II ΣΥΜΒΟΛΙΙ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΊΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 1975/2001



Σχετικά έγγραφα
ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ (ΕΤΟΥΣ 1987)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Κεφαλή της Μιας Εκκλησίας είναι ο Χριστός (όλες οι τοπικές Εκκλησίες είναι Χριστοκέφαλες). Με τον όρο αυτοκέφαλο αποδίδεται, κατά τους ιερούς

Περιεχόμενα ΚΥΡΙΕΣ ΒΡΑΧΥΓΡΑΦΙΕΣ 13 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ Μ. ΚΟΝΙΔΑΡΗ 15 ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ 19 ΕΙΣΑΓΩΓΗ 23

Το πολίτευμα που προβλέπει το ελληνικό Σύνταγμα του 1975/1986/2001/ Οι θεμελιώδεις αρχές του πολιτεύματος

ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ ΚΥΠΡΟΣ. Σύνταγμα Διεθνείς Συμβάσεις Πρωτογενής νομοθεσία Δευτερογενής νομοθεσία. Δικαστήρια

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 9 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΣΑΓΩΓΗ 1. Αντικείμενο και πλαίσιο της εργασίας...

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Σελίδα 1 από 5. Τ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Συγκριτικό Εκκλησιαστικό Δίκαιο

Non Paper: Τα «11 σημεία» της Αρχιεπισκοπής

Η αυτοκάθαρση στην Εκκλησία (Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

1. Αναθεώρηση του Συντάγματος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟ ΙΣΤΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ,ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ,ΤΟΜΕΑΣ ΗΜΟΣΙΟΥ ΙΚΑΙΟΥ

Μητρ. Δημητριάδος: Το επιχειρούμενο Σύνταγμα θα αναιρεί τον εαυτό του

Συνεχίζεται στη Βουλή η συζήτηση για το άρθρο 3

811 Ν. 23/90. ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ Δικαστήρια Δικαστές Γραμματεία

669/2013 ΜΠΡ ΑΘ ( ) (Α ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΝΟΜΟΣ)

Η Ορθόδοξη Αρχιεπισκοπή της Kλάσης Δυτική Εξαρχία:

ΔΕΟ 24 Δημόσια διοίκηση και πολιτική. Τόμος 2 ος : Η διάρθρωση του Ελληνικού κράτους. Η Ελληνική Δημόσια Διοίκηση

ΕΡΓΑΣΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ Α ΕΞΑΜΗΝΟ ΕΤΟΣ:

ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ «ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ Ν. 3126/2003 ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΝΙΚΗ ΕΥΘΥΝΗ ΤΩΝ ΥΠΟΥΡΓΩΝ»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 12 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Η σχολιαζόμενη απόφαση παρουσιάζει σημαντικό. ενδιαφέρον τόσο γιατί πραγματεύεται σημαντικά νομικά ζητήματα

ΟΔΗΓΟΣ ΜΕΛΕΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΥ «Επιτομή Γενικού Διοικητικού Δικαίου» του Απ. Γέροντα, εκδ. Σάκκουλα, Αθήνα - Θεσσαλονίκη 2014

ΕΙΣΑΓΩΓΗ. Ι. Η έννοια του δικαίου. 1. Ορισμός του κανόνα δικαίου

<~ προηγούμενη σελίδα ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. ***Οι σωστές απαντήσεις είναι σημειωμένες με κόκκινο χρώμα. 1. Η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας γίνεται :

Περιεχόμενα. Μέρος Ι Συνταγματικό Δίκαιο... 17

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΠΡΟΛΟΓΟΣ... 7 ΣΥΝΤΟΜΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΥΡΙΟΤΕΡΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΝΟΜΟΘΕΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ... 37

Θέµα εργασίας. Η ερµηνεία του άρθρου 8 παρ. 1 του Συντάγµατος

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ ΝΟΜΙΚΩΝ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Π.Μ.Σ. ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ

«ΟΜΟΣΠΟΝΔΙΑ ΣΩΜΑΤΕΙΩΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΕΡΟΠΟΡΙΑΣ Ο.Σ.Π.Α.»

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΑΘΗΝΩΝ ΣΧΟΛΗ Ν.Ο.Π.Ε ΤΜΗΜΑ ΝΟΜΙΚΗΣ Πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών Δημοσίου Δικαίου Μάθημα: Συνταγματικό Δίκαιο

Το δύσκολο διάστημα προς την Ιεραρχία

ΓΝΩΜΟΛΟΤΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

ΣΥΝΤΑΓΜΑ ΤΟΥ ΜΑΥΡΟΒΟΥΝΙΟΥ

ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ. Δημόσια νομικά πρόσωπα

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 1 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΣΧΕΤ. : Το με αριθ / έγγραφο του Γραφείου Νομικού Συμβούλου Ι.Κ.Α. Ε.Τ.Α.Μ.

Άρθρο 1. Μορφή του πολιτεύματος * Άρθρο 2. Πρωταρχικές υποχρεώσεις της Πολιτείας ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ

Αριθµός 111/2013 ΤΟ ΠΕΝΤΑΜΕΛΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 11 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1 Ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2 Ο

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Βασικές διατάξεις

Αριθμός 73(Ι) του 2018 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Συνεδριάζει η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος- Τι είπε ο Αρχιεπ. Αθηνών για τις εισηγήσεις, τις εκλογές Μητροπολιτών και το Ουκρανικό ζήτημα

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόμενων διατάξεων

Θεσμοί Ευρωπαϊκών Λαών Ι 19 ος -20 ος αιώνας

-Να καταργεί διατάξεις που δεν ανταποκρίνονται στη σημερινή πραγματικότητα

Συμβούλιο της Επικρατείας (Ολομέλεια) Απόφαση υπ αριθμόν 983/2012

ΘΕΜΑ: ΤΟ ΟΛΛΑΝΔΙΚΟ ΣΥΝΤΑΓΜΑ (Συνοπτική παρουσίαση) ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ:ΦΩΤΗΣ ΜΟΡΦΟΠΟΥΛΟΣ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 9 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 8 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Εκτακτη Ιεραρχία Οι τρεις νέοι Μητροπολίτες στις Ιερές Μητροπόλεις Γλυφάδας, Περιστερίου και Σισανίου

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΕΘΝΙΚΟ ΚΑΙ ΚΑΠΙΣΤΡΙΑΚΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ

Προτεινόμενη. Ισχύουσα διάταξη

Συνταγματικό Δίκαιο Ενότητα 4: Πηγές του Δικαίου

Ε.Ε. Παρ. Ι(Ι), Αρ. 4526, (I)/2015 ΝΟΜΟΣ ΠΟΥ ΠΡΟΒΛΕΠΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΚΑΙ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΤΟΥ 2015

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ. 4. Ποια από τις ακόλουθες πράξεις του Προέδρου της Δημοκρατίας δεν απαιτείται να φέρει και την υπογραφή του αρμόδιου Υπουργού :

Περιεχόμενο: Αρχή διάκρισης των λειτουργιών

Απόφαση 3216/2003 Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας Υπόθεση άδειας μητρότητας σε δικαστικούς λειτουργούς

Σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης το Ίδρυμα Ποιμαντικής Επιμόρφωσης

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 10 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΛΙΒΙΖΑΤΟΣ ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΑΘΗΝΩΝ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΣ. Οδός Βαλαωρίχου 12, ΛΟήνα. ΓνωίΛοδόιηση. Α' Εοώτηαα

ΠΙΝΑΚΑΣ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΩΝ

ΜΟΝΤΕΛΟ ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ 2016 Δ ΣΥΝΟΔΟΣ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ. Άρθρο 1 Ελευθερία θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας

Μητρ. Βελγίου: «Αναμένοντες τον Πατριάρχη του Γένους»

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 2 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

1. Ιστορική Αναδρομή Συστήματα ρυθμίσεως σχέσεων που ίσχυσαν ανά τους αιώνες Συστήματα «Ενώσεως»... 8

Συγκριτικός πίνακας ισχυουσών και προτεινόµενων διατάξεων

ΑΔΑ: 0Η-063Β ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΗ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΑΝΑΡΤΗΤΕΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΦΑΝΕΙΑ ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 7 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Θέµα: «Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας κατά το. Σύνταγµα»

ένα καινοτόμο Σύνταγμα για την ελλαδα A NEW CONSTITUTION FOR GREECE ΚΕΊΜΕΝΑ ΕΡΓΑΣΊΑΣ

ΕΦΗΜΕΡΙ Α ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ

ΕΚΘΕΣΗ ΕΠΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΣΧΕΔΙΟΥ

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ. Συνάντηση αντιπροσωπείας του ΔΣ της Πανελληνίου Ενώσεως Θεολόγων (ΠΕΘ) με τον Υπουργό Παιδείας, Έρευνας & Θρησκευμάτων κ.

