορθό δηλαδή κρίνεται το πολίτευμα εκείνο, στο οποίο ο νομοθέτης δεν ανταποκρίνεται με επιτυχία στο ρόλο του ως παιδαγωγού του κοινωνικού συνόλου. Αντίθετα, ορθό πολίτευμα θεωρείται αυτό, στο οποίο ο νομοθέτης έχει επιτύχει το στόχο του, δηλαδή την ηθική βελτίωση του πολίτη. Αυτό γίνεται εφικτό, όταν ο νομοθέτης χαράσσει επακριβώς τα όρια της κοινωνικά αποδεκτής συμπεριφοράς και με κατάλληλα μέσα αποτρέπει τον πολίτη από την υπέρβασή τους. Το επιχείρημα αυτό ενισχύει τη θέση του Αριστοτέλη ότι η ηθική αρετή δεν είναι έμφυτη αλλά επίκτητη ιδιότητα, αποτέλεσμα του εθισμού του ατόμου στην εκτέλεση ηθικών πράξεων. Β3. Στην τρίτη ενότητα των Ηθικών Νικομαχείων ο Αριστοτέλης χρησιμοποιεί ένα επιχείρημα από το χώρο της πολιτικής για να αποδείξει ότι καμιά από τις ηθικές αρετές δεν υπάρχει μέσα μας εκ φύσεως («οὐδεμία τῶν ἠθικῶν ἀρετῶν φύσει ἡμῖν ἐγγίνεται»). Ειδικότερα ο νομοθέτης επωμίζεται την ευθύνη να κάνει τους πολίτες αγαθούς εθίζοντάς τους στην απόκτηση συγκεκριμένων συνηθειών («οἱ γάρ νομοθέται τούς πολίτας ἐθίζοντες ποιοῦσιν ἀγαθούς»). Πιο απλά ο νομοθέτης αποτελεί τον καταλύτη που με τη θέσπιση σωστών νόμων θα δείξει στους πολίτες το δρόμο του ηθικού και του ενάρετου. Με τον υποθετικό λόγο που καταγράφεται στο τέλος της ενότητας («Εἰ γάρ μή οὓτως εἶχεν, οὐδέν ἂν ἒδει τοῦ διδάξοντος»), γίνεται εμφανές ότι ο νομοθέτης ενέχει ρόλο παιδαγωγού. Είναι εκείνος που, δίνοντας στους νόμους χαρακτήρα ηθοπλαστικό, θα προσανατολίσει τους πολίτες σε συγκεκριμένες ενέργειες που αργότερα θα γίνουν ποιοτικές έξεις. Αποτελεί δηλαδή για το σύνολο εκείνη την ηθική και πνευματική δεξαμενή από την οποία αντλεί ο καθένας το καλό παράδειγμα προκειμένου να διαμορφώσει ηθικό χαρακτήρα ο οποίος, κατά τον Αριστοτέλη, θα τον οδηγήσει στην ευδαιμονία. Κάτι αντίστοιχο υποστηρίζει και ο Πρωταγόρας στο δοθέν μεταφρασμένο κείμενο. Και εδώ διαφαίνεται ο παιδαγωγικός ρόλος του νόμου και του κράτους καθώς η πόλη αναγκάζει τους πολίτες να μάθουν τους νόμους και να ζουν σύμφωνα με αυτούς ώστε να μην ενεργούν από μόνοι τους και όπως νομίζουν οι ίδιοι. Ο νόμος δηλαδή βάζει τα πλαίσια, τα όρια ώστε οι πολίτες να ενεργούν σύμφωνα με κοινά αποδεκτούς όρους και να αποτρέπονται αυθαίρετες και ασύδοτες συμπεριφορές. Στην περίπτωση που συμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή στην περίπτωση που κάποιος είτε άρχων, είτε αρχόμενος παραβιάσει αυτούς τους όρους, υφίσταται κυρώσεις που ονομάζονται ευθύνες. Ο νόμος δηλαδή προνοεί ώστε να ξαναβάλει τον παραβάτη στην ευθεία, όταν αυτός παραστρατήσει. Από τα παραπάνω ΣΑΡΑΦΙΔΗΣ διαφαίνεται ότι και δύο ΗΛΙΑΣ στοχαστές πιστεύουν στην παιδαγωγική δύναμη του νόμου, ο οποίος έχοντας ηθικό χαρακτήρα, μπορεί να κατευθύνει τους πολίτες στη διάπραξη του ορθού και του ενάρετου. Η αγωγή εδώ απο-