Οργάνωση και Λειτουργία του Κράτους 19 ος Διαγωνισμός ΕΣΔΔ 2 ος Διαγωνισμός ΕΣΤΑ Σάββατο 09 Δεκεμβρίου 2006

Αθήνα, Αριθ. Πρωτ.: Γ/ΕΞ/8150/ Α Π Ο Φ Α Σ Η 158/2013

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 3 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

Το Δίκαιο, η Νομική Επιστήμη και η σημασία τους για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές. Αναλυτικό διάγραμμα του μαθήματος της Δευτέρας 5/10/2015

ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΟΙΚΟΝOΜΙΚΩΝ ΝΟΜΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΟ ΙΚΑΙΟ. Θέµα: Η αρχή της ανθρώπινης αξίας ΒΑΣΙΛΙΚΗ. ΓΡΙΒΑ. ιδάσκων Καθηγητής: Ανδρέας Γ. ηµητρόπουλος

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΑΝΟΙΧΤΑ ΑΚΑΔΗΜΑΙΚΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ. Διάλεξη 5 η. Κυριάκος Κυριαζόπουλος, Επίκουρος Καθηγητής Τμήμα Νομικής ΑΠΘ

376 ΕΦΗΜΕΡΙ Α TΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ. Τεύχος Α 32/

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΑ ΦΡΟΝΤΙΣΤΗΡΙΑ ΚΟΛΛΙΝΤΖΑ ΜΑΘΗΜΑ: ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ - ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ

Οικογενειακό Δίκαιο. Τίτλος Μαθήματος LAW 201. Κωδικός Μαθήματος. Υποχρεωτικό. Τύπος μαθήματος. Προπτυχιακό. Επίπεδο. 2 ο / 3 ο (Χειμερινό)

ΕΙΣΗΓΗΣΗ για το 1 Ο θέμα της Αντιπροσωπείας του ΣΑΔΑΣ-ΠΕΑ στις 5 Ιουλίου 2014: «ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΜΗΧΑΝΙΚΩΝ»

Αριθμός 2176/2004 ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΟΛΟΜΕΛΕΙΑ. Διοικητική πράξη - Ανάκληση - Αρχή του κράτους δικαίου - Αρχή της

Καλλικράτης: οι Περιφέρειες ως δεύτερος βαθμός τοπικής αυτοδιοίκησης

Αγιο Ορος για αλλαγή φύλου στα 15: Θα σηκωθούν οι πρόγονοί μας από τους τάφους

Συμμετοχικές Διαδικασίες και Τοπική διακυβέρνηση

ΑΝΕΞΙΘΡΗΣΚΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Transcript:

Γ II ΣΥΜΒΟΛΙΙ ΤΗΣ ΝΟΜΟΛΟΓΙΑΣ ΊΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΑΡ. 1 ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 3 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ 1975/2001 Αντιπρόεδρος ΤΟΥ Ελ γή όταξη στο Σύνταγμα (Σ.) της επίκλησης «Εις το όνομα της Αγίας και Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» εκφράζεται η ευσέβεια των Ελλήνω Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού», που με την παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ. ορίζεται ως επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα. Η Ανατολική Ορθόδοξη και εις τους αιώνας» και είναι κατ αρχή θεοσύστατο καθίδρυμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ο οποίος είπε «καγώ δε σοι λέγω ότι συ ει Πέτρ μήσω μου την Εκκλησία και πύλαι Άδου ου κατιοχύσουσιν αυτής» 1. Σ. επιθυμώντας να Κατοχυρώσει τη θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, την οποία στην Ελλάδα εκφράζει η Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλά αφερομένη ως Εκκλ. Ελλ.), θέσπισε γι αυτή με τη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 3, τρεις θεμελιώδεις κανόνες και συγκεκριμένα α) ότι είναι αν ε τη Μεγάλη Εκκλησία της Κων/πολης και με κάθε άλλη ομόδοξη Εκκλησία του Χριστού και τηρεί απαρασάλευτα τους ιερούς κανόνες και τις ιερές και γ) διοικείται από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία αρχιερέων, αφού άλλωστε πέριξ αυτών ως προεστώτων συγκεντρώνεται η Εκκλησία 2. νάγνωση της διάταξης της παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ., ο νομικός, ο δικαστής αλλά και ο απλός πολίτης, βρίσκονται αντιμέτωποι με ορισμένα ερωτήμ τα οποία καλείται να απαντήσει η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), αφού το δικαστήριο έχει δικαιοδοσία για ακύρωση των εκτελεστ κκλησίας, με βάση το άρθρα 95 παρ. 1 του Σ., διότι ο ισχύον Καταστατικός Χάρτης (Κ.Χ.) της Εκκλ. Ελλ., δηλαδή ο ν. 590/1977, στην παρ. 1 του της νομικές της σχέσεις» είναι ι. Ματθ. Ιστ 18-19. 2. Μητρ. Τυρολόης Παντελεήμων στο περιοδικό Εκκλησία (του λοιπού ΕΚΚΛ.) 1987, σ362επ

όσωπο δημοσίου δικαίου (ν.π.δ.δ.) 3. Η ρύθμιση αυτή δεν έχει την η Εκκλ. Ελλ. εξομοιώνεται πλήρως με τα καινά ν.π.β.δ. 4, αλλά με την ή ρύθμιση τονίζεται η ιδιαιτερότητα του νομικού προσώπου της ς, την οποία πρέπει να μεταχειρίζεται ο εφαρμοστής του νόμου χι με αυστηρά νομικίστικο πνεύμα, αλλά και με βάση το δόγμα της και το Θεοσύστατο εσωτερικό της πολίτευμα. Η ρύθμιση αυτή πρακτικούς λόγους, για την αντιπροσώπευση της Εκκλησίας στις ς της σχέσεις και δραστηριότητες και αποτελεί επανάληψη όμοιας ου είχε διατυπωθεί στους προϊσχύσαντες Κ.Χ. της Εκκλησίας 1. ς «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ελλάδος» τον παραπάνω όρο, η παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ. κατ' αρχή ενκκλησία που ιδρύθηκε με τη Διακήρυξη της 23 Ιουλ./ 1 Αυγ. 1833 ανεξαρτησίας της Ελληνικής Εκκλησίας», που τοπικά αρχικά πεε τις ιδρυθείσες τότε 10 μόνιμες και 30 προσωρινές Επισκοπές 6 νονταν σε ολόκληρη την περιφέρεια της Πελοποννήσου, της Ελλάδας, της Εύβοιας, των νήσων Σκύρου, Σκοπέλου, νικού και των Κυκλάδων νήσων, δηλαδή περιελάμβανε ομάδα χριστιανών που διέμεναν στην ως άνω περιοχή και είχαν ενιαία γάνωση 7. e facto αυτή ίδρυση της Εκκλ. Ελλ. από το 1833, με αποκοπή του ως υ από τη δικαιοδοσία του Οικ. Πατριαρχείου Κων/πολης, κακε στο άρθρο 1 του Σ. του 1844 και αναγνωρίσθηκε εκκλησιαστι- Οικ. Πατριαρχείο μεταγενέστερα με τον Πατριαρχικό Τόμο της, που ανακήρυξε την Εκκλ. Ελλ. ως αυτοτελή και ανεξάρτητη τοησία, που διοικείται από Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) υπό την προ- Μητροπολίτη Αθηνών 8. Ο ίδιος όρος επαναλαμβάνεται στο Σ. του ε αυτόν νοείται η Εκκλ. Ελλ. με τα ως άνω τοπικά όρια. ετά την ένωση της Επτανήσου και την προσάρτηση της Θεσσαλίλασσώνας) και της Άρτας στην Ελλάδα και την από το λόγο αυτό 3796/1990 Τμ.Γ. αρίνος, Ο έλεγχος των πράξεων των εκκλησιαστικών αρχών υπό ΣτΕ, στην σ 17 και 20 επ ν. ΣΑ/1852, άρθρα 2 και 13, ν. 5187/19.ΊΙ, άρθρα 6 και 55. α.ν. 2170/194 *. 671/1943 και άρθρο 1 παρ. 4 ν.δ. 126/1969. β.δ. 20/27 Νοεμβρ. 1833 ΦΕΚ 38. την έναια του όρου «Εκκλησία» βλ. Δ. Τσάτσου, Συνταγμ. Δίκαιο, Τόμ. Β, 0, 581 και 594 επ. Σ της 9/10.7-1852 ΦΕΚ 25 ίδρυσε την Ι. Μητρόπολη Αθηνών, 10 ισκοπές στις έδρες νομών και 13 Επισκοπές. συντομίας αποκλήθηκαν από του έτους 1914 από το νο Χώρες» 10. Οι υφιστάμενες στις περιοχές αυτές Ι. Μητρο 0ρόνου υπήχθησαν στην άμεση διοίκηση της Εκκλ. Ελλ. Α με το ν. 3615/1928 (ΦΕΚ Α' 120/11.7.1928 Αναδημ. ΦΕΚ 123/12.7.1938). Ο νόμος αυτός που ισχύει και σήμερα στο άρθρο 1 αυτού ο Μητροπόλεις του Οικ. Θρόνου στις Νέες Χώρες αναγνω διοικητική αυτών αρχή την «εν Αθήναις Ιεράν Σύνοδο Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος» στην οποίαν ανατ Οικ. Πατριαρχείου η διοίκησις αυτών, τηρουμένων τω κανονικών δικαιωμάτων αυτού» και β) ότι οι μητροπολίτ εξομοιώνονται κατά πάντα προς τους μητροπολίτες της αυτοκέφαλης Ε επεκτεινομένου γενικώς και επ' αυτών του καταστατικού μετέχουν «της εν Αθήναις Συνόδου της Ιεραρχίας παρεδρεύοντες της αρχιερωσύνης» και της «εν Αθήναις Ιεράς Συνοδου 5- Μετά το ν. 3615/1928» επακολούθησε η έκδοση τ Πράξη της 4-9-1928, με την οποία το Οικ. Πατριαρχείο εκκλησιαστικά τη διοίκηση των Ι. Μητροπόλεων των λε Χωρών, επιτροπικά, στην άμεση διακυβέρνηση της Αυτοκέφαλης Εκκ με δέκα (από Α έως Ι) όρους. Με βάση τις ως άνω μεταβολ του άρθρου 3 του ισχύοντος Σ.., ως Ορθόδοξη Εκκλ. Ελλ ιδρυθείσα κατά τα ανωτέρω από το 1833 Εκκλησία, με σ 9- Με την ΙΙατρ. ΙΙράξη Ιουλίου 1866 για την Επτάνησο κ Μαΐου 1882 για τις Ι. Μητροπόλείς Λαρίσης, Δημητριάδος, Φανα και τις Επισκοπές Γαρδικίου, Τρίκκης, Σταγών, Πλαταμώνος και Θαυ 10. Βλ. ιδίως ν. 295 της 29/3Ο.9-1914 «περί καταδιώξεως των εν Διαπραχθέντων εγκλημάτων» 11. Δηλαδή της τότε ισχύουσας Απόφ, Επαν/σης της 14/14.12. συμπληρώθηκε με Απόφ. Επαν/σης της 31/31.12.1923 και το ν ισχυσάντων στη συνέχεια καταστατικών νόμων και του ήδη ισχύον 12. Ο ν. 3615/1928 στις περιπτώσεις δ και ε του άρθρου αρχιερείς των Νέων Χωρών δικάζονται όπως και οι αρχιερείς τη Και εκλέγονται από κατάλογο εκλέξιμων, απαγορευμένης της απ μετάθεσης, επιτρεπόμενης όμως της πλήρωσης χηρεύουσας μόνι Νέων Χωρών με μετάθεση αρχιερέα που κατέχει προσωρινή μητ όμως οι περιπτώσεις αυτές θεωρούνται ήδη ότι καταργήθηκαν απ νόμους, καθώς και με το άρθρο 74 του ισχύοντος ΚΧ τική παραχώρηση των Ι. Μητροπόλεων των περιοχών αυτών από το ιαρχείο στην Εκκλ. Ελλ. 9, ως Ορθόδοξη Εκκλ. Ελλ. στα Σ. του 1911, 1927 νοείται η Εκκλ. Ελλ. με την ως άνω συνολική εδαφική. τους πολέμους 1912-1913 και 1916-1920 περιήλθαν στην του ελληνικού κράτους οι περιοχές της Ηπείρου, Μακεδονίας, ς και των Νήσων Αιγαίου (πλην Ίμβρου και Τενέδου), που χάριν

περιφέρεια αυτήν ολόκληρης της Ελλάδας, πλην Κρήτης 13 και Δωδ/νήσου 14, για τις οποίες προνοεί η παρ. 2 του άρθρου 3 του Σ., και της περιοχής Αγίου Όρους 15. Τούτο δέχεται και η ΣτΕ 3762/2002 Τμ. Γ', που αναφέρει ότι υπό την έννοια του άρθρου 3 παρ. ι του Σ., η Εκκλ. Ελλ. νοείται χωρίς «τις περιοχές του Κράτους» στις οποίες κατά την παρ. 2 του άρθρου αυτού εξακολουθεί να ισχύει το υφιστάμενο κατά τον χρόνο ψήφισης του Σ. διαφορετικό εκκλησιαστικό καθεστώς. Γ. Το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Ελλάδος ι. Το άρθρο 2 του Σ. του 1844 γι«πρώτη φορά όρισε ότι η Ορθόδοξη Εκκλ. Ελλ. «είναι αυτοκέφαλος ενεργούσα ανεξαρτήτως πάσης άλλης Εκκλησίας τα κυριαρχικά αυτής δικαιώματα». Η ίδια διατύπωση επαναλήφθηκε στα Σ. του 1864, 1911, 1925, 1927 και 1952, καθώς και στα συνταγματικά κείμενα του 1968 και 1973 Το ισχύον Σ. αρκείται στη φράση ότι η Εκκλ. Ελλ. είναι «αυτοκέφαλη», δηλαδή ως τοπική Εκκλησία έχει διοικητική αυτοτέλεια ή άλλως αυτονομία, χωρίς να αναγράφει ως περιττές και εμπεριεχόμενες στον ως άνω όρο τις λοιπές ως άνω φράσεις των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων. Η συνταγματική κατοχύρωση του αυτοκέφαλου της Εκκλ. Ελλ. είναι σημαντική, αφού κάθε πράξη της πολιτείας ή τρίτων ή άλλης Εκκλησίας που θίγει το αυτοκέφαλο αυτής είναι αντισυνταγματική. Το αυτοκέφαλο αυτό σημαίνει, όπως δέχεται η ΣτΕ 507/1987 Τμ. Γ', αυτοδιοίκηση και εξουσία της Εκκλησίας να αποφασίζει για τις υποθέσεις της, με δικά της όργανα, τα οποία συγκροτούνται όπως το Σ. ή ο Κ.Χ. ή ο νόμος ορίζει 16. 2. Το αυτοκέφαλο που ρυθμίζει το Σ., συμβαδίζει με το παρασχεθέν στην Εκκλ. Ελλ. από το Οικουμενικό Πατριαρχείο αυτοκέφαλο, (αφού σ' αυτό κατά προνομία ανήκει η αρμοδιότητα παραχώρησης του αυτοκέφαλου άλλων τυπικών εκκλησιών 17 ), με τον Πατριαρχικό Τόμο της 29/6/ ι;}. Βλ. ν. 276/1900 ΦΕΚ 7 2 Κρητικής Πολιτείας, ν. 5621/1932 και ν. 4149/1961. 14- Περιλαμβάνονται οι Ι. Μητροπόλεις Κώου, Ρόδου, Λέρου και Καρπάθου και η Εξαρχία Πάτμου- βλ. Στ1 3 2 37/2ΟΟΟ Τμ. Δ'. ι,5 Άρθρο 105 ιοχύοντος Σ. ι6. Η Ολ. ΣτΕ 1476/1975 δέχεται ότι το καταργηθέν άρθρο ι ν.δ. 284/1974 νια ρύθμιση από Δήμους και Κοινότητες των θεμάτων διοίκησης και διαχείρισης των μη ενοριακών ναών των κοιμητηρίων δεν αντίκειται στο αυτοκέφαλο της Εκκλ. κατά το Σ. Ομοίως η ΣτΕ 2715Λ9Ν4 Τμ. Γ δέχεται ότι η ρύθμιση από το νομοθέτη κατά διαφοροποίηση του μισθολογίου Των εφημερίων δεν θίγει το αυτοδιοίκητο της Εκκλ., διότι δεν αποτελεί δογματικό ζήτημα ούτε συνεπάγεται μεταβολή βασικού διοικητικού θεσμού αυτής. Η ΣτΕ 1956/1986 Τμ. Γ' δέχεται ότι η αφαίρεση από την Εκκλ. των ιερών προσκυνημάτων Κυθήρων με το ΙΙ.Δ. 272/1985 δεν παραβιάζει το αυτοδιοίκητο αφού αυτά δεν αποτελούσαν εκκλησιαστική περιουσία. 17- Γ Λιλαίος, «Οικ. Πατριαρχείο και Αυτοκέφαλο Εκκλησίας» στην ΕΚΚΛ. 1991 σ118. Μητρ Ναυπάκτου Ιερόθεος, «Ιεραρχία Καταλλαγής... κ.λπ.» στην εφημ. ΒΗΜΑ Αθηνών, φ. 2/11/2003, όπου αναλύεται η κατ' αυτόν έννοια της αυτοκεφαλίας. 1850 18. Το αυτοκέφαλο αυτό ως διοικητική αυτοτέλεια που περιλαμβάνει όλες τις Ι. Μητροπόλεις που ανήκουν στην άμεση διοίκηση της Εκκλ. Ελλ., δεν μπορεί να αρθεί παρά μόνο με τροποποίηση της παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ., έστω και αν αρθεί εκκλησιαστικά με κοινή συμφωνία Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλ. Ελλ. 3 Το αυτοκέφαλο, παρά τη δογματική ενότητα της Εκκλ. Ελλ. με το Οικ. Πατριαρχείο και τις άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, περιλαμβάνει, ειδικότερα, το δικαίωμα της ελεύθερης εσωτερικής εκκλησιαστικής διοίκησης, στα θέματα εκλογής και χειροτονίας αρχιερέων, για διαποίμανση ίων Ι. Μητροπόλεων που ανήκουν στην άμεση διοίκηση της Εκκλ. Ελλ., σε θέματα καθορισμού του αριθμού των επισκοπών ή μητροπόλεων και ι ης ονομασίας αυτών, της χειροτονίας ιερέων και διακόνων, της διοίκησης των Ι. Μονών, της ευταξίας και εκπαίδευσης του ιερού κλήρου, του κηρύγματος και της επιβολής πειθαρχικών και πνευματικών ποινών στα μέλη της εκκλησίας, σύμφωνα με τους ισχύοντες νόμους, τους ιερούς κανόνες και παραδόσεις της θρησκείας και τις αποφάσεις της Ι.Σ. Ιεραρχίας και της ΔΙΣ. Άλλωστε, η εξουσία της Εκκλησίας στους κληρικούς όλων των βαθμών και τους μοναχούς, εκδηλώνεται ιδιαίτερα με την ιερατική εξουσία, στην οποία περιλαμβάνεται η λειτουργική, διδακτική, ποιμαντική,