κτά μια ευρύτερη πολιτική διάσταση και δείχνει ότι ο σκοπός της πολιτείας δεν περιορίζεται απλώς στην απόκρουση των εξωτερικών εχθρών και στη διατήρηση της ζωής, αλλά σε κάτι βαθύτερο και ουσιαστικότερο, στην ευδαιμονία των πολιτών μέσα σε μια τέλεια κοινότητα ζωής. Β4. Σχολικό βιβλίο σελ. 151-152: «Ένας λοιπόν από τους όρους αυτούς αν θα φτάσουν κάποτε ή όχι σ αυτήν». Β5. α) λήμμα < λαμβάνομεν, χρήμα < ἐχρησάμεθα, οισοφάγος < διαφέρει, πραξικόπημα < πράττοντες, κάτοπτρο < ἰδεῖν, εξής < ἒχοντες. β) έθιμο, δίδαγμα, αναμάρτητος, φρόνιμος. ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΟ ΑΔΙΔΑΚΤΟ Γ1. Μου φαίνεται πως δεν γνωρίζεις ότι, όποιος βρίσκεται πολύ κοντά στο Σωκράτη από πνευματική άποψη, όπως ακριβώς από συγγενική, και [τον] πλησιάζει συζητώντας, είναι αναγκασμένος, αν ίσως αρχίσει να μιλά πρώτα και για κάποιο άλλο ζήτημα, να μη σταματά να οδηγείται απ αυτόν με τη συζήτηση εδώ και εκεί, προτού να φτάσει στο σημείο να λογοδοτήσει για τον εαυτό του, με ποιο τρόπο δηλαδή ζει τώρα και με ποιον έχει ζήσει την προηγούμενή του ζωή και όταν φτάσει σ αυτό το σημείο [μου φαίνεται πως δεν γνωρίζεις] ότι ο Σωκράτης δε θα τον αφήσει προτού να ελέγξει όλα αυτά ωραία και καλά. Εγώ όμως είμαι φίλος του και γνωρίζω ότι [είναι] απαραίτητο να παθαίνει κανείς απ αυτόν τούτα και επίσης γνωρίζω καλά ότι ο ίδιος θα τα πάθω γιατί χαίρομαι, Λυσίμαχε, να συναναστρέφομαι τον άνδρα και νομίζω ότι δεν είναι καθόλου κακό να μας υπενθυμίζει κανείς οτιδήποτε δεν έχουμε κάνει σωστά ή δεν κάνουμε, αλλά αντίθετα [νομίζω] ότι [είναι] αναπόφευκτο να είναι πιο συνετός στην υπόλοιπη ζωή του εκείνος που δεν αποφεύγει τον έλεγχο αυτό, αλλά θέλει, σύμφωνα με το ρητό του Σόλωνα, και κρίνει σωστό να μαθαίνει όσο ζει και δεν πιστεύει ότι τα γηρατειά από μόνα τους έρχονται γεμάτα σοφία. Γ2. α. ΕΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ ΕΝΙΚΟΣ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟΣ τό γῆρας ὁ νοῦς οἱ νοῖ τοῦ γήρως τοῦ νοῦ τῶν νῶν τῷ γήρᾳ Δεν έχει τῷ νῷ τοῖς νοῖς τό γῆρας τόν νοῦν τούς νοῦς ὦ γῆρας ὦ νοῦ ὦ νοῖ Γ2. β. εἰδέναι: εἲσεσθαι, γνῶναι παρεληλυθότα: παριόντα, παρελθόντα οἰόμενον: οἰησόμενον, οἰηθέντα
Γ2. γ. Οριστική: ἀφῆκας, ἀφεῖτε Υποτακτική: ἀφῇς, ἀφῆτε Ευκτική: ἀφείης, ἀφείητε / ἀφεῖτε Προστακτική: ἂφες, ἂφετε Γ3. α. ὃτι ἀνάγκη (ἐστίν) αὐτῷ μή παύεσθαι ὑπό τούτου περιαγόμενον τῷ λόγῳ: δευτερεύουσα ονοματική ειδική πρόταση αντικείμενο στο απαρέμφατο «εἰδέναι» ὃς ἂν ἐγγύτατα Σωκράτους ᾖ λόγῳ: δευτερεύουσα επιρρηματική αναφορική υ- ποθετική πρόταση, προσδιοριστική στο «αὐτῷ» και συνάμα υπόθεση λανθάνοντος υποθετικού λόγου. πλησιάζῃ διαλεγόμενος: δευτερεύουσα επιρρηματική αναφορική υποθετική πρόταση, όμοια με την προηγούμενη, συνδεόμενη παρατακτικά με το συμπλεκτικό σύνδεσμο «καί». ὣσπερ (τίς ἐγγύτατα Σωκράτους ἐστί) γένει: δευτερεύουσα αναφορική παραβολική ελλειπτική πρόταση. ἐάν ἂρα καί περί ἂλλου του πρότερον ἂρξηται διαλέγεσθαι: δευτερεύουσα ε- πιρρηματική υποθετική πρόταση. πρίν ἂν ἐμπέσῃ εἰς τό διδόναι περί αὑτοῦ λόγον: δευτερεύουσα επιρρηματική χρονικοϋποθετική πρόταση (επιρρηματικός προσδιορισμός του χρόνου στο «παύεσθαι» και συνάμα υπόθεση λανθάνοντος υποθετικού λόγου. ὃντινα τρόπον νῦν τε ζῇ: δευτερεύουσα ονοματική πλάγια ερωτηματική πρόταση, μερικής άγνοιας (επεξήγηση στο «λόγον»). ὃντινα τόν παρεληλυθότα βίον βεβίωκεν: όμοια με την προηγούμενη συνδεόμενη παρατακτικά με τον συμπλεκτικό σύνδεσμο «καί». Γ3. β. Η πρόταση θα συμπτυχθεί σε μετοχή αορίστου, αιτιατική ενικού («ἐμπεσόντα δέ»), εφόσον σε αυτήν την πτώση βρίσκεται το υποκείμενό της («αὐτόν») στην πρόταση («ὃτι ἀφήσει Σωκράτης») που εκείνη θα ενταχθεί.