νομοθετική και δικαστική εξουσία 19, Η ΣτΕ 2715/19Η4 Τμ. Γ' δέχθηκε, σύμφωνα με τα ανωτέρω, ότι η αυτοδιοίκηση της Εκκλησίας περιλαμβάνει την εξουσία να αποφασίζει για τ κ: υποθέσεις της με τα όργανα της και να διοικείται από ι ην Ι.Σ. Ιεραρχίας και Γη ΔΙΣ, μέσα στα πλαίσια των γενικών κανόνων που θεσπίζει ελεύθερα ο νομοθέτης, που δεν μπορεί να χωρήσει μέχρι θεμελιώδους μεταβολής των βασικών διοικητικών θεσμών, που έχουν καθιερωθεί πάγια στην οργάνωση και λειτουργία της 20. 4 Το ισχύον Σ., συνεπές με το θεσπιζόμενο αυτοκέφαλο της Εκκλ Ελλ. με τη διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 3, ορίζει ότι το εκκλησιαστικό καθεστώς που υπάρχει σε ορισμένες περιοχές του Κράτους δεν αντίκειται στις διατάξεις της παρ. 1, αφού χωρίς την παράγραφο αυτή οι μέχρι τούδε ισχύοντες νόμοι, με βάση τους οποίους η Εκκλησία της Κρήτης είναι αυτόνομη και οι Ι. Μητροπόλεις Δωδ/νήσου υπάγονται στο Οικ. Πατριαρχείο, θα ήταν ανίσχυροι, ως αντίθετοι στην παρ. 1 του άρθρου 3 ίου Σ. και αφήνει στον κοινό νομοθέτη τη μελλοντική υπαγωγή του εκκλησιαστικού αυτού χώρου στην Εκκλ. Ελλ. ι8. Ο Πατρ. Τόμος επικυρώθηκε με το Δ/γμα της23/7/1850, ως πράξη νομικού προσώπου δημοσίου διεθνούς δικαίου εξωκρατικού, όπως είναι το Οικ. Πατριαρχείο, και κατά τους κανόνες του Δημ. Διεθν. Δικαίου- Κ. Βαβούσκος, Λρμεν.1978 σ197επ βλ. όμως και Λ. Μαρίνο στο Ν.Δ. 1974. Ο. 5 2 9 19 Βλ. /. Ευταξία, «Περί Ιερατικής Εξουσίας», Τόμος 1ος 1872. Αμ. Αλιβιζάτου, «Το Κανονικόν Δίκαιον της Ορθ. Εκκλησίας», 1941,σ 23επ., Μελ Αποστολόπουλου, «Εκκλ. Δίκαιον», 1906, σ. 317 επ. 20. Ομοίως η ΣτΕ 5057/1987 Τμ. Γ. Δ. Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ι. Από τη διατύπωση της παρ. 1 του άρθρου του Σ., κατά την οποία «Η Εκκλησία της Ελλάδος διοικείται 21 από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία αρχιερέων και από τη ΔΙΣ που προέρχεται απ' αυτή και συγκροτείται όπως ορίζει ο Κ.Χ. της Εκκλησίας...», προκύπτει ότι το Σ. καθιερώνει ως σύστημα σχέσεων Κράτους και Εκκλ. Ελλ. το σύστημα της «νόμω κρατούσης πολιτείας» 22, κατά το οποίο παρέχεται δικαίωμα στην πολιτεία όπως με νόμο επεμβαίνει στη διοίκηση της Εκκλησίας. Με το σύστημα αυτό περιορίζεται το αυτοκέφαλο και αυτοδιοίκητο αυτής, αφού στη συνέχεια, όπως στο άρθρο 72 παρ. ι του Σ. ορίζεται, στην Ολομέλεια της Βουλής συζητούνται και ψηφίζονται νομοσχέδια και προτάσεις νόμου για θέματα του άρθρου 3 του Σ. Το σύστημα αυτό καθιστά μη εμφανή τα όρια της πολιτειακής δικαιοδοσίας και εξουσίας, τα οποία μεταβάλλονται ανάλογα με τις αντιλήψεις των διαφόρων κυβερνήσεων 23. 2. Η ρύθμιση αυτή δεν υπήρχε στα προϊσχύσαντα Σ., πολλοί όμως δέχονται ότι το σύστημα «της νόμω κρατούσης πολιτείας» πρέπει να εναρμονίζεται και με την αρχή «της συναλληλίας», δηλαδή η νομοθέτηση από την πολιτεία πρέπει να γίνεται με σεβασμό της εκκλησιαστικής εξουσίας και να λαμβάνονται θετικά μέτρα για την Εκκλησία, με τη σύμφωνη κατά το δυνατό γνώμη της για το συμφέρον της, ως επικρατούσας θρησκείας και Εκκλησίας 24 και με την αποστολή στην Εκκλησία για γνωμοδότηση των προς ψήφιση διατάξεων νόμων, καθώς και των κανονιστικών διαταγμάτων 25. Οι καθηγητές Αρ. Μάνεσης και Κ. Βαβούσκος 26 δέχονται ότι το Σ. 1975 εμπεριέχει παράλληλα και το σύστημα «της συναλληλίας», που πέρασε στον ισχύοντα Κ.Χ. της Εκκλησίας 27, ώστε ο εκατέρωθεν σεβασμός οριοθετεί και 21. Ο ΑΓ. Ραμιώτης, «Εκκλησία και Πολιτεία υπό το Σ. 1975» στην ΕΚΚΛ. 1993. σ. 203 επ., δέχεται ότι οι όροι «διοικείται» και «αυτοδιοικείται» ταυτίζονται. 22. Βλ. Ν. Κατσαρό, Λντιπρ. Βουλής, εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, φ. 22/2/1993 Βλ. Αγόρευοη Βουλευτή Στ. Παπαθεμελή στα Πρακτικό Υποεπιτρ. Συντάγμ., ο. 412, που υποστηρίζει ότι το σύστημα αυτό είναι πολιτειοκρατικό και έχει αποδοκιμασθεί από την Επιστή μη της Θεολογίας και την Εκκλησία. Βλ. Α. Μαρίνο, «Σχέσεις Εκκλ. και Πολιτείας», 1984, ο. 6,}, που υποστηρίζει ότι με τη ρύθμιση αυτή η Εκκλησία παραδόθηκε στη διάθεση του πολιτειακού νομοθέτη. 23 ' } λ. Χρ, Ροκοφυλο - Ηλ. Χαλιακόηουλο, στο ΝοΒ 1975. ο. 853 επ. 24 Βλ. Κ. Ι'αμιώτη, ΕΚΚΛ. 1993. " 203. 25- Βλ. /'. ΛιλαΙο, ΕΚΚΛ. 199<>, σ. 475 που υποστηρίζει ότι για την τροποποίηση του Κ.Χ. πρέπει να υπάρχει σύμφωνη

γνώμη της Εκκλ. Ελλ. 26. Βλ. Αρ. Νϊάνναη, «Ατομικές Ελευθερίες», σ. 256 και Κ. Βαβούσκο, στο ΝοΒ 975. Ο. 1013. Βλ. ΕΚΚΛ. 1993. Ο. 205. 27 Βλ. άρθρο 2 ν. 59<>/ΐ977 προσδιορίζει τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας 28. Η Ολ. ΣτΕ Ι476/1975 δέχθηκε έμμεσα την αρχή της συναλληλίας, αφού έκρινε ότι δεν είναι αντισυνταγματικό το ν.δ. 284/1974 διότι πριν από την έκδοση του γνωμοδότησε γι' αυτό η ΔΙΣ. 3. Ο Κ.Χ. της Εκκλ. Ελλ., ο νόμος δηλαδή που ψηφίζεται και τροποποιείται από την Ολομέλεια της Βουλής (ΣτΕ ()λ. 3178/1976), ρυθμίζει τα της διοίκησης και οργάνωσης της Εκκλησίας. Ο Κ.Χ. όμως με πολλές διατάξεις του 29 παρέχει επίσης εξουσιοδοτήσεις στην αυτοδιοικούμενη Εκκλ. Ελλ., όπως με Κανονισμούς, που δημοσιεύονται στην Εφ. Κυβερνήσεως, νομοθετεί κανονιστικά, με την προϋπόθεση ότι αυτοί εκδίδονται εντός των ορίων της νομοθετικής εξουσιοδότησης αυτού (Κ.Χ.) και όχι καθ' υπέρβαση αυιής 30 και σε συνδυασμό με την παρ. ι του άρθρου 3 του Σ. Το ΣτΕ δέχθηκε 31 με πολλές αποφάσεις του ότι είναι συνταγματικά θεμιτή η εξουσιοδότηση αυτή στην Ιερά Σύνοδο για θέσπιση κανονιστικών διατάξεων 32, 4 Η ΣτΕ Ολ. 3178/1976 33 δέχθηκε επίσης, ότι ο υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων νομιμοποιείται σε έλεγχο νομιμότητας των πράξεων και αποφάσεων της Εκκλησίας, διότι στην αντίθετη περίπτωση ο έλεγχος θα περιερχόταν στη δικαστική εξουσία (ΣτΕ) και δεν θα εξασφαλιζόταν απόλυτα η νομιμότητα, αφού δεν εγείρονται πάντοτε, ενώπιον του ΣτΕ αιτήσεις ακύρωσης κατά πράξεων ή αποφάσεων της Εκκλησίας. Όμως ο έλεγχος αυτός του υπουργού μπορεί να οδηγήσει σε επεμβάσεις, που θίγουν το αυτοδιοίκητο της Εκκλησίας, αφού η παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ. δεν προβλέπει έλεγχο και εποπτεία του υπουργού στην Εκκλησία, όπως στα ΑΕΙ (άρθρο 16 παρ. 5 Σ.) πλην όμως ο έλεγχος αυτός εκτείνεται μόνο στις Εκκλησιαστικές πράξεις για τις οποίες προβλέπεται από τον Κ.Χ. έκδοση προεδρικού διατάγματος 34. Το ΣτΕ δέχθηκε επίσης, ότι ο έλεγχος αυτός σε εκλογή μητροπολίτη περιορίζεται μόνο στη διακρίβωση τήρησης των διατάξεων του Κ.Χ., μη δικαιούμενος να μεταβάλλει την περί εκλογής απόφαση της Ιεραρχίας, ως αρμοδίου οργάνου, το οποίο σε περίπτωση ακύρωσης επαναλαμβάνει την εκλογή. Σύμφωνη με τις ανωτέρω παραδοχές της νομολογίας είναι η παλαιότερη ΣτΕ Ολ. 2548/1973. που δέχθηκε ότι η απόφαση της Ι. Συνόδου για χάρη σε καταγνωσθείσα κανονική ποινή κληρικού κ<ν 28. Βλ. Κ. Τράκα, «Η ουναλληλία στις σχέσεις Εκκλ. κπι Πολιτείας», ΕΚΚΛ. 199Α, σ. 534 βλ. Μητρ. Αττικής Παντελεήμονα, ΕΚΚΛ. 1995. " 28ο. Ι!λ. Γ. Κωνατάντε, «Σχέσεις Εκκλ. και Κράτους στα κράτη της Ευρ. Ένωσης», ΝοΒ 1996, σ. 908 επ. 29 Βλ. άρθρα 4 περ. ε, 29 παρ. 2, 30,,}6 παρ. 6, ;{7 παρ. 2, 39 παρ. ιο κ..),π. 30. Βλ. άρθρο ί>7 Κ.Χ. 31. Ολ. ΣτΕ ;3234/ΐ972, 968/1957, 4*7/1959-32. Ολ. ΣτΕ 960/1978 και 961/1978. 33 Βλ. ΝοΒ 1976, " 1129. 34 Βλ. άρθρο 26 παρ. ι Κ.Χ., Ολ. ΣιΕ, Ι78/»97<>, " π. και Ολ. ΧιΕ 545/197* μοναχού είναι υποχρεωτική για τον υπουργό και ισχύει, έστω και αν αυτός αμφισβητεί την ορθότητα της ουσιαστικής κρίσης της Ι. Συνόδου. Ε. Διοικητικά όργανα της Εκκλησίας της Ελλάδος 1. Όπως ορίζεται στην παρ. 1 του άρθρου 3 ίου Σ., η Εκκλ. Ελλ. διοικείται από δύο όργανα: α) από την Ιερά Σύνοδο των εν ενεργεία αρχιερέων (της Ιεραρχίας) και ρ 1 ) από τη Διαρκή Ιερά Σύνοδο (ΔΙΣ) που προέρχεται από αυτή και είναι διαρκές όργανο διοίκησης της Εκκλησίας (ΣτΕ 961/

1978). 2. Το Σ. δεν ορίζει ποιοι είναι οι «εν ενεργεία αρχιερείς» πάντως ως τέτοιοι πρέπει να θεωρούνται οι αρχιερείς που διαποιμένουν Ι. Μητροπόλεις της Εκκλ. Ελλ. 35, οι οποίοι έχουν κατά το Σ. αποφασιστική στη διοίκηση της Εκκλησίας συμμετοχή, αποκλειομένων συνεπώς των σχολαζόντων αρχιερέων, δηλαδή αυτών που απομακρύνθηκαν από τη διαποίμανση ορισμένης Ι. Μητρόπολης για οποιοδήποτε λόγο, των εν ενεργεία τιτουλαρίων μητροπολιτών και επισκόπων και των βοηθών επισκόπων, των υπαγομένων στην Ι. Αρχιεπισκοπή Αθηνών ή σε κάποια εν ενεργεία Ι. Μητρόπολη 36, αφού αυτοί δεν είναι κυρίαρχοι εν ενεργεία αρχιερείς, αλλά υπόκεινται σε εν ενεργεία αρχιερείς, στους οποίους έχουν τοποθετηθεί και εκτελούν κατά νόμο τα καθήκοντα που αυτοί με πράξη τους τούς αναθέτουν. Η ΣτΕ Ολ. 2256/1977 δέχθηκε, ότι οι εν ενεργεία τιτουλάριοι επίσκοποι, ως μη έχοντες ιδία επαρχία για διαποίμανση, είναι αρχιερείς που δεν μπορούν να μετάσχουν στη διοίκηση του ν.π. της Εκκλησίας και δεν έχουν την ιδιότητα του υπαλλήλου ν.π.δ.δ. 37. Ζήτημα πιστεύουμε ότι θα δημιουργηθεί εάν εν ενεργεία τιτουλάριος μητροπολίτης ορισθεί τοποτηρητής χηρεύουσας Ι. Μητρόπολης, οπότε στην περίπτωση αυτή, κατά τα νομολογηθέντα από το ΣτΕ, έχει την ιδιότητα του διαποιμένοντα, έστω και προσωρινά Ι. Μητρόπολη, οπότε δικαιούται συμμετοχής στην Ι.Σ. Ιεραρχίας. Πάντως, η διάταξη της παρ. ι του άρθρου 3 του Σ., δεν αποκλείει, όπως με τον Κ.Χ. της Εκκλησίας επιτραπεί η συμμετοχή στην Ι.Σ. Ιεραρχίας σχολαζόντων μητροπολιτών, τιτουλαρίων μητροπολιτών και επισκόπων, καθώς και βοηθών επισκόπων, με συμβουλευτική γνώμη. 3 Η ΔΙΣ προέρχεται από την Ι.Σ. Ιεραρχίας των εν ενεργεία αρχιερέων και κατά το Σ. συγκροτείται όπως ορίζει ο Κ.Χ. της Εκκλησίας (άρθρο 7 αυτού) με τήρηση των διατάξεων του Πατρ. Τόμου της 29/6/1850 και της Συνοδικής Πράξης της 4/9/1928. II αναφορά στα δύο τελευταία πατριαρχικά κείμενα, κατά την παρ. 1του άρθρου 3 του Σ., γίνεται μόνο για τον τρόπο 35 Την εκδοχή αυτή υιοθετεί το άρθρο 3 παρ. ι του Κ.Χ. 36. Βλ. άρθρο 27 Κ.Χ., όπως αντικ. με άρθρο 13 ν - 1 95ΐ/ 1 99ΐ 37- Βλ. Ολ. ΣτΕ 3»32/*977 συγκρότησης της ΔΙΣ 38, ώστε, σε περίπτωση τυχόν αντίθετης ρύθμισης στον Κ.Χ. της Εκκλησίας, να τηρούνται πάντοτε οι έχοντες συνταγματική ισχύ: α) ο όρος Α του Πατρ. Τόμου 1850, που ορίζει ότι η ΔΙΣ συνίσταται (συγκροτείται) από αρχιερείς που προσκαλούνται αλληλοδιαδόχως κατά πρεσβεία χειροτονίας με πρόεδρο τον Μητροπολίτη (ήδη Αρχιεπίσκοπο) Αθηνών 39 και β) ο όρος Β της Συνοδικής Πράξης 1928, κατά τον οποίο η ΔΙΣ συγκροτείται κατ' ίσο αριθμό από μητροπολίτες των επαρχιών της Αυτοκέφαλης Εκκλ. Ελλ., καθώς και από μητροπολίτες των επαρχιών που περιήλθαν στο ελληνικό κράτος μετά το 1912-1013 (των λεγομένων Νέων Χωρών), αφού στο προοίμιο της Πράξης αυτής ορίζεται ότι πρόκειται περί των «εις το Θεοφρούρητον Κράτος της Ελλάδος τελευταίως περιελθουσών πολιτικώς 40 επαρχιών του καθ' ημάς... Πατρ, θρόνου» και διότι «κατάδηλον εγένετο ότι διά την επελθούσαν πολιτικήν μεταβολήν των κατ' αυτάς ουκ άμοιρος δυσχερειών και ανωμαλιών ποικίλων ην εφεξής η άμεσος αυτών παρά του Αγιωτάτου τούτου Θρόνου ως πρότερον δίακυβέρνησις...» 41. ΣΤ. Σχέσεις Εκκλησίας Ελλάδος με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες -Ιεροί Κανόνες 1. Η παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ. οριοθετεί επίσης και τις σχέσεις της Εκκλ. Ελλ. με άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αφού και' αρχήν ορίζεται ότι αυτή είναι αναπόσπαστα δογματικά ενωμένη με τη Μεγάλη Εκκλησία της Κων/πολης και με κάθε άλλη Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού (ΙΙατριαρχεία Αλεξανδρείας, Αντιοχείας, Ιεροσολύμων, Μόσχας, Σερβίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας και Γεωργίας και Εκκλησίες Κύπρου, Πολωνίας, Αλβανίας και Τσεχίας-Σλοβακίας) και ότι τηρεί απαρασάλευτα όπως εκείνες τούς ιερούς αποστολικούς και συνοδικούς κανόνες και τις ιερές- παραδόσεις. Η ρύθμιση αυτή συμπληρώνεται με την παρ. 2 του άρθρου 13 του Σ., που καθιερώνει τη θρησκευτική ελευθερία. 2. Το μεγάλο όμως ερμηνευτικό πρόβλημα από την πιο πάνω υποχρέωση είναι αν κατοχυρώνονται

όλοι οι ιεροί κανόνες και οι ιερές παραδόσεις ή ορισμένοι τούτων. Το ΣτΕ, ερμηνεύοντας τη συνταγματική αυτή διάταξη, 38. Βλ. Ολ. ΣτΕ 545/1978. 39 Η ΣτΕ 3767/2002 Τμ. Γ' δέχεται ότι η προσαγόρευση του Λρχιεπ. Αθηνών ως «και πάσης Ελλάδος» είναι τιμητική και δεν σημαίνει ότι ο νομοθέτης απονέμει σ αυτόν αρμοδιότητες που εκτείνονται σε άλλες Ι. Μητροπόλεις, ώστε από τη θέση αυτή της νομολογίας δεν αποκλείεται οίο μέλλον αντίθετη ρύθμιση από τον νομοθέτη με τροποποίηση του Κ.Χ. 40. Δηλαδή με βάση το ν. 3615/1928. 41. Η ΣτΕ 2596/1992 Γ' Τμ. Επτ., ΕλλΔνη 1993. σ806, δέχεται ότι από τις κείμενες διατάξεις δεν προβλέπεται αριθμός αναπληρωτών μελών της ΔΙΣ και δεν είναι εφικτή η αναπλήρωση των κωλυομένων μητροπολιτών από τους οναπληρούντες αυτούς κατά την άσκηση των καθηκόντων τους αρχιμανδρίτες. δέχθηκε 42 ότι η συνταγματική κατοχύρωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επεκτείνεται στους κανόνες και παραδόσεις που αναφέρονται σε ζητήματα διοικητικής αποκλειστικά φύσης, που από τη φύση τους ρυθμίζονται σύμφωνα με τις ανάγκες και περιστάσεις της κοινωνίας και οι διοικητικοί αυτοί κανόνες είναι μεταβλητοί, υποκείμενοι σε τροποποίηση από τον κοινό νομοθέτη, ο οποίος, κατά το πνεύμα της παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ., δεν μπορεί με τον Κ.Χ. της Εκκλησίας να χωρήσει και μέχρι θεμελιώδους μεταβολής βασικών διοικητικοί θεσμών που έχουν καθιερωθεί πάγια και από μακρού μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία 43. Άμεση συνέπεια της ερμηνείας αυτής είναι ότι οι διοικητικής φύσης πράξεις των οργάνων της Εκκλησίας είναι δεκτικές προσβολής με αίτηση ακύρωσης κατά το άρθρο 95 του Σ. 44. Η Ολ. ΣτΕ 3178/1976 είναι σημαντική για την περαιτέρω ζωή της Εκκλησίας, διότι επιτρέπει τον εκσυγχρονισμό της διοικητικής δομής της, ανάλογα με τις ανάγκες της και τις κοινωνικές περιστάσεις και αποτέλεσε οδηγό στη νομολογία του ΣτΕ, που πάγια ακολουθεί το σκεπτικό της. 3 Το ΣτΕ, σύμφωνα με την ανωτέρω νομολογία, έκρινε 45 ως μη στηριζόμενο στο νόμο το διορισμό από την Ι. Σύνοδο μητροπολίτη ως Εξάρχου σε ταρασσόμενη Ι. Μητρόπολη και απέρριψε τις απόψεις της Εκκλησίας 46, η οποία αναφερόμενη στη ΣτΕ Ολ. 3178/1976 πρόβαλε ότι ο θεσμός του Εξάρχου είναι πάγιος θεμελιώδης διοικητικός θεσμός της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η ΣτΕ Ολ. 4113/1983 αναγνώρισε επίσης ως πάγιο διοικητικό θεσμό της Εκκλησίας από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους και την άσκηση εκκλησιαστικής οικονομίας για το γενικότερο συμφέρον της Εκκλησίας, ώστε η διοίκηση αυτής να επιλύει τα ανακύπτοντα στη ζωή της ζητήματα αποφευγομένων των αδιεξόδων και επιλυομένων «των στην Εκκλησία ως ζώντα θείον Οργανισμόν διαταράξεων της ενότητας αυτής» για διαφύλαξη της ειρήνης στο πλήρωμα αυτής. Η ανωτέρω απόφαση δέχθηκε «το γενικότερον συμφέρον της Εκκλησίας» ως επικρατέστερο του ατομικού και δεν ασχολήθηκε με την άσκηση της εκκλησιαστικής οικονομίας, αφού ήταν αρκετά δύσκολη η κρίση αν στη συγκεκριμένη περίπτωση η Εκκλησία 42. Ολ. ΣτΕ 317Ν/1976 ό.;ΐ. 43- Όμοιες οι ΣτΕ 5057/1987, 2715/1984, 3619/1982, 2Ο37/1979. 1269/1977 και 127<>/1977 Η ΕϊΕ 2569/1990, ΕλλΔνη 1992, σ. 9 2 5, δέχεται ότι ο νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίσει διατάξεις και η διοίκηση πράξεις αντίθετες στο περιεχόμενο ιερών κανόνων που κατοχυρώνονται από το Σ. Βλ. κριτική της Ολ. ΣτΕ 3178/1976 από Γ. Λιλαιο στην ΕΚΚΛ. 1993. Ο. 227- Βλ. Κοινή δήλωση Αντιπροσωπειών Εκκλ. Ελλ. και Οικ. Θρόνου, ΕΚΚΛ. 1987, σ307, που δεν δέχονται τη διάκριση των ιερών κανόνων και σύμφωνη γνώμη Καθηγ. Π. Μπυΰμη ΕΚΚΛ.1987 σελ. 376 επ. 44 ΣτΕ 945/1980 Τμ. Δ '. 45 ΣτΕ 1198/1992 Γ' Τμ. Επτ., ΝοΒ 1993, ο. 940. 46. Βλ. /'. Λιλαίου, «Ορθόδοξος κατ' Ανατολάς Εκκλησία και Συνοδικός Έξαρχος κλπ.», ΕΚΚΛ. 1992, ο. 91

εφάρμοσε ή όχι ορθά την εκκλησιαστική οικονομία, την οποία η Εκκλησία της Ελλάδος επικαλέσθηκε για δικαιολόγηση των αποφασισθέντων. 47 Ζ. Νομική ισχύς Πατριαρχικού Γόμου 2«>.6.ι85<> και ΣυνοΑικής Π ράξης [. Η 1. Όπως προεκτέθηκε, η αναφορά στην παρ 1 του άρθρου 3 του Σ. των Πατριαρχικών κειμένων 1850 και 1928 γίνεται μόνο για τη συγκρότηση της ΔΙΣ, ώστε πλην του Α' όρου του Πατρ. Τόμου 1850 και του Β' όρου της Πράξης 1928 δεν έχουν συνταγματική ισχύ οι λοιποί όροι των Πατριαρχικών αυτών κειμένων. Τούτο συνάγεται και από τα Πρακτικά των συζητήσεων Ψήφισης του Σ. του 1975 στην Κ' Αναθεωρητική Βουλή 48. Σύμφωνη με την εκφρασθείσα ως άνω βούληση της Ε' Αναθ. Βουλής είναι και η νομολογία του ΣτΕ 49 που δέχεται ότι η παρ. 1 του άρθρου 3 δεν κατοχυρώνει όλες τις διατάξεις (όρους) των εν λόγιο Πατριαρχικών κειμένων, αλλά μόνο αυτές για τη συγκρότηση της ΔΙΣ από αρχιερείς κατά πρεσβεία αρχιεροσύνης κατ' ίσο αριθμό από επαρχίες της Αυτοκέφαλης Εκκλ. Ελλ. και από επαρχίες των λεγομένων Νέων Χωρών και η ρύθμιση αυτή έγινε με σκοπό να καθίσταται αδύνατη στο μέλλον η δημιουργία αριστίνδην ΔΙΣ 50. Το ΣτΕ περαιτέρω, ειδικότερα έκρινε 51 ότι δεν κατοχυρώνονται συνταγματικά α) οι διατάξεις των Πατριαρχικών κειμένων που προβλέπουν την έγκριση του καταλόγου των εκλέξιμων για αρχιερατεία από τον Οικ. Πατριάρχη Κων/πόλεως 52, β) οι διατάξεις της παρ. (όρου) Ε της Πράξης του 1928 που 47 Η κριθείσα υπόθεση αφορούσε τη θέση σε διαθεσιμότητα του Μητρ. Κεφαλληνίας Προκοπίου. Βλ. ΣτΕ 1269/1977 και Ι270/1977 που έκριναν ότι δεν είναι αντισυνταγματικός ο ν. 349/1976 για το Πανελλ. Ίδρυμα Ευαγγελιστρίας Τήνου ν.π.δ.δ.., που ορίζει ειδικό τρόπο εκλογής της διοίκησης του, διότι το ζήτημα αυτό είναι διοικητικής φύσης. Βλ. ΣτΕ 1090/1989 που δέχθηκε ότι με την εκδοχή ότι οι ιεροί κανόνες επιτρέπουν στους κληρικούς την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος, οι κανόνες αυτοί δεν είναι από τους συνταγματικά προστατευτέους. Η ΣτΕ 3795/1990 ΝοΒ 1991, σ 473 δέχθηκε ότι απαγορεύεται η οπλοφορία των ιερέων ως αντίθετη στην περί αγάπης διδασκαλία του Ιησού και τους Θείους κανόνες που εκφράζουν τη διδασκαλία αυτή. 48. Βλ. «Σύνταγμα 1975 Διατάξεις κατ' άρθρο... κ.λ.π», "Εκβ. Βουλής 1975,σ36. Πρακτικά Υποεπιτροπής, σ. 398, 413. όπου σχετική σύμφωνη δίπλωση υφυπουργού θρησκευμάτων Χρ. Καραπιπέρη και σ. 553 και Πρακτικά Συζ. Βουλής. σ 393επ 49 Βλ. ΣτΕ 2715/1984 (για Πατρ. Τόμο 1850) και Ολ. ΣτΕ 3178/1976 (για Πράξη 1928). 5ο. Βλ. ΣτΕ 3767/2002 Τμ. Γ. 51. Ολ. ΣτΕ 545/1978, 546/1978. 52. Βλ. και Καθηγ. Σπ. Τρωιάνο, εφ. ΕΛ. ΤΥΠΟΣ Αθηνών, Φ. 16/10/2003, που δέχεται ότι η αποστολή του εν λόγω καταλόγου για έγκριση στον Οικ. Πατριάρχη είναι δυνατή με τροποποίηση του Κ.Χ. Βλ. αρχιμ. Χρυσ. ΙΙαπαθανασίου, εφ, ΒΗΜΑ Αθηνών, φ. 14/9/2003. Βλ. άρθρα 17 Παρ. 3, 21 παρ. 2 και ι8 παρ. 5, Κ.Χ. απαγορεύει τις αρχιερατικές μεταθέσεις από επαρχία σε επαρχία των λεγομένων Νέων Χωρών και ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να ορίσει ότι ορισμένες Ι. Μητροπόλεις πληρούνται υποχρεωτικά και με συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων με μετάθεση 53, αφού η διάταξη του Κ.Χ. για μετάθεση δεν αντίκειται στο Σ., διότι ρυθμίζει διοικητικό και μη θεμελιώδες ζήτημα και γ) ότι οι διατάξεις του Πατρ. Τόμου 1850 για προσαγόρευση του Προέδρου της Ι. Συνόδου ως Μητροπολίτη Αθηνών, ο οποίος με την Πράξη 1928 προσαγορεύεται ως «Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών» δεν έχουν συνταγματική

ισχύ (ΣτΕ 3767/2002). Τα ανωτέρω Πατριαρχικά κείμενα (1850 και 1928) δεν έχουν συνεπώς πλήρη συνταγματική ισχύ, ούτε άλλη νομική ισχύ, όταν υπάρχει αντίθετη ρύθμιση από τον κοινό νομοθέτη, αλλά είναι εκκλησιαστικά κείμενα που διέπουν τις σχέσεις των δύο Εκκλησιών 54. Ειδικότερα, είναι δεκτικοί υποχρεωτικής εφαρμογής από την Εκκλ. Ελλ. μόνο οι όροι Α' του ΙΙατρ. Τόμου 1850 και Β' της Πράξης 1928, οι δε λοιποί όροι, αν δεν είναι αντίθετοι στο ισχύον Σ., όπως λ.χ. όταν επιβάλλουν δεσμεύσεις που θίγουν το συνταγματικά θεσπισμένο αυτοκέφαλο της Εκκλ. Ελλ. ή στον ισχύοντα Κ.Χ. 55 ή σε κάποιο άλλο νόμο της Ελληνικής πολιτείας. 2. Το ΣτΕ, ενόψει των όρων της Πράξης 1928 και των άρθρων 7 παρ. 1, 11 παρ. 1 και 3, 36 παρ. 1, 2, 3 και 6 του Κ.Χ. της Εκκλ. Ελλ., έκρινε με τις 4068/1981 και 534/1999 Τμ. Γ 56 αποφάσεις του, ότι η μεταβολή εδαφικής περιφέρειας ομόρων Ι. Μητροπόλεων, με απόσπαση ορισμένων ενοριών, που συνεπάγεται περιορισμό της εδαφικής περιφέρειας κατά τον Κ.Χ. 53 Ολ. ΣτΕ 3178/1976. Βλ. άρθρο 24 παρ. 2 και 3 Κ.Χ. που επιτρέπει γενικά την πλήρωση όλων των Ι. Μητροπόλεων με κατάσταση (μετάθεση) με ορισμένες προϋποθέσεις, ώστε ο Ε' όρος περί αμετάθετου της Πράξης 1928 είναι ανίσχυρος, αφού υπάρχει αντίθετη ρύθμιση στον Κ.Χ. και στο άρθρο ι περ. ε ν. 3615/1928. Το ανίσχυρο επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι από της ισχύος της Πράξης 1928 και μέχρι σήμερα η Ι.Σ. Ιεραρχίας ή η ΔΙΣ της Εκκλ. Ελλ. προέβη με βάση διατάξεις ισχυόντων νόμων σε πολλές μεταθέσεις αρχιερέων από Ι. Μητροπόλεις Νέων Χωρών σε Ι. Μητροπόλεις Νέων Χωρών, χωρίς να αμφισβητηθεί η νομιμότητα τους και δη των Μητροπολιτών Βελλάς (1936), Ξάνθης (1942), Ζιχνών (1943). Παραμυθίας (1943). Ξάνθης (1945). Κιλκισίου (1945). Εδέσσης (1951). Ιερισσού (1951) Δρυϊνουπόλεως (1956), Γρεβενών (1958), Κασσανδρείας (1958), Σιατίστης (1958), Μηθύμνης (1965) και Σάμου (1974) 54- Βλ. από 27/8/2003 επιστολή ΔΙΣ Εκκλ. Ελλ. στο Οικ. Πατριαρχείο, εφ. ΟΡΘ. ΤΥΠΟΣ, φ. ΙΟ/1Ο/2ΟΟ3. Βλ. Εισήγηση Αθηνών Χριστοδούλου στην ΙΣΙ της 4 11 2ΟΟ3 στην ΕΚΚΛ. 2003, σ. 799 επ. Βλ. απόφ. ΙΣΙ στην ΕΚΚΛ. 2003, σ 814 επ. Βλ. Καθηγ. π. Γ. Μεταλληνό, εφ. ΊΎΠΟΣ ΚΥΡ. Αθηνών, φ. 2/11/2003, που υποστηρίζει την αντίθεση της Πράξης 1928 στους ιερούς κανόνες. Βλ. Λ. Μαρίνο, εφ. ΒΗΜΑ ΚΥΡ. Αθηνών, φ. 2/ Ι1/2ΟΟ3 και Χρ. Συρτζετάκη, εφ. ΊΎΠΟΣ ΚΥΡ. Αθηνών, φ. 19/10/2003. 55 Σύμφωνοι με τον Κ.Χ. είναι οι ΣΤ, Ζ, Η, όροι και εν μέρει ο Ι όρος της Πράξης 1928 σε συνδ. με άρθρο 39 παρ. 8 Κ.Χ. Αλλωστε, ο Κ.Χ. επικυρώνει τους σύμφωνους με το Σ. όρους της Πράξης 1928 στα άρθρα 1 παρ. 3. 3 παρ 1, 7 παρ. 1, 11 παρ. 1, 28 και 44 παρ. 1 και 2 αυτού. 56. Βλ. ΝοΒ 2ΟΟΙ, ο. 323 επ. με σημ. /. Μ. Κονιδάρη. του Οικ. Πατριαρχείου, λόγω προσάρτησης των ενοριών αυτών σε όμορη Ι. Μητρόπολη της Αυτοκέφαλης Εκκλ. Ελλ., δεν είναι επιτρεπτή παρά μόνο με συναίνεση του Οικ. Πατριάρχη. Οι αποφάσεις αυτές του ΣτΕ που ερμηνεύουν τον Κ.Χ. και την Πράξη 1928 δεν έρχονται σε αντίθεση ούτε με τον Κ.Χ., ούτε με κάποιο άλλο ισχύοντα νόμο, ούτε με την ερμηνεία αυτή θίγεται η αυτοκεφαλία της Εκκλ. Ελλ., όπως γίνεται με τον, αντίθετο στην παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ. και στα άρθρα 17, 21 και 22 του Κ.Χ., Ε όρο της Πράξης 1928, αφού οι Ι. Μητροπόλεις ολόκληρου του ελλαδικού χώρου (πλην Κρήτης και Δωδ/νήσου) υπάγονται στην άμεση διοίκηση της Εκκλ. Ελλ. Άλλωστε, σε περίπτωση τυχόν άρσης από το Οικ. Πατριαρχείο της υπαγωγής (επιτροπικώς) των Ι. Μητροπόλεων των Νέων Χωρών στην άμεση διακυβέρνηση της Εκκλ. Ελλ. ή επιβολής στους μητροπολίτες των Ι. Μητροπόλεων αυτών οιασδήποτε κανονικής ποινής, οι σχετικές αποφάσεις του Οικ. Πατριαρχείου δεν έχουν άμεση νομική συνέπεια στο ελληνικό κράτος, ως αντίθετες στο άρθρο 1 εδάφ. α και εδάφ. β περίπτ. δ του ισχύοντος ν. 3615/1928 και για την ισχύ τους απαιτείται τροποποίηση του νόμου αυτού και των άρθρων 1 παρ. 3, 11 παρ. 1 και 44 του Κ.Χ. της Εκκλ. Ελλ. Η. Συμπεράσματα ι. Η ρύθμιση των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας με την παρ. ι του άρθρου 3 του ισχύοντος Σ. πρέπει να θεωρείται επιτυχής, αφού διατηρείται ο ιστορικός δεσμός Πολιτείας και Εκκλησίας, η κοινή πορεία αμφοτέρων μέσα στη μακραίωνη ελληνική ιστορία και ρυθμίζονται πλήρως οι νομικές σχέσεις Εκκλησίας και κράτους με το σύστημα ιης νόμω κρατούσης Πολιτείας και την παράλληλα με αυτό εφαρμοζόμενη αρχή της συναλληλίας, με αποτέλεσμα να διευκρινίζονται οι ρόλοι αμφοτέρων. Με την ως άνω συνταγματική ρύθμιση, η Εκκλ. Ελλ. έχει το εξαιρετικό προνόμιο να υπάγονται οι εκτελεστές πράξεις της, που δεν είναι

πνευματικής φύσης, στη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου του ΣτΕ, που από την έναρξη της λειτουργίας του (17.5-1929) και μέχρι σήμερα καθιερώθηκε στη συνείδηση της κοινωνίας ως το Δικαστήριο απονομής ουσιαστικής δικαιοσύνης, παράλληλα με τη μορφή του ως αναιρετικού Δικαστηρίου κατά τελεσιδίκων αποφάσεων των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων. 2. Από την προεκτεθείσα νομολογία συνάγεται ότι το ΣτΕ άσκησε πάντοτε τη δικαιοδοσία του σε εκκλησιαστικές υποθέσεις με ιδιαίτερη σοβαρότητα και υπευθυνότητα και συνέβαλε με τις αποφάσεις του στο να δοθούν πάντοτε ορθές λύσεις στα αμφισβητούμενα ζητήματα που προέκυψαν από την εφαρμογή της παρ. 1 του άρθρου 3 του Σ., του Κ.Χ. της Εκκλησίας και των προεκτεθέντων Πατριαρχικών κειμένων, σύμφωνες και με τα δόγματα της Εκκλησίας, για καταλλαγή του πληρώματος αυτής. Οι προσδοκίες των νομικών της πατρίδας μας είναι ότι θα συνεχισθεί η λαμπρή πορεία της νομολογίας του Δικαστηρίου και κατά τον νέο αρξάμενο εικοστό πρώτο αιώνα, αφού η νομολογία του αυτή αποτελεί διακεκριμένο σταθμό στη δικαστική ζωή του έθνους, με βάση την οποία η Εκκλησία, η παρούσα και οι μελλοντικές γενεές θα ρυθμίζουν τα νομικά βήματα τους